Μαρία Νεγρεπόντη-Δελιβάνη
Το άρθρο αυτό δημοσιεύθηκε στον
Παρατηρητή Θράκης, στις 9.01.2010
(θεωρώ ότι εξακολουθεί να είναι επίκαιρο, αλλά κυρίως ότι περιέχει κρίσεις και πληροφορίες αρκετά ξεχασμένες, αλλά ιδιαίτερα σημαντικές για το τώρα)
Διατηρώ πολλούς ενδοιασμούς για το αν, πράγματι, η ελληνική οικονομία βρίσκεται στην εντατική, αν όντως είναι υποψήφια χρεοκοπίας ή αν δεν θα κατορθώσει, τελικά, να ξεφύγει από τη στενή επιτήρηση του ΔΝΤ. Όχι, βέβαια, επειδή πιστεύω ότι η οικονομία μας χαίρει άκρας υγείας, αλλά επειδή οι δυσκολίες μας, που δεν θεωρώ ότι είναι αξεπέραστες, αλλά και ούτε αστραπές εν αιθρία, ουδέποτε θα είχαν καταλάβει τη θέση πρωτοκλασάτων ειδήσεων στις γνωστότερες εφημερίδες και στα λοιπά ΜΜΕ της υφηλίου, ούτε θα είχαν προσελκύσει το ενδιαφέρον των απανταχού κερδοσκόπων, που αναζητούν νέα λεία, μετά το σκάσιμο του μπαλονιού των ακινήτων, αν το διευθυντήριο της ΕΕ είχε φροντίσει να περιφρουρήσει, με διακριτικότητα, τη δημοσιοποίησή τους. Η ανεξέλεγκτη, όμως, αυτή γνωστοποίηση των λεπτομερειών, σχετικά με την κακή πορεία της ελληνικής οικονομίας, εκτός από καταιγισμό προσβλητικών χαρακτηρισμών για τη χώρα μας, ενθάρρυνε και την αλυσιδωτή υποβάθμιση της πιστοληπτικής μας ικανότητας, από τους γνωστούς αμερικανικούς οίκους αξιολόγησης. Όπως είναι γνωστό, τα πολύ σοβαρά λάθη αξιολόγησης αυτών των οίκων, στο παρελθόν, δημιούργησαν υπόνοιες για διασυνδέσεις τους με εσωτερική πληροφόρηση και με κερδοσκοπικά παιχνίδια, και προκάλεσαν την οργή της αμερικανικής κοινής γνώμης. Έχουν, ήδη, κατατεθεί μηνύσεις, από ιδιώτες και ετοιμάζονται και άλλες από δύο αμερικανικές Πολιτείες, εναντίον κάποιων απ’ αυτούς[1].
Η νεοσύστατη ελληνική κυβέρνηση, μέσα στο γενικευμένο αυτό κλίμα πανικού, εγκληματικής κερδοσκοπίας και υπερβολών, δεν κατόρθωσε να συντονίσει την άμυνά της, να συγκεντρώσει τα επιχειρήματά της και να υπερασπιστεί την οικονομία. Αρκέστηκε, έτσι, σε μια απεγνωσμένη προσπάθεια πειθούς του διευθυντηρίου της ΕΕ, και της υφηλίου, για το ότι η Ελλάδα θα κατορθώσει να ικανοποιήσει το σύνολο των απαιτήσεών τους. Ότι η κυβέρνηση διαθέτει ολοκληρωμένο σχέδιο που θα βγάλει τη χώρα από την κρίση. Δεν είναι, όμως, αυτό είναι το κυρίαρχο πρόβλημά μας.
Και μέσα σ’ αυτό το τεχνητά καταστροφικό κλίμα κινδυνεύουμε να λησμονήσουμε ότι το 1% περίπου του ειδικού βάρους της χώρας μας, μέσα στην Ευρώπη, δεν είναι σε θέση να απειλήσει ούτε το κοινό ευρωπαϊκό νόμισμα, αλλά ούτε και τη νομισματική σταθερότητα της Ένωσης. Συνεπώς, ουδόλως, δικαιολογείται αυτής της έκτασης ο πανικός. Τον δικαιολογεί, ωστόσο, η επιδρομή των διεθνών κερδοσκόπων, επί των ελληνικών ομολόγων, που τους αποφέρει, καθημερινά, κέρδη εκατοντάδων δισεκατομμυρίων, επιστρέφοντας την οικονομία μας δέκα χρόνια πίσω.
Υπάρχει, βέβαια, το γνωστό αγκάθι της απόκρυψης του πραγματικού ύψους του ελλείμματος, που πυροδότησε σωρεία πικρόχολων σχολίων εναντίον της Ελλάδος. Χωρίς, βέβαια, να μπορεί να δικαιολογηθεί η όποια δόλια πρόθεση παραπλάνησης των εταίρων μας, σκέπτομαι ωστόσο ότι θα ήταν δυνατόν να διασκεδαστεί η οργή της ΕΕ, με την απλή υπενθύμιση ότι η παραοικονομία, στην Ελλάδα, εκτιμάται γύρω στο 40% του επίσημου ΑΕΠ της [2], και συνεπώς ο συνυπολογισμός της μειώνει σημαντικά και το δημόσιο έλλειμμα, αλλά και το δημόσιο χρέος, ως ποσοστό στο πραγματικό ΑΕΠ της.
Πέρα από το όντως ατυχές αυτό συμβάν, θα επικεντρωθώ σε δύο κυρίως σημεία, που σχετίζονται άμεσα με τη δεινή θέση στην οποία έχει περιέλθει η οικονομία μας. Το πρώτο αφορά τις βασικές κατευθύνσεις της πολιτικής που θα έπρεπε να ακολουθήσει η ελληνική κυβέρνηση, για να αντιμετωπίσει ελλείμματα και χρέος, ενώ το δεύτερο στρέφεται γύρω από τις γλυκόπικρες σχέσεις της χώρας μας με το διευθυντήριο της ΕΕ.
1. Πολιτική λιτότητας ή αναπτυξιακή πολιτική με εισοδηματική αναδιανομή;
Το αξεπέραστο πρόβλημα της Ελλάδος, αυτή την περίοδο, δεν είναι τόσο το υψηλό δημόσιο χρέος και έλλειμμα[3], όσο η διαμετρικά αντίθετη φιλοσοφία για το πώς πρέπει αυτά να αντιμετωπιστούν, αφενός από τους φανατικούς νεοφιλελεύθερους της ΕΕ και αφετέρου από τη νέα κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ. Πράγματι, και σε πείσμα της σφοδρότατης κρίσης, που διανύουμε και που σήμανε για δεύτερη φορά[4], στην ιστορία της ανθρωπότητας, τη δραματική κατάρρευση της ιδεολογίας του νεοφιλελευθερισμού, το διευθυντήριο της ΕΕ εξακολουθεί να υποστηρίζει ότι η λιτότητα, και συγκεκριμένα η μείωση μισθών και συντάξεων, η σμίκρυνση του Κράτους και οι μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας, αποτελούν τη λύση στο ελληνικό πρόβλημα. Και, από την άλλη πλευρά, ο κ. πρωθυπουργός εξήγγειλε στις 15.12.09 τις βασικές κατευθύνσεις της οικονομικής του πολιτικής. Στις πρωθυπουργικές αυτές δηλώσεις, και σε πείσμα της διστακτικής τους χροιάς, θα πρέπει να αναγνωριστεί ότι για πρώτη φορά στο διάστημα των τελευταίων δεκαετιών, τονίζεται σαφώς η ανάγκη αναδιανομής του εισοδήματος- που είναι, κατά τη γνώμη μου η πιο επείγουσα, για την έξοδο της ελληνικής οικονομίας από το αδιέξοδο[5]-, χάρις στην υπογράμμιση ότι «το πρόβλημά μας δεν είναι οι μισθοί και οι συντάξεις».. Μέσα, στο γκρίζο ελληνικό τοπίο, οι προθέσεις της νέας μας κυβέρνησης κινούνται, καταρχήν, προς τη σωστή κατεύθυνση. Δεν αρκεί, όμως, αυτό. Γιατί πως μπορεί να ελπίζεται ότι αυτές θα επικρατήσουν, αν και αντιτίθενται ριζικά στους φανατισμούς των νεοφιλελεύθερων, που εξακολουθούν να κυριαρχούν σε παγκόσμιο και κυρίως σε ευρωπαϊκό επίπεδο[6], και μάλιστα να αποφασίζουν τους τρόπους εξόδου από την κρίση; Από την κρίση που οι ίδιοι προκάλεσαν!
Αν, πράγματι, η ελληνική οικονομία βρίσκεται στην εντατική, θα πρέπει να είναι ξεκάθαρο ότι η κατάστασή της δεν είναι συνέπεια συγκυριακών, αλλά διαρθρωτικών αδυναμιών, οι οποίες όφειλαν από καιρό να είναι γνωστές στο διευθυντήριο της ΕΕ. Υπενθυμίζω, ωστόσο, ότι στο τέλος του 2007 ο πρώην υπουργός Οικονομίας κ. Αλογοσκούφης δέχθηκε συγχαρητήρια από τον κ. Χοακίν Αλμούνια[7] «….επειδή η Ελλάδα είναι η μόνη χώρα με έλλειμμα στην ΕΕ, που εφαρμόζει την οδηγία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για μείωση του διαρθρωτικού ελλείμματος κατά 0,5% του ΑΕΠ τον χρόνο έτσι που το 2010 να φθάσουμε σε ισοσκελισμένο προϋπολογισμό». Όπως είναι γνωστό, ο ίδιος ο κ. Χοακίν Αλμούνια υποστήριξε ακριβώς τα αντίθετα, πριν από μερικές εβδομάδες, καθιστώντας μας, έτσι, τον αποδιοπομπαίο τράγο της ΕΕ., και όχι μόνο, αλλά ολόκληρης της υφηλίου, καθώς και εύκολο θήραμα των διεθνών κερδοσκόπων .
Η Ελλάδα, εδώ και πολλές δεκαετίες, χρειάζεται σημαντικές διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις. Οι αναγκαίες, όμως, αυτές μεταρρυθμίσεις, όχι μόνο δεν υλοποιούνται αλλά, επιπλέον, επιχειρούνται μεταβολές που επιδεινώνουν την κατάσταση, επειδή είναι διαμετρικά αντίθετες από αυτές που απαιτούνται. Σκέπτομαι, κυρίως, τις μεταρρυθμίσεις στην ελληνική αγορά εργασίας[8], που αν συνεχιστούν προς την ίδια κατεύθυνση, θα φέρουν το χάος, εφόσον τελικά καταλήγουν σε ακόμη μεγαλύτερη αφαίμαξη των μισθών από τα κέρδη, δηλαδή σε ακόμη μεγαλύτερη ανισότητα στην κατανομή του εισοδήματος, αποπροσανατολισμό της ζήτησης και της παραγωγής, απίσχνανση της πραγματικής οικονομίας, χάριν της χρηματιστηριακής, διαφθορά και κερδοσκοπία. Οι διαρθρωτικές μεταβολές απαιτούν την πάροδο ικανού χρόνου για να υλοποιηθούν και επιπλέον οφείλουν να διενεργούνται με κάποια ιεράρχηση, για να είναι ορθολογικές. Ενδεικτικά αναφέρω ότι σε οικονομία-όπως η ελληνική- με τόσο χαμηλό ποσοστό μισθωτών στη συνολική απασχόληση[9], η κριτική περί μεγάλου αριθμού δημοσίων υπαλλήλων επιβάλλεται να ληφθεί στις σωστές της διαστάσεις, έτσι που και οι λύσεις, που θα επιλεγούν να είναι αποτελεσματικές. Η απασχόληση, λοιπόν, στο δημόσιο, όταν ο ιδιωτικός τομέας δεν είναι σε θέση να δημιουργήσει ικανή απασχόληση, εμφανίζεται ως η μοναδική διέξοδος προκειμένου να αποφευχθεί ανεξέλεγκτης έκτασης ανεργία. Έχω, συνεπώς, σοβαρές επιφυλάξεις σχετικά με το μέτρο ριζικής μείωσης του αριθμού των δημοσίων υπαλλήλων, που εξήγγειλε ο κ. πρωθυπουργός. Γιατί, αν το πρόβλημά μας είναι η διενέργεια μεταρρυθμίσεων, για μια υγιέστερη οικονομία- και όχι η βραχυχρόνια ικανοποίηση των ευρωπαίων εταίρων μας- θα ήταν απαραίτητο να τους εξηγήσουμε ότι της μείωσης του αριθμού των δημοσίων υπαλλήλων θα πρέπει να προηγηθεί η περαιτέρω ανάπτυξη της απορροφητικής δυνατότητας του ιδιωτικού τομέα.
Για την αντιμετώπισή των σοβαρών διαρθρωτικών προβλημάτων μας χρειάζεται σχέδιο, το οποίο η νέα κυβέρνηση δεν διαθέτει, αλλά πρέπει επειγόντως να αποκτήσει. Και πριν απ’ όλα, χρειαζόμαστε χρόνο. Όχι 3 ή και 5, αλλά τουλάχιστον 10 χρόνια, με αρχές και μέτρα που δε θα μεταβάλλονται. Η επιλογή μας κακώς εμφανίζεται, ότι κινείται μεταξύ σκληρών και ηπιότερων μέτρων, γιατί το πραγματικό δίλημμα είναι ανάμεσα σε συντηρητική / συρρικνωτική και σε επεκτατική/αναπτυξιακή πολιτική. Και ειδικά, για την ελληνική περίπτωση, πιστεύω ότι η κυρίαρχη επιλογή δεν μπορεί παρά να είναι η δεύτερη. Τα ελλείμματα, δηλαδή να αντιμετωπιστούν, στην αρχή, με ακόμη μεγαλύτερα ελλείμματα, χωρίς βέβαια να απουσιάζουν και κάποια συμπληρωματικά μέτρα συρρίκνωσης. Πολύ συνοπτικά:
*Έχω την πεποίθηση ότι θα αποδειχθεί θανάσιμο σφάλμα το μέτρο του περιορισμού των μισθών και συντάξεων αν, τελικά, αυτό δεν αποφευχθεί. Η συρρίκνωσή τους, που αγγίζει τις περίπου 13 μονάδες (1980-τώρα), μέσα στο ΑΕΠ, εξαιτίας της επέκτασης της ελαστικής εργασίας, του χρόνια άδικου φορολογικού συστήματος, της ανεργίας, της πίεσης επί των μισθών από τους λαθρομετανάστες, της μετεγκατάστασης και κυρίως της απειλής για μετεγκατάσταση επιχειρήσεων και του επιπέδου εργατικών αμοιβών, που υπολείπεται της παραγωγικότητας της εργασίας. Αν, λοιπόν, υιοθετηθεί το ατυχέστατο αυτό μέτρο, θα ηρεμήσει προς στιγμήν, τους ακραιφνείς νεοφιλελεύθερους της ΕΕ- και όχι μόνο- αλλά θα καταλήξει στα ακριβώς αντίθετα αποτελέσματα από τα αναμενόμενα: δηλαδή, σε κάθετη πτώση των φορολογικών εσόδων, εξαιτίας εμβάθυνσης της ύφεσης και σε ανεξέλεγκτη ανεργία. Για να μην προσθέσω και την αναπόφευκτη κορύφωση των κοινωνικών αναταραχών. Αυτό που χρειάζεται η οικονομία μας, και που αποτελεί τώρα τη μοναδική ελπίδα σωτηρίας, είναι η πάση θυσία ενίσχυση του ρυθμού ανάπτυξης. Ρυθμού που, οπωσδήποτε, να υπερβαίνει αυτόν της αύξησης του δημόσιου χρέους και του ελλείμματος. Γι αυτό, είναι απαραίτητο να ενισχυθεί η εγχώρια ζήτηση, η εγχώρια παραγωγή και οι εξαγωγές. Ο στόχος αυτός είναι τώρα, με την κρίση, ασφαλώς, δυσκολότερος, αλλά δεν έχουμε άλλη διέξοδο. Κάποιοι περιορισμοί στις εισαγωγές θα είναι αναγκαίοι. Η υλοποίηση αυτού του κυρίαρχου στόχου απαιτεί, φυσικά, τη διενέργεια δημοσίων επενδύσεων, σε όσο γίνεται μεγαλύτερη έκταση. Το ιδανικό θα ήταν, δημόσιες παραγωγικές δαπάνες γύρω στο 10% του ΑΕΠ. Οι δημόσιες δαπάνες θα έπρεπε να συμπληρωθούν με γενναία αναδιανομή του εισοδήματος, από το κεφάλαιο προς την εργασία, από τους πλουσιότερους προς τους φτωχότερους για να αποκατασταθεί, σταδιακά, η διασαλευθείσα ανισορροπία, που προκλήθηκε από τις χρόνιες και ακραίας έκτασης ανισότητες.
*Η πάταξη της φοροδιαφυγής-και ταυτόχρονα και της διαφθοράς-είναι στόχοι πρωταρχικής σημασίας, που ωστόσο δεν υλοποιήθηκαν επί δεκαετίες. Είναι, ασφαλώς, απογοητευτικό ότι προς το παρόν η κυβέρνηση στοχεύει-όπως άλλωστε και όλες οι προηγούμενες- προς τα γνωστά υποζύγια, που αδυνατούν να αποκρύψουν εισοδήματα: στους μισθωτούς και συνταξιούχους και στους ιδιοκτήτες ακινήτων. Μα, δεν είναι αυτοί οι φοροφυγάδες κ. υπουργέ! Τα όρια περαιτέρω αποστράγγισής τους είναι πολύ περιορισμένα και ανεπαρκέστατα για να δώσουν τις επιθυμητές λύσεις. Τους άλλους, τους πραγματικούς φοροφυγάδες, πως θα τους αναγκάσετε να πληρώνουν το φόρο που τους αναλογεί; Η φοροδιαφυγή, στην Ελλάδα είναι τόσο τραγικά υψηλή επειδή οι μη μισθωτοί είναι περίπου 3 φορές περισσότεροι, ως ποσοστό στη συνολική απασχόληση, σε σύγκριση με τις λοιπές οικονομίες της ΕΕ-15. Γι’ αυτό άλλωστε και το ποσοστό των άμεσων φόρων στο ΑΕΠ μας είναι από τα χαμηλότερα μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ. Υπάρχουν, ασφαλώς, τρόποι σύλληψης της φοροδιαφυγής και των φοροφυγάδων. Αλλά χρειάζεται θάρρος, που δεν το είχαν, επί δεκαετίες, οι υπουργοί οικονομικών. Χρειάζονται, ακόμη, ατσάλινα νεύρα για να αντιμετωπιστούν οι εντονότατες αντιδράσεις όλων αυτών, που κατορθώνουν να ζουν στη χλιδή με μόνο….800Ε το μήνα. Και, να προσθέσω ότι η αποτελεσματική πάταξη της τεράστιας ελληνικής φοροδιαφυγής δεν θα είναι δυνατή με ολάνοιχτα σύνορα για την ελεύθερη διακίνηση του κεφαλαίου. Αν, πράγματι, αιωρούμαστε στο χείλος του γκρεμού, μόνο ανορθόδοξα μέτρα μπορούν να μας σώσουν.
*Ο περιορισμός της σπατάλης του δημόσιου τομέα είναι θέμα πρώτης ανάγκης, και θα πρέπει να επιχειρηθεί με ιδιαίτερα σκληρά, αλλά διόλου εύκολο να εφαρμοστούν μέτρα. Κι αυτό επειδή, επί σειρά δεκαετιών, οι Έλληνες που καταλαμβάνουν πολυθρόνες, μεγάλες ή και πιο ταπεινές, σπανιότατα είναι σε θέση να διαχωρίσουν την αποστολή και την προσωπικότητά τους, από την επίδειξη. Το παράδειγμά τους αποτελεί μοντέλο μίμησης από το σύνολο των εργαζομένων στο δημόσιο. Να υπογραμμίσω, επίσης, ότι κατά την κρίση μου, το πρόβλημα του δημόσιου τομέα, στην Ελλάδα, δεν είναι το μεγάλο του μέγεθος, αλλά η αναποτελεσματικότητά του. Συνεπώς, δεν πιστεύω ότι η απλή μείωση του αριθμού δημοσίων υπαλλήλων και οργανισμών αποτελεί τη λύση.
*Το συνολικό φορολογικό βάρος στην Ελλάδα, αναπόφευκτα, πρέπει να αυξηθεί, γιατί διαφορετικά δεν θα εξέλθουμε από την εντατική. Το ζητούμενο, ωστόσο είναι πρώτον, η αύξηση αυτή να κατανεμηθεί, επιτέλους, με τρόπο δίκαιο και ορθολογικό και δεύτερον, να αναφέρεται σε μια ολοένα και μεγαλύτερη βάση, δηλαδή σε ανερχόμενο ΑΕΠ.
Συνοπτικά, η Ελλάδα σ’ αυτές τις τραγικές ώρες, που όλα-μα όλα- παίζονται, δεν έχει ανάγκη, απλώς, από πρωθυπουργό και υπουργικό συμβούλιο, αλλά από εθνάρχη, που να μπορέσει να επαναφέρει την εμπιστοσύνη των πολιτών στο μέλλον, να εμπεδώσει τις βασικές αξίες ζωής, να διανοίξει νέους ορίζοντες στους οποίους να μην έχει πια θέση η διαφθορά, αλλά και να έχει το σθένος να αντιμετωπίσει τους ευρωπαίους εταίρους μας, εξηγώντας τους ότι η λιτότητα, που επιμένουν να μας επιβάλλουν δεν είναι λύση, αλλά καταστροφή για την Ελλάδα.
ΙΙ. Να διαπραγματευτούμε με την ΕΕ
Δυστυχώς, οι σχέσεις της χώρας μας με την ΕΕ υπέστησαν σοβαρό πλήγμα, και εξακολουθούν να τραυματίζονται καθημερινά εξαιτίας της αποστασιοποίησής της, από τα προβλήματά μας, καθώς και εξαιτίας της ουσιαστικής ανάθεσής τους σε ιδιωτικούς οίκους αξιολόγησης, και ιδιαίτερα στη Moody. Θα έπρεπε, καταρχήν, να θεωρείται δεδομένη η υποχρέωση της ΕΕ να συμπαρίσταται στα μέλη της, όταν δοκιμάζονται, και να βάζει φρένο στις κερδοσκοπικές επιθέσεις, εναντίον τους. Σ’ αυτό το πλαίσιο είναι, όντως, αδιανόητη η απειλή της μη αποδοχής των ελληνικών ομόλογων από την ΕΚΤ, έπειτα από σχετική απόφαση της Moody!
Ωστόσο, ως μέλος της ΕΕ και της ευρωζώνης, το τέλος του διεθνούς διασυρμού μας, καθώς και της απομύζησής μας από τους κερδοσκόπους, περνά αναγκαστικά μέσα από τη δυνατότητα συνεννόησής μας με το διευθυντήριο της ΕΕ. Η όποια όμως συναίνεση, ιδιαίτερα και ύστερα από τα όσα έχουν πρόσφατα διαμειφθεί, δεν μπορεί πια και δεν πρέπει να αρκεστεί στην τυφλή υιοθέτηση των μέτρων, που μας επιβάλλονται, αλλά αντιθέτως στην, εκ βάθρων αμφισβήτησή τους. Συγκεκριμένα, η ταχύρυθμη ανάπτυξη θα πρέπει να αποτελέσει το πρωταρχικό μέλημα της ελληνικής οικονομίας, και μέσω αυτής να αντιμετωπιστούν στη συνέχεια έλλειμμα και χρέος. Επαναλαμβάνω την πεποίθησή μου ότι η αντιστροφή των δύο παραπάνω κυρίαρχων στόχων θα είναι καταστρεπτική για τη χώρα μας. Οι τεράστιες ευθύνες του νεοφιλελευθερισμού, στο ξέσπασμα της τρέχουσας κρίσης[10], είναι πια αδιαμφισβήτητες, ιδιαίτερα και μετά την ταπεινή ομολογία του αρχιερέα του συστήματος, του προέδρου της FED κ. Alan Greenspan, ότι « το πλαίσιο μέσα στο οποίο λειτουργήσαμε ήταν λανθασμένο»[11]. Συνεπώς, οι ακραίες νεοφιλελεύθερες συνταγές της ΕΕ δεν μπορούν πια να διεκδικήσουν τη σφραγίδα του αλάνθαστου. Οι συνταγές αυτές υπήρξαν τραγικά βλαπτικές για την ΕΕ, τον παγκόσμιο ρόλο της, το ρυθμό μεγέθυνσής της, το βαθμό ανταγωνιστικότητάς της, αλλά και για τη μετριότητα στην οποία βυθίστηκε το ευρώ. Ακόμη, αυτές αποδείχθηκαν θανάσιμα επικίνδυνες, ιδιαίτερα για τον ευρωπαϊκό Νότο, με κύριο θύμα την Ιρλανδία, που επί μακρά σειρά ετών χρησίμευε ως βιτρίνα των θαυμαστών επιτευγμάτων της ευρωπαϊκής μακροοικονομικής πολιτικής. Ειδικά, οι πολλές και σημαντικές ιδιαιτερότητες της ελληνικής οικονομίας καθιστούν, εντελώς, ασύμφορη την ακραίας μορφής νεοφιλελεύθερη πολιτική, που η ΕΕ, απτόητη από τις εξελίξεις, εξακολουθεί να επιβάλλει στα μέλη της. Παρότι δεν υπάρχει εγγύηση επιτυχίας, από την οποιαδήποτε άλλη πολιτική, ωστόσο οι κάποιες ελπίδες μας συγκεντρώνονται στην κατηγορία ανορθόδοξων μέτρων.
Εξάλλου, δεν είναι σοβαρή η όποια συζήτηση για την τυχόν έξοδό μας από την ΕΕ, αλλά ούτε και για την αποπομπή μας που, για μια σειρά από λόγους, θα ήταν επαχθέστερη για την Ένωση από ότι για την Ελλάδα. Ωστόσο, τα όποια πλεονεκτήματα από τη συμμετοχή μας στην ΕΕ και στην ευρωζώνη θα έπρεπε να αξιολογηθούν στις σωστές τους διαστάσεις, και απαλλαγμένα από ψευδαισθήσεις. Διανύουμε, δυστυχώς, περίοδο, μέσα στην οποία η αλληλεγγύη και η συνοχή, ακόμη και στους κόλπους ενώσεων κρατών με κοινούς στόχους, είναι εξαιρετικά περιορισμένες, ενώ αντιθέτως τα στενά προσωπικά, οικονομικά ή εθνικά συμφέροντα επικρατούν με οδυνηρό τρόπο. Τραγική απόδειξη αυτών των εξελίξεων είναι το φιάσκο της συνόδου κορυφής, για τη σωτηρία του πλανήτη, στην Κοπεγχάγη.
Αν, λοιπόν, η νέα κυβέρνηση, έχει καταλήξει σε κάποιο σχέδιο, για την πολύ ειδική ελληνική περίπτωση, θα πρέπει να αγωνιστεί με νύχια και δόντια για να το επιβάλλει, εξασφαλίζοντας και μια γενικότερη λαϊκή συμπαράσταση, απαραίτητη για την επιτυχία του δύσκολου εγχειρήματός της . Είθε η απλή, φράση του πρωθυπουργού, με το αυτονόητο περιεχόμενό της, που όμως ουδέποτε αποτέλεσε τη βάση της ελληνικής οικονομικής πολιτικής τα τελευταία χρόνια, δηλαδή ότι «η λύση οφείλει να στοχεύει σε συγκεκριμένα ελληνικά προβλήματα», να αποτελέσει τη βάση που θα εμψυχώσει τους έλληνες συνομιλητές με τις Βρυξέλλες.
[1]Βλ. Χ. Α. Καλούδη και Λ. Αθ. Γεωργιάδη, « Standard &Poor’s, Moody’s και Fitch, Ποιοί βρίσκονται πίσω από τους οίκους που μας υποβαθμίζουν», Έρευνα στο Περιοδικό Επίκαιρα, 18-23/12/2009
[2] Βλ. Μ. Νεγρεπόντη-Δελιβάνη, H Oικονομία της Παραοικονομίας στην Eλλάδα, (1991) Eκδόσεις Παπαζήση, B’ έκδοση
[3] Η Ελλάδα δεν είναι η μοναδική οικονομία της ΕΕ με τα προβλήματα αυτά
[4] Η πρώτη, στη μεγάλη κρίση των ετών 1929-32
[5] Για εκτενέστερη ανάλυση, επί του θέματος, βλ. Μ. Νεγρεπόντη-Δελιβάνη, Η Φονική Κρίση, υπό εκτύπωση από τις εκδόσεις Ιδρύματος Δελιβάνη και Λιβάνη
[6]Η ακόλουθη διαπίστωση του James K. Galbraith, στη συνέντευξη που έδωσε στην εφημερίδα Ελευθεροτυπία την 23.11.2009 αποδίδει αυτή τη διαφορά: «Η όλη ιδέα της ΕΕ είναι δομημένη γύρω από νεοκλασικές οικονομικές ανοησίες».
[7] Αναφέρεται από την εφημερίδα Καθημερινή στις 18.11.2007
[8] Βλ. Μ. Νεγρεπόντη-Δελιβάνη (2007),Μεταρρυθμίσεις, Το ολοκαύτωμα των εργαζομένων στην Ευρώπη, Εκδόσεις Ιδρύματος Δελιβάνη και Λιβάνη, Αθήνα
[9] Που εξηγείται από την ανολοκλήρωτη διαδικασία εκβιομηχάνισης της χώρας μας
[10] Αλλά και της μεγάλης οικονομικής κρίσης των ετών 1929-32
[11] Βλ. «Jeremy Cliffprofiles psychologist Daniel Kahneman» (2009), Finance and Development, Σεπτέμβριος