του Ραφαήλ Καλυβιώτη*
Η κατάληψη της Μοσούλης από την ακραία στρατιωτική σουνιτική οργάνωση υπό την επωνυμία «Ισλαμιστικό Κράτος του Ιράκ και του Λεβάντε» (ISIS) είναι γεγονός. Το μόρφωμα αυτό έχει ισχυρές διασυνδέσεις με την Αλ Κάιντα αλλά ακόμα και η τελευταία ωχριά μπροστά στις σκληροπυρηνικές μεθόδους του. Ο δε ηγέτης του, ο Αμπού Μπακρ Αλ Μπαγκντάντι, ισχυρίζεται ότι είναι ο συνεχιστής/απόγονος του Προφήτη Μωάμεθ διεκδικώντας έτσι ένα ρόλο «ελέω Θεού Βασιλείας».
Οι ραγδαίες αυτές εξελίξεις δημιουργούν τετελεσμένα με τις Δυτικές δυνάμεις να μην διαθέτουν – τουλάχιστον όχι άμεσα – τις ανάλογες απαντήσεις. Οι πιο άμεσα ενδιαφερόμενοι, οι Αμερικανοί δηλαδή, φαίνεται ότι βρέθηκαν εξ απήνης. Και αυτό παρότι υπήρχαν ενδείξεις ότι το «ISIS» είχε διεισδύσει στον πόλεμο στη Συρία εξοβελίζοντας τους πιο μετριοπαθείς. Η δυνατότητα της οργάνωσης να σκληραγωγηθεί και να αποκτήσει τις ανάλογες πολεμικές εμπειρίες κατά τη διάρκεια του – τετραετούς πλέον – πολέμου στη Συρία διαδραμάτισε καταλυτικό ρόλο. Αυτή όμως είναι μόνον η μισή αλήθεια. Η πραγματικότητα είναι ότι οι λόγοι για τους οποίους η ακραία ισλαμιστική οργάνωση παρέλασε ανενόχλητη μέχρι τη Μοσούλη εδράζονται σε δύο βαθύτερα αίτια τα οποία μαζί συνθέτουν την αποτυχημένη παρακαταθήκη των Αμερικανών στο Ιράκ.
Το πρώτο λάθος έχει να κάνει με τη νωθρή και βραχυπρόθεσμη πολιτική της κυβέρνησης Ομπάμα. Επέκεινα της εισβολής των Αμερικανών στο Ιράκ το 2003, κατεστράφησαν οι πυλώνες που στήριζαν της εσωτερική και εξωτερική κυριαρχία του τελευταίου, ήτοι η αστυνομία και ο στρατός. Καίτοι τα επόμενα σχεδόν δέκα χρόνια υπήρξε προσπάθεια ανασυγκρότησης – με την αρωγή των Αμερικανών φυσικά – , το Ιράκ ποτέ δεν ανέκτησε την προηγούμενή του ισχύ. Μόλις ανέλαβε την εξουσία ο νυν Πρόεδρος της Αμερικής, άρχισε να διαπραγματεύεται με την κυβέρνηση Μαλίκι ούτως ώστε να παραμείνουν κάποιες από τις αμερικανικές δυνάμεις στο Ιράκ. Η παραμονή τους θα εξασφάλιζε αφενός τη δυνατότητα στην σιιτική κυβέρνηση Μαλίκι να λαμβάνει μία συνεχή ροή πληροφοριών για τις κινήσεις των σουνιτών και αφετέρου θα εκπαίδευε επαγγελματικά τον ιρακινό στρατό. Οι διαπραγματεύσεις αυτές ωστόσο ναυάγησαν κυρίως λόγω της προεκλογικής εκστρατείας του Μπαράκ Ομπάμα κύριο σύνθημα της οποίας ήταν ότι «οι Αμερικανοί θα επιστρέψουν σπίτια τους». Είναι κοινός τόπος σήμερα ότι έαν είχαν παραμείνει έστω και χίλιοι Αμερικανοί στρατιώτες στο Ιράκ η κατάληψη της Μοσούλης θα είχε αποτραπεί.
Το δεύτερο λάθος έχει να κάνει με την αμερικανική στήριξη αυτή καθεαυτή στο πρόσωπο του Νουρί Αλ Μαλίκι. Ο τελευταίος, ήδη πριν την εισβολή του 2003 μαχόταν υπέρ της σιιτικής πλειοψηφίας. Ο ριζοσπαστισμός αυτός όμως συνεχίστηκε ακόμα και μετά την καθαίρεση του Σαντάμ Χουσεϊν, γεγονός που οδήγησε σε εμφύλιο το 2006. Οι Αμερικανοί επενέβησαν και έπειτα από κάποια επίπονα χρόνια που στοίχισαν χιλιάδες ζωές κατάφεραν να τερματίσουν την αιματοχυσία που προξένησε ο θρησκευτικός φανατισμός. Μόλις απεχώρησαν όμως, μην αφήνοντας ένα γραφειοκρατικό πλαίσιο το οποίο θα περιόριζε την εξουσία του ενός, έδωσαν τον απαραίτητο χώρο στον Μαλίκι να δρα ανενόχλητος. Ο Μαλίκι συγκέντρωσε όλη την εξουσία πάνω του και απέκοψε τους σουνίτες από αυτήν, ενώ ταυτόχρονα, πλειστάκις, λειτουργούσε αυθαίρετα εναντίον τους. Το γεγονός αυτό οδήγησε τους σουνίτες στο να στραφούν στους εξτρεμιστές για ακόμα μία φορά. Είναι όμως γεγονός ότι τα λάθη των Αμερικανών έστρεψαν τα δεδομένα προς αυτήν την κατεύθυνση.
Τη στιγμή που γράφεται το άρθρο αυτό, η αμερικανική κυβέρνηση εξετάζει όλα τα ενδεχόμενα. Οι αποφάσεις που πρέπει να παρθούν έχουν όλες τους αντίστοιχα ένα οδυνηρό κόστος. Εάν αποφασισθεί να παραμείνει αδρανής η αμερικανική κυβέρνηση είναι σχεδόν βέβαιον ότι νέες εστίες τρομοκρατών θα ανακύψουν τόσο στη Συρία όσο και στο Ιράκ. Είναι επίσης βέβαιον ότι θα χάσει τον έλεγχο για το πώς θα εξελιχθεί το Ισλάμ συνολικά. Κάτι τέτοιο, με ακόμα νωπή τη μνήμη από την ενδεκάτη Σεπτεμβρίου, δεν συγκεντρώνει πολλές πιθανότητες. Από την άλλη, ενδεχόμενη απόφαση επέμβασης θα ανακατέψει την τράπουλα για το ποιοι θα είναι οι νέοι σύμμαχοι σε αυτό το εγχείρημα. Πολλοί είναι οι αναλυτές που τονίζουν ότι το Ιράν μπορεί να αποτελέσει ένα τέτοιο σύμμαχο, αλλά φυσικά κανένας δε δύναται να ξεχάσει τα πρόσφατα σχέδιά του για πυρηνικό εξοπλισμό.
Το σίγουρο πάντως είναι ότι είτε δια μέσω του Ιράν είτε όχι, η επέμβαση θα κοστίσει ακριβά στην τσέπη του μέσου Αμερικανού πολίτη τη στιγμή που ο Ομπάμα δεν έχει καταφέρει να τιθασεύσει τις συνέπεις της οικονομικής κρίσης και ενώ η απόσταση μεταξύ πλουσίων και φτωχών διευρύνεται. Ο Ομπάμα έχει αυτοπαγιδευθεί από τις προεκλογικές δεσμεύσεις του και η έλλειψη δόγματος για το πώς πρέπει να αντιμετωπισθούν τα διάφορα θέματα είναι παραπάνω από εμφανής οδηγώντας την Αμερική από το ένα λάθος στο άλλο. Μεταξύ του «ενδόξου απομονωτισμού» και του «επιθετικού ρεαλισμού» δεν υπάρχει ένα ξεκάθαρο τοπίο και αφ’ ης στιγμής ο Ομπάμα δεν εφαρμόζει κανένα από τα δύο δεν νομίζω ότι ξέρει και ο ίδιος το πώς πρέπει να προσεγγίσει τα πράγματα. Ο «ενδιάμεσος χώρος» χρειάζεται στιβαρούς ηγέτες. Μέχρι να βρεθεί ένας τέτοιος η Νέμεσις από τα λάθη στο Ιράκ θα συνεχίσει να κατατρύχει την αμερικανική πολιτική.
*Ο Ραφαήλ Καλυβιώτης είναι Πολιτικός Επιστήμων και συνιδρυτής του «Δικτύου Ελλήνων Συντηρητικών» – www.syntiritikoi.gr