Αν ζούσε ο Νικόλαος Πλαστήρας, θα τους είχε εκτελέσει αυθημερόν! Όχι έξι αλλά εκατόν έξι. Ο Πλαστήρας όμως δεν ζει και Μαύρος Καβαλάρης γεννιέται κάθε διακόσια χρόνια. Έτσι οι δειλοί και άνανδροι, οι προδότες δεν κινδυνεύουν. Προς το παρόν. Όμως φοβούνται, όταν ξεμυτίζουν από τους σιδερόφρακτους πύργους τους, τρέμουν…
Τους είδαμε στην παρέλαση, να προσέρχονται δορυφορούμενοι από κουστωδία αστυνομικών, ένοχοι, κατηφείς, αποκομμένοι από τον λαό. Κάποτε οι ζητωκραυγαστές λακέδες τους, τους υποδέχονταν με χειροφιλήματα και γλοιώδεις υποκλίσεις, τώρα που αποκαλύπτεται η σαπίλα και η τρισαθλιότητά τους, ο κόσμος τους φτύνει. Αν και «πτυόμενοι σπογγίζονται· ουδόλως δε θεωρούνται προσβεβλημένοι, αν οι σύγχρονοι Έλληνες φρονούσι, γράφουσι και κηρύττουσι περί αυτών, ως οι Γάλλοι περί του Μαζαρίνου, ότι γνωρίζουσι εικοσιτέσσαρας τρόπους να προμηθεύοναι χρήματα, εξ ων ο τιμιώτερος είναι η κλοπή» γράφει ο δηκτικός και σκωπτικός Ροϊδης στο άρθρο του «όνοι πολιτικοί». (Ασμοδαίος, 29 Ιουνίου 1875).
Όμως δεν συμβαίνουν πρώτη φορά τέτοια γεγονότα στην Ελλάδα. Υπάρχει ιστορικό προηγούμενο. Το 1874, η κυβέρνηση Δ. Βούλγαρη, που κατέκτησε την αρχή με εκλογικό πραξικόπημα και την συντηρούσε με αλλεπάλληλες συνταγματικές εκτροπές, δωροδόκησε βουλευτές και πέτυχε την αποστασία τους με χρηματικά εντάλματα του δημοσίου ταμείου και σωρεία χαριστικών παροχών.
Επωφελήθηκαν τότε οι συμπολιτευόμενοι βουλευτές και έσπευσαν να εκβιάσουν τους υπουργούς, με την απειλή απουσίας από το κοινοβούλιο κατά τις κρίσιμες ψηφοφορίες, για να ικανοποιήσουν τις πιο ανήθικες ρουσφετολογικές αξιώσεις.
Το σύνολο των εκτάκτων πολιτικών γεγονότων και ανωμαλιών της εποχής εκείνης, αναφέρονται στην πολιτική ιστορία μας, ως «Στηλητικά». Για τα γενέθλια της λέξης πρέπει να πάμε στην αρχαία Ελλάδα. Στους αρχαίους Έλληνες υπήρχε η συνήθεια να αναγράφονται τα ονόματα των «άτιμων» σε στήλες, οι οποίες, στήνονταν σε δημόσιο χώρο, προς διασυρμό του «άτιμου». Και η ατιμία, η στηλίτευση, ισοδυναμούσε με ηθική εκμηδένιση, παρεμφερή με τον θάνατο. Ο Ανδοκίδης, εκθέτει αναλυτικά, ποιοι πολίτες και για ποιες πράξεις στηλιτεύονταν ως «άτιμοι». Στην ίδια μοίρα «οι αργύριον οφείλοντες τω δημοσίω» και οι καταδικαζόμενοι για δωροδοκία. Μάλιστα η «ατιμία» συνόδευε, όχι μόνο τους δράστες, αλλά και τα τέκνα τους. («Οπόσοι… δώρων όφλοιεν· τούτους έδει και αυτούς και τους εκ τούτων ατίμουν είναι». «Περί Μυστηρίων, 73-74). Το ίδιο αναφέρει και ο Δημοσθένης στον «κατά Μειδίου» λόγο του (21, 113). Αντιγράφω το αρχαίο κείμενο προς γλωσσικήν τέρψιν:
«Εάν τις Αθηναίων λαμβάνη παρά τινός ή αυτός διδώ ετέρω ή διαφθείρει τινάς επαγγελόμενος (=υποσχόμενος) επί βλάβη του δήμου ή ιδία τινός των πολιτών, τρόπω ή μηχανή (=τέχνασμα) ητινιούν, άτιμος έστω και παίδες και τα εκείνου».
Θα πει κάποιος: Είναι λογικό και δίκαιο να ατιμάζονται και τα παιδιά του διεφθαρμένου πολιτικού ή ιδιώτη; (Από πόσα δεινά και από πόσους «άτιμους» τζιτζιφιόγκους και πορφυρογέννητους κοπρίτες θα γλίτωνε η Ελλάδα αν ίσχυε και σήμερα το αρχαίον έθος;).
Ο αρχαίος νομοθέτης εναποθέτει την αρετή και την ηθική ακεραιότητα του πολίτη σε δύο παράγοντες. Στην Παιδεία και στην οικογενειακή αγωγή. Οι πολίτες είχαν δικαίωμα και χρέος να καταγγέλουν, να στιγματίζουν και να «στηλιτεύουν» τους φαύλους άρχοντες. Ακόμη, η απειλή της «ατιμίας» γι’ ολόκληρη την οικογένεια, χαλιναγωγούσε τους φαύλους γεννήτορες, με αποτέλεσμα, κύριε Άκη και λοιποί των… λιστών, οι γονείς να μην επιδίδονται σε αμαρτίες και απατεωνιές που παιδεύουσι τέκνα.
Επιπροσθέτως, για να κατανοήσουμε τι σημαίνει αληθινή Δημοκρατία, και όχι κοινοβουλευτική λωποδυτοκρατία, στις στήλες της ατιμίας αναγράφονταν και τα ονόματα των λιποτακτών, και όσων κακομεταχειρίζονταν τους γονείς τους.
Αυτά τω καιρώ εκείνω. Τω καιρώ ετούτω, της νεότερης ιστορίας μας, έχουμε λοιπόν, την φαύλη διακυβέρνηση του Βούλγαρη, του επονομαζόμενου και «Τζουμπέ». (Ο Βούλγαρης, παλιός Κοτζάμπασης, φορούσε έναν μακρό ποδήρη μανδύα του «τζουμπέ»).
Ο λαός όμως αντιδρά κατά της φαυλοκρατίας και των αργυρώνητων βουλευτών, τους οποίους ονομάζει «στηλίτες». (Ο Τύπος της εποχής ανέγραψε τα ονόματά τους σε ατιμωτική «στήλη», όπως στην αρχαία Αθήνα).
Όπου εμφανιζόταν «στηλίτης» βουλευτής, τα λαμόγια όπως θα λέγαμε σήμερα, ο κόσμος τους προπηλάκιζε. Διαβάζουμε στη εφ. «Νεολόγος», στις 29 Μαρτίου του 1875, την περιπέτεια του βουλευτή Πειραιώς Παπαγεωργίου, που προσχώρησε, το 1875, στο κυβερνητικό στρατόπεδο – κάτι σαν άδωνι ή βοριδομάκη – για το καλό της πατρίδας «βεβαίως βεβαίως», τον οποίο ο λαός αποκαλούσε Ιούδα Ισκαριώτη.
«Περί ώραν 4μ.μ. του Σαββάτου, άνθρωπος τις πελιδνήν έχων την όψιν, τας τρίχας ανωρθωμένας, την γλώσσαν έξω του στόματος κρεμαμένην και το στόμα χαίνον και αφρίζον, διέσχιζε δρομαίος τρέχων τας οδούς του Πειραιώς. Φωναί μακρόθεν ερχόμεναι – είναι λυσσασμένος, είναι λυσσασμένος – παρηκολούθουν τον φεύγοντα… Ιδού τι είχε συμβεί: Ο προδρότης εισήλθεν εις κατάστημα ζητών ν’ αγοράση άλευρον, ότε εξαίφνης έξωθεν ηκούσθη:
– Μη δίνετε αλεύρι στον Ιούδα! Αφήστε τον να ψοφήση από την πείνα! Είναι ο προδότης Παπαγεωργίου!
Ο στηλίτης προδιατεθειμένος, ως φαίνεται, να ίδη τοιαύτας υποδοχάς, δεν τα έχασε και αποφάσισε ν’ απαρνηθεί εαυτόν.
– Δεν είμαι εγώ, ρε παιδιά, ο Παπαγεωργίου. Αφήστε με, ρε παιδιά, εμένα με λένε Χατζηκωστή!
Η θέσις ανθρώπου απαρνουμένου εαυτόν και αλλάσσοντος όνομα, διότι το ιδικό του κατέστη αφόρητον εις αυτόν τον ίδιον, εκίνησε εις οίκτον τους διώκτας του και τον άφησαν προς στιγμήν. Επωφεληθείς τότε ετράπη εις φυγήν και ακολουθούμενος υπό των φωνών και των αρών των συρρευσάντων πολιτών, διέσχισε δρομέως τρέχων τας οδούς. Τί άραγε έγινε; Μήπως απελθών απήγξατο; (=μήπως κρεμάστηκε). Δεν το πιστεύομεν».
(Κ. Σιμόπουλος, «η διαφθορά της εξουσίας», σελ. 284).
Τέτοιοι ήταν πάντα, οι περισσότεροι, απ’ αυτούς απαίδευτοι, ανυπόληπτοι και εξαρτημένοι από τις διαθέσεις του αρχηγού. (Θέαμα αηδές και γελοίο παρουσιάζει η Βουλή, όταν ομιλεί ο φερόμενος ως πρωθυπουργός, του νυν καιρού. Αμολάει μία καρυκευμένη ανοησία, ο κομματάρχης, και εκτινάσσονται από τα έδρανα και χειροκροτούν κάποιοι, ως ανδράποδα, μετά μανίας).
Και θα κλείσουμε με ένα κείμενο, το οποίο εξεικονίζει τη διαχρονική αχρειότητα των πολιτικάντηδων, των «όνων πολιτικών» τής σήμερον.
«Ήταν ένας καμηλιέρης, ο Εμίν αγάς, που έζησε μία ζωή στα καραβάνια. Αρρώτησε στα 99 του, ένιωσε πως ζυγώνει το τέλος και κάλεσε κοντά του παιδιά, εγγόνια, συγγενείς και φίλους και ζήτησε συγχώρεση. Θυμήθηκε και τις καμήλες του και παρακάλεσε να τον πάνε στο παχνί για να αποχαιρετήσει και εκείνες. Τις χάιδεψε ο Εμίν αγάς, έκλαψε και είπε:
– Εγώ πια σας αφήνω. Έφτασε η ώρα μου. Αλλά για να πάω ήσυχος θέλω να με συγχωρέσετε για ό,τι κακό σας έκανα. Τι να γίνει, έτσι είναι ο ντουνιάς!
Και μία καμήλα, γερασμένη, του λέει:
– Που μας έδερνες και που μας άφηνες νηστικές, κακά πράγματα, αμαρτία από το Θεό, μα στο συγχωράμε. Ένα μόνο δεν θα σου συγχωρέσουμε ποτέ.
– Ποιο; Ρωτάει τρομαγμένος ο Εμίν αγάς.
– Ποιο; Να τ’ ακούσεις. Όλες είμαστε υπάκουες στη δούλεψή σου. Και συ, αντί να μας τιμάς, έβαζες ένα γαϊδούρι, να μας τραβάει από τη μύτη.
(Στα καραβάνια προπορευόταν πάντοτε ένας γάιδαρος).
Ο Εμίν αγάς αναστέναξε.
– Δίκιο έχετε! Μα έτσι είναι φτιαγμένος ο ντουνιάς. Γαϊδούρια να τον οδηγούν και να τον σέρνουν από τη μύτη!».