Παραπάνω από δεκαοκτώ δεν πρέπει να ήτανε, αλλά σίγουρα αποτελούσε ένα από τα πιο οξύμωρα σχήματα που είχα αντικρίσει έως τότε. Το σπινθηροβόλο βλέμμα του, η λαλιά του, αλλά και το όλο του παρουσιαστικό με ανήγαγαν στα ριζίτικα βουνά της Κρήτης. Άλλος αέρας. Παντελώς αταίριαστος με τα νεγρο-αμερικάνικα ακούσματα που ηχούσαν διαπασών στο ημιυπόγειο διαμέρισμα που είχε μόλις νοικιάσει στα Χανιά.
«Καλά βρε φίλε, τι σχέση μπορεί να έχει ένας Κρητίκαρος του λόγου σου με αυτά που θυμίζουν τα κατώγεια της Νέας Υόρκης;» Αξέχαστη θα μου μείνει η ταραχή στο ύφος του με αυτό μου το σχόλιο αφού πρώτα τον είχα παρακαλέσει να χαμηλώσει τη μουσική εν ώρα κοινής ησυχίας.
Αυτός έσβησε το στέρεο, και με πληγωμένο το φιλότιμο είπε: «Συγνώμη σύντεκνε, έχεις δίκιο. Δεν είμαι τούτοσές που δείχνω. Απλά ήθελα ν’ ακούσω αυτά π’ ούλοι ακούν έπαέ στη πόλη για να μοιάσω…»
Γίναμε φίλοι. Όταν τον γνώρισα καλύτερα, γνώρισα και τον πλούσιο κόσμο που ήθελε να αφήσει, αλλά αργότερα, κι αυτόν όπου του έμελλε να ενταχθεί.
Ήταν αρχές της δεκαετίας του ’80, η αρχή του τέλους του Ελληνικού πολιτισμού της υπαίθρου – τότε που ο κάθε πολιτικάντης, εκμεταλλευόμενος την αστυφιλία που είχε εκδηλωθεί τις προηγούμενες δεκαετίες, ψηφοθήριζε στα χωριά με το ελεύθερο να διορίσει ψηφοφόρους ή τα παιδιά τους σε κρατικές και δημόσιες υπηρεσίες όπως στην αστυνομία, στις εφορίες, στις τράπεζες, στα ασφαλιστικά ταμεία, στην Ολυμπιακή, στα νοσοκομεία, στα ΕΛΤΑ, στους δήμους κτλ.
Σήμερα, αναλογιζόμενοι τις τόσες ραγδαίες μεταλλάξεις στο τόπο μας, όπως την εγκατάλειψη και εξαθλίωση της υπαίθρου, την υπογεννητικότητα, το ξεπούλημα της γης μας, την ανεξέλεγκτη εισβολή-επιβολή λαθρομεταναστών και την εκτόξευση της εγκληματικότητας, καλά θα κάνουμε να κρίνουμε τους εαυτούς μας που συνετέλεσαν στα προαναφερθέντα – τους Μανωλιούς και Σηφαλιούς που έπρεπε να «μοιάσουν», ή αλλιώς, να αλλοιωθούν στα χωνευτήρια των πόλεων, εκτιθέμενοι στην ομογενοποίηση μιας μαζικής, ξενόφερτης κουλτούρας που τότε (ίσως όχι και τόσο αθώα) προήγαγε η ΕΡΤ.
«Να παίζει το τρανζίστορ τ’ Αμερικάνικα… να περπατάς στους δρόμους με το μπουφάν στους ώμους…» Τα τραγούδια της εποχής ανακλούσαν το ρεύμα.
Ίσως όχι και τόσο τυχαία είχαν υποβαθμισθεί γλώσσα και παιδεία για τα χωριατόπουλα που θα εισέρεαν στα σχολεία των πόλεων, καθώς πολλοί χωρικοί συνδικαλιζόταν κομματικά για να διορισθούν σε κάποια υπηρεσία. Και ενώ στα τότε ακόμα ζωντανά χωριά τους τα παιδιά αυτά θα δρούσαν σε έναν κόσμο αληθινό, όπου θα συναναστρεφόταν με όλες τις ηλικίες, μαθαίνοντας πως να παράγουν τροφή, πως να φτιάχνουν ένα σπίτι, ένα σκάφος κτλ, τώρα θα εντασσόταν ολομερής και αποκλειστικά με συνομήλικούς τους σε ένα σύστημα που θα επιμήκυνε την ανωριμότητα και την εξάρτηση. Αυτό, βέβαια, μακρόχρονα θα ωφελούσε τις μεγάλες επιχειρήσεις και το δημόσιο: Ο ανώριμος άνθρωπος είναι καταναλωτικός. Ο εξαρτημένος ζει με τον φόβο, κι αυτός είναι ο ιδανικός εργαζόμενος.
Κάπου όμως έπρεπε να φιλοξενηθεί η κοσμοσυρροή από τα χωριά. Στα πέριξ των πόλεων φύτρωσαν τσιμεντοκούτια, ενώ εντός, νεοκλασικά κτήρια κατεδαφίσθηκαν για τις αντιπαροχές πολυκατοικιών. Πολλά τότε τα Ελληνικά εργατικά χέρια. Πολλά και εύκολα τα λεφτά από τις Ευρωπαϊκές επιδοτήσεις για την ενίσχυση της αγροτιάς αυτά όμως μετουσιώθηκαν σε άναρχα, τσιμεντένια παραπήγματα, όπου ο νεόφερτος στην πόλη χωρικός, με όλα τα συμπλέγματα που του επέφερε η προσπάθειά του να «μοιάσει», θα γινότανε… «αστοχωριάτης». Ανυπόφορη η ατμόσφαιρα στις δημόσιες υπηρεσίες, καθώς άνθρωποι συνηθισμένοι να αναπνέουν υπαίθριο αέρα, τώρα ασφυκτιούσαν πίσω από καπνόμιχλα γραφεία όπου με τεντωμένα νεύρα κολλούσαν ένσημα. Κι αν δεν οσφριζόταν κανείς τη «χωριατίλα» στο δημόσιο, σίγουρα την κουτούλαγε στους δρόμους, καθώς πολλοί που πλούτισαν ως εργολάβοι πρόχειρων κατασκευών έβγαζαν τα απωθημένα τους πλουτίζοντας και τις αυτοκινητοβιομηχανίες της Μερσεντές και της BMW. Το «αυτοκίνητο» έγινε «το ερ-γα-λείο» αλλά όχι τόσο για χρήση, όσο για την επίδειξη της οικονομικής ισχύος του νεόπλουτου. Ωστόσο, τα αγροτικά που κάποτε μετέφεραν σοδειές, τώρα πια κόμιζαν τετρακίνητο εγωισμό…
«Μασκαρά – Γκρέκο Μασκαρά … Τρόμπα, φιγούρα, σαχλαμάρα κι άρπα-κόλλα…» Εάν μη τι άλλο, η όλη κατάσταση ενέπνευσε και τραγούδια όπως αυτό του Γιάννη Μιλιώκα. Για τον «αστοχωριάτη» όμως, τα σκυλάδικα είχαν τον πρώτο λόγο. Εκεί βρήκε την «καλλιτεχνική» εκδήλωση που έδενε απόλυτα με το κιτς περιβάλλον του. Εκεί μπορούσε να επιδείξει το νεοπλουτισμό του με σπονδές από σαμπάνια και γαρύφαλλα. Εκεί λαξεύτηκε και η ταφόπλακα του Ελληνικού ερωτισμού που παλαιότερα ενέπνεε Χατζιδάκη, Μαρκόπουλο και Ξαρχάκο. Κι αν η ύπαιθρος κάποτε έδενε τα χέρια των χορευτών σε κύκλους, αντιπροσωπευτικούς μίας αλληλέγγυης κοινωνίας, η τσιμεντούπολη εκδηλωνόταν δια της επιδεικτικής ζεϊμπεκιάς ή του πιθηκισμού του ξενόφερτου σέικ. Και πως να έδεναν τα χέρια σε κοινωνίες όπου οι φιλίες είχαν γίνει χρησιμοθηρικές και όπου οι «πετυχημένοι» θα εισέπρατταν τον φθόνο αυτών που οι πόλεις είχαν απορρίψει ή, χειρότερα, τσακίσει;
Ο Αριστοτέλης είχε παρατηρήσει ότι χωρίς πλήρη ενεργή συμμετοχή στον κοινωνικό βίο δεν υπήρχε ελπίδα για κάποιον να αναπτυχθεί ως υγιής άνθρωπος. Οι προϋποθέσεις για τέτοια συμμετοχή υπήρχαν μόνον όσο στην ύπαιθρο υπήρχαν ζωντανά χωριά και στις πόλεις γειτονιές που τώρα πια είχαν πνιγεί από πολυόροφα «μαυσωλεία».
Το αντίκτυπο του «θέλω να μοιάσω» είχε τραγικές δημογραφικές και πολιτισμικές συνέπειες στον τόπο. Ο αστοχωριάτης, τραγελαφικά διχασμένος μεταξύ της χωρικής και αστικής του ταυτότητας, πολλά παιδιά δεν έκανε. Κι αυτά που έκανε, ή έφερε από το χωριό, έκαναν ακόμη λιγότερα, επειδή δεν είχαν όραμα πέρα από το να μοιάσουν κι αυτά με τους τηλεοπτικούς ήρωες ενός «Λάιφ Στάιλ» (των ελεύθερων και ωραίων, δηλαδή). Ξεκομμένος από τις ρίζες του στην ύπαιθρο και την παράδοση που έδενε τις οικογένειες, ο Έλληνας ρίχθηκε στην κατανάλωση του ο’ τι ξενόφερτου που θα τον συνταίριαζε με τα πρότυπα της τηλεοπτικής φαντασιοπληξίας. Πρότυπα που θα ανέβαλαν τον γάμο, θα αύξαναν τις εφήμερες σχέσεις, τις εκτρώσεις, ή αλλιώς, θα κατέστρεφαν το δομικό υλικό μίας κοινωνίας – την οικογένεια.
«Εάν θέλεις να καταστρέψεις ένα έθνος, να επιμηκύνεις τα παραγωγικά χρόνια της νεολαίας του πίσω από τα θρανία», είχε προφητικά δηλώσει ο διάσημος ιστορικός Arnold J. Toynbee. Τα τέκνα αυτών των ολιγομελών οικογενειών, επί το πλείστον της μασημένης τροφής, γέμισαν τα εκπαιδευτικά ιδρύματα της χώρας και του εξωτερικού με αιώνιους φοιτητές που έπρεπε να εκπληρώσουν τα απωθημένα των γονέων τους για «μόρφωση», με κάθε κόστος! Εκεί πολλοί θα έβγαζαν τα δικά τους απωθημένα που τα είχε γεννήσει μια «δημοσιο-υπαλληλίστικη» παιδεία που, αντί για ενάρετους Έλληνες πολίτες, θα παρήγαγε μισέλληνες αναρχικούς. «ΕΛΛΗΝΕΣ ΕΙΣΤΕ ΚΑΙ ΦΑΙΝΕΣΤΕ» θα ήταν το σύνθημα διάσπαρτα γραμμένο όπου υπήρχαν Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα. Αναδυόμενοι από μια μνημοκτόνο παιδεία της καφετέριας (καθώς εκεί κατέληγαν οι περισσότερες γυμνασιακές τους εκδρομές), το μόνο μέλλον προς το οποίο θα μπορούσαν να αποβλέπουν ήταν αυτό για το οποίο μεθοδικά τους προετοίμαζε το σύστημα: το πως να είσαι ένας καλός Αιγύπτιος που ξέρει τη θέση του στη πυραμίδα.
Αυτό που φοβίζει είναι ότι αντί για έναν Παπαδιαμάντη ή έναν Καζαντζάκη, η διανόηση της τρέχουσας κατάστασης αναπτύσει τους πιο χαρακτηριστικούς της τύπους: τον διευθυντή σχολείου… τον δημόσιο υπάλληλο… τον δικηγόρο… Όπως επίσης φοβίζουν οι ακροδεξιοί και οι ακροαριστεροί κλυδωνισμοί που διαφαίνονται όταν η ουσιαστική διανόηση φιμώνεται από τη νέα τάξη του «πολιτικά ορθού».
Πάντως, το σίγουρο είναι ότι η μόρφωση δεν κατάφερε να αποτινάξει τη «χωριατίλα» του «θέλω να μοιάσω». Ο αδιάκριτος πιθηκισμός καλά κρατεί στο πανελλήνιο. Ελλείψει παραδοσιακών σημείων αναφοράς, καθώς πολλοί γονείς είναι τώρα πια γεροροκάδες, γεροντισκόβιοι και γερομπλουζάδες, η επόμενη γεννιά φοράει ρούχα μερικά μεγέθη μεγαλύτερα από το κορμί τους και μαθαίνει χιπ χοπ. Τα δημοφιλή περιοδικά βρίθουν ξενόγλωσων τίτλων και λεξιλογίου, ενώ εκπαιδευτικοί του Καποδιστρίου Πανεπιστημίου προωθούν την λατινική γραφή της ελληνικής. Οι πολιτισμικές αντιστάσεις στην απόλυτη ομογενοποίηση ή αποχαύνωση με γνώμονα τον πιο κοινό παρονομαστή – την Αμερικάνικη κουλτούρα – καθιστούνται ανύπαρκτες.
Κι όλα αυτά, επειδή σκοτώσαμε τη φύτρα – τα χωριά μας. Ναι, εάν κάποτε οι πόλεις μας ήσαν τα λουλούδια, τα χωριά αποτελούσαν τις ρίζες και το λίπασμα. Εκεί στην ύπαιθρο σμιλευόντουσαν οι ανδρειωμένοι, η λεβεντιά, οι μύθοι, οι παραδόσεις – η απόσταξη των οποίων εισέρεε στις πόλεις, όπου κατεργαζόταν λογοτεχνικά, μουσικά και εικαστικά. Κι αν οι πιο «εκλεπτυσμένοι» αστοί ενίοτε περιφρονούσαν τους «αγροίκους» για την «αξεστιά» τους, όταν έπεφταν οι πόλεις στους εκάστοτε κατακτητές, ο Έλληνας χωρικός εξακολουθούσε να αποτελεί την διαχρονική πηγή της ένοπλης αντίστασης, την αναπαραγωγή του έθνους και του εργατικού δυναμικού, την φυσική εξέλιξη της γλώσσας, τον αγωγό μνήμης και εθίμων. Τότε πράγματι μπορούσαμε να τραγουδάμε: «Η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει…»
Κάποια στιγμή, τα οικονομικά πακέτα στέρεψαν. Κι όσοι δεν είχαν διορισθεί στο δημόσιο ή δημιουργήσει μία καλύτερη τύχη στον ιδιωτικό τομέα, τώρα θα ξεπουλούσαν τα πατρογονικά τους χωράφια στις κατασκευαστικές εταιρείες για να στηρίξουν την αστυφιλία τους.
Σήμερα, στοχαζόμενοι τα ρημαγμένα μας χωριά και την δημογραφική τους μετάλλαξη, όπου πλέον αλλοδαπός ιδρώτας ποτίζει τους περιβάλλοντες αγρούς, οι κατέχοντες μνήμη άνω των σαράντα συχνά κυριεύονται από θλίψη και νοσταλγία για έναν πολιτισμό νεκρό πλέον – καταβροχθισμένο από τις πόλεις, που κι αυτές με την σειρά τους έχουν βαρυστομαχιάσει. Κι αν το φυσικό επακόλουθο του θανάτου είναι η αποσύνθεση, συνεπικουρούμενη από τα σκουλήκια, έτσι και η γόνιμη γη της υπαίθρου ξενοπωλείται και διαμελίζεται με την αδηφάγο δράση κατασκευαστών, τραπεζών και κτηματομεσιτών – οι μόνοι οργανισμοί που ευδοκιμούν σε περίοδο πολιτισμικής σήψης. Αλλά κι αυτοί, όπως και τα σκουλήκια, είναι καταδικασμένοι να αλληλοσπαραχθούν όταν δεν έχει μείνει πλέον τίποτα στο κουφάρι.
Και ω, τί ειρωνεία! Οι αποσυνθετικοί οργανισμοί είναι ξένοι πλέον, καθώς οι αλλοδαποί εργάτες, πάνω στα χαμηλόμισθα χέρια των οποίων μόλις πριν μία δεκαετία πλούτιζαν οι ντόπιοι, τώρα γίνονται τα αφεντικά με τις ευλογίες ενός πολιτικού συστήματος που δεν αναγνωρίζει έθνος πια, αλλά μόνο ψηφοφόρους που θα του εξασφαλίσουν την εξουσία πάνω στο κουφάρι.
Εμείς οι νεοέλληνες, τα υβριδικά πλέον απομεινάρια αυτού του φθίνοντος πολιτισμού, αενάως παραπονούμενοι για την κατάντια της χώρας μας την τελευταία τριανταετία, θα πρέπει να αποδώσουμε ευθύνες στους εαυτούς μας για όλα τα δεινά. Θα πρέπει να ανατρέξουμε στις αιτίες που επέτρεψαν στους καιροσκόπους και στους πολιτικάντηδες να υποβαθμίσουν όλους τους θεσμούς με έναν ατέρμονο καταιγισμό νεωτερισμών, μεταρρυθμίσεων και αλλαγών που τσάκισαν την ραχοκοκαλιά του τόπου – την παραγωγική χωρική οικογένεια – και αφαίμαξαν την ύπαιθρο από τα Ελληνικά της νιάτα.
ΤΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΤΕΡΠΑΝΔΡΟΥ ΖΑΧΑΡΙΟΥ
.