Πρόσφατα, ο Πρόεδρος της Αμερικής έστειλε στην αμερικανική Γερουσία για επικύρωση τη Συνθήκη για το Δίκαιο της Θάλασσας. Αυτή είναι η τέταρτη φορά που η αμερικανική κυβέρνηση επιχειρεί να πείσει τη Γερουσία να επικυρώσει τη Συνθήκη αυτή, που είναι κρίσιμη για τα αμερικανικά συμφέροντα. Η πρώτη φορά ήταν το 2000 επί κυβέρνησης Κλίντον, η δεύτερη το 2004 επί κυβέρνησης Μπους και η τρίτη επί κυβέρνησης Ομπάμα το 2009. Ωστόσο και τις τρεις φορές η Γερουσία δεν επικύρωσε τη Συνθήκη. Προφανώς, το Υπουργείο Εξωτερικών των ΗΠΑ έπεισε το Πρόεδρο Ομπάμα να στείλει πάλι τη Συνθήκη στην Αμερικανική Γερουσία, που ελέγχεται από τους Δημοκρατικούς, χωρίς όμως να είναι βέβαιη ούτε τώρα η επικύρωσή της.
Το πρόβλημα όμως έγκειται στο γεγονός ότι δεν διάκεινται ευνοϊκά έναντι της Συνθήκης για το Δίκαιο της Θάλασσας όλοι οι Δημοκρατικοί Γερουσιαστές και κατά συνέπεια αναμένεται η συζήτηση να προκαλέσει αρκετές και έντονες διαμάχες. Είναι επίσης γνωστό ότι κάποιοι Γερουσιαστές δεν έχουν διαβάσει (θυμίζει λίγο Ελλάδα) καν τις διατάξεις της Συνθήκης και γι αυτό εκφράζονται φόβοι ότι την ώρα της ψηφοφορίας θα ψηφίσουν τελικά εκείνη την πλευρά που θα έχει επιδείξει τον καλύτερο μηχανισμό πειθούς σχετικά με τη σχέση Συνθήκης και αμερικανικών συμφερόντων. Εύχεται κανείς τα πράγματα αυτή τη φορά να είναι διαφορετικά και κάποιοι Γερουσιαστές που αντιδρούν, να αντιληφθούν τη σπουδαιότητα αυτού του νέου “Συντάγματος” των Ωκεανών και των Θαλασσών επικυρώνοντας τη Συνθήκη. Πάντως, τα πράγματα παραμένουν δύσκολα διότι κατά το αμερικανικό Σύνταγμα χρειάζεται πλειοψηφία 2/3 (67 επί 100 γερουσιαστών) των μελών της Γερουσίας για να επικυρωθεί μια τέτοια διεθνής συνθήκη. Επομένως, δεν χρειάζεται μόνο η θετική ψήφος όλων των Δημοκρατικών Γερουσιαστών αλλά και αρκετών Ρεπουμπλικάνων ώστε να συγκεντρωθεί η αναγκαία πλειοψηφία για την επικύρωση.
Για να καταλάβουμε καλύτερα το πρόβλημα πρέπει να πάμε τριάντα χρόνια πίσω. Τα πρώτα σύννεφα στις σχέσεις των ΗΠΑ με τη Διάσκεψη για το Δίκαιο της Θάλασσας εμφανίστηκαν όταν τις προεδρικές εκλογές του 1980 τις κέρδισαν οι Ρεπουμπλικάνοι. Από τις πρώτες ημέρες της νέας κυβέρνησης Ρήγκαν φάνηκε ότι θα ακολουθηθεί μια υπερσυντηρητική πολιτική στα εσωτερικά αλλά και στα εξωτερικά θέματα. Έτσι, πολύ γρήγορα ο Πρόεδρος Ρήγκαν ανακοίνωσε ότι αναστέλλονται οι διαπραγματεύσεις ώστε η νέα κυβέρνηση να μπορέσει να μελετήσει και να επανεξετάσει τις αμερικανικές θέσεις γύρω από το πρόβλημα της εκμετάλλευσης των ωκεάνιων βυθών.
Στις 7 Μαρτίου 1981, δύο μέρες πριν αρχίσει η 10η Σύνοδος της Διάσκεψης για το Δίκαιο της Θάλασσας, ο Πρόεδρος Ρήγκαν αντικατέστησε την ηγεσία της αντιπροσωπείας tων ΗΠΑ. Αυτή η στάση των Ρεπουμπλικάνων προκάλεσε αίσθηση στις περισσότερες αντιπροσωπείες αλλά και ικανοποίηση στους αμερικανικούς κύκλους που ήταν αντίθετοι με ορισμένα άρθρα που περιλαμβάνονταν στο σχέδιο του τελικού κειμένου. Η αμερικανική κυβέρνηση ολοκλήρωσε την επανεξέταση των θέσεών της στις 29 Ιανουαρίου 1982 και έτσι δεν είχε ενεργό συμμετοχής στις διαπραγματεύσεις στη 10η Σύνοδο της Διάσκεψης. Ο Πρόεδρος Ρήγκαν ανακοίνωσε τότε ότι οι ΗΠΑ θα συμμετάσχουν στην 11η και τελική σύνοδο από 8 Μαρτίου μέχρι 30 Απριλίου 1982 για να διαπραγματευθούν με τις άλλες χώρες με στόχο να επιτευχθεί μια συμφωνία που να είναι αποδεκτή από όλους.
Σε μια τελευταία προσπάθεια, για να κερδίσουν την υποστήριξη της νέας συντηρητικής κυβέρνησης των ΗΠΑ, οι αναπτυσσόμενες χώρες δημιούργησαν ένα ειδικό τμήμα στην Σύμβαση για την προστασία των πρωτοπόρων επενδυτών (pioneer investors). Αλλά δυστυχώς ούτε αυτή η τελευταία ένδειξη καλής θέλησης δεν εκτιμήθηκε από τον Λευκό Οίκο και τις αμερικανικές πολυεθνικές εταιρείες. Έτσι όταν την τελευταία ημέρα της Διάσκεψης ήρθε το θέμα για ψηφοφορία, μόνο οι ΗΠΑ μαζί με την Τουρκία, το Ισραήλ και την Βενεζουέλα ψήφισαν κατά της νέας Σύμβασης.
Ο Πρόεδρος των ΗΠΑ και η αμερικανική κυβέρνηση παραπονέθηκαν ότι η Σύμβαση αυτή θα δημιουργούσε ένα ανεπιθύμητο προηγούμενο. Αυτό πράγματι ήταν και το κρίσιμο σημείο. Γιατί και η αμερικανική κυβέρνηση και ο Τρίτος Κόσμος γνώριζαν πως οι διατάξεις της Σύμβασης που αναφερόντουσαν στα μεταλλεύματα των ωκεάνιων βυθών αποτελούσαν μια προσπάθεια προς την δημιουργία μιας νέας οικονομικής τάξης. Ο Ρήγκαν δεν μπορούσε να υποστηρίξει μια τέτοια νέα τάξη στην θάλασσα φοβούμενος πως μια μέρα αυτή η νέα τάξη θα εισχωρήσει βαθμιαία και στον ηπειρωτικό χώρο. Δηλαδή στην ουσία τα προβλήματα που η συντηρητική κυβέρνηση των ΗΠΑ δεν κατάφερε να ξεπεράσει ήταν οικονομικού η μάλλον ιδεολογικού περιεχομένου. Ενώ οι προηγούμενες κυβερνήσεις, είτε των Ρεπουμπλικάνων είτε των Δημοκρατικών, είχαν δεχθεί την έννοια της κοινής κληρονομιάς της ανθρωπότητας, η κυβέρνηση Ρήγκαν κάτω από πίεση των εταιρειών που είχαν συμφέροντα στους ωκεάνιους βυθούς απόρριψε το Μέρος ΧΙ της Σύμβασης που ασχολείται με την εκμετάλλευση των πόρων των θαλάσσιων και ωκεάνιων βυθών.
Ο Πρεσβευτής τις Σιγκαπούρης Tommy Koh, Πρόεδρος του UNCLOS III προειδοποίησε τότε τις ΗΠΑ ότι το θέμα θα τεθεί ενώπιον του Διεθνές Δικαστηρίου στην Χάγη εάν επιχειρήσουν να εκμεταλλευθούν τους θαλάσσιους βυθούς, πέρα από την εθνική τους κυριαρχία, χρησιμοποιώντας εθνικούς νόμους που καταπατούν τις διατάξεις της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας. Επιπλέον, ο Tommy Koh που διέθετε το μεγάλο προσόν να είναι πολύ σύντομος και ακριβής στις παρεμβάσεις του πολύ σωστά διατύπωσε την γνώμη, που συμμερίζετο η συντριπτική πλειοψηφία των κρατών που υπέγραψαν την Σύμβαση, ότι:
Αν και η Σύμβαση αποτελείται από μια σειρά συμβιβασμών, αυτοί οι συμβιβασμοί σχηματίζουν μια ολότητα. Για αυτό το λόγο η Σύμβαση δεν επιτρέπει τις επιφυλάξεις. Επομένως δεν είναι δυνατόν τα κράτη να διαλέγουν αυτά που τους αρέσουν και να αγνοούν αυτά που δεν τους αρέσουν. Στο διεθνές δίκαιο, όπως και στο εσωτερικό δίκαιο, τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις πάνε χέρι με χέρι. Επομένως είναι νομικά ανεπίτρεπτο να διεκδικούνται δικαιώματα με βάση την Σύμβαση χωρίς να υπάρχει η θέληση να αναλαμβάνονται και οι αντίστοιχες υποχρεώσεις.
Αυτή η γνώμη του Tommy Koh έδωσε τότε και ένα χαστούκι στη Τουρκία που διεκδικούσε δικαιώματα αλλά χωρίς να σέβεται τις υποχρεώσεις της.
Έτσι φτάσαμε σήμερα στη νέα πρωτοβουλία του Προέδρου Ομπάμα και ο Γερουσιαστής Κέρρυ, Πρόεδρος της Επιτροπής Εξωτερικών Υποθέσεων της Γερουσίας, κινήθηκε για να μπορέσει να βρει τον κατάλληλο κοινοβουλευτικό χρόνο ώστε να αρχίσει η ακρόαση και η συζήτηση στην Επιτροπή του και τελικά να διεξαχθεί η σχετική ψηφοφορία για την επικύρωση αυτής της σημαντικής Συνθήκης η οποία βάζει σε τάξη τα θέματα ναυσιπλοϊας, αλιείας, οικονομικής ανάπτυξης και προστασίας του περιβάλλοντος.
Ήδη η Επιτροπή είχε αρχίσει, πριν μερικούς μήνες, κάποιες συζητήσεις που αφορούν στα θέματα της Αρκτικής προσκαλώντας ειδικούς για τα θέματα της περιοχής. Προκύπτει ότι όλοι χωρίς εξαίρεση – συζητώντας τα διάφορα θέματα που αφορούν στη στρατιωτική αξία της περιοχής καθώς και τις οικονομικές προεκτάσεις του πολύ πλούσιου Αρκτικού Πελάγους – τόνισαν τη σημασία που έχει για τη περιοχή η επικύρωση από τις ΗΠΑ της Συνθήκης για το Δίκαιο της Θάλασσας.
Έτσι, την Τετάρτη 23 Μαΐου 2012, η Γερουσία κάλεσε να αναπτύξουν τις θέσεις τους η Υπουργός Εξωτερικών Χίλλαρυ Κλίντον, ο Υπουργός Άμυνας Λέων Πανέττα και ο Αρχηγός ΓΕΕΘΑ Στρατηγός Μάρτιν Ντέμπσυ.
Η πιο εντυπωσιακή ομιλία ήταν αυτή της κυρίας Κλίντον που με τα επιχειρήματά της σίγησε τους ακροδεξιούς επικριτές της Συνθήκης. Μεταξύ άλλων τόνισε ότι οι ΗΠΑ, με την δεύτερη μεγαλύτερη ακτογραμμή και την μεγαλύτερη ναυτική δύναμη στον κόσμο θα ωφεληθεί αφάνταστα από τις διατάξεις της Συνθήκης του Δίκαιου της Θάλασσας. Υπογράμμισε επίσης ότι, με την επικύρωση, η χώρα της θα κατοχυρώσει την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας πέραν από τα 200 ναυτικά μίλια και θα της δώσει την δυνατότητα να επωφεληθεί από τις τεράστιες ποσότητες πετρελαίου και φυσικού αερίου που υπάρχει σ’ αυτή την περιοχή, κάτι που δεν μπορεί να κάνει τώρα μια και δεν έχει επικυρώσει τη Σύμβαση. Στη συνέχεια κατηγόρησε τους επικριτές της Συνθήκης που αναφέρουν ότι η Αμερική θα χάσει κυριαρχικά δικαιώματα εάν επικυρώσει τη Συνθήκη. Με έντονο ύφος τους είπε ότι θα συμβεί ακριβώς το αντίθετο γιατί θα μπορέσουν οι ΗΠΑ να εξασφαλίσουν περισσότερα κυριαρχικά δικαιώματα σε τεράστιες θαλάσσιες περιοχές όπως αυτή της ΑΟΖ που φτάνει τα 200 μίλια από τις αμερικανικές ακτές, την επέκταση της υφαλοκρηπίδας και πέραν των 350 ναυτικών μιλίων και τουλάχιστον 600 ναυτικά μίλια από τις ακτές της Αλάσκας!
Συμπερασματικά, είναι φανερό ότι χωρίς την επικύρωση της Συνθήκης η Αμερική δεν θα μπορέσει όχι μόνο να αξιοποιήσει τις δυνατότητές της αλλά και να προστατεύσει εγκύρως σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο πολλά από τα συμφέροντά της στο Αρκτικό Πέλαγος κινδυνεύοντας έτσι να βρεθεί σε πολύ μειονεκτική θέση απέναντι σε κράτη όπως η Ρωσία και ο Καναδάς, τα οποία από καιρό τώρα έχουν επικυρώσει τη Συνθήκη για το Δίκαιο της Θάλασσας.
Η Αμερική, όπως ήδη αναφέραμε, ήταν ένα από τα 4 κράτη που δεν ψήφισαν υπέρ της νέας Συνθήκης για το Δίκαιο της Θάλασσας το 1982. Από τότε αρνείται να προσχωρήσει παρόλο ότι χρησιμοποιεί διάφορα άρθρα της Συνθήκης τα οποία θεωρεί ότι εξυπηρετούν τα συμφέροντά της. Κάτι παρόμοιο κάνει και η Τουρκία η οποία κι αυτή δεν ψήφισε υπέρ της Συνθήκης και δεν σκοπεύει φυσικά να την επικυρώσει παρ’ όλον ότι πιέζεται τώρα τελευταία από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Μέχρι σήμερα 162 κράτη έχουν επικυρώσει την Συνθήκη.
Όπως είναι γνωστό, οι ωκεανοί και οι θάλασσες αποτελούν το 70% της επιφάνειας της Γης και η Αμερική, ως παγκόσμια δύναμη, έχει πολύ περισσότερους λόγους να θέλει να είναι μέρος αυτής της σημαντικής παγκόσμιας Συνθήκης, που αποτελεί ένα είδος “Συντάγματος” των ωκεανών, παρά οι Τούρκοι. Ας μην ξεχνάμε ότι η Αμερική είναι η μεγαλύτερη ναυτική δύναμη στο κόσμο, διαθέτει τεράστιες ακτές και έχει μια από τις μεγαλύτερες Αποκλειστικές Οικονομικές Ζώνες (ΑΟΖ). Έτσι, έχει πολλά να κερδίσει εάν επικυρώσει τη Συνθήκη διότι αυτή προωθεί τα αμερικανικά συμφέροντα εφόσον περιέχει άρθρα τα οποία προστατεύουν τα θέματα ναυσιπλοίας και υπερπτήσεων καθώς επίσης και θέματα που αφορούν στην προστασία του θαλάσσιου περιβάλλοντος, της ρύπανσης, της παγκόσμιας αλιείας και της εξόρυξης μεταλλευμάτων από τους ωκεάνιους βυθούς.
Τα κράτη μπορούν να διεκδικήσουν μεταλλευτικά δικαιώματα μέχρι εκεί όπου τελειώνει η υφαλοκρηπίδα τους που φτάνει τα 350 ναυτικά μίλια (ενώ σε ορισμένες περιστάσεις μπορεί να ξεπερνάει το όριο αυτό). Αυτή η περίπτωση ευνοεί αφάνταστα τις ΗΠΑ μια και είναι ένα από λίγα τα κράτη που διαθέτουν ηπειρωτικές παρυφές ιδιαίτερα στο Βόρειο Ατλαντικό, στο Κόλπο του Μεξικού, στη Θάλασσα του Μπέρινγκ και στον Αρκτικό Ωκεανό. Αλλά τα κράτη, για να διεκδικήσουν αυτά τα δικαιώματά τους, πρέπει αναγκαστικά να επικυρώσουν τη Συνθήκη ώστε οι διεκδικήσεις του να μπορέσουν να γίνουν διεθνώς αποδεκτές. Έτσι, δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι οι αμερικανικές βιομηχανίες πετρελαίου και φυσικού αερίου επιθυμούν σφόδρα την επικύρωση της συνθήκης από τη Γερουσία, μια και θα τους δώσει την ευκαιρία να εξερευνήσουν μεγάλες θαλάσσιες εκτάσεις πέρα από το 200 μίλια των ακτών των ΗΠΑ. Οι νέες και εξελισσόμενες τεχνολογίες θα επιτρέψουν την εξόρυξη πετρελαίου και φυσικού αερίου σε περιοχές που προηγουμένως δεν μπορούσαν να εξερευνηθούν. Εάν η Αμερική τελικά επικυρώσει τη Συνθήκη τότε θα μπορέσει να επεκτείνει τη περιοχή εκμετάλλευσης και παραγωγής μεταλλευμάτων σε μια επιπλέον περιοχή 300.000 ναυτικών μιλίων.
Βέβαια οι εχθροί της Συνθήκης υποστηρίζουν με φανατισμό ότι θα βλάψει τα αμερικανικά συμφέροντα και πιστεύουν ότι θα είναι σχεδόν «προδοτική» η επικύρωσή της από τη Γερουσία. Ισχυρίζονται ότι η επικύρωση της Συνθήκης θα δημιουργήσει προβλήματα σχετιζόμενα με την κυριαρχία, την ασφάλεια και την πολιτική ανεξαρτησία των ΗΠΑ. Διαμαρτύρονται διότι φαίνεται να πιστεύουν ότι η νέα Συνθήκη επιβάλλει μεταφορά τεχνολογίας και μεταφορά πλούτου από τις πλούσιες στις φτωχές χώρες. Επίσης, αναφέρουν ότι οι νέες θαλάσσιες ζώνες, που καθορίζουν αιγιαλίτιδα ζώνη 12 ναυτικών μιλίων και Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη 200 ναυτικών μιλίων, για όλα τα παράκτια κράτη, αποτελούν σοβαρά εμπόδια στα κυριαρχικά δικαιώματα των ΗΠΑ.
Θα πρέπει να σημειώσουμε εδώ, ότι η Συνθήκη των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας αποτελεί πλέον μέρος του διεθνούς δικαίου. Ακόμα και η Κίνα έχει επικυρώσει τη Συνθήκη όχι γιατί δεν είχε προβλήματα με μερικά άρθρα, αλλά διότι κατάλαβε την αξία της για τη παγκόσμια κοινωνία και διότι πιστεύει ότι υπάρχουν ακόμα περιθώρια για βελτιώσεις με τη προϋπόθεση ότι κάποιο κράτος έχει προσχωρήσει στη Συνθήκη. Οι ΗΠΑ δεν μπορούν να παριστάνουν ότι παραμένουν το πιο σημαντικό κράτος το κόσμου και συγχρόνως αγνοούν ή και, μερικές φορές, περιφρονούν σημαντικές διεθνείς συμφωνίες.
Οι Αμερικανοί, όπως το συνηθίζουν, αποδέχονται και χρησιμοποιούν όποια άρθρα τους συμφέρουν και αγνοούν όσα δεν εξυπηρετούν τα συμφέροντά τους. Έτσι δεν διαφέρουν καθόλου από τους Τούρκους που ακολουθούν παρόμοια τακτική. Παρ’ όλο ότι και οι δυο χώρες δεν έχουν υπογράψει και δεν έχουν επικυρώσει τη Συνθήκη για το Δίκαιο της Θάλασσας, έχουν υιοθετήσει Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη (ΑΟΖ) 200 ναυτικών μιλίων, η μεν Αμερική σε όλες τις ακτές της, η δε Τουρκία στη Μαύρη Θάλασσα.
Η ΑΟΖ, όμως, αποτελεί μια νέα έννοια του διεθνούς δικαίου που δημιουργήθηκε στη νέα Σύμβαση του Δίκαιου της Θάλασσας. Ας θυμίσω και πάλι ότι η Σύμβαση ψηφίσθηκε το 1982 στον ΟΗΕ, ενώ ΗΠΑ και Τουρκία την καταψήφισαν. Εδώ φαίνεται σαφώς και η μεγάλη υποκρισία τόσο των ΗΠΑ όσο και της Τουρκίας που ενώ διαθέτουν οι ίδιες ΑΟΖ, δεν βλέπουν με καλό μάτι τη δημιουργία ΑΟΖ από την Ελλάδα. Μέγιστη υποκρισία δύο μέτρων και δύο σταθμών.
Τώρα, που οι ΗΠΑ περνούν δύσκολές στιγμές παγκοσμίως, έχει έρθει η ώρα να επανακτήσουν ένα μέρος του γοήτρου τους επικυρώνοντας τη σπουδαία αυτή Συνθήκη για το Δίκαιο της Θάλασσας η οποία δημιούργησε κανονισμούς διαχείρισης του 70% της επιφάνειας του πλανήτη Γη.
http://www.infognomonpolitics.blogspot.co.uk/2012/05/blog-post_3646.html
1 comment
«Η πιο εντυπωσιακή ομιλία ήταν αυτή της κυρίας Κλίντον που με τα επιχειρήματά της σίγησε τους ακροδεξιούς επικριτές της Συνθήκης.»
Μᾶλλον τοὺς ἀπεστόμωσε ἡ κυρία Κλίντον ἤ, ἔστω, τοὺς ὐπεχρέωσε νὰ σιγήσουν. Ἀλλὰ εἶναι σόλοικο νὰ γράφουμε ὅτι τοὺς «σίγησε» …