Η αντιπαράθεση μεταξύ διαφορετικών θρησκειών και κοσμοθεωριών, η διαπάλη των πολιτισμών που προκύπτουν από αυτές και ο τρόπος που εμπλέκονται με την γεωπολιτική και το μεγάλο παιχνίδι της παγκόσμιας εξουσίας είναι θέματα μεγάλα, περίπλοκα και πολυεπίπεδα, όμως η προσέγγιση τους χρειάζεται τόσο για την κατανόηση της ιστορίας όσο και την ερμηνεία της σημερινής πολιτικής. Από την Ιρανική Επανάσταση του 1979 και ειδικότερα μετά τα τραγικά γεγονότα της Ενδεκάτης Σεπτεμβρίου και του συνακολούθου Πολέμου επί της Τρομοκρατίας, μιλούμε για τον ισλαμικό κόσμο, τον ισλαμικό πολιτισμό, την τρομοκρατία, το πολιτικό Ισλάμ, το μετριοπαθές Ισλάμ και ούτω καθ’ εξής.
Η ρητορική της συγκρούσεως των πολιτισμών, όπως εκφράστηκε μέσα από το κλασσικό πλέον ομώνυμο έργο του Samuel Huntington, έχει γίνει κοινός τόπος. Η Δύση ανταποκρίνεται με διαφορετικό τρόπο στην πεισματική άρνηση μιας κοινωνικής και πολιτισμικής μάζας-οντότητας να αφομοιωθεί (και να υποταχθεί πολιτικά) από αυτήν, άλλοτε διαλαλώντας την ανωτερότητα της επί των νεοπαγών βαρβάρων, άλλοτε δε με οξείες κρίσης ενοχής για το αποικιοκρατικό της παρελθόν. Χωρίς όμως το κατάλληλο γνωστικό υλικό και την οπτική της άλλης πλευράς η ανάλυση μένει ρηχή και αποσπασματική. Ένα από τα βασικά “αντίδοτα” για αυτήν την δυσκολία είναι η καλή επαφή με το πως η ετέρα όχθη προσλαμβάνει την επαφή και τη σύγκρουση.
«Η σχέση που αναπτύχθηκε μεταξύ του ισλαμικού και του δυτικού πολιτισμού είναι μια σχέση ιδιαίτερη, χωρίς προηγούμενο στην ιστορία των πολιτισμών. Οι διάφορες μορφές -σύγκρουσης, ανταγωνισμού, συνεννόησης και συνύπαρξης- που προσέλαβε η ιστορία της σχέσης τους αποδεικνύουν ότι πρόκειται ταυτόχρονα και για μια ιστορία διαφορετικών αντιλήψεων του «εαυτού» και του «άλλου». Στόχος του βιβλίου που κρατάτε στα χέρια σας είναι να εξετάσει την ιστορική πορεία αυτής της σχέσης και, μέσα από αυτό το ιστορικό παρασκήνιο, να εντοπίσει τα σημερινά προβληματικά σημεία. Με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά παραδείγματα, από την εμφάνιση του Ισλάμ τον 7ο αιώνα ως τον Μεσαίωνα, από τις Σταυροφορίες ως την Ανδαλουσία και από τους Ευρωπαίους περιηγητές ως τους οριενταλιστές και τη σύγχρονη λαϊκή κουλτούρα, η παρούσα εργασία περιγράφει πώς σχηματίστηκαν οι διαφορετικές αντιλήψεις για το Ισλάμ και τη Δύση, τον τρόπο με τον οποίο τα διάφορα σχήματα αντίληψης αντικατέστησαν την πραγματικότητα και τις συνέπειες που είχε αυτό».(από το οπισθόφυλλο)
Όπως ο Αχμέτ Νταβούτογλου στο έργο του “Εναλλακτικές Κοσμοθεωρίες” εξέτασε παραλλήλως την ισλαμική και την δυτική σκέψη σε επίπεδο φιλοσοφίας, θρησκείας και πολιτικής για να προβάλει την πληρότητα και ανεξαρτησία της πρώτης, ο Καλίν μελετά την κοινή ιστορική πορεία Ισλάμ και Εσπερίας για να υπερασπιστεί τον μουσουλμανικό πολιτισμό από ό,τι προσλαμβάνει ως άδικα στερεότυπα και ιδεολογικό ιμπεριαλισμό. Απομακρυνόμενη η Τουρκία από τον κεμαλικό εκδυτικισμό, ανατρέχει στην ιστορική και θρησκευτική της παράδοση για να διεκδικήσει με αυτοεκτίμηση μία θέση στον ήλιο, “συνδυάζοντας ιδεολογία και realpolitik” (δεν ξεχνάμε πως παρά τις αρχικές εξαγγελίες του Δόγματος Νταβούτογλου περί μηδενικών προβλημάτων με τους γείτονες, η ισλαμική-οθωμανική αναβίωση απλώς μετασχημάτισε τον μεγαλοτουρκικό επεκτατισμό και ηγεμονισμό, δίνοντας του δε πολύ ευρύτερο και βαθύτερο πεδίο δράσης). Στο βιβλίο του ο Καλίν προσπαθεί να ανατρέψει τον οριενταλισμό (στρεβλές εικόνες-προβολές του εαυτού της που πλάθει η Δύση για την ισλαμική Ανατολή) και τον ευρωκεντρισμό (μια κοσμοθεωρία προσηλωμένη στη δυτική-ευρωπαϊκή ιστορική εμπειρία που διαχωρίζει την ανθρωπότητα στο ιεραρχικό δίπολο “the West and the rest”), ενώ προβάλει την δική του αντίληψη για το Ισλάμ ως πηγή ενός υγιούς κοσμοπολιτισμού, με πρότυπα την αραβική Ισπανία και (βεβαίως) την Οθωμανική αυτοκρατορία.
Ο Καλίν αντιστρατεύεται την ιδέα πως Δύση και Ισλάμ υφίστανται ως δύο κόσμοι διαρκώς σε αντιπαλότητα, χωρίς περιθώρια συνάντησης και συνδιαλλαγής. Αυτό όμως δεν σημαίνει πως αγνοεί ό,τι η σχέση αυτών των πολιτισμών υπήρξε στενή με την έννοια της αρνητικής τιρβής, και συν τω χρόνω έχουν εξελιχθεί ο ένας ως ο αρχετυπικός “ξένος-εχθρός” του άλλου:
«Η αντίληψη για την Ανατολή και τον ισλαμικό κόσμο ότι είναι ο “Άλλος” της Δύσης ξεκινά τον 7ο αιώνα με την εμφάνιση του Ισλάμ, το οποίο κατά τον Μεσαίωνα γίνεται ο θρησκευτικός “άλλος” του ευρωπαϊκού πολιτισμού, ενώ στους νεότερους χρόνους παίρνει τη θέση του κοσμικού του “άλλου”. Αυτό όμως λειτούργησε αμφίδρομα, αφού και η Ανατολή αντιλαμβάνεται σήμερα τη Δύση ως τον “άλλο”, έναν άλλο που επενέβη στην ιστορία της, στη γεωγραφία της, στους φυσικούς πόρους της, στην ενδυμασία της και στην πολιτική της».
(σελ. 31)
Ήδη από την πρώτη σελίδα της εισαγωγής παρατηρεί κανείς πως η αναφορά για το Ισλάμ ως “άλλον” της Δύσης γίνεται ουδέτερα, ενώ το αντίστροφο εξελίσσεται σε μία απαρίθμηση των δεινών που υπέστη ο μουσουλμανικός κόσμος, σαν έμμεση καταγγελία. Δεν θα αρνηθούμε εδώ τις διαδοχικές ταπεινώσεις και καταστροφές που υπέστη ο οίκος του Ισλάμ τον τελευταίο αιώνα, από την αγγλογαλλική αποικιοκρατία μέχρι τις σημερινές “ανθρωπιστικές” επεμβάσεις που αφήνουν πίσω τους διαλυμένα κράτη και κοινωνίες σε εμφύλιο πόλεμο. Όμως η ωραιοποίηση του Ισλάμ και της εποχής που εκείνο κυριαρχούσε και προέλαυνει αποτελεί, όπως θα φανεί πιο κάτω, κοινό τόπο του βιβλίου.
Ας προχωρήσουμε όμως στα πιο ενδιαφέροντα κομμάτια-τις προκαταλήψεις κάθε πλευράς λίγο έως πολύ τις έχουμε δει, εδώ ψάχνουμε λίγο βαθύτερα. Ο Καλίν σημειώνει πως οι έννοιες Δύση και Ανατολή δεν είναι χαραγμένες στην πέτρα ούτε γίνονταν πάντοτε αντιληπτές από τα υποκείμενα τους. Το Ισλάμ λόγιζε εαυτόν ως “ενδιάμεση κοινότητα” στο γεωγραφικό και νοηματικό κέντρο του κόσμου. “Για έναν μουσουλμάνο λόγιο του 1300 που ζούσε στο Ισπαχάν (κεντρική Ασία) ό,τι ήταν η Κίνα ήταν και η Γαλλία”. Η ιδέα της Δύσης μπήκε στο μουσουλμανικό νου μόλις τους δύο τελευταίους αιώνες, όταν άρχισε να υποχωρεί υπό την δύναμη της.
[Η συγκριτική έκθεση του Ισλάμ προς τη Δύση και η αντίδραση στην ηγεμονία της αναλύονται εκτενώς εδώ, με βάση το έργο του Αχμέτ Νταβούτογλου]
- Επαινείται η ισλαμική αντίληψη για αναζήτηση της γνώσης παντού και της προσέγγισης των άλλων θρησκειών με κριτική διάθεση, όχι για να τις ενστερνιστεί ο πιστός ως αληθείς βέβαια αλλά χάριν μαθήσεως και τίμιας έκθεσης ξένων ιδεών. Άραβες λόγιοι επί παραδείγματι είχαν παρατηρήσει από τον 11ο αιώνα τους ισχυρισμούς ορισμένων Ινδουιστών ότι είναι στην πραγματικότητα μονοθεϊστές, έστω και με τον δικό τους τρόπο.
- Και ένα ωραίο ρήτο: “Η σοφία αποκαλύφθηκε στο πνεύμα των Ελλήνων, την καρδιά των Περσών, τα χέρια των Κινέζων και τη γλώσσα των Αράβων” λέει ο λόγιος Abu Sulayman al-Sijistani το 10ο αιώνα, υποστηρίζοντας ότι οι μεν Έλληνες υπερείχαν στη φιλοσοφία και τη σκέψη, οι Πέρσες στην ποίηση και την τέχνη, οι Κινέζοι στην τεχνουργία και οι Άραβες στη γλώσσα και τη ρητορεία, οικοδομώντας όλοι μαζί τον παγκόσμιο, ανθρώπινο πολιτισμό.
- Και κάτι λιγότερο ωραίο: “ένα από τα πράγματα που μαρτυρά πως οι Βυζαντινοί Έλληνες είναι οι πιο άπληστοι και τσιγκούνηδες από όλους τους λαούς είναι το γεγονός ότι λείπει από τη γλώσσα τους η λέξη γενναιοδωρία“, γράφει ο λογοτέχνης του 9ου αιώνος Τζαχίζ. Οι δε Πέρσες, συνεχίζει, δεν έχουν λέξη για τη νουθεσία διότι είναι απατεώνες.
Τι μαθαίνει κανείς!