Γράφει ο Δημήτρης Παράξενος
Αυτοείδωλον εγενόμην
Θεόδωρος Ζιάκας
Εκδ. Αρμός, 2005
Γιατί οι Έλληνες έγιναν Χριστιανοί; Γιατί έγιναν Ρωμαίοι (Βυζαντινοί); Γιατί δεν κατάφεραν να γίνουν «σωστοί» Νεωτερικοί; Αυτά είναι τα ερωτήματα που επιχειρεί να απαντήσει ο Θεόδωρος Ζιάκας στο «Αυτοείδωλον εγενόμην», τελευταίο έργο μιας τριλογίας με σκοπό την εύρεση της ελληνικής ταυτότητας. Ο τίτλος, προερχόμενος από χριστιανικό κείμενο του 8ου αιώνα μ.Χ., αναφέρεται στο παρηκμασμένο Άτομο που μετατρέπει τον εαυτό του σε είδωλο-αντικείμενο θαυμασμού του ίδιου και των άλλων.
Βάση της έρευνας του Ζιάκα είναι η ανθρωπολογική διάκριση των πολιτισμών σε κολλεκτιβιστικούς και ατομοκεντρικούς. Στον κολλεκτιβιστικό πολιτισμό ο άνθρωπος δεν ξεχωρίζει τις ενέργειές του από τη δράση μιας ομάδας, στην οποία υπακούει χωρίς να την αμφισβητεί. Στον ατομοκεντρικό ανήκει σε μια ομάδα αλλά την ακολουθεί επειδή πιστεύει ότι τον συμφέρει ή εκφράζει. Έως σήμερα δύο πολιτισμοί έχουν μεταβεί στη δεύτερη βαθμίδα, ο αρχαίος ελληνικός και ο δυτικός νεωτερικός. Δηλαδή μόνο σε αυτούς τους δύο έγινε ανθρωπολογικό πρότυπο το Άτομο. Εντούτοις, το αρχαίο ελληνικό Άτομο διαφέρει ουσιωδώς από το νεωτερικό. Το πρώτο αναζητούσε την ευτυχία και ελευθερία στην πολιτική ζωή, έδινε προτεραιότητα στις αδιαμεσολάβητες σχέσεις και εναρμονιζόταν με τη φύση. Το νεωτερικό Άτομο ψάχνει την ευτυχία και ελευθερία στην ιδιωτική ζωή, οργανώνει συστήματα διαμεσολάβησης των σχέσεων και θέλει να κυριαρχεί στη φύση.
Ο Ζιάκας χρησιμοποιεί τα έργα ορισμένων συγγραφέων ως άξονα αναφοράς. Ένας από αυτούς είναι ο ιστορικός Arnold Toynbee. Ο Toynbee έλεγε ότι ο ελληνισμός έχει διαπολιτισμική συνέχεια από τους Μυκηναίους έως τον 20ό αιώνα. Σε κάθε φάση της ιστορίας του κουβαλάει κάποιες κληρονομιές από το παρελθόν, αρνητικές και θετικές. Στις θετικές τοποθετεί την αγροτική θρησκευτικότητα και τον Όμηρο. Ο Ζιάκας διορθώνει σε ορισμένα σημεία τον Toynbee, εξηγώντας π.χ. ότι η εμμονή των Βυζαντινών λογίων στην αττική διάλεκτο δεν οφείλεται σε αδυναμία τους να απαλλαγούν από κάποιο διανοητικό «νάρθηκα» αλλά στην επιθυμία τους να διατηρήσουν τα νοήματα που μεταφέρονται με αυτή τη διάλεκτο. Η παράδοση είναι κάτι ζωντανό, αλλάζει με τη συνεισφορά κάθε γενιάς και αποτελεί πηγή έμπνευσης. Ένα έθνος χωρίς παράδοση είναι σα μάστορας που δεν έχει πάρει τίποτα από τους προηγούμενους μάστορες.
Έπειτα ο Ζιάκας ασχολείται με το έργο του ιστορικού E. R. Dodds, που υποστήριξε ότι ο χριστιανισμός «πέτυχε σε φάση ανασφάλειας» τους αρχαίους Έλληνες κι έτσι τους εξαπάτησε να τον ακολουθήσουν. Μεθοδικά αποδομεί την επιχειρηματολογία του Ντοντς, δείχνοντας ότι οι Έλληνες δέχτηκαν το χριστιανισμό ελεύθερα και εν γνώσει τους γιατί τους έβγαλε από την κρίση που περνούσαν. Αυτή είχε ξεκινήσει από τον 5ο αιώνα π.Χ. με τον ολέθριο Πελοποννησιακό πόλεμο και τον 4ο αιώνα π.Χ. με τους σοφιστές, που δίδασκαν ότι η αλήθεια και το καλό είναι σχετικά. Η κρίση επιδεινώθηκε όταν έσβησε οριστικά η πίστη στην ηρωική/θεϊκή προέλευση της Πόλης ενώ με τη ρωμαϊκή κατάκτηση ο Έλληνας έχασε και την πολιτική ελευθερία του.
Η εκκλησία του δήμου δεν ήταν για τους αρχαίους Έλληνες απλά ένα κρατικό όργανο λήψης αποφάσεων. Ήταν ο χώρος άσκησης ενός αθλήματος, με ιδανικό την καλλιέργεια των διαπροσωπικών σχέσεων και τη συλλογική αναζήτηση του Αγαθού, όπως έγραψε ο Αριστοτέλης. Ο χριστιανισμός έδωσε πίσω στους Έλληνες την «Πόλη» τους. Η χριστιανική εκκλησία διαδέχτηκε την εκκλησία του δήμου με μια πρωτοφανή καθολικότητα και υπαρξιακή πληρότητα. Στο χώρο της, η επιδίωξη του αληθινού βίου απόκτησε νέο νόημα. Το παλιό άλυτο πρόβλημα, η ανάγκη της Πόλης για Αρετή, η οποία δεν μπορεί να βρει έρεισμα στον άνθρωπο λόγω της ασταθούς φύσης του, απαντήθηκε στην Εκκλησία. Το άτρεπτο στήριγμα της Αρετής βρέθηκε στον ιστορικά αποκαλυμμένο Χριστό.
Ο χριστιανισμός έδωσε δύο μεγάλες μάχες. Η μία ήταν ενάντια στην ιεροποίηση της εξουσίας, την οποία καμία θρησκεία δεν είχε τολμήσει να αμφισβητήσει. Η αντίσταση του χριστιανισμού στη θέληση της εξουσίας να παρουσιάζεται ως έχουσα ανώτερη αξία από την κοινωνία προκάλεσε τους αιματηρούς διωγμούς και την ανάδειξη χιλιάδων μαρτύρων. Η άλλη μάχη δόθηκε ενάντια στο γνωστικισμό. Ο τελευταίος προτάσσει τη συγκέντρωση του ανθρώπου στον εαυτό του, την πνευματική απομάκρυνση από την κοινωνία και την ιδέα ότι ο άνθρωπος έχει ως ανώτερο σκοπό να θεωθεί χάνοντας την ατομικότητά του. Νικώντας το γνωστικισμό ο χριστιανισμός διέσωσε μια στάση ζωής που προβάλλει την ετερότητα, την κοινωνική προσφορά και τη δυνατότητα του κάθε ανθρώπου να απαντήσει στο διακριτικό κάλεσμα του Θεού διατηρώντας την ταυτότητά του.
Στη συνέχεια ο Ζιάκας ασχολείται με το λόγο που οι Έλληνες έγιναν Ρωμαίοι μέσα στη Βυζαντινή αυτοκρατορία (η ονομασία «Βυζαντινός» είναι πολύ μεταγενέστερη και οι ίδιοι οι «Βυζαντινοί» ποτέ δεν τη χρησιμοποιούσαν). Η Ρώμη έπραξε κάτι που η Αθήνα δεν είχε τολμήσει όταν ηγεμόνευε: δέχτηκε να γίνει πρώτη πόλη μεταξύ ίσων, παραχωρώντας σε όλους τους κατοίκους της επικράτειας, ανεξάρτητα από την εθνικότητά τους, δικαιώματα ίδια με εκείνα των πολιτών της. Έτσι λύθηκε το διαχρονικό πρόβλημα διοίκησης των αρχαίων Ελλήνων, το οποίο είχε οδηγήσει στην παρακμή της πόλης-κράτους. Για πρώτη φορά όλοι οι Έλληνες ζούσαν σε ένα ενιαίο κράτος χωρίς να συγκρούονται μεταξύ τους. Διατήρησαν την εθνικότητά τους και υιοθέτησαν μια κοινή υπηκοότητα. Σήμερα δυσκολευόμαστε να το καταλάβουμε γιατί συγχέουμε τις δύο έννοιες. Οι Έλληνες ήξεραν ότι η επιστροφή στο καθεστώς της πόλης-κράτους ήταν αδύνατη. Μόνο η αυτοκρατορία προστάτευε από τις αδιάκοπες βαρβαρικές επιδρομές και απέτρεπε τις εμφύλιες διαμάχες στην οικουμενική κλίμακα.
Επιπλέον, ο λαός έλεγχε τον αυτοκράτορα ως προς το ζήτημα που αισθανόταν πιο σημαντικό, τη φύλαξη της Εκκλησίας. Στις ασιατικές δεσποτείες ή τα καθολικά και προτεσταντικά κράτη, η πολιτική και η θρησκευτική εξουσία πηγάζανε από ψηλά. Αντίθετα, στη Βυζαντινή αυτοκρατορία δεν ασκείται θρησκευτική εξουσία στο λαό. Ακόμη και οι εκκλησιαστικές σύνοδοι έπρεπε να τον πείσουν με την ορθότητά τους για να θεωρούνται έγκυρες. Αυτός αποφάσιζε για το θεμέλιο της κοινωνίας του, τη θρησκεία. Η σημασία των παραπάνω μας είναι δυσνόητη γιατί έχουμε υιοθετήσει τη νεωτερική αντίληψη ότι βάση της κοινωνίας είναι η οικονομία και η θρησκεία απλά μια ατομική υπόθεση.
Το τρίτο βασικό ζήτημα του βιβλίου είναι γιατί οι Έλληνες δεν κατάφεραν να γίνουν νεωτερικοί όπως οι Δυτικοί. Τι είναι το Νεωτερικό Άτομο, το ανθρωπολογικό πρότυπο των χωρών που μιμείται αποτυχημένα ο σύγχρονος Έλληνας; Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα νεωτερικού Ατόμου είναι ο αστός. Παρακολουθώντας την εξέλιξή του μπορούμε να καταλάβουμε την ταυτότητα της Δύσης. Έως το 18ο αιώνα ο αστός διακρινόταν στις οικονομικές δραστηριότητες αλλά ο προσανατολισμός του ήταν ανθρωποκεντρικός, για παράδειγμα είχε ηθικές αξίες. Το 19ο αιώνα, με τη βιομηχανική επανάσταση και την αλλοίωση της σχέσης του ανθρώπου με την εργασία και το χρόνο, ο αστός αλλάζει. Αυτοσκοπός του γίνονται η κερδοφορία, η ισχύς, το μέγεθος και η ταχεία εξέλιξη της επιχείρησης. Τον 20ό αιώνα, με την έλευση της μαζικής δημοκρατίας, παραγωγής και κατανάλωσης, φαινόμενα που εξετάζει ο Παναγιώτης Κονδύλης στην «Παρακμή του αστικού πολιτισμού», ο αστός αφομοιώνεται από το κοινωνικο-οικονομικό σύστημα που ο ίδιος έφτιαξε. Δεν έχει σχέση με τον αυτόνομο, ευσεβή άνθρωπο που σκιαγραφείται στο μυθιστόρημα «Ροβινσώνας Κρούσος».
Οι Έλληνες προσπάθησαν να γίνουν νεωτερικοί αλλά οι θεσμοί που έφτιαξαν και οι μεταρρυθμίσεις που δοκίμασαν δε λειτουργούν καλά. Ο κύριος λόγος είναι ότι το πρότυπο που έχουν επιλέξει, το νεωτερικό Άτομο, δεν ταιριάζει ανθρωπολογικά με καμία από τις παραδόσεις και ιστορικές διαδρομές τους. Επιπλέον, έχει εξαντλήσει τη δυναμική του, όπως συνέβη και στο αρχαίο ελληνικό Άτομο, και έχει εισέλθει στη φάση της αποσύνθεσής του. Αυτή σηματοδοτείται από το μεταμοντερνισμό και εκφράζεται ως βύθιση των δυτικών κοινωνιών στο μηδενισμό, με γνωρίσματα τον ηδονισμό, τον υποκειμενισμό και την ακραία απο-προσωποποίηση των σχέσεων με τη χρήση μηχανών. Η προσπάθεια των Ελλήνων να υιοθετήσουν τον τρόπο ζωής του νεωτερικού Ατόμου τους μεταβιβάζει τα προβλήματα της ιστορικής εξάντλησης του Διαφωτισμού.
Η έρευνα του Ζιάκα συνδυάζει την κοινωνιολογία, την ιστορία, τη φιλοσοφία, τη θεολογία και την ψυχολογία σε μια ερμηνεία του κόσμου με άφταστη καθαρότητα και εύρος. Σίγουρα χρειάζεται αρκετές γνώσεις για να εκτιμηθεί, καθώς και προθυμία να δεις τον κόσμο χωρίς τα ιδεολογικά γυαλιά της νεωτερικότητας. Το «Αυτοείδωλον εγενόμην» δείχνει την απαράμιλλη ερμηνευτική δύναμη της ελληνικής παράδοσης. Εξηγεί ποιοι είναι οι Έλληνες, από πού έρχονται και ποιες προκλήσεις αντιμετωπίζουν σήμερα. Και αναδεικνύει με τρομαχτική σαφήνεια την κρίση μιας εποχής όπου αναζητάμε διαρκώς την αποδοχή του άλλου χωρίς να μας νοιάζει ο ίδιος ως πρόσωπο.
Δημήτρης Παράξενος