Η Κυπριακή είναι σήμερα η μόνη πράγματι ζωντανή ελληνική διάλεκτος. Μιλιέται από τους κατοίκους της νήσου, Έλληνες και μουσουλμάνους, και από τους Κυπρίους της διασποράς –μόνο η παροικία του Λονδίνου υπολογίζεται σε 160.000 άτομα. Η διαλεκτική λογοτεχνική παραγωγή εξακολουθεί να είναι και σε ποσότητα και σε ποιότητα εντυπωσιακή. Η σημερινή μορφή της Κυπριακής ελάχιστα διαφέρει ιδίως στη μορφολογία από εκείνη του 14ου αι. (Άσσίζες) και του 15ου (Λεόντιος Μαχαιράς) και γι΄ αυτό τον λόγο η διάλεκτος αυτή έχει μεγάλη σημασία για τη μελέτη της γλωσσικής μας ιστορίας.
Ο Έλληνας της μητροπολιτικής Ελλάδας θεωρεί την Κυπριακή διάλεκτο δυσνόητη. Δυσκολίες κατανόησης δημιουργούν η προφορά, η μορφολογία και το εξαιρετικά ιδιωματικό λεξιλόγιο. Ποιος μπορεί να φαντασθεί ότι η ονοματική σύναψη «ηλιόκρουση του φεγγαρκού», που θυμίζει αισχύλεια ονοματοποιία είναι η πανσέληνος; Ιδιαίτερα βέβαια ξενίζει η προφορά, επειδή ακριβώς η Κυπριακή, που διατηρεί αδιατάρακτο το φωνηεντικό της σύστημα στις άτονες συλλαβές (νότιος φωνηεντισμός), παρουσιάζει σημαντικές ιδιοτυπίες στο σύστημα των συμφώνων. Έτσι το τελικό -ν όχι μόνο διασώζεται (βουνόν, προσγέλιον: φιλοφρόνηση), αλλά αναπτύσσεται και εκεί που δεν υπήρχε αρχικά (πρόγραμμα-ν). Η πληθώρα των -ν και η παρατεταμένη προφορά (διπλό ν) προσδίδουν σε ολόκληρη τη φράση μια ρωμαλέα ερρίνωση. Ακόμη διατηρείται η παλιά προφορά των διπλών συμφώνων (τα διπλά κ, π, τ ακούγονται σαν κ, π, τα με δασεία εκπνοή: κόκhαλον, πάπhος) και το ν δημιουργεί νέα διπλά σύμφωνα, εφόσον συχνά αφομοιώνεται με το σύμφωνο που ακολουθεί μέσα στη λέξη (άθ-θρωπος) ή στη συνεκφορά του με άλλες λέξεις: τον λαόν >τολ λαόν. Γενικά πάντως η χαλαρή άρθρωση, ιδίως σα πεδινά μέρη, έχει ως συνέπεια ποικίλα συμφωνικά πάθη: γριά > ρκά, φωτιά > φωδκιά.
Ως μορφολογικές, ιδιοτυπίες θα πρέπει να θεωρηθούν: το άρθρο τες αντί τις. Τα μόρια εν, δεν και μεν αντί μη. Οι αντωνυμίες εγιώ ή εγιώνη (εγώ) και εσού (εσύ). Οι τριτοπρόσωπες ρηματικές καταλήξεις πληθυντικού -ουσι (λαλούσιν: λαλούν, λέγουν) και -ασι (ευρεθήκασι). Ο μεγάλος αριθμός ρημάτων με κατάληξη -ίσκω: φανίσκω: υφαίνω, κρυανίσκω: ψύχομαι.
Πάμπολλες λέξεις της Κυπριακής δεν απαντούν στην κοινή Νεοελληνική: πουμπουρκά: βροντή, χαρκούμαι: νομίζω, κακανάρεστος: ιδιότροπος, πικνίδιν: φακίδες, κουέλλα: προβατίνα, άπhαρος (< ίππος): άλογο. Σε υψηλή συχνότητα απαντούν αρχαιοπινείς λέξεις και εκφράσεις: έδοξέν μου (< έδοξέ μοι), το ροθέσιν < οροθέσιον, κανεί: φτάνει, αρκεί (< *ικανεί, ικανόν έστιν), ορτσούμαι < ορχούμαι: χορεύω, οφτός < οπτός: ψητός.
Υπάρχουν επίσης δάνεια από ξένες γλώσσες, τα οποία, όμως, έχουν προσαρμοσθεί στους φωνητικούς νόμους της Κυπριακής. Από τα ιταλικά: το φκιόρον: λουλούδι, φουντάνα: βρύση, παγκιέρα: σημαία. Από τα τουρκικά: ρεσπέρης: γεωργός, ισάφιν: έλεος, ολάν: μωρέ (από το oğlan: αγόρι), ζέφκιν: διασκέδαση. Από τα παλαιά γαλλικά: τσαέρα: καρέκλα, η κουμανταρία: είδος κρασιού, σπλίγκα: καρφίτσα, φλαντζίν ή βλαντζίν: συκώτι. Από τα αγγλικά: ο σέντερ (sender): ο αποστολέας ταχυδρομικού αντικειμένου. Στο στόμα, ωστόσο, των Κυπρίων ορισμένες αγγλικές λέξεις έχουν υποστεί τρομακτική αλλοίωση: foot–ball > φουρπός!
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ
Έκδοση «Ελληνικού Λογοτεχνικού Αρχείου, Αθήνα 1999»
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΙΑΛΕΚΤΟΣ
.