Γράφει ο Δημήτρης Νατσιός.
Διαβάζω στο Ανθολόγιο Ε’-Στ’ Δημοτικού, σελ. 85: “Ένα βράδυ η γιαγιά μου κάπνιζε το μαύρο της πούρο, ενώ εγώ μισοκοιμόμουν μακάρια στη ζεστή αγκαλιά της“. Βεβαίως, όσοι τουλάχιστον είμαστε πάνω από τα σαράντα-πενήντα και «προλάβαμε» εκείνες τις ολοζωής μαυροντυμένες γριούλες, τις μανάδες ή τις γιαγιάδες των περισσοτέρων από μας, που ανάβανε ακούραστες τα καντήλια στα ταπεινά ξωκλήσια και στα ερημομονάστηρα της Ελλάδας, αυτήν την εικόνα φυλάξαμε στην μνήμη μας: Να μας νανουρίζουν, καπνίζοντας μαύρα πούρα, γιατί δεν καταδέχονταν τα παρακατιανά…Διαβάζω στο Ανθολόγιο της ανοησίας.
Στη σελίδα 133 φιλοξενείται κείμενο με τίτλο «οι κάλοι της Κλάρας», κάποιου Ντιμίτερ Ινκιόφ, που γεννήθηκε στη Βουλγαρία, ζει στη Γερμανία και έχει αμερικανική υπηκοότητα (Φραγκολεβαντίνος ολκής ο άνθρωπος.
Έχει το αίμα τριών εθνών και την ψυχή κανενός). Κείμενο καταθλιπτικό, κακόγουστο, επιβλαβές. Πέθανε μια γερόντισσα στην πολυκατοικία και θέλουν να πάνε στη κηδεία μια γειτονική οικογένεια με τα δύο παιδιά της. Το κείμενο κινείται σε απαράδεκτο, σαχλό ύφος, ανάρμοστο για την σοβαρότητα του μυστηρίου του θανάτου. Συζητούν τα παιδιά:
«-Μπορεί η γερόντισσα που πέθανε να πήγε στην Κόλαση.
-Λες; Η Κλάρα έγνεψε με το κεφάλι της.
-Το δίχως άλλο θα πήγε στην Κόλαση, γιατί μάλωνε όλα τα παιδιά της πολυκατοικίας. Κι επειδή πρέπει να πάει στην Κόλαση, κλαίνε όλες οι φίλες της. Έτσι θα είναι. Κι εγώ αυτό το νομίζω πολύ σωστό. Και όταν έκανα να ρωτήσω, αν οι διάβολοι θα ψήσουν στην Κόλαση τη γριά, μας είπε χαμηλόφωνα ο πατέρας:
-Σιωπή! Πολλά λέτε!».
Στο τέλος πήγαν στην κηδεία και η Κλάρα κλαίει γοερά. Και όταν προσπαθούν να την παρηγορήσουν, απαντά. «Δεν κλαίω γι’ αυτήν. Κλαίω, γιατί με στενεύουν ανυπόφορα τα απαίσια καινούργια παπούτσια μου. Τα πόδια μου γέμισαν κάλους. Και τούτη δω η κηδεία δεν έχει τελειωμό». Ούτε το «φοβερόν μυστήριον» του θανάτου δεν σέβεται η ασημαντοκρατία που αποφασίζει το τι θα διδάσκονται τα παιδιά του προδομένου λαού μας. Και υποτίθεται ότι στο «Ανθολόγιο», το λέει και η λέξη, βάζεις τα άνθη της λογοτεχνίας, ό,τι καλύτερο ιστόρησε ο κάλαμος των μαϊστόρων του λόγου, το ακροθίνιον. Γιαγιάδες με πούρα, που ψήνονται στην κόλαση, «διαβόλια και τριβόλια», μαγαρισιές και δαιμονολογίες, τι δουλειά έχουν με 11χρονα παιδιά;
Στο παλιό «Ανθολόγιο-προ του 2006-εξαιρετικό και όντως ανθοδέσμη κειμένων διδάσκαμε κείμενα με ιθαγένεια και οσμήν ευωδίας πνευματική. Κόντογλου (Βασίλειος ο Μακεδών), Ναταλία Μελά (για τον αετό της Μακεδονίας, Παύλο), Βενέζης, Πετσάλης (για τον Ρήγα), Βαλαωρίτης, Μόντης, Πηνελόπη Δέλτα («τα μυστικά του Βάλτου), Ελύτης, Μυριβήλης, Ψαθάς, «του νεκρού αδελφού», «ο Διγενής», «της Άρτας το γιοφύρι».
Όλα τα πέταξαν, διότι τα κρυμμένα στα κελάρια του πατρογονικού μας σπιτιού, καλούδια της ρωμαίικης παράδοσης, εξαίσια και άφθονα, ελέγχουν τους γενίτσαρους της Εκπαίδευσης.
Συνεχίζω με άλλο κείμενο-πτώμα τυμπανιαίο: «Τα μάτια του Χριστού ήταν γλυκά. Τα μάτια του γατιού ήταν γλυκά. Ο Χριστός και ο δράκος». (σελ. 166).
Ένα Κινεζάκι, ο Τα Κι Κο, «γιορτάζει» τα Χριστούγεννα στην Ευρώπη (μάλλον στην Ελλάδα). Την ημέρα της γιορτής, επειδή «ο αξιότιμος κύριος Χριστός δεν φαινόταν πουθενά», του έδωσαν μία εικόνα του Χριστού. Την πήρε στο δωμάτιό του, ζωγράφισε έναν κινέζικο δράκο, μάζεψε κι ένα γατί, που ήταν στο παράθυρό του και ξεκινά η βλάσφημη σύγκριση.
Τα μάτια «του αξιότιμου κυρίου Χριστού» με «τα μάτια του γατιού».
Και κάτι άλλο για να γελάσει τ’ αχείλι μας εν μέσω του ψηλαφητού σκότους που μας περιβάλλει. Στην σελ. 22 του Ανθολόγιου των Γ΄ και Δ΄ δημοτικού, υπάρχει άσκηση όπου τα εμβρόντητα παιδάκια καλούνται να συνθέσουν ένα «νανούρισμα για χταπόδια». Όχι δεν είναι… πλάκα. Είναι αλήθεια. Εδώ ξεπερνάμε την ανοησία και αγγίζουμε τα όρια της σχιζοφρένειας.
Ερώτηση: Γιατί δεν ζήτησαν, από τους ανυπεράσπιστους μαθητές, να βρουν ένα παραδοσιακό νανούρισμα, από τα εξοχότερα δείγματα της δημοτικής μας ποίησης-«το τελεσφορώτατον όργανον της Εθνικής αγωγής, η εκτρέφουσα και συντηρούσα το εθνικόν φρόνημα», όπως γράφει ο μεγάλος μας λαογράφος Νικόλαος Πολίτης στον πρόλογο του βιβλίου του «Δημοτικά Τραγούδια»;
Η απάντηση είναι απλή: αν κόψεις τις ρίζες (την Παράδοση) τα κλαδιά ξεραίνονται και οι καρποί σαπίζουν και γίνονται «οι πολιτείες λημέρια των ακαθάρτων και ταμπούρια των κιοτήδων». (Παλαμάς).
Ένας απελπισμένος γονέας, ψάχνοντας παντού και σε ξένες λογοτεχνίες δεν βρήκε νανούρισμα για χταπόδια. Ουδέποτε κάποιος κάτοικος του πλανήτη μας, λογοτέχνης ή μη, ξενύχτησε για να εμπνευστεί από για τον ύπνο των χταποδιών. Ούτε καταγράφτηκαν ποτέ φαινόμενα μαζικά αϋπνίας των συμπαθών και νοστιμότατων μαλακίων. Κάνοντας, ο ταλαίπωρος «γονέας Α’», κατά την τρέχουσα ορολογία των παρανοϊκών δικαιωματιστών, υπακοή στην γυναίκα του κι αυτή στον γιο της, έγραψε ένα νανούρισμα για χταπόδια. (Όταν ερωτήθη ο Περικλής ο Αθηναίος ποιος κυβερνά τον κόσμο απάντησε: ο γιος μου. Και εξήγησε. Ο γιος μου κυβερνά την γυναίκα μου, η γυναίκα μου εμένα, εγώ την Αθήνα, η Αθήνα όλο τον κόσμο). Παραθέτω το ευφυές στιχούργημα. Είναι το μοναδικό συμπαντικώς νανούρισμα για χταπόδια και λοιπά βέβαια μαλάκια και αρθρόποδα….
Κοιμήσου, χταποδάκι μου,
χταπόδι, νάνι νάνι
κι εγώ για σε ετοίμασα
το πιο τρανό τηγάνι.
Κοιμήσου και παρήγγειλα
τ’ αλατοπίπερά σου,
τα λάδια σου, τα ξίδια σου
και τα μυρωδικά σου.
Της θάλασσας τα ρεύματα
να ‘ρθουν να σε λικνίσουν
γλυκά μες στο θαλάμι σου
και να σ’ αποκοιμήσουν.
Καθώς αποκοιμήθηκαν
οι νόες οι μεγάλοι,
που φέραν την παιδεία μας
σε τούτο ‘δω το χάλι…
Στα παλιά Ανθολόγια υπήρχε ένα νανούρισμα, προσευχές ήταν στην Παναγία και τον αφέντη τον Χριστό, που έλεγαν οι γιαγιάδες μας, οι παλιές, «οι καθυστερημένες» και όχι οι ψιμυθιωμένες, οι προοοδευμένες παλιμπαιδίζουσες των ημερών μας, που θέλουν να τις προσφωνούν με τα «μικρά» τους ονόματα-μην τις θυμηθεί ο Χάρος….
«Κοιμήσου συ, μωράκι μου, σε κούνια καρυδένια
Σε ρουχαλάκια κεντητά και μαργαριταρένια
Έλα, Χριστέ και Παναγιά, και παρ’ το στους μπαξέδες
Και γέμισε τους κόρφους του λουλούδια μενεξέδες.
Κοιμήσου συ, παιδάκι μου, κι η μοίρα σου δουλεύει
Και το καλό σου ριζικό, σου κουβαλεί και φέρνει
Κοιμάται νιο, κοιμάται νιο, κοιμάται νιο φεγγάρι
Κοιμάται το παιδάκι μου στ’ άσπρο το μαξιλάρι.
Ο ύπνος τρέφει τα παιδιά κι η γεια τα μεγαλώνει
Και η Κυρά η Παναγιά τα καλοξημερώνει».
Θα άφηναν οι «γραικύλοι της σήμερον» τραγούδι-νανούρισμα που μιλά για τον Χριστό και την Παναγία ;
Δημήτρης Νατσιός
δάσκαλος-Κιλκίς
9 comments
Ήμουν περίπου στη μέση του άρθρου, μου είχε “ανέβει το αίμα στο κεφάλι”, ετοίμαζα ανάρτηση στο φβ με αποσπάσματα από τα κύρια σημεία του άρθρου, σχόλιά μου, και βεβαίως τον σύνδεσμο. Μετά όμως έφτασα….στο χταπόδι….και το “όμορφο νανούρισμα”…. Και έτσι δεν ανάρτησα τίποτα….
Σαν άνθρωποι και σαν Χριστιανοί, πώς γινεται να μην πονάμε που είμαστε σαν καταδικασμένοι εμείς τα ζώντα πλάσματα να τρώμε ο ένας τον άλλον? Εντάξει, δεν μπορούμε να το αλλάξουμε, αλλά το να δείχνουμε αναλγησία σ’ αυτήν την τραγικότητα της ζωής και να ειρωνευόμαστε την κατάσταση με ένα “νανούρισμα στο χταπόδι” λέγοντάς του ότι ετοιμάζουμε το αλατοπίπερο….
Κρίμα….γιατί το άρθρο είναι κατά τα άλλα πολύ σημαντικό.
Βασιλική μου, ΧΙΟΥΜΟΡ είναι, προκειμένου να καταδείξει τον παραλογισμό των κειμένων που διδάσκουν στα παιδιά μας.
Εσύ, αν θέλεις, μην τρως χταπόδια, ούτε κρέας ούτε καν χορταρικά, γιατί και τα τελευταία ζωή έχουν και… υποφέρουν, όταν τα κόβουμε για να τα κάνουμε σαλάτα εμείς οι αποχόρταροι (κατά το «απάνθρωποι»)…
Είμαστε μακρινοί συγγενείς με τα χταπόδια, για αυτό έχουμε υψηλη νοημοσύνη
https://www.naftemporiki.gr/techscience/1408206/eimaste-makrinoi-syggeneis-me-ta-chtapodia-gia-ayto-echoyn-ypsili-noimosyni/
Αγαπητή Βασιλική έχεις δει ποτέ ντοκιμαντέρ του National Geographic ή άλλου, για το πώς οι νόμοι της φύσης έχουν προβλέψει και ζώα χορτοφάγα αλλά και ζώα σαρκοφάγα; Υπάρχουν δηλ. άνθρωποι που δηλώνουν τάχα πως σέβονται τη Φύση, και όμως τη χαρακτηρίζουν… “ανάλγητη” εξαιτίας της τροφικής αλυσίδας;
Οι άνθρωποι, δεν είμαστε από άλλον πλανήτη, κομμάτι της φύσης είμαστε. Εξαιτίας του Λογικού μπορούμε να επιλέγουμε τη διατροφή μας, όποια κι αν είναι η επιλογή μας, αποτελεί μια απόλυτα φυσική επιλογή.
Άλλο πράγμα η υπερκατανάλωση ή η καταπόνηση της γης, που μπορεί να αφορά και τους χορτοφάγους και τους βίγκαν, και άλλο το να βρίζουμε τη φύση επειδή τα λιοντάρια ξεσκίζουν σε κομμάτια όταν ακόμα είναι ζωντανές, τις μικρές και χαριτωμένες αντιλόπες.
Πώς γίνεται, άτομα που εκφράζουν οικολογικές ευαισθησίες,ταυτόχρονα να μην έχουν συνέπεια στο λόγο τους και να μιλάνε με τρόπο που σε κάνει να υποψιαστείς πως μισούν και θα ήθελαν να εξοντώσουν τα σαρκοφάγα ζώα, να εξοντώσουν δηλ. την ίδια τη φύση και τους νόμους της.
Η Φύση δεν διδάσκει καμάι διατροφική ανωτερότητα, ούτε διδάσκει κάποια αποκλειστικότητα στη διατροφή.
Ας συνέλθουμε λοιπόν, κι αν αγαπούμε όντως τη Φύση, ας φροντίσουμε να το εννοούμε με πλήρη συνέπεια λόγων και σκέψης.
Λυπάμαι που βλέπω τη Βασιλική να γράφει “Χριστιανοί” και να το συσχετίζει με το… χταπόδι, όταν ξέρει πως οι Απόστολοι του Κυρίου ήταν ψαράδες, άρα έπιαναν ψάρια και τα έτρωγαν οι ίδιοι ή τα πουλούσαν σε άλλους για να τα φάνε. Επίσης, ο ίδιος ο Ιησούς Χριστός, ο Υιός του Θεού, έφαγε ψάρι αλλά και μέλι, αποδεικνύοντας μας ότι σίγουρα δεν ήταν ούτε χορτοφάγος, ούτε βίγκαν…
“Του έδωσαν ψητό ψάρι και κηρύθρα με μέλι [και] τα έφαγε μπροστά τους” (Λουκ. 24,42-43).
Τι να κάνουμε! Κάτι πρέπει να φάμε….αλλιώς θα πάμε από ασιτία!
Αλλωστε κανείς δεν νανουρίζει χταπόδια οπότε το διακωμώδησε γι΄αυτόν τον λόγο! Αν επρόκειτο για γατί φερ΄ειπείν, το νανούρισμα θα ταίριαζε!
Προτείνω η κοινωνία των (χριστιανών και ακόμη σκεπτόμενων) πολιτών να ενεργοποιηθεί και να προσφύγουμε στα δικαστήρια διότι με το κείμενο που περιέχεται στο ανθολόγιο και συγκρίνει το Χριστό με τη γάτα προσβάλλει το θρησκευτικό αίσθημα των χριστιανών ορθοδόξων μαθητών και των γονέων τους. Ας μην καθόμαστε στα αυγά μας. Σκεφτείτε πως θα αντιδρούσαν οι ΛΟΑΤΚΙδες αν περιλαμβάνονταν ένα προσβλητικό για το συνάφι τους κείμενο…
Συμφωνω απολυτως με τον Κο Γιωργο. Δεν ειμαι Δικηγορος,αλλα αν καποιος/καποιοι προσφυγουν στην Δικαιοσυνη, εγω ειμαι ετοιμος να συμετασχω και να βοηθησω αν και οσο οι μικρες μου δυναμεις το επιτρεπουν.
Βλεπουμε τα στραβα (εν προκειμενω καταστρεπτικα) και καθημενοι στον καναπε,κρινομε και κατακρινομε. Και αυτοι
τον χαβα τους. Συνεχιζουν.
Μηπως ειμαστε αξιοι της μοιρας μας?