Ἐθνεγερσία, σύγκρουση δύο ὁραμάτων
«Ἀσκήσεις κριτικῆς σκέψης»
(Ραδιοφωνικὴ ἐκπομπὴ στὸν ΣΚΑΪ, 25-3-2007. Ἀπομαγνητοφώνησις ἐξ ἀκοῆς, ἀπὸ τὸν γράφοντα (ΚΡΑΤΥΛΟ). [ἡ
ἐκπομπὴ σὲ mp3] [Ραδιοφωνικὲς ἐκπομπὲς τοῦ Χρήστου Γιανναρᾶ στὸν ΣΚΑΪ])
Εἶμαι ὁ Χρῆστος Γιανναρᾶς, στὴν ἐκπομπὴ «Ἀσκήσεις κριτικῆς σκέψης». Τὸ θέμα μας σήμερα, «Ἐθνεγερσία, σύγκρουση δύο ὁραμάτων».
Φίλες ἀκροάτριες, φίλοι άκροατές, ὑπάρχει ἕνας σαφῶς ἀντιεπιστημονικός, θὰ ἔλεγα καὶ βάναυσος τρόπος γιὰ νἀ προσεγγίζει κανεὶς τὴν Ἱστορία: Εἶναι ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖον κρίνουμε τὸ ἱστορικὸ παρελθὸν μὲ κριτήρια τοῦ ἱστορικοῦ παρόντος. Δηλαδή, θέλουμε νὰ ἀποτιμήσουμε αὐτὸ ποὺ κάποτε συνέβη, κρίνοντάς το μὲ σημερινὰ κριτήρια, καὶ ἀγνοῶντας τὸν χρόνο ποὺ ἔχει παρεντεθεῖ ἀνάμεσα στὸ τότε καὶ στὸ σήμερα, στὶς ἐξελίξεις ποὺ ἔχουν συμβεῖ, στὴν ἀλλαγὴ νοοτροπίας ποὺ ἔχει συντελεσθεῖ.
Κλασσικὸ παράδειγμα ἑνὸς τέτοιου βιασμοῦ, θὰ ἔλεγα, τῆς Ἱστορίας , εἶναι ἡ ἀντίρρηση ποὺ πάντοτε προκύπτει ὅταν μιλήσεις γιὰ τὴν ἀρχαία Ἑλλάδα. Τὸ πρῶτο ποὺ θὰ σοῦ ποῦν, «ναί, λὲς γιὰ τὴν ἀρχαία Άθήνα, τὰ ἐπιτεύγματά της, τὴν δημοκρατία, τὴν πολιτική, τὴν τραγωδία, ἀλλὰ δὲν μπορεῖς νὰ ἀγνοεῖς τὴν δουλεία. Ὅλα αὐτὰ τὰ ἐκπληκτικὰ ἔργα ποὺ σήμερα θαυμάζουμε στὴν ἀρχαία Ἀθήνα, ἔγινα μὲ τὴν βοήθεια, μὲ τὴν ἐργασία δούλων». Λέω ὅτι εἶναι βάναυσος αὐτὸς ὁ τρόπος, γιατὶ ἡ δουλεία τὴν ἐποχὴ ἐκείνη ἦταν ἕνα πανανθρώπινο φαινόμενο. Ἐπὶ αἰῶνες, πολλοὺς αἰῶνες δυστυχῶς, ἡ δουλεία ἦταν κάτι τὸ αὐτονόητο στὶς ἀνθρώπινες κοινωνίες. Ὅπως καὶ ἡ πορνεία. Μάλιστα ἡ πορνεία ἐξακολουθεῖ καὶ σήμερα νὰ εἶναι αὐτονόητη. Σκεφθεῖτε, ὕστερα ἀπὸ χίλια χρόνια ἂς ποῦμε, ἐὰν μᾶς κατηγοροῦν συλλήβδην τὶς σημερινὲς κοινωνίες, ἐπειδὴ ἀνεχόμασταν στὴν πραγματικότητα νὰ πουλᾶνε ἄνθρωποι τὸ κορμί τους, χαρίζοντάς το γιὰ ἡδονή.
Λοιπόν, ὅπως δυστυχῶς, τὸ ξαναλέω τρίτη φορά, λειτουργεῖ ἀκόμα ἡ πορνεία, καὶ μάλιστα στὶς μέρες μας μὲ
τρόπους ἀποκρουστικούς, κανονικὴ σωματεμπορία, ἐκείνους τοὺς αἰῶνες, τοὺς ἀρχαίους αἰῶνες, πολὺ πρὶν τὴν ἐμφάνιση τοῦ Χριστιανισμοῦ, καὶ ἡ δουλεία ἦταν κάτι αὐτονόητο. Ἐπιπλέον, θὰ ἔπρεπε νὰ ξέρουμε, ὅσοι ἀποφαινόμαστε μὲ τὸση εὐκολία γιὰ τὴν σημασία τῆς δουλείας στὴν ἀρχαία Ἀθήνα, ὅτι εἰδικὰ στὴν ἀρχαία Ἑλλάδα, ὅταν μιλᾶμε γιὰ δουλεία, νὰ μὴν πηγαίνει ὁ νοῦς μας στὴν καλύβα τοῦ μπαρμπα-Θωμᾶ. Οἱ δοῦλοι στὴν ἀρχαία Ἀθήνα ἦσαν τραπεζίτες, ἦταν δάσκαλοι, εἶχαν μετοχὴ στὸν κοινωνικὸ βίο, ἀλλὰ δὲν εἶχαν τὴν τιμὴ νὰ εἶναι πολίτες, νὰ μετέχουν κρίσεως καὶ ἀρχῆς, νὰ μετέχουν δυναμικὰ στὴν συγκρότηση τῆς πόλης.
Αὐτὴ ἡ ἐφαρμογὴ κριτηρίων τοῦ παρόντος στὸ παρελθόν, συμβαίνει καὶ μὲ τὸ ἱστορικὸ γεγονὸς ποὺ γιορτάζουμε σήμερα, τὴν 25η Μαρτίου, δηλαδὴ τὴν Ἐθνεγερσία, ὅπως καθιερώθηκε νὰ τὴν λέμε, τὴν ἔναρξη τῆς Ἐπανάστασης τῶν Ἑλλήνων ἐνάντια στοὺς Τούρκους. Πρὶν ἀπὸ κάποιες μέρες, βδομάδες, δὲν θυμᾶμαι καλὰ νὰ σᾶς πῶ, διάβαζα σὲ μιὰ ἀθηναϊκὴ ἐφημερίδα τὸ ἄρθρο ἑνὸς δημοσιογράφου, ὁ ὁποῖος ἤθελε φαίνεται νὰ χτυπήσει -ὄχι «φαίνεται», ἦταν φανερό- ἤθελε νὰ χτυπήσει τὸν Ἀρχιεπίσκοπο. Καὶ αὐτό, μὲ τὸν γνωστὸ μεταπρατικὸ τρόπο, τὴν μεταπρατικὴ νοοτροπία ποὺ ἔχει παγιωθεῖ δυστυχῶς σὲ ὅλους τοὺς τομεῖς τοῦ βίου. Δηλαδὴ ἀναπτύσσεται ἕνας ἀντικληρικαλισμὸς καὶ στὴν Ἑλλάδα, ὁ ὁποῖος εἶναι ἀντιγραφὴ τοῦ ἀντικληρικαλισμοῦ τῶν δυτικοευρωπαϊκῶν κοινωνιῶν, χωρὶς νὰ κρίνει καὶ νὰ συγκρίνει κανεὶς τὴν διαφορὰ τῶν ἱστορικῶν ἐμπειριῶν, τὴν διαφορὰ τῶν κοινωνικῶν παραστάσεων καὶ δεδομένων στὶς δύο περιπτώσεις. Στὴν Δύση, πράγματι, ὁ θεσμὸς τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς ἐκκλησίας, ειδικὰ στοὺς μέσους αἰῶνες, λειτούρησε μὲ ἕναν αὐταρχισμό, μέχρις ὁλοκληρωτισμοῦ, ποὺ ἔχει καταγραφεῖ ἱστορικά, ἔχει κριθεῖ, ἔχει κατακριθεῖ· στὴν Ἀνατολή, εἴτε μᾶς ἀρέσει εἴτε δὲν μᾶς ἀρέσει, εἴτε τὸ δεχόμαστε εἴτε τὸ ἀγνοοῦμε, τέτοια φαινόμενα δὲν ὑπῆρξαν. Ὑπῆρξε πράγματι μία ταύτιση τοῦ κλήρου μὲ τὸ λαϊκὸ σῶμα. Μεγάλο θέμα, δὲν θὰ μείνω σ᾿ αὐτό. Τὸ ἀναφέρω συμπτωματικὰ γιὰ νὰ τονίσω αὐτὴν τὴν ξιπασιά, νὰ θέλουμε ὅ,τι συνέβη στὴν Δύση νὰ τὸ μεταφέρουμε ὁπωσδήποτε καὶ στὴν Ἑλλάδα. Λοιπόν, ὁ δημοσιογράφος αὐτὸς ἔγραφε ὅτι, ναί, τὰ βιβλία Ἱστορίας νὰ ἀκολουθήσουν τὴν ἄποψη τοῦ Ἀρχιεπισκόπου, ὁ ὁποῖος ζήτησε νὰ ὑπάρχει ὅλη ἡ ἀλήθεια ἡ ἱστορικὴ μέσα στὰ βιβλία τοῦ σχολείου. Ἐπομένως, ἔλεγε ὁ δημοσιογράφος, πρέπει νὰ διδάσκονται τὰ παιδιὰ καὶ τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ Ἐκκλησία πολέμησε τὴν Ἐπανάσταση τοῦ 1821· ὁ Πατριάρχης τὴν ἀφόρισε· ὅτι ὑπήρξε ἕνα κείμενο, ἡ «Πατρικὴ Διδασκαλία», τοῦ Ἀθανασίου Παρίου, ἡ ὁποία παίνευε καὶ ἐξυμνοῦσε σχεδὸν τὴν Ὀθωμανικὴ Αὐτοκρατορία, καὶ ἔτσι ἀντιτασσόταν στὸ ἐθνικὸ κίνημα ἀπὸ τὸ ὁποῖο προέκυψε ἡ Ἐπανάσταση καὶ ἡ ἀπελευθέρωση.
Ἐπιτρέψτε μου νὰ πῶ, ὅτι στὸν χῶρο τῆς Ἱστορίας εἶναι πάρα πολὺ εὔκολες οἱ ὑπερβάσεις καὶ πάρα πολὺ εὐόλισθος ὁ δρόμος ποὺ ὁδηγεῖ, ὅπως εἶπα ἀρχικὰ, σὲ βάναυση κακοποίηση τῶν ἱστορικῶν γεγονότων. Ὄχι συνειδητὴ πάντοτε· αὐτὸ ποὺ συνηθέστερα συμβαίνει εἶναι νὰ ἀποσπᾶμε ἐπὶ μέρους δεδομένα καὶ περιστατικά, καὶ νὰ ἀντλοῦμε μιὰ ἐρμηνευτικὴ πρόταση συνολική, ἡ ὁποία δὲν πατάει γερά, παρὰ μόνο κουτσαίνοντας, πάνω σὲ ἐπιλεγμένα περιστατικά. Εἶναι πολὺ δύσκολο νὰ ὑπάρξει ἀντικειμενικότητα στὴν Ἱστορία. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὁ μεγαλύτερος μᾶλλον σήμερα φιλόσοφος, ὁ πιὸ γνωστὸς στὴν Ἀμερική, ποὺ μάλιστα ἐμφανίζεται καὶ ὡς ἐκπρόσωπος τῆς Ἀριστερᾶς, στὶς Ἠνωμένες Πολιτεῖες, ὁ Ρίτσαρντ Ρώρτυ, ἔχει πεῖ μιὰ φράση ποὺ νομίζω ὅτι εἶναι πολὺ σημαδιακή. Λέει, ὅτι, ἕνας λαὸς γράφει τὴν Ἱστορία του, ὄχι γιὰ νὰ ἀφηγηθεῖ τὸ παρελθόν του, ἀλλὰ γιὰ νὰ συγκροτήσει ταυτότητα, μὲ τὴν ὁποία θὰ ἀναμετρηθεῖ μὲ τὸ μέλλον· μὲ τὴν ὁποία θὰ συγκροτήσει τὸ μέλλον του. Ἐπομένως, εἰδικὰ στὴν σχολικὴ διδασκαλία τῆς Ἱστορίας, ἔχει πολὺ μεγάλη σημασία ὁ στόχος τὸν ὁποῖον θέτει μιὰ κοινωνία γιὰ τὸ παρόν της καὶ γιὰ τὸ μέλλον της. Ἐπιτρέψτε μου, σὰν παρένθεση, καὶ σὰν ὀδυνηρὴ ἔκρηξη νὰ πῶ, ὅτι ἡ ὅλη κυβερνητικὴ συμπεριφορὰ μὲ τὸ βιβλίο αὐτὸ τῆς 6ης τάξης τοῦ Δημοτικοῦ Σχολείου, γιὰ τὸ ὁποῖο τόσα πράγματα εἰπώθηκαν καὶ τόσος θόρυβος ἔγινε, ἡ κυβερνητικὴ συμπεριφορά, θέλω ἁπλῶς νὰ πῶ, ὅτι ἀντιπροσωπεύει μία στάση ἡ ὁποία δὲν ἔχει κανένα ὅραμα γιὰ τὸ μέλλον τῶν Ἑλλήνων, δὲν ἔχει καμμιὰ φιλοδοξία, κανένα στόχο γιὰ τὴν κοινωνία τῶν Ἑλλήνων. Θέλει τοὺς Ἕλληνες ἔτσι πεπαιδευμένους, ὑποτελεῖς καὶ λακέδες στὴν ἐκάστοτε νέα τάξη πραγμάτων, εἰς τὴν ἐκάστοτε ὑπερδύναμη, ὑπηρέτες οἰκονομικῶν προτεραιοτήτων, δίχως αὐτοσυνειδησία, δίχως αἴσθηση πολιτιστικῆς καταγωγῆς, δίχως συνείδηση δυνατοτήτων γιὰ τὸ
μέλλον.
Δὲν ἰσχυρίζομαι ὅτι θὰ σᾶς παρουσιάσω σήμερα μιὰ ἀντικειμενικὴ ὁπτικὴ ἱστορική, θὰ σᾶς καταθέσω κάποια δεδομένα, καὶ θὰ συναγάγω ἀπὸ αὐτὰ μιὰ ἐρμηνευτικὴ πρόταση, ἡ ὁποία ἐπαφίεται στὴν κρίση σας καὶ στὴν ἐκτίμησή σας, κατὰ πόσο ἀφορᾶ τὴν ἡμέρα ποὺ σήμερα γιορτάζουμε -ἂν γιορτάζουμε- καὶ λέγεται 25η Μαρτίου.
Θὰ ἔλεγα ὅτι τὰ χρόνια ἐκεῖνα, καὶ εἰδικὰ ἀπὸ τὰ τέλη τοῦ 18ου αἰώνα καὶ στὶς ἀρχὲς τοῦ 19ου, ὑπῆρξε στὸν ἑλληνικὸ χῶρο μιὰ ἀντιπαλότητα δύο ὁραμάτων. Ὑπῆρχαν μὲ ἄλλα λόγια δύο τρόποι, μὲ τοὺς ὁποίους ἀντιμετωπιζόταν τὸ μέλλον τοῦ Ἑλληνισμοῦ. Οἱ δύο αὐτοὶ τρόποι, τὰ δύο αὐτὰ ὁράματα, εἶχαν συγκεκριμένους φορεῖς. Τὸν ἕνα τρόπο τὸν ἐκπροσωποῦσαν οἱ Φαναριῶτες καὶ τὸ Πατριαρχεῖο. Ἐκεῖ εἶχε συναχθεῖ, ἤδη ἀπὸ τὴν ἄλωση τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ἡ πνευματική, ὅπως λέγανε, ἐν πολλοῖς ὅμως καὶ πολιτικὴ ἠγεσία τοῦ ὑπόδουλου Ἑλληνισμοῦ, ἀναγνωρισμένη ἀπὸ τοὺς κατακτητὲς Τούρκους -στὸ πρόσωπο τοῦ Πατριάρχη ἀναγνώριζε ὁ Σουλτάνος πάντοτε τὴν κεφαλὴ τῶν ὑπόδουλων Ὀρθόδοξων Χριστιανῶν, ἐπομένως αὐτῶν οἱ ὁποῖοι ἦσαν καὶ φορεῖς κυρίως τοῦ ἑλληνικοῦ πολιτισμοῦ. Αὐτὴ ἡ ὁμάδα λοιπὸν ἡ ἡγετικὴ τῆς Κωνσταντινούπολης εἶχε ἕνα πολὺ συγκεκριμένο ὅραμα γιὰ τὸ μέλλον τοῦ Ἑλληνισμοῦ. Καὶ τὸ ὅραμα αὐτὸ ἀπέβλεπε, ἦταν τὸ πρῶτο του κριτήριο, στὴν διάσωση ὅλων τῶν Ἑλληνικῶν Ὀρθόδοξων πληθυσμῶν ποὺ βρίσκονταν κάτω ἀπὸ τὴν κυριαρχία τῶν Ὀθωμανῶν Τούρκων. Δηλαδή, ἦταν πολὺ ἐπιφυλακτικοὶ οἱ Φαναριῶτες ἀπέναντι στὶς καινούργιες ἰδέες, ποὺ μετὰ τὴν Γαλλικὴ Ἐπανάσταση εἶχαν ἀρχίσει νὰ εἰσέρχονται καὶ στὸν ὑπόδουλο ἑλληνικὸ χῶρο, γιὰ τὴν ἴδρυση ἐθνικοῦ κράτους, ἀστικοῦ κράτους, ὅπως λέγανε οἱ φιλόσοφοι τοῦ Διαφωτισμοῦ, δηλαδὴ ἑνὸς κράτους βασισμένου σὲ ἄλλες προτεραιότητες καὶ ἀξίες ἀπὸ αὐτὲς ποὺ ἰδρύει καὶ συγκροτεῖ ἡ ἱστορικὴ συνείδηση καὶ ἡ πολιτιστικὴ συνέχεια. Σὲ στοιχεῖα, ὅπως ὁρίζονται ἀπὸ τὰ ἐγχειρίδια, τὸ ἔθνος-κράτος στηρίχτηκε στὴν κοινὴ γλῶσσα, σὲ μιὰ κοινὴ παράδοση ἠθῶν καὶ ἐθίμων, μιὰ κοινὴ συνείδηση κάποιας ἱστορικῆς συνέχειας – καὶ ὄχι πάντοτε, διότι ὑπάρχουν πολλὲς περιπτώσεις ἐθνῶν-κρατῶν ποὺ ἀποτελοῦνται ἀπὸ περισσότερες ἐθνότητες καὶ ἀπὸ ποικίλες ἱστορικὲς παραδόσεις.
Ἡ ἐμμονὴ αὐτὴ εἶχε κάποιους ρεαλιστικοὺς λόγους, στοὺς ὁποίους βασιζόταν. Μέσα ἀπὸ τὴν διαδρομὴ τῶν αἰώνων τῆς τουρκοκρατίας, σὲ πολλὰ μέρη τῆς Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας, τὸ Ἑλληνικὸ στοιχεῖο εἶχε κατορθώσει νὰ εἶναι πραγματικὰ τὸ κυρίαρχο κοινωνικά. Ἀντίθετα, τὸ μουσουλμανικό, τὸ τουρκικὸ στοιχεῖο, εἶχε ἀπωθηθεῖ, θὰ ἔλεγε κανείς, στὶς παρυφὲς τοῦ κοινωνικοῦ γεγονότος, ἐκτελοῦσε τελείως δευτερεύουσες ὑπηρεσίες καὶ ἀσχολίες, βέβαια ἐκτὸς ἀπὸ τοὺς ἄρχοντες, τοὺς πασάδες, τοὺς ἀγάδες σὲ κάθε περιοχή, ποὺ εἶχαν τὴν ἰδιοκτησία καὶ τὸν πλοῦτο. Ὅμως ὁ Ἑλληνισμὸς εἶχε κατορθώσει, παρὰ τὴν ἀπαγόρευση, ἐπὶ μακρὲς περιόδους, τῶν σχολείων, τῆς ἐκπαίδευσης, εἶχε κατορθώσει νὰ πετύχει μιὰ ἄνθηση καὶ οἰκονομικὴ καὶ παιδευτική, ἡ ὁποῖα κυριολεκτικὰ μᾶς ἐκπλήττει. Οἱ Ἕλληνες, τὴν ἐποχὴ ἐκείνη, τοὺς αἰῶνες τῆς τουρκοκρατίας, καὶ κυρίως ἀπὸ τὸν 16ο, 17ο καὶ μετά, ὄργωναν τὴν Μεσόγειο ὡς καραβοκυραῖοι, κρατοῦσαν στὰ χέρια τους τὸ ἐμπόριο τῆς Μεσογείου· οἱ Ἕλληνες ἔμποροι εἶχαν ἀνοιχτεῖ στὶς ἀγορὲς τῆς Εὐρώπης· σήμερα μένουμε κατάπληκτοι ὅταν βλέπουμε τὶ κτήρια ἄφησαν πίσω τους αὐτὲς οἱ Ἑλληνικὲς κοινότητες τῆς Τεργέστης, τῆς Βιέννης, τοῦ Μονάχου, τοῦ Παρισιοῦ, τοῦ Λονδίνου· ὄργωναν καὶ αὐτοὶ τὶς ἀγορὲς τῆς Εὐρώπης, οἱ Καστοριανοὶ γουνέμποροι, οἱ ἔμποροι τῶν Ἀμπελακίων, ἀπὸ ὅλον τὸν χῶρο τῆς Ἑλλάδας ὑπῆρχε αὐτὴ ἡ ζωτικὴ ἔξοδος. Καὶ θὰ παρακαλοῦσα τοὺς ἀγαπητοὺς ἀκροατές, τὶς ἀγαπητές ἀκροάτριες, νὰ κάνουν τὴν σύγκριση, αὐτῆς τῆς μετανάστευσης τῶν Ἑλλήνων, τότε, τοὺς αἰῶνες τῆς τουρκοκρατίας, μὲ τὸ μεταναστευτικὸ κῦμα ποὺ ἄρχισε μετὰ τὴν ἴδρυση τοῦ ἐλεύθερου, λεγόμενου, ἑλλαδικοῦ κράτους. Τότε, ὅταν οἱ Ἕλληνες ἦταν φτωχοί, ἀγράμματοι, δοῦλοι, καταπιεσμένοι, μετανάστευαν ἀπὸ θέσεως ἰσχύος· ἦταν οἱ ἄρχοντες ποὺ ὄργωναν τὴν Εὐρώπη, καὶ ἄφησαν πίσω τους, ὡς μεγάλοι εὐεργέτες στὴν τελευταία φάση, ἀλλἀ καὶ πιὸ πρίν, ἄν κρίνει κανεὶς ἀπ᾿ τὶς σχολὲς ποὺ ἴδρυαν σὲ κάθε μέρος τοῦ ὑπόδουλου Ἑλληνισμοῦ, – ἦσαν κυρίαρχοι τῆς εὐρωπαϊκῆς ἀγορᾶς. Ἐνῶ, ὁ μετανάστης ὁ Ἕλληνας μετὰ τὴν ἴδρυση τοῦ ἑλλαδικοῦ κράτους, φεύγει ὅπως μεταναστεύουν σήμερα λαοὶ ὅπως οἱ Ἀλβανοί, γιὰ νὰ ζήσουν μὲ τὴν ἐργασία τῶν χεριῶν τους, τὴν χειρωνακτική· ἡ ἀποδημία γίνεται ἐξορία, γίνεται ξενιτιά, ποὺ τόσο πικρὰ τὴν ἔχει μελωδήσει καὶ ἰχνογραφήσει ἡ ἑλληνικὴ τέχνη.
Ἔλεγα, λοιπόν, ὅτι σὲ πολλὲς περιοχὲς τῆς Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας, οἱ Ἑλληνικοὶ πληθυσμοὶ ἦταν οἱ κοινωνικὰ κυρίαρχοι. Ἀπὸ τὰ πρῶτα χρόνια τῆς κατάκτησης τῶν Ἑλλήνων ἀπὸ τοὺς Τούρκους, τὸ τουρκικὸ στοιχεῖο δὲν εἶχε τόσο ἐνδιαφέρον γιὰ τὸ ἐμπόριο. Οὔτε, θὰ ἔλεγα, γιὰ τὶς κατασκευαστικὲς τέχνες. Στὸ πεδίο αὐτὸ οἱ Ἕλληνες εἶχαν νὰ συναγωνιστοῦν μὲ ἄλλες μειονότητες, ὅπως μὲ τοὺς Ἑβραίους ἢ μὲ τοὺς Ἰταλούς, τοὺς Γενοβέζους καὶ ἄλλους. Πάντως, εἶναι γεγονός, νομίζω, ὅτι τὸ Ἑλληνικὸ στοιχεῖο εἶχε φτάσει οἰκονομικὰ καὶ κοινωνικὰ νὰ εἶναι σὲ πολὺ ὑψηλὴ στάθμη. Μιλᾶμε γιὰ ἑκατομμύρια Ἑλλήνων στὴν Μικρὰ Ἀσία, στὸν Πόντο, στὴν Ἀνατολικὴ Ρωμυλία, στὴν Δυτικὴ Μακεδονία, κ.λπ. Ὅλοι αὐτοὶ οἱ πληθυσμοὶ ἦταν μέσα στὴν ἔγνοια τῶν Φαναριωτῶν καὶ τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου. Ἂν ἕνα κομμάτι αὐτοῦ τοῦ Ἑλληνισμοῦ ξεκινοῦσε μιὰ προσπάθεια νὰ αὐτονομηθεῖ ὡς ἔθνος-κράτος, καταλάβαινε κανεὶς ἀμέσως ὅτι ἡ ἐκδίκηση τῶν Τούρκων θὰ ἦταν ἡ σφαγή, ἡ καταδίωξη, ὁ ἀφανισμὸς ὅλων τῶν ὑπόλοιπων αὐτῶν ἀπέραντων ἐκτάσεων ὅπου κατοικοῦσαν οἱ Ἕλληνες, ἀπὸ πανάρχαιες μῆτρες καταγωγῆς ἐκεῖ. Γι᾿ αὐτὸ καὶ βλέπουμε στὴν ἀρχὴ μιὰ ἀμηχανία ἀπέναντι στὶς καινούργιες ἰδέες ποὺ ἔρχονται ἀπὸ τὴν Δύση -ἀμηχανία τῶν Φαναριωτῶν καὶ τοῦ Πατριαρχείου- καὶ στὴν συνέχεια, πράγματι, μιὰ ἐκφραση ἀποψης καὶ γνώμης, ὅπως αὐτὴ ποὺ ἀποτυπώθηκε στὸ τόσο διαβεβλημένο αὐτὸ κείμενο, «Πατρικὴ Διδασκαλία», γραμμένο ἀπὸ τὸν Ἀθανάσιο Πάριο καὶ ἐκδοθὲν ἀπὸ τὸ τυπογραφεῖο τοῦ Πατριαρχείου, στὸ ὁποῖο λέει ὅτι ἤτανε τύχη, ἦταν ἀγαθὴ συγκυρία γιὰ τὸν Ἑλληνισμὸ ὅτι ὑποδουλώθουκε στοὺς Τούρκους καὶ ὄχι στοὺς Φράγκους· διότι ἂν εἶχε ὑποδουλωθεῖ στοὺς Φράγκους, θὰ εἶχε χάσει ἀμέσως καὶ τὸν πολιτισμό του καὶ τὴν ἰδιαιτερότητά του, ἐνῶ χάρις στὸ χαμηλὸ ἐπίπεδο τῶν Τούρκων εἶχε διατηρήσει τὴ συνείδηση τῆς πολιτιστικῆς του ὑπεροχῆς.
[μουσικὸ διάλειμμα]
Ἀγαπητοὶ φίλοι, προσπάθησα νὰ παρουσιάσω στὸ πρῶτο μέρος τῆς ἐκπομπῆς τὸ ἕνα ὅραμα ἀπὸ τὰ δυὸ ποὺ κυριαρχοῦσαν ἀπὸ τὰ δυὸ ποὺ κυριαρχοῦσαν στὴν ἐποχὴ τῆς Ἐπανάστασης τοῦ ’21, τὸ ὅραμα ποὺ ἐκπροσωπήθηκε κυρίως ἀπὸ τοὺς Φαναριῶτες καὶ τὸ Πατριαρχεῖο. Σ᾿ αὐτὸ τὸ ὅραμα, ὁ Ἑλληνισμὸς ἦταν πρωτευόντως μιὰ πραγματικότητα πολιτισμοῦ πέρα ἀπὸ ἐθνοφυλετικὰ σύνορα καὶ ὄχι κατὰ προτεραιότητα ἕνα ἐθνικὸ σύνολο ὅπως σήμερα πιά, ἐκ τῶν ὑστέρων, κατανοοῦμε τὴν ἑλληνικότητα. Σίγουρα, ὁ ἑλληνισμὸς ὡς πολιτιστικὸ γεγονὸς εἶχε καὶ συγκεκριμένη ἐθνοφυλετικὴ καταγωγή, ἀλλά, ὑπῆρχε ἡ αἴσθηση ἀκόμα τότε ζωντανὴ στοὺς κύκλους τοῦ Φαναρίου, καὶ μπορεῖ νὰ τὸ ψηλαφήσει κανεὶς καὶ νὰ τὸ πιστοποιήσει στὰ κείμενα τῶν αἰώνων ἐκείνων, ὅτι ὑπῆρχε μιὰ αἴσθηση ὑπεροχῆς πολιτιστικῆς· μπορεῖ νὰ εἶχε κατακτηθεῖ ὁ Ἑλληνισμός, μπορεῖ νὰ ἦταν σκλάβος, τυραννισμένος, ἔξω ἀπὸ τὰ κέντρα, ἔξω ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη, φτωχὸς καὶ βασανισμένος, ἀλλά, μὲ αἰσθηση ἀρχοντικῆς καταγωγῆς, μὲ αἴσθηση πολιτιστικῆς ὑπεροχῆς.
Πρὶν ἀπ᾿ ὅλα ἡ γλῶσσα ἀκόμα, λειτουργοῦσε ὡς διαβατήριο γιὰ νὰ ταξιδέψεις τὴν ἐποχὴ ἐκείνη σὲ μιὰ τεράστια περιοχή. Λέει ὁ Ἐλύτης πολὺ ὡραῖα ὅτι, μέχρι καὶ τὸν Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, μὲ τὴν ἑλληνικὴ γλῶσσα εἶχες γλωσσικὸ διαβατήριο γιὰ νὰ ταξιδέψεις σὲ μιὰ περιοχὴ ἀπὸ τὰ βάθη τῆς Μικρᾶς Ἀσίας μέχρι τὴν Κάτω Ἰταλία, κι ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο μέχρι τὴ Μολδαβία καὶ τὴ Βλαχία ἐπάνω στὸ Δούναβη. Ἕνα ἄλλο στοιχεῖο ἦταν ἡ ζωντάνια τῆς ἐκκλησιαστικῆς παράδοσης, ἡ ὁποία ἦταν ἡ πρωτεύουσα, ἡ κυρίαρχη. Ὁ Ἑλληνισμὸς ἔδωσε σάρκα στὴν παράδοση αὐτή, σάρκα πολιτισμοῦ, μὲ τὴν τέχνη, τὴν ζωγραφική, τὴν μουσική, τὴν τέχνη τῆς δραματουργίας, σεβαστὴ ἀπὸ ὅλους τοὺς ἐκχριστιανισμένους λαοὺς τῆς Βαλκανικῆς καὶ τῆς Ἐγγὺς καὶ Μέσης Ἀνατολῆς. Εἶπα προηγουμένως λίγα λόγια καὶ γιὰ τὸ οἰκονομικὸ σφρίγος τοῦ Ἑλληνισμοῦ, ἀλλὰ σκεφθεῖτε καὶ τὰ τεκμήρια ποὺ ἄφησε, σὲ μερικὲς περιοχὲς μέχρι σήμερα, αὐτὸ τὸ οίκονομικὸ σφρίγος, συνδυασμένο μὲ παραγωγὴ πολιτισμοῦ. Σήμερα πρέπει νὰ ἔχουμε ἕνα καὶ δυὸ διδακτορικὰ γιὰ νὰ καταλάβουμε τὶ ἴλιγγο ἀρχιτεκτονικῆς ἀρτιότητας εἶχαν τὰ λαϊκὰ χτίσματα τῆς τουρκοκρατίας· τὶ ἦταν ἡ ζωγραφικὴ ἐκείνων τῶν αἰώνων, ἡ Κρητικὴ σχολὴ στὴν ἁγιογραφία· τὶ ἦταν ἡ ποίηση τοῦ δημοτικοῦ τραγουδιοῦ, τὶ ἦταν ἡ μουσικὴ τῶν χορῶν καὶ τῶν πανηγυριῶν· τὶ ἦταν οἱ λαϊκὲς φορεσιές· δὲν ξέρω πόσοι εἶδαν αὐτὴ τὴν ἔκθεση τῶν κεντημάτων ποὺ εἶχε κάνει πέρισυ τὸ Μουσεῖο Μπενάκη, στὸ καινούργιο του κτήριο στὴν ὁδό Πειραιῶς, μὲ κεντήματα τοῦ 16ου καὶ 17ου αἰώνα, ποὺ μένει κανεὶς ἐνεός· αὐτὸς ὁ λαός, ἐπαναλαμβάνω, ὁ τότε ἀγράμματος, καταπιεσμένος, φτωχός, πῶς εἶχε τέτοια αἴσθηση κάλλους, καὶ πῶς ὅλα αὐτὰ κόπηκαν μὲ τὸ μαχαίρι μόλις ἰδρύθηκε τὸ ἑλλαδικὸ κράτος.
Πρέπει κάποτε νὰ συνειδητοποιήσουμε καὶ νὰ βγάλουμε τὶς συνέπειες αὐτῆς τῆς μυθοποίησης, ὅτι ὁ Ἑλληνισμὸς παύει νὰ παράγει πολιτισμό, μὲ τὴν ἴδρυση τοῦ ἑλλαδικοῦ κράτους. Τὸ ἑλλαδικὸ κράτος ἰδρύεται μὲ τὴν πρόθεση νὰ μὴν εἶναι ἑλληνικό, ἀλλὰ νὰ εἶναι μεταπρατικό, νὰ ἀντιγράψει, νὰ κοπιάρει, τὰ «πεφωτισμένα καὶ λελαμπρυσμένα τῆς Ἐσπερίας γένη καὶ ἔθνη». Ὅ,τι φτιάχθηκε καὶ ὅ,τι παρήχθη μέσα στὸ ἑλλαδικὸ κράτος, ἀπὸ τὴν ἴδρυσή του καὶ μετά, εἶναι μίμηση, εἶναι πιθηκισμός. Πολλὲς φορὲς αὐτὴ ἡ μίμηση δίνει ὑψηλὰ ἐπιτεύγματα, ἀλλὰ δὲν εἶναι πρωτογενὴς παραγωγὴ πολιτισμοῦ μὲ σφραγίδα ἰδιαιτερότητας, μὲ ἰδιοπροσωπεία, μὲ μήνυμα καὶ κατάθεση μαρτυρίας αὐτῆς τῆς συνέχειας ποὺ εἶχε ὁ Ἑλληνισμὸς μέσα σὲ τρεισήμισυ χιλιάδες χρόνια.
Ὅλων αὐτῶν δεδομένων – νὰ προσθέσω καὶ ἕνα ἀκόμα, μὴν ξεχνᾶμε τοὺς λόγιους οἱ ὁποῖοι φεύγοντας ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη ἀμέσως μετὰ τὴν ἄλωση, γέμισαν τὰ πανεπιστήμια τῆς Ἰταλίας καὶ ἔφεραν ἐκείνη τὴν ἄνθηση ποὺ ὁδήγησε κυρίως στὴν Ἀναγέννηση. Ὑπάρχει μεταφρασμένο ἀπὸ τῆς ἐκδόσεις τοῦ Μορφωτικοῦ Ἰδρύματος τῆς Ἐθνικῆς Τραπέζης ἕνα θαυμάσιο βιβλίο ἑνός Ἄγγλου, τοῦ Μπάττερφηλντ, «Ἡ καταγωγὴ τῆς σύγχρονης ἐπιστήμης». Ἐκεῖ, στὸν πρόλογο, θὰ δεῖτε μιὰ λεπτομέρεια ποὺ εἶναι πολὺ χαρακτηριστική: Ὅτι στὴν Ἰταλία, μέχρι καὶ τὸν 18ο αἰώνα, ὅταν ἔφτανε ἕνας Ἕλληνας, ἀπὸ τὶς κατεχόμενες πιὰ ἀπὸ τοὺς Τούρκους περιοχές, λόγιος Ἕλληνας, τὸν ὑποδέχονταν, λέει αὐτὸς ὁ συγγραφέας, περίπου ὅπως ὑποδέχονταν στὴν Ἀμερικὴ τὸν Αϊνστάιν στὴν διάρκεια τοῦ μεσοπολέμου. Πραγματικά, αὐτὸ εἶναι πάρα πολὺ σημαντικὴ εἰκόνα, καὶ νομίζω ὅτι μέσα ἀπὸ τέτοια δεδομένα μπορεῖ νὰ κατανοήσει κανεὶς τὴν ἐμμονὴ τῶν Φαναριωτῶν σ᾿ ἕνα ὅραμα ἔνδοθεν ἄλωσης τῆς Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας, δηλαδὴ ἑνὸς ἔμμεσου ἐξελληνισμοῦ της. Δεδομένα ἐπίσης ρεαλιστικὰ γιὰ νὰ πατήσει αὐτὸ τὸ ὅραμα ἦταν τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ Ὑψηλὴ Πύλη ἡ λεγόμενη, δηλαδὴ ἡ ἐξωτερικὴ πολιτικὴ τῆς Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας, ἐπὶ αἰῶνες διευθυνόταν καὶ κατευθυνόταν ἀπὸ τοὺς δραγουμάνους τῆς Ὑψηλῆς Πύλης ποὺ ἦσαν ὅλοι Ἕλληνες. Ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμὴ ὁ σουλτάνος προσέλαβε Ἕλληνες γιὰ μεταφραστὲς στὶς σχέσεις του μὲ τὶς Εὐρωπαϊκὲς Δυνάμεις. Αὐτοὶ οἱ μεταφραστές, οἱ δραγουμάνοι, ἐξελίχθηκαν σὲ ὑπουργοὶ ἐξωτερικῶν τῆς Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας. Θυμηθεῖτε ἐπίσης τὶς ἑλληνικὲς διοικήσεις ὁλόκληρων περιοχῶν ὅπως ἡ Μολδαβία καὶ ἡ Βλαχία· Ἕλληνες διοικοῦσαν αὐτὲς τὶς περιοχές.
Μὲ αὐτὰ τὰ δεδομένα, δὲν ὑπῆρχε βέβαια σαφὴς καὶ διευκρινισμένη πολιτικὴ πρόταση, ὅπως σήμερα θὰ τὴν ἀπαιτοῦσε κανεὶς καὶ θὰ τὴν προγραμμάτιζε· ἀλλὰ ἦταν ἕνα κλίμα· ἡ πρόταση αὐτὴ διαχυνόταν […πρόβλημα στὸν ἦχο…] ποὺ τὰ ἀνακαλύπτουμε σήμερα καὶ βλέπουμε πόσο ὀξυδερκὴς ἦταν ἡ ὅραση αὐτῶν τῶν ἀνθρώπων.
Τὸ ὅραμα λοιπὸν αὐτό, ἐρχόταν σὲ ἀντίθεση μὲ τὸ ὅραμα ποὺ γεννιόταν σὲ συγκεκριμένη ὁμάδα λογίων Ἑλλήνων, ἐγκατεστημένων στὴν Δυτικὴ Εὐρώπη. Ἡ πιὸ χαρακτηριστικὴ καὶ ἡγετικὴ φυσιογνωμία αὐτῆς τῆς ὁμάδας, στὰ τέλη τοῦ 18ου αἰώνα, ἀρχὲς τοῦ 19ου, ἦταν ὁ Ἀδαμάντιος Κοραῆς. Εἶχε φύγει ἀπὸ 23 ἐτῶν ἀπὸ τὴ Χίο, πῆγε στὴ Γαλλία, σπούδασε ἐκεῖ γιατρός, μᾶλλον δὲν ἄσκησε ποτὲ τὸ ἰατρικό του ἐπάγγελμα, ἀσχολήθηκε μὲ τὴ φιλολογία, ἔζησε ὅλη του τὴ ζωὴ στὴ Γαλλία, δηλαδή, ποὺ σημαίνει, ἀποκομμένος ἀπὸ τὴ λαϊκὴ πραγματικότητα καὶ πράξη τοῦ ὑπόδουλου Ἑλληνισμοῦ. Ὁ Κοραῆς, ὅπως εἶναι γνωστό, θαύμαζε ἀπεριόριστα τὸν δυτικὸ κόσμο, ἔτσι ὅπως ξαναγεννιόταν, ἀναγεννιόταν μᾶλλον, ὕστερα ἀπὸ τοὺς μέσους αἰῶνες τῆς ἔκπτωσης καὶ τῆς παρακμῆς, καὶ θαύμαζε ὁτιδήποτε δυτικό. Θαύμαζε ἀκόμα καὶ τὴν πρόσληψη ποὺ εἶχαν προσπαθήσει νὰ κάνουν οἱ δυτικοὶ τῆς ἀρχαιοελληνικῆς κληρονομιᾶς στοὺς νεώτερους αἰῶνες. Δυστυχῶς, οὔτε ὁ Κοραῆς, οὔτε ἡ σχολή του, οὔτε καὶ ἄλλοι, προηγούμενοι, προγενέστεροι τοῦ Κοραῆ, λόγιοι Ἕλληνες στὴ Δύση, ἔθεσαν ποτὲ τὸ κριτικὸ ἐρώτημα: ἄν, αὐτὸ ποὺ νόμιζε ὅτι προσλαμβάνει καὶ συνεχίζει ἀπὸ τὴν ἀρχαία Ἑλλάδα ἡ Δύση, εἶχε κάποια οὐσιώδη σχέση μὲ τὴν Ἑλληνικὴ παράδοση ἀπὸ τὴν ἀρχαιότητα καὶ μετά· ἐὰν δηλαδὴ εἶχαν ἕνα δυτικὸ διάβασμα τοῦ ἀρχαίου ἑλληνισμοῦ οἱ δυτικοί, ἢ ἂν εἶχαν πράγματι ἕνα ἑλληνικό, ἔνδοθεν διάβασμα αὐτῆς τῆς παράδοσης.
Θὰ μοῦ ἐπιτρέψετε νὰ πῶ τὴν προσωπική ἐκτίμηση, ὅτι εἶχε χωρὶς ἀντίσταση παραδοθεῖ στὴν δυτικὴ προπαγανδιστικὴ αὐτάρκεια, ἡ ὁποία καυχιόταν ὅτι συνεχίζει μὲ τὸν σχολαστικισμὸ ἀπὸ τὸν 11ο αἰώνα, καὶ μετὰ μὲ τὴν Ἀναγέννηση, συνεχίζει αὐτὴ καὶ μόνο τὴν κληρονομιὰ τὴν πολιτιστικὴ τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων. Τὸ εἶχε τόσο πολὺ ἀποδεχθεῖ αὐτὸ ὁ Κοραῆς, ποὺ πίστευε ὅτι, ἀντιθέτως, οἱ «Γραικοὶ» στὴν κυρίως Ἑλλάδα, στὴν Μικρὰ Ἀσία καὶ ὅπου άλλοῦ, εἶχαν χάσει τὴν ἑλληνικότητά τους, καὶ ὅτι ἂν ποτὲ ἱδρυόταν ἕνα Ἑλληνικὸ κράτος, θὰ ἔπρεπε νὰ ἐκδυτικισθεῖ πλήρως αὐτὸ τὸ κράτος, ὥστε νὰ ἐπαναπροσλάβει ἀπὸ τὴν Δύση τὸν ἑλληνισμὸ ποὺ τὸ ἴδιο εἶχε χάσει, ποὺ οἱ ἴδιοι οἱ Ἕλληνες εἶχαν χάσει. Αὐτὴ εἶναι ἡ περίφημη θεωρία τῆς «μετακένωσης» τοῦ Κοραῆ. Σκεφθεῖτε, σκεφθεῖτε σύλληψη, ὅτι οἱ Ἕλληνες ἔχουν πάψει νὰ εἶναι Ἕλληνες, ὅτι οἱ δυτικοὶ εἶναι περισσότερο Ἕλληνες ἀπὸ τοὺς σημερινοὺς Ἕλληνες, ἐπομένως ἂν οἱ σημερινοὶ Ἕλληνες θέλουν νὰ ξαναγίνουν Ἕλληνες, πρέπει πρῶτα νὰ γίνουν ἐντελῶς δυτικοί. Κι ὅμως, αὐτὸ τὸ ὅραμα, πέρασε τὴν ἐποχὴ ἐκείνη, δημιούργησε ρεῦμα σὲ ἀρκετοὺς λογίους – ὄχι κυρίαρχο, παρά, κατὰ τὴν μαρτυρία τοῦ Μανουὴλ Γεδεών, τὴν τρομοκρατία ποὺ ἀσκοῦσε ἤδη αὐτὴ ἡ σχολὴ καὶ τάση, στοὺς λογίους τῆς ἐποχῆς, μὲ τὸ περίφημο περιοδικό της, τὸν «Λόγιο Ἑρμῆ».
Σ᾿ αὐτὴν τὴν τάση ἀντιτάχθηκε καὶ ὁ Ἀθανάσιος Πάριος μὲ τὸ βιβλίο ποὺ ἀνέφερα πρίν. Καὶ σ᾿ αὐτὴν τὴν τάση ἀντιτάχθηκε καὶ τὸ Φανάρι, τὸ Πατριαρχεῖο, ἀρχικά, χωρὶς ποτὲ νὰ ξέρουμε ἐὰν ὁ ἀφορισμὸς τῶν ἐπαναστατῶν τὶς πρῶτες μέρες μετὰ τὴν κήρυξη τῆς Ἐπανάστασης, ἦταν πράγματι ἀπὸ πεποίθηση τῶν Φαναριωτῶν τοῦ Πατριαρχείου, ἤ, ἂν ἦταν μιὰ ἀκόμη φορὰ ὑποχώρηση στὴν τουρκικὴ βία, γιὰ νὰ γλυτώσουν οἱ πληθυσμοὶ οἱ ὁποῖοι ἦταν ἕρμαιο, ἐγκαταλελειμμένοι στὸ μαχαίρι τῶν Τούρκων. Ἐκεῖνο τὸ γεγονὸς ποὺ μᾶς διασώζει μιὰ ἱστορικὴ πληροφορία, εἶναι ὅτι, ὅταν πιὰ ἔχει ξεσπάσει ἡ τουρκικὴ ἀντίδραση γιὰ τὴν Ἑλληνικὴ Ἐπανάσταση στὴν Πελοπόννησο, καὶ ἐπίκειται πιά, εἶναι φανερὸ ὅτι θὰ πληρώσουν ἀντίποινα οἱ ἑλληνικοὶ πληθυσμοί, τουλάχιστον τῆς Κωνσταντινούπολης, ὁ τότε μέγας δραγουμάνος τῆς Ὑψηλῆς Πύλης Κωνσταντῖνος Μουρούζης ἐπισκέπτεται τὸν Πατριάρχη Γρηγόριο τὸν Ε’ καὶ τὸν παρακινεῖ νὰ φύγει, νὰ φύγει, γιὰ νὰ μπορέσει νὰ γλυτώσει, γιατὶ οἱ Τούρκοι ἔχει [ὁ Μουρούζης] πληροφορίες, ὅτι θὰ ἀφήσουν τὸν ὄχλο νὰ τὸν ἐκτελέσει. Καὶ ὁ Πατριάρχης Γρηγόριος ὁ Ε’ τοῦ ἀπαντάει: «Ἐλπίζω, αὐτὴ τὴ φορά, νὰ τὸ κάνουν.» Ἐλπίζω, μὲ τὴν ἔννοια ὅτι, ἂν μὲ σκοτώσουν, τότε ἔχουμε ἐλπίδες νὰ ξεσηκωθοῦν οἱ δυτικὲς κοινωνίες, τὰ ἀνακτοβούλια τῆς Εὐρώπης, οἱ φιλελεύθεροι λόγιοι, καὶ νὰ ὑποστηρίξουν τὴν Ἑλληνικὴ Ἐπανάσταση. Βλέπετε, ἡ Ἱστορία ποτὲ δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι μιὰ μονότροπη ἀνάγνωση. Κάποιες, ἀσήμαντες φαινομενικά, ἱστορικὲς λεπτομέρειες ἀνατρέπουν ριζικὰ τὴν εἰκόνα ποὺ προσπαθοῦν δεκαετίες τώρα νὰ σχηματίσουν γιὰ τὸν Γρηγόριο τὸν Ε’ ὁρισμένοι ἱστοριογράφοι στὴν ἑλληνικὴ κοινωνία, ποὺ νομίζουν ὅτι ἔτσι ὑπηρετοῦν ἀντικειμενικότητα, δῆθεν, ἱστορική.
Ἐπανέρχομαι, λοιπόν, στὸ ὅτι τὸ ὅραμα τῶν Κοραϊστῶν ἦταν ἕνα ἔθνος-κράτος στὰ ὅρια τῆς κλασσικῆς Ἑλλάδος, ἔτσι ὥστε νὰ ἀναστηθεῖ στὰ μάτια τῶν Εὐρωπαίων κάτι τὸ ὁποῖο τοὺς ἦταν καὶ συμπαθὲς καὶ νοσταλγικό. Ἐκεῖνο τὸ ὁποῖο ἐρεθίζει μέχρι σήμερα καὶ δημιουργεῖ ἀντιπαλότητα γιὰ τοὺς Εὐρωπαίους, δὲν εἶναι ἡ ἀρχαία Ἑλλάδα βέβαια, τὴν ὁποία ἔχουν σπεύσει νὰ οἰκειοποιηθοῦν καὶ νὰ καπηλευθοῦν -ἄλλο μεγάλο θέμα ποὺ θὰ ἔπρεπε κάποτε νὰ ἐξετασθεῖ-, εἶναι τὸ λεγόμενο Βυζάντιο, εἶναι ἡ μεσαιωνικὴ περίοδος τοῦ Χριστιανισμοῦ, αὐτὸς ὁ ἰλιγγιώδης πολιτισμὸς ποὺ συνεχίστηκε κάτω ἀπὸ τὴν ὀνομασία τῆς Νέας Ρώμης – Κωνσταντινουπόλεως. Ἐπομένως, οἱ πληθυσμοὶ τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, τοῦ Πόντου, τῆς Κύπρου, δὲν ἐνδιέφεραν τοὺς Κοραϊστές· τοὺς ἐνδιέφερε ἡ κυρίως Ἑλλάδα, ἡ γεωγραφικὴ περιοχὴ τῆς ἀρχαίας Ἑλλάδας. Καὶ φάνηκε ἀμέσως μετά, ὅταν μετὰ τὴ δολοφονία τοῦ Καποδίστρια, οἱ Κοραϊστὲς κλήθηκαν ἀπὸ τοὺς Βαυαροὺς νὰ ὁργανώσουν τὸ νέο κράτος σὲ κράτος εύρωπαϊκό, καὶ ἐπάνδρωσαν, στελέχωσαν ὅλες τὶς θέσεις τὶς διοικητικὲς τῆς ἐποχῆς, τότε, ἀμέσως πρωτεύουσα ἔγινε ἡ Ἀθήνα, τότε ἐπεβλήθη κρατικὰ ἡ καθαρεύουσα, πλαστὴ γλῶσσα ποὺ εἶχε φτιάξει ὁ Κοραῆς ἀπὸ τὸ Παρίσι, γιὰ νὰ καθαρεύουν οἱ Ἕλληνες, νὰ ἀποβάλουν τὰ βαρβαρικὰ στοιχεῖα ποὺ εἶχαν εἰσχωρήσει στὴν γλῶσσα τους, καὶ ὁ κοραϊσμὸς νὰ ἐπιβληθεῖ ὡς κυρίαρχη ἰδεολογία στὸ ἑλλαδικὸ κράτος, σχεδὸν μέχρι τὶς ἡμέρες μας. Τὸ ὅραμα ἦταν ἕνα μεταπρατικὸ κράτος, τὸ ὅραμα ἦταν ὁ μιμητισμός, μιὰ κοινωνία ἡ ὁποία παύει νὰ παράγει πολιτισμό, τὸ ὅραμα ἦταν τελικὰ καὶ ἡ πολιτικὴ ἀλλοτρίωση. Μὴν ξεχνᾶμε, εἶναι σημαδιακὰ αὐτὰ τὰ γεγονότα, πὼς τὰ πρῶτα πολιτικὰ κόμματα ποὺ δημιουργήθηκαν στὴν Ἑλλάδα εἶχαν ἂν θέλετε ἀπὸ μιὰ ἄποψη τὴν εἰλικρίνεια καὶ τὸ θάρρος νὰ ὀνομάζονται ὡς αὐτὰ ποὺ ἦσαν, δηλαδὴ τὸ Ἀγγλικόν, τὸ Γαλλικὸν καὶ τὸ Ρωσσικόν. Μετά, μὲ πιὸ ἐπιδέξιες μεθόδους, καλύφθηκαν κάτω ἀπὸ ἄλλες προμετωπίδες, ὅπως καλύπτονται μέχρι σήμερα· γιατὶ καὶ σήμερα νομίζω θὰ ἦταν πολὺ πραγματικότερο, ἐὰν δημιουργοῦντο δύο κόμματα σ᾿ αὐτὸν τὸν τόπο, καὶ εὐθαρσῶς ὀνομάζονταν, τὸ ἕνα, τὸ Ἀμερικανικόν, καὶ τὸ ἄλλο, τὸ Εὐρωπαϊκὸν ἢ Ἑλληνοκεντρικόν.
Λέω, λοιπόν, ὅτι ἡ σύγκρουση αὐτῶν τῶν δύο ὁραμάτων ἀπέβη τελικὰ ὄχι εἰς ὄφελος, κανενὸς θὰ ἔλεγα. Ἐκεῖνο τὸ ὁποῖο ὅμως εἶναι δεδομένο, εἶναι ὅτι τὸ ὅραμα τῶν Φαναριωτῶν ἐξαφανίστηκε, συνετρίβη. Διατηρήθηκε γιὰ κάποιες δεκαετίες τὸ ὅραμα τοῦ ἀλυτρωτικοῦ στόχου τοῦ ἑλλαδικοῦ κράτους· καὶ ὑπηρετήθηκε ἀπὸ τὸν Ἐλευθέριο Βενιζέλο, μὲ ἀποτέλεσμα, πράγματι, νὰ διπλασιασθεῖ ὁ γεωγραφικὸς χῶρος τοῦ ἀρχικοῦ κρατιδίου. Ἀλλά, στὴν πραγματικότητα, ὅλος ὁ Ἑλληνισμὸς τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, τοῦ Πόντου, τῆς Ἀνατολικῆς Θράκης, τῆς Ἀνατολικῆς Ρωμυλίας, τῆς Δυτικῆς Μακεδονίας, Μοναστήρι κ.λπ., τῆς Βορείου Ἠπείρου, τῆς Κύπρου, παραδόθηκαν κυριολεκτικὰ στὸν ἀφελληνισμό, στὴν ἐξαφάνιση κάθε ἴχνους ἑλληνικῆς παρουσίας. Ἔτσι ὥστε, θὰ ἔλεγε κανείς, τουλάχιστον ἀπὸ συστολὴ καὶ ἀπὸ ὀδύνη, δὲν θὰ ἔπρεπε νὰ ὑπάρχουν σήμερα δημοσιογράφοι, ἢ δῆθεν ἱστορικοί, οἱ ὁποῖοι νὰ θριαμβολογοῦν γιὰ τὸ ὅτι κατατροπώθηκε τὸ ὅραμα καὶ ἡ φιλοδοξία τῶν Φαναριωτῶν τῆς ἐποχῆς ἐκείνης. Ποιός ἐπαληθεύθηκε ἱστορικά; Ποιὰ ἀπὸ τὶς δύο πολιτικὲς ἐρμηνεῖς καὶ προτάσεις ἐπαληθεύθηκε; Εἶναι φανερὸ ὅτι ἐπαληθεύθηκαν οἱ Φαναριῶτες, καὶ ὁ Ἑλληνισμός πράγματι ἐξαφανίστηκε ἀπὸ τὶς πανάρχαιες αὐτὲς κοιτίδες καταγωγῆς του.
Ἀγαπητοὶ φίλοι, ἕνα εἶναι γεγονός· ὅτι ἡ Ἱστορία δὲν γυρίζει πίσω· ἡ Ἰσταμποὺλ δὲν ξαναγίνεται Κωνσταντινούπολη· καὶ τὸ μονοτονικὸ εἶναι πιὰ μιὰ δεδομένη ρήξη στὴ γλωσσικὴ συνέχεια τοῦ Ἑλληνισμοῦ. [Σ.σ. Αὐτὸ θὰ τὸ δοῦμε, κύριε καθηγητά!] Τὰ ἱστορικὰ προβλήματα τοῦ παρόντος δὲν εἶναι αὐτὰ μὲ τὰ ὁποῖα παραμυθιαζόμαστε καὶ ἀκοῦμε συνεχῶς αὐτὴ τὴν ἀτέλειωτη, φλύαρη προπαγάνδα τῶν κομματικῶν συμφερόντων καὶ τῆς κομματικῆς ἰδιοτέλειας. Τὰ πραγματικὰ ἱστορικὰ προβλήματα τοῦ Ἑλληνισμοῦ στὸ παρόν, νομίζω ὅτι εἶναι συνειδητὰ στοὺς περισσότερους. Εἶναι τὸ δημογραφικό, ἡ ἀναπόφευκτη ἱστορικὴ ἐξαφάνιση αὐτοῦ τοῦ Γένους, μέσα ἀπὸ τὴ γήρανσή του. Εἶναι ὁ συγκεντρωτισμός, τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ μισὸς πληθυσμὸς τοῦ ἑλλαδικοῦ κρατιδίου εἶναι συγκεντρωμένος στὴν πρωτεύουσα. Δὲν μπορεῖ νὰ ἐπιβιώσει ἕνα κράτος, ὅταν ὁ μισὸς πληθυσμὸς εἶναι στὴν πρωτεύουσα. Ἡ ἀγλωσσία, ἡ ἀπώλεια πιὰ τῆς ἐκφραστικῆς δυνατότητας τῶν Ἑλλήνων, ἡ συνέχιση δηλαδὴ τοῦ πιὸ στέρεου ἐδάφους ποὺ διασώζει τὴν ἱστορικότητα ἑνὸς λαοῦ, τῆς γλώσσας. Ἡ ἀγλωσσία, ἀπὸ τὴν ἐκπαιδευτικὴ καταστροφὴ ποὺ ἔχει γίνει τὰ τελευταῖα χρόνια, τὶς τελευταῖες δεκαετίες στὴν Ἑλλάδα, εἶναι ἕνα δεδομένο ἐφιαλτικό. Γιορτάζουμε μιὰ ἱστορικὴ ἐπέτειο καὶ πρέπει κατάματα νὰ βλέπουμε, συγκεκριμένα, τὶς ἱστορικές μας προοπτικὲς καὶ τὴν ἱστορική μας ἀπελπισία.
Ἦταν ἡ ἐκπομπὴ «Ἀσκήσεις κριτικῆς σκέψης», μὲ τὸν Χρῆστο Γιανναρᾶ. Τὸ θέμα σήμερα, 25 Μαρτίου, ἦταν «Ἐθνεγερσία, σύγκρουση δύο ὁραμάτων»..
4 comments
Ορισμένες σύντομες παρατηρήσεις:
– ανεξάρτητα απο τις προθέσεις των Φράγκων και της δυτικής χριστιανοσύνης ο ελληνισμός δεν κινδύνευε να αλλοτριωθεί.Απόδειξη ότι απο τους έλληνες λόγιους ξεκινά μια διαδικασία – που με την συμβολή και άλλων παραγόντων ενδογενών στο δυτικό κόσμο ξεκινά η διαδικασία που ονομάστηκε Αναγέννηση.
– Ο Κοραής είναι ιδιαίτερα επικριτικός πρός τον δυτικό κληρο ,ιδιαίτερα τον καθολικό ,ενώ θετικά εκφράζεται για τον ορθόδοξο.Στην “Αδελφική Διδασκαλία” αποδεικνύεται ότι έχει πολύ καλές γνώσεις θεολογίας.Αυτό που κρύβει ο Γιανναράς ,όπως και οι εθνομηδενιστές της αριστεράς είναι ότι τα κείμενα του κείμενα του Κοραή αποτελούν μια εξαιρετική μαρτυρία των δεινών της τουρκοκρατίας και ένα δυνατό κήρυγμα εθνικής απελευθέρωσης.
– ο Μοσχοβάκης μας λεει ότι όσο υψηλές θέσεις και να κατείχαν οι Ελληνες στην ιεραρχία της οθωμανικής αυτοκρατορίας , οποιαδήποτε στιγμή μπορούσαν τους πάρουν το κεφάλι.Γι αυτό ο Κοραής ονόμαζε εύστοχα τους Φαναριώτες “τουρκοχειροτονημένους δουλοπρίγκηπες”.Στην πραγματικότητα οι Φαναριώτες δεν είχαν κανένα εθνικό σχέδιο , ούτε φυσικά μπορούσαν να αλώσουν εκ των ένδον την οθωμανική αυτοκρατορία.Δεν μπόρεσαν να το κάνουν σε 400 χρόνια.Δεν θα μπορούσαν να το κάνουν όσο χρόνια και να περνούσαν γιατί δεν κατείχαν τα κλειδιά της εξουσίας με κυριότερη την βία.
– Ο Γιανναράς δεν κάνει τον κόπο να αποδείξει λογικά γιατί δεν συνάπτεται η δημιουργία ελληνικού κράτους με την ύπαρξη αυτοφυούς πολιτισμού , ενώ αντίθετα μπορεί να γίνει σε καθεστώς τουρκικής δουλείας.Απορώ γιατί δεν βλέπει ότι δημιουργήθηκε πολιτισμός μετά την δημιουργία του ελληνικού κράτους , όπως μαρτυρούν δεκάδες δημιουργοί (Παλαμάς ,Ροίδης,Παπαδιαμάντης ,Γενιά του ’30 ,Καρούζος , Ρίτσος, Βρεττάκος,Π.Κονδύλης και πολλοί άλλοι ).
-αυτό που οι Τούρκοι δεν μπορούν να μας συγχωρέσουν είναι ότι με την επανάσταση του 1821 ,ξεκίνησε μια διαδικασία που αποδόμησε την οθωμανική αυτοκρατορία .Το 1922 μπορεί να ηττηθήκαμε στρατιωτικά με αποτέλεσμα να ακολουθήσουν όλα τα γνωστά αποτελέσματα.Το γεγονός αυτό όμως δεν δικαιώνει την εθελοδουλεία στους Τούρκους κατακτητές ,διότι ήδη απο το 1914 είχαν ξεκινήσει οι διωγμοί των Ελλήνων απο την Μικρά Ασία ,ενώ τα γεγονότα του 1956 και ο διωγμός των Ελλήνων της Πόλης δείχνει ότι κρατική πολιτική της Τουρκίας ήταν η εκδίωξη κάθε εθνικης μειονότητας ανεξάρτητας απο τις προθέσεις ή τις αυταπάτες της ελληνικής πλευράς.
Χαίρομαι για τα διασταλτικά και αποκαλυπτικά της ιστορικής μας μνήμης στοιχεία που καταγράφονται εδώ. Ας έχει δύναμη ο καθηγητής Γιανναράς να συνεχίζει τον αγώνα για την αποκατάσταση της ταυτότητας του γένους μας και ας συντρέξουμε όλοι προς υποβοήθηση του εθνικού του έργου.
Πολύ καλή και εντυπωσιακή,όπως πάντα,η ανάλυση του κ.Γιανναρά. Μέχρι την τελευταία κρίσιμη παράγραφο, όπου ο κ. Γιανναράς μας βομβαρδίζει πάλι με τις ομοβροντίες αδιέξοδης απελπισίας και ζοφερών θρήνων για το αναπόφευκτο,κατά τον ίδιο, ιστορικό τέλος του Ελληνισμού. Οι δυσχέρειες του παρόντος μεταφράζονται από τον κ. Γιανναρά ως αποδείξεις της επικείμενης εξαφάνισης του Ελληνισμού και του τέρματος της ιστορικής του πορείας. Δεν υπάρχει κατά τον κ. Γιανναρά δυνατότητα και υποχρέωση για μια αξιοπρεπή η και ηρωική στάση απέναντι στο αναπόφευκτο κατά τον ίδιο τέλος μας. Μια στάση που μας επιβάλλει η τραγικότητα που ιστορικά μας συντροφεύει. Στάση, άλλωστε, που συνοδεύει τα αδιέξοδα,τις καταρρεύσεις και τις ανυπέρβλητες φαινομενικά δυσχέρειες που εξακολουθητικά έχουμε αντιμετωπίσει.
Εμείς ελπίζουμε στις λαικές εκείνες δυνάμεις,τις μόνες ικανές να υπερασπίσουν την εθνική μας υπόσταση και να εξασφαλίσουν την ιστορική μας συνέχεια.Γι αυτό οι κραυγές απελπισίας, που οδηγούν στην απογοήτευση και την παραίτηση, πρέπει, κατά την γνώμη μας, να αποφεύγονται.
Άστοχος και ατυχής μας φαίνεται ο λόγος αυτός του κ. Γιανναρά για την επέτειο της Ελληνικής Επανάστασης.
Δημήτρης Μαυρίδης
Αγαπητέ κ. Μαυρίδη,
Η ενδημική (κατά κάποιον τρόπο) απαισιοδοξία του Γιανναρά είναι όντως ένα ζήτημα. Δεν είναι καινούριο. Από τα μέσα της δεκαετίας του 1980 (αν όχι νωρίτερα) εκφράζεται ο Γιανναράς γύρω από αυτόν τον άξονα.
Ας παίρνουμε όμως τα θετικά της προσφοράς του, δηλαδή τη συμβολή του στην αναζήτηση της χαμένης μας συλλογικής ιδιοπροσωπείας, και ιδιαίτερα στη διαφοροποίησή της από τον Δυτικό πολιτισμό.
Ανδρέας.