«Τροχός άρματος γαρ οία,
Βίωτος τρέχει κυλισθείς,
Ολίγη δε κεισόμεθα
κόνις , Οστέων λυθέντων».
Τιμολέων
Ψάρι Τρικολώνων Αρκαδίας, Κυριακή, 13 του Σεπτέμβρη 2009. Στην εκκλησιά του μικρού χωριού μας ένα φέρετρο, σκεπασμένο με την ελληνική σημαία, έχει εναποτεθεί. Μέσα του είναι ο τιμημένος συμπατριώτης μας Γιώργος Παπούλιας, κάποτε της Ελλάδας Πρεσβευτής.
Αλήθεια, τι ήθελε αυτός ο Μεγάλος έλληνας, μέσα σ’ αυτή την μικρή εκκλησιά του χωριού μας; Που πήγε ο άγραφος νόμος, όλοι οι επίσημοι να θάβονται στο Α΄ Νεκροταφείο της δουλόφρονης Αθήνας;
Εδώ λοιπόν είναι η αποκάλυψη της σύγχρονης ελληνικής τραγωδίας. Εδώ σ’ αυτό το μικρό κι ασήμαντο χωριό, παίχτηκε κάτι το ασυνήθιστο, κάτι το εξαιρετικά σημαντικό. Εδώ ήρθαν σε αντιπαράθεση η αλήθεια και η ψευτιά. Εδώ πέρασε, σαν μια ευωδιά η ίδια η επίγνωση της απλότητας της ζωής. Εδώ συγκρούστηκε η ταπείνωση με το βδελυρό πρόσωπο ενός ολόκληρου συστήματος, που έχουν σφυρηλατήσει ανόητοι και ασύμμετροι πολιτικοί. Εδώ συγκρούστηκε μια ολόκληρη αρχιτεκτονική ζωής, που στις ελληνικές κοινότητες από αιώνες είχε σφυρηλατηθεί. Ήταν η σύγκρουση της αληθινής κοινοτικής ζωής, με την ηθικά απαράδεκτη επιδειξιμανία των πολιτικών.
Μπήκα στην εκκλησιά, έβαλα το κεράκι μου στο μανουάλι, το άναψα και κάθισα σε μιαν άκρη για να προσευχηθώ, την ψυχούλα του ν’ αναπαύσει ο Θεός. Ήθελα να ενώσω κι εγώ την ταπεινή μου ευχή, με αυτές των οικείων του νεκρού κι όλων των ανθρώπων, που είχαν έρθει για να τιμήσουν του εκλιπόντος τη μεγάλη ψυχή. Εκεί λοιπόν μέσα στη μικρή εκκλησιά, όλοι αναμειγμένοι, λαός, υπουργοί, δήμαρχοι και πολιτικοί. Εκεί κι ο Δεσπότης μας με την γλυκύτατη μορφή, με τους ψαλμούς του να μας μπάζει στον ατέλειωτο του ανθρώπου Γολγοθά, να μας υπενθυμίζει το Σταυρό, το Θάνατο και την Ανάσταση την ποθητή. Όλα μια ευπρέπεια κοινωνική. Ίδιοι όλοι μπροστά στο θάνατο και τη ζωή. Μια κοινότητα στην αρχαϊκή της μορφή. Με μια Εκκλησία που μέσα στους ναούς περιορίζει όσο μπορεί τη διάκριση ανάμεσα στον απλό λαό και στους αξιωματούχους αφεντάδες της πολιτικής. Αλήθεια, πως θα νιώθαμε αν μέσα στην εκκλησιά μας είχαν εγκαταστήσει έναν χρυσοποίκιλτο θρόνο για έναν πχ … Φον Αβραμό…!
– Δεν ξέρω ποιος πήρε την απόφαση να ενταφιάσουν έναν μεγάλο της Ελλάδας Πρεσβευτή και πρώην Υπουργό, σ’ ένα φτωχό και παραμελημένο νεκροταφείο ενός χωριού. Δεν ξέρω αν ο ίδιος πριν το θάνατό του είχε εκφράσει την επιθυμία αυτή. Όμως όποιος και να πήρε την απόφαση αυτή, του αξίζει κάθε τιμή. Υποκλίνομαι μπροστά στην ομορφιά αυτής της ψυχής.
Αυτά τα λόγια είπα μέσα μου, βγαίνοντας από την εκκλησιά. Δόξα τω θεώ κι ευλογημένος αυτός ο νεκρός, αυτός ο μακρινός ξάδερφός μου, που μου έδωσε σαν ύστατο χαιρετισμό τόση γαλήνη στην καρδιά.
Κι όμως, τι ήθελα όλα αυτά να τα σκεφτώ; Δίπλα μου καραδοκούσε η συφοριασμένη μας πλευρά. Δε μας αφήνουν να ζήσουμε και να πεθάνουμε ήσυχα και απλά. Συνηθισμένος από ανάλογες εξόδιες τελετές φίλων και συγχωριανών, προχωρούσα, σκυφτός και σκεφτικός , πίσω από τη νεκροφόρα, αλλά και αρκετά πίσω απ’ τους θλιμμένους συγγενείς. Σε κάποια στιγμή συνήλθα και κοίταξα τριγύρω μου. Εκεί λοιπόν αντίκρισα όλη την ασχήμια της σύγχρονης πολιτικής σκηνής. Σε όλο το πλάτος του δρόμου και σε απόσταση βολής, σε μια ευθεία γραμμή, σαν ένα τείχος συμπαγές, ήταν παραταγμένοι, και προχωρούσαν τελετουργικά, υπουργοί, βλαχοδήμαρχοι και όλων των αποχρώσεων υποψήφιοι πολιτικοί… Όλοι εκεί, με τα λαμπερά κοστούμια τους να συνωστίζονται στην πρώτη γραμμή. Ένας αγώνας για να τους πάρουν ολόσωμους κι ευθυτενείς οι φωτογράφοι και της τηλεόρασης οι φακοί. Εκεί και το μάτι ενός βλαχοδήμαρχου, που με κοίταξε βλοσυρά, γιατί άθελά μου είχα βρεθεί μπροστά απ’ την επίσημη πομπή! Περίμενα για λίγο κι έτσι αποσύρθηκα προς το τέλος της ουράς, πίσω και πέρα από τους λιγοστούς ανθρώπους, που σέρνονταν πίσω απ’ αυτή τη θλιβερή κουστωδία των πολιτικών.
Εκεί ήταν που μελαγχόλησα και είδα την κενότητα της σύγχρονης ζωής. Είδα ότι ο Νεκρός, η Εκκλησία και η Κοινότητα, μου είχαν δώσει ένα ψήγμα μόνο από φως, μου είχαν χαρίσει μόνο ένα μικρό διάλλειμα ζωής. Μπροστά μου είδα πάλι το τείχος των πολιτικών, κάτι σαν ζωντανές του συστήματος σφραγίδες, λερωμένες απ’ το μελάνι της πολιτικάντικης διαστροφής. Έτσι όλοι μαζί αγέρωχοι, κορδωμένοι καρδινάλιοι, φουσκωμένες γαλοπούλες με το κάλλαιον* της εξουσίας, σαν η βιτρίνα μιας έσχατης ντροπής. Είδα και ξαναείδα στη διάρκεια της πορείας προς το κοιμητήριο,, όλους αυτούς, σαν ένα πολύχρωμο τσίρκο φερέζυγων ίππων, αεθλοφόρων,** ν’ ακολουθούν, να προχωρούν, με το Νάρκισσο μέσα τους συνεχώς να ερωτοτροπούν. Είδα σ’ όλη την έκτασή της την αντινομία της στιγμής. Κι αυτό γιατί όλα αυτά συνέβησαν πίσω από τον προπορευόμενη νεκροφόρα, όπου μέσα της κοιμόταν ένας ήρωας του θανάτου και της ζωής. Ένα υπόδειγμα ελληνικής ψυχής. Ένα αστέρι μεγαλείου και αρετής: Ο ΑΘΑΝΑΤΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΠΑΠΟΥΛΙΑΣ, ο απλός μέσα στη μεγαλοσύνη του πρεσβευτής.
Λίγες σταγόνες βροχής σαν ένα κλάμα, έπεσαν ακριβώς την ώρα της Ταφής. Να ήταν άραγε της φύσης ο σπαραγμός, γιατί έφυγε ένας καθ’ όλα άξιος άνθρωπος απ’ τη ζωή; Να ήταν το κλάμα μιας κοινότητας αλλοτινής, που λύγισε σαν είδε την επέλαση της αιμοβόρας εξουσίας, πάνω στης σημερινής κοινότητας το πληγωμένο κορμί;
Θεέ και κύριε των δυνάμεων, κάνε με να λιώσω σα σκόνη μέσα σε βροχή! Αλλιώς, αυτή την εξουσία την αισχρή, πώς να τη δω μες την οργή; Πώς να μικρύνω την απέραντη που νιώθω μέσα μου ερημιά; Την ώρα που, με σβουνιά επικαλύπτουν του τόπου μας τα όσια και τα ιερά;
Αιώνες πριν, ο Τιμολέων διαλαλούσε ότι δεν είμαστε τίποτα, και ότι σε κάποια στιγμή λίγη σκόνη θ’ απομείνει, αν τελικά απομείνει κάτι απ’ εμάς. Όλα αυτά, αυτοί οι διάφοροι φον, οι Δον, οι Δούκες, οι βαρόνοι και όλο το κακό συναπάντημα, δεν τα ‘χουν σκεφτεί; Γιατί τόσο κόρδωμα, γιατί τόση δίψα για προβολή, μπροστά σε μια κηδεία, αφού αύριο σκόνη κι αυτοί θα γενούν; Κι όταν τα βλέπεις αυτά σε κάποιον ανώριμο λελέ, λες, ας την οργή, ας κόψει τον ίδιο του το λαιμό! Όταν όμως όλα αυτά τα βλέπεις σε ανθρώπους που άλλους κυβερνάνε ή που θέλουν αύριο να μας κυβερνήσουν, λες, άντε στο καλό! Ας σεβαστώ την Ταφή. Ας τους σύρω τον εξάψαλμο που τους αξίζει σε κάποια άλλη στιγμή! Τώρα ας υπακούσω στον πολιτισμό της κοινότητας, ας μην τους φτύσω στο δρόμο καταμεσής, κι ας πάω για λίγο πίσω τους, έτσι σαν ένα ηλίθιο και άκακο αρνί. Κι όταν τελειώσει η πομπή κι επιστρέψω στου σπιτιού μου την αυλή, ας βυθιστώ και πάλι στου Προμηθέα Δεσμώτη την απέλπιδα κραυγή:
«Αλγεινή εντύπωση μου προκαλούν όταν τα λέω όλ’ αυτά, μα πόνο κι αν σωπάσω..».
Έτσι, τι άλλο κι εγώ ο ελεεινός, ο του Ασχύλου θαυμαστής, μπορούσα για να κάνω;
Δευτέρα 14 Σεπτέμβρη 2009.
*Κάλλαιον: Το λειρί του πετεινού.
** Τσίρκο από ζεμένα (στο σύστημα) άλογα πολυβραβευμένα.