Γράφει ο Βασίλειος Ευσταθίου.
Δρ. Φυσικού, πτ. ΕΚΠΑ Κ.Θεολογίας
hrisk
Η αλλαγή του μαθήματος των θρησκευτικών το μετατρέπει σε μάθημα διαθρησκειακού συγκριτισμού, που προσηλυτίζει στον Οικουμενισμό, γεγονός το οποίο σημαίνει ότι δεν μπορεί να είναι σε θέση πια να παρουσιάσει και να προσφέρει στους μαθητές γνήσιες και σαφείς γνώσεις για την ελληνορθόδοξη παράδοση του πολιτισμού του τόπου μας, αφού αυτός δεν είναι ουσιαστικά πια ο στόχος του.
Γιατί όχι στην μετάλλαξη αυτή και αυτό το νέο μάθημα, που βασίζεται σε βουδιστικό προσηλυτιστικό στον Οικουμενισμό πρόγραμμα της Arigatou:
1) Εκκοσμικεύει την πίστη και την υποβαθμίζει μέσα από την διαθρησκειακή σύγχυση που προκαλεί σε αυτή. Καμιά θετική παορυσίαση της πίστης δεν μπορεί να γίνει, καθώς η Ορθόδοξη πίστη δεν διδάσκεται πλέον σε μια λογική συνέχεια μέσα σε ένα ιστορικό πλαίσιο, αλλά κατά θέμα, ταυτόχρονα και συγκριτιστικά μαζί με άλλες ομολογίες και θρησκείες, όπου είναι εμφανή η λογική ασυναρτησία και ασυνέχεια, τόσο μεταξύ των θεμάτων που επιλέγονται κάθε φορά, όσο και του τρόπου που παρουσιάζεται το υλικό σε κάθε θέμα, με το ίδιο το υλικό να καταντάει πολλές φορές το πιο απίθανο και απροσδόκητο, ώστε να απορεί κανείς τι περιμένουν να διδάξουν οι εμπνευστές της επιλογής και παρουσίασής αυτού στους μαθητές, που μπορεί να προσφέρει τι ωφέλεια.
2) Ο Βουδισμός δεν διδάσκει τον ένα προσωπικό Θεό, αλλά αναφέρεται στο θείο εννοώντας το απρόσωπα. Και λόγω του γεγονότος αυτού το χάσμα μεταξύ του Βουδισμού και Χριστιανισμού είναι απόλυτα αγεφύρωτο, με το προσωπικό Θεό να βιώνεται μέσα από μια προσωπική σχέση, Πρόσωπο με πρόσωπο.
3) Πολύ περισσότερο το θείο συγχέεται με την κτιστή φύση, κάτι που αποτελεί κοινό τόπο των πιστεύω των ανατολικών θρησκειών. Πάνω σε μια τέτοια βάση βρίσκουν έδαφος να ξεβλαστήσουν ένας μεγάλος αριθμός ποικίλλων παραλλαγών θρησκευτικών πιστεύω, όσων μπορεί να συλλάβει η φαντασία του ανθρώπινου νου με την απόδοση στο θείο μορφών που ανήκουν σε ενδοκόσμιες παραστάσεις. Μια τέτοια θρησκευτική πραγματικότητα όμως είναι κατ’ ουσίαν άγνωστη και παντελώς ασυμβίβαστη σε μια εξ’ αποκαλύψεως θρησκεία όπως είναι ο Χριστιανισμός, όπου υπάρχει απόλυτη διάκριση κτιστής και άκτιστης ουσίας, όπως και κατά τους αγίους Πατέρες μας και κτιστής και άκτιστης ενέργειας .
4) Ενώ για τους Χριστιανούς ο Χριστός είναι ο μόνος άνθρωπος που είναι και Θεός, μέσα στο διαθρησκειακό συνοθύλευμα (κοινώς αχταρμά) συναντάμε θεοποιημένους τους αυτοκράτορες, τους ανθρώπους των ανώτερων καστών και τους ιδρυτές θρησκειών (Βούδας, Κομφούκιος, Λάο Τσε…).
5) Τόσο στις αιρέσεις (Παπισμός), όσο και στις άλλες θρησκείες (Ισλάμ, Ινδουισμός κ.τ.λ.) συναντάμε την θρησκεία να μετατρέπεται σε εργαλείο της πολιτικής εξουσίας και να την υπηρετεί (Βατικανό, ισλαμικός ιμπεριαλισμός, ινδουιστικές κάστες…). Αυτό βρίσκει σφόδρα αντίθετη την αληθινή χριστιανική πίστη, όπου «ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου οὐκ ἦλθε διακονηθῆναι, ἀλλὰ διακονῆσαι» (Μτ. 20, 28), ενώ αντίθετα «οἱ ἄρχοντες τῶν ἐθνῶν κατακυριεύουσιν αὐτῶν καὶ οἱ μεγάλοι κατεξουσιάζουσιν αὐτῶν» (Μτ. 20, 25), και όπου η Βασιλεία του Χριστού δεν είναι του κόσμου τούτου, σύμφωνα με τον κυριακό λόγο «ἡ βασιλεία ἡ ἐμὴ οὐκ ἔστιν ἐκ τοῦ κόσμου τούτου», (Ιω. 18, 36).
6) Ο διαλογισμός ώστε να επιτευχθεί η απελευθέρωση από τον κύκλο της Σαμσάρα εισερχόμενος στην νιρβάνα, είναι εντελώς ξένος στην χριστιανική οδό, όπου με την νοερά προσευχή και την μετοχή στην μυστηριακή ζωή της Εκκλησίας, ο πιστός δέχεται την σωτηρία από τον Σωτήρα Ιησού Χριστό, έχοντας και την περαιτέρω δυνατότητα να οδηγηθεί στην θέωση.
7) Η λύτρωση δεν μπορεί να επιτευχθεί με την προσπάθεια μόνο του ανθρώπου , αλλά χρειάζεται και εκείνος που μπορεί να την προσφέρει. Και μπορεί και θέλει να το κάνει όχι ο οποιοσδήποτε άνθρωπος που αυτοαποκαλείται Σωτήρας, αλλά μόνο ο Θεάνθρωπος Χριστός.
8) Η αλήθεια δεν προσεγγίζεται διανοητικά και φιλοσοφικά, αλλά με τον νου και εμπειρικά, όχι ως στοχασμός, αλλά ως αποκάλυψη του Λόγου του Θεού στην καρδιά εκείνου που τον αναζητεί με ειλικρινή ζήλο.
9) Ο φαύλος κύκλος διαδοχικών μετενσαρκώσεων-μετεμψυχώσεων στους οποίους βρίσκεται εγκλωβισμένη και βασανίζεται η ψυχή σύμφωνα με τα θρησκευτικά πιστεύω της ανατολής αντίκειται στην Χριστιανική Θεώρηση του χρόνου της παρούσης ζωής ως ευθύγραμμου -όχι κυκλικού- και μοναδικού –ανεπανάληπτου-, στον οποίο έχει την ευκαιρία που δεν θα την ξαναβρεί σε καμιά άλλη ζωή ο κάθε άνθρωπος, με την μετάνοια να κερδίσει την αιώνια ζωή (χωρίς να υπάρχει πια δυνατότητα μετανοίας μετά τον θάνατο).
10) Η αληθινή πίστη οφείλει να είναι και να εμφανίζεται συγκεκριμένη και μοναδική, αμετάβλητη μέσα εις τους αιώνες της ανθρώπινης ιστορίας, οδηγώντας σε ενότητα και όχι σε διάσπαση. Θα έχανε το νόημα της η αλήθεια αν ήταν μεταβαλλόμενη χρονικά και διαφοροποιούμενη τοπικά. Βρίσκουμε κάτι τέτοιο στον Παπισμό, όπου δεν ενώνει η αλήθεια, αλλά «ενώνει» ο Πάπας, ή στο μωσαϊκό της πρωτεσταντικής πολυδιάσπασης και πλουραλισμού; Μήπως βρίσκουμε κάτι τέτοιο στο Ινδουιστικό μωσαϊκό, στον Χιναγιάνα και στον Μαχαγιάνα Βουδισμό, και στον Ταοισμό, όπου διδάσκεται η έμπονη πραγματικότητα της αγνοίας, όπου το μόνο αντίδοτο θεωρείται ότι μπορεί να χορηγηθεί μέσω του εν τη ακινησία διαλογισμού (ο Λάο Τσε δίδασκε το wowei, δηλαδή «το μη πράττειν»); Σε μια τέτοια ακινησία του νου, δεν παύει να έχει νόημα οποιαδήποτε αναζήτηση της αλήθειας, στους γνήσιους αναζητητές της οποίας ο λόγος του Θεού στην Χριστιανική διδασκαλία απευθύνει το «γρηγορεῖτε καὶ προσεύχεσθε» (και «μακάριοι οἱ δοῦλοι ἐκεῖνοι, οὓς ἐλθὼν ὁ κύριος εὑρήσει γρηγοροῦντας.», Λκ. 12, 37), αφού μόνο έτσι μπορούν να την ανακαλύπτουν, να την γνωρίζουν και να μένουν εν αυτή, ώστε έτσι η πίστη τους να είναι αληθινή.
Και η αληθινή πίστη οδηγεί στην μετά-νοια (αλλαγή νοός), και όχι στην ακινησία του νου: «μετανοεῖτε· ἤγγικε γὰρ ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν» (Μτ. 4,17). Μετάνοια, καθώς «ἤγγικε γὰρ ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν», που είναι το ευαγγέλιο, το μεγαλύτερο χαρμόσυνο άγγελμα, με το οποίο δεν έχει καμιά σχέση και τίποτε κοινό η μοιρολατρία και ο πεσιμισμός των εξ ανατολής θρησκειών. Μετάνοια, καθώς «ἤγγικε γὰρ ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν», και στην «βασιλεία τῶν οὐρανῶν» μας ζητάει ο Θεός να στρέφουμε έχοντας μετάνοια την καρδιά μας («ὅπου γάρ ἐστιν ὁ θησαυρὸς ὑμῶν, ἐκεῖ καὶ ἡ καρδία ὑμῶν ἔσται.», Λκ. 12, 34.). Όπου η μετάνοια δεν είναι θέμα διαλογιστικής άσκησης, αλλά βίωση έμπρακτη με έργα αγάπης και ελεημοσύνης προς τον πλησίον: «πωλήσατε τὰ ὑπάρχοντα ὑμῶν καὶ δότε ἐλεημοσύνην. ποιήσατε ἑαυτοῖς βαλάντια μὴ παλαιούμενα, θησαυρὸν ἀνέκλειπτον ἐν τοῖς οὐρανοῖς» (Λκ, 12, 33). Και είναι αυτή η αγάπη του χριστιανικού κηρύγματος, που μας έδωσε την δυνατότητα σήμερα να μιλάμε για ισότητα και ανθρώπινα δικαιώματα, έννοιες οι οποίες είναι παντελώς αδύνατον να πηγάζανε από τα πιστεύω των άλλων θρησκειών (όπως πίστη στον υποβιβασμό ή αναβιβασμό της ψυχής με τις διαδοχικές μετεμψυχώσεις, καταπάτηση της ελευθερίας θρησκευτικής συνείδησης με την πίστη για εξάπλωση του Ισλάμ με φωτιά και μαχαίρι η οποία οδηγεί στον παράδεισο των υλικών απολαύσεων, κατάφορη καταπάτηση δικαιωμάτων γυναικών και παιδιών κ.τλ.). Αυτή η αγάπη του χριστιανικού κηρύγματος, εφόσον είναι γνήσια και αληθινη, δεν μπορεί να βρει τίποτα που να συγκρίνεται με αυτή σε καμιά άλλη θρησκεία.