Αγώνες δια την Θεσσαλονίκην 1912-1913
του Κωνσταντίνου Γ. Σερεπίσου,
Ό κεντρικός πυρήν τής εργασίας άνεκοινώθη εις διάλεξιν όργανωθεΐσαν υπό του Ινστιτούτου Στρατηγικών Μελετών Ελλάδος εν τη αίθούση τής ‘Αρχαιολογικής Εταιρείας, τή 25η ‘Απριλίου 1991
Πηγή κειμένου: “ΠΑΡΝΑΣΣΟΣ” ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΤΟΜΟΣ ΛΓ’, ΑΘΗΝΑΙ, 1991. (μπορείτε να το διαβάσετε ΕΔΩ, σελ. 13-52)
Ή περίοδος των Βαλκανικών πολέμων, εκ τών πλέον ενδόξων της Ιστορίας μας και κρισιμότατη εις την πορείαν του Έθνους, ευλόγως θα κινή το ενδιαφέρον τών ιστορικών ερευνητών και εις γενικωτέρας επισκοπήσεις, αλλά και κατά ιδιαίτερα σημεία, ώς τάς επίμονους και συστηματικάς παρασκευάς, τάς πολιτικάς και διπλωματικάς εξελίξεις, τάς φάσεις τών πολεμικών επιχειρήσεων. Έπιλαμβανόμενοι θέματος σχετικού προς τους Βαλκανικούς πολέμους θα πρέπει να τονίσωμεν απ’ αρχής ότι δια τήν παρασκευήν και κατά τήν πραγμάτωσιν της μεγάλης εθνικής προσπάθειας οι Πανέλληνες συνηγέρθησαν, άμιλλώμενοι εις προσφοράς και θυσίας. Και ας έπαναληφθή ή διακήρυξις τής άϊδίου ευγνωμοσύνης προς απαντάς τους συντελεστάς της Νίκης, τους γενναίους μαχητάς και τους άξιους ηγήτορας του ‘Εθνους, στρατιωτικούς και πολιτικούς.
Άναγκαίως όμως αί ίστορικαί ερευναι θα έπεκτείνωνται και περί διατυπωθείσας αμφισβητήσεις. Και τοιαϋται ώς γνωστόν εγένοντο και κακοβούλως κατά τήν, μετά τους μεγαλύναντας τήν Ελλάδα πολέμους, έπακολουθήσασαν έθνικήν διχοστασίαν, εν τη αναζητήσει επιχειρημάτων προσφορών δια τήν όλεθρίαν άλληλομαχίαν. Και πολλάκις ψευδείς ισχυρισμοί, συστηματικώς επαναλαμβανόμενοι, καθίστανται εν τέλει εύκολώτερον παραδεκτοί ύπό διαφόρων, είτε υστερούντων εις βαθυτέραν επί του θέματος ένημέρωσιν, εϊτε ράθυμων δια σοβαρωτέρας διεργασίας και έρευνας, άλλ’ έντυπωσιαζομένων υπό θέσεων έμφανιζουσών πρωτοτυπίαν, είτε ρεπόντων εις άτοπους συνδέσεις ζητημάτων καθαρώς ιστορικών προς ιδεολογικάς δοξασίας και θέσεις. Τοιαϋται δε απαράδεκτοι συνδέσεις παρατηρούνται συστηματικαί πολλάκις και επί ετέρων εθνικών ζητημάτων. Τονίζεται και ότι ή κατά τήν εφεξής άνάπτυξιν αναγκαστική άντίκρουσις επί διατυπωθεισών κριτικών και κατηγοριών κατ’ ουδέν πρέπει νά έκληφθη και ώς έπέκτασις εις άτοπους άντικατηγορίας και αμφισβητήσεις παρασχεθεισών επί άλλων σημείων υπηρεσιών, παρά διαφόρων δρασάντων. Άλλα και ουδόλως συγχωρείται όπως ή τοιαύτη επιβαλλομένη άναγνώρισις των παρ’ άλλων υπηρεσιών μετατραπή —προς έπίδειξιν ίσως επίπλαστου άντικειμενικότητος—και εις προσπάθειαν πλήρους έξισώσεως, κατά πασαν περίπτωσιν, τών συμβολών εκάστου τών παραγόντων.
Συμφώνως προς τα ανωτέρω, βασικόν άντικείμενον της παρούσης μελέτης είναι αυστηρώς ιστορική έρευνα επί ισχυρισμού διατυπωθέντος το πρώτον υπό του Έλ. Βενιζέλου, κατά τήν συνεδρίασιν της 12/25 Αυγούστου της ώς Βουλής λειτουργούσης, ότι ή επιτυχία τής κατ’ Όκτώβριον 1912 απελευθερώσεως τής Θεσσαλονίκης οφείλεται εις άποφασιστικήν παρέμβασιν του ιδίου, καθορίσαντος και έπιβάλαντος τήν προς τά εκεί πορείαν του Ελληνικού Στράτου, αντί τής σχεδιαζόμενης τότε υπό του ‘Αρχιστρατήγου Διαδόχου Κωνσταντίνου κατευθύνσεως προς Μοναστήριον. Ό ισχυρισμός επανελήφθη πλειστάκις έκτοτε παρά διαφόρων και περιελήφθη εις συγγράμματα και εξιστορήσεις, εν αίς εις παλαιοτέραν (1932), άλλα και εις νεωτέρας (1988), εκδόσεις υπό τής Διευθύνσεως Ιστορίας Στράτου Πολεμικών ‘Εκθέσεων. Και μετά πάροδον μακρού χρόνου άπό του παλαιού ‘Εθνικού Διχασμού καί εφ’ δσον άτόπως συνεχίζονται διατυπώσεις αμφισβητήσεων, προκύπτει επιτακτική ή ανάγκη δια μίαν νέαν προσπάθειαν πλήρους διερευνήσεως περί τήν ίστορικήν άλήθειαν, εν πνεύματι απολύτου άντικειμενικότητος. Παρατηρητέα άπ’ αρχής:
α) Ότι ουδέν στοιχεΐον προς στήριξιν του ανωτέρω ισχυρισμού υπάρχει εις τά ‘Αρχεία τής Στρατιάς, ή του Υπουργείου Στρατιωτικών, ή εις τά μετέπειτα εκδοθέντα μετ’ απομνημονευμάτων υπό του Έπιτελάρχου τής Στρατιάς στρατηγού Π. Δαγκλή, ένθα έπρεπε απαραιτήτως να έγένετο μνεία, ή εις οιανδήποτε άλλην εγκυρον μαρτυρίαν. Καί επί του σημείου αύτοϋ έπεβάλλετο ή δέουσα προσοχή, ιδία παρά τών συντακτών επισήμων Κρατικών εκδόσεων καί χάριν περιφρουρήσεως του κύρους αυτών.
β) Ότι ό ισχυρισμός προεβλήθη κατά περίοδον άποκορυφώσεως τών εκ του τότε Έθνικοϋ Διχασμού οξυτήτων καί παθών, ότε καί πλείστα άλλα τελείως πλαστά ή άδιστάκτως διαστρεβλωμένα στοιχεία έχρησιμοποιήθησαν καί πολλά δεινά έκτροπα άπετολμήθησαν.
Κατά τήν ερευναν εξεταστέα θέματα είναι: 1) Όχι εάν δια τήν τύχην τής Μακεδονικής πρωτευούσης, απειλούμενης ύπό τών Βουλγάρων, εξεδήλωσε καί ευλόγως ανησυχίας ο Έλ. Βενιζέλος, άλλα κατά πόσον πράγματι εις γενομένας παρεμβάσεις αύτοΰ οφείλεται ή προς Θεσσαλονίκην κατεύθυνσις του Ελληνικού Στράτου, έξαναγκασθέντος προς τούτο άκοντος του Διαδόχου Κωνσταντίνου. Καί εν συναρτήσει: 2) ‘Εάν κατά τάς κρίσιμους ώρας, ύπήρχον καί ασχέτως τής ενδεχομένης πορείας τοϋ κυρίου όγκου τών Τουρκικών δυνάμεων, εξ ϊσου δυνατότητες Ελληνικής κατευθύνσεως προς Θεσσαλονίκην ή προς Μοναστήριον, ώστε νά ύπάρχη τότε ζήτημα επιλογής και συνεπώς παρεμβάσεως εις τάς κρίσεις και αποφάσεις του Έλληνος ‘Αρχιστρατήγου.
Έθεωρήθη όμως ένδεδειγμένον όπως ή μελέτη έπεκταθή καί εις τίνα μετά τήν κατάληψιν τής Θεσσαλονίκης γεγονότα, ως είς ώρισμένας φάσεις του δευτέρου Βαλκανικού πολέμου και είς διπλωματικάς ενεργείας, καθ’ δ μέρος εχουσιν άμεσωτέραν σχέσιν με τα προβλήματα εξασφαλίσεως τής επί τής Μακεδόνικης πρωτευούσης Ελληνικής κυριαρχίας, προς πληρεστέραν επί γενικωτέρου ενδιαφέροντος θέματος ένημέρωσιν. Κατά τάς περαιτέρω αναφοράς είς έγγραφα, περιλαμβανόμενα υπό κατά συνέχειαν άρίθμησιν, είς τάς παλαιοτέρας δύο εκδόσεις του Παραρτήματος του Α’ τόμου τής ύπό του Υπουργείου Στρατιωτικών δημοσιευθείσης Πολεμικής Εκθέσεως: (O ‘Ελληνικός Στρατός κατά τους Βαλκανικούς πολέμους 1912-1913», αναγράφονται κατά τήν παροϋσαν μελέτην εντός παρενθέσεως οι αντίστοιχοι αριθμοί αυτών πρώτον τής κατά το 1932 πρώτης εκδόσεως καί μετά κάθετον, τής κατά τό 1940 δευτέρας τοιαύτης. Όταν το σχετικόν εγγραφον περιλαμβάνεται εις μίαν μόνον τών ανωτέρω εκδόσεων, είς τήν θέσιν τής ελλειπούσης τίθεται παϋλα(—). Ήκατάτό 1988 έκδοσις περιλαμβάνει, ώς εν παραρτήματι και ύπό στοιχεία του ‘Αλφαβήτου, ολίγα έγγραφα, τα πλείστα τών οποίων σημειοϋνται εν συνεχεία τών δύο πρώτων. “Απασαι αί άναγραφόμεναι ήμερομηνίαι είναι κατά τό τότε ισχύον Ίουλιανόν ήμερολόγιον, σημειούμενης, κατά τό πλείστον, έν συνεχεία καί τής κατά τό νυν ισχύον Γρηγοριανόν.
Ή κατά τους Βαλκανικούς πολέμους αποκαλυφθείσα μεγάλη αξία του Ελληνικού Στρατού επιβάλλει όπως επιμείνωμεν πληρέστερον είς τήν διερεύνησιν περί τών συνθηκών και τών παραγόντων τής αναπτύξεως αύτοϋ. ‘Αποτελεί βάναυσον ίστορικήν παραποίησιν ή παραγνώρισις τών κατά τα ετη 1900-1909 επίμονων καί συστηματικών προσπαθειών δια τήν πολεμικήν τής Χώρας παρασκευήν, υπό τήν άδιάκοπον άμεσον καί συστηματικήν κατεύθυνσιν του Διαδόχου Κωνσταντίνου καί ιδία επί τών ημερών τών υπό τον Γ. Θεοτόκην Κυβερνήσεων, εκτιμώμενων βεβαίως κατ’ άξίαν καί τών μετέπειτα προσπαθειών. Ούτω, κατά τήν περίοδον 1900 – 1909: Κατ’ αρχάς, αντί τών πρότερον υφισταμένων τριών ‘Αρχηγείων Στρατού, (Λαρίσης, Μεσολογγίου καί Αθηνών), άτινα δέν ήσαν όργανικαί Μονάδες Στρατού, αλλά διοικήσεις εδαφικών περιοχών, ήτοι τών εντός έκαστης εξ αυτών καί συμπτωματικούς έδρευουσών Μονάδων Στράτου καί Χωροφυλακής, επετεύχθη ενιαία Γενική Διοίκησις, αναλαβόντος κατά Σεπτέμβριον 1900 του Διαδόχου Κωνσταντίνου ώς Γενικού Διοικητού καί συγχρόνως Γενικού ‘Επιθεωρητού του Στρατού. Τό πρότερον άσυντόνιστον καί πλαδαρόν τής διοικήσεως διεδέχθη σύστημα κατά πάντα εύστοχου οργανώσεως καί ευρύθμου εργασίας. Πρώτον μέλημα ύπήρξεν ή εμπέδωσις πειθαρχίας καί τάξεως, ως καί εμπιστοσύνης του Στράτου εις εαυτόν. Τότε άπομακρύνθησαν εκ της πολιτικής οί αξιωματικοί, δυσχεραινομένης της συμμετοχής των εις έκλογάς. Άπεκρούοντο δέ σταθερώς προσπάθειαι κομματικών επεμβάσεων εις το Στράτευμα. Συνέστη ΕΙδικόν Ταμεΐον Εθνικής ‘Αμύνης, προς δημιουργίαν τών άναγκαιούντων πόρων. Ύπήρξεν άγρυπνος ή μέριμνα εις τους τομείς οργανώσεως εκπαιδεύσεως καί προμηθειών υλικών. Άντεμετωπίσθη και περιωρίσθη το κακόν τών αποσπάσεων. ‘Αντί τής πρότερον κατ’ όνομα μόνον καταστάσεως ‘Επιτελών ‘Αξιωματικών, ώργανώθη με ούσιαστικήν ύπόστασιν ‘Επιτελική Υπηρεσία. ‘Επίσης ειδικά τμήματα καί Ύπηρεσίαι Έπιμελητείας, Ύγειονομικαί, Χαρτογραφικαί κ.ά. ‘Εξεδόθη τω 1904 ‘Οργανισμός Στράτου, καλούμενος έκτοτε «’Οργανισμός του Διαδόχου» και άποτελέσας τήν βάσιν τών μετέπειτα ‘Οργανισμών του Στράτου. Τω 1907 έγένετο τό πρώτον εν Ελλάδι σχέδιον έπιστρατεύσεως, με άπαντα τα συναφή, ήτοι σχέδια στρατηγικής συγκεντρώσεως, στρατηγικών μεταφορών, επιτάξεων κλπ., άρξαμένων ευθύς τών δοκιμαστικών εφαρμογών αυτών. Έλάμβανον χώραν συνέχεις ασκήσεις έπί του εδάφους και επί του χάρτου, άπομακρυνομένων τών υστερούντων αξιωματικών καί εξοικειουμένων τών οπλιτών εις τήν χρήσιν νέων όπλων. Έπιτυχίαν δε εσημείωσαν αί μεγάλαι ασκήσεις κατά τα ετη 1904 (εις Παρνασσόν), 1907 (εις Μεσόγεια Αττικής) καί 1908 (παρά τάς Άχαρνάς), με συμμετοχήν εις έκάστην τούτων άνω τών 40.000 ανδρών. Έγένοντο προμήθειαι νέων συστημάτων όπλων, ώς 107.000 τυφεκίων και άραβίδων Μάνλιχερ, μετά 36 εκατομμυρίων φυσιγγίων, καί 168 πυροβόλων, δια μεν τό πεδινόν πυροβολικόν συστήματος Σνάϊντερ, δια δέ τό όρειβατικόν τοιούτον συστήματος Σνάϊντερ – Δαγκλή. ‘Από του έτους 1908 ήρχισε δια πρώτην φοράν σοβαρά οχύρωσις τών παραμεθορίων περιοχών Θεσσαλίας καί ‘Ηπείρου. Κατεσκευάσθησαν πολλοί στρατώνες καί άποθήκαι. Κατ’ είσήγησιν δέ τής Στρατιωτικής Διοικήσεως, επετεύχθη ικανή πύκνωσις τών σιδηροδρομικών καί οδικών δικτύων καί οργανώσεις λιμένων εξυπηρετούντων και στρατιωτικούς σκοπούς. ‘Ιδιαιτέρως αποτελεσματική κατεδείχθη ή μέριμνα δια τήν μετεκπαίδευσιν αξιωματικών εις διαφόρους σχολάς του ‘Εξωτερικού. Καί κατά τό εαρ του 1910 ή Ελλάς ήτο εις θέσιν να παράταξη 100.000 μαχητάς εκπαιδευμένους αντί τών 30.000 κατά τό 1900. ‘Ανάλογος εργασία συνετελειτο και εις τό Ναυτικόν, ένισχυθέντος του Στόλου δια νέων σκαφών, μεταξύ τών οποίων του θωρηκτού – καταδρομικού «Γ. Αβέρωφ».
Ή γενομένη εργασία ανεστάλη, άπομακρυνθέντος τοϋ Διαδόχου Κωνσταντίνου τής ενεργού υπηρεσίας, μετά τό στρατιωτικόν κίνημα τοϋ 1909, εις δ μετεΐχον καί καλοί, άλλα καί υστερούντες αξιωματικοί, δια διαφόρουςλόγους. Αί σχετικού προσπάθειαι συνεπληρώθησαν μέ ταχύν ρυθμον και επί της Κυβερνήσεως υπό τον Έλ. Βενιζέλον, όστις και αντελήφθη τήν ανάγκην επαναφοράς επί κεφαλής του Στράτου τοϋ Διαδόχου Κωνσταντίνου, άναλαβόντος ώς Γενικού ‘Επιθεωρητού τοϋ Στράτου από 25 Μαρτίου / 7 ‘Απριλίου 1912, δυνάμει νόμου ισχύοντος άπό 27 ‘Ιουνίου / 10 ‘Ιουλίου 1911. ‘Αξιοσημείωτους, άλλα κατά περιωρισμένον προ τοϋ πολέμου χρόνον, υπηρεσίας προσήνεγκεν ή άπό τοϋ ‘Απριλίου 1911 εργαζομένη Γαλλική ‘Αποστολή υπό τον Στρατηγόν Eydoux. Και μόνον ώς κακοπιστία και παραλογισμός θα πρέπει όπως χαράκτηρισθή τυχόν εμμονή εις τον ίσχυρισμόν ότι εάν και κατά τό 1910 ή κατάστασις τών Ένοπλων Δυνάμεων ήτο ανάλογος προς τήν μετά τό 1897 περίοδον, θά ήσαν άρκεταί έργασίαι δύο ετών όπως άγάγωσι τον Έλληνικόν Στρατόν εις τήν διαπιστωθεϊσαν κατά τό 1912 κατάστασιν έτοιμότητος και υψηλής στάθμης. Παρατίθεμεν ενδεικτικώς αποσπάσματα εξ απόψεων τριών στρατιωτικών, διατελεσάντων πάντοτε πιστών εις τον Έλ. Βενιζέλον, ώς κατωτέρω:
α) Π. Δαγκλή (εξ επιστολής άπό 1/14 Φεβρουαρίου 1910 προς τον Άν . Παπούλαν): «…εις τό πεντάμηνον αυτό διάστημα, ού μόνον καμμία σπουδαία εργασία δεν εγινεν, άλλα παρέλυσε τελείως ή πειθαρχία τοϋ στρατού, μέ τάς καθημερινάς συνεδριάσεις και ψηφοφορίας τών αξιωματικών και τών υπαξιωματικών και μέ τήν έκμηδένισιν τών διοικήσεων. Οι ανώτεροι αξιωματικοί, οΐτινες εισήλθον εις τον σύνδεσμον, παρημποδίσθησαν εντελώς…» (‘Αναμνήσεις, “Εγγραφα, Αλληλογραφία. Το Άρχεΐον τον, τόμ. Α’, σελ. 457- 458).
β) Λέων. Παρασκευοπούλου: “Οτι ή Γενική Διοίκησις «κατήρτισε πλήρες σχέδιον έπιστρατεύσεως, τοϋ οποίου οί επακολουθήσαντες Βαλκανικοί πόλεμοι απέδειξαν πλήρως τήν άξίαν, θά ήτο δε άδικος εκείνος όστις δέν θά ώμολόγει τοϋτο» (‘Αναμνήσεις, τόμ. Α’, σελ. 85 και 123).
γ) Άλ. Μαζαράκη Αΐνιάνος: «Ό Θεοτόκης, ό νοημονέστερος όλων, έχει ομολογουμένως πολλά εις τό ενεργήτικόν του… τοϋ οφείλεται ή αναμφισβήτητος τιμή δτι επί κυβερνήσεως του, εγινεν ή συστηματική φροντίς δια τήν δημιουργίαν στρατοΰ… Πάντως εάν θέλη κανείς να είναι αμερόληπτος και να μή κατακρίνη τά πάντα, οφείλει να όμολογήση δτι ό,τι εγινεν επί Θεοτόκη στρατιωτικώς ήτο μεγάλο και ότι επί τών τεθεισών τότε βάσεων έστηρίχθη όλη ή περαιτέρω άνάπτυξις τοϋ Ελληνικού Στρατοΰ, κατά τά επακολουθήσαντα πολεμικά ετη… “Αλλο φωτεινόν σημείον της δράσεως τοϋ Θεοτόκη ήτο ό επί της κυβερνήσεως του οργανωθείς Μακεδόνικος Άγων…» (‘Απομνημονεύματα, σελ. 93, 94, 95).
Και ό Ί . Μεταξάς παρατηρεί: «…άν δέν προηγεΐτοή στρατιωτική εργασία τοϋ Θεοτόκη, θά ήτο αδύνατος ή σημερινή εργασία τοϋ Βενιζέλου…» (Ήμερολόγιον, τόμ. Β’, σελ. 120—22 Μαΐου / 4 ‘Ιουνίου 1912).
Έπιλαμβανόμεθα ήδη τών διπλωματικών ενεργειών. ‘Απ’ αρχής δέον όπως τονισθή το εϋστοχον τής επιδιώξεως τής συμπράξεως τής Ελλάδος μετά τών άλλων Βαλκανικών Κρατών, αντί τής, διά πολλούς λόγους, ανέφικτου προσπάθειας κατά το παρελθόν, προς συμμαχίαν μετά μιας ή περισσοτέρων τών τότε Μεγάλων Δυνάμεων. Ή ανάγκη τής συνεννοήσεως μεταξύ τών Βαλκανικών Κρατών κατεφάνη εντονωτέρα μετά τήν έπικράτησιν εν τη ‘Οθωμανική Αυτοκρατορία τών Νεότουρκων καί τήν άκολουθουμένην υπ’ αυτών σκληράν τακτικήν και έναντι τών Μειονοτήτων, επί τω σκοπώ εδραιώσεως ισχυρού συγκεντρωτικού Κράτους, με προέχον το Μουσουλμανικόν στοιχεΐον. Τής τάσεως προς Έλληνοβουλγαρικήν προσέγγισιν έπρωτοστάτησαν ό Οικουμενικός Πατριάρχης καί ο Βούλγαρος Έξαρχος εν Κωνσταντινουπόλει. Ύπ’ αυτών, μετά βολιδοσκοπήσεις τών δύο Κυβερνήσεων, κατηρτίσθη τη 10/23 Αυγούστου 1910 σχέδιον Έλληνοβουλγαρικής Συμμαχίας, δπερ όμως δεν υπεγράφη τελικώς διότι υπό τής Ελλάδος ετέθη ζήτημα άρσεως του Εκκλησιαστικού Σχίσματος. Τής πραγματοποιήσεως τής μετά τών Βαλκανικών Χωρών συνεννοήσεως τής Ελλάδος προηγήθη δυσεξήγητος προσπάθεια του Έλ. Βενιζέλου, κατά τήν διάρκειαν του Ίταλοτουρκικοϋ πολέμου 1911-1912, όπως πείση τήν Ίταλίαν διά κοινήν δράσιν καί δημιουργίαν μετώπου κατά τής Τουρκίας καί εν Μακεδονία. Αί ένέργειαι του Έλ. Βενιζέλου προύχώρησαν μέχρι παραδόσεως εις τους Ιταλούς καί σχεδιαγραμμάτων τών οχυρώσεων τής Πρεβέζης. Ή ‘Ιταλία όμως δεν απεδέχθη τάς σχετικάς προτάσεις (Τδε: Ί . Μεταξά, Ήμερολόγιον, τόμ. Β’, σελ. 87 καί 113. Καί Giolitti,Memorie de lamia cita, Milano, 1922, σελ. 480-481).
Πέραν τής ανωτέρω προσπάθειας, αποκαλυπτική είναι καί ή κατωτέρω δήλωσις του Έλ. Βενιζέλου εν τή Βουλή κατά τήν 21 Ίουνίου/4 ‘Ιουλίου 1913: «Δεν επεδίωξα τον πόλεμον μετά τής ‘Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, τουλάχιστον κατά τήν έποχήν καθ’ ην εξερράγη, δεν θα τον επεδίωκα δε ούτε βραδύτερον, εάν καί μόνον κατώρθουν να ρυθμίσω κατά τίνα τρόπον τό Κρητικόν ζήτημα, τό όποιον άπετέλει σκόλοπα εν τή σαρκί τής Ελλάδος. Έπρότεινα εις αντάλλαγμα τής αναγνωρίσεως εις τους Κρήτας του δικαιώματος να στέλλωσι τους βουλευτάς των εις το Έλληνικόν Βουλευτήριον, ν’ άναλάβη να πληρώνη ή Ελλάς εις τήν Τουρκίαν φόρον υποτέλειας διά τήν Κρήτην… Άλλ ‘ αύται αί προτάσεις απερρίφθησαν…». Καί άλλαχου κατά τήν αυτήν συνεδρίασιν: «Ή Βουλγαρία τότε καί ή Σερβία ήνωμέναι διά συνθήκης θετικής επιθέσεως κατά τής Τουρκίας, απεφάσισαν να δράσωσι πολεμικώς κατ’ αυτής… ‘Αλλ’ άφοΰ άπό τό μέρος τής Τουρκίας δεν είχον να ελπίσω τίποτε άφοϋ ζητήσας τόσον ολίγα, δεν κατώρθωσα να λάβω τίποτε, προς τό άλλο μέρος έπρεπε νά μεταβώ καί εκεί ακριβώς μετέβην…». Έάν όμως, μετά τυχόν ίκανοποίησιν του αιτήματος περί παραδοχής τών Κρητών βουλευτών εις τήν Έλληνικήν Βουλήν, ô πόλεμος κατά τής Τουρκίας διεξήγετο υπό μόνων τής Βουλγαρίας, της Σερβίας ή και του Μαυροβουνίου, ή θέσις της Ελλάδος θα ήτο οπωσδήποτε δεινή. Διότι, εν περιπτώσει μεν νίκης τών Βαλκανικών Κρατών, ταϋτα θα διενέμοντο οριστικώς περιοχάς Μακεδονίας και Θράκης, άποπνιγομένης τελειωτικώς της Ελλάδος. Έν περιπτώσει δε νίκης της Ό – θωματικής Αυτοκρατορίας, ή τύχη τών εντός αυτής Χριστιανικών πληθυσμών θα ήτο ή καταδίκη των εις βαθμιαίως ούσιαστικήν εκμηδένισιν. Κατ’ άμφοτέρας τάς περιπτώσεις, ή θέσις τής Ελλάδος διπλωματικώς θα ήτο τελείως ασήμαντος και οριστική ή καταδίκη της εις κρατίδιον αμφιβόλων δυνατοτήτων όπως επιβίωση και άνίκανον όπως αντιμετώπιση πδσαν περιπλοκήν.
Ώς είναι γνωστόν, ή άπό 29 Φεβρουαρίου / 13 Μαρτίου 1912 Συνθήκη Συμμαχίας μεταξύ Σερβίας και Βουλγαρίας (συμπληρωθείσα δια τών άπό 29 ‘Απριλίου / 12 Μαΐου και 19 ‘Ιουνίου / 2 ‘Ιουλίου 1912 Στρατιωτικών Συμβάσεων), περιελάμβανε δια μυστικού πρωτοκόλλου και συμφωνίαν διανομής τών καταληφθησομένων περιοχών. Κατά ταύτην, θα περιήρχοντο, εις μεν τήν Βουλγαρίαν αί περιοχαί ανατολικώς τής Ροδόπης και του Στρυμόνος, μέχρι τής Μαύρης Θαλάσσης, εις δε τήν Σερβίαν αί περιοχαί βορείως και δυτικώς του όρους Σκάρδου, μέχρι τής ‘Αδριατικής. Αί τύχαι μεγάλου τμήματος τής Δυτικής και Κεντρικής Μακεδονίας και μέρους του Βιλαετίου Κοσσυφοπεδίου παρέμενον εν έκκρεμότητι. Τής περιοχής ταύτης, έάν δέν έγένετο αύτονόμησις και προέκυπτε περίπτωσις διανομής, ή τελική ρύθμισις θα έξηρτάτο έκ τής διαιτησίας του Τσάρου τής Ρωσίας. ‘Αλλά βασικός στόχος τής Βουλγαρίας ήτο όπως ζητηθώσιν αρχικώς μεταρρυθμίσεις, μετά τήν φάσιν τών οποίων θα έπετυγχάνοντο καθεστώτα ήμιαυτονομίας και είτα αυτονομίας, με τελικόν σχέδιον δι’ ένωτικόν κίνημα μετά τής Βουλγαρίας, κατά τό προηγούμενον τής ‘Ανατολικής Ρωμυλίας. Δια τούτο άλλωστε έν τη συναφθείση μεταξύ Βουλγαρίας και Σερβίας συμφωνία διανομής, άφήνοντο έκτος ρυθμίσεως τά τμήματα Δυτικής και Κεντρικής Μακεδονίας. Ευτυχώς ότι ό παράγων του Ελληνικού Στόλου, αναγκαιοτάτου δια τήν παρεμπόδισιν τής μεταφοράς Τουρκικών δυνάμεων εξ ‘Ασίας εις Εύρώπην, καθίστα δυσχερεστάτην τήν τοιαύτην άνευ τής Ελλάδος σύμπραξιν τών λοιπών Βαλκανικών Κρατών κατά τής Τουρκίας. ‘Αλλ’ ούδαμόθεν προκύπτει ότι τον παράγοντα του Ελληνικού Στόλου έχρησιμοποίησεν ή Ελληνική Κυβέρνησις κατά τάς μακράς, προς σύναψιν τής Συμμαχίας διαπραγματεύσεις. Κατά ταύτας όμως, ως θα διαλάβωμεν περαιτέρω, ή Ελλάς έπεδίωκεν τήν σύναψιν συμφωνίας διανομής τών καταληφθησομένων περιοχών. Τελικώς όμως, ούδεμίαν συμφωνίαν περί διανομής περιειχον ή άπό 16/29 Μαΐου 1912 Έλληνοβουλγαρική Συνθήκη Συμμαχίας, ουδέ ή άπό 22 Σεπτεμβρίου / 5 ‘Οκτωβρίου 1912 Στρατιωτική Σύμβασις μεταξύ τών δύο Χωρών. ‘Απέβη δέ υπέρ τής Ελλάδος ότι δέν συνήφθη και υπ’ αυτής συμφωνία διανομής, διότι τοιαύτης τυχόν συναπτόμενης ουδεμία υπήρχε πιθανότης ικανοποιήσεως τών Ελληνικών βλέψεων, πέραν σημείων πολύ μακράν τής Θεσσαλονίκης κειμένων. Άλλα τήν σύναψιν συμφωνίας διανομής έθεώρει ανέκαθεν ό Έλ. Βενιζέλος ώς προϋπόθεσαν δια τήν μετά τών άλλων Βαλκανικών Χωρών σύμπραξιν. Έκ τών πολλών σχετικών στοιχείων άναφέρομεν ενδεικτικώς χαρακτηριστικον απόσπασμα, εξ επιστολής του άπό 7/20 ‘Ιουνίου 1910 προς τον Βλαδίμηρον Μπένσην: «…’Αλλ’ άφοϋ πάσα σκέψις περί ειλικρινούς εν τω μέλλοντι συμπράξεως Τουρκίας και Ελλάδος έξητμίσθη, επιβάλλεται νομίζω συνεννόησις ημών μετά τής Βουλγαρίας, Σερβίας, Μαυροβουνίου και εΐ δυνατόν και τών ‘Αλβανών, όπως επί τή βάσει αμοιβαίων ευλόγων υποχωρήσεων, συναφθή συμμαχία πάντων τούτων τών λαών… Ή συνεννόησις εσται βεβαίως δυσχερέστατη, άλλα δεν είναι αδύνατος, αν πρώτοι ημείς δώσωμεν τό καλόν παράδειγμα τής αναγνωρίσεως και του σεβασμού και τών αλλότριων δικαίων…»
Τον μεταγενεστέρως προβληθέντα ίσχυρισμόν ότι ή μή σύναψις τφ 1912 και υπό τής Ελλάδος συμφωνιών περί διανομής τών καταληφθησομένων περιοχών οφείλεται εις διορατικότητα του Έλ. Βενιζέλου, άνατρέπουσιν επίσημα στοιχεία, αποκαλύπτονται ότι προτάσεις προς σύναψιν τοιαύτης συμφωνίας, ύποβληθεΐσαι επανειλημμένως υπό τής Ελλάδος, δεν έγένοντο ευτυχώς δεκταί υπό τής Βουλγαρίας. Πέραν τών κατά τήν συνεδρίασιν τής Βουλής τής 21 ‘Ιουνίου / 4 ‘Ιουλίου 1913 ανακοινώσεων του Έλ. Βενιζέλου, περιοριζόμεθα εις περιληπτικώς αναφοράς επί έτερων στοιχείων. Ώς :
α) Τηλεγράφημα άπό 12/25 Σεπτεμβρίου 1912 προς τό Ύπουργεΐον Εξωτερικών, παρά του εν Σόφια Πρεσβευτοϋ Δ. Πάνα, κατόπιν συνομιλιών αύτοϋ και του Ί . Μεταξά μετά τών Βουλγάρων Πρωθυπουργού Γκέσωφ και ‘Αρχηγού του Επιτελείου στρατηγού Φήτσεφ:«Όσον άφορα τήν άντιμετώπισιν άπό τούδε τών αποτελεσμάτων του πολέμου, μοί έδήλωσεν (ό Γκέσωφ) δτι δια τό ζήτημα τούτο θά άπητεΐτο μακρά διαπραγμάτευσις… εδώσαμεν εις τον Άρχηγόν του Επιτελείου να έννοήση ότι ό πόλεμος δεν ήδύνατο πλέον να εχη ώς αποτέλεσμα του μεταρρυθμίσεις και ότι προ τής αναλήψεως, όφείλομεν ν’ άντιμετωπίσωμεν τάς συνεπείας και να συμφωνήσωμεν…» (13/11).
β) Τηλεγράφημα του Βουλγάρου πρωθυπουργού Γκέσωφ άπό 15/28 Σεπτεμβρίου 1912 προς τον εν ‘Αθήναις Βούλγαρον έπιτετραμμένον Μήτσεφ, ανακοινωθέν τήν έπομένην προς τον Ύπουργόν Εξωτερικών Λ. Κορομηλάν : «…Λαμβανομένης υπ’ όψιν τής ελλείψεως χρόνου, είναι άπαραίτητον να μή άνακοινώνται ζητήματα, άτινα θά άπαιτήσωσι νέας διαπραγματεύσεις μετά τής Σερβίας» (14/21). Παρεμπιπτόντως σημειοΰται δτι εν τω ανωτέρω τηλεγραφήματι του Γκέσωφ γίνεται, παραπλανητικώς προφανώς, αναφορά εις τό καταρτισθέν τή 10/23 Αυγούστου 1910 υπό του Οικουμενικού Πατριάρχου και του Βουλγάρου Έξάρχου, σχέδιον Έλληνοβουλγαρικής Συμμαχίας, όπερ όμως έδει όπως θεωρείται άνύπαρκτον, ως μή ύπογραφέν τελικώς, καθ’ α διελάβομεν προηγουμένως.
γ) Τηλεγράφημα άπο 13/26 Νοεμβρίου 1912 υπό του Λ. Κορομηλά προς τήν εν Παρισίοις Έλληνικήν Πρεσβείαν. Πλην άλλων, αναφέρεται περί του Γκέσωφ ότι ούτος: «…Κατόπιν, μετά τήν εναρξιν των πρώτων πολεμικών επιχειρήσεων, ήλπιζεν ακόμη επί τής Ευρωπαϊκής επεμβάσεως, ήτις θα εξησφάλιζεν εις ημάς τα παρακείμενα εις τα σύνορα εδάφη, άλλα θα άφηνεν μίαν Εύρωπαϊκήν Τουρκίαν, εις τήν οποίαν ήτο δυνατόν να έφαρμοσθώσιν αί μεταρρυθμίσεις, έξ ων οι Βούλγαροι προπαγανδισταί ήλπιζον να έπωφεληθώσι τα μέγιστα. Ένεκεν τούτου δεν έτόλμησε ποτέ να αντιμετώπιση τον διαμελισμόν τής Τουρκίας, παρά τάς επίμονους παρακλήσεις μας, πολύ προ τής έπιστρατεύσεως…» (15/22).
δ) Κατά τήν συνεδρίασιν τής Βουλής τής 21 ‘Ιουνίου / 4 ‘Ιουλίου 1913, ό Έλ. Βενιζέλος ελεγεν: «…’Ολίγας ημέρας μετά τήν κήρυξιν του πολέμου… Ή Ελλάς ήρχισεν απευθυνόμενη προς τους συμμάχους διά να ζητήση και πάλιν να κανονισθή εν καιρώ το ζήτημα τής διανομής και να προτείνη όπως, εάν τοιαύτη φιλική συνεννόησις άπ’ ευθείας δέν κατωρθοϋτο, τα τών διαφωνιών ύποβληθώσι προς λύσιν εις διαιτησίαν…»
Και εν τή πρώτη εκδόσει του Α’ τόμου τής ‘Επισήμου Πολεμικής Εκθέσεως, μέ κύρωσιν (2 ‘Απριλίου 1932) παρά τών τότε Υπουργού Στρατιωτικών Γ. Κατεχάκη και ‘Αρχηγού Γ.Ε.Σ. Θ. Μανέτα, αναγράφονται: «…’Εξ άλλου ή Ελλάς… προσεπάθησε (προ του πολέμου) να επιτυχή συνεννόησιν μετά τής Βουλγαρίας επί τής διανομής τών άπελευθερωθησομένων έκ τής Τουρκίας εδαφών, ή τουλάχιστον επί του καθορισμού ζωνών επιρροών… Ή Βουλγαρία όμως, … δέν εδέχθη να συζήτηση το ζήτημα διαμελισμού τής Τουρκίας, παρά τάς επίμονους παρακλήσεις τής Ελλάδος, προφασιζομένη ότι σχετικώς θ’ άπητουντο μακραί διαπραγματεύσεις…» (Σελ. 13). Και ουδείς δύναται να υποστήριξη ότι κατά τήν ύποβολήν προς τήν Βουλγαρίαν τών επίμονων Ελληνικών προτάσεων περί συμφωνιών διανομής, ένυπήρχον προσδοκίαι διεκδικήσεων επί τής Θεσσαλονίκης. Κατά ίδιωτικήν συνομιλίαν μετά του Ί . Μεταξά τήν 17/30 ‘Απριλίου 1912 ο Έλ. Βενιζέλος έλεγε ότι ήτο πρόθυμος όπως, έναντι επιδικάσεως εις ημάς τής Θεσσαλονίκης και τής Χαλκιδικής, αναγνώριση εις τους Βουλγάρους τάς περιοχάς Βιτωλίων (Μοναστηρίου) και άπό Σερρών μέχρι και αυτής τής Κωνσταντινουπόλεως συμπεριλαμβανομένης (Ί. Μεταξά, Ήμερολόγιον, τόμ. Β’, σελ. 116).
Ό Λ. Κορομηλάς εν τηλεγραφήματι άπό 25 Αυγούστου / 7 Σεπτεμβρίου 1912 προς τον Δ. Πανάν, άφοΰ αναφέρεται εις τάς δυσκολίας κατά τάς αναγκαίας διαπραγματεύσεις επί εδαφικών ζητημάτων και ωφελημάτων καταλή- 22 Κωνσταντίνου Γ. Σερεπίσου γει: «…Ή δύναμις των πραγμάτων θα υποχρέωση την Βουλγαρίαν να δράση προς τήν Άνδριανούπολιν… Ή αυτή δύναμις τών πραγμάτων θά άφήση εις τήν Ελλάδα τήν Θεσσαλονίκην, Μοναστήριον και Σέρρας. Ή Βουλγαρία θά εχη ανάγκην όπως ύποχωρήσωμεν εις τα ζητήματα Θράκης, Άνδριανουπόλεως και της ακτής της ανατολικώς της Καβάλας, ώστε να μήν άντιτάξη απόλυτον άρνησιν προς παραχώρησιν ήμΐν της Φλωρίνης, Βοδενών, Θεσσαλονίκης και του διαμερίσματος Σερρών. Οΰτω τα τμήματα τα κατοικούμενα υπό συμπαγοϋς Ελληνικού πληθυσμού, δηλαδή μετά τήν μεγάλην καμπήν του Έβρου προς δυσμάς, θά εξαιρεθούν τών Βουλγαρικών κτήσεων…» (9/9). Υπολογισμοί αυθαίρετοι, ενίοτε και λίαν επικίνδυνοι, άλλα και επί όλως διαφόρων βάσεων άπό τήν πράγματι τηρηθεϊσαν υπό της Ελληνικής Κυβερνήσεως γραμμήν υποχωρητικών τάσεων κατά τάς εκάστοτε μετά τών Συμμάχων διαπραγματεύσεις.
Αί κατά τήν περίοδον έκείνην τάσεις του Έλ. Βενιζέλου δια μεγάλας παραχωρήσεις αποκαλύπτονται και εκ της κατωτέρω περικοπής άγορεύσεώς του εν τη Βουλή τη 2/15 Μαρτίου 1913 «…καί αν μας ελεγον οι σύμμαχοι ότι εϊναι διατεθειμένοι να μας άφήσωσι να έπεκτείνωμεν τα όρια μας προς τα εκεί δια να περιλάβωμεν καί τους Ελληνικούς εκείνους πληθυσμούς, εγώ τουλάχιστον ώς υπεύθυνος Κυβερνήτης δεν θά έδεχόμην τοιαύτην χάραξιν ορίων, ώς λίαν επικίνδυνον… επεκτεινόμενην παρά τήν θάλασσαν, άνευ σπονδυλικής στήλης…». ‘Αλλ’ ήσαν πάντοτε εύκολοι εις τον Έλ. Βενιζέλον αί άλλαγαί γνωμών καί αί έκπληκτικαί μεταπτώσεις του. Ό τότε Πρεσβευτής της Μ. Βρεταννίας εν ‘Αθήναις Sir Francis Elliot εν επιστολή άπό 26 Νοεμβρίου / 9 Δεκεμβρίου 1912 καί έν εκθέσει άπό 1/14 Φεβρουαρίου 1914 έπληροφόρει τον Ύπουργόν του επί τών ‘Εξωτερικών Sir Edward Grey ότι ό Έλ. Βενιζέλος άπήντησεν αρνητικώς εις έρώτησίν του έάν, προ του πολέμου, οί Σύμμαχοι ειχον καταλήξει εις συμφωνίαν δια τον διαμελισμόν τής Τουρκίας, «… εκτός προβλέψεως δι’ ελαφράν διόρθωσιν τών συνόρων, ή τήν πραγμάτωσιν μεταρρυθμίσεων, διότι αί μεταρρυθμίσεις ήσαν πράγματι ό σκοπός καί τό άντικείμενον τοϋ πολέμου, εφ’ όσον ουδείς είχε καν όνειρευθή τήν καταπληκτικήν έπιτυχίαν, ή οποία εΐχεν επιτευχθή». Κατ’ άλλην συνομιλίαν των ό Έλ. Βενιζέλος έδήλου ότι ήτο έτοιμος νά παραχώρηση εις τους Βουλγάρους τάς Σέρρας, τήν Δράμαν καί τήν Καβάλαν καί άλλοτε ώμολόγησεν ότι τό Κρητικόν ζήτημα ύπήρξεν αναμφισβητήτως ή άμεσος αιτία του πολέμου (δια τήν Ελλάδα) (Documents on the Origins of the War, 1898 – 1914. Τόμ. IX, Μέρος Β’, σελ. 9, 245, 269, 496. Καί εις Σ. Μαρκεζίνη, Πολιτική ‘Ιστορία τής Νεωτέρας ‘Ελλάδος, Σειρά Α’, Τόμ. Γ”, σελ. 174-175 καί 179). Είναι όντως εκπληκτική ή φράσις: «di’ ελαφράν διόρθωσιν τών συνόρων». Κατά τον Σ. Μαρκεζίνην, (ενθ’ άνωτ., σελ. 167), ώς προς τάς συζητήσεις προς σύναψιν συμμαχίας: «είναι ηλίου Αγώνες δια τήν Θεσσαλονίκην 23 φαεινότερον ότι όχι μόνον τήν πρωτοβουλίαν της Βαλκανικής συνεννοήσεως εϊχε χάσει ό Έλ. Βενιζέλος, άλλ’ ουσιαστικώς είχε δεχθή τήν πρωτοκαθεδρίαν της Βουλγαρίας. Επεδίωξε μέ πάντα τρόπον να επιτυχή τί τό θετικώτερον μέ τους Βουλγάρους, άλλ’ άπέτυχεν. Ουδέν έδέχοντο να συζητήσουν προκαταβολικώς ως προς τυχόν διανομήν εδαφών…». Και περαιτέρω (σελ. 173): «Είναι δηλαδή ιστορικώς βεβαιωμένον ότι ό Έλ. Βενιζέλος τόσον ριψοκίνδυνος δια τήν συμμετοχήν εις τον πόλεμον, ήτο αντιθέτως καθ’ όσον άφεώρα τάς Έλληνικάς αξιώσεις πολύ μετριόφρων καί προθυμώτατος εις παραχωρήσεις. Είναι λοιπόν λίαν πιθανόν ότι οί Βούλγαροι, εάν έδέχοντο να ομιλήσουν προκαταβολικώς περί διανομής, θα εύρισκον τον Έλ. Βενιζέλον πολύ συγκαταβατικόν». Ούτω ή Ελλάς εΐσήλθεν είς τον πόλεμον έστερημένη δυνατοτήτων προς άσκησινπρωτοβουλιών. Τα πάντα έξηρτώντο έκτης έκβάσεως τών πολεμικών επιχειρήσεων. Καί δεν ήδύνατο να προεξοφλή βασίμως ό Έλ. Βενιζέλος τήν εύνοϊκήν καί δή εγκαιρον δια τήν Ελλάδα εκβασιν. Κατά ταύτα είναι τελείως εκτός πραγματικότητος τα αναγραφόμενα είς τήν κατά τό 1988 εκδοσιν υπό της Διευθύνσεως Ιστορίας Στράτου (Ό ‘Ελληνικός Στρατός κατά τους Βαλκανικούς πολέμους τον 1912 – 1913, Τόμ. Α’, σελ. 6), ότι ή σύναψις της συμμαχίας άνευ συμφωνιών περί διανομής, έγένετο «…γιατί είχε τήν πεποίθηση (ή Ελληνική Κυβέρνησις) ότι ό αναδιοργανωμένος στρατός της ήταν σέ θέση να απελευθερώσει τό συντομώτερο τα εδάφη της μέχρι τή γραμμή Περλεπές – Δράμα…». Άλλ’ ό ισχυρισμός περί τοιαύτης πεποιθήσεως, δέν συμβιβάζεται λογικώς καί προς τάς γενομένας επιμόνως προτάσεις της Ελληνικής Κυβερνήσεως προς τήν Βουλγαρικήν, δι’ έκ τών προτέρων σύναψιν συμφωνιών περί διανομής τών καταληφθησομένων περιοχών. Έπί πλέον, άνευ της μή δυναμένης να προεξοφληθή επιτυχίας του προς ταχεϊαν παραβίασιν τών Στενών του Σαρανταπόρου σχεδίου—άγνωστου είς πάντας, πλην του έκπονήσαντος αυτό Διαδόχου Κωνσταντίνου— εις τι σημείον εγγύς του ‘Αλιάκμονος θα εύρίσκετο ό Ελληνικός Στρατός, εις διάστημα 20-30 ήμερων άπό της ενάρξεως του πολέμου. Προσωπική του γράφοντος γνώμη εϊναι ότι μόνον μετά τήν μή προσδοκωμένην έπιτυχίαν εις τό Σαραντάπορον καί τάς εν συνεχεία φάσεις, έλαβον συγκεκριμένην βάσιν αί άλλοτε αόριστοι βλέψεις του Έλ. Βενιζέλου δια τήν Θεσσαλονίκην, προστεθεισών ταχέως υπεραισιοδοξίας καί ανυπομονησιών, κατά τήν ίδιοσυγκρασίαν του.
Πλην της ελλείψεως συμφωνιών περί διανομής, απέβη τελικώς υπέρ της Ελλάδος καί ή υπάρχουσα εις τους Συμμάχους χαμηλή έκτίμησις περί τών Ελληνικών δυνατοτήτων. Καί εν τω ύπολογισμώ τών εμποδίων του Σαρανταπόρου καί γενικώς βραδείας προελάσεως του Ελληνικού Στράτου, αϊ Βουλγαρικαί δυνάμεις έκινήθησαν αρχικώς εϊς τό μέτωπον της Θράκης, μέ σκοπόν τήν εν συνεχεία στροφήν προς τήν Μακεδονίαν. Τήν 1/14 Όκτωβρίου οί Κρήτες βουλευταί έγένοντο δεκτοί είς την Έλληνικήν Βουλήν. Κατά την 5/18 ‘Οκτωβρίου, από κοινού μετά των άλλων Βαλκανικών Συμμάχων, έκηρύχθη ό πόλεμος κατά της ‘Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και ήρχισαν αί έχθροπραξίαι. Ώς εκ της ελλείψεως συμφωνιών περί διανομής, τα συμμαχικά στρατεύματα, αντί συντονισμένης δράσεως, ένήργουν δια χωριστόν εκαστον τούτων λογαριασμον και με διασκορπισμένας δυνάμεις, προς έπέκτασιν της κατοχής εδαφών ύπό εκάστης τών Χωρών. “Ωστε, εάν οί Τούρκοι εδρών στρατηγικώτερον, θα ήτο δυνατόν όπως προκαλέσωσι δύσκολους δια τους Συμμάχους εξελίξεις.
Εισερχόμενοι ήδη είς τα κατά τάς πολεμικάς επιχειρήσεις, τάς άποσκοπούσας είδικώτερον είς τήν κατάληψιν τής Θεσσαλονίκης, θεωροϋμεν ότι πρέπει να προταχθώσιν έν γενικότητι οί βασικοί παράγοντες οϊτινες συνετέλεσαν είς τήν ευνοϊκήν εκβασιν τής Ελληνικής προσπάθειας. Καί είναι:
1) Ή εντός βραχέος διαστήματος (9/22-10/23 ‘Οκτωβρίου) παραβίασις τών Στενών του Σαρανταπόρου.
2) Ή προέλασις του Ελληνικού Στρατού μέ τοιαύτας πάντοτε στρατηγικός διατάξεις, ώστε να εϊναι δύναται τό μεν άμεσος λήψις τακτικών τοιούτων, προς διεξαγωγήν μαχών, τό δε άμεσος στροφή προς ένδεικνυμένην εκάστοτε κατεύθυνσιν.
3) Ή μετά τήν πτώσιν τών Σερ βίων καί τής Κοζάνης στροφή τών ύπό τον Χασάν Ταξίν πασάν Τουρκικών δυνάμεων προς ανατολάς, προς τήν κατεύθυνσιν τής Θεσσαλονίκης καί όχι προς βορράν, προς τήν περιοχήν του Μοναστηρίου.
4) Ή επιλογή ύπό του Τούρκου ‘Αρχιστρατήγου προς άμυναν, του προ τών Γιαννιτσών χώρου, αντί τής λίαν καταλληλοτέρας τοποθεσίας ανατολικώς του ‘Αξιού. Καί έν συνεχεία ή αμέσως μετά τήν μάχην τών Γιαννιτσών σχετική αδράνεια τοϋ Τουρκικού στρατού.
5) Αί κατά τήν 25 ‘Οκτωβρίου / 7 Νοεμβρίου καί τήν έπομένην εύστοχοι κινήσεις τών Ελληνικών στρατευμάτων, άχθέντων εις ύπερκέρασιν τών προασπιζουσών τήν Θεσσαλονίκην Τουρκικών δυνάμεων, άποκοπήν τών προς τήν κοιλάδα τοΰ Στρυμόνος καί προς τήν Χαλκιδικήν οδών ύποχωρήσεως καί έξαναγκασμόν αυτών εις παράδοσιν.
Μή συντρέχοντος ενός τών ανωτέρω παραγόντων —περί τών οποίων θα άσχοληθώμεν καί άναλυτικώτερον— καθαρώς στρατιωτικής φύσεως καί ανεπίδεκτων οιωνδήποτε πολιτικών επεμβάσεων, δεν θα ήτο δυνατή ή παρά τοΰ Ελληνικού Στρατού έγκαιρος κατάληψις τής Θεσσαλονίκης. Καί δια τήν Έλληνικήν Κυβέρνησιν, μέ αγνώστους τους ανωτέρω παράγοντας, θα ήσαν έκτος πραγματικότητος προβλέψεις βάσιμοι, συνεπώς καί όδηγίαι.
Ενδείκνυται ήδη πληρεστέρα παρακολούθησις τών κατά τήν πορείαν τοΰ Ελληνικού Στρατού φάσεων, τών πλέον κρισίμων δια τον όλον ‘Αγώνα και τήν τύχην της Μακεδόνικης πρωτευούσης. Και δέν είναι δυνατόν όπως παροραθώσιν ή σημασία και ό τρόπος παραβιάσεως των Στενών τοϋ Σαρανταπόρου και εν συνεχεία των αποφάσεων περί της περαιτέρω πορείας της Ελληνικής Στρατιάς, τής Μάχης των Γιαννιτσών και των προς τήν Θεσσαλονίκην τελικών ελιγμών. Είναι γνωστόν ότι προ τών Βαλκανικών πολέμων έκράτει γενικώς ή γνώμη ότι προ τών Στενών τοϋ Σαρανταπόρου, θα καθηλοϋτο ό Ελληνικός Στρατός επί μακρόν διάστημα, ίσως περί τον μήνα. Τοιαύτην αποψιν συνεμερίζοντο καί πλείστοι εξέχοντες στρατιωτικοί, μεταξύ τών οποίων καί οι στρατηγοί Vosseur Γάλλος καί von Der Goltz Γερμανός, χρησιμοποιηθέντες κατά τό παρελθόν, με τήν οργάνωσιν αντιστοίχως τών Ελληνικών καί τών Τουρκικών στρατιωτικών δυνάμεων. Προφανώς δέ τοιαύτην γνώμην εϊχον καί οι Βούλγαροι, παραλείψαντες να στρέψωσιν απ’ αρχής τοϋ πολέμου τάς δυνάμεις των, εκεί. ‘Απεδείχθη όμως ότι ό Διάδοχος Κωνσταντίνος είχεν άπό μακροΰ μελετήσει καί ετοιμάσει σχέδιον ύπερκεράσεως τών Τουρκικών δυνάμεων, με άπειλήν αποκοπής τής όδοϋ ύποχωρήσεως αυτών. Ή μοναδικότης τής διεξόδου από τής στενωπού ήτο τό ασθενές σημεΐον τής Τουρκικής αμύνης καί τούτο ορθώς ύπελόγισε καί έξεμεταλλεύθη ό Έλλην ‘Αρχιστράτηγος. Ούτω, τό έφαρμοσθέν σχέδιον ήτο όπως, συγχρόνως με τήν κατά μέτωπον έπίθεσιν, έπιχειρηθή ύπερκέρασις τής Τουρκικής τοποθεσίας αμύνης, κατ’ αμφότερα τα πλευρά, ώστε να άπειληθή ή ύποχώρησις τών εχθρικών δυνάμεων προς τήν κοιλάδα του Αλιάκμονος. Καί δια μέν τήν κατά μέτωπον έπίθεσιν διετέθησαν εκ δυσμών προς ανατολάς αί Μεραρχίαι III, II καί Ι, δια δέ τήν ύπερκέρασιν ώρίσθησαν από ανατολών τό ‘Απόσπασμα Ευζώνων Κωνσταντινοπούλου καί άπό δυσμών ή IV Μεραρχία τακτικώς, καί ή V Μεραρχία καί ή Ταξιαρχία Τππικοΰ στρατηγικώς, δι’ ευρύτερου ελιγμού. Ή VI Μεραρχία διατηρήθη ώς εφεδρεία, ενώ ή VII Μεραρχία εύρίσκετο ακόμη προ τής παλαιάς μεθοριακής γραμμής. Ή Μάχη τοΰ Σαρανταπόρου διεξήχθη κατά τήν 9/22 καί τήν 10/23 ‘Οκτωβρίου καί ή κρίσις τοΰ αγώνος επήλθε δια τής κατά μέτωπον επιθέσεως, καθ’ όσον αί κινήσεις ύπερκεράσεως, διαπιστωθεΐσαι ύπό τοΰ Τούρκου ‘Αρχιστρατήγου —παραλείψαντος τήν πληρεστέραν ένίσχυσιν τοΰ δεξιοΰ τής παρατάξεως του— ήνάγκασαν αυτόν όπως μή άντιτάξη άμυναν εντός τής στενωποΰ. ‘Αλλ’ ό προβλεπόμενος ύπό τοΰ ελληνικού σχεδίου, αποκλεισμός τής ύποχωρήσεως τών Τουρκικών δυνάμεων δέν επετεύχθη, τό μέν ώς εκ τής Τουρκικής αντιστάσεως παρά τους Λαζαράδες καί τής ούτω παρεμποδίσεως τής προελάσεως τής V Μεραρχίας, τό δέ εκ τής καθυστερήσεως τής πορείας τής Ταξιαρχίας Τππικοΰ. Ούτω, ό Τουρκικός στρατός εκ Σαρανταπόρου ήδυνήθη να υποχώρηση προς βορειοανατολικά, έπανασυνταχθείς καί ενισχυθείς δια δύο Μεραρχιών ρεδίφ καί δια δυνάμεως έλθούσης εκ τής κοιλάδος τοΰ Στρυμώνος, υπό τον στρατηγόν Άλή Ναδίρ πασάν.
‘Ενταύθα σημειοΰται ότι ό ‘Αρχιστράτηγος Διάδοχος, δια της εκ Τσαριτσαίνης από 7/20 ‘Οκτωβρίου Γενικής Διαταγής, ώριζε δια τήν περίπτωσιν άπομακρύνσεως Μεραρχίας τινός από του Γενικού Στρατηγείου, με συνέπειαν άδυναμίαν εγκαίρου μεταβιβάσεως διαταγής, ότι θα έκδιδώνται τότε, αντί διαταγών όδηγίαι, συμφώνως προς το πνεύμα τών οποίων, ό Διοικητής απομεμακρυσμένης Μεγάλης Μονάδος να είναι εις θέσιν να ενεργή κατά τάς προθέσεις του Γενικού Στρατηγείου και άνευ ειδικωτέρας διαταγής αύτοΰ περί επιχειρήσεων (311/311). Μετά το Σαραντάπορον κατελήφθησαν τα Σέρβια, ένθα το Γενικον Στρατηγεΐον είσήλθεν αμέσως τήν έσπέραν τής 10/23 ‘Οκτωβρίου και τήν έπομένην άφίκετο ό Διάδοχος Κωνσταντίνος. Τήν 12/25 ‘Οκτωβρίου κατελήφθη ή Κοζάνη, ή δε Στρατιά παρέμεινεν έν αναπαύσει.
Όμως, καθ’ όλην τήν διάρκειαν τών επιχειρήσεων ύπήρχον μεγάλαι δυσχέρειαι εφοδιασμού. Κατά σοβαρόν μέρος, αύται ώφείλοντο και εις τήν ύπό τής Γαλλικής ‘Αποστολής μείωσιν τών μοιρών μεταγωγικών άπότεσσάρων εις δύο. Και ό ‘Αρχιστράτηγος Διάδοχος έτηλεγράφησε τή 30 Σεπτεμβρίου / 13 ‘Οκτωβρίου προς το Ύπουργείον Στρατιωτικών: «Κατάστασις έφοδιοπομπών και μεταγωγικής υπηρεσίας έν γένει άθλια. Πάσα κίνησις αδύνατος άνευ λήψεως σοβαρωτέρων μέτρων. Παρακαλώ διατάξητε έπίσπευσιν οργανώσεως μεταγωγικών μοιρών εκ πόρων εσωτερικού τής χώρας. Έν τή ζώνη Πρόσω και τών Μετόπισθεν διέταξα τα δέοντα προς τον αυτόν σκοπόν…» (120/120). Και καθ’ άπασαν τήν έκστρατείαν, ανάλογοι διαπιστώσεις και υπομνήσεις συνεχώς έγένοντο. Ούτω άπητεΐτο διάστημα πέντε εως εξ ήμερων δια τήν εκ Λαρίσης εις Σέρβια άφιξιν εφοδίων, εάν δε ή Στρατιά άνέμενεν αυτά, θα έπρεπε όπως μή κινηθή κατά τό διάστημα αυτό. ‘Αλλ’ ό ‘Αρχιστράτηγος Διάδοχος διέτασσε τήν άνευ διακοπών συνέχισιν τής προελάσεως και τήν διατροφήν τών Μονάδων εκ τών επιτόπιων πόρων, περιωρισμένων όμως πάντοτε έν τή ορεινή εκείνη περιοχή. Και οι ‘Αξιωματικοί του Γενικού Στρατηγείου έπορεύθησαν μέχρι τών Γιαννιτσών μετριώτατα σιτιζόμενοι και στερούμενοι τών ατομικών αποσκευών των. ‘Επίσης δια τους αυτούς λόγους, έπήλθεν ικανή καθυστέρησις και δια τήν μετά τα Γιαννιτσά ζεΰξιν του ‘Αξιού, τών γεφυροσκευών ευρισκομένων ακόμη τότε παρά τον ‘Αλιάκμονα.
Και άρχεται ή κρισιμωτέρα φάσις, με τό πρόβλημα περί τής περαιτέρω πορείας τής Στρατιάς. ‘Εκ Σερβίων τή 12/25 ‘Οκτωβρίου, ό Διάδοχος Κωνσταντίνος απέστειλε προς τήν VII Μεραρχίαν —ή οποία, ώς έκ τής σχετικής αποστάσεως άπό του Γενικού Στρατηγείου και τών ετέρων Μεραρχιών, έπρεπε να εχη αύτοβουλίαν περί τάς ενεργείας της—διαταγάς οδηγίας, τών οποίων τάκυριώτερα σημεία έχουσιν ώς κατωτέρω: «…Ή πρόθεσίς μου είναι να διευθυνθώ προς Βέροιαν και εκεί να προσβάλλω τον έχθρόν. Αύριον και μεθαύριον ό στρατός θα διαβή τον ‘Αλιάκμονα και θα συγκεντρωθή βορείως τής γραμμής Κισελέρ (Κίσσα) – Κοζάνη. Τότε έκ της γενικής τακτικής καταστάσεως εξαρτάται εάν θα διευθυνθώ αμέσως προς Βέροιαν, ή εάν θα προσβάλω κατά πρώτον προς τήν διεύθυνσιν των Βιτωλίων (Μοναστηρίου) τα τυχόν ευρισκόμενα προς τα εκεί τμήματα του εχθρικού στρατού και εϊτα να στραφώ προς Βέροιαν…» (420/422). Έκ της ανωτέρω διαταγής προκύπτει σαφώς ώς πρωτίστη πρόθεσις του ‘Αρχιστρατήγου, διά κατεύθυνσιν προς Βέροιαν, άγουσαν προς Θεσσαλονίκην. Και προς τοιαύτην πορείαν ώδήγει ου μόνον ή υπό πάσαν έποψιν πρωταρχική σημασία τής Μακεδόνικης πρωτευούσης, αλλ’ επί πλέον και ή ανάγκη εξασφαλίσεως του λιμένος της, διά τον από θαλάσσης άνεφοδιασμόν τής Στρατιάς, Ιδία μετά τάς διαπιστωθείσας σοβαρωτάτας δυσχέρειας, ώς έκ τής ανεπαρκείας τών άπό ξηράς μέσων μεταφορών. Είναι δέ χαράκτηριστικόν και ότι εις τάς προς τήν VII Μεραρχίαν οδηγίας αναγράφεται: «προς τήν κατεύθυνσιν τών Βιτωλίων», και όχι «προς Βιτώλια», ώς προς στόχον. “Ητοι πρόκειται περί κατευθύνσεως τακτικής και όχι στρατηγικής. ‘Επί πλέον, ό καθορισμός ώς αποφασισμένης τής αμέσως κατόπιν κατευθύνσεως προς Βέροιαν, αποτελεί σαφή ενδειξιν περί ελλείψεως προθέσεως συνεχίσεως οπωσδήποτε τής προς βορραν πορείας, ήτις, εάν άπετέλει βασικόν στόχον δεν θα ήδύνατο να περιορισθή εις μόνον τό Μοναστήριον, άλλα και εις περαιτέρω προς τήν περιοχήν εκείνη ν επιχειρήσεις.
‘Αλλά διά τον Άρχηγόν τοΰ Στράτου ήσαν απαραίτητοι αί πληροφορίαι εξ αναγνωρίσεων περί τής ισχύος τών απέναντι εχθρικών δυνάμεων, τών προθέσεων και τών κινήσεων των. Μέ τυχόν παραλείψεις τοιούτων εκτιμήσεων εξ αναγνωρίσεων και αδύνατος θα ήτο ή προς ώρισμένον στόχον επιτυχία, αλλά και θα έδημιουργείτο δεινός κίνδυνος πλευροκοπήσεων παρά του εις άγνωστον σημεΐον ευρισκομένου εχθρού. Άλλωστε, εις τον αυτόν Α’ τόμον (σελ. 83) τής κατά τό 1988 εκδόσεως υπό τής Διευθύνσεως Ιστορίας Στράτου, διατυποϋνται κρίσεις περί σχετικών προβλημάτων κατά τήν Μάχην τών Γιαννιτσών, ή οποία χαρακτηρίζεται ώς «μή αναμενόμενη», ακριβώς λόγω τής ελλείψεως πληροφοριών. Αί πρώται πληροφορίαι παρά τής Ταξιαρχίας Ιππικού και του παρ’ αύτη συνδέσμου, κατά τάς απογευματινός ώρας τής 12/25 ‘Οκτωβρίου, διελάμβανον ότι τήν προτεραίαν έκινήθησαν έκ Μοναστηρίου προς Σόροβιτς (Άμύνταιον) πολλά βαγόνια σιδηροδρόμων, μεταφέροντα Αλβανούς στρατιώτας και ότι άνεμένοντο και ετεραι ενισχύσεις. ‘Ενδείξεις περί ενδεχομένου άπό βορρά κινδύνου. Δια τής άπό τής εσπέρας τής 12/25 ‘Οκτωβρίου διαταγής επιχειρήσεων, αί Έλληνικαί Μεραρχίαι έτάσσοντο ώστε νά εϊναι δυνατή ή διά τήν έπομένην προέλασις προς Βέροιαν, εν αναμονή νέων αναγνωρίσεων. Είδικώτερον ώρίζοντο πορεΐαι: Δια τήν Ι Μεραρχίαν και τό Απόσπασμα Κωνσταντινοπούλου είς Βελβενδόν. Δια τήν II Μεραρχίαν εις Καρατζαλάρ (Δρέπανον). Δια την ΠΙ Μεραρχίαν εις Τζιτζιλέρ (Πετρανά). Δια τήν IV Μεραρχίαν εις Κετσελέρ (Βαθύλακον). Δια τήν V Μεραρχίαν επί των βορείως της Κοζάνης υψωμάτων ή εις Μπάξι (Κήπον) αναλόγως. Δια τήν VI Μεραρχίαν δια Κοζάνης εις Ίσλαμί (Κοίλα). Δια τήν Ταξιαρχίαν Ίππικοΰ αναγνωρίσεις προς Ό – στροβο (“Αρνισσα), προς Σόροβιτς (Άμύνταιον) και δια Βλαχοκλεισούρας προς Καστοριάν. (426/433).
Το Γενικόν Στρατηγείον άφίκετο εις Κοζάνην το απόγευμα της 13/26 ‘Οκτωβρίου. Έκεϊ ελήφθη το αποτέλεσμα αναγνωρίσεων υπό της Ταξιαρχίας Τππικοϋ ότι ό κύριος όγκος των υπό τον Χασάν Ταξίν πασάν Τουρκικών δυνάμεων διήλθεν εκ Χάδοβας (Πολυμύλου) με γενικήν πλέον κατεύθυνσιν προς Βέροιαν (428/440). Οΰτω άπεκλείετο Ελληνική κατεύθυνσις προς βορράν καί διότι —πέραν της απ’ αρχής κυρίως προθέσεως του Έ λ – ληνος ‘Αρχιστρατήγου— θα έδημιουργεΐτο τότε κίνδυνος πλευροκοπήσεως των δυνάμεων του παρά του εις ανατολάς κυρίου όγκου του υπό τον Χασάν Ταξίν πασάν δυνάμεων. ‘Εάν όμως ô κύριος όγκος των εχθρικών δυνάμεων έστρέφετο προς βορρδν, δεν θα ήδύνατο να άδιαφορήση ή Ε λ – ληνική Στρατιά, επιμένουσα τυχόν εις άλλην πορείαν, διότι τότε θα ύπέκειτο εις προσβολήν εκ τών νώτων, εξ άλλης πλευράς καί καταστροφήν υπό τών ισχυρότατων, κατά τοιαύτην περίπτωσιν, Τουρκικών δυνάμεων, ύπό τους Χασάν Ταξίν πασάν, Ά λή Ρίζα πασάν, Τζαβήτ πασδν, μετά του Ναδίρ πασά. Καί τότε ουδεμία θα υπήρχε πιθανότης καταλήψεως της Θεσσαλονίκης ύπό τών Ελλήνων. Άπόδειξιν περί τούτων παρέχει καί ό αιφνιδιασμός καί σοβαρός κλονισμός της V Μεραρχίας άπό βορρά, παρά τό Σόροβιτς (Άμύνταιον) κατά τήν 23 ‘Οκτωβρίου / 5 Νοεμβρίου καί τήν έπομένην. Ή προς μίαν κατεύθυνσιν πορεία του κυρίου όγκου τών Τουρκικών δυνάμεων απέκλειε διά τήν Έλληνικήν Στρατιάν τήν άλλην. Ουδέποτε συνυπήρχον δι’ αυτήν ΐσαι δυνατότητες κατευθύνσεων προς βορράν καί προς ανατολάς, ώστε να πρόκυψη ζήτημα σχετικής επιλογής καί συνεπεία τοιαύτης, διαφωνιών καί κυβερνητικών παρεμβάσεων. Τήν 9 μ.μ. της αυτής ημέρας 13 ‘Οκτωβρίου / 5 Νοεμβρίου, εξεδόθη διαταγή της Στρατιάς, ορίζουσα γενικήν πορείαν επί της γραμμής Σοφουλάρ – Ούσκουμπλέρ (Κοιλάδα) – Τσακιρλή (Γαλάνη) – Καραγάτς (Μαυροδένδρι). Είδικώτερον ώρίζοντο πορεΐαι: Διά τήν Ι Μεραρχίαν διά Καταφυγίου εις Δράτσικο (Δάσκιον). Διά τήν II Μεραρχίαν εις τήν εϊσοδον της προς Βέροιαν στενωπού του Τριποτάμου. Διά τήν III Μεραρχίαν εις Ούσκουμπλάρ (Κοιλάδα). Διά τήν IV Μεραρχίαν διά Καραντζαλά (Δρέπανον) προς Δορταλή (Τετράλοφον). Διά τήν VI Μεραρχίαν είς Τσακιρλή (Γαλάνη) καί ϊνα αναγνώριση προς Τρουβενά (Καρδιά) καί προς Ντόλιανη (Κουμαριά). Διά τήν Ταξιαρχίαν Τππικου προς Ναλμάνκιοϊ (Πέρ- ‘Αγώνες δια τήν Θεσσαλονίκην 29 δικα) και δι’ αναγνωρίσεως. Διά τήν V Μεραρχίαν εϊς Καραγάτς (Μαυροδένδρι), βορείως Κοζάνης (446/450/1).
Δια τήν πραγματικήν ήμερομηνίαν του εν συνεχεία παρατιθεμένου υπ’ αριθμ. 80.099 τηλεγραφήματος του Έλ. Βενιζέλου διετυπώθησαν αμφισβητήσεις. Ό Γ. Βεντήρης εν τω έκδοθέντι τω 1931 βιβλίω «Ή Ελλάς 1910- 1920» (τόμ. Α’, σελ. 112, ύποσημ. 2), άναδιφήσας κατά βεβαίωσίν του τα ‘Αρχεία της Στρατιάς, αναγράφει ως ήμερομηνίαν 13/26 ‘Οκτωβρίου. Έν τω Παραρτήματι του Α’ τόμου της κατά το 1932 εκδόσεως υπό της Διευθύνσεως Ιστορίας Στράτου, σημειοϋται ώς τοιαύτη 12/25 ‘Οκτωβρίου. Έν τη κατά το 1940 έκδόσει του Παραρτήματος αναγράφεται πάλιν 13/26 ‘Οκτωβρίου, μετά διαπίστωσιν γενομένης κατά το 1932 σκοπίμως αλλοιώσεως. Έκτοτε δεν ήμφισβητήθη ή 13/26 ‘Οκτωβρίου ώς ημερομηνία, πλην προσφάτως διεπιστώθη έξαφάνισις του στοιχείου εκ των ‘Αρχείων. Και εν τη κατά το 1988 έκδόσει υπό της Διευθύνσεως Ιστορίας Στράτου αναγράφεται πάλιν περί αποστολής κατά τήν 12/25 ‘Οκτωβρίου. Το κείμενον του τηλεγραφήματος έχει ώς έξης: «Άρχηγόν Στράτου Θεσσαλίας —Άρ. 80099. Αναμένω να μοί γνωρίσητε τήν περαιτέρω διεύθυνσιν ην θα άκολουθήση ή προέλασις του στρατού της Θεσσαλίας. Παρακαλώ μόνον να εχητε ύπ’ όψιν ότι σπουδαίοι πολιτικοί λόγοι έπιβάλλουσι να εύρεθώμεν μίαν ώραν ταχύτερον εις Θεσσαλονίκην.—Βενιζέλος». Ώ ς ώρα αποστολής αναγράφεται: 10.20’μ.μ. (415/ 423). Άποδείκνυται όμως και ώς άνευ ουσιαστικής σημασίας ή άλλοίωσις κατά μίαν ήμέραν τής ημερομηνίας του τηλεγραφήματος. Έκ του έν αρχή ερωτήματος περί τής περαιτέρω πορείας του Στρατού, αποκλείεται ή άποψις ότι πρόκειται περί διαταγής «επιτακτικής και κατηγορηματικής» έπιβαλλούσης τοιαύτην πορείανκαί δή άνευ συνδέσεως προς τάς εξ αναγνωρίσεων πληροφορίας περί του εχθρού. Τα έν συνεχεία έν τω τηλεγραφήματι άποτελουσι μίαν των επιβαλλομένων και συνήθως γινομένων καταδείξεων έπί γενικωτέρας φύσεως σημείων. Τό αληθές είναι ότι τό τηλεγράφημα απεστάλη μίαν ώραν και 20′ μετά τήν έκδοσιν τής προηγουμένως παρατιθεμένης άπό 13/26 ‘Οκτωβρίου διαταγής (446/450). Πάντως βέβαιον είναι ότι μετά τήν λήψιν των αναγνωρίσεων πληροφοριών περί του εχθρού, δέν έσημειώθησαν ή παραμικρά καθυστέρησις ή ταλάντευσις εις τήν εκδοσιν κατά τα ανωτέρω τής άπό 13/26 ‘Οκτωβρίου διαταγής διά κατεύθυνσιν προς Βέροιαν. Οί ισχυριζόμενοι περί έξαναγκασθείσης υπό του Έλ. Βενιζέλου μεταβολής των σχεδίων του ‘Αρχιστρατήγου, θα έπρεπε να καταδείξωσι τον χρόνον, κατά τον όποιον θα ήτο δυνατή ή τοιαύτη αποτελεσματική παρέμβασις. ‘Αλλά προ τής λήψεως πληροφοριών έξ αναγνωρίσεων, δέν θα ήτο δυνατή ή λήψις αποφάσεων παρά υπευθύνου στρατιωτικού ήγέτου. Μετά δε τήν λήψιν τούτων, άπεκλείετο ή προς Μοναστήριον κατεύθυνσις. Και δεδομένων των τότε έλλειπεστάτων δυνατοτήτων επικοινωνιών, δεν νπήρξεν ενδιάμέσον κενόν χρόνου και δι απλήν πληροφόρησιν τοΰ Έλ. Βενιζέλου καΐ όχι δια κάμψιν προβληθεισών αντιρρήσεων παρά του ‘Αρχιστρατήγου, κατά τον υπό ελεγχον ίσχυρισμόν, περί επιβολής επί διαφόρου γνώμης.
Οί ισχυριζόμενοι ότι ή προς τήν Θεσσαλονίκην κατεύθυνσις τής Ελληνικής Στρατιάς οφείλεται εις έπιτακτικήν παρέμβασιν του Έλ. Βενιζέλου, προβάλλουσι τα υπ’ αύτοΰ λεχθέντα τη 12/25 Αυγούστου 1917 ενώπιον τής Βουλής, ότι «…Ότε ό Στρατός ημών εύρίσκετο εις τήν Κοζάνην εστάλη τηλεγράφημα από τον Άρχηγόν τοΰ Στράτου, ό όποιος είχε διαταγήν άπό τής αρχής του πολέμου να στραφή προς τήν Θεσσαλονίκην, τό όποιον μου ελεγεν ότι ό στρατός δεν θα όδευση προς τήν Θεσσαλονίκην. “Έγώ, έλεγε τό τηλεγράφημα, έχω καθήκον να στραφώ προς τό Μοναστήριον, εκτός αν τό άπαγορεύσητε”. Και του απήντησα: “Σου τό απαγορεύω…”. Διότι τα ζητήματα τα στρατιωτικά δέν είναι ζητήματα τα όποια γνωρίζουν οί στρατιωτικοί, άλλα κατ’ εξοχήν οί πολιτικοί άνδρες. Τα στρατιωτικά ζητήματα είναι κατ’ εξοχήν πολιτικά ζητήματα… Άπηγόρευσα λοιπόν εις τον Διάδοχον τότε να προβή εις τό Μοναστήριον και του εϊπα να βαδίση προς τήν Θεσσαλονίκην. Ό Διάδοχος ύπεχρεώθη να ύποκύψη και δέν εξεδήλωσε τήν τάσιν του, ούτε ήτο δυνατόν να εκδήλωση τότε τάσιν αντιθέσεως προς τήν Κυβέρνησαν τοϋ “Εθνους, και ετράπη προς τήν Θεσσαλονίκην…» (445/—).
Οί συντάκται τών κατά τό 1932 και τό 1988 εκδόσεων υπό τής Διευθύνσεως Ιστορίας Στράτου, επί τοϋ υπό κρίσιν αντικειμένου, περιέλαβον περικοπάς έκ τής ανωτέρω άγορεύσεως του Έλ. Βενιζέλου, ώς αποδεικτικά στοιχεία. Είναι λυπηρά αλλ’ αναγκαία ή ύπόμνησις ότι, κατά τήν βαρύτατα εκρυθμον εποχήν εκείνην, εχρησιμοποιοϋντο άδιστάκτως υπό τών βία έγκαταστάντων εις τήν αρχήν, πάμπολλα πλαστά ή διαστρεβλωμένα στοιχεία και πάντη αβάσιμοι κατηγορίαι και άνομοι διώξεις κατά τών θεωρουμένων ώς αντιπάλων ήσκήθησαν. Έν τη ανωτέρω αγορεύσει υποστηρίζεται και ότι ό ‘Αρχηγός τοϋ Στράτου «είχε διαταγήν άπό τής αρχής τοϋ πολέμου να στραφή προς τήν Θεσσαλονίκην». Τοιαύτη διαταγήν δέν ύπήρξεν, ούτε ήτο δυνατόν όπως έκδοθή και μόνον ώς έκ τών άγνωστων παραγόντων περί τοϋ χρόνου καθυστερήσεως προ τοΰ Σαρανταπόρου και περί τών κινήσεων τοϋ έχθροΰ. Χαράκτη ριστικόν και ότι, κατά τήν άπό 27 Σεπτεμβρίου /ΙΟ ‘Οκτωβρίου κοινοποίησιν εις τον Διάδοχον Κωνσταντΐνον τοΰ ταυτοχρόνου Β.Δ. περί αναθέσεως τής ‘Αρχηγίας τοϋ Στράτου Θεσσαλίας, ουδεμία υπάρχει αναφορά εις στόχους, τονιζομένης μόνον τής κοινής επιθυμίας «δι’ ένεργόν έπίθεσιν» (168/168). ‘Εάν ήτο βάσιμον τό άναγραφόμενον και έν τή κατά τό 1988 έκδόσει υπό τής Διευθύνσεως Ιστορίας Στράτου (τόμ. Α’, σελ. 64) ότι τό Γενικόν Στρατηγεΐον «είχε τήν πρόθεση να κινηθεί μέ τον όγκο τών δυνάμεων του πρώτα προς τό Μοναστήρι και μετά προς Βέροια-Θεσσαλονίκη» θα έπρεπε απαραιτήτως να ύπήρχον σχετικά στοιχεία, ώς προπαρασκευαστικαί διαταγαί εις τα ‘Αρχεία και μνεία εις σχετικά απομνημονεύματα ή ΐστορήματα παρά τότε δρασάντων. Κατ’ ανάγκην αναφερόμεθα δια βραχέων και πάλιν περί της ανυπαρξίας συγχρόνως δυνατοτήτων δι’ επιλογήν κατευθύνσεων της Στρατιάς, ως και περί, από των αναγκαίων αναγνωρίσεων μέχρι της τελικής διαταγής δια πορείαν προς τήν Βέροιαν δια τήν Θεσσαλονίκην, ελλείψεως κενού χρονικού διαστήματος, δια κατ’ αυτό τυχόν διατυπώσεις κυβερνητικών απόψεων.
Κατά τήν αυτήν άγόρευσιν τη 12/25 Αυγούστου 1917, ό Έλ. Βενιζέλος ύπεστήριξεν ότι ή άντιμετώπισις και τών στρατιωτικών ζητημάτων ανήκει κατ’ εξοχήν εις τους πολιτικούς. Σχετικώς διατυποϋμεν εν συντομία τα κατωτέρω: Ή εις τήν κυβέρνησιν ανήκουσα γενικώς ευθύνη περί αναλήψεως του πολέμου και επί θεμάτων της καλούμενης Μεγάλης Στρατηγικής —ούσης πάντοτε αναγκαίας της έπ’ αυτών συμβολής της στρατιωτικής ηγεσίας— δεν συνεπάγεται και κυβερνητικήν έξουσίαν, δι’ άποτελεσματικάς παρεμβάσεις και εις τακτικά ζητήματα, κατά τήν διεξαγωγήν επιχειρήσεων. Δέν είναι δε εκτός της τακτικής τα προβλήματα ώς ή παρακολούθησις περί τών κινήσεων του εχθρού, ή μέριμνα δια τήν διατήρησιν της μετ’ αύτοϋ επαφής και ή διαφύλαξις από κινδύνων πλευροκοπήσεων. Ή Κυβέρνησις δύναται πάντοτε να αντικαθιστά τον Άρχιστράτηγον, άλλα δέν νοείται να τον διατηρή εν ενεργεία και να τον καταργή εν τη ουσία δια παρεμβάσεων κατά φάσεις τών επιχειρήσεων, καί περ τελούσα πολλάκις εν αγνοία περί ουσιώδη στρατιωτικά δεδομένα τα κτικής. Εις τον Στρατόν ιδία δέν συγχωρείται έπικάλυψις αρμοδιοτήτων. Καί δέν πρέπει να παραγνωρίζηται ότι απέβησαν πολλάκις μοιραίοι κατά πολεμικόν έργον, παρατηρηθέντες εν Ελλάδι καί άλλαχοϋ άναρμοδίως αυτοσχεδιασμοί καί γενικώς παρεκκλίσεις.
Άλλα καί ή όλη στρατιωτική συγκρότησις καί ή αξία του ‘Αρχιστρατήγου τών Βαλκανικών πολέμων, όπως πάντοτε κατεφάνη, άποκλείουσι παντελώς ότι ήτο δυνατόν να ρυμουλκηθή εις καθαρώς στρατιωτικάς ενεργείας, αντιθέτους προς τάς ιδίας αύτοϋ εκτιμήσεις. ‘Ακόμη καί να χρησιμοποίηση εκφράσεις «…να στραφώ προς τό Μοναστήριον, εκτός αν τό άπαγορεύσητε…» καί να ύποτάσσηται είτα αμέσως εις τήν άπαγόρευσιν. Ώς θα διελάβωμεν περαιτέρω, τεκμήριον περί αποκλεισμού τοιαύτης πιθανότητος παρέχει καί ή έντονος άπάντησις αύτοϋ εις όντως επιχειρηθεΐσαν άπόπειραν δι’ έπιτακτικήν έντολήν παρά τοϋ Έλ. Βενιζέλου, κατά τήν ήμέραν απελευθερώσεως της Θεσσαλονίκης. Καί δέν εμπίπτει μέν αμέσως εις τό ύπό ερευναν θέμα, άλλ’ είναι κατατοπιστική ή ύπόμνησις καί περί της μετέπειτα σταθεράς θέσεως τοϋ Βασιλέως Κωνσταντίνου, έναντι γνωστών επίμονων εισηγήσεων παρά τοϋ Έλ. Βενιζέλου καί παντοίων δεινών πιέσεων. Κατ’ άποψιν, αί κατά τό 1917 κατηγορίαι τοϋ Έλ. Βενιζέλου έσκόπουν εις προβολήν επιχειρημάτων προς δικαιολογίαν τών παρ’ αύτοϋ εκτροπών και προς στήριξιν τών κατά τοΰ εξόριστου πλέον Βασιλέως Κωνσταντίνου αβασίμων κατηγοριών και δεινών αδικοπραξιών.
Τον Έλ. Βενιζέλον διέκρινον έκτακτος ευφυΐα και πολλαί ικανότητες, ών ένεκεν πολλά και σοβαρά έπετέλεσε κατά καιρούς. Κατείχετο όμως υπό ροπής προς αυτοσχεδιασμούς και έσπευσμένας αποφάσεις, άνευ προσηκούσης εκτιμήσεως καίριων στοιχείων. Βασιζόμενος είς «εμπνεύσεις», ιδία κατά τήν άσκησιν εξωτερικής πολιτικής, αν και δυνατός διαπραγματευτής, ενεφάνιζεν απροσδόκητους μεταπτώσεις. Κατά κρισιμωτάτας περιστάσεις, παρέβλεπε τήν σημασίαν τής εθνικής ένότητος, επιμένων είς θέσεις άποδειχθείσας πολλάκις σφαλεράς. Δεν έδίσταζεν είς έκτόξευσιν αβασίμων κατηγοριών και είς τήν χρήσιν καί έσχατων μέσων εναντίον τών, κατά τάς εκτιμήσεις του, αντιπάλων του, ώς και δια τήν κατάληψιν εκάστοτε τής εξουσίας.
Τήν 13/25 ‘Οκτωβρίου ό Υπουργός Εξωτερικών Λ. Κορομηλάς απέστειλε προς τον Άρχηγόν Στρατού τηλεγράφημα είς τό όποιον, άφου άνήγγειλεν επιτυχίας τών Σέρβων, Βουλγάρων καί Μαυροβουνίων, κατέληγεν: «Φρονώ ότι πρέπει κατά τό δυνατόν να έντείνωμεν ημετέρας ενεργείας ώστε καταληφθή όσον τάχιστα Θεσσαλονίκη, ϊνα μή ημέτερα αποτελέσματα ελθωσι πολύ ύστερον τών στρατών τών συμμάχων.» (416/424). Προφανώς δυσανασχετήσας δια τάς γενομένας υποδείξεις έπί στρατιωτικών ενεργειών, ô Διάδοχος Κωνσταντίνος άπήντησεν αυθημερόν εκ Σερβίων δια τηλεγραφήματος, τό όποιον κατέληγεν: «Θα εξακολουθήσω με τήν αυτήν εντασιν δυνάμεων έπιδιώκων τήν καταστροφήν του εχθρού, επί τη βάσει του σχεδίου τό όποιον προδιέγραψα καί του οποίου τον άντικειμενικόν σκοπόν μόνος εγώ είμαι αρμόδιος καί υπεύθυνος να κανονίζω. Παρακαλώ δε υμάς όπως, εύαρεστούμενος, μή προσπαθήτε όπως έπηρεάζητε τήν διεύθυνσιν τών επιχειρήσεων.» (443/—). Καί τα ανωτέρω αποτελούν εν ακόμη τεκμήριον περί τής στάσεως του ‘Αρχιστρατήγου, κατά τυχόν προσπάθειας παρεμβάσεων επί στρατιωτικών αρμοδιοτήτων του. Τήν 15/28 ‘Οκτωβρίου κατελήφθησαν τα Γρεβενά. Τήν 16/29 ‘Οκτωβρίου ή Βέροια καί τήν έπομένην εις Νάουσα. Ό Λ. Κορομηλάς δια τοΰ άπό 15/28 ‘Οκτωβρίου τηλεγραφήματος προς τον Άρχηγόν του Στράτου, πληροφορεί μεταξύ άλλων: «…οί ενταύθα Πρεσβευταί Σερβίας καί Βουλγαρίας προσπαθοΰσι να μάθωσι, δια τρίτου προσώπου, πού θα κατευθυνθή ό Ελληνικός Στρατός. ‘Εννοείται ότι θα ήθελον να βεβαιωθώσιν δτι βαίνομεν προς τήν Θεσσαλονίκην καί ουχί προς Μοναστήριον. Βεβαίως καί δι’ ημάς επιβάλλεται να καταλάβητε όσον τάχιστα Θεσσαλονίκην, άλλα πρέπει να φθάσητε προ αυτών Μοναστήριον. Καθησυχάζω λέγων ότι αγνοώ τό σχέδιον τοΰ ‘Αρχιστρατήγου, άλλα ότι φαίνεται ότι βαίνομεν είς Θεσσαλονίκην…» (500/505).
Τήν 18/31 ‘Οκτωβρίου ό Διάδοχος Κωνσταντίνος, έχων ώς άμεσον στόχον την Θεσσαλονίκην, άπέστειλεν εκ Βέροιας προς το Ύπουργεΐον Στρατιωτικών τηλεγράφημα εν φ άνεγράφετο: «Μετά 3-4 ημέρας πιθανώτατα θέλομεν καταλάβη Θεσσαλονίκην. Της πόλεως ταύτης οΰσης μεγάλης και διεθνούς, ανάγκη να ληφθώσι άπα τούδε τα αναγκαία μέτρα δια την πολιτικήν διοίκησιν και άστυνομίαν αυτής…» Και απαριθμεί τινά τών ληπτέων μέτρων (554/561). Την έσπέραν της αυτής 18/31 ‘Οκτωβρίου ύπο του Τορπιλλοβόλου 11, με κυβερνήτην τον ύποπλοίαρχον Ν. Βότσην, έτορπιλλίσθη και εβυθίσθη εντός του λιμένος Θεσσαλονίκης το Τουρκικον θωρηκτόν «Φετίχ Μουλέντ». Επακολουθεί την 19 ‘Οκτωβρίου / 1 Νοεμβρίου έτερον παρά του Έλ. Βενιζέλου προς τον Άρχηγόν Στράτου τηλεγράφημα, με πληροφορίας περί επιτυχιών τών Βουλγάρων εις Τσαλάλτζαν και καταλήγον: «’Επικείμενης οΰτω πιθανώτατα ευρωπαϊκής επεμβάσεως να έπισπευθώσι πάση δυνάμει ήμέτεραι στρατιωτικαί επιχειρήσεις.» (606/599). Ό Λ Κορομηλάς αποστέλλει τήν 19 ‘Οκτωβρίου / 1 Νοεμβρίου δύο τηλεγραφήματα προς τον Άρχιστράτηγον Διάδοχον και τήν έπομένην έτερον προς τον Βασιλέα Γεώργιον εις Κοζάνην, με πληροφορίας περί επιτυχιών τών Συμμάχων και κινήσεων τών Τούρκων (604/597), (605/598), (644/649).
Είσερχόμεθα εις τα τής πορείας τής Στρατιάς, μετά τήν Βέροιαν. Ώς εΐχεν τότε — προ τής εκτελέσεως τών μεγάλων άποξηραντικών έργων εν Μακεδονία— ή φύσις τοϋ εδάφους άπεκλείετο πορεία τής Στρατιάς, κατά τήν ύπάρχουσαν σήμερον από Βέροιας, δια Γιδά (Αλεξανδρείας) προς Θεσσαλονίκην οδευσιν, τεμνόμενην τότε υπό ελών. Ύπήρχον απροσπέλαστοι έλώδεις εκτάσεις, παρά τον ποταμόν Καρά Άσμάκι (Λουδίαν), παρά τήν «Κάτω Λίμνην» και παρά τήν Λίμνην νοτίως τών Γιαννιτσών. Ταύτης ΰδατα έξεχέοντο, δια τοϋ Λουδίου, προς τον Θερμαϊκόν Κόλπον, με έλώδεις εκατέρωθεν τοϋ πόταμου εκτάσεις άπό 3 εως 10 χιλιομέτρων. Διό καί ό έπιχειρών από Βέροιας στρατός, συνεσφιγμένος μεταξύ τών έλωδών εκτάσεων, θα εύρίσκετο εις παντελή άδυναμίαν κινήσεων δια μεγάλων δυνάμεων μετά Πυροβολικοΰ καί τών αναγκαίων εφοδιοπομπών και οχημάτων, προς άνάπτυξιν δια μάχην. ‘Αντιθέτως, δια τον άντίπαλον θα ύπήρχεν ή δυνατότης αμύνης καί δια μικρότερων δυνάμεων, επί στενής ζώνης μετώπου καί με απροσπέλαστα τα εκατέρωθεν πλευρά. Καί δ επιτιθέμενος έπί τοιούτου πεδίου θα εύρίσκετο εις δυσχερεστάτην θέσιν, ιδία εν περιπτώσει ανάγκης δι’ ύποχωρητικον έλιγμόν. Κατ’ άδήριτον όθεν ανάγκην μετά τήν Βέροιαν, ό Ελληνικός Στρατός δεν εστράφη προς ανατολάς, άλλα προς βορειοανατολικά.
Πλην τής φύσεως τοϋ εδάφους, και ή πορεία ην ήκολούθει ό Χασάν Ταξίν πασάς έπέβαλλεν άνάλογον καί τών Ελληνικών δυνάμεων κατεύθυνσιν. Τοΰτο, έφ’ όσον ό Τοΰρκος ‘Αρχιστράτηγος δεν εξέλεξε προς άμυναν τήν άνατολικήν δχθην τοϋ Άξιου, οπόθεν θα ήδύνατο, ώς τής σοβαρότητος τοϋ κωλύματος τοϋ πόταμου, να αμφισβήτηση έπί μείζονα χρόνον καί δια μικροτέρων σχετικώς δυνάμεων, την υπό του Ελληνικού Στράτου διάβασιν. Πιθανόν ότι ô Χασάν Ταξίν πάσας εξέλεξε προς άμυναν την προ των Γιαννιτσών τοποθεσίαν εϊτε δια να μή παραδοθή αμαχητί εις τον έχθρον ή ιερά δια τους Μουσουλμάνους πόλις των Γιαννιτσών, εϊτε διότι έδίσταζε να πλησίαση πολύ την γραμμήν αμύνης του προς τήν Θεσσαλονίκην. Φαίνεται όμως ότι ή τοιαύτη άπόφασις του Τούρκου ‘Αρχιστρατήγου δεν ήτο ή αρχική, διότι κατά πληροφορίας Ελλήνων πρακτόρων, άλλα και εκ καταθέσεων αίχμαλωτισθέντων Τούρκων, μέχρι της 15/28 ‘Οκτωβρίου ή Φρουρά τών Γιαννιτσών ανήρχετο μόνον εις 150 άνδρας, άπό δε της επομένης άποτόμως ήρχισαν καταφθάνουσαι ενισχύσεις και εκ μιας Μεραρχίας εφέδρων εκ Μικράς ‘Ασίας μεταφερθείσης σιδηροδρομικώς δια Θεσσαλονίκης, μιας Μεραρχίας εφέδρων εκ Θεσσαλονίκης και δύο Μεραρχιών έξ ‘Ανατολικής Μακεδονίας, πασών όμως ήλαττωμένης δυνάμεως. “Ωστε κατά τήν 18/31 ‘Οκτωβρίου ό Χασάν Ταξίν πασάς διετίθει οκτώ Μεραρχίας, συνολικής δυνάμεως 35-40 χιλιάδων ανδρών, μετά 36 πυροβόλων. ‘Αλλ’ ή εκλεγείσα υπό του Τούρκου ‘Αρχιστρατήγου τοποθεσία προ τών Γιαννιτσών παρείχε ίκανάς τακτικάς δυνατότητας αμυντικού αγώνος, καλυπτόμενη άπό βορρά υπό πλευράς του όρους Πάϊκου, διακοπτόμενης υπό απόκρημνων ορεινών περιοχών και χαραδρών και άπό νότου υπό τών ελών τής Λίμνης τών Γιαννιτσών. ‘Επί πλέον, το προ τής αμυντικής τοποθεσίας έδαφος ήτο πεδινόν, με ομαλά πρανή, ώστε να έλέγχηται καλώς υπό πυρών πεζικού και πυροβολικού, αί δε παρακείμεναι θαμνώδεις εκτάσεις παρεΐχον εις τον άμυνόμενον δυνατότητας καλύψεως. Επισημαίνεται δτι ή Ελληνική Στρατιά, μετά τήν 15/28 ‘Οκτωβρίου εΐχεν απολέσει τήν έπαφήν μετά του εχθρού, τελούσα εν αδυναμία προσωρινώς δια χρησιμοποίησιν και τής Ταξιαρχίας Ιππικού, διατεθειμένης εις έτέραν άποστολήν. Κατά ταύτα, ή υπό του Έλληνος ‘Αρχιστρατήγου χρησιμοποιηθείσα διάταξις τής, εις ευρύ μέτωπον και κατά τάς αρχάς του Στρατηγικού τετραπλεύρου, προωθήσεως του όγκου τής Στρατιάς βορείως τής Λίμνης ήτο ή ενδεδειγμένη και έναντι τών τριών ενδεχομένων περιπτώσεων τής παρουσίας τής κυρίας εχθρικής δυνάμεως, είτε προ τών Γιαννιτσών, είτε εκείθεν του Λουδίου (Καρά Άσμάκι), είτε έναντι του Άξιου. Κατά τήν υπό του ‘Υπουργείου Στρατιωτικών Πολεμικήν Έκθεσιν, (έκδ. β’ —τόμ. Α’, σελ. 135): Ούτω ή διάταξις τής Στρατιάς κατά τήν έσπέραν τής 18(21) ‘Οκτωβρίου ήτο ή εξής: VII Μεραρχία, Γέφυρα Νησέλι — ‘Απόσπασμα Κωνσταντινοπούλου, Λουτρος — Ι Μεραρχία, Ζερβοχώρι — III Μεραρχία, Μονή Όσίου Λουκά— II Μεραρχία, Δισαρή Βλάχ—IV Μεραρχία, Άγιος Γεώργιος (1 Τάγμα εις Σενδέλ) — VI Μεραρχία, Βερτεκόπ (Σκύδρα) — Ταξιαρχία Τππικοϋ, Βέροια —V Μεραρχία, Σόροβιτς – Έξισου (Άμύνταιον – Ξυνο Νερό). —Απόσπασμα Ευζώνων (Γεννάδη) Γρεβενά – Τσοΰρχλι — Γενικόν Στρατηγεΐον, Σιδηροδρομικός Σταθμός Ναούσης. Ή Μάχη τών Γιαννιτσών διήρκεσεν επί διήμερον (19 ‘Οκτωβρίου / 1 Νοεμβρίου και 20 ‘Οκτωβρίου / 2 Νοεμβρίου) και ελαβον μέρος από Β.Δ. προς Ν.Α κατά σειράν αί Μεραρχίαι μας, VI, IV, II και III, της Ι διατηρηθείσης ώς γενικής εφεδρείας. Αί II και III Μεραρχίαι ελαβον πρώται τήν έπαφήν μετά του εχθρού. Ή VII Μεραρχία έκινήθη άπο Νησέλι προς Γίδα (Αλεξάνδρεια) καί ή Ταξιαρχία Ίππικοϋ από Βέροιας δια Γίδα προς Πλατύ. Ή άπόδοσις των δύο τελευταίων Μεγάλων Μονάδων υπήρξε μάλλον ελλιπής, μη συνεργησασών τούτων αποτελεσματικός προς ενίσχυσαν των προ των Γιαννιτσών μαχόμενων και μή έκτελεσθεισών τών διαταγών δπως καταλάβωσιν εγκαίρως τάς επί του ποταμού Καρά Άσμάκι (Λουδίου) γέφυρας και προλάβωσι τήν καταστροφήν των υπό τών Τούρκων. Το ‘Απόσπασμα Κωνσταντινοπούλου έπεζήτησεν, εντός τών πλαισίων τής αποστολής του, να προσπέραση το Καρά Άσμάνι (Λουδίαν), πλην δεν κατώρθωσε τοϋτο αυθημερόν, διότι άπητήθη ή ζευξις μικράς γέφυρας. Διαταγή του ‘Αρχιστρατήγου Διαδόχου ώριζεν όπως ύπερβάλληται ή περί τήν πόλιν τών Γιαννιτσών περιοχή άπό βορρά υπό τών Μεραρχιών VI καί IV, και άπο νότου υπό τής ΠΙ, τής II Μεραρχίας ενεργούσης κατά μέτωπον εις το κέντρον. Ή IV Μεραρχία δεν ήδυνήθη όπως ύπερκάμψη τό δεξιον τής Τουρκικής παρατάξεως, άλλα τούτο επετεύχθη υπό όρμητικώς και τολμηρώς κινηθείσης δυνάμεως του Ιου Συντάγματος Ευζώνων, ύπό τον Άντισυνταγματάρχην Δίον. Παπαδόπουλον. Οϋτω εν γενικαΐς γραμμαΐς συνετελέσθη ή νίκη τών Γιαννιτσών. Κατά πληροφορίας, και μετά τήν μάχην, Τουρκικαί ενισχύσεις προερχόμεναι εκ τής ‘Ανατολής, έπειράθησαν ανεπιτυχώς όπως παρασύρωσι τάς εκ Γιαννιτσών υποχωρούσας Τουρκικός δυνάμεις, προς άνακατάληψιν θέσεων παρά τα Γιαννιτσά (663/669). Έν συνεχεία απεστάλησαν προς τον Άρχιστράτηγον Διάδοχον τά κατωτέρω τηλεγραφήματα:
Τήν 20 ‘Οκτωβρίου / 2 Νοεμβρίου παρά του Έλ. Βενιζέλου: «Προ πέντε ημερών επισκεφθείς τον Πρέσβυν τής Γαλλίας εξέφρασα αύτώ τήν εκπληξίν μου πώς ό κ. Πουανκαρέ ομιλεί ακόμη περί διατηρήσεως του καθεστώτος, ένώ άνεμένομεν ότι ή Γαλλία θα ήτο ευγνώμων προς τά Βαλκανικά Κράτη τά όποια δια τής τόλμης των άνέλαβον νά λύσουν τό Άνατολικόν ζήτημα κατά τρόπον άνταποκρινόμενον προς τά αληθή συμφέροντα τής Ευρώπης και στερεουντα τήν εύρωπαϊκήν ισορροπίαν. Ό κ. Ντεβίλ επισκεφθείς με χθες μοί άνεκοίνωσεν έκ μέρους του κ. Πουανκαρέ, ότι ή ενέργεια τής Γαλλίας προς διατήρησιν τής ομοφωνίας τών δυνάμεων «δεν έχει σκοπόν νά μας αποστέρηση άπό τάς ικανοποιήσεις εις τάς οποίας μας δίδουν δικαίωμα αί νίκαι μας άλλ’ αποβλέπει απλώς εις τήν παρεμπόδισιν τής εις τον πόλεμον αναμίξεως μιας τών Μεγάλων Δυνάμεων και τοϋτο ανταποκρίνεται προς αυτά τά συμφέροντα τών Βαλκανικών Κρατών.» (645/650).
Τήν 21 ‘Οκτωβρίου / 3 Νοεμβρίου παρά του Λ. Κορομηλά, μετά πληροφοριών εκ Κωνσταντινουπόλεως περί της δυσχερούς θέσεως τών Τουρκικών στρατευμάτων (671/677).
Τήν 22 ‘Οκτωβρίου / 4 Νοεμβρίου παρά του Έλ. Βενιζέλου εν και δύο παρά του Α. Κορομηλά, περί δυσχερειών τών Τούρκων και ύποχωρήσεως της 14ης Τουρκικής Μεραρχίας εκ Δεμίρ Ίσσαρ προς Θεσσαλονίκην και προς Σέρρας (688/695), (687/694), (686/693).
Τήν 23 ‘Οκτωβρίου / 5 Νοεμβρίου εν παρά του Λ. Κορομηλα μετά πληροφοριών περί τής καταστάσεως τών εγγύς τής Θεσσαλονίκης Τουρκικών δυνάμεων (702/710). Και δύο παρά του Έλ. Βενιζέλου, άγγέλλοντος το μεν δτι εζητήθη παρά τής Σερβίας όπως κατευθύνη μετά δραστηριότητος τάς επιχειρήσεις προς Μοναστήριον, το δε (κατά τήν 23 ‘Οκτωβρίου / 5 Νοεμβρίου ή τήν έπομένην) περί παρασκευών δια τήν παρά τήν Έπανωμήν ψευδοαπόβασιν (857/847) (726/733).
Τήν 24 ‘Οκτωβρίου / 6 Νοεμβρίου παρά του Έλ. Βενιζέλου, μετά πληροφοριών περί τών κινήσεων Τουρκικών δυνάμεων και περί συσκέψεων εν Θεσσαλονίκη υπό Μουσουλμάνων καί Χριστιανών και τών Προξένων τών Δυνάμεων μετά του Βαλή προς παράδοσιν τής πόλεως (727/734).
Τήν αυτήν ήμέραν τρία τηλεγραφήματα παρά του Λ. Κορομηλα, εξ ών τα δύο μετά πληροφοριών περί τής καταστάσεως εν Θεσσαλονίκη καί περί ενεργειών τών εκεί Προξένων δια διαπραγματεύσεις (729/736), (730/737). Το τρίτον τηλεγράφημα έχει ούτω: «Έχω τήν τιμήν να ανακοινώσω ύμΐν έπόμενον τηλεγράφημα τής εν Βερολίνω Πρεσβείας: Πρεσβευτής (σημ. πρόκειται περί τοϋ J. Cambon τής Γαλλίας) όστις δεικνύει ήμΐν πλείστον ενδιαφέρον μοί εϊπεν αύτολεξεί δτι σας ικετεύει να είσέλθητε το ταχύτερον εις Θεσσαλονίκην διότι ύπάρχουσι πλεΐσται πιθανότητες να άφήσωσι σας έκεΐ οριστικώς. –> Θεοτόκης (ύπογρ. διαβιβάζοντος) Κορομηλάς.» (728/735).
Τήν 25 ‘Οκτωβρίου / 7 Νοεμβρίου παρά τοϋ Λ. Κορομηλα, μετά πληροφοριών περί κινήσεων Σερβικών δυνάμεων καί καταλήγοντος: «Στρατός Τουρκικός περίπου μία ή δύο Μεραρχίας νικηθείς εις Δεμίρ-Καπού υπό Σέρβων κατέρχεται εις Θεσσαλονίκην. Υποθέτω ότι δεν θα προλάβη πλησίαση πριν ή είσέλθωμεν. Σπουδαιότερον πάντων εϊναι ότι οι Βούλγαροι φαίνεται δτι έδωσαν διαταγάς είς Στρατόν Νευροκοπίου όπως τάχιστα καταλάβη Σέρρας καί εκείθεν σπεύση προς Θεσσαλονίκην ϊνα, αν μή κατορθώση είσέλθη προ τοϋ Έλληνικοϋ Στράτου και καταλάβη ταύτην, τουλάχιστον είσέλθη μετ’ αύτοΰ. Αί Σέρραι κατελήφθησαν ήδη υπό Βουλγάρικου Στράτου όστις βαδίζει κατά πασαν πιθανότητα είς Θεσσαλονίκην.» (748/756).
Τήν αυτήν 25 ‘Οκτωβρίου / 7 Νοεμβρίου παρά του Έλ. Βενιζέλου, άγγέλλοντος συγκεντρώσεις μεγάλων Τουρκικών δυνάμεων είς Μοναστήριον καί Σόροβιτς (Άμύνταιον) καί καταλήγοντος: «…’Ώστε συγκοινωνίαι ημών προς Κοζάνην – Σέρβια δεν είναι εξησφαλισμέναι. Υπουργός Εξωτερικών έτηλεγράφησε ταΰτα, άλλα φαίνεται ότι τηλεγραφήματα του δέν έφθασαν. Αυτήν τήν στιγμήν μανθάνομεν ότι οι Σέρβοι κατετρόπωσαν τους Τούρκους ουχί εν μεγάλω αριθμώ εις Δεμίρ Καπού. Όθεν ένεκα της μεγάλης αποστάσεως, ύποθέτομεν ότι ούτοι θα καταφθάσωσι προ της Θεσσαλονίκης μετά τήν εκεί εϊσοδον του ημετέρου Στράτου.» (732/754).
Τήν 26 ‘Οκτωβρίου / 8 Νοεμβρίου παρά του Λ. Κορομηλά δύο τηλεγραφήματα περί κινήσεων Σερβικών και Βουλγαρικών δυνάμεων και περί συμφώνου γνώμης της Κυβερνήσεως εις απόψεις του Διαδόχου Κωνσταντίνου περί επαναφοράς εις τήν όρθόδοξον λατρείαν τών εις Τζαμιά υπό τών Τούρκων μεταβληθεισών εκκλησιών, εν αις του ‘Αγίου Δημητρίου εν Θεσσαλονίκη (749/757), (750/758).
Κατά τάς αύτάς ημέρας, δέν γνωρίζομεν ακριβώς πότε, διεβιβάσθησαν προς τήν Έλληνικήν Κυβέρνησιν, διά της εν Σόφια Πρεσβείας, παρά τών Ελλήνων Φιλ. Νίκογλου και Άπ. Δοξιάδου, υπηρετούντων ώς ιατρών είς τον Βουλγαρικόν Στρατόν, ώς και παρά τών Συνδέσμων ‘Αξιωματικών Άθ. Σουλιώτη Νικολαΐδη και Άμβρ. Φραντζή, πληροφορίαι περί κατευθύνσεως Βουλγαρικών δυνάμεων προς Θεσσαλονίκην.
Θά πρέπει να μείνωμεν ιδιαιτέρως επί ώρισμένων τηλεγραφημάτων τοϋ Έλ. Βενιζέλου, χαρακτηριστικών περί τών συνεχουσών αύτου ανησυχιών και σκέψεων. Διά του άπό 24 ‘Οκτωβρίου / 6 Νοεμβρίου τηλεγραφήματος προς τον Βασιλέα Γεώργιον είς Βέροιαν, ό Έλ. Βενιζέλος, άνακοινοΐ ότι εστάλη προς τον Άρχηγόν Στράτου έτερον, έχον ούτω: «Άπό της μάχης τών Γιαννιτσών ουδέν άνεκοινώσατε προς τό Ύπουργεΐον περί τών περαιτέρω στρατιωτικών υμών επιχειρήσεων ώς και εκείνων της V Μεραρχίας. Και όμως άπό της μάχης τών Γιαννιτσών παρήλθον 4 δλαι ήμέραι. Ή σιωπή αύτη και ή πλήρης άγνοια, είς ην ώς εκ τούτου ευρίσκεται και ή υπεύθυνος Κυβέρνησις και τό Έθνος περί της τύχης του Στράτου του είναι όντως εκπληκτική.» (725/—). Τό ανωτέρω περιλαμβάνεται μόνον έν τη 1η έκδόσει (1932) του Παραρτήματος τοϋ Α’ τόμου της Πολεμικής Εκθέσεως, άνευ μνείας περί της εις αυτό απαντήσεως. Τό άνεξήγητον επιτείνεται και εκ του ότι άπό της Μάχης τών Γιαννιτσών μέχρι και της 24 ‘Οκτωβρίου / 6 Νοεμβρίου απεστάλησαν παρά τοϋ ‘Αρχιστρατήγου Διαδόχου προς τον Πρωθυπουργόν ή προς τό Ύπουργεΐον Στρατιωτικών οκτώ έν όλω τηλεγραφήματα. Τούτων παρατίθεμεν ένταΰθα τους, έν τω Παραρτήματι της 1ης και της 2ας εκδόσεως, αριθμούς: (630/619), (639/648), (670/676), (842/831) (843/832) (692α/ 700), (731/732) (830/643).
Δέν θά διαλάβωμεν ένταϋθα εκ τών κατά τήν 23 ‘Οκτωβρίου / 5 Νοεμβρίου και τήν έπομένην παρά τό Σόροβιτς (Άμύνταιον) αΐφνιδιασμοϋ καί βαρέος κλονισμοΰ τής V Μεραρχίας, περί όσων δέν άπτον ται αμέσως τοϋ αντικειμένου τής παρούσης μελέτης. Δέν θά πρέπει όμως νά παραλειφθώσι και ώρισμένα περί της στάσεως και τών ενεργειών, κατά τήν συγκεκριμένην περίπτωσιν, του Διαδόχου Κωνσταντίνου και του Έλ. Βενιζέλου. Θεωρών ότι συνεπεία του ατυχήματος της V Μεραρχίας, έπικινδύνευον at μετά της Κοζάνης και των Σερβίων συγκοινωνίαι του κυρίου όγκου του Ελληνικού Στράτου, ακόμη και αύτη ή τύχη της Λαρίσης, ό Έλ. Βενιζέλος απευθυνόμενος προς διαφόρους Στρατιωτικούς και επεκτεινόμενος, κατά προσφιλείς εκάστοτε ενασχολήσεις του, και έπί θεμάτων καθαρώς τακτικής επιχειρήσεων, προέβαινεν εις διαφόρους σπασμωδικός ενεργείας. Άναφέρομεν ενδεικτικώς τινά τών τηλεγραφημάτων του:
Τήν 24 ‘Οκτωβρίου / 6 Νοεμβρίου προς τον Συνταγματάρχην Σισίνην εις Σέρβια: «Καταλάβετε θέσεις επί τών υψωμάτων τών Σερβίων εις τρόπον ώστε να βάλητε τήν κοιλάδα του “Αλιάκμονος. Λάβετε μέτρα όπως έπιτηρήτε τα πλευρά υμών ώστε να άποφύγητε τήν κύκλωσιν και εάν έξαναγκασθήτε ύποχώρησιν τότε εκλέξατε ως δευτέραν θέσιν το Σαραντάπορον.» (864/855).
Τήν αυτήν ήμέραν δια τον Συνταγματάρχην Γεννάδην (μέσω της αστυνομικής υποδιευθύνσεως Καλαμπάκας): «…να έπιστρέψη τάχιστα εις Γρεβενά (σημ. ήτοι να υποχώρηση) και να κατευθυνθή εκείθεν εις Δεσκάτην, όπου δέον έγκατασταθή, καθόσον Μεραρχία Ματθαιοπούλου ήναγκάσθη να υποχώρηση εις Σέρβια.» (869/860).
Τήν 26 ‘Οκτωβρίου / 8 Νοεμβρίου προς τήν V Μεραρχίαν (Συνταγματάρχην Ματθαιόπουλον). Μέ οδηγίας και περί χρησιμοποιήσεως αποσπάσματος υπό τον Άντισυνταγματάρχην Ήπίτην (890/882).
Τήν αυτήν ήμέραν προς τον Συνταγματάρχην Ματθαιόπουλον: «…Δύνασθαι να τον καλέσητε (τον Συνταγματάρχην Γεννάδην) πλησίον σας, όπως καλύψη το άριστερόν σας, εϊτε προς τήν διεύθυνσιν της Κοζάνης, εϊτε προς τήν διεύθυνσιν τών Λαζαράδων – Σερβίων, αν ύποχρεωθήτε να υποχώρησητε…» (893/886).
Τήν αυτήν ήμέραν προς τον Συνταγματάρχην Γεννάδην, γνωστοποιών τα ανωτέρω και ότι «…’Εξουσιοδότησα Συνταγματάρχην Ματθαιόπουλον, αν εχη άμεσον ανάγκην υμών, να σας καλέση πλησίον του, όπως καλύψη τό άριστερόν του, εϊτε προς τήν διεύθυνσιν της Κοζάνης, εϊτε προς τήν διεύθυνσιν τών Λαζαράδων – Σερβίων, αν ύποχρεωθή και ούτος να υποχώρηση. Δέον να ελθητε το ταχύτερον εις άμεσον συνεννόησιν μετά Συνταγματάρχου Ματθαιοπούλου, εϊτε τηλεγραφικώς, εϊτε δι’ εφίππου αγγελιοφόρου και να παράσχητε αύτω τήν συνδρομήν σας.» (894/885).
Τήν 27 ‘Οκτωβρίου / 9 Νοεμβρίου έτερα τηλεγραφήματα προς τον Συνταγματάρχην Σισίνην, μέ σχετικώς έντολάς. Ώς, «…Παραμείνατε εις Χάνι Χατζηγώγου προσωρινώς και φροντίσατε να συντάξητε τάς όπισθεν διερχομένας, είτε προς τα πρόσω, είτε προς τα οπίσω, φάλαγγας τών μεταγωγικών…» (904/895) και ανάλογα (909/900), (910/901).
Και προς διαφόρους, δι’ ετέρων τηλεγραφημάτων, δίδει διαταγάς δια στρατιωτικός ενεργείας.
Όμως, εκ των δια των ανωτέρω τηλεγραφημάτων, οριζομένων ύπό του Έλ. Βενιζέλου στρατιωτικών ενεργειών, ουδεμία εξετελέσθη, πλην των μεταφορών ενισχύσεων εκ Λαρίσης. Κατεβλήθησαν προσπάθειαι αντιμετωπίσεως της καταστάσεως παρά της Διοικήσεως της V Μεραρχίας και άλλων αξιωματικών. Ό Συνταγματάρχης Γεννάδης, διοικητής του εν Νεαπόλει ‘Αποσπάσματος Ευζώνων, αντί να υποχώρηση προς Δεσνιάτην, ώς ώριζεν ο Έλ. Βενιζέλος, κατηυθύνθη, κατόπιν διαταγής του ‘Αρχιστρατήγου Διαδόχου, δια Σιατίστης εις Κοζάνην ένθα άφίκετο το απόγευμα της 26 ‘Οκτωβρίου / 8 Νοεμβρίου, άναλαβών τήν Διοίκησιν Τμήματος Στρατιάς εκ δυνάμεων της V Μεραρχίας και του ‘Αποσπάσματος του.
‘Αλλά τό μέγεθος των μέχρι πανικού ανησυχιών του Έλ. Βενιζέλου και των επιχειρούμενων αυτοσχεδιασμών του, μετά το ατύχημα της V Μεραρχίας, παρέχει τηλεγράφημα αύτοΰ άπό 25 ‘Οκτωβρίου / 7 Νοεμβρίου προς τον Άρχηγόν Διάδοχον, «…όπως μία Μεραρχία εκ τών υπό τάς αμέσους διαταγάς Υμετέρας Ύψηλότητος έπιβιβασθή ώς τάχιστα ατμόπλοιων εις Σκάλαν Έλευθεροχωρίου και άποβιβασθή εις Βόλον, σπεύση δ’ εκείθεν δια Λαρίσης προς Έλασσώνα και Σέρβια. Προτιμώ τήν Ι Μεραρχίαν ένεκα πολλών λόγων, άλλ’ αν ή παράταξις υμών δέν σας έπιτρέπη τούτο, παρακαλώ να διατάξητε τό ταχύτερον έτέραν επίσης νικηφόρον Μεραρχίαν να κατέλθη τό ταχύτερον εις Σκάλαν Έλευθεροχωρίου, ϊνα εκεί έπιβιβασθή… Διέταξα ήδη άμεσον άποστολήν πλοίων.» (875/868). Τό ανωτέρω τηλεγράφημα δύναται όπως χαράκτη ρισθή όντως ώς συνταρακτικόν. Αί τεταραγμέναι σκέψεις του Έλ. Βενιζέλου έτεινον, κατά κρισιμωτάτην φάσιν τών περί τήν Θεσσαλονίκην επιχειρήσεων, εις άποστέρησιν τών εκεί δρωσών Ελληνικών δυνάμεων από ουσιωδέστατου και μή αναπληρούμενου μεγάλου τμήματος αυτών. Τυχόν άπομάκρυνσις της Ι Μεραρχίας θα συνεπήγετο τουλάχιστον καθυστέρησιν καί τον μεγαλύτερον δυνατόν κίνδυνον δια τήν τύχην της Θεσσαλονίκης.
Εις τα ανωτέρω ό Διάδοχος Κωνσταντίνος απήντησε δια τών επομένων τηλεγραφημάτων προς τον Έλ. Βενιζέλον:
α) Έκ Κιρτζαλάρ (“Αδενδρον) άπό 25 ‘Οκτωβρίου / 7 Νοεμβρίου: «’Ατύχημα Ματθαιοπούλου προελθόν έκ κακών διατάξεων του είναι λυπηρόν, αλλά δέν δύναται να μεταβάλη τήν τύχην της εκστρατείας, ήτις εξαρτάται έκ της μάχης, τήν οποίαν θα δώση ή στρατιά μου περί τήν Θεσσαλονίκην. Αί συγκοινωνίαι δια Κοζάνης και αν άπολεσθώσιν, όπερ απίθανον, θα άνακτηθώσιν υπ’ εμοϋ κατόπιν, άμα ώς καταστρέψω τον απέναντι μου παρά τήν Θεσσαλονίκην έχθρόν. Εξετάζων έν ηρεμία τήν κατάστασιν πέποιθα ότι αί διατάξεις τάς οποίας έλαβα και θα λάβω θα άντιμετωπίσωσι τελεσφόρως ταύτην.» (881/872).
β) Έκ Τοψίν (Γέφυρας) από 27 ‘Οκτωβρίου / 9 Νοεμβρίου: «…Θεωρώ καλόν όπως άποστελλομένας εξ ‘Αθηνών και Λαρίσης ενισχύσεις ώθήσητε μέχρι Κοζάνης. ‘Εγώ μετά πλείστου μέρους στρατεύματος μου, άμα διευθετήσω τα εδώ θα στραφώ προς Μοναστήριον.» (903/894).
γ) Έκ Θεσσαλονίκης από 28 ‘Οκτωβρίου / 10 Νοεμβρίου: «Κατόπιν πρωινού τηλεγραφήματος μου, προτεινόμενα ύπό Υπουργείου μέτρα ενισχύσεως δια Βόλον αντίκεινται προς το συμφέρον του συνόλου τών πολεμικών επιχειρήσεων, ανωφελή δε δια τήν πέμπτην Μεραρχίαν. Ευρισκόμενος έπί τόπου και διοικών ύπευθύνως τον Στρατόν, θέλω λάβη μέτρα έτερα, σύμφωνα προς τήν έν γένει πολεμικήν κατάστασιν προς έπιτυχίαν της τελικής νίκης και εντεύθεν και εκείθεν. Ή αποστολή πλοίων περιττή.» (882/873).
Χαράκτηριστικόν και ότι ο Διάδοχος Κωνσταντίνος, ασκών μόνος τήν διοίκησιν επί του στρατεύματος, αναγράφει έν τω τηλεγραφήματι «προτεινόμενα υπό Υπουργείου μέτρα» και όχι «διατασσόμενα», ή «εντελλόμενα», ή αναλόγου εκφράσεως. Άλλα και έκ τών ανωτέρω επίσης καταφαίνεται τό τελείως άβάσιμον του ισχυρισμού περί τοϋ δυνατού επηρεασμού παρά του Έλ. Βενιζέλου εις τάς επί στρατιωτικών ζητημάτων αποφάσεις και ενεργείας του Διαδόχου Κωνσταντίνου.
Άλλα και τα έν συνεχεία τηλεγραφήματα του Αρχιστρατήγου τών Βαλκανικών πολέμων εϊναι επίσης ενδεικτικά περί του τρόπου διοικήσεως, άλλα και του ψυχικού δεσμού του μετά τών στρατιωτών του. Έκ Γιαννιτσών άπό 22 ‘Οκτωβρίου / 4 Νοεμβρίου(;) προς τον Βασιλέα Γεώργιον: «… Τό ατύχημα της V Μεραρχίας δεν θα έπηρεάση τήν έκστρατείαν, χάρις εις τήν νίκην τών Γιαννιτσών. Ή μόνη επιρροή του ατυχήματος θα εϊναι ή έπίσπευσις της ύπό της υπ’ έμέ στρατιάς διαβάσεως του Άξιου και κατασύντριψις τών πέραν αύτοϋ εχθρικών δυνάμεων.» (683/690). Έκ Γίδα (Αλεξανδρείας) άπό 23 ‘Οκτωβρίου / 5 Νοεμβρίου προς τον Συνταγματάρχην Γεννάδην εις Άνασελίτσαν (Νεάπολιν). Δια της διαταγής έσχηματίζετο, υπό τάς διαταγάς αύτοϋ, Τμήμα Στρατιάς, έκ της V Μεραρχίας του Αποσπάσματος Ευζώνων, της διλοχίας Στρατάκου, ενδεχομένως και Τμήματος Πυροβολικού της VI Μεραρχίας. Ή διαταγή του Αρχιστρατήγου διελάμβανε καί: «…Σκοπός τοϋ ύφ’ υμάς τμήματος στρατιάς εϊναι όπως παρεμποδίσητε τήν προς νότον κάθοδον τοϋ εχθρικού στρατοΰ κατερχομένου έκ Μοναστηρίου και ή κάλυψις τοϋ πλευροΰ καί τών νώτων της υπ’ έμέ κυρίας στρατιάς. Έν περιπτώσει δε ήττης τοϋ απέναντι υμών εχθρικού στρατοϋ καί ή προς βορραν καταδίωξις αύτοϋ…» (862/853). Έκ Τοψίν (Γέφυρας) άπό 26 ‘Οκτωβρίου / 8 Νοεμβρίου. Γενική διαταγή: «…Προτίθεμαι να στραφώ προς βοήθειαν των κινδυνευόντων στρατιωτικών μας, και να συντρίψωμεν τον εκ Μοναστηρίου προερχόμενον έχθρόν όπως συνετρίψαμεν και έξεμηδενίσαμεν εις Σαραντάπορον και Γιαννιτσά τον εκ Θεσσαλονίκης προελθόντα. Γνωρίζω ότι απαιτώ άπό τον στρατόν μας νέους κόπους και νέας θυσίας. ‘Αλλ’ έχων τήν πεποίθησιν ότι δέν υπάρχει Έλλην όστις να μή αίσθάνηται τήν ίεραν ύποχρέωσιν να συνδράμωμεν τους συναδέλφους μας, εχω τήν πεποίθησιν ότι ‘Αξιωματικοί, Υπαξιωματικοί καί Στρατιώται αισθάνονται ως χρέος τιμής να έπιβάλωμεν καί εις Σόροβιτς (Άμύνταιον) τήν ύπεροχήν των όπλων μας, όπως τήν έπεβάλαμεν παντού μέχρι τοϋδε καί να κρατήσωμεν υψηλά το γόητρον του Ελληνισμού καί άκεραίαν τήν δόξαν του στρατού μας… καί πέποιθα ότι παρ’ όλους τους κόπους, τάς στερήσεις καί τάς θυσίας τάς οποίας πρόκειται να ύποστώμεν, τό στράτευμα όλόκληρον θα με άκολουθήση μετά του αύτου ενθουσιασμού μετά του οποίου με ήκολούθησε μέχρι τούδε.» (899/890). Έκ Τοψίν (Γέφυρας) άπό 27 ‘Οκτωβρίου / 9 Νοεμβρίου, προς τήν V Μεραρχίαν, Κοζάνην: «Πάσα ένίσχυσις Μεραρχίας υμών δια τμημάτων στελλομένων εντεύθεν λίαν δυσχερής καί άσκοπος. Άνασυνταχθήτε καί έγκατασταθήτε αύτοϋ, αναμένοντες τήν παρ’ έμοΰ λήψιν γενικωτέρων μέτρων… Φιλοτιμήσατε στρατεύματα καί εαυτόν σας.» (902/893).
Έπανερχόμεθα επί τών στρατιωτικών επιχειρήσεων. Αί υποχωρήσασαι έκ Γιαννιτσών Τουρκικαί δυνάμεις δέν ενήργησαν ευτυχώς αμέσως καί δράστη ρίως εις τήν περιοχήν ανατολικώς τοϋ Άξιου. Άλλως καί τότε τό κώλυμα του ποταμού θα έπέτρεπεν εις αύτάς όπως παρεμποδίσωσιν επί άρκετάς ημέρας τήν διάβασιν εις τον Έλληνικόν Στρατόν. Ήτοιμάζετο όμως ô Τουρκικός Στρατός δια τήν προάσπισιν της εγγύτερον προς τήν Θεσσαλονίκην περιοχής. Αί δε Τουρκικαί δυνάμεις έκ της περιοχής Στρυμόνος, μετά τήν προσπάθειαν όπως άντιταχθώσιν εις τήν δίοδον της Κρέσνας κατά τών Βουλγάρων, έκινήθησαν προς Σόροβιτς (Άμύνταιον). Άλλ’ ή τοιαύτη μετακίνησις τών Τουρκικών δυνάμεων Στρυμόνος διηυκόλυνε κατόπιν τήν προς Θεσσαλονίκην πορείαν Βουλγαρικής Μεραρχίας, ώς θα ΐδωμεν περαιτέρω. Αί προσδοκίαι τών Τούρκων ήσαν όπως τιθώσιν αί Έλληνικαί δυνάμεις εντός πυρών άπο δύο πλευρών, παρά τών υπό τον Τζαβήτ πασαν καί τών ύπό τον Χασάν Ταξίν δυνάμεων καί αποκοπή ή Ελληνική γραμμή συγκοινωνιών Λαρίσης – Έλασσώνος – Σερβίων – Κοζάνης, τήν οποίαν έθεώρουν μοναδικήν. Δέν έγνώριζον ακόμη ότι, δια της καταλήψεως της Κατερίνης, ό Ελληνικός Στρατός είχεν αποκτήσει καί δευτέραν γραμμήν συγκοινωνιών. Κατόπιν βραχείας αναπαύσεως κατά τήν 21 ‘Οκτωβρίου / 3 Νοεμβρίου αί Έλληνικαί δυνάμεις έκινήθησαν καί προς Άξιον καί από τής επομένης, μέχρι της καταλήψεως τής Θεσσαλονίκης ένήργουν ακαταπαύστως καί δράστη ρίως καίτοι εΐχον μεγάλην ανάγκην αναπαύσεως καί παρά τήν κρατούσαν βαρεϊαν κακοκαιρίαν. Έπί σκοπώ παρεμποδίσεως τής λήψεως ύπό τών Τουρκικών δυνάμεων εύστοχων δι’ αύτας διατάξεων, ό Διάδοχος Κωνσταντίνος, δια του από 21 ‘Οκτωβρίου / 3 Νοεμβρίου τηλεγραφήματος προς το Ύπουργεΐον Στρατιωτικών, ύπέδειξεν την ένέργειαν επιδείξεως ναυτικής μεταξύ Καραμπουρνοΰ και Έπανωμής (Ακρωτηρίου), «ώστε ό εχθρός, ύποπτευόμενος άπόβασιν και απειλήν Θεσσαλονίκης άπό νώτων, άναγκασθή να απόσπαση δυνάμεις προς Καραμπουρνοϋ» (671/677). “Οντως δε έπιχειρήθησαν τοιαυται ψευδοαποβάσεις εις Έπανωμήν, κατά τήν 23 Όκτωβρίου/5 Νοεμβρίου και τήν έπομένην. Δια τήν ζεϋξιν όμως των ποταμών Καρά Άσμάκι (Λουδίου) και Άξιου, ίδιαίτατα του δευτέρου, αί προσπάθειαι προσέκρουσαν εις μεγάλας δυσχέρειας, μετά τάς υπό τών Τούρκων καταστροφάς των γεφυρών, ώς της ξύλινης επί της όδοϋ Γιαννιτσών – Θεσσαλονίκης και μεγάλου τμήματος της σιδηράς γέφυρας, επί της σιδηροδρομικής γραμμής Μοναστηρίου-Θεσσαλονίκης. Δυσκολίαι διεπιστώθησαν και ώς εκ τής ελλείψεως γεφυροσκευών, τών ύπαρχουσών ανεπαρκών και ευρισκομένων εις περιοχάς εγγύς τής Κοζάνης. Προέκυψαν επίσης πλείστα τεχνικά προβλήματα, κατά τάς προσπάθειας διά, με πρόχειρα μέσα, άνακατασκευάς τών κατεστραμμένων γεφυρών. Και ενταύθα, ώς εκ τής καθυστερήσεως τών έφοδιοπομπών, κατεφάνησαν πάλιν τα μειονεκτήματα τής υπό τής Γαλλικής ‘Αποστολής μειώσεως τών Μοιρών Μεταγωγικών άπό τεσσάρων εις δύο. Άπητήθησαν δέ, προς έπίσπευσιν τών εις διάφορα σημεία εργασιών ζεύξεως, με χρησιμοποίησιν και δοκών άπό τών στεγών παρακειμένων οικιών, άμεσοι παρεμβάσεις και συνεχείς αύστηραί διαταγαί του Διαδόχου Κωνσταντίνου. Έξ έτερου ήτο τελείως απρόσφορος ή στροφή του Ελληνικού Στρατού πολύ βορειότερον, προς έξεύρεσιν εύκολωτέρων διαβάσεων του Άξιου, διότι τότε θα καθυστερεί επικινδύνως ή πορεία προς τήν Θεσσαλονίκην. Άπό τής 23 ‘Οκτωβρίου / 5 Νοεμβρίου τό Γενικόν Στρατηγεΐον μετεστάθμευσεν εις Κιρτζαλάρ (Άδενδρον). Ή ζεΰξις τοΰ Άξιου συνεπληρώθη κατά τήν 24 ‘Οκτωβρίου / 6 Νοεμβρίου και τήν έπομένην αί Μεραρχίαι Ι, Π, ΠΙ και IV εϊχον διέλθει τον ποταμόν, άλλ’ ώς έκτης κακοκαιρίας, μόνον ή τελευταία είχε φθάσει εις τον καθορισθέν διά τήν ήμέραν έκείνην τέρμα πορείας. Ούτω ό Ελληνικός Στρατός έπλησίαζε προς τήν Θεσσαλονίκην.
Τήν 21 ‘Οκτωβρίου / 3 Νοεμβρίου ό Χασάν Ταξίν πάσας έζήτησεν εκ Τοψίν (Γέφυρας) όπως μή άποστέλλωνται πλέον προς τάς δυνάμεις του τροφοδοσίαι και πολεμοφόδια εκ Θεσσαλονίκης, διότι θα ύπεχώρει προς αυτήν. Ή Τουρκική τοποθεσία αμύνης ώργανώθη άπό τής 22 ‘Οκτωβρίου / 4 Νοεμβρίου επί τών υψωμάτων Γραδομπόρ (Νικόπολις) – Άϊβάτι (Λητή) – Λαϊνά περί τα 10 χιλιόμετρα εξω τής Θεσσαλονίκης. Καί δεν ήτο μέν κατάλληλος διά στρατηγικήν προκάλυψιν, αλλ’ ήτο λίαν πρόσφορος δι’ άμυντικήν τακτικήν τοιαύτην, στηριζομένη προς τα δεξιά έπί τής Λίμνης Λαγκαδά καί προς τα αριστερά του Γαλλικού ποταμού, κρατούσα τών άπό βορρά προς Θεσσαλονίκην οδεύσεων. Είχεν όμως το μειονέκτημα ότι ή αμυντική αξία της έξηρτατο εκ της εξασφαλίσεως των προς τα νώτα της διαβάσεων του Γαλλικού. Το Έλληνικον Γενικον Στρατηγεΐον άπο της 25 ‘Οκτωβρίου / 7 Νοεμβρίου έγκατέστη εις επαυλιν Τοψίν (Γέφυραν). Την έσπέραν της ημέρας εκείνης ό προελαύνων Ελληνικός Στρατός εύρίσκετο εις το ϋψος της γραμμής Τεκελή – Βαθύλακκος – Γιούρδινο, με το ‘Απόσπασμα Κωνσταντινοπούλου εις το πλέον προκεχωρημένον σημεΐον, περί τα 6 μόνον χιλιόμετρα δυτικώς τής Θεσσαλονίκης.
Το σχέδιον του Έλληνος ‘Αρχιστρατήγου προς κατάληψιν τής Θεσσαλονίκης συνίστατο εις καθήλωσιν των Τουρκικών δυνάμεων κατά μέτωπον και ύπερκέρασιν κατ’ άμφοτέρας τάς πλευράς, άποκοπτομένων τών δυνατοτήτων υποχωρήσεων προς τήν κοιλάδα του Στρυμόνος και προς τήν Χαλκιδικήν. Αί κινήσεις τών Ελληνικών δυνάμεων προεβλέποντο εις δύο φάσεις, ων ή πρώτη προπαρασκευαστική θα συνεπληροϋτο τήν 16ην ώραν τής 26 ‘Οκτωβρίου / 8 Νοεμβρίου. Κατά ταύτην: Αί Μεραρχίαι Ι, III και IV (αΰτη προχωρούσα βραδύτερον), δια τής αριστεράς όχθης τοϋ Γαλλικού ποταμού θα ήγοντο απέναντι τοΰ Τουρκικού Μετώπου εις τήν γραμμήν Ντουντουλάρ (Διαβατόν) – Τρία Χάνια – Γραδομπόρ (Νικόπολιν). Αί Μεραρχίαι II και VI εις το ϋψος Μπάλτσα (Μελισσοχώρι)- Δριμύγκλαβα (Δρυμός) δια τήν ύπερκέρασιν τοΰ δεξιού Τουρκικού πλευρού. Ή VII Μεραρχία καί τό ‘Απόσπασμα Κωνσταντινοπούλου εις τό υψος τών σιδηροδρομικών γραμμών έναντι τών Ντουντουλάρ (Διαβατού) – Χαρμάνκιοϊ (Σταθμού) δια τήν ύπερκέρασιν τοΰ αριστερού Τουρκικού πλευρού καί άποκοπήν τών οδεύσεων προς Χαλκιδικήν. Τέλος ή Ταξιαρχία Ιππικού, ακολουθούσα τήν οδευσιν δια Βαθυλάκκου – Γιούρδικο (Ξηροχώρι) – Σαλαμανλή (Γαλλικού) – Άλμπάνκιοϊ, προς Γιουβέσναν (“Ασηρον), δια κατάληψιν τής προς Σέρρας αμαξιτής οδού και άποκοπήν τής προς τα εκεί ύποχωρήσεως τών Τουρκικών δυνάμεων. Ή 16η ώρα τής 26 ‘Οκτωβρίου / 8 Νοεμβρίου ώρίσθη δια τήν εναρξιν τής δευτέρας φάσεως, ήτοι δια τήν εναρξιν τών επιθετικών ενεργειών κατά τής Τουρκικής τοποθεσίας. Περιλαμβάνομεν χαράκτηριστικώς εκ τής άπό 25 ‘Οκτωβρίου / 7 Νοεμβρίου διαταγής τοΰ Διαδόχου Κωνσταντίνου: «Ή πιθανή ενέργεια τής αϋριον εσεται γενική έπίθεσις κατά τοΰ εχθρού με τήν πρόθεσιν τελείας αύτοΰ καταστροφής, ήτις εϊναι απαραίτητος ήδη δια τήν έπιτυχίαν τής εκστρατείας. Συνεπώς ή έπίθεσις δέον να ή ισχυρά καί εν περιπτώσει επιτυχίας ή καταδίωξις ακάθεκτος χωρίς να ληφθή υπ’ όψιν ουδείς δευτερεύων λόγος, ώς κόπωσις ανδρών, έξάντλησις ίππων, δυσχέρειαι εδάφους, ελλείψεις διατροφής…» (743/738). Καί εις ετέρας διαταγάς τοΰ Έλληνος ‘Αρχιστρατήγου περιέχονται ανάλογα. Σημειωτέον ότι κατά πάσας τάς προ τής καταλήψεως τής Θεσσαλονίκης ήμέρας ελαμβάνοντο εις το Γενικον Στρατηγεΐον άναφοραί των Μεραρχιών, αιτουμένων μικράς διακοπάς των ενεργειών, ώς εκ του μεγάλου καμάτου τών ανδρών, τών δυσμενών καιρικών συνθηκών και ετέρων δυσχερειών. Ουδεμία τούτων έγένετο δεκτή. Και το σχέδιον ήρχισεν έφαρμοζόμενον άνευ καθυστερήσεων.
Κατόπιν παρεμβάσεων τών εν Θεσσαλονίκη Προξένων τών Δυνάμεων ό Χασάν Ταξίν πάσας έπείσθη δι’ εναρξιν διαπραγματεύσεων προς παράδοσιν της πόλεως. Οΰτω περί τήν μεσημβρίαν της 25 ‘Οκτωβρίου / 7 Νοεμβρίου οί Πρόξενοι ‘Αγγλίας, Γαλλίας, Γερμανίας και Αυστρίας μετά του Φρουράρχου Θεσσαλονίκης στρατηγού Σεφήκ πάσα, άνεζήτησαν το Έλληνικόν Γενικόν Στρατηγεΐον κατ’ αρχάς εις Σίνδον, εκείθεν δέ διελθόντες πάλιν εκ Θεσσαλονίκης, παρουσιάσθησαν τό απόγευμα της ιδίας ημέρας προ του Έλληνος ‘Αρχιστρατήγου εις Τοψίν (Γέφυραν) και ύπέβαλον τάς πρώτας προτάσεις του Χασάν Ταξίν πασά, περί παραδόσεως της πόλεως ύπό όρους. ΤΗσαν δέ αυτοί δπως άποσυρθή μεθ’ δλων τών στρατευμάτων του ενόπλων εις Καραμπουρνου, ένθα να παραμείνωσι μέχρι πέρατος του πολέμου. Ό “Ελλην ‘Αρχιστράτηγος απέρριψε τάς προτάσεις, δηλών ότι πρόθεσίς του είναι ή έξουδετέρωσις της Τουρκικής δυνάμεως και ήξίωσε τήν παράδοσιν τών Τουρκικών στρατευμάτων, ώς αιχμαλώτων πολέμου, πλην της Χωροφυλακής και τών κρατικών υπαλλήλων, δεχθείς μόνον τήν μεταφοράν τών στρατευμάτων, μετά τον άφοπλισμόν των, εις τίνα λιμένα τής ‘Ασίας δαπάναις τής Ελληνικής Κυβερνήσεως και όπως οί αξιωματικοί κρατήσωσι τα ξίφη των. Παρέσχε δέ προθεσμίαν προς άπάντησιν μέχρι τής 6ης πρωινής τής επομένης και προσέθηκεν ότι επειδή προέχει ή στρατηγική ανάγκη, αμέσως μετά τήν έκπνοήν τής προθεσμίας, θα έπιληφθή τής εκτελέσεως τών προθέσεων του περί καταστροφής του Τουρκικού στρατού. Ταύτα κατά τήν έκθεσιν του Γενικού Στρατηγείου (745/752). Τήν 4.30’ πρωϊνήν τής επομένης έπανήλθεν εις Τοψίν ό Σεφήκ πάσας, με νέον μήνυμα του Τούρκου ‘Αρχιστρατήγου, δεχόμενου τους Ελληνικούς δρους, αλλά με δικαίωμα να κράτηση μόνον 5.000 όπλα δια τήν έκγύμνασιν τών νεοσύλλεκτων. Ό ‘Αρχιστράτηγος Διάδοχος απέρριψε και αύτάς τάς προτάσεις, επιμένων να παραδοθή ολόκληρος ό Τουρκικός στρατός. Παρεχώρησε δέ δύο ωρών προθεσμίαν προς άπάντησιν, άλλ’ έδήλωσεν ότι δέν πρόκειται να διακοπώσιν έν τω μεταξύ αί κινήσεις τών Ελληνικών δυνάμεων. Οί Πρόξενοι προσεπάθησαν δπως πείσωσι τον Τοϋρκον Άρχιστράτηγον να άποδεχθή τους Ελληνικούς όρους και επειδή ό Χασάν Ταξίν πάσας έδίσταζεν, οί Πρόξενοι δι’ απεσταλμένων των, μεταβάντες εις Τοψίν σιδηροδρομικώς, παρεκάλεσαν τον Έλληνα Άρχιστράτηγον όπως, προς αποφυγήν συρράξεως προ τής πόλεως τής Θεσσαλονίκης, ανακοπή ή προέλασις του Ελληνικού Στράτου, μέχρις ότου μεταπεισθή ό Τούρκος ‘Αρχιστράτηγος. ‘Αλλ’ ό Διάδοχος Κωνσταντίνος άπήντησεν ότι θα συνεχισθώσιν αί κινήσεις των στρατευμάτων του και ότι οπωσδήποτε εντός της εσπέρας θά είσήρχοντο εις Θεσσαλονίκην. Και πράγματι αί κινήσεις τών Ελληνικών Μεραρχιών συνεχίσθησαν περισφίγγουσαι στενώτερον τήν πολιορκημένην πόλιν.
Το Τουρκικον Στρατηγεΐον έσχεδίαζεν άντίστασιν κατά τών Βουλγάρων εις το Ρουπελ και εις το Κωστούμινο, άλλα μετήνεγκεν εσπευσμένως εκείθεν δυνάμεις είς Γιαννιτσά, εν τη προσπάθεια ανακοπής της προελάσεως του Ελληνικού Στράτου. Έκ τούτου, έπωφεληθεΐσα μία Βουλγαρική φάλαγξ άφίκετο τήν 20 ‘Οκτωβρίου / 2 Νοεμβρίου εις Δεμίρ Ίσσάρ και ένωθεΐσα μετά μεγαλυτέρας ομοεθνούς της δυνάμεως, διηυθύνθη προς Σέρρας. Τήν 25 ‘Οκτωβρίου / 7 Νοεμβρίου, ή όλη οΰτω σχηματισθείσα Βουλγαρική δύναμις έβάδιζε προς τήν Θεσσαλονίκην. ‘Ολίγον μετά μεσημβρίαν της 26 ‘Οκτωβρίου / 8 Νοεμβρίου άνθυπίλαρχος της Ελληνικής Ταξιαρχίας Ιππικού, καταφθάσας εις το Έλληνικον Γενικον Στρατηγεΐον, άνήνεγκεν είς τον Άρχιστράτηγον Διάδοχον δτι, μεταξύ της 10ης και 11ης πρωινής, το Τππικον τής Στρατιάς συνήντησε μικρόν Σερβοβουλγαρικόν τμήμα, πλησίον του χωρίου Άποστολάρ (Απόστολοι), 32 χιλιόμετρα Β.Δ. τής Θεσσαλονίκης και ότι τοϋτο ήτο πρωτοπορία μικρής Ταξιαρχίας, όπισθεν τής οποίας ήκολούθει Βουλγαρική Μεραρχία. Ό Διάδοχος Κωνσταντίνος απέστειλε πάραυτα προς τον επί κεφαλής στρατηγόν Πετρώφ τήν άκόλουθον έπιστολήν: «Στρατηγέ μου, έπληροφορήθην προ ολίγου ότι τό Τππικόν σας, εφθασεν εις χωρίον Άποστολάρ και ότι τό ήκολουθεΐτε άπό αποστάσεως 8 χιλιομέτρων κατευθυνόμενοι είς Θεσσαλονίκην. Σας εκφράζω τήν εύχαρίστησίν μου δι’ αυτήν τήν συνάντησιν τών στρατευμάτων μας, εχω δέ τήν τιμήν να σας γνωρίσω ότι ευρίσκομαι, ήδη μεθ’ όλου του Στράτου μου προ αυτής τής πόλεως, κατά πασαν δέ πιθανότητα θά εισέλθω σήμερον τό εσπέρας, μή προβλέπων καμμίαν σπουδαίαν άντίστασιν. Έσπευσα νά σας ανακοινώσω αυτήν τήν πληροφορίαν όπως άπαλλάξητε τους άνδρας σας τής πορείας μέχρι Θεσσαλονίκης. Έάν τό νομίζετε πλέον σκόπιμον, διευθύνατε τάς δυνάμεις σας εκεί όπου ή στρατηγική ανάγκη είναι πλέον απαιτητή.» (755/763).
Έν τώ μεταξύ αί Έλληνικαί Μεραρχίαι προύχώρουν, συντελούμενης συστηματικώς τής περισφίξεως του Τουρκικού στρατού. Έκτιμήσας τό μάταιον τής αντιστάσεως ό Χασάν Ταξίν πασάς ήναγκάσθη νά παραδοθή και περί τήν μεσημβρίαν τής 26 ‘Οκτωβρίου / 8 Νοεμβρίου απέστειλε προς τον Έλληνα Άρχιστράτηγον τό κάτωθι εγγραφον: «Λαμβάνω τήν τιμήν νά πληροφορήσω τήν Ύμετέραν Ύψηλότητα ότι αποδέχομαι τήν πρότασιν τής ‘Υμετέρας Ύψηλότητος, ήτις έγένετο χθες.» (754-762). Τό εγγραφον, εντός ανοικτού φακέλλου, παρελήφθη τήν 13ην ώραν υπό του προπομπού Ελληνικού Τμήματος τοΰ 19ου Συντάγματος Πεζικού (VII Μεραρχίας), ευρισκομένου άνατολικώτερον τοϋ Διαβατά (Ντουντουλάρ) και διεβιβάσθη αμέσως, δι’ αξιωματικού τοϋ Επιτελείου της VII Μεραρχίας εις το Γενικον Στρατηγεΐον. Αί υπό του Διαδόχου Κωνσταντίνου απορρίψεις των όρων τοϋ Τούρκου ‘Αρχιστρατήγου κατά την πρώτην και την δευτέραν φοράν ήσαν απολύτως δεδικαιολογημέναι. Συνεχιζόμενων των πολεμικών επιχειρήσεων εις έτερα μέτωπα, δεν ήτο επιτετραμμένον όπως κατέχωσιν οι Τούρκοι δι’ ενόπλων τμημάτων το Καραμπουρνοΰ. “Ας έκτιμηθή, εάν, υπό τοιαύτας συνθήκας, ένεφανίζοντο Βουλγαρικαί δυνάμεις και εβαλλον κατά των Τούρκων και μετά τήν παράδοσιν αυτών, άλλ’ ενόπλων. Κάτι άνάλογον έπεχειρήθη κατόπιν. Επιτέλους, τών Βουλγαρικών τμημάτων ευρισκομένων, κατά τον χρόνον παραδόσεως της Θεσσαλονίκης, εις άπόστασιν άνω τών 30 χιλιομέτρων άπ’ αυτής, υπήρχε δυνατότης εγκαίρου παραδοχής, άλλ’ εν εσχάτη ανάγκη τών Τουρκικών όρων. Ό Διάδοχος Κωνσταντίνος, ευθύς ώς έλαβε τό εγγραφον τοϋ Τούρκου ‘Αρχιστρατήγου, διέταξε τον άντισυνταγματάρχην Κωνσταντινόπουλον, όπως τμήμα του καταλάβη τήν αυτήν έσπέραν τήν Θεσσαλονίκην. Έν συνεχεία δε δια τηλεγραφήματος του εκ Τεκελή (Σίνδον) —μή σημειούμενης ώρας αποστολής— άνήγγειλεν προς τό Ύπουργεΐον Στρατιωτικών τήν παράδοσιν τής πόλεως. Όμοιον τηλεγράφημα απέστειλε τήν 6.45 μ.μ. προς τον Βασιλέα Γεώργιον είς Γιδά (Αλεξάνδρεια) (759/767), (758/766). ‘Αμέσως κατόπιν τήν 7ην μ.μ. ο ‘Αρχιστράτηγος Διάδοχος απέστειλε προς τον διοικητήν τών Βουλγαρικών δυνάμεων τήν άκόλουθον επιστολήν: «Στρατηγέ μου, συμπληρών τήν έπιστολήν τήν οποίαν σας απηύθυνα, τό απόγευμα εχω τήν τιμήν να σας πληροφορήσω ότι ό γενικός Διοικητής τών άντιταχθεισών μοι Τουρκικών δυνάμεων Χασάν Ταξίν πασάς παρεδόθη είς έμέ μετά τών στρατευμάτων αύτοϋ, καθώς και ή φρουρά τής πόλεως. Κατέχω τήν Θεσσαλονίκην άπό τής εσπέρας ταύτης δια τής εμπροσθοφυλακής μου και προτίθεμαι να εισέλθω εντός αυτής αΰριον τήν πρωΐαν επί κεφαλής του στρατού μου.)) (757/765). ‘Ολίγον προ τοϋ μεσονυκτίου τής ιστορικής 26 ‘Οκτωβρίου / 8 Νοεμβρίου 1912 υπεγράφη έν Θεσσαλονίκη ύπό τοϋ Χασάν Ταξίν πασά και τών πληρεξουσίων τοϋ Έλληνος ‘Αρχιστρατήγου Β. Δούσμανη και Ί . Μεταξά, τό πρωτόκολλον παραδόσεως τής πόλεως (765/773), συμπληρωθέν είτα δια Παραρτήματος (775/778). Κατόπιν δε παρακλήσεως του Τούρκου ‘Αρχιστρατήγου, εξεδόθη υπογεγραμμένη παρά τοϋ Β. Δούσμανη (ώς κατά διαταγήν τοϋ ‘Αρχιστρατήγου Διαδόχου), γενική διαταγή περί αναστολής τών μετά τοϋ Όθωμανικοΰ Στράτου εχθροπραξιών (766/774).
Τήν 4.05′ μ.μ. τής 26 Όκτωβρίου/8 Νοεμβρίου, ό Έλ. Βενιζέλος απέστειλε προς τήν V Μεραρχίαν είς Κοζάνην, τό έξης τηλεγράφημα: «Ταύτην στιγμήν ελήφθη τηλεγράφημα εκ τηλεγραφείου Γιδά, άγγέλλον κατάληψιν Θεσσαλονίκης παρ’ ημετέρου στρατοΰ…» (892/884). Και κατά τήν νύκτα της αυτής ημέρας εξεδόθη εκ του Υπουργείου Στρατιωτικών έπίσημον ανακοινωθέν έχων οΰτω: «Καθ’ α τηλεγραφεΐ το τηλεγραφεΐον Γίδα προς το τηλεγραφεΐον του ‘Υπουργείου, ή A.M. ό Βασιλεύς ευρισκόμενος εν Γίδα ελα βε τήν μεσημβρίαν τής σήμερον 26/Χ/12 σημείωμα τής Α.Β.Υ. του Διαδόχου δι’ ου ήγγέλθη τη A.M. ή κατάληψις τής Θεσσαλονίκης παρά του Ελληνικού Στράτου. Ή A.M. δι’ εκτάκτου αμαξοστοιχίας προχωρεί έκ Γίδα προς Θεσσαλονίκην. Ή Μεραρχία Ματθαιοπούλου δρα βορείως τής Κοζάνης.» (767/—). Ή εκδοσις τοιούτου επισήμου ανακοινωθέντος, με τήν πρόσθετον λεπτομέρειαν τής αναχωρήσεως του Βασιλέως Γεωργίου, δι’ εκτάκτου αμαξοστοιχίας, δια Θεσσαλονίκην, προϋπόθεσιν θα εΐχεν απαραιτήτως και απόλυτον βεβαιότητα τής Κυβερνήσεως περί τής είδήσεως. Εύλογοι δε ήσαν και αί επακόλουθησασαι εκδηλώσεις μεγάλου λαϊκού ενθουσιασμού, υπέρ τοΰ Στρατού καί τοΰ ‘Αρχηγού του.
Όθεν δημιουργεί ερωτήματα ή αμέσως εν συνεχεία κατά τήν αυτήν νύκτα (τήν ώραν 2.30′ π.μ. τής 27 ‘Οκτωβρίου / 9 Νοεμβρίου) αποστολή παρά τοΰ Πρωθυπουργού τοΰ ακολούθου τηλεγραφήματος: «Άρχηγόν Στρατού. Ά ρ . 80200. Παραγγέλεσθε ν’ άποδεχθήτε τήν προσφερομένην ύμΐν παράδοσιν τής Θεσσαλονίκης και είσέλθητε εις αυτήν άνευ τινός αναβολής. Καθιστώ ύμας ύπεύθυνον δια πασαν άναβολήν έστω και στιγμής.» (768/775). Σημειοΰμεν ενταύθα μόνον ότι ως προκύπτει καί έκ τής έν τή Βουλή άγορεύσεώς του τή 12/25 Αυγούστου 1917, ως καί κατά κανόνα εξ αναλόγων περιπτώσεων, ό Έλ. Βενιζέλος ήθελεν όπως άναγνωρίζηται αυτός ώς πρωταρχικός παράγων επί παντός σπουδαίου συντελουμένου. Κατόπιν όμως, γνωσθείσης πανταχόθεν τής παραδόσεως τής Θεσσαλονίκης, ό Έλ. Βενιζέλος απέστειλε τήν 2αν μ.μ. τής αυτής 27 ‘Οκτωβρίου / 9 Νοεμβρίου τηλεγράφημα προς τον Υπασπιστήν τοΰ Βασιλέως Άντισυνταγματάρχην Ί . Φραγκούδην, όπως μή έπιδοθή τό προηγούμενον υπ’ αριθμ. 80200 τηλεγράφημα, προς τον Διάδοχον Άρχηγόν, κατά τήν άναγραφομένην ιδιότητα. Τό τηλεγράφημα όμως εΐχεν έπιδοθή και ό Διάδοχος Κωνσταντίνος συνέταξεν ιδιοχείρως τήν κατωτέρω έπιδοθεϊσαν άπάντησιν: «Συναισθάνομαι πλήρως τήν εύθύνην ην φέρω καί παρακαλώ εις τό εξής να μή μοί ύπομιμνήσκηται τούτο δι’ οιανδήποτε ύπόθεσιν. Έάν ώφειλον ή ου να παραδεχθώ τήν παράδοσιν τής Θεσσαλονίκης ημην ό μόνος αρμόδιος να κρίνω ευρισκόμενος επί τόπου καί έπιβάλλων τους όρους. ‘Απόδειξις δε τό επιτευχθέν αποτέλεσμα.» (774/777).
‘Αρκεί τό ανωτέρω κείμενον τής απαντήσεως καί ιδία ή φράσις «ήμην ό μόνος αρμόδιος να κρίνω», δια να άποκλεισθή παντελώς πιθανότης επηρεασμού καί εξαναγκασμού τοΰ ‘Αρχιστρατήγου τών Βαλκανικών πολέμων, εις ενεργείας παρά τάς ιδίας αύτοΰ εκτιμήσεις καί κρίσεις, καταδεικνυομένου πάντη αβασίμου καί τοΰ ισχυρισμού περί, κατόπιν «επιτακτικής» παρεμβάσεως τοϋ Έλ. Βενιζέλου, ματαιώσεως της άποφασισθείσης δήθεν κατευθύνσεως προς το Μοναστήριον. Ό Ισχυρισμός διετυπώθη ώς κακόν επιχείρημα, κατά τάς δεινάς διενέξεις της εποχής τοϋ τότε Έθνικοΰ Διχασμού. —Άπετέλει πάντοτε άνεπίτρεπτον μέσον. “Ήδη όμως ή έπανάληψίς του υπό ιστοριογράφων επαϊόντων στρατιωτικών καταφαίνεται και ώς παραλογισμός. Εις τήν έλευθέραν πλέον Θεσσαλονίκην είσήρχοντο τήν 28ην ‘Οκτωβρίου /ΙΟ Νοεμβρίου ό Στρατηλάτης Διάδοχος Κωνσταντίνος και τήν επομένην ό Βασιλεύς Γεώργιος Α’.
Άλλα νέα προβλήματα άνέκυπτον. Ή προς αυτά αναφορά μας περαιτέρω, κατά το δυνατόν σύντομος, θα έπιχειρηθή μόνον εφ’ όσον σχετίζονται προς γεγονότα και προσπάθειας δια τήν έξασφάλισιν τής Ελληνικής κυριαρχίας επί τής Θεσσαλονίκης και μεγάλου τμήματος τής Μακεδονίας. Εϊναι έκτος τοϋ βασικού αντικειμένου τής παρούσης μελέτης ή ένασχόλησις εν λεπτομερείαις περί των προσπαθειών τών Βουλγάρων όπως έμφανισθώσι και αυτοί ώς ουσιώδεις παράγοντες τής καταλήψεως τής Θεσσαλονίκης και τής δολιότητος μεθ’ ής έπέτυχον τήν εις τήν πόλιν εΐσοδον στρατιωτικών τμημάτων των. Έν τή ουσία είχεν έκδηλωθή ζήτημα Βουλγαρικών διεκδικήσεων επί τής πρωτευούσης και τοϋ μεγαλυτέρου μέρους τής Μακεδονίας. Διεγράφετο πλέον ή πιθανότης δευτέρου Βαλκανικού πολέμου, μεταξύ τών παλαιών Συμμάχων πλέον. Αϊ υπό τοϋ Ελληνικού Στράτου καταληφθεΐσαι περιοχαί ήσαν πολύ μεγαλύτεραι τών υπολογιζόμενων προηγουμένως ύπο φίλων και αντιπάλων. Έπλήσσοντο ούτω και καιρίως τα Βουλγαρικά σχέδια περί επιβολής εις μεγάλα τμήματα εδάφους, αρχικώς μεταρρυθμίσεων, εξελισσομένων εις αύτονομίαν και είτα εις προσάρτησιν εις τήν Βουλγαρίαν, κατά το προηγούμενον τής ‘Ανατολικής Ρωμυλίας. Κατά κρίσιμον σημεΐον, προήλθε δια τήν Σερβίαν ανάγκη ικανοποιήσεως της, έκτος τών μετά τής Βουλγαρίας συμφωνιών. Ή έντονος άντίθεσις τής Αύστρουγγαρίας, έν συνεχεία και άντίδρασις τής ‘Ιταλίας, κατά τής εις τήν Άδριατικήν επεκτάσεως τής Σερβίας, προεκάλει τήν τελευταίαν εις άναζήτησιν άντισταθμημάτων επί πρότερον αναγνωριζομένων εις τήν Βουλγαρίαν περιοχών. ‘Απέβη δε έν τέλει επωφελές δια τήν Ελλάδα και ότι δέν προέλαβον αί δυνάμεις τής V Μεραρχίας να καταλάβωσι το Μοναστήριον, το όποιον κατά τήν ΣερβοΒουλγαρικήν συμφωνίαν, έπρεπε να άποδοθή εις τήν Βουλγαρίαν, άλλα πολύ ήθελον όπως διατηρήσωσιν οι Σέρβοι.
Ή πρώτη ΈλληνοΣερβική προσέγγισις έγένετο δια τής έν Μοναστηρίω, κατά Νοέμβριον 1912, συναντήσεως τών Διαδόχων Ελλάδος και Σερβίας. ‘Αποτελεί όμως άδικίαν ιστορικήν δτι παραβλέπονται μέχρι τοΰδε οί εύστοχοι χειρισμοί τοϋ Βασιλόπαιδος Νικολάου, έπωφεληθέντος έκ τών δημιουργούμενων εις τήν Σερβίαν προβλημάτων και τελικώς συμβαλάντος αποτελεσματικούς εις τήν ΈλληνοΣερβικήν συνεννόησιν, κατόπιν κρισίμων διαβουλεύσεων μετά του Άντιβασιλέως Διαδόχου της Σερβίας ‘Αλεξάνδρου. Οϋτω συνήφθησαν κατά σειράν: α) Έν ‘Αθήναις τη 22 ‘Απριλίου / 5 Μαΐου 1913 προκαταρκτικόν Πρωτόκολλον περί συνάψεως Συμμαχίας, β) έν Θεσσαλονίκη τη 1/14 Μαΐου 1913 Στρατιωτική σύμβασις ad referendum, μή εγκριθείσα υπό της Σερβικής Κυβερνήσεως, γ) έν Θεσσαλονίκη τη 19 Μαΐου/1 Ιουνίου 1913 Συνθήκη Συμμαχίας. Μετά προσηρτημένων Εμπιστευτικής δηλώσεως και τριών παραρτημάτων καθοριστικών τής ΈλληνοΣερβικής μεθορίου γραμμής, δ) έν Θεσσαλονίκη αυθημερόν τελική Στρατιωτική Σύμβασις. Άποτελοϋσι μεγάλην Έλληνικήν έπιτυχίαν ότι, δια των ανωτέρω συμφωνιών, το μέν καθωρίσθησαν επακριβώς τα προς βορρδν σύνορα τής Ελλάδος, το δε περιελήφθη Σερβική δήλωσις, άναγνωρίζουσα τα προς ανατολάς ειδικής ζώνης περιοχάς, ώς σφαίρας Ελληνικής επιρροής, άνευ ουδεμιάς έπ’ αυτών αξιώσεως τών Σέρβων. Δέν θα έπεκταθώμεν ένταϋθα έπί τίνων σημείων, ώς τής ισχύος τής Συνθήκης Συμμαχίας και έναντι ετέρας, πλην τής Βουλγαρίας, δυνάμεως. Παραλλήλως έπραγματοποιήθη εγκαίρως ή τών Ελληνικών Μονάδων στρατηγική διάταξις, άποδειχθεΐσα εξαιρετικής σημασίας, κατά τήν εναρξιν πολεμικών επιχειρήσεων.
Ώς και προ του μετά τής Τουρκίας πολέμου, και μετά τάς μεγάλας επιτυχίας τών Ελληνικών δυνάμεων έν Μακεδονία και έν Ήπείρω, ό Έλ. Βενιζέλος φαίνεται ύπερεκτιμών τήν στρατιωτικήν άξίαν τής Βουλγαρίας. Προς αποφυγήν δέ τής μετ’ αυτής συγκρούσεως, ô Έλλην Πρωθυπουργός εστεργεν εις ούσιωδεστάτας παραχωρήσεις, ώς π.χ. τήν όριοθέτησιν μεταξύ τών δύο Κρατών είς τήν περιοχήν τών Λιμνών, 14 χιλιόμετρα άπό τής Θεσσαλονίκης, οπότε ή πόλις, άνευ ενδοχώρας, θα καθιστό ασήμαντος καί, το χείρον, με πρακτικώς τήν δι’αυτήν άμυναν αδύνατον. Ό Ε. Drianlt (Histoire Diplomatique de la Grèce, Τόμ. V, σελ. 88), γράφει ότι ô Βενιζέλος έφαίνετο διατεθειμένος όπως ή μεθόριος μετά τής Βουλγαρίας προσέγγιση είς άπόστασιν 14 χιλιομέτρων, από τής Θεσσαλονίκης, με τήν σκέψιν ότι έγκαθιστών τήν Βουλγαρίαν είς τήν Μακεδονίαν θα έθεμελίωνε κατά μόνιμον τρόπον τήν Βαλκανικήν συμμαχίαν. Και ό Σ. Μαρκεζίνης (Πολιτική ‘Ιστορία τής Νεωτέρας ‘Ελλάδος, Σειρά Ι, τόμ. Γ’, σελ. 174) συμπληροΐ: «Έπί τοΰ σημείου αυτού, συνέπιπτον παραδόξως πάλιν αί απόψεις του Έλ. Βενιζέλου μέ τάς Άγγλικάς τοιαύτας». Διατυπουμεν τήν άποψιν ότι πρό, καί κατά τήν έποχήν έκείνην και επί πολύ μετέπειτα ήσαν ποικίλοι καί μεγάλοι οι υπολογισμοί του Έλ. Βενιζέλου έπί τήν Άγγλικήν συνδρομήν καί δχι μόνον επί τον διπλωματικού διεθνούς πεδίου. Κατά τήν διάρκειαν τής έν Λονδίνω Διασκέψεως, κατά Δεκέμβριον 1912 αί τάσεις τοϋ Έλληνος Πρωθυπουργού προς υποχωρήσεις κατέπληξαν βασικά μέλη τής Ελληνικής ‘Αντιπροσωπείας.
‘Αλλά το βαρύτατα έπικίνδυνον τών τάσεων τοϋ Έλ. Βενιζέλου καταφαίνεται εκ της υπ’ αύτου προτάσεως προς τήν Βουλγαρίαν, περί διαιτησίας δια τήν Θεσσαλονίκην. Άποκαλυπτικόν δε είναι και το κατωτέρω τηλεγράφημα αύτου εκ Λονδίνου από 20 Δεκεμβρίου 1912/2 Ιανουαρίου 1913, προς τον προεδρεύοντα της Κυβερνήσεως Λ. Κορομηλαν: «Εις συνομιλίαν μου με τον Δάνεφ, ούτος μοί ειπεν ότι ή Θεσσαλονίκη είναι αναγκαία εις τους Βουλγάρους, ώς λιμήν σπουδαιότητος του κράτους των. Έδήλωσα προς τον Δάνεφ: Ουδεμία Κυβέρνησις εν Ελλάδι, ουδείς Βασιλεύς, θα εύρίσκετο να δεχθή να παραιτηθή της Θεσσαλονίκης, ειμή μόνον κατόπιν άτυχους πολέμου. Δια τούτο, είπον, αν εις το σημεΐον αυτό δεν είναι δυνατή ή κατ’ ευθείαν συνεννόησις, επιβάλλεται προσφυγή εις διαιτησίαν προς αποφυγήν του αίσχους του πολέμου των συμμάχων μεταξύ των. Βενιζέλος» (1414β/ 1465/ΑΚ). Έπί του αύτου θέματος της διαιτησίας, ό Έλ. Βενιζέλος, κατά τήν συνεδρίασιν της Βουλής της 21 ‘Ιουνίου / 4 ‘Ιουλίου 1913, ελεγεν: «’Ολίγας ημέρας μετά τήν κήρυξιν του πολέμου κατά της ‘Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ή Ελλάς ήρχισεν απευθυνόμενη προς τους συμμάχους δια να ζητήση και πάλιν να κανονισθή εν καιρώ… τό ζήτημα της διανομής καί… προσέθεσεν ότι… να προτείνη όπως, εάν τοιαύτη φιλική συνεννόησις άπ’ ευθείας δεν κατωρθοΰτο, τα των διαφωνιών ύποβληθώσι προς λύσιν εις διαιτησίαν». Άλλ’ ήτο καί τότε γνωστόν ότι εκ των τότε εξ Μεγάλων Δυνάμεων, τέσσαρες τουλάχιστον (‘Αγγλία, Αύστρουγγαρία, ‘Ιταλία, καί Ρωσία) θα έτάσσοντο οπωσδήποτε κατά τής Ελλάδος εις τό ζήτημα της Θεσσαλονίκης. “Ωστε ή διαιτησία θα παρεΐχεν ίσως ύπολογιζομένην ευλογοφανή δικαιολογίαν εις τήν Έλληνικήν Κυβέρνησιν, δια τήν άποδοχήν βεβαίας δυσμενούς έκβάσεως του ζητήματος. Είναι βεβαιωμένον ότι ό Έλ. Βενιζέλος καί προσεπάθει επιμόνως να άποφύγη τήν ρήξιν μετά τής Βουλγαρίας και ώμολόγει, κατά τάς παραμονάς του δευτέρου Βαλκανικού πολέμου, εις στελέχη του ‘Επιτελείου, ότι προσεχώρησε τελικώς είς τήν άπόφασιν περί πολέμου, έχων πεποίθησιν κυρίως εις τον Σερβικόν Στρατόν. (Ξ. Στρατηγού, Ή Ελλάς εν Μικρά ‘Ασία, σελ. 8). ‘Αντιθέτως ο Βασιλεύς Κωνσταντίνος επεμενεν εις τήν μετά τής Βουλγαρίας πολεμικήν άναμέτρησιν.
Είναι πάντοτε βασική και μεγάλη ή συμβολή τής πολιτικής ηγεσίας κατά ίστορικάς έθνικάς προσπάθειας. ‘Αλλ’ ήσαν εξω οιωνδήποτε πολιτικών δραστηριοτήτων αί φάσεις τών κρισίμων πολεμικών επιχειρήσεων, εκ τών οποίων προήλθον αί στρατιωτικά! έπιτυχίαι καί έξησφαλίσθησαν οί καρποί τών νικών κατά τους Βαλκανικούς πολέμους. Άναφέρομεν τινάς τών κυριωτέρων φάσεων: Τό σχέδιον ταχείας παραβιάσεως τών Στενών του Σαρανταπόρου. Τήν εύστοχον εφαρμογήν τών αρχών του «στρατηγικού τετραπλεύρου» δια τήν Μάχην τών Γιαννιτσών. Τους δίκην πετάλου ύπερκερατικούς ελιγμούς καί τάς άποκοπάς τών προς τήν Χαλκιδικήν καί τήν κοιλάδα του Στρυμόνος δυνατοτήτων ύποχωρήσεως τών Τουρκικών δυνάμεων, έκβιασθείσης ούτω της παραδόσεως της Θεσσαλονίκης, μετά 25.000 Τούρκων αιχμαλώτων. Και μετέπειτα: Τον ύπερκερατικόν έξ αριστερών έλιγμόν δια τριών φαλαγγών προς έκπόρθησιν του Μπιζανίου. Την πρόληψιν Βουλγαρικής επιθέσεως κατά της Θεσσαλονίκης, δια της ορμητικής ενεργείας υπό ολοκλήρου της Ελληνικής δυνάμεως, επί μετώπου 80 χιλιομέτρων, δι’ οκτώ συμπαρατεταγμένων Μεραρχιών. Την θυελλώδη κυρίαν κροϋσιν κατά του κέντρου της εχθρικής παρατάξεως, δια τεσσάρων Μεραρχιών εις Κιλκίς, μεθ’ έτερων δύο εις Λάχανα. Την ψύχραιμον άντιμετώπισιν κρισίμων εξελίξεων εις Κρέσναν. Την άριστοτεχνικήν άπόκρουσιν του άναφανέντος εκ τής αδρανείας τών Σερβικών δυνάμεων, δεινού κινδύνου, δια τής ορμητικής Ελληνικής επιθέσεως κατά του άρμοΰ συνδέσεως τών επιτιθεμένων και αμυνομένων Βουλγαρικών δυνάμεων εις Σιμιτλή – Τζουμαγιά. Ή τελική εκβασις και του πρώτου τών Βαλκανικών πολέμων, εκρίθη κατά τον δεύτερον. Και ή Θεσσαλονίκη εγένετο και εμεινεν Ελληνική, συνεπεία αποκλειστικώς τών επιτευγμάτων του Ελληνικού Στράτου, υπό άξίαν ήγεσίαν.
‘Αλλ’ ή τύχη τής Θεσσαλονίκης διεκυβεύθη πράγματι: 1) Δια τών προτάσεων τής Ελληνικής Κυβερνήσεως, άποκρουσθεισών ευτυχώς υπό τών Βουλγάρων, προς σύναψιν συμφωνίας δια τήν εκ τών προτέρων διανομήν τών άπελευθερωθησομένων περιοχών. 2) Έκ τών διατυπωθέντων παρά του Έλ. Βενιζέλου, περί μεταφοράς τής Ι Μεραρχίας, εκ τής ζώνης τών περί τήν Θεσσαλονίκην επιχειρήσεων, δια Βόλου και Λαρίσης, προς περιοχάς Έλασσώνος και Κοζάνης, 3) δια τών εν Λονδίνω, κατά Δεκέμβριον 1912, προτάσεων του Έλ. Βενιζέλου προς τον Δάνεφ δια διαιτησίαν.
Έν ανακεφαλαιώσει: Έκ τών δια μακρών ώς ανωτέρω εκτιθεμένων, περιοριζόμεθα ήδη εις περιληπτικήν ύπόμνησιν επί τών κατωτέρω:
1) Ό ισχυρισμός διετυπώθη κατά τό 1917, δτε εις τήν Χώραν έκράτουν δειναί συνθήκαι ανωμαλιών και βίας και ακατάπαυστοι ήσαν αϊ διαστρεβλώσεις τής αληθείας και αι εκτοξεύσεις ψευδών κατηγοριών.
2) Ουδέν απολύτως στοιχεΐον περί τοιαύτης επιτακτικής διαταγής του Έλ. Βενιζέλου υπάρχει εις τα ‘Αρχεία τής Στρατιάς ή του Υπουργείου Στρατιωτικών, ουδέ γίνεται ή παραμικρά αναφορά, ώς θα ήτο άπαραίτητον, εις τα εκδοθέντα μετ’ ‘Αναμνήσεων υπό τοΰ Έπιτελάρχου τής Στρατιάς Π. Δαγκλή, πάντοτε αφοσιωμένου εις τον Έλ. Βενιζέλον, εϊτε εις τα κατάλοιπα τινός τών τότε δρασάντων.
3) Δια τών από 12 ‘Οκτωβρίου οδηγιών προς τήν VII Μεραρχίαν, σαφώς καθωρίζετο ώς στόχος ή κατεύθυνσις προς Βέροιαν, δια Θεσσαλονίκην, πλην αν ό κύριος όγκος τών απέναντι Τουρκικών δυνάμεων έστρέφετο προς βορράν. Τοιαύτης στροφής μή σημειωθείσης, δεν προέκυπτε περίπτωσις δι’ οιανδήποτε παρέμβασιν.
4) Προ της συγκεντρώσεως τών απολύτως αναγκαίων πληροφοριών περί τοϋ έχθροϋ, δεν ήτο δυνατή τελική άπόφασις περί κατευθύνσεως της Στρατιάς. ‘Από τή λήψεως τών αποτελεσμάτων εξ αναγνωρίσεων, μέχρις εκδόσεως της άπό 13 ‘Οκτωβρίου διαταγής δια πορείαν προς Βέροιαν, δεν υπήρξε κενόν χρόνου δι’ έπέμβασιν τοϋ Έλ. Βενιζέλου, άλλ’ ούτε δι’ εγκαιρον άπλήν πληροφόρησίν του περί τοϋ ζητήματος, δεδομένων και τών τότε έλλειπεστάτων δυνατοτήτων επικοινωνιών.
5) Ουδέποτε συνυπήρχον δια τήν ύπεύθυνον στρατιωτικήν ήγεσίαν ΐσαι δυνατότητες επιλογής κατευθύνσεως προς Μοναστήριον ή προς Θεσσαλονίκην. Μετά τήν διαπιστωθεΐσαν στροφήν τής κυρίας Τουρκικής δυνάμεως προς ανατολάς, άπεκλείετο περίπτωσις ελληνικής κινήσεως προς Μοναστήριον, συνεπώς και θέμα διαφωνιών.
6) Δημιουργεί ερωτήματα ή, μικρόν μετά τήν υπό τοϋ Έλ. Βενιζέλου άναγγελίαν προς τήν V Μεραρχίαν και τήν εκδοσιν παρά τοϋ Υπουργείου Στρατιωτικών επισήμου ανακοινωθέντος περί παραδόσεως τής Θεσσαλονίκης, ώς και τάς ευλόγως επακολουθήσασας λαϊκάς εκδηλώσεις επευφημιών δια τήν νίκην, αποστολή παρά τοϋ αύτοΰ Έλ. Βενιζέλου τοϋ δριμέος τηλεγραφήματος προς τον Άρχηγόν τοϋ Στράτου.
7) Έμειναν ανεκτέλεστοι έντολαί τοϋ Έλ. Βενιζέλου, δια στρατιωτικός ενεργείας, ώς και δια μεταφοράν τής Ι Μεραρχίας εκ τής ζώνης τών επιχειρήσεων, μετά τό εις Σόροβιτς ατύχημα τής V Μεραρχίας. Οί στρατιωτικοί ιστοριογράφοι τής Διευθύνσεως Ιστορίας Στράτου, ώφειλον όπως ένδιατρίψωσιν επί τών ορίων εις τάς σχέσεις Κυβερνήσεως και στρατιωτικής ηγεσίας, επί θεμάτων μεγάλης στρατηγικής, στρατηγικής και τακτικής.
8) Πάντα δε τα ανωτέρω εν συσχετισμό) προς τήν εγνωσμένην στρατιωτικήν άξίαν και τον χαρακτήρα τοϋ ‘Αρχιστρατήγου τών Βαλκανικών πολέμων.
Οί Βαλκανικοί πόλεμοι έδόξασαν και έδιπλασίασαν τήν Ελλάδα και ένεδυνάμωσαν τό Έθνος. ‘Οφείλεται άΐδιος ευγνωμοσύνη προς τους συντελεστάς του Μεγάλου Έργου. ‘Αλλά και επιβάλλεται πάντοτε σεβασμός προς τήν άλήθειαν.