Ζωγραφίζει και γράφει η Ιωάννα Ξέρα.
«Ἀφάνισαν ὅλως διόλου τὰ μοναστήρια καὶ οἱ καημένοι οἱ καλόγεροι, ὁποῦ ἀφανίστηκαν εἰς τὸν ἀγῶνα, πεθαίνουν τῆς πείνας μέσα στοὺς δρόμους, ὁποῦ αὐτὰ τὰ μοναστήρια ἦταν τὰ πρῶτα προπύργια τῆς ἀπανάστασής μας. Ὅτι εκεῖ ἦταν καὶ οἱ τζεμπιχανέδες μας (πυριτιδαποθῆκες) κι ὅλα τὰ ἀναγκαῖα τοῦ πολέμου· ὅτ᾿ ἦταν παράμερον καὶ μυστήριον ἀπὸ τοὺς Τούρκους. Καὶ θυσίασαν οἱ καημένοι οἱ καλόγεροι καὶ σκοτώθηκαν οἱ περισσότεροι εἰς τὸν ἀγῶνα».
Μακρυγιάννης .
Μετά από συνεννόηση με τον Πατριάρχη Γρηγόριο Ε’, τους φιλικούς και τον Επίσκοπο Σαλώνων Ησαϊα , στις 27 Μαρτίου 1821 στο ιστορικό μοναστήρι του Οσίου Λουκά, την Αγία Σοφία της Ρούμελης, έγινε η επίσημη έναρξη του Αγώνα. Ο Σαλώνων Ησαϊας ευλόγησε τα όπλα του Εθνικού Αγώνος, σε όλη τη διάρκεια του οποίου οι μοναχοί χειρίστηκαν το καριοφύλλι καλύτερα από το θυμιατό και αναδείχθηκαν διαλεχτοί πολεμιστές και καπεταναίοι. Η Επανάσταση στη Βοιωτία ξεκίνησε με τον Επίσκοπο Σαλώνων να καταθέτει τα άμφια του, και με το Πανουργιά να υψώνει τη σημαία της Επανάστασης στα Σάλωνα, με το Διάκο και το Δυοβουνιώτη στο Ζητούνι. Στη σύγκρουση με το στρατό του Ομέρ Βρυώνη στη Χαλκομάτα, ο Σαλώνων Ησαϊας ο πρώτος Δεσπότης και πρωτοπόρος κληρικός του αγώνα έπεσε στη μάχη για την εθνική ανεξαρτησία. Κέντρο δράσεως του Οδυσσέα Ανδρούτσου η Μονή, διέθεσε τεράστια περιουσία στους καπεταναίους της.
Η ζωή του μοναστηριού από την ίδρυσή του μέχρι και σήμερα ταυτίζεται με την ιστορία του Ελληνικού Έθνους. Τους δύο πρώτους αιώνες της ύπαρξής της η Μοναστική κοινότητα αποτελούσε πηγή Χριστιανικής πίστης και θείας ευλογίας.
Κατά την διάρκεια της Φραγκοκρατίας, όταν στα 1204, μετά την Δ Σταυροφορία η Κωνσταντινούπολη έπεσε στα χέρια των Φράγκων, ο Βονιφάτιος ο Μομφερρατικός, βασιλιάς της Θεσσαλονίκης, κατέβηκε στη Στερεά Ελλάδα, έδιωξε τους Ορθόδοξους Έλληνες μοναχούς από τον Όσιο Λουκά και εγκατέστησε Λατίνους, οι οποίοι λήστεψαν και γύμνωσαν τη Μονή. Στη συνέχεια, ο πρίγκιπας της Αχαΐας Γοδεφρείδος Β Βιλεαρδουίνος (1218-1245) λεηλάτησε τους εναπομείναντες θησαυρούς της Μονής και τους μετέφερε στη Ρώμη.
Στα χρόνια του Δουκάτων Αθηνών-Θηβών (1205-1308) η οικογένεια των ντε λα Ρος κατείχε το μοναστήρι σαν αναπόσπαστο κληροδότημά της. Οι Καταλανοί, ύστερα από τη νίκη τους στην Κωπαΐδα (15 Μαρτίου 1311) και την κατάληψη της Λιβαδειάς, πραγματοποίησαν μία ακόμη λεηλασία. Όμως, όταν επισκέφθηκε το μοναστήρι ο πρώτος περιηγητής το 1436, ο λόγιος της Δύσης Κυριακός ο Αγκωνίτης, βρήκε τη Μονή σε καλή κατάσταση και την ξεχώρισε από όλα τα μοναστήρια της Ελλάδος.
Κατά την Τουρκοκρατία, από το 1460 που υποτάχθηκε η Βοιωτία στους Τούρκους μέχρι την ημέρα της λευτεριάς, το μοναστήρι αγωνίστηκε για την ύπαρξή του, γιατί κινδύνεψε με αφανισμό επανειλημμένα από τη βουλιμία των Τούρκων κατακτητών. Παρ’ όλα αυτά ο Γάλλος περιηγητής Ιάκωβος Σπον, που επισκέφθηκε τη Μονή το Φεβρουάριο του 1676, αναφέρει ότι ήταν «ακμαιότατη και καλλίστη», ενώ ο Άγγλος περιηγητής Τζωρτζ Ουέλερ που την επισκέφθηκε τον ίδιο χρόνο, γοητεύτηκε τόσο πολύ, ώστε ήθελε και αυτός να ασκητέψει εκεί.
Μεσολάβησαν η ανταρσία των Αλβανών του Μοριά (1677), η εξέγερση των Μανιατών και των Ακαρνάνων αρματολών (1685), η επανάσταση της Βοιωτίας και της Φωκίδας (1687), με οδυνηρές συνέπειες για το μοναστήρι.
Στον πόλεμο Τούρκων και Ενετών (1714-15) καταληστεύτηκε για μία ακόμη φορά. Μετά την αποτυχία της εξέγερσης Παπαζώλη-Ορλώφ το 1770, ο μεγάλος αρματολός της Ρούμελης Ανδρούτσος μετέβαλε το μοναστήρι σε στρατόπεδο του, με αποτέλεσμα να υποστεί η Μονή την εκδικητική μανία των Τούρκων.
Στην Επανάσταση του 1821 η Μονή έγινε και πάλι το επαναστατικό ορμητήριο της Ρούμελης. Ο Δεσφινιώτης Ησαΐας, Δεσπότης Σαλώνων, ευλόγησε στις 27 Μαρτίου 1821 τα ρουμελιώτικα όπλα και κήρυξε επίσημα την Επανάσταση.
Μετά την πυρπόληση της Λιβαδειάς τον Ιούνιο του 1821 από τον Ομέρ Βρυώνη, οι διασκορπισμένοι επαναστάτες συγκεντρώθηκαν στον Όσιο Λουκά και ξεκίνησαν για την επιστροφή στο Μοριά. Από τον Όσιο Λουκά πάλι, ξεκίνησε λίγους μήνες αργότερα ο Οδυσσέας Ανδρούτσος και ξαναπήρε τη Λιβαδειά. Κατά την κάθοδο του Δράμαλη οι Τούρκοι αποτελείωσαν ο,τι απέμεινε στον Όσιο Λουκά (1822, 1823). Όμως και πάλι το μοναστήρι επιβίωσε,
Το 1943 υπέφερε και πάλι από τους κατακτητές Γερμανούς.
—–
Μεταφορά από την σελίδα της ζωγράφου στο facebook.
Σύντομο βιογραφικό σημείωμα
Γεννήθηκα στη Σπερχειάδα ,δύσκολα τα παιδικά χρόνια σε σπίτια πυρήνες τα λέγανε ,με πατώματα που τα περνούσαμε με βουνιές (ακαθαρσίες απο αγγελάδες ) για να είναι λεία η επιφάνεια χωρίς σκόνη και πέτρες ,μετά ηρθε το τσιμέντο τα σανίδια για πατωμα όλο αγκίδες και κιτρινο χρώμα ούτε φως με καντηλέρια και λάμπες πετρελαίου ,νερό μια ώρα μακριά με τενεκέδες και λαίνια,και φράκτες απο καναπίτσες .αλλά αυλές γεμάτες λουλούδια πουλιά κληματαριές και μουριές .
Κάθε Δευτέρα έρχονταν οι παζαριώτες και γυρολόγοι εκεί ειχαν κορνίζες με ζωγραφιές της αναγέννησης ,μου είχε κολλήσει μια ζωγραφιά ενός ζωγράφου που ζωγράφιζε κάτι κυρίες ,τότε απφάσισα οτι θα γινόμουν ζωγράφος ..Δεν υπήρχε κανείς στην οικογένεια ,όπου η καθημερινή επιβίωση ήταν πρόβλημα κι εγώ αναγκαζόμουν μετά το σχολείο να πηγαίνω σε κεραμοποιείο να βγάζουμε τούβλα κλπ απο το καμίνι 11 χρονών με μάνα που ξενόπλενε και πατέρα ανάπηρο με οτι μπορούσε ,αλλά σαν έρχονταν η βραδιά μας επαιρνε αγκαλιά η μάνα τα 3 αδέλφια και μας έλεγε ιστορίες ,αυτές οι εικόνες έμειναν για πάντα μέσα μου ώστε να με βοηθήσουν να κρατήσω μνήμες για να ζωγραφίσω την παράδοση μιας Ελλάδας που σήμερα χάνεται ..
Τέλειωσα το δημοτικό έμαθα κομμωτική και μοδιστρική (μάθε τέχνη κι έστηνε) και δούλευα σε διάφορα αλλά κράτησα το όνειρο και παρακολούθησα μαθήματα δι αλληλογραφίας μόνο αυτό μπορούσα ..Οταν κατεβήκαμε Λαμία τρύπωνα στη δημοτική βιβλιοθήκη εκεί μέσα στα βιβλία ,τις εικόνες με τις ζωγραφιές κλπ άρχισα να δουλεύω αντιγραφές για να μάθω ,κι ετσι ξεκίνησα μετά ,να κάνω τις παιδικές μου αναμνήσεις ,και σιγά σιγά τόλμησα τα νεοκλασικά της παλιάς Λαμίας που υπήρχαν και διαβάζοντας με τράβηξε η ιστορία .Ομως τα ερεθίσματα ήρθαν απο τα σχολικά βιβλία που ήταν όλο λογοτεχνία ζωγραφιές ποίηση κι όλο ”ταξίδευα ”μέσα στις σελίδες και ονειρευόμουν Τι κρίμα που καμία σχέση τα σημερινά βιβλία με τα δικά μας τότε ,αυτά σκοτώνουν το συναίσθημα ,την σκέψη και τη φαντασία και τον ρομαντισμό ακόμη .
Η πρώτη μου έκθεση στο φουαγιέ του δημοτικού θεάτρου Λαμίας και εκεί συνάντησα τον ζωγράφο Δ,Τσιριγκούλη που με πήγε στην Γκαλερί Κρεωνίδης το 1978 και συνέχισα στο Αγκάθι του Γιώργου Καρτάλου το 1980 οι πρώτες μου εκθέσεις σταθμός …Συνέχισα με την αγάπη των φιλότεχνων να κάνω αυτά που ήθελα να μην χαθεί η παράδοση ..Τα μοναστήρια ήρθαν σε μια περίοδο που αρρώστησε με βαρύ εγκεφαλικό η μητέρα μου και τα αφησα ολα για να την φροντίσω ,τότε στράφηκα και στον Θεό για δύναμη .Πάντα πήγαινα σε ένα χωριό αγαπημένο μου την Βελίτσα η Τιθορέα τα λημέρια του Ο Ανδρούτσου και ζωγράφιζα ,εκεί εγινε ενα μοναστήρι που με έκανε να προβληματιστώ δεν ήμουν και τόσο γνώστης μοναχισμού ,κι έτσι άρχισα να τα συνδιάζω με το 1821 και την προσφορά τους στον Αγώνα ,αυτό ήταν αιτία να κάνω τη σειρά των μοναστηριών ,να αρχίσω τα βυζαντινά κι αν θέλει ο Θεός τα μοναστήρια του Πόντου να τα ζωντανέψω ξανά με την ιστορία τους αυτό είναι το όνειρό μου ..αν και δύσκολοι οι καιροί και καταστάσεις….
1 comment
Πολύ καλό το κείμενό σας, αλλά εκείνο που ανεβάζει αυτές τις εργασίες σε άλλο επίπεδο είναι οι παραπομπές σε βιβλιογραφία. Για παράδειγμα, θα ήθελα να ξέρω ποιά πηγή αναφέρει ότι ο επίσκοπος Σαλώνων κατέθεσε τα άμφιά του. Όταν υπάρχουν παραπομπές, το κείμενο μπορεί να χρησιμοποιηθεί και από άλλους. Δυστυχώς το διαδίκτυο έχει γεμίσει με μπλογκς και ιστοσελίδες που αναπαράγουν η μία την άλλη χωρίς να στηρίζουν αυτά που γράφουν.
Επίσης πολύ ωραίος ο πίνακας. Θα μπορούσε να συνοδεύεται από μια λεζάντα που να τον εξηγεί.