Ἡ κρίση πού μᾶς ἀπασχολεῖ ὡς κοινωνία καί ὡς ἔθνος δέν εἶναι μόνο οἰκονομική καί κοινωνική. Ἔχει προσφυώς λεχθεῖ ὅτι οἱ διαστάσεις της περιλαμβάνουν καί ζητήματα οὐσιαστικά, πού καθορίζουν τήν ἀντίληψή μας καί τήν παράσταση πού ἔχουμε γιά τόν κόσμο καί γιά τή θέση μας σέ αὐτόν. Δηλαδή, ἡ κρίση πού ἐκδηλώνεται ὡς οἰκονομικό καί κοινωνικό φαινόμενο, ἐπεκτείνεται καί στόν τρόπο πού ἀντιλαμβανόμαστε τόν κόσμο καί ἀντιδροῦμε στίς πραγματικότητές του.
Αἰνιγματική καί προβληματική φαίνεται σήμερα νά εἶναι ἡ θέση πού κατέχει ἡ ταυτότητά μας στό συλλογικό ὑποσυνείδητό μας. Σήμερα, τμήματα τοῦ ἑλληνικοῦ πληθυσμοῦ ἀμφισβητοῦν τήν καθιερωμένη μέσα στούς αἰῶνες σχέση μας μέ τήν ἑλληνική ἀρχαιότητα, ἀλλά καί μέ τούς μακρεῖς αἰῶνες τοῦ Βυζαντίου. Οἱ ἀμφισβητήσεις αὐτές, πού ξεκινοῦν ἀπό τόν εὐρωπαϊκό Διαφωτισμό τοῦ 18ου αἰώνα, κυριαρχοῦν τελευταῖα σέ ἀκαδημαϊκά περιβάλλοντα πού ἐπηρεάζονται ἀπό τήν ἀγγλοσαξωνική σχολή σκέψης καί ἱστοριογραφίας.
Χαρακτηριστικό φαινόμενο κρίσης ταυτότητας ἀποτελεῖ ἡ θέση πού κατέχει στό συλλογικό ὑποσυνείδητο, ἀλλά καί στήν ἐπιστημονική κοινότητα ἡ χιλιόχρονη Βυζαντινή Αὐτοκρατορία. Πρόκειται, βέβαια, γιά μία φάση τῆς μακρόχρονης κρίσης ταυτότητας πού μᾶς ταλανίζει ἀπό τήν ἐποχή τῆς Δ΄ Σταυροφορίας, τόν 13ο αἰώνα, ὅταν ἡ Βυζαντινή Αὐτοκρατορία κατακτᾶται καί διαμελίζεται διαμοιραζόμενη ἀπό τούς Δυτικούς. Ἔκτοτε, ἰδεολογικές ἀντιπαραθέσεις, διχασμοί καί ἀτέρμονες συζητήσεις ἐπικεντρώνονται στό ἐρώτημα ἄν ἀνήκουμε ὡς ἔθνος καί χώρα στήν Ἀνατολή ἤ στή Δύση, ἐρώτημα πού μόνιμα ξεκινᾶ ἤ καταλήγει σέ ἀπορία γιά τό Βυζάντιο.
Παρά τό ὅτι ἡ Ἀνατολική Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία,τό λαϊκό σῶμα καί τμῆμα τῆς διανόησηςἐκφράζονται μέ ἐνθουσιασμό γιά τάἐπιτεύγματα καί τή σημασία τῆς χιλιόχρονηςἑλληνικῆς αὐτοκρατορίας, ἔχει διαδοθεῖ μίαἀρνητική ἀντίληψη πού χαρακτηρίζει τόΒυζάντιο ὡς μία περίοδο ὀπισθοδρόμησης καίβαρβαρισμοῦ, ἀνάλογη πρός τόν Μεσαίωνα τῶνΔυτικῶν. Ἡ εἰκόνα αὐτή τοῦ Βυζαντίου ξεκινᾶ ἀπό τόν εὐρωπαϊκό Διαφωτισμό καί περιγράφηκε στή γεμάτη παρανοήσεις καί διαστρεβλώσεις Ἱστορία τοῦ Γίββωνα. Σήμερα, λοιπόν, κυριολεκτικά ἰσχύει ἡ παρατήρηση τοῦ Φώτη Κόντογλου, μισό αἰώνα πρίν, ὅτι τό Βυζάντιο ἀποτελεῖ «σημεῖο ἀντιλεγόμενον». Σχετικό εἶναι καί τό γεγονός ὅτι μερίδα τοῦ ἀκαδημαϊκοῦ κατεστημένου στή χώρα μας φαίνεται νά ἐγκαταλείπει τήν ἀντίληψη τῆς συνέχειας τῆς ἑλληνικῆς ἱστορίας καί νά ἀρνεῖται τήν ἱστορικότητα τοῦ ἑλληνικοῦ ἔθνους. Ἡ θεωρητική ὀργανική σύνθεση πού συνέδεε τήν κλασσική ἀρχαιότητα καί τό Βυζάντιο μέ τόν Νέο Ἑλληνισμό, προϊόν τῆς ρομαντικῆς ἱστορικῆς ἀνάλυσης τοῦ 19ου αἰώνα δέν γίνεται ἀποδεκτή ἀπό πολλούς σήμερα.
Ὑποστηρίζεται ὅτι τό ἑλληνικό ἔθνος εἶναι σύνθεση πού ἀκολουθεῖ τή συγκρότηση τοῦ ἑλληνικοῦ κράτους, δηλαδή ἀποτέλεσμα διεργασιῶν κατά τόν ἑλληνικό Διαφωτισμό τόν 18ο αἰώνα. Ἡ ἄποψη αὐτή, πού ἐπιτυχῶς χαρακτηρίσθηκε ὡς ἐθνομηδενισμός, συνδυάζεται μέ μία ἐξιδανίκευση τῆς Τουρκοκρατίας, σύμφωνα μέ τήν ὁποία ἡ καταπιεστική καί ὀπισθοδρομική Ὀθωμανική Αὐτοκρατορία, τῆς ὁποίας κύρια σκοπιμότητα ἦταν ἡ ἀπομύζηση τῶν ὑπηκόων της, παίρνει ἄφεση ἁμαρτιῶν καί ἐξωραΐζεται. Κυρίως ὅμως κατακερματίζεται καί ἀπονευρώνεται ἡ ἑλληνική ἱστορία μέ ὅ,τι αὐτό μπορεῖ νά συνεπάγεται. Γιά παράδειγμα, ἀρνούμενοι τήν σύνδεση τῆς παράδοσής μας μέ τήν βυζαντινή οἰκουμενικότητα, ἐκμηδενίζουμε τή σημασία καί τή βαρύτητα τοῦ ἑλληνικοῦ κοινοτικοῦ συστήματος κατά τήν Τουρκοκρατία καί ἰδιαίτερα κατά τήν τελευταία καί κρίσιμη φάση της. Ἀνάλογα ἡ ἀποσύνδεσή μας ἀπό τούς βυζαντινούς αἰῶνες ἀφήνει μετέωρη τήν πραγματικότητα καί τήν μοναδικότητα αὐτοῦ πού ὀνομάζουμε «Καθ’ ἡμᾶς Ἀνατολή». Οἱ ἀντιλήψεις αὐτές, λοιπόν, δέν μποροῦν νά προσφέρουν ἕνα πλαίσιο καί μία πειστική ἀφήγηση γιά τούς μακρούς αἰῶνες, τούς γεμάτους ἑλληνική παρουσία καί τεράστια παραγωγή τέχνης καί λογοτεχνίας, πού κανείς δέν ἀμφισβητεῖ τόν ἑλληνικό τους χαρακτῆρα. Οὔτε ἔχουν ὑποστηριχθεῖ καί δέν βασίζονται σέ ἐπιστημονικές ἐκδόσεις ἤ σέ συνθετικές ἐργασίες.
Ὅπως καί νά ἐρμηνεύσουμε τίς ἐξελίξεις αὐτές τό συμπέρασμα παραμένει καί συνοψίζεται στό ὅτι εἶναι ἀπολύτως καί κατεπειγόντως ἀναγκαία ἡ ἐπιβεβαίωση τῆς σχέσης μας μέ τήν ἀρχαιότητα καί μέ τούς δέκα αἰῶνες τοῦ Βυζαντίου. Μᾶς χρειάζεται καί πάλι ἡ δημιουργική ἐκείνη μελέτη καί ἐνασχόληση πού ὁδήγησε στήν ἔκδοση ἔργων, ὅπως ἡ ἱστορία τοῦ Κωνσταντίνου Παπαρρηγόπουλου, ἡ συλλογική Ἱστορία τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους τῆς Ἐκδοτικῆς Ἀθηνῶν ἤ ἡ ἱστορία τοῦ Νέου Ἑλληνισμοῦ τοῦ Ἀπόστολου Βακαλόπουλου.
Εἶναι αὐτονόητο ὅτι ἡ ἐπιμονή μας στίς μελέτεςτῆς φιλολογίας, τῆς λαογραφίας καί τῆς τέχνηςτοῦ Βυζαντίου, οἱ ὁποῖες τίς τελευταῖεςδεκαετίες ἀνθίζουν στή χώρα μας, πρέπει νάδιατηρηθεῖ καί νά ἐνισχυθεῖ μέ τά μέσα πούδιαθέτουμε, καί αὐτά δέν εἶναι λίγα. Εὐτυχῶς καί μέ χαρακτηριστική συνέπεια ὁ ἑλληνικός λαός καί ἡ ἑλληνική διανόηση τιμοῦν τό Βυζάντιο μέ τόν τρόπο πού τοῦ ἀξίζει.