Γράφει ο Δημήτρης Νατσιός.
«Αχ, τα παιδάκια του σωλήνα
ποτέ δεν βγήκατε ταξίδι
εκεί που ζούσε η Μπουμπουλίνα
Ύδρα, Ψαρά και Γαλαξίδι»
Νικ. Γκάτσος
Μεγάλη πνευματική φυσιογνωμία, ο Γιάννης Βλαχογιάννης (1867-1945), κολοσιαία η προσφορά του στην νεοελληνική ιστορία, ιδίως του Εικοσιένα.
Καρπός της πολύχρονης και ασίγαστης προσπάθειάς του για την ανάδειξη της Παλιγγενεσίας ήταν, μεταξύ άλλων, η ανακάλυψη, η αποκρυπτογράφηση, λόγω της δύστροπης γραφής, και η έκδοση των απομνημονευμάτων του Μακρυγιάννη (1907), η βιογραφική αρχειακή μελέτη του για τον Καραϊσκάκη, την οποία έγραψε με τρεμάμενα χέρια, εν μέσω της βαρυχειμωνιάς της Κατοχής (1943), και πολλά άλλα σπουδαία έργα, με τα οποία ξαναζωντανεύει, με την στιβαρή και πλούσια, δημώδη γλώσσα του, τα «Μεγάλα Χρόνια». Έτσι, «Μεγάλα Χρόνια», τιτλοφόρησε κι ένα εξαιρετικό βιβλίο του, το οποίο εκδόθηκε το 1930. Το συγκεκριμένο βιβλίο περιέχει μικρές ιστορίες από το αθάνατο ’21, οσμή ευωδίας …ηρωικής, μοσχοβολά το ολιγοσέλιδο αυτό πετράδι, μεταλλείο πολύτιμο, για όσους κατανοούν ότι η παράδοσή μας είναι η ρίζα και το θεμέλιο του εθνικού μας βίου.
Πολλές φορές αποσπώ από το βιβλίο, ιστορίες του Βλαχογιάννη και τις διδάσκω στους μαθητές μου, να γνωρίσουν τα παιδιά ότι κάποτε σε τούτο τον κατασυκοφαντημένο τόπο, ζούσαν άνθρωποι, απροσκύνητοι και αδούλωτοι λεβέντες, που ανέβαιναν στα κορφοβούνια για, «Να ‘χουν τα βράχια αδέρφια τους, τα δέντρα συγγενάδια,/ να τους ξυπνούν οι πέρδικες, να τους κοιμούν τα αηδόνια/και στην κορφή της Λιάκουρας να κάνουν το σταυρό τους…».
Χρόνια ζητιανεύουμε στα ξένα παζάρια, ελεεινά ψίχουλα πνευματικής ζωής και τροφής, περιφρονώντας τα τιμαλφή, τα ατίμητα πλούτη της εθνικής μας παράδοσης, γι’ αυτό και καταντήσαμε «των Ευρωπαίων περίγελα και των αρχαίων παλιάτσοι».
Αφήσαμε κι όλο αυτό το νεοταξικό κηφηναριό, να διοχετεύσει τις κουτσουλιές του μες στην εκπαίδευση, να «μορφώνουμε» ραγιάδες, «σκυφτούς για το χαράτσι» όπως γράφει ο Παλαμάς στο έξοχο ποίημά του «Γύριζε».
Το έχω ξαναγράφει: Το μέλλον της πατρίδας δεν κρίνεται στο ερεβώδες «Μαξίμου» ούτε στην Βουλή των ασυστόλων ή από τους αργυραμοιβούς των Βρυξελλών. Το μέλλον της κρίνεται στις σχολικές τάξεις. Από τα θρανία θα ξεπηδήσει το μέλλον. Αν ξεκουμπιστεί το ψευτορωμαίικο κι όλο αυτό το φοβερό σκουπιδαριό που το δορυφορεί και έρθει το «ποθούμενο», οφείλουμε να διδάσκουμε στα παιδιά, μία γενιά, μόνο το Εικοσιένα.
Λάμπει η πίστη και η φιλοπατρία στα αιματοβαμμένα κείμενα των αγωνιστών. Πίστη και φιλοπατρία είναι οι δύο πνεύμονες με τους οποίους ανάσαινε το Γένος ανά τους αιώνες. Όσο αναπνέουμε τις αναθυμιάσεις που αναδίδουν τα σάπια υποπροϊόντα του χρεοκοπημένου «δυτικού πολιτισμού», θα βρισκόμαστε σε κατάσταση αφασίας.
Από τα «Μεγάλα Χρόνια» του Βλαχογιάννη, για να επανέλθω, μοίρασα και διαβάσαμε στην τάξη μου, ένα καταπληκτικό κείμενο με τίτλο «ο χαρακόπος».
Το παραθέτω:
«Ο γέρος, εκεί που ψυχοπάλευε, φώναξε το παιδί του, τον ακριβό του κληρονόμο.
Του είπε:
-Ο ήρωας ο παππούς σου πεθαίνοντας μου άφησε ένα θησαυρό, αυτόν που βλέπεις. (Και τούδειξε ένα κουτί χρυσόδετο). Μου άφησε τ’ άγιο τ’ όνομά του να λατρεύω και να λιβανίζω το κουτί. Τώρα σου τ’ αφήνω και τα δύο. Εγώ στο κουτί αυτό και στ’ όνομα δε μπόρεσα να βάλω τίποτε άλλο παρά τους κόπους μου μονάχα για να στρώσω τη ζωή σου αναπαμένη κι ήρεμη. Κύτταξε να ζήσης να χαρής τα πλούτη σου-όμως το κουτί να τόχης φυλαχτό, και τ’ όνομα τιμή σου. Κατάρα σου αφήνω!
Πέθανε ο γέρος. Κι ο νιος σ’ όχι πολλά χρόνια σκόρπισε τ’ αγαθά που απόχτησε άκοπα και λέρωσε και τ’ όνομά του το πατρογονικό. Το κουτί όμως δεν το πείραζε, όχι σαν ιερό πράμα που ήταν, αλλά σαν καταφύγιό του στερνό που θα γινότανε μία μέρα.
Τέλος έσωσε τα λιγοστά λεφτά που τούμεναν. Έφτασε και στο κουτί.
Έπιασε τ’ άνοιξε μ’ αντικλείδι. Κ’ ηύρε μέσα κόκκαλα ξερά και τίποτ’ άλλο. Λοιπόν αυτός ήταν ο ατίμητος θησαυρός; Η απελπισία του ξέσπασε σ’ οργή μεγάλη για του πατέρα του το χλευασμό. Με τον παππού του δεν είχε κανένα λόγο να θυμώνη. Και τα κόκκαλα τίποτα δεν τούλεγαν. Τον άλλον όμως, τον πατέρα, ήθελε να τον ξεδικηθή. Και πώς;
Άξαφνα παρηγορήθηκε. Έκλεισε πάλι με φροντίδα το κουτί. Το πήρε και το πήγε σ’ έναν τοκογλύφο.
-Σου φέρνω το ιερώτερο κειμήλιο του σπιτιού μου, είπε του παππού τα κόκκαλα. Δάνεισέ μου ένα κατοστάρικο.
Ο τοκιστής χωρίς ν’ ανοίξη το κουτί, το κύτταξε απόξω με προσοχή.
-Το κουτί σου δεν αξίζει και μεγάλα πράματα, είπε.
-Χάρισμά σου το κουτί, αποκρίθηκε το παληκάρι. Εγώ σου πουλώ τα κόκκαλα. Τα θέλεις;
Ο τοκοφλύφος χαμογέλασε. Αμίλητος, έδωσε το κατοστάρικο. Άδειασε ύστερα τα κόκκαλα μέσ’ τα σκουπίδια και κράτησε μονάχα το κουτί».
(σελ. 130, εκδ. ΕΣΤΙΑΣ)
Αυτή είναι νομίζω η ιστορία της σύγχρονης Ελλάδας. Έτσι με τον αψύ, βουνίσιο λόγο του Βλαχογιάννη, μαθαίνουν και εύκολα κατανοούν, το δράμα της πατρίδας τους, τα μικρά παιδιά.
Στο κείμενο του Βλαχογιάννη συλλαβίζουμε την νεότερη ιστορία μας.
Είμαστε μία μικρή χώρα. «Ένα πέτρινο ακρωτήρι στη Μεσόγειο, που δεν έχει άλλο αγαθό παρά τους αγώνες του λαού της, τη θάλασσα και το φως του ήλιου». (Από την ομιλία του Σεφέρη στην Στοκχόλμη το 1963, όταν παρέλαβε το Νόμπελ).
Το κουτί, η χρυσόδετη λειψανοθήκη-τα κόκκαλα των Ελλήνων, τα ιερά-είναι (ήταν;) ο ατίμητος θησαυρός μας. Οι ηρωικώς αθλήσαντες παππούδες μας, οι Κολοκοτρωναίοι, οι Καρατασαίοι, «έκαμαν το πατριωτικόν τους χρέος, έκτισαν μεγάλην πατρίδα». (Παπαδιαμάντης).
Οι γιοί τους, οι πατεράδες μας, μέχρι την γενιά του ’40, κρατούσαν το δεντρολίβανο της πίστεως και της φιλοπατρίας και θυμιάτιζαν το Εικονοστάσι του Γένους. Μεθούσαν με τ’ αθάνατο κρασί του Εικοσιένα.
Και μετά μας πλάκωσαν τα μιάσματα του φραγκολεβαντινισμού και τα αποστήματα της δυτικολαγνείας, «οι νάνοι, οι ανορθούμενοι επ’ άκρων ονύχων» που σκόρπισαν τα αγαθά που απόχτησαν άκοπα και λέρωσαν και τ’ όνομα το πατρογονικό. («Παλιόψαθα των Εθνών», ο καημός του Μακρυγιάννη. «Τα παιδάκια του σωλήνα»).
Έσωσαν τα λεφτά, γευτήκαμε και τις γουρουνοτροφές, τα ξυλοκέρατα και, αντί να επιστρέψουμε στο πατρογονικό μας αρχοντικό, πήγαμε στους τοκογλύφους, στις χαμογελαστές συμμορίες της οικουμένης.
Επαίτες, ψωμοζητούντες, εκλιπαρούμε για ένα «κατοστάρικο», μια δόση δανείου, πουλώντας τα κόκκαλα, την λειψανοθήκη της μνήμης και της αξιοπρέπειας. Και οι τοκογλύφοι, τα λερναία θηρία, πέταξαν στα σκουπίδια-τα άγια τοις κυσί-τα λευκασμένα οστά των παππούδων. Για ένα «κατοστάρικο» πουλάμε και μνήμη και πατρίδα.
Ρώτησα τους μαθητές μου. Και τώρα τι κάνουμε εμείς, οι γιοί, οι ανίατα χαροκόποι; (=γλετζέδες);
«Να πάμε να ψάξουμε στα σκουπίδια, να φτιάξουμε καινούργια λειψανοθήκη». «Να γίνουμε και εμείς σαν τους παππούδες μας». (Αθώες ψυχές, όπως τις έπλασε ο Θεός. Εμείς, οι τρανοί, θα γελάσουμε με ειρωνεία. Έχει γεμίσει φωλιές φόβου, απιστίας και δουλοπρέπειας η ψυχή μας).
Και όταν σε ρωτάει ο μικρός μαθητής, «εσείς τι λέτε να κάνουμε, κύριε;», τι απαντάς; Έχω μες στην αίθουσα, κρεμασμένα στους τοίχους, κάδρα των αγωνιστών του ’21. (Η μόδα είναι να αναρτούμε αφίσες με γατάκια, σκυλάκια ή διάφορες νεοταξικές σαχλαμάρες).
Έδειξα με το χέρι μου την Μπουμπουλίνα, τον Μάρκο, τον Παύλο Μελά και ψέλισσα – δεν είχα άλλη απάντηση, ντρέπομαι για την Ελλάδα που τους παραδίδουμε- να, ό,τι έκαναν αυτοί…
9 comments
Ἰδοὺ τί ἔκανε ἡ γενιά τοῦ 1821 γιὰ τὰ Ἐθνικὰ Δάνεια :
Ἡ Γ’ Ἐθνοσυνέλευσις τῆς Τροιζῆνος τοῦ 1827 ἀνεγνώρισε ὅτι χρήματα, γιὰ νὰ πληρώσει τὶς ἐπερχόμενες δόσεις τῶν δύο Δανείων τῆς Ἀνεξαρτησίας, τὸ ἔθνος δὲν εἶχε. Ἀλλὰ καὶ ὅσα εἶχε ἔπρεπε νὰ ἀφιερωθοῦν, πρῶτον, στὸν στρατό, τόσον γιὰ νὰ κρατήσει ὅσες περισσότερες περιοχὲς μποροῦσε ἐλεύθερες, ὅσον καὶ γιὰ νὰ ἐλέγξει ἐσωτερικὲς διαμάχες, δεύτερον, στὴν ἀνοικοδόμηση τῶν ἀπολύτως ἀπαραιτήτων δημοσίων κτιρίων, τὰ ὁποῖα ἦταν ὅλα κατεστραμμένα καί, τρίτον, στὴν περίθαλψη τῶν ἐνδεῶν καὶ τῶν προσφύγων. Ἐν τούτοις, ἡ Ἐθνοσυνέλευσις δὲν ἀπεκήρυξε ὁλωσδιόλου τὰ δάνεια. Δεδομένης τῆς μηδενικῆς ὠφελείας ποὺ εἶχε ἡ χώρα, θὰ μποροῦσε νὰ τὰ χαρακτηρίσει «ἐπαχθὲς χρέος», ὅπως θὰ ἔλεγαν μερικοὶ σήμερα. Θὰ μποροῦσε καὶ νὰ ἐπιχειρήσει νὰ περιορίσει τὸ ὀφειλόμενο ποσὸν μὲ τὸ σκεπτικὸν ὅτι τὰ δάνεια συνῆψε Ἐθνοσυνέλευσις στὴν ὁποία ἀντεπροσωπεύοντο καὶ ἐπαρχίες, οἱ ὁποῖες ἔμειναν, τελικῶς, ὑπόδουλες. Ἀντιθέτως, ἡ Ἐθνοσυνέλευσις ἀνεγνώρισε τόσον ὅτι ἡ Ἑλλὰς ἦτο ὑπόχρεως εἰς ἐκείνους ποὺ τῆς ἐνεπιστεύθησαν χρήματα εἰς καιροὺς χαλεπούς, ὅσον καὶ ὅτι ἡ καταρράκωσις τῆς δημοσίας της πίστεως θὰ τῆς ἔφερε τεράστιες δυσχέρειες στὸ μέλλον. Ἔτσι, ἐπεδίωξε συμβιβασμὸν μὲ τοὺς πιστωτές της. Ὁριστικὸς συμβιβασμὸς ἐπετεύχθη μόνον μετὰ 51 ἔτη.
Αὐτὰ τὰ λέμε στὰ παιδιά ; Ἢ τὰ παραμυθιάζουμε μὲ ἱστορίες γιὰ «τοκογλύφους» ; Ἔτσι γιὰ νὰ δοῦμε κι ἐμεῖς ποιοί εἶναι πατριῶτες καὶ ποιοί ἁπλοῖ ἀπατεῶνες.
Όταν μπει σε κίνηση η βλακεία, κυρ Γεωργάνα, ουδείς μπορεί να την σταματήσει…(Σεφέρης).
Δὲν σημαίνει ὅτι δὲν μπορεῖ κανεὶς νὰ δοκιμάσει. Ἔτσι, γιὰ νὰ μὴν ἀφήνει τοὺς συνειδητῶς ψευδομένους νὰ ἁλωνίζουν. Μάλιστα « μεγαλύτερη τιμὴ τοὺς πρέπει» ἐκείνων πού, ἐνῶ γνωρίζουν καὶ τὴν βλακεία καὶ τὴν συνακόλουθο κακία τῶν συνομιλητῶν τους, έπιλέγουν νὰ τοὺς φωτίσουν μὲ πραγματικὲς πληροφορίες καὶ ὄχι νοθευμένες. Ἀλλά φαίνεται ὅτι ἡ ἔλλειψις ἀντιλόγου ἀπὸ τοὺς χειμαζομένους μαθητάς, καταντᾶ τὸν διδάσκοντα ἀλαζονικό. Νομίζει ὅτι μπορεῖ νὰ λέει ὅποιον θέλει βλάκα χωρὶς νὰ ἔχει καμμίαν ὑποχρέωση νὰ ἐξηγήσει τὸ γιατὶ ὑβρίζει. Οὔτε κὰν πρόφαση δὲν αἰσθάνεται τὴν ἀνάγκη νὰ βρεῖ. Βεβαίως, μόνον τὴν διανοητική του ἀνεπάρκεια τονίζει μὲ τὸν τρόπο αὐτό. Κομίζει γλαῦκα εἰς Ἀθήνας, ὅμως, διότι τὴν ἀνεπάρκεια του αὐτὴν τὴν ἔχει ἀφθόνως καὶ εὐγλώττως τεκμηριώσει δι’ ἄλλων μέσων.
Καὶ γιὰ νὰ μείνουμε στὸ θέμα, ἀπεφάσισε ἡ Γ’ Ἐθνοσυνέλευσις τῆς Τροιζῆνος νὰ ἀποκηρύξει τὸ Ἐθνικὸ χρέος ἢ ὄχι ; Ὁ Θεόδωρος Κολοκοτρώνης ἔλαβε μέρος τὴν Ἐθνοσυνέλευση αὐτὴν ὡς πληρεξούσιος ; Εἶναι λαμπρὸ παράδειγμα γιὰ τὰ παιδιά μας ἢ ὄχι ; Ἀπάντηση ἀπὸ ἄντρα καὶ ὄχι άπὸ κότα, ἂν γίνεται.
Και εσένα κύριε Γεωργάνα τι σε κόφτει τόσο πολύ το τι θα γίνει με το χρέος που έχουμε διαχρονικώς στους ξένους; Εαν είχαν/έχουν πρόβλημα οι ξένοι δεν θα μας ξαναδάνειζαν ή δεν θα μας ξαναδανείσουν. Εσένα τι σε νοιάζει πιο πολύ: το τι θα κάνει η πατρίδα σου ή το τι θα κάνουν οι διάφοροι τυχοδιώκτες δανειστές;
Μην φοβάσαι κύριε Γεωργάνα μου, δανειστές πάντα θα βρίσκονται, είτε τους ξεπληρώνουμε, είτε όχι. Είναι βλέπεις η φύση των “δανειστών” τέτοια, για το πιθανό κέρδος ενίοτε πωλούν και την μανούλα τους…
Βλέπεις το “Ελληνικό πρόβλημα” διαχρονικώς δεν ήταν οι κακοί δανειστές ή οι εχθροί αλλά οι ελληνόφωνοι φίλοι τους…
ΥΓ
Εσύ που είσαι γνώστης της ιστορίας για πες μας, οι “καλοί” οι δανειστές μας, οι Γερμανοί, αποπλήρωσαν όλα τα χρέη τους από τους παγκόσμιους πολέμους και τις καταστροφές που έκαναν; Εαν όχι, τους βλέπεις να ιδρώνει καθόλου το αφτί τους σήμερα;
It’s the national interest stupid… που θα’λεγε και ο Σόιμπλε…
Μην λες stupid τον Γεωργάνα,θα θιχτούν οι ηλίθιοι.
@ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ
Δεν είπα stupid κανέναν. Οι φράσεις αυτού του τύπου είναι παραφθορές του προεκλογικού σλόγκαν του Κλίντον: “It’s the economy, stupid”.
Άκου κυρ Γεωργάνα και είναι η τελευταία φορά που απαντώ. Απ’ ότι κατάλαβα σεργιανίζεις στο διαδίκτυο για να βοσκήσεις τα πάθη σου, να εντοπίσεις κείμενα που διαφωνείς και να γράψεις τα χολερικά σχόλιά σου, ηδονιζόμενος, διότι εξουθένωσες τον άγνωστο αντίπαλό σου. Η υπερφίαλη κεφαλή σου είναι αδέσποτη, δεν έχεις ταπεινωθεί σε πνευματικό. Ελθέ εις εαυτόν και τα λέμε…
Στὰ σχόλια-κότα δὲν ἀπαντῶ. Ἐπισημαίνω μόνον τὴν ρητορικὴ καὶ συζητητικὴ δεινότητα τῶν γραψάντων. Τί καλλιέπεια καὶ τί πλοῦτος νοημάτων !
Ἐπὶ τῆς οὐσίας, ὅποιος ἔχει νὰ καταμαρτυρήσει κάτι στοὺς πληρεξουσίους τῆς Γ’ ἐν Τροιζῆνι Ἐθνοσυνελεύσεως νὰ εἶναι ἄντρας καὶ νὰ τὸ γράψει. Ἡ δικὴ μου θέσις εἶναι μόνον ὅτι αὐτοὶ οἱ πρόγονοί μας εἶναι παράδειγμα καὶ γιὰ μᾶς. Διότι ἐκεῖνοι ἀπαξίωσαν νὰ εἶναι μπαταξῆδες (batak στὰ Τουρκικὰ σημαίνει ἕλος, τέλμα), μέσα στὰ ἐρείπια τοῦ Ἀγῶνος, ἐνῶ μερικοὶ «πατριῶτες» θέλουν νὰ κάνουν τὴν διηνεκῆ ἐπαιτεία τίτλο «τιμῆς» καὶ «ἀντίστασης». Πατριδοκάπηλοι γάρ.
Συγχαρητήρια κ. Νατσιέ! Χαίρομαι αληθινά που υπάρχουν ακόμη δάσκαλοι, όπως εσείς, εμπνευσμένοι με τα ιδανικά της Πίστεως και της φιλοπατρίας, να διακονούν στον υπό κατοχή τελούντα χώρο της εκπαίδευσης. Είστε αξιέπαινος. Συνεχίστε τον καλόν Αγώνα! Εύχομαι ο Θεός να δίνει σε όλους μας θάρρος, δύναμη, φλόγα αλλά και την μεγίστη αρετή της ταπεινώσεως. Και να μην φοβάσθε τα βέλη, τα οποια εκτοξεύονται καθ’ υμών, αλλά να χαιρεσθε γι’ αυτά… «Εἰ ὁ Θεὸς μεθ’ ἡμῶν οὐδεὶς καθ’ ἡμῶν»