Tου Χρηστου Γιανναρα
Κυκλοφόρησε πριν από λίγες μέρες, μεταφρασμένο στα ελληνικά, το
βιβλίο του υπουργού Εξωτερικών της Τουρκίας Αχμέτ Νταβούτογλου, ΤΟ
ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΟ ΒΑΘΟΣ – Η ΔΙΕΘΝΗΣ ΘΕΣΗ ΤΗΣ ΤΟΥΡΚΙΑΣ (εκδόσεις «Ποιότητα»,
μτφρ. Νικ. Ραπτόπουλου, σελίδες 845). Θα ήθελα να το συστήσω σε όποιον
ενδιαφέρεται σοβαρά (όχι συναισθηματικά-επιδερμικά) για το ενδεχόμενο να
επιβιώσει ιστορικά το ελλαδικό κράτος στις σημερινές διεθνείς συνθήκες.
Οχι βέβαια για να πάρει άμεση απάντηση. Αλλά για να αντιληφθεί ποιο
επίπεδο κατάρτισης και ευφυΐας, ποιο ειδικό χάρισμα στρατηγικής σκέψης
απαιτεί η σοβαρή αναμέτρηση με ένα τέτοιο ερώτημα.
Δεν διανοούμαι
να «παρουσιάσω» στους αναγνώστες της επιφυλλίδας αυτό το βιβλίο. Ο,τι
και αν παραθέσω θα είναι κατώτερο του επιπέδου και της γοητείας του.
Κάθε χαρακτηρισμός που θα εκφέρω δεν επαρκεί για να συνιστά κρίση, τον
καταθέτω μόνο ως πρόκληση-πρόταση να διαβαστεί το βιβλίο. Αν ήταν
δυνατό, να διαβαστεί από κάθε Ελληνα. Είναι σαφώς το βιβλίο ενός
αντιπάλου: ο Αχμέτ Νταβούτογλου διεκδικεί για την πατρίδα του μεγάλο
κομμάτι της δικής μας πατρίδας, του Αιγαίου, την Κύπρο. Αλλά εγώ,
τουλάχιστον, δεν έχω διαβάσει ποτέ σε ελληνικό βιβλίο συναρπαστικότερη
και αποκαλυπτικότερη ανάλυση της γεωστρατηγικής σπουδαιότητας του
Αιγαίου και της Κύπρου. Ο Ντ. ξέρει καλά τι διεκδικεί. Εγώ ο Ελληνας
υπερασπίζω συναισθηματική θολούρα. Παιδιαρίζω.
Μόνο με ένα
ελληνικό μελέτημα θα μπορούσα, προσωπικά, να συγκρίνω το βιβλίο του Ντ.:
Με το «επίμετρο», στο βιβλίο του Παναγιώτη Κονδύλη, ΘΕΩΡΙΑ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ
(1997), που έχει τίτλο «Γεωπολιτικές και στρατιωτικές παράμετροι ενός
ελληνοτουρκικού πολέμου».
Αλλά η ιδιοφυΐα του Κονδύλη και οι
προβληματισμοί του οριοθετούνται καταφανώς από τον μηδενισμό του: Τον
ενδιαφέρει η στρατηγική λογική (λογική του μπριτζ ή του σκακιού) για την
άμυνα της αξιοπρέπειας και της εθνικής κυριαρχίας του ελλαδικού
κρατιδίου – δεν έχει άλλο όραμα, δεν πιστεύει σε κάτι περισσότερο, σε
πρόταση πανανθρώπινης εμβέλειας που να κομίζει στην Ιστορία ο
Ελληνισμός.
Ο Ντ. αντλεί τη στρατηγική του ανάλυση από το όραμά
του για την Τουρκία. Και το όραμα είναι, να διασώσει η χώρα του τον
«πολιτισμικό της άξονα», τη διαφορά της από τη Δύση – τη διαφορά όχι ως
αντίθεση, αλλά ως ιδιαιτερότητα, ως «ιδιαίτερη θέση στο διεθνές
σύστημα». Είναι σαφέστατη (σχεδόν επιθετική) η περηφάνια του γι’ αυτήν
την ιδιαιτερότητα, δεν φιλοδοξεί ούτε την αντιπαλότητα ούτε τη μίμηση,
δεν είναι ο μειονεκτικός απέναντι στη Δύση Ανατολίτης, ο ξιπασμένος από
τα «φώτα» της μεταπράτης. Εχει ραχοκοκαλιά, διεκδικεί να επιβάλει, από
θέσεως ισχύος, την τουρκική ιδιαιτερότητα στη σημερινή διεθνή συνύπαρξη.
Γι’
αυτό και αρνείται να παγιδευτεί στην άμυνα, στη «διαφύλαξη συνόρων».
Λέει: «Οι φιλόδοξες χώρες ορίζουν το τι θεωρούν για τις ίδιες απειλή
βασιζόμενες στις στρατηγικές τους επιδιώξεις, όχι στους φόβους τους.
Αντίθετα, οι παθητικές, χωρίς φιλοδοξίες χώρες διαμορφώνουν στρατηγικές
υποταγμένες στις απειλές που υφίστανται» (ακόμα και από τεχνητά,
ασήμαντα γειτονικά τους κρατίδια, θα πρόσθετα). «Δεν υπάρχει πιο θλιβερή
κατάσταση για μια χώρα από το να προβάλλει τις εσωτερικές της αδυναμίες
σαν βασικές αρχές που καθορίζουν τη στρατηγική της», συμπληρώνει ο Ντ.
Παραβλέπει ότι υπάρχει και θλιβερότερη κατάσταση: Χώρες που απλώς
υποτάσσουν πειθήνια τη στρατηγική τους στα θελήματα-βίτσια του ΝΑΤΟ και
των ΗΠΑ ή σε παραγγελίες προμήθειας εξοπλισμών από Ευρωπαίους
«προστάτες» τους. Και το κάνουν μόνο για να εξαγοράσουν εύνοια (με
χειροπιαστά ανταλλάγματα) κάποιοι σπιθαμιαίοι επαγγελματίες της
εξουσίας.
«Το βασικότερο έρεισμα στρατηγικής ισχύος μιας χώρας
είναι ο ανθρώπινος παράγων», διδάσκει ο Ντ. «Είναι αδύνατο να αλλάξει
κανείς τη γεωγραφική θέση και την ιστορική παράδοση, σταθερά δεδομένα
της στρατηγικής. Ομως, ο παράγων της ανθρώπινης καλλιέργειας μπορεί να
δημιουργήσει κανούργια δεδομένα στρατηγικής λογικής, νέες οπτικές για
την αξιολόγηση της γεωγραφίας και της ιστορίας». Αν συνειδητοποιούσαμε
οι Ελληνες τη βαρύτητα αυτής της απόφανσης του Ντ. θα είχαμε παραπέμψει
σε ειδικό δικαστήριο πρωθυπουργούς όχι για την εγκληματική οικονομική
τους πολιτική, αλλά για την πολιτική τους στο υπουργείο Παιδείας.
Η
θεμελιωδέστερη προϋπόθεση για τον σχεδιασμό αποτελεσματικής στρατηγικής
είναι, κατά τον Ντ., «η λογική που στηρίζεται σε υπαρξιακά αιτήματα:
Στα στοιχεία που υφαίνουν τη σημερινή συλλογική μας προσωπικότητα, στους
παράγοντες κοινωνικής συνοχής, στην πολιτική κουλτούρα, (τελικά) στην
εθνική συνείδηση… Κοινωνίες με ριζικά αποδυναμωμένη και φθαρμένη
εθνική συνείδηση δεν έχουν πεδίο στρατηγικής λογικής, θέτουν σε κίνδυνο
την ιστορική τους ύπαρξη, περιθωριοποιούνται στη διεθνή σκακιέρα».
Πρέπει
να ξέρει, φαντάζομαι, ο σημερινός Τούρκος υπ. Εξ. ότι, με μια τέτοια
εκφραστική σαν τη δική του, το σύνολο του πολιτικού κόσμου στην Ελλάδα
(οι εξαιρέσεις ελάχιστες και μη σοβαρές) καγχάζει ειρωνικά. Τρέμοντας
μήπως και χαρακτηριστούν «μη-προοδευτικοί» από μια κυρίαρχη στη
δημοσιότητα (με δυσεξήγητες μεθοδεύσεις) διανόηση, χλευάζουν κάθε
αναφορά σε κοινωνική συνοχή, ιστορική συνέχεια, ιδιαιτερότητα
πολιτισμού. Διαστρέφουν την Ιστορία στα σχολικά εγχειρίδια, αφελληνίζουν
τη γλώσσα, εξηλιθιώνουν τις μάζες με τον τζόγο και το ποδόσφαιρο. Ισως
να μην είναι συνειδητοί αρνησιπάτριδες, αλλά μόνο χαμηλότατου νοητικού
βεληνεκούς. Γι’ αυτό και ψευτοθρηνούν επί χρόνια για το πόσο μειονεκτική
είναι η Ελλάδα σε σχέση με τα γεωστρατηγικά πλεονεκτήματα της Τουρκίας.
Ο
Αχμέτ Νταβούτογλου λέει: «Το Αιγαίο αποτελεί τον σημαντικότερο θαλάσσιο
κόμβο της ευρασιατικής ηπείρου στην κατεύθυνση Βορρά – Νότου… Αυτή η
θάλασσα – πέρασμα κατέχει μια προσδιοριστική θέση μοναδική στη
γεωπολιτική, γεωστρατηγική, γεωοικονομική, γεωπολιτισμική (διεθνή)
αλληλεπίδραση… Εχει μια πρώτης τάξεως στρατηγική σημασία όχι μόνο για
την Ελλάδα και την Τουρκία, αλλά και για τις παράκτιες χώρες του
Εύξεινου Πόντου και για όλες τις παγκόσμιες και περιφερειακές δυνάμεις
που έχουν ανάγκη ενός μεταφορικού και εμπορικού κόμβου… Η Κύπρος, που
κατέχει παγκοσμίως κεντρική (γεωστρατηγική) θέση, βρίσκεται, μαζί με την
Κρήτη, πάνω σε άξονα όπου τέμνονται (τεράστιας γεωοικονομικής και
στρατηγικής σημασίας) θαλάσσιες οδοί… Μια χώρα που παραμελεί την Κύπρο
δεν είναι δυνατό να έχει αποφασιστικό λόγο στις παγκόσμιες και
περιφερειακές πολιτικές, δεν μπορεί να δραστηριοποιηθεί στο διεθνές
πεδίο… Ακόμα και αν δεν υπήρχε ούτε ένας μουσουλμάνος Τούρκος εκεί, η
Τουρκία όφειλε να διατηρεί ανοιχτό ένα Κυπριακό Ζήτημα».
Αυτά τα
εκπληκτικά γεωστρατηγικά πλεονεκτήματα του Αιγαίου, της Κύπρου, της
Κρήτης, σκέψου, αναγνώστη, ποια ελληνικά πολιτικά «αναστήματα» τα
διαχειρίζονται.
http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_columns_39_13/06/2010_404393
.
9 comments
θα κάνουμε πλούσιο τον κ.Νταβούτογλου με τόσες αγορές του βιβλίου του:)
σας ευχαριστώ πάλι για το άρθρο σας, γράφετε με διαύγεια και καθαρότητα (προτείνω και βίντεο με αναλύσεις σας,στα οποία δεν θα σας διακόπτει κανείς)
Καλως. Η Τουρκια εχει ενα Νταβουτογλου. Εμεις;
Εμείς έχουμε τον Πάγκαλο. Δεν σου κάνει; Του ρίχνει άμα λάχει και καμιά 50 κιλά
Γραφει ο Χ. Γιανναρας:
“… Αλλά η ιδιοφυΐα του Κονδύλη και οι προβληματισμοί του οριοθετούνται καταφανώς από τον μηδενισμό του: Τον ενδιαφέρει η στρατηγική λογική (λογική του μπριτζ ή του σκακιού) για την άμυνα της αξιοπρέπειας και της εθνικής κυριαρχίας του ελλαδικού κρατιδίου – δεν έχει άλλο όραμα, δεν πιστεύει σε κάτι περισσότερο, σε πρόταση πανανθρώπινης εμβέλειας που να κομίζει στην Ιστορία ο Ελληνισμός. …”
Μηπως υποτιμα τον Π. Κονδυλη, με τα λεγομενα του ο Χ. Γιαναρας;
Ο Π. Κονδυλης παντως ειναι ξεκαθαρος:
“Αν λάβουμε υπ’ όψιν μας μόνον όσα πράττονται και αφήσουμε εντελώς στην άκρη την εικόνα που έχουν για τον εαυτό τους οι πράττοντες, τότε φαίνεται να βρισκόμαστε σε συλλογική αναζήτηση της ιστορικής ευθανασίας, υπό τον ορό να σκηνοθετηθούν έτσι τα πράγματα, ώστε κανείς να μην έχει την άμεση ευθύνη, και επίσης υπό τον ορό να τεχνουργηθούν απροσμάχητες ανακουφιστικές εκλογικεύσεις («ελληνοκεντρικές» ή «εξευρωπαιστικές», αδιάφορο). Τις τραγωδίες ή τις κωμωδίες, που μπορούν να περιγράψουν με τις αρμόζουσες αποχρώσεις αυτήν την ιδιαίτερη κοινωνική και ψυχολογική κατάσταση, θα τις γράψουν ίσως άλλοι. Εμένα μου έρχεται στον νου η τετριμμένη, αλλά πάντοτε ευθύβολη θυμοσοφία: όπως στρώνει ο καθένας, έτσι και κοιμάται.”
(Θεωρια του Πολεμου)
– Ν. Λυγερος, “O Eλληνισμός δεν δίνει μηνύματα. Eίναι ο ίδιος μήνυμα.” (http://neo.antibaro.gr/node/702).
Αν τό ‘χε διαβάσει ο Κολοκοτρώνης, μπορεί τα πράγματα να ήταν διαφορετικά.
Θα του ‘δειχνε καινούργιους τρόπους δράσης.Αλλες προοπτικές.
Αμ’ Θόδωρε, το μόνο πού ‘ξερες ήταν τα χατζάρια !!
Δεν νομίζω πως μας επιτρέπεται άλλο να στρουθοκαμηλίζουμε απέναντι στα δημοσιοποιημένα πνευματικά-θεωρητικά-στρατηγικά σχέδια των αντιπάλων μας (σρατηγική λογική). Ας αφυπνιστούμε πολλαπλώς. Αν εννοήσουμε ότι όλοι έχουμε τις ευθύνες μας για την κατάσταση στον τόπο μας. Το δικαίωμα στην ιστορία δεν εκχωρείται (από κάποιον), αναλαμβάνεται!. Μπορούμε συνεπώς να δούμε το βιβλίο ως πρόκληση προκειμένου να αξιοποιήσουμε τις δικές μας δυνάμεις για να προσλάβουμε και να στηρίξουμε στρατηγικά τη δική μας θέση σήμερα στον κόσμο. Και φυσικά αυτό δεν είναι κάτι εύκολο. Ωστόσο, αξίζει να επιχειρηθεί.
Σύντομες επισημάνσεις από την πλευρά μου
1. Περί Κονδύλη. Όχι δεν τον υποτιμά. Αυτό που υπονοεί ο Γιανναράς είναι ότι ο Κονδύλης θα μπορούσε θεωρητικά να λάβει υπόψιν του τα ιδιαίτερα στοιχεία ενός οποιουδήποτε λαού, να τα προβάλει στις ιδέες του και να παράγει μία δέσμη ιδεών στρατηγικής για την εξυπηρέτηση των εθνικών του συμφερόντων. Το στοιχείο που χάνει ο Κονδύλης, κατά τον Γιανναρά είναι ότι παρόλο που έφτασε στο υψηλότερο σημείο Ελλήνων διανοητών στον τομέα αυτόν, δεν ενδιαφέρεται κατ’ ανάγκην για την παναθρώπινη πολιτιστική πρόταση του συγκεκριμένου πολιτισμού των Ελλήνων.
2. Περί Κολοκοτρώνη. Όχι δεν θα άλλαζε τίποτα αν ο Κολοκοτρώνης τα διάβαζε αυτά. Γιατί ο Κολοκοτρώνης τα γνώριζε όλα αυτά ενδόμυχα. Ο Κολοκοτρώνης πήρε τα όπλα ακριβώς επειδή ένιωθε την πολιτιστική ιδιαιτερότητα των Ελλήνων. Εξ ου και το “υπέρ πίστεως και πατρίδος”.
Σ’ ευχαριστω Γιαννη3, για την επισημανση σου.
Δυσκολευομαι να κατανοησω τι ακριβως “χανει” ο Π. Κονδυλης (κατα τον Γιανναρα) οταν
“… δεν ενδιαφέρεται κατ’ ανάγκην για την πανανθρώπινη πολιτιστική πρόταση του συγκεκριμένου πολιτισμού των Ελλήνων. …” ,
επειδη και σ’ αυτο το σημειο ειναι ξεκαθαρος:
“Θεωρώ την εντρύφηση μου στα κλασσικά γράμματα ως ένα από τα μεγάλα ευτυχήματα και τα αναντικατάστατα ερείσματα της πνευματικής μου συγκρότησης. Η εντρύφηση αυτή άρχισε στα πρώτα εφηβικά μου χρόνια, παίρνοντας σχεδόν την μορφή μανίας, και διαρκεί, με διάφορες εντάσεις και διακοπές πλέον, έως σήμερα. Χαριτολογώντας εξομολογούμαι σε φίλους μου ότι, καθώς μ’ ευχαριστεί τόσο το διάβασμα, δεν θα έπρεπε ποτέ να κάνω επάγγελμα μου το γράψιμο, και αναθυμάμαι με φθόνο τον λόρδο Χένρυ, στο Πορτραίτο του Ντόριαν Γκρέυ, ο οποίος έλεγε ότι το διάβασμα του άρεσε τόσο, ώστε δεν του έκανε όρεξη να γράψει ο ίδιος βιβλία. Τώρα, όποτε φαντάζομαι ότι θα ξέμπλεκα με όλα τα βάσανα του γραψίματος και θα αφιέρωνα τον χρόνο μου στην απόλαυση του διαβάσματος, το πρώτο που μου έρχεται στο νου είναι η κλασσική γραμματεία, ελληνική και λατινική, σ’ όλη της την έκταση. Αν ο αναγνώστης τη γνωρίζει ο ίδιος, τότε περιττεύει να του εξηγήσω το γιατί· αν πάλι δεν τη γνωρίζει, τότε είναι άσκοπο. Ωστόσο επιθυμώ ν’ απαντήσω, έστω και μέσες-άκρες, στην ερώτηση σας εξαίροντας μερικά σημεία ιδιαίτερης προσωπικής σημασίας.”
(Π. Κονδύλης 1998, “Εκπλήσσομαι αν κάποιος συμφωνεί μαζί μου”,
http://www.mikrosapoplous.gr/articles/interview.html)
Καλύτερα να ρωτήσεις τον ίδιο 🙂