Τώρα που ησυχάσαμε κάπως από την οχλοβοή και το ποδοβολητό των εκλογών, είναι ευκαιρία, μεσούντος και του ευκάρπου θέρους, «να ελαφρώσει» κάπως και η γραφή. Συμβούλευε παλιός αρθρογράφος τους εκκολαπτόμενους συναδέλφους του, να μην πολυζαλίζουν τους αναγνώστες τους το καλοκαίρι, με θέματα «βαριά». Ας αφήσουν τον κόσμο να απολαύσει το κάλλος της Πατρίδας, τα ρόδινα ακρογιάλια της, μακριά από τις «μύγες της αγοράς», όπως θα έλεγε και ο Ελύτης. Ας αντλήσουμε, λοιπόν, προσανάμματα γραφής από το προγονικό, αείχλωρο κοίτασμα.
Από τους μύθους του Αισώπου η παρακάτω ιστορία. Στο αρχαίο κείμενο ο τίτλος είναι: «Ίππος, βους, κύων και άνθρωπος». Ως γνωστόν, ο μεγάλος αρχαίος μυθοποιός ήταν εχθρός των κίβδηλων ηθών, της υποκρισίας, της φιλαργυρίας, της δοξομανίας, των «αρετών», δηλαδή, που συνοδοιπορούν με τον πολιτικό βίο της ημετέρας Πατρίδος εξ αρχαιοτάτων χρόνων. Διηγείται, λοιπόν, ο παραμυθάς Αίσωπος:
«Όταν ο Δίας έπλασε τον άνθρωπο, τον έκανε ολιγοχρόνιο, λιγόζωο. Κι ο άνθρωπος χρησιμοποιώντας την εξυπνάδα του, έφτιαξε σπίτι, όταν έφτασε ο χειμώνας, και ζούσε μέσα σ’ αυτό. Κάποτε που το κρύο δυνάμωσε και ο Δίας έριχνε βροχή πολλή και σφοδρή, το άλογο, μη αντέχοντας το κακό, πρόστρεξε στον άνθρωπο και τον παρακάλεσε να του δώσει καταφύγιο. Δέχτηκε ο άνθρωπος με τον όρο να του παραχωρήσει ο ίππος ένα μέρος από τα χρόνια του. Το άλογο συμφώνησε μετά χαράς. Ύστερα από λίγο εμφανίστηκε το βόδι, που δεν μπορούσε και αυτό να αντέξει τον βαρύ χειμώνα. Ο άνθρωπος το δέχτηκε, όπως και πριν το άλογο, λέγοντάς του να του δώσει κι αυτό ένα μέρος από τα χρόνια του. Το βόδι δέχτηκε ασμένως. Τέλος, έφτασε το σκυλί ταλαιπωρημένο από το κρύο, αφού έδωσε ένα μέρος από τα χρόνια του, βρήκε κι αυτό στέγη να μείνει. Έτσι, λοιπόν, οι άνθρωποι, όταν φτάσουν στα χρόνια που τους έδωσε ο Δίας, είναι ακέραιοι και αγαθοί. Όταν φτάσουν στα χρόνια που τους έδωσε το άλογο είναι αλαζόνες και υψαύχενοι (=εγωιστές). Όταν φτάσουν στα χρόνια που τους έδωσε το βόδι διαπλέκονται με την εξουσία, γίνονται εξουσιομανείς και όταν φτάσουν στα χρόνια του σκύλου είναι οργίλοι και γκρινιάρηδες». Αυτός είναι ο αισώπειος μύθος.
Θα προσπαθήσουμε τώρα να αποκρυπτογραφήσουμε το κείμενο, να ανιχνεύσουμε τον συμβολισμό της μυθοπλοκής.
Τα χρόνια, τα ανθρώπινα, αυτά που έδωσε ο Δίας, συμβολίζουν την νεανική ηλικία του ανθρώπου, το έαρ της ηλικίας. “Οι νέοι εισίν έαρ του δήμου”, έλεγε ο ρήτορας Δημάδης. (Το παρόν σημείωμα δεν θα αναφερθεί γενικώς στις ηλικιακές μεταβολές των ανθρώπων, αλλά θα παρακολουθήσει τους αναβαθμούς και τις μεταλλάξεις των πολιτικών όντων).
Οι πολιτικοί, λοιπόν, όταν είναι νέοι -και κυρίως αναφέρομαι στους πορφυρογέννητους τζιτζιφιόγκους των πολιτικών τζακιών- είναι ακέραιοι, γεμάτοι όνειρα, βλέπουν με οίκτο και μυκτηρίζουν το βαρύμοχθο και αγχοβριθές επάγγελμα του μπαμπά, θείου, θείας, εξαδέλφου, κουμπάρου… του μεγάλου, δηλαδή, συγγενή, που η βαριά του σκιά κρέμεται επί της κεφαλής των. Κανείς τους, όπως εξομολογούνται στα υστερινά χρόνια, δεν σκέφτεται να γίνει πολιτικός, επειδή αυτό δεν θα οφείλεται στην αδιαμφισβήτητη αξία τους, αλλά στο κληροδοτημένο όνομα.
Όταν ενηλικιωθούν και μπουν στην ηλικία του αλόγου, αρχίζει η… αλογία και η παραλογία. Αποστέλλονται σε ονομαστά πανεπιστήμια της αλλοδαπής, όπου, όλως τυχαίως, σπουδάζουν την πολιτικοοικονομική επιστήμη. Μακριά από την πατρώα γη αρχίζουν και βλέπουν τα πράγματα πιο «στρόγγυλα». Μπαζώνουν τις ονειροφαντασίες τους για καλοκαγαθία, το «κληρονομικό δικαιώματι» περουσιακό τους στοιχείο, η «προίκα» του ονόματος τούς κολακεύει. Η οσμή της εξουσίας τους έλκει. Επιστρέφουν στην πτωχή Πατρίδα, (όπου τους περιμένουν τα εκλογικά υποζύγια του μπαμπά), οραματιζόμενοι μεγαλεία, αυτοχρίονται λαοσωτήρες. Άλλοι ομοιάζουν με το υπερήφανο άτι, άλλοι δε αίρονται σε τέτοιο επίπεδο που μόλις και μετά βίας γίνονται γαϊδούρια. Πάντως γαϊδούρια ή άλογα, τους διακρίνει η εγωτική μεγαλαυχία. Τα κυριότερα χαρακτηριστικά αυτού του σταδίου είναι η δημαγωγία και η κούφια ρητορεία. Ξαφνικά ο πολιτικός νεοσσός αποκτά δύναμη. Και τότε «απογειώνεται». Νιώθει την ανάγκη να βρίσκεται διαρκώς στο προσκήνιο, να προβάλλει τον εαυτό του με κάθε τρόπο. Διακατέχεται από έπαρση και επιδίδεται σε ξιπασμένη καυχησιολογία. Η δύναμη μεθάει, αποχαλινώνει. Τα «τηλεπαράθυρα» τον ηδονίζουν, οι ζητωκραυγές τον γεμίζουν οίηση, μετεωρίζεται πεφυσιωμένος, νιώθει κυρίαρχος, ο Ένας, ο μοναδικός.
Κάπου εκεί εξαντλεί τα χρόνια του αλόγου. Επιστρατεύονται τα χρόνια του βοδιού, εισέρχεται ο πολιτικός στο στάδιο της εξουσίας, αναλαμβάνει ένα υψηλό αξίωμα, γίνεται τρόπον τινά, βουκόλος (=Ο ποιμένων και περιποιούμενος βόδια. Στην αρχαία Αθήνα το «βουκόλειον» ήταν η έδρα του αρχείου του «άρχοντος βασιλέως»). Τα «βοδινά» χρόνια των πολιτικών είναι τα πιο επικίνδυνα για τον λαό. Ρίχνοντας μια ματιά σε κάποιες λαογραφικές παρατηρήσεις για το βόδι, διαπιστώνεις ότι ο λαός μας παρομοιάζει τον δύσνουν με βόδι. Παλαιότερα, επί Τουρκοκρατίας, στην Πελοπόννησο έλεγαν: «Ανάθεμα σε, ντοβλετί, αναθεμά σε Πόλη
που σου ‘στειλα τον άνθρωπο και μου ‘στειλες το βόδι». Οι αρχαίοι έλεγαν «βους ανούστερος», δηλαδή, πιο ανόητος και απ’ το βόδι. Ένα χαρακτηριστικό του βοδιού είναι η παχυδερμία του. Γι’ αυτό, για να τα επαναφέρουν στην τάξη, τα κέντριζε ο λαός με την βουκέντρα, ραβδί δηλαδή, που είχε σφηνωμένο στην άκρη του ένα καρφί-κεντρί. Σήμερα καταργήθηκαν οι βουκέντρες και τα βόδια βόσκουν ανεξέλεγκτα.
Ξαναγυρίζοντας, τώρα, στον μύθο του Αισώπου, θα λέγαμε, ότι η περίοδος που ροκανίζει ο πολιτικός τα χρόνια «του βοός», είναι περίοδος πάχυνσης, άφθονου και άκοπου σιτισμού. Ο ίδιος, βεβαίως, θεωρεί ότι είναι τα πιο παραγωγικά του χρόνια («Δουλεύουν τα βόδια, τρων τα γομάρια», λέει ο λαός, και είναι γνωστό, ότι για τους πολιτικούς, όταν κατακτήσουν την πολυπόθητη εξουσία, ο λαός μεταβάλλεται σε μία εκφυλισμένη και εκχυδαϊσμένη ορδή, η οποία πιέζει και εκλιπαρεί για ρουσφέτια, «γομάρι» που μόνο να ζητεί ξέρει).
Ο αδυσώπητος όμως χρόνος τρέχει. «Ως άνθος μαραίνεται και ως όναρ παρέρχεται» ο τρυφηλός βίος της εξουσίας. Το γήρας καταφθάνει. Τότε γίνεται χρήση των χρόνων του σκύλου. Πολλές φορές, για να απαλυνθεί η αποστρατεία, επιδαψιλεύεται ο πολιτικός και με έναν ανούσιο, πλην όμως ηχηρό τίτλο, όπως είναι το «επίτιμος». Συνήθως φεύγουν από το προσκήνιο, μένουν, όμως, στο παρασκήνιο. Έχουν στην απατηλή αίσθηση ότι η πείρα τους είναι πολύτιμη. Εισπράττουν συνήθως περιφρόνηση, λησμονιούνται γρήγορα, επέρχεται ο πολιτικός θάνατος, οδυνηρότερος από τον φυσικό. Τότε γίνονται οργίλοι, γκρινιάρηδες. Γερόντια ονοικονόμητα, ανυπόφορα, βαρετά.
«Γήρας άγνωστον τίθει άνδρα», τα γηρατειά κάνουν αγνώριστο τον άνθρωπο, έλεγε ο Μίμνερμος, και δεν εννοούσε μόνο την «εξωτερική εμφάνιση». Και μιας και το άρθρο κινείται στα αρχαία χρόνια θα κλείσει με τα λόγια μιας ελληνικής επιγραφής του 3ου π.Χ. αιώνα, που βρίσκεται στο μουσείο της Καμπούλ, στο ταλαίπωρο Αφγανιστάν: «Παις ων γίνου κόσμος. Ηβών εγκρατής. Μέσος Δίκαιος. Πρεσβύτης εύβουλος (=σοφός). Τελευτών άλυπος». Αρχαίο πνεύμα αθάνατο.