Γράφει ο Γιώργος Μάτσος.
Το να λέει κανείς στους άλλους τι να μην κάνουν είναι εύκολο. Το δύσκολο είναι να τους πει τι να κάνουν. Ειδικά όταν είσαι πανεπιστημιακός, είναι πολύ εύκολο να τους λες τι να μην κάνουν. Το χειρότερο είναι όταν συνεχίζεις το ίδιο, ακόμη και όταν παίρνεις στα χέρια σου τη λήψη αποφάσεων και τα εργαλεία δράσης.
Ο Γ. Βαρουφάκης δεν ήταν ιδιαίτερα γνωστός στο ευρύ κοινό πριν το 2010 και την υπαγωγή της Ελλάδας στα Μνημόνια. Αυτό από μόνο του μπορεί να μην σημαίνει τίποτε, ωστόσο δεν παύει να είναι το βασικό χαρακτηριστικό της διαδρομής του στα κοινά. Διατυπώνοντας έκτοτε με εκλαϊκευμένο επιστημονικό λόγο εύπεπτες από τη φύση τους και δημοφιλείς απόψεις, κατέστη κεντρικός διαμορφωτής των θέσεων της κοινής γνώμης. Βασικό πλεονέκτημα του Γ. Βαρουφάκη ήταν ότι η αντίκρουσή του προϋπέθετε τεκμηριωμένη ανάλυση περί του τι ήταν λάθος στις απόψεις του. Το λάθος μπορεί να είναι μία λέξη ή ακόμη και ένα σημείο στίξης. Το να εξηγήσεις όμως το λάθος, μπορεί να χρειαστεί ολόκληρα κατεβατά. Που ούτε διαβάζονται εύκολα, ούτε γίνονται συνθηματολογικό επιχείρημα καφενείου του είδους “το χρέος δεν είναι βιώσιμο”.
Καμία από τις απόψεις Βαρουφάκη δεν θα μπορούσε να αντέξει σε σοβαρή επιστημονική κριτική. Το ελληνικό χρέος σχεδιάστηκε το 2012 ως βιώσιμο, λόγω του πολύ χαμηλού κόστος εξυπηρέτησής του. Ο Γ. Βαρουφάκης ουδέποτε ασχολήθηκε ποτέ με αυτή την πτυχή του χρέους, διότι ουδέποτε συμμετείχε σοβαρά στον όποιο επιστημονικό ή θεσμικό διάλογο για το χρέος. Προτίμησε πάντοτε καφενειακού επιπέδου εκλαϊκευμένη ψευδοεπιστήμη, η οποία εκμεταλλευόταν έμφυτα στοιχεία του λαϊκού ψυχισμού (π.χ.: την κρυπτοεγωιστική τάση μόνιμης συλλογικής αυτοϋποτίμησης του Έλληνα), προκειμένου να καθιστά τις απόψεις του δημοφιλείς στο ευρύ κοινό. Τι και αν αυτές δεν άντεχαν στην παραμικρή κριτική; Η κριτική αυτή, ατυχώς, ποτέ δεν έγινε δημόσια με την απαιτούμενη ένταση.
Οι απόψεις Βαρουφάκη συνοψίζονται στη μόνιμη επωδό ότι τάχα το ελληνικό χρέος “δεν είναι βιώσιμο”. Τίποτε, λέει, δεν θα πετύχει, εάν δεν συνοδεύεται από ελάφρυνση του χρέους. Ποιος όμως θα δώσει την ελάφρυνση; Μα φυσικά οι κακοί ξένοι. Αυτοί που λοιδορούσε ως πανεπιστημιακός και που συνέχισε να λοιδορεί με διάφορους τρόπους και ως υπουργός.
Ασχέτως του βαθμού αποτελεσματικότητας της μεθόδου που επέλεξε για να πείσει τους ξένους, οι θέσεις Βαρουφάκη πάσχουν στο εξής: Ποτέ δεν είπε τι πρέπει να κάνει η Ελλάδα για να εξέλθει από την κρίση. Μόνη συνεισφορά του στη δημόσια συζήτηση ήταν το τι πρέπει να κάνουν οι άλλοι για την κρίση της Ελλάδας. Μα τίποτε δεν έπρεπε να κάνει η Ελλάδα; Δεν πρέπει π.χ. να μειώσει τα ελλείμματά της; Δεν πρέπει να ισοσκελίσει (πλήρως και όχι μόνον “πρωτογενώς”) τον προϋπολογισμό της; Είναι αδύνατον ή είναι απευκταίο κακό να εμφανίσει πλεονάσματα ο προϋπολογισμός της; Πώς θα αποφύγει την εκ νέου δημιουργία χρέους, εάν υποθέσουμε ότι της χαρίζουν σήμερα όλο το χρέος;
Ποτέ δεν ασχολήθηκε ο Γ. Βαρουφάκης με τα θεμελιώδη αυτά ερωτήματα. Η μόνη του ενασχόληση ήταν να λοιδορεί, άνευ επιχειρημάτων, κάθε θέση αντίθετη με τη δική του κεντρική θεώρηση περί ελάφρυνσης χρέους.
Χαρακτηριστική ήταν η εκ μέρους του άρνηση της πραγματικότητας έναντι της εξόδου της Ελλάδας στις αγορές το 2014, ενός γεγονότος δηλαδή που απεδείκνυε άνευ ετέρου ότι η θέση περί δήθεν “μη βιωσιμότητας” του ελληνικού χρέους ήταν, αν όχι πλήρως εσφαλμένη, πάντως τουλάχιστον αμφισβητούμενη: Εξακόσιοι διεθνείς επενδυτικοί οίκοι, μεταξύ αυτών οι σοβαρότεροι παγκοσμίως, προσέφεραν στις 9-10 Απριλίου 2014 στην Ελλάδα το ιλιγγιώδες, για τα δεδομένα μιας χρεοκοπημένης προ δύο μόλις ετών χώρας, ποσόν των 21 δισ. ευρώ.
Όλοι αυτοί οι επενδυτικοί οίκοι απασχολούν ο καθένας τους στρατιές εμπείρων αναλυτών, που αμείβονται αδρά προκειμένου να αξιολογούν τον κίνδυνο της κάθε επενδυτικής κίνησης. Έπεφταν όλοι έξω στην ανάλυσή τους; Ανάλυση μάλιστα όχι θεωρητική, αλλά συνδεόμενη με την ανάληψη πραγματικού επενδυτικού ρίσκου στην Ελλάδα με τα ωραία τους λεφτά. Εάν το χρέος μιας χώρας ή εν γένει μιας οικονομικής οντότητας δεν το θεωρείς βιώσιμο, πολύ απλά δεν της δανείζεις. Δεν της δίνεις τα λεφτά σου. Εάν της δίδεις τα λεφτά σου σημαίνει ότι θεωρείς ότι μια μέρα θα τα πάρεις πίσω – άρα εξ ορισμού θεωρείς το χρέος της βιώσιμο.
Ο κόσμος όμως προτιμούσε να πιστεύει τις ατεκμηρίωτες τοποθετήσεις του Βαρουφάκη, παρά την έμπρακτη επίδειξη εμπιστοσύνης στην ελληνική οικονομία την περίοδο 2012-2014 εκ μέρους της διεθνούς χρηματοπιστωτικής κοινότητας. Γιατί; Διότι, αν το καλοσκεφθεί κανείς, η διαχρονική θέση του Γ. Βαρουφάκη είναι πολύ ελκυστική: “Χαρίστε μας λεφτά χωρίς να κάνουμε εμείς τίποτε ιδιαίτερο για αυτό”. Πόσο μάλλον, όταν μια τέτοια τοποθέτηση ενδύεται τις κατάλληλες δόσεις εκλαϊκευμένου επιστημονικού λόγου και απευθύνεται στα αυτιά ενός ταλαιπωρημένου και εξουθενωμένου λαού: Να μην κάνουμε τίποτε άλλο εμείς για το πρόβλημά μας, να τα κάνουν όλα οι άλλοι.
Όταν όμως η κεντρική θέση είναι “χαρίστε μας λεφτά”, δηλαδή με άλλα λόγια η επαιτεία, τότε η υποβιβασμός μας στο επίπεδο αντιμετώπισής μας ως επαιτών είναι η απόλυτα φυσιολογική κατάληξη: Η πρωτοφανώς ταπεινωτική αντιμετώπιση της Ελλάδας από τους εταίρους της στις 12 Ιουλίου 2015 δεν ήταν τίποτε άλλο, παρά το αποτέλεσμα των θέσεων και της πολιτικής Βαρουφάκη επί πέντε μήνες στο Υπουργείο Οικονομικών και επί πέντε χρόνια ως διαμορφωτή της κοινής γνώμης.
Όσο λοιπόν και εάν η βαρουφάκεια θεωρία της επαιτείας, που εμφανίζεται στο κοινό ως επιστημονική άποψη, επιχειρήθηκε να καλυφθεί με μπόλικες δόσεις αξιοπρέπειας, ένας ζητιάνος παραμένει πάντοτε ένας ζητιάνος. Δεν μπορεί να περιμένει και δεν θα λάβει καλύτερη αντιμετώπιση από αυτούς στους οποίους απλώνει το χέρι…
* Ο κ. Γεώργιος Ι. Μάτσος είναι Δ.Ν., Δικηγόρος