Γεώργιος Νεκτάριος Λόης, Δρ.
Ιστορικός – Σλαβολόγος
Καθ. (ΣΕΠ) Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου
Σχολή Ανθρωπιστικών Σπουδών
http://loisgeorgios.wixsite.com/official
Πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό «ΘΕΟΛΟΓΙΑ»
Περίληψη
Η παρούσα εργασία ασχολείται με την ίδρυση του πρώτου κράτους των Ρως (Ρώσων) και τον εκχριστιανισμό των ανατολικών Σλάβων. Διαπιστώνουμε ότι οι πηγές συχνά αναφέρουν τους Σκανδιναβούς με τις ονομασίες «Ρώς» και «Βάραγγες». Οι Ρως Βάραγγες ήταν μισθοφόροι στρατιώτες στην περιοχή της σημερινής Ρωσίας και στρατολογούνταν από τους ηγεμόνες των ανατολικών Σλάβων.
Σχετικά με τη δημιουργία του πρώτου Ρωσικού κράτους δύο είναι οι επικρατέστερες θεωρίες, η «νορμανική» και η «αντινορμανική». Η πρώτη πιστεύει ότι οι Σκανδιναβοί διεδραμάτισαν ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο στην διαμόρφωση του πρώτου Ρωσικού κράτους του Κιέβου, ενώ η δεύτερη θεωρεί ότι το Ρωσικό κράτος του Κιέβου είναι αποτέλεσμα της σταδιακής εξέλιξης των ίδιων των ανατολικών Σλάβων. Στην συνέχεια της μελέτης καταγράφεται η σταδιακή εξέλιξη του κράτους των Ρως και η μετακίνηση της πρωτεύουσας από το Νόβγκοροντ στο Κίεβο, σύμφωνα με την αρχαιότερη Ρωσική πηγή το «Ρωσικό Χρονικό του Νέστορα» (1116).
Ο Χριστιανισμός ήταν γνωστός τους ανατολικούς Σλάβους από τις αρχές του 9ου αιώνα. Όταν όμως στο θρόνο του Κιέβου βρέθηκε η αγία Όλγα (945-961) έγινε και η πρώτη προσπάθεια να καθιερωθεί ο Χριστιανισμός ως επίσημη θρησκεία του κράτους, χωρίς όμως να το κατορθώσει. Ο εγγονός της ο άγιος Βλαδίμηρος, ήταν αυτός που επέτυχε τον εκχριστιανισμό των Ρώσων και την καθιέρωση του Χριστιανισμού ως επίσημη θρησκεία του κράτους, το έτος 988.
- Η εμφάνιση των Ρώς
Οι Σκανδιναβοί, οι οποίοι προέρχονταν κυρίως από την περιοχή της σημερινής Σουηδίας διακρίνονταν ως πολεμιστές Βίκινγκς[1] και έμποροι. Από τον 8ο αιώνα άρχισαν να επεκτείνουν, έτι περαιτέρω, τις εμπορικές δραστηριότητές τους στα ανατολικά παράλια της Βαλτικής θάλασσας, στον Φιννικό κόλπο και τις ακτές του. Έτσι, μέσω των ποταμών που εκβάλλονταν στην Βαλτική θάλασσα, οι Σκανδιναβοί εισήλθαν στο εσωτερικό της ρωσικής πεδιάδας. Χρησιμοποίησαν την υδάτινη οδό των ποταμών που συναντούσαν στο διάβα τους, ώστε να φθάσουν έως το Βυζάντιο. Η υδάτινη αυτή οδός κατεγράφη στην ιστορία με την χαρακτηριστική φράση των Ρώσων χρονογράφων «από τους Βαράγγους στους Έλληνες», δηλαδή από την Σκανδιναβία στο Βυζάντιο.[2] Για την σπουδαιότητα της υδάτινης αυτής οδού, κάνει λόγο και το έργο του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Ζ΄ Πορφυρογέννητου (913-959), «Προς τον ιδιον υιόν Ρωμανόν» – De administrando Imperio.[3] Αρχικά, χρησιμοποίησαν τον Βόλγα ποταμό και στην συνέχεια, μετά τον 9ο αιώνα, τον Δνείπερο.
Οι Ανατολικοί Σλάβοι εξαπλώνονται στην ρωσική πεδιάδα από τον 6ο έως τον 8ο αιώνα, πραγματοποιώντας την διείσδυσή τους με κατεύθυνση από τον Νότο προς τον Βορρά.[4] Η αρχική κοιτίδα τους είναι κοινή με τους υπόλοιπους Σλάβους και εντοπίζεται στην ευρύτερη περιοχή μεταξύ των ποταμών Όντερ και Βιστούλα δυτικά και στον άνω ρού του Δνείπερου ανατολικά, δηλαδή πλησίον στην σημερινή ανατολική Πολωνία, δυτική Ουκρανία και νοτιοδυτική Λευκορωσία. Για τους δε Σκανδιναβούς η διείσδυση στα σλαβικά εδάφη έγινε με αντίστροφη κατεύθυνση από τον Βορρά προς τον Νότο.
Ο δρόμος από την Σκανδιναβία προς το Βυζάντιο διήρχετο από την ρωσική πεδιάδα. Τα εμπορεύματα που μετέφεραν οι Σκανδιναβοί ήταν διάφορα δέρματα, γούνες, κερί και μέλι, αλλά ασκούσαν και το δουλεμπόριο. Τα εμπορεύματα αυτά συνοδεύονταν πάντα και από ένοπλους άνδρες. Καθ’ οδόν, όπου έκριναν ότι ήταν απαραίτητο για την ανάπαυσή τους αλλά και στρατηγικής σημασίας για την απρόσκοπτη συνέχιση του εμπορίου, κατασκεύαζαν διάφορα οχυρά, τα οποία στην πορεία θα μετεξελιχθούν σε οχυρωμένες πόλεις. Οι Ανατολικοί Σλάβοι αποκαλούσαν τους Σκανδιναβούς που συναντούσαν με το όνομα «Rus», στις βυζαντινές πηγές «Ρώς». Η ονομασία αυτή είναι σλαβική και προέρχεται από το όνομα Ruotsi,[5] το οποίο με την σειρά του ανάγεται στον παλαιοσουηδικό αυτοχαρακτηρισμό των Σουηδών ως Rops-men, δηλαδή «ομάδα κωπηλατών», «πλήρωμα» και συνδέεται με την παράκτια περιοχή Ros-lagen της ανατολικής Σουηδίας, στα παράλια της Uppland. Έτσι, το αρχικό Ruotsi έλαβε στην σλαβική γλώσσα, λόγω των φωνητικών ιδιαιτεροτήτων, την μορφή «Rus». Αργότερα όταν θα διαμορφωθεί το πρώτο ρωσικό κράτος, επικεφαλής του οποίου ήταν μια δυναστεία σκανδιναβικής προέλευσης, το όνομα «Rus» ή «Ρώς» θα σημαίνει τόσο το κρατικό αυτό μόρφωμα όσο και τους σλαβικής καταγωγής υπηκόους του.[6] Η ανωτέρω ετυμολογική προέλευση της ονομασίας «Ρώς» είναι η επικρατέστερη.[7]
Στις πηγές συχνά αναφέρεται για τους Σκανδιναβούς, παράλληλα με το όνομα «Ρώς», και η ονομασία «Βάραγγοι». Η ετυμολογία της λέξεως προέρχεται από την αρχαία νορβηγική «Vaeringjar», «Var», η οποία σημαίνει «λόγος τιμής», ή «όρκος», και πιθανόν αφορά τον αμοιβαίο όρκο πίστης, τον οποίο έδιναν μεταξύ τους οι Βάραγγοι όταν πολεμούσαν σε ξένους τόπους. Οι Ρώς Βάραγγοι ήταν μισθοφόροι στρατιώτες στην Ρωσία και στρατολογούνταν από τους ηγεμόνες των Ανατολικών Σλάβων. Σύμφωνα με την παράδοση οι Βάραγγοι προσκλήθηκαν στην Ρωσία από τον Σλάβο ηγεμόνα του Νόβγκοροντ, με σκοπό να τον βοηθήσουν κατά των επιδρομών των Φίννων. Στην συνέχεια, οι Βάραγγοι, όταν αντιλήφθησαν ότι οι Σλάβοι δεν ήταν σε θέση να τους απωθήσουν, κατέλαβαν την εξουσία του Νόβγκοροντ, το έτος 862, και λίγο αργότερα, το 864, άλλοι Βάγγαροι (ο Άσκολ και ο Ντίρ) θα καταλάβουν την εξουσία και του Κιέβου. Όλα τα ανωτέρω αναφέρονται στην αρχαιότερη Ρωσική πηγή, το «Ρωσικό Χρονικό του Νέστορα» (1116).[8] Έτσι, σύμφωνα με την παράδοση ο σκανδιναβός ηγεμόνας Ριούρικ είναι αυτός που εκλήθη από τους Ανατολικούς Σλάβους για βοήθεια και αυτός είναι ο ιδρυτής της πρώτης δυναστείας, η οποία κυβέρνησε την Ρωσία από το έτος 862 έως το 1613.
Όμως οι έως τώρα ερευνητές τής ανωτέρω πηγής, του «Χρονικού του Νέστορα», συγκρούονται σε δύο διαμετρικά αντίθετα συμπεράσματα σχετικά με τον ρόλο των Σκανδιναβών στην δημιουργία του πρώτου Ρωσικού κράτους. Αυτοί είναι οι οπαδοί της «νορμανικής» θεωρίας και οι οπαδοί της «αντινορμανικής». Οι πρώτοι πιστεύουν ότι οι Σκανδιναβοί διεδραμάτισαν ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο στην διαμόρφωση της πολιτικής και πολιτιστικής ζωής της χώρας με την ίδρυση του πρώτου Ρωσικού κράτους του Κιέβου,[9] ενώ οι οπαδοί της δεύτερης θεωρίας υποστηρίζουν ότι το Ρωσικό κράτος του Κιέβου είναι αποτέλεσμα της σταδιακής εξέλιξης των ίδιων των Ανατολικών Σλάβων.[10] Προσωπικά πιστεύω ότι στην εξέλιξη και διαμόρφωση του πρώτου Ρωσικού κράτους συνέβαλαν στην πράξη και οι δύο ανωτέρω διεργασίες. Και οι δύο πλευρές χρησιμοποιούν την ίδια πηγή, το «Χρονικό του Νέστορα», και λόγω της χρήσης αυτής καμία πλευρά δεν δύναται να αποκλείσει την άλλη και να διεκδικήσει για λογαριασμό της την ίδρυση του κράτους του Κιέβου. Θεωρώ ότι η ενοποίηση έγινε λόγω των Σκανδιναβών, τον 9ο αιώνα, αλλά με βάση τις ήδη ιδρυμένες και ανεπτυγμένες σλαβικές πόλεις του Νόβγκοροντ και του Κιέβου.
Οι Βάραγγοι Ρώς ήταν ιδιαίτερα πιστοί στον εκάστοτε ηγεμόνα τους. Μάλιστα γνωρίζουμε ότι τέλη του 10ου αιώνα, ο Ρώσος ηγεμόνας Βλαδίμηρος παραχώρησε στον βυζαντινό αυτοκράτορα Βασίλειο Β΄ έξι χιλιάδες (6000) Βαράγγους,[11] τους οποίους μετά την νίκη κατά των αδελφών του, δεν τους εχρειάζετο. Οι Βάραγγοι θα αποτελέσουν, στην συνέχεια, τον βασικό πυρήνα της φρουράς του βυζαντινού αυτοκράτορα.[12] Όταν μετά τα μέσα του 10ου αιώνα, οι Σκανδιναβοί Ρώς θα εκσλαβιστούν εξ ολοκλήρου η λέξη «Βάραγγος», στα ρωσικά «Varjag», θα σημαίνει, εκτός από τον μισθοφόρο, και τον Σκανδιναβό.[13] Οι σύγχρονες σκανδιναβικές πηγές αποκαλούν την Ρωσία ως «Γαρδαρίκι», δηλαδή «Καστροπολιτείες», μία χώρα με οικισμούς οχυρωμένους.
Σχετικά με τον Χριστιανισμό, η διδασκαλία – λατρεία του ήσαν ήδη γνωστές στους Ανατολικούς Σλάβους από το πρώτο ήμισυ του 9ου αιώνα, δια μέσου του Δούναβη, της Κριμαίας και του Καυκάσου. Ιδιαίτερα στην Κριμαία από τους πρώτους αιώνες υπήρχαν ακμαίες τοπικές Εκκλησίες. Το δε πολιτιστικό έργο του ελληνισμού του Εύξεινου Πόντου ήταν ήδη γνωστό και το συνέχιζαν οι χριστιανικές επισκοπές. Σε όλο το μήκος και πλάτος της αυτοκρατορίας των Χαζάρων η Κωνσταντινούπολη είχε ιδρύσει επισκοπές, οι οποίες προετοίμαζαν τους γειτονικούς λαούς να δεχθούν τον Χριστιανισμό. Παρόλα αυτά, από την πλευρά του Βυζαντίου δεν είχε υπάρξει μια συγκεκριμένη συστηματική προσπάθεια, έως τον 9ο αιώνα, για την διάδοση της χριστιανικής πίστης ανάμεσα στους Σλάβους.
Η παρουσία των Σκανδιναβών βοήθησε στην ενοποίηση των Ανατολικών Σλάβων. Οι πρώτες συναντήσεις Σκανδιναβών και Ανατολικών Σλάβων τοποθετούνται χρονολογικά μεταξύ του 750-830 μ.Χ. Όμως η παρουσία των Σκανδιναβών ήταν αριθμητικά ιδιαιτέρως περιορισμένη σε σχέση με τον πολυπληθή συμπαγή σλαβικό πληθυσμό, γεγονός που οδήγησε σε αρκετά σύντομο χρονικό διάστημα στον εκσλαβισμό τους, περί τα τέλη του 10ου αρχές του 11ου αιώνα. Η ενοποίηση των Ανατολικών Σλάβων άρχεται τον ένατο αιώνα και ολοκληρώνεται στις αρχές του δεκάτου. Έτσι, από τους Σκανδιναβούς Ρώς διατηρήθηκε μόνο το όνομα «Ρώσοι», για να χαρακτηρίζει στην συνέχεια την εθνική ταυτότητα των Ανατολικών Σλάβων.
- Η εξέλιξη του κράτους των Ρώς
Όταν απεβίωσε ο Ριούρικ, τον διεδέχθη ο επίσης σκανδιναβός Όλεγκ (879-912),[14] ο οποίος σύμφωνα με το «Ρωσικό Χρονικό του Νέστορα» μετακίνησε την πρωτεύουσα του κράτους του από το Νόβγκοροντ στο Κίεβο, αφού πρώτα το κατέλαβε, το έτος 882. Κατά την διάρκεια των συγκρούσεων για την κατάληψη του Κιέβου, ο Όλεγκ εφόνευσε τους νεοφωτιζόμενους στον χριστιανισμό ηγεμόνες του Κιέβου Άσκολντ και Ντίρ. Τον Χριστιανισμό, άλλωστε, τον θεωρούσε ως διασπαστικό στοιχείο του λαού του. Με την κατάληψη του Κιέβου ο Όλεγκ ένωσε, αφενός, την εμπορική οδό από την Βαλτική θάλασσα έως τον Εύξεινο Πόντο και, αφετέρου, ενοποίησε για πρώτη φορά τους Ανατολικούς Σλάβους σε ένα ενιαίο κράτος. Το Κίεβο ήταν ιδιαίτερης σημασίας για τους Ρώς – Ρώσους, διότι ευρίσκετο πλησίον στην Κωνσταντινούπολη, η οποία ήταν πόλος έλξης και το σημαντικότερο τότε κέντρο εμπορίου. Προσωπικά θεωρώ ότι τον Όλεγκ δεν τον ενδιέφερε τόσο το Κίεβο, όσο το ότι ευρίσκετο πλησιέστερα στην Κωνσταντινούπολη, η οποία ήταν και ο επόμενος στόχος του. Σε όλη την διαδρομή έως το Κίεβο οι Ρώσοι δημιούργησαν διάφορες οχυρωμένες βάσεις, οι οποίες αποτελούσαν αναχώματα των όποιων επιθέσεων από ξένες δυνάμεις. Οι βάσεις αυτές απετέλεσαν, στην συνέχεια, τις διάφορες πρώτες πόλεις. Με τον τρόπο αυτόν υπήρξε και η σταδιακή υποταγή των σλαβικών εκείνων φύλων που συναντούσαν στην διαδρομή προς το Κίεβο. Οι εμπορικές σχέσεις των Ρώσων με το Βυζάντιο ήταν ιδιαίτερα ανεπτυγμένες. Αυτό όμως δεν εμπόδισε τους Ρώσους, από τον ένατο έως και τον ενδέκατο αιώνα, να επιχειρήσουν πέντε (5) φορές να καταλάβουν την Κωνσταντινούπολη, χωρίς όμως να το κατορθώσουν.[15]
Τον Όλεγκ διεδέχθη στην ηγεσία των Ρώσων του Κιέβου ο Ίγκορ (913-945).[16] Την περίοδο αυτή η χριστιανική πίστη στο Κίεβο επανέκτησε την ελευθερία της.[17] Πλησίον στον Ίγκορ τοποθετούνται, για πρώτη φορά, και δύο Σλάβοι, οι οποίοι εμφανίζονται και ως συγγενείς του.[18] Το γεγονός αυτό αποδεικνύει ότι ο εκσλαβισμός του πολυεθνικού κράτους βρισκόταν ήδη σε εξέλιξη. Ο βίος όμως του Ίγκορ θα σταματήσει απρόσμενα, διότι, το έτος 945, θα δολοφονηθεί από την σλαβική φυλή των Δερεβλιάνων, λόγω των πολύ υψηλών φόρων που είχαν επιβάλει οι Βάραγγοι στα σλαβικά φύλα. Στον θρόνο του Κιέβου τον διεδέχθη η σύζυγός του Όλγα (945-961), ως προσωρινή ηγεμόνας λόγω του ότι ο διάδοχος του θρόνου και υιός του, Σβιατοσλάβος, ήταν ανήλικος.
Η Όλγα ανεδείχθη εξαίρετη πολιτικός. Εγκατέλειψε τις εξωτερικές επιδρομές και επιδόθηκε στην εσωτερική αναδιοργάνωση της χώρας. Ενίσχυσε το κράτος, περιόρισε τις όποιες αυθαιρεσίες διαφόρων ηγετικών προσώπων της κεντρικής εξουσίας και σταθεροποίησε το φορολογικό σύστημα της χώρας. Η Όλγα ήταν ιδιαίτερα διορατική και στα πολιτικά σχέδιά της περιελαμβάνετο, μετά την βάπτισή της σε χριστιανή, η ανακήρυξη του Χριστιανισμού ως επίσημη θρησκεία του κράτους. Έτσι, αποφάσισε να επισκεφθεί την Κωνσταντινούπολη, το έτος 947, για να συναντήσει και να συζητήσει με τον Βυζαντινό αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Ζ΄ Πορφυρογέννητο, αφενός, ορισμένες εμπορικές συμφωνίες και, αφετέρου, τον εκχριστιανισμό των Ρώσων του Κιέβου.
Σχετικά με την βάπτιση της Όλγας, υπάρχουν δύο διαφορετικές και διχαστικές απόψεις.[19] Η πρώτη και επικρατέστερη τονίζει ότι εβαπτίσθη στην Κωνσταντινούπολη, από τον πατριάρχη Πολύευκτο, το έτος 957, και έλαβε συμβολικά το όνομα της τότε αυτοκράτειρας Ελένης, συζύγου του Κωνσταντίνου Ζ.[20] Η άλλη αναφέρει ότι εβαπτίσθη στο Κίεβο δύο έτη ενωρίτερον, το 955, και, στην συνέχεια, επεσκέφθη την Κωνσταντινούπολη.[21] Όποια εκδοχή και αν ισχύει, δυστυχώς η Όλγα δεν πρόφτασε να καθιερώσει τον Χριστιανισμό ως επίσημη θρησκεία του κράτους, διότι, το έτος 961, στον θρόνο ανέβηκε ο υιός της Σβιατοσλάβος (961-971), ο οποίος ήταν υπέρ της παραδοσιακής παγανιστικής πίστης των Σλάβων.
Απέναντι στον Χριστιανισμό ο Σβιατοσλάβος τήρησε στάση ανοχής, προφανώς από σεβασμό προς την μητέρα του. Έτσι, ο εκχριστιανισμός της Ρωσίας, τον οποίο οραματίζετο η Όλγα θα πραγματοποιηθεί είκοσι επτά (27) έτη αργότερον, το 988. Παρόλα αυτά, η διάδοση του Χριστιανισμού είχε αρχίσει να εισέρχεται και μεταξύ της άρχουσας τάξης των Βαράγγων. Την Όλγα κατά την επιστροφή στην Ρωσία την συνόδευαν κληρικοί από την Κωνσταντινούπολη και μαζί της έφερε διάφορα λειτουργικά βιβλία, εικόνες και εκκλησιαστικά σκεύη. Η Όλγα με τον εκχριστιανισμό της κατέστησε το Κίεβο πολιτιστικό και πνευματικό κέντρο των Ανατολικών Σλάβων με πρότυπο την Κωνσταντινούπολη. Το «Ρωσικό Χρονικό» αναφέρει ότι η Όλγα ανήγειρε τον ναό της Αγίας Τριάδος στο Πσκόφ, τον ναό του Αγίου Νικολάου στο σημείο όπου βρισκόταν ο τάφος του ηγεμόνα Άσκολντ και της Αγίας Σοφίας, εκεί όπου ήταν ο τάφος του Ντίρ στο Κίεβο. Στην ιδιαίτερη πατρίδα της, το Welikaja, ανήγειρε τον ναό του προφήτη Ηλία.
Καθ’ όλη την περίοδο που ήταν στην εξουσία ο Σβιατοσλάβος επιδόθηκε σε συνεχιζόμενες εκστρατείες.[22] Αποτέλεσμα αυτού ήταν η μητέρα του, η Όλγα, να συνεχίσει να ελέγχει την εσωτερική δομή και οργάνωση του κράτους του Κιέβου. Η Όλγα απεβίωσε, στις 11 Ιουλίου του 969 και η Ρωσική Εκκλησία την κατέταξε στον κατάλογο των αγίων ως ισαπόστολο, το έτος 1587. Ο Σβιατοσλάβος ως πρώτο στόχο είχε, το έτος 964, να καταλάβει το Ιτίλ, το οποίο ήταν ένα σπουδαίο εμπορικό κέντρο και πρωτεύουσα του ισχυρού Χαγανάτου των Χαζάρων, στην περιοχή κάτω από τον Βόλγα ποταμό. Στην συνέχεια, εστράφη και κατά διαφόρων άλλων σλαβικών φυλών. Όμως, η κατάρρευση του κράτους των Χαζάρων είχε αντίθετα αποτελέσματα για το Κίεβο. Πλέον δεν υπήρχε ένα ισχυρό κράτος ως ανάχωμα στις όποιες επιθέσεις των διαφόρων νομαδικών λαών από την Ασία. Έτσι, το έτος 968 φθάνουν στα πρόθυρα του Κιέβου οι Πετσενέγκοι, φύλο τουρανικό, το οποίο αναγκάζει τον Σβιατοσλάβο να διακόψει την εκστρατεία του στην Χερσόνησο του Αίμου για να επιστρέψει στο Κίεβο. Οι Πετσενέγκοι, όμως, κατόρθωσαν να δολοφονήσουν τον Σβιατοσλάβο (971) πλησίον στον Δνείπερο ποταμό κατά την επιστροφή του.[23] Τα επόμενα έτη οι διάφοροι νομαδικοί λαοί της Ασίας θα αποτελούν μία μόνιμη απειλή για το Ρωσικό κράτος.
Όλη αυτήν την περίοδο που εξετάζουμε, εξελίσσεται με ιδιαίτερα ταχείς ρυθμούς ο εκσλαβισμός της άρχουσας τάξης. Ο υιός του Ίγκορ και της Όλγας, Σβιατοσλάβος, έχει σλαβικό όνομα, όπως και τα δύο (2) από τα τρία (3) εγγόνια της Όλγας και υιοί του Σβιατοσλάβου. Και αυτό μαρτυρεί ότι η Όλγα ήταν σλαβικής καταγωγής και όχι σκανδιναβικής.[24]
- Ο εκχριστιανισμός των Ρώσων
Ο Σβιατοσλάβος είχε φροντίσει, πριν αποβιώσει, να διανείμει την διοίκηση του κράτους του στους τρείς (3) υιούς του. Στον πρεσβύτερο, Γιαροπόλκο, παραχώρησε το Κίεβο. Στον δευτερότοκο, Όλεγκ, μία φυλή των Δερεβλιάνων (Λευκορώσων) και στον νεότερο, Βλαδίμηρο, την ηγεμονία της πόλης Νόβγκοροντ, η οποία ευρίσκετο στο βόρειο άκρο την εμπορικής οδού.[25] Όμως, μεταξύ των δύο πρεσβύτερων αδελφών, το έτος 975, εξερράγη εμφύλιος πόλεμος, ο οποίος τερματίστηκε δύο έτη αργότερα με την δολοφονία του Όλεγκ. Το γεγονός αυτό τρόμαξε τον Βλαδίμηρο, με αποτέλεσμα να διαφύγει στην Σουηδία. Επέστρεψε τέσσερα (4) έτη αργότερα, το 979-980, από κοινού με ένα ισχυρό στρατό μισθοφόρων Βαράγγων και καταλαμβάνει σχετικά εύκολα το Νόβγκοροντ, αλλά και το Κίεβο. Απομάκρυνε τον Γιαροπόλκο και από το έτος 980 έως το 1015 ήλεγχε απόλυτα την εξουσία σε ολόκληρη την Ρωσία. Ο ίδιος έγινε ο Μεγάλος ηγεμόνας του Κιέβου (Velikii Knjaz). Η επικοινωνία στο οδικό δίκτυο της χώρας εγίνετο πλέον απρόσκοπτα και με οχυρωματικά έργα εμπόδισε την πρόσβαση των Πετσενέγκων στο Κίεβο. Ο Βλαδίμηρος ήταν ο πρώτος ηγεμόνας που κατήργησε την θανατική ποινή, πράξη μοναδική για την εποχή της. Η σπουδαιότερη όμως κίνηση του Βλαδίμηρου και γενικότερα της ιστορίας του κράτους του Κιέβου είναι η απόφασή του να προσχωρήσει επίσημα στον Χριστιανισμό.
Ο Χριστιανισμός ήταν ήδη γνωστός στο Κίεβο από την γιαγιά του Βλαδίμηρου, την Όλγα. Ο Βλαδίμηρος όμως τα πρώτα έτη της ηγεμονίας του ήταν ακραιφνής ειδωλολάτρης και με την ανοχή του επετράπη σε εξαγριωμένους ειδωλολάτρες να καταστρέψουν τις οικίες όσων ομολογούσαν ότι είναι Χριστιανοί προκαλώντας μάλιστα και τον μαρτυρικό θάνατο δύο χριστιανών του Θεόδωρου και του Ιωάννη, οι οποίοι τιμώνται ως μάρτυρες από την Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία, στις 12 Ιουλίου κάθε έτους.[26] Το γεγονός όμως αυτό ήταν που συνετέλεσε ώστε να συνειδητοποιήσει ο Βλαδίμηρος την αγριότητα των ειδωλολατρικών εθίμων, να ανακαλέσει στη μνήμη όσα τού έλεγε η γιαγιά του η Όλγα και με πλήρη εσωτερική ωρίμανση και ελεύθερη βούληση να μετανοήσει και να μεταστραφεί πλέον στον Χριστιανισμό. Η παράδοση μάλιστα αναφέρει ότι ο Βλαδίμηρος αιφνιδίως τυφλώθηκε και ότι μετά την βάπτισή του επανήλθε το φώς.
Η πρώτη προσπάθεια εκχριστιανισμού των Ανατολικών Σλάβων άρχεται από τον σπουδαίο Οικουμενικό Πατριάρχη Φώτιο (858-867 και 877-886) αμέσως μετά την ήττα των Ρώσων ηγεμόνων Άσκολ και Ντίρ και την συντριβή του στόλου τους στην προσπάθεια να καταλάβουν την Κωνσταντινούπολη, το έτος 860.[27] Τότε οι δύο ηγεμόνες, Άσκολ και Ντίρ, επείσθησαν, από κοινού με ένα μέρος των Ρώσων, να ασπαστούν τον Χριστιανισμό και συμφώνησαν να δεχθούν επίσημα μία αντιπροσωπία από ένα επίσκοπο και έναν κληρικό από το Βυζάντιο.[28] Ως αντάλλαγμα έλαβαν διάφορα εμπορικά προνόμια για τις αγορές της Κωνσταντινούπολης και της Χερσώνας. Με την επιστροφή τους στο Κίεβο ο Άσκολ και Ντίρ ανήγειραν και τον πρώτο χριστιανικό ναό στην πόλη προς τιμήν του προφήτη Ηλία.[29]
Την περίοδο αυτή έχουμε μία συστηματική προσπάθεια του Βυζαντίου να εκχριστιανίσει τους Σλάβους. Η προσπάθεια αυτή άρχεται από τον πατριάρχη Φώτιο και τον Βυζαντινό αυτοκράτορα Μιχαήλ Γ΄, το έτος 863, με την αποστολή των ιεραποστόλων αδελφών Κύριλλου και Μεθόδιου στην Μεγάλη Μοραβία.[30] Την ίδια περίοδο, το έτος 864, εβαπτίσθησαν Χριστιανοί και οι Βούλγαροι. Έτσι, παρατηρούμε μία πολύπλευρη κινητικότητα του Βυζαντίου σχετικά με το ζήτημα του εκχριστιανισμού των Σλάβων αλλά και άλλων λαών όπως των Χαζάρων στην Κριμαία από τον Κύριλλο και τον Μεθόδιο, το έτος 860. Η πρώτη αυτή προσπάθεια του πατριάρχη Φωτίου συνέβαλε στην εν μέρει διάδοση του Χριστιανισμού στην Ρωσία. Και πράγματι, λίγα έτη αργότερα, το 867, ο πατριάρχης Φώτιος σε συνοδική επιστολή την οποία απέστειλε προς τους πατριάρχες της Ανατολής καυχάται για την επιτυχία της ιεραποστολικής αυτής προσπάθειας και της διαδόσεως του Χριστιανισμού στους Ρώσους.[31] Αυτή είναι η πρώτη ιστορική μαρτυρία για την έναρξη του εκχριστιανισμού των Ρώσων.
Ο Βλαδίμηρος διέγνωσε σύντομα ότι για την αποφυγή μιας ενδεχόμενης απομόνωσης από τους γειτνιάζοντες λαούς, λόγω της παγανιστικής πίστης του λαού του, θα έπρεπε να αποδεχθεί κάποια από τις μεγάλες θρησκείες, παρότι ο ίδιος παρέμενε πιστός ειδωλολάτρης. Οι ανατολικοί γείτονές του είχαν αποδεχθεί το Ισλάμ, οι Χαζάροι από το έτος 865 ανήκαν στον Ιουδαϊσμού, ενώ στην Βόρεια και Ανατολική Ευρώπη οι λαοί προχωρούσαν ταχύτατα στον εκχριστιανισμό τους: η Πολωνία το 966, η Δανία το 974, η Νορβηγία το 976 και η Ουγγαρία το 985.[32] Την ίδια περίοδο ο στρατός του Βυζαντινού αυτοκράτορα Βασίλειου Β΄ (976-1025) είχε ανάγκη από την υποστήριξη ανθρώπινου δυναμικού, λόγω των απωλειών από τον πόλεμο με τον Σαμουήλ της Βουλγαρίας. Έτσι, ο Βασίλειος Β΄ απέστειλε αντιπροσώπους στο Κίεβο για να αιτηθεί από τον Βλαδίμηρο στρατιωτική υποστήριξη. Οι διαπραγματεύσεις έγιναν τον Σεπτέμβριο του 987 και συμφωνήθηκε να βοηθηθεί ο Βασίλειος Β΄ με Ρώσους στρατιώτες καθώς και να υπάρξει προσωπική υποστήριξη από τον Βλαδίμηρο στις επιχειρήσεις κατά της Κριμαίας. Στην Κριμαία οι αποστάτες στρατηγοί Βάρδας Φωκάς και Βάρδας Σκληρός διέθεταν συμμάχους. Ο Βλαδίμηρος θα ελάμβανε ως αντάλλαγμα για σύζυγο την αδελφή του Βυζαντινού αυτοκράτορα, πορφυρογέννητη Άννα, με την προϋπόθεση ότι θα ησπάζετο τον Χριστιανισμό τόσο ο ίδιος, όσο και ο λαός του. Και πράγματι ο Ρώσος ηγεμόνας Βλαδίμηρος, όπως αναφέραμε και ανωτέρω, παραχώρησε στον βυζαντινό αυτοκράτορα Βασίλειο Β΄ έξι χιλιάδες (6000) Βαράγγους.[33] Έτσι, με την συνεισφορά των Βαράγγων ο Βασίλειος Β΄ νίκησε τον Φωκά και τον Σκληρό και κατέλαβε την Κριμαία.
Σύμφωνα με το «Ρωσικό Χρονικό», ο Βλαδίμηρος πιθανότατα στις 6 Ιανουαρίου του 988, εβαπτίσθη στην Χερσώνα Χριστιανός και την άνοιξη του ίδιου έτους έγινε και η βάπτιση των Ρώσων του Κιέβου στον ποταμό Δνείπερο. Έτσι, το θέρος του 988 ο Βλαδίμηρος νυμφεύθηκε την βυζαντινή πριγκίπισσα Άννα. Το γεγονός αυτό ήταν ιδιαίτερης σημασίας για τον Βλαδίμηρο και τον Ρωσικό λαό. Αφενός, η Ρωσία αποκτούσε μία συμμαχία με την ισχυρότερη τότε χώρα το Βυζάντιο και, αφετέρου, ο Βλαδίμηρος αναβαθμίστηκε, διότι ήταν ο πρώτος ξένος ηγεμόνας που νυμφεύθηκε πορφυρογέννητη πριγκίπισσα, δηλαδή κόρη αυτοκράτορα, η οποία είχε γεννηθεί κατά την διάρκεια που ο πατέρας της ήταν στον θρόνο του Βυζαντίου, στην πορφύρα. Στο «Ρωσικό Χρονικό» αναφέρεται ότι κατά την περίοδο των διαπραγματεύσεων στην Κωνσταντινούπολη οι απεσταλμένοι του Βλαδίμηρου οδηγήθηκαν στην Αγία Σοφία, όπου παρηκολούθησαν την Θεία Λειτουργία. Εκεί λέγουν ότι δεν γνώριζαν «αν ήταν στον ουρανό ή στην γη, διότι στην γη δεν υπάρχει τέτοια λαμπρότητα και ομορφιά, με αποτέλεσμα να μην γνωρίζουν πώς να περιγράψουν το γεγονός. Αυτό που κατάλαβαν ήταν ότι ο Θεός κατοικεί ανάμεσα στους ανθρώπους».[34] Για το Βυζάντιο ήταν εξίσου σημαντικό το γεγονός του εκχριστιανισμού των Ρώσων και κορυφαία πολιτική και διπλωματική επιτυχία, διότι μετέτρεπε τους επικίνδυνους γείτονες σε πιστούς συμμάχους, τους ενσωμάτωνε στην ίδια την αυτοκρατορία.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον προκαλεί το γεγονός ότι ο Βυζαντινός αυτοκράτορας δώρισε στον Βλαδίμηρο τα ιερά λείψανα του αγίου Κλήμη Ρώμης, με σκοπό να τα μεταφέρει στην νεοφώτιστη Εκκλησία του.[35] Επίσης, οι Ρώσοι έλαβαν εικόνες, εκκλησιαστικά σκεύη και διάφορα λειτουργικά και άλλα εκκλησιαστικά βιβλία μεταφρασμένα στα σλαβικά. Ο νεοφώτιστος ηγεμόνας της Ρωσίας θα ανοικοδομήσει άμεσα και το πρώτο παρεκκλήσι στο Κίεβο, το οποίο αφιέρωσε στον άγιο Βασίλειο, προς τιμήν του Βυζαντινού αυτοκράτορα Βασίλειου Β΄. Λίγα έτη αργότερα ο Βλαδίμηρος θα ανεγείρει τον ναό της Θεοτόκου (989-996),[36] για τον οποίο θα έλθουν στο Κίεβο τεχνίτες και μάστορες από την Κωνσταντινούπολη. Ο ίδιος ενδιαφέρθηκε προσωπικά για την διάδοση της διδασκαλίας του Χριστιανισμού σε ολόκληρη την Ρωσία.[37] Σε αυτό τον βοήθησε ο άγιος Μιχαήλ, ο πρώτος μητροπολίτης Κιέβου και πασών των Ρωσιών (988-991).[38] Ο άγιος Βλαδίμηρος απεβίωσε, στις 15 Ιουλίου του 1015 και η Ρωσική Εκκλησία την κατέταξε στον κατάλογο των αγίων ως ισαπόστολο.
Η νέα Ρωσική Εκκλησία ανήκε στην δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριαρχείου και αρχικά εδιοικείτο από έλληνες αρχιερείς οι οποίοι απεστέλλοντο εκεί από το Βυζάντιο. Ο ιστορικός, λογοτέχνης και σλαβολόγος D. Lihačev υποστηρίζει ότι με τον εκχριστιανισμό δεν υπήρξε απλώς επίδραση του βυζαντινού πολιτισμού στη Ρωσία, αλλά μεταφύτευση του βυζαντινού πολιτισμού στον κόσμο των Σλάβων.[39] Και ο σπουδαίος Ρώσος θεολόγος π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ συμπληρώνει λέγοντας ότι ο βυζαντινός πολιτισμός στην Ρωσία αποτελεί τον «ρωσικό βυζαντινισμό».[40] Έτσι, με την είσοδο στην δεύτερη χιλιετία ο Χριστιανισμός θα αποτελέσει την ισχυρή ενοποιητική δύναμη του κράτους των Ρώσων.
Byzantium and Slavs.
The State of the Russians and the Christianization of the Eastern Slavs (9th-10th century)
Dr. Georgios Nektarios Lois
Summary
The current work deals with the foundation of the first state of the Rus (Russians) and the Christianization of the Eastern Slavs. We find out that the sources are often referring to Scandinavians as “Rus” or “Varangians”. The Rus Varangians were mercenary soldiers in the region of today’s Russia and were recruited by the rulers of the Eastern Slavs.
Regarding the creation of the first Russian state, two are the most prevalent theories, the “Normanist” and “anti-Normanist” ones. The former believes that Scandinavians played a particularly significant role in the formation of the first Russian state of Kiev, while the latter considers that the Russian state of Kiev is the result of the gradual development of the eastern Slavs themselves. In the rest of the research, the gradual development of the state of Rus is shown as well as the movement of the capital from Novgorod to Kiev, according to the most ancient Russian source, the “Nestor’s Primary Chronicle” (1116).
Christianity has been known to the Eastern Slavs since the beginning of the 9th century. But when st. Olga took the throne (945 – 961)the first failed attempt to establish Christianity as the official religion of the state was made. Her grandson, st. Vladimir, was the one who accomplished the Christistianization of the Russians in the year 988.
Византија и Словени.
Држава Рус (Руса) и покрштавање источних Словена
(9ог – 10ог века)
Др. Георгиос Нектариос Лоис
Проф. (SEP) Грчког Отвореног Универзитета
Факултета Хуманистичких Наука, Патра
Сажетак
Приказани рад се бави стварањем прве државе Рус (Руса) и покрштавањем источних Словена. Напомињемо да извори често наводе за Скандинавце имена “Рус” и “Варјаге”. Руси Варјаге били су војници плаћеници у области данашње Русије и ангажовани од стране владара источних Словена.
Што се тиче стварања прве руске државе постоје две теорије, “норманска” и “антинорманска” (норманской и антинорманской теории). Прва сматра да су Скандинавци играли посебно важну улогу у формирању прве руске државе Кијева, док друга сматра да је руска држава Кијева резултат постепеног развијања источних Словена. У наставку студија наводи се развој државе Рус и премештање престојнице из Новгорода у Кијево, у сагласности са најстаријим руским изворима “Povest Vremennikh Let” (Повѣсть времѧньныхъ лѣтъ – 1116).
Хришћанство је било познато источним Словенима од раног 9ог века. Дошавши на престо Кијева света Олга (945-961) покушала је први пут да успостави хришћанство као званичну религију у држави, али није успела. Њен унук, свети Владимир, је то успео и покрстио је Русе 988 године и увео је Хришћанство као званичну религију.
[1] Τέλη του 8ου αιώνα, οι Βίκινγκς, οι οποίοι ήταν πειρατές, δρούσαν κατά μήκος των ακτών του Ατλαντικού και της Μεσογείου. Οι περιοχές της Αγγλίας, της Γαλλίας, της Γερμανίας, της Ισπανίας, της Ιταλίας κ.α. υπέφεραν ιδιαίτερα από τις ληστρικές επιδρομές, των Βίκινγκς, μεταξύ 9ου και 11ου αιώνα. Την ίδια περίοδο επεκτείνονται ιδιαίτερα και προς την Βαλτική θάλασσα.
[2] Χ. Λασκαρίδης, Ιστορία της Ρωσίας. Η ηγεμονία της Μόσχας, Ιωάννινα 2003, σ. 11.
[3] Constantinus Porphyrogenitus, De administrando Imperio (DAI), Washington 1967, κεφ. 1-12, p. 48-65.
[4] Τα σλαβική φύλα που διείσδυσαν στην ρωσική πεδιάδα είναι περίπου δέκα τέσσερα (14). Τα σημαντικότερα ήταν: Οι Σλοβένοι, οι Κριβίτσοι, οι Δερεβλιάνοι, οι Πολιάνοι, οι Σεβεριάνοι, οι Βιάτιτσοι και οι Ραδιμίτσοι.
[5] Την ονομασία αυτή χρησιμοποιούσαν τα φιννικά φύλα για τους Σουηδούς. Ακόμη και σήμερα την ονομασία Ruotsi χρησιμοποιούν οι Φιλανδοί και οι Εσθονοί για τους Σουηδούς και όχι για τους Ρώσους.
[6] Γ. Κατσόβσκα – Μαλιγκούδη, Η Μεσαιωνική Ρωσία, Αθήνα 2013, σ. 24.
[7] Υπάρχουν βέβαια και άλλες ερμηνείες: α) ότι προέρχεται από τον μικρό παραπόταμο Ros του Δνείπερου στη νότια Ρωσία, β) από τη σλαβική λέξη Rusij που σημαίνει ξανθός (ομάδα ξανθών ατόμων), γ) από την ιρανική φυλή των Ρωξολάνων και δ) από τον ποταμό Rusa στη βόρεια Ρωσία. Σχετικά, βλ. Γ. Μαλιγκούδη, Ιστορία της Ρωσία. Η Ρωσία του Κιέβου 9ος αι. – 1240, Α΄ τόμος, Θεσσαλονίκη 1999, σ. 31, σημ. 43.
[8] Το Ρωσικό Χρονικό του Νέστορα – «Povest Vremennikh Let» (D. Lihačev – B. Romanov, Moscow – Lenigrad 1950), αφορά σε ένα έργο, το οποίο αποτελείται από ιστορικά και λογοτεχνικά κείμενα και ασχολείται με την ιστορία της Ρωσίας από της εμφανίσεως έως την περίοδο του Βλαδίμηρου. Η συγγραφή του έργου έγινε κατά την δεύτερη δεκαετία του 12ου αιώνα.
[9] Το Ρωσικό κράτος του Κιέβου περιλάμβανε την σημερινή Λευκορωσία, το βόρειο ήμισυ της Ουκρανίας και το κεντρικό και βορειοδυτικό τμήμα της Ευρωπαϊκής Ρωσίας. Οι κάτοικοι των τριών αυτών κρατών αποτελούν τους Ανατολικούς Σλάβους. Το κράτος του Κιέβου (Kievskaja Rus) κατέρρευσε στα 1237-1240 από τις επιδρομές των Μογγόλων.
[10] Lev Klejn, Spor o varjagach. Istorija protivostojanija i argumenty storon, St. Peterburg 2009.
[11] Georg. Ostrogorski, Ιστορία του Βυζαντινού κράτους, τ. Β΄, Αθήνα 2012, σ. 186.
[12] Ιωάν. Κωτούλας, «Βάραγγοι. Η αινιγματική αυτοκρατορική φρουρά του Βυζαντίου», περιοδικό: Στρατιωτική Ιστορία, τεύχος 69, Μάιος 2002.
[13] Sigfús Blöndal, The Varangians of Byzantium, Cambridge 1981.
[14] Όλεγκ, στα σκανδιναβικά Helgi.
[15] Οι Ρώς επιτέθηκαν στην Κωνσταντινούπολη για πρώτη φορά τον Ιούνιο του έτους 860, αλλά ηττήθηκαν. Επανεμφανίσθηκαν το έτος 907 και, στην συνέχεια, τον Ιούνιο του 941. Ακολούθησε η επίθεση του φθινοπώρου του 944 και η τελευταία ήταν το έτος 1043. Σχετικά, βλ. Ιωάν. Κωτούλας, «Βάραγγοι», ο.αν. τεύχος 69, Μάιος 2002.
[16] Ίγκορ, στα σκανδιναβικά Ingvar. Σχετικά με τον Ίγκορ, βλ. А. Јелачић, Историја Русије, Бања Лука 2008, стр, 9.
[17] Г. М. Владимирович Толстој, Историја Руске Православне Цркве, Шибеник 2005, стр. 5.
[18] Γ. Κατσόβσκα – Μαλιγκούδη, Η Μεσαιωνική Ρωσία, ο.αν., σ. 34.
[19] Σχετικά, βλ. D. Obolensky, «Η αυτοκατορία και οι Βόρειοι γείτονές της (565-1018)», Ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, Πανεπιστήμιο Κέμπριτζ, Μέρος Α΄, Αθήνα 1979, σ. 375, σημ. 115 & Βλ. Φειδά, Εκκλησιαστική Ιστορία της Ρωσίας. Από την ίδρυσή της μέχρι σήμερα, Αθήνα 2005, σσ. 20-26.
[20] D. Obolensky, «Η αυτοκατορία και οι Βόρειοι γείτονές της (565-1018)», ο.αν., 375.
[21] Ž. Fajfrić, Ruski Carevi, Sremska Mitrovica 2008, str. 37.
[22] Σχετικά με τις εκστρατείες του Σβιατοσλάβου, οι επιστημονικές απόψεις διίστανται. Ορισμένοι θεωρούν ότι επρόκειτο για τις χαρακτηριστικές εκστρατείες των Βίκινγκς, με βασικό σκοπό την λαφυραγώγηση. Ορισμένοι άλλοι υποστηρίζουν ότι επρόκειτο για ένα ευρύτερο σχέδιο της εξωτερικής πολιτικής του, το οποίο είχε ως στόχο την διεύρυνση του κράτους του και την ισχυροποίησή του. Όμως γεγονός είναι ότι ο Σβιατοσλάβος δεν μερίμνησε για την διασφάλιση των εδαφών που αποκτούσε με τις στρατιωτικές επιχειρήσεις του. Γ. Κατσόβσκα – Μαλιγκούδη, Η Μεσαιωνική Ρωσία, ο.αν., σ. 37.
[23] А. Јелачић, Историја Русије, ο.αν., стр. 11.
[24] Σχετικά, βλ. Βλ. Φειδά, «Η ηγεμονίς του Κιέβου Όλγα – Ελένη (945-964) μεταξύ Ανατολής και Δύσεως», Επετηρίς Εταιρείας Βυζαντινών Σπουδών 39/40, Αθήνα 1972/1973, σ. 630.
[25] Ž. Fajfrić, Ruski Carevi, ο.αν., str. 38.
[26] Χ. Μπουλάκη – Ζήση, Ο εκχριστιανισμός των Ρώσων, Θεσσαλονίκη 1989, σσ. 181-183.
[27] Σχετικά, βλ. Βλ. Φειδά, Ο ιερός Φώτιος και η Εκκλησία της Ρωσίας, Αθήνα 1988.
[28] Γ. Κατσόβσκα – Μαλιγκούδη, Η Μεσαιωνική Ρωσία, ο.αν., σ. 40 & Χ. Μπουλάκη – Ζήση, Ο εκχριστιανισμός των Ρώσων, ο.αν., σ. 134.
[29] Χ. Μπουλάκη – Ζήση, Ο εκχριστιανισμός των Ρώσων, ο.αν., 141.
[30] Γεώρ. Νεκ. Λόης, «Ο εκχριστιανισμός των Κροατών. Απόψεις για τη ζωή και το έργο των διαφωτιστών των Σλάβων Κυρίλλου και Μεθοδίου», Προβληματισμοί Εθνικοί και Θρησκευτικοί επίκαιροι, τ. γ΄, Χριστιανική Μακεδονία. Η ενδοχώρα της στον κόσμο της Ορθοδοξίας της Χερσονήσου του Αίμου, ΙΕΘΠ, Θεσσαλονίκη 2014, σσ. 404-427.
[31] D. Obolensky, «Η αυτοκατορία και οι Βόρειοι γείτονές της (565-1018)», ο.αν., σ. 366.
[32] Γ. Κατσόβσκα – Μαλιγκούδη, Η Μεσαιωνική Ρωσία, ο.αν., σσ. 40-41.
[33] Georg. Ostrogorski, Ιστορία του Βυζαντινού κράτους, τ. Β΄, ο.αν., σ. 186.
[34] Povest Vremennikh Let, D. Lihačev – B. Romanov, Moscow – Lenigrad 1950, str. 75.
[35] Ž. Fajfrić, Ruski Carevi, ο.αν., str. 43.
[36] Ο ναός της Θεοτόκου ονομάζετο και «Desjatinnaja», δηλαδή «της Δεκάτης». Και αυτό, διότι ο Βλαδίμηρος της δώρισε το ένα δέκατο των εσόδων του. Ο ναός αυτός ήταν ο πρώτος που ανηγέρθη από πέτρα στην Ρωσία, με τρίκλιτο σταυροειδές σχήμα. Καταστράφηκε από τους Μογγόλους το έτος 1240. Ž. Fajfrić, Ruski Carevi, ο.αν., str. 44.
[37] Σχετικά, βλ. Βλ. Φειδά, Η πρώτη εν Ρωσία Εκκλησιαστική Ιεραρχία και αι ρωσικαί πηγαί, Αθήνα 1966.
[38] Г. М. Владимирович Толстој, Историја Руске Православне Цркве, ο.αν., стр. 10-11.
[39] D. S. Lihačev, «Drevneslavjanskie Literatury kak sistema», VI Meždunarodnyi sezd slavistov, Doklady sovetskoj delegacii, Moscow 1968, str. 5-48.
[40] Κων. Παπουλίδης, Διαχρονικές σχέσεις Ελλάδας – Ρωσίας, Θεσσαλονίκη 2011, σ. 9.
1 comment
Πολύ καλό. Η ιστορία και καταγωγή των Ρώσων παράλληλα με μία από τις ενδοξοτερες περιόδους της ελληνικής μεσαιωνικης ιστορίας