Τον καιρό αυτό πολλά δημόσια σχολεία σε όλη την επικράτεια ευρίσκονται σε “επαναστατικό γύψο”. Ουδείς αιφνιδιάστηκε φυσικά, γιατί το ίδιο έργο παρακολουθούμε χρόνια τώρα. Τα αιτήματα των μαθητών που επιστρατεύονται για να δικαιολογήσουν την φετινή “θεατρική παράσταση” έλκουν την καταγωγή τους από το παρελθόν με την προσθήκη μερικών πρωτότυπων αιτημάτων προσαρμοσμένων στην επικαιρότητα. Την παράσταση συνθέτουν οι συνήθεις καταστροφές στις υποδομές των σχολείων, οι γονείς που χωρίζονται σε παρατάξεις έξω από τις πύλες των σχολικών κτηριακών εγκαταστάσεων, οι πορείες στο κέντρο της Αθήνας με τα συμπαρομαρτούντα επεισόδια, μέχρι που φθάνουν τα Χριστούγεννα και οι νεόκοποι, πλην αποκαμωμένοι από τον δυναμικό αγώνα, “μπολεσεβίκοι” αποφασίζουν να το διαλύσουν για χάρη των εορτών. Εν ολίγοις, δεν έχει αλλάξει τίποτε από τότε που ο γράφων ήταν στο σχολείο. Δυστυχώς, τώρα κάθεται θεατής από τον καναπέ του και βλέπει με λύπη αυτό που βίωσε όταν ήταν ο ίδιος στο σχολείο. Θυμάται πώς οι μειοψηφίες των μαθητών, που, ενώ αδιαφορούσαν πλήρως για τα μαθήματα και την πορεία του θεσμού της δημόσιας εκπαίδευσης γενικά, ξαφνικά μεταμορφώνονταν σε οπλαρχηγούς ενός αγώνα χωρίς αιτία και αόριστο τέλος και κατόρθωναν με τον σαματά –το μόνον πράγμα στο οποίο πρώτευαν– να κυριαρχήσουν στήνοντας συνελεύσεις με την χρήση του πιο εξελιγμένου όπλου στην νεοελληνική κοινωνία: του τσαμπουκά! Θυμάται με ενάργεια ορισμένους καθηγητές που “δεν καίγονταν και πολύ” να μεταπείσουν τους μαθητές, ειδικά μετά την ετήσια καθιέρωση της “αργίας των καταλήψεων” λίγες εβδομάδες πριν τις διακοπές των Χριστουγέννων. Θυμάται ακόμη κάποιους ακόμη πιο λίγους γονείς να στηρίζουν το πραξικόπημα των γιων τους σε βάρος του μέλλοντος της δημόσιας εκπαίδευσης στην Ελλάδα. Και δεν λησμονεί κάποιους ακόμη λιγότερους μαθητές που γρήγορα μπλέχτηκαν στα δίκτυα των κομμάτων και οργάνωναν συνελεύσεις και γίνονταν εκπρόσωποι σε δευτεροβάθμιες ή τριτοβάθμιες συνελεύσεις και πανελλαδικά συντονιστικά που ελέγχονταν από ψηλά σαν μαριονέττες, πιόνια στην σκακιέρα των πολιτικών σχεδιασμών. Είναι πολλές οι άσχημες αναμνήσεις: α) της υποκριτικών ιαχών για καλύτερες συνθήκες εκπαίδευσης ακριβώς από εκείνους που στην μεν ήρεμη περίοδο δεν έδιναν δεκάρα για το μάθημα, στη δε «επαναστατική περίοδο» ρήμαζαν το σύμπαν σε συνεργασία με τους επαγγελματίες εξωσχολικούς μαστροχαλαστές – ξεχαρβαλωτές των σχολικών υποδομών, β) της ανοίκειας αδιαφορίας των καθηγητών, γ) της ολοσχερούς αδυναμίας τήρησης του νόμου, δ) της αγωνίας εκείνων των μαθητών και γονέων που αναζητούσαν πραγματικά ένα καλύτερο μέλλον, αλλά φιμώνονταν από τις καταληπτομανείς μειοψηφίες. Σήμερα, δεν έχει αλλάξει τίποτε φυσικά, διότι μαθητές, γονείς, καθηγητές και εκάστοτε κυβερνήσεις είναι συνένοχοι στο έγκλημα για διαφορετικούς λόγους ο καθένας. Οι μειοψηφίες των μαθητών θέλουν να χάσουν μάθημα, να εμποδίσουν κάθε εφαρμογή μέτρου για την βελτίωση των σπουδών και να κάνουν λίγο αμέριμνο χαβαλέ μακριά από το εξεταστικό άγχος. Οι γονείς των καταληψιών θέλουν οι γιοί τους να ακολουθήσουν το σύνθημα της απειθαρχίας και της ανυπακοής στο Νόμο και οι υπόλοιποι γονείς, δηλ. των μαθητών που θέλουν να γίνει μάθημα, έχουν πέσει θύματα της νεοελληνικής απάθειας, αδιαφορίας και έχουν παραδοθεί στις διαθέσεις των “δυναμικών πλειοψηφιών”. Την αγωνία τους για την εξέλιξη του ζητήματος έχει εξαλείψει προ πολλού ο εθισμός της Κοινής Γνώμης διά της επανειλημμένης ανοχής του φαινομένου. Οι καθηγητές, μαγκωμένοι στον ίδιο οκνηρό ρυθμό, πιστεύουν ότι οι καταλήψεις, πέρα από ένα ευχάριστο διάλειμμα μετ’ αποδοχών, προσφέρουν περισσότερη ένταση στην αντιπαράθεσή τους με την κυβέρνηση και ενισχύουν τις δικές τους διεκδικήσεις για βελτιωμένο μισθολόγιο, ανώτερο παντός άλλου πρωτοδιόριστου δημοσίου υπαλλήλου. Τα Μ.Μ.Ε. παρακολουθούν ακροθιγώς το φαινόμενο με μια αποστασιοποιημένη αντικειμενικότητα που φθάνει στα όρια οι παρασπονδίες των μαθητών ν’ αντιμετωπίζονται με χάϊδεμα που ισοδυναμεί με σιωπηρή επιδοκιμασία. Η τηλεοπτική σάτιρα πρωτοστατεί στον φιλομαθητικό – φιλοκαταληπτικό λαϊκισμό, διότι στην εποχή μας η νεολαία καθορίζει τα νούμερα θεαματικότητας και οι επιθυμίες της πρέπει να γίνονται σεβαστές στην σύγχρονη καταναλωτική δημοκρατία, όπου πιο ισχυρή φωνή έχει ο νεαρός καταναλωτής και ας μην έχει ακόμη πλήρη πολιτικά δικαιώματα. Η δε σημερινή κυβέρνηση απλώς ανέχεται. Ανέχεται, γιατί φοβάται το πολιτικό κόστος, που θα έχει η δυναμική απάντηση στις καταλήψεις των μενσεβίκων. Τρέμει την ανάσταση ενός νέου Τεμπονέρα, τρέμει την δεξιά σκιά του παρελθόντος και προτιμά να παραλύει και να περιμένει τους άλλους να κουραστούν, δηλ. εφαρμόζει την ίδια τακτική που τής έδωσε και την πρώτη νίκη το 2004: την τακτική του “ώριμου φρούτου”. Η επικοινωνιακή διαχείριση του προβλήματος είναι ακόμη πιο εύκολη γι’ αυτήν: χωρίς ρήξη με τους μαθητές, δεν υπάρχει είδηση για τα κανάλια, και χωρίς είδηση δεν υπάρχει καν γεγονός και πρόβλημα να συζητήσουμε! Μπόρα είναι κι αυτή, θα περάσει … αλλά κάθε φορά που περνάει το κράτος είναι ένα “κιλό ελαφρύτερο”…