Monday 30 September 2024
Αντίβαρο
1821-Επανάσταση Γιώργος Κεκαυμένος

Ο Αφορισμός της Επανάστασης στην Μολδοβλαχία από τον Γρηγόριο Ε΄ και τα Ιστορικά του Συμφραζόμενα.

Γράφει ο Γιώργος Κεκαυμένος.
Αντίβαρο, 30 Δεκεμβρίου 2018. – http://www.antibaro.gr/article/21611

  1. Οι σφαγές του Μαρτίου.

Στις 22 Φεβρουαρίου του 1821, στις πέντε η ώρα το απόγευμα, ο Αλέξανδρος Υψηλάντης διέβη τον Προύθο, και το βράδυ της ίδιας μέρας μπήκε στο Ιάσιο, όπου και εγκατέστησε το στρατηγείο του. Δύο μέρες μετά εξέδωσε την περίφημη προκήρυξή του «Μάχου Ὑπὲρ Πίστεως καὶ Πατρίδος», με την οποία και ανακοίνωσε επίσημα την έναρξη της Επανάστασης στην Μολδοβλαχία.

Ο σουλτάνος έμαθε τα νέα της εξέγερσης την 1η Μαρτίου. Αμέσως, με αλλεπάλληλα διατάγματα, κάλεσε όλους τους μουσουλμάνους να αποβάλουν κάθε χαλαρότητα και νωθρότητα και να επιστρέψουν στον παλιό στρατιωτικό τους βίο, ενώ ταυτόχρονα διέταξε να οπλοφορούν, κηρύσσοντας ιερό πόλεμο, και την Κωνσταντινούπολη σε κατάσταση πολιορκίας. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να ξεσπάσει ένα ασύλληπτο κύμα καταστροφών, λεηλασιών, σφαγών και εκτελέσεων, αφού η περιουσία, η τιμή και, κυρίως, η ζωή του κάθε χριστιανού ήταν στην απόλυτη διάθεση του οποιουδήποτε μουσουλμάνου που θα συναντούσε μπροστά του. Ήταν τέτοια η εγκληματική ασυδοσία που κυριαρχούσε εκείνες τις φοβερές μέρες του Μαρτίου, ώστε πολλοί μουσουλμάνοι, ειδικά οι πιο νεαροί σε ηλικία, ακόμη και παιδιά, να χρησιμοποιούν τους χριστιανούς που συναντούσαν τυχαία ως κινούμενους στόχους για να εξασκούν τις σκοπευτικές τους ικανότητες[1].

  1. Η έκδοση του αφορισμού. Οι σύγχρονες απόψεις.

Τότε, κατὰ μῆνα Μάρτιον[2], ο πατριάρχης Γρηγόριος και η περί αυτόν Σύνοδος εξέδωσε εγκύκλιο, με την οποία αφορίζονταν η Επανάσταση στην Μολδοβλαχία, οι πρωταίτιο αυτής, και όλοι όσοι συμμετείχαν. Το αφοριστικό κείμενο υπογράφτηκε πάνω στην Αγία Τράπεζα και αμέσως μετά διαβάστηκε στον πατριαρχικό ναό μόλις τελείωσε η θεία λειτουργία[3].

Για το γεγονός αυτό η σύγχρονη επιστημονική ιστοριογραφία έχει αποφανθεί, σχεδόν ομόφωνα, πως εξέφραζε πλήρως το φρόνημα και τις πραγματικές προθέσεις και πεποιθήσεις του πατριάρχη και όλης της Εκκλησίας. Πιο συγκεκριμένα, ειδικά οι αναθεωρητές ιστορικοί θεωρούν ότι η «αντίδραση της Εκκλησίας απέναντι στην Επανάσταση» υπήρξε «λυσσαλέα»[4]. «[Τ]ο Πατριαρχείο […] προσπάθησε να αποτρέψει την Επανάσταση, χωρίς να το εξαναγκάσει ο κατακτητής»[5]. «Η έκρηξη της Επανάστασης του 1821 βρήκε την Ελληνική Εκκλησία να προπαγανδίζει, επί ποινή αφορισμού και διώξεων, τη συνέχιση της υποταγής στη θεόπεμπτη σουλτανική εξουσία»[6], με συνέπεια οι άνθρωποι να κατακτήσουν «το δικαίωμα […] να είναι ελεύθεροι […] με πολύ αίμα και με αντίπαλο την Εκκλησία»[7].

Ο ίδιος ο Γρηγόριος Ε΄ υπήρξε «ένας φανατικός αντίπαλος της Επανάστασης»[8], την οποία «αντιμετ[ώπιζε], όπως και ο σουλτάνος, εχθρικά»[9], διότι ήταν «εχθρ[ός] της ελευθερίας των Ελλήνων»[10] και «ιδεολογικός σύμμαχος του σουλτάνου»[11]. Γι’ αυτό και αφόρισε[12] και «καταδίκασε [την Επανάσταση] με τους πιο έντονους χαρακτηρισμούς»[13] «ως έργο μιαρό και διαβολικό που παραβιάζει τη βούληση του Θεού»[14], «ισχυριζόμενος πως η Οθωμανική αυτοκρατορία ήταν θεόσδοτη»[15].

2.1. Το ιδεολογικό υπόβαθρο του αφορισμού.

Η συγκεκριμένη πράξη του Γρηγορίου δεν υπήρξε αποτέλεσμα μιας μεμονωμένης δικής του ιδεολογικής αντίληψης και άποψης για τα ζητήματα αυτά. «Η καταδίκη της εξέγερσης [από τον Γρηγόριο] ήταν απολύτως συνεπής με την συμπεριφορά που είχε επιδείξει το Πατριαρχείο σε προγενέστερα στάδια της κρίσης»[16]. «Η ηγεσία της Ορθόδοξης Εκκλησίας κατέστησε επανειλημμένα και αδιαμφισβήτητα σαφή την αντίθεσή της στις κοσμικές προσδοκίες της ελευθερίας και της εθνικής ανεξαρτησίας που υποστηρίζει ο Διαφωτισμός»[17], διότι «[η] Ορθόδοξη Εκκλησία, ως θεσμός, ήταν γενικά εχθρική προς τα νέα ρεύματα της εκκοσμίκευσης και του εθνικισμού»[18].

«Έννοιες όπως η λαϊκή κυριαρχία και το κοσμικό κράτος, οι οποίες ήταν κεντρικές στην Ελληνική Επανάσταση, αποτελούσαν ανάθεμα για την Ορθόδοξη Εκκλησία της εποχής»[19], η οποία διακήρυσσε «την αποδοχή του Οθωμανικού κράτους»[20]. «Έτσι, όταν η σύγχρονη εθνική συνείδηση αφυπνίσθηκε, δεν ήταν δυνατόν να περιμένουμε πως θα αναλάμβανε η Εκκλησία τον ρόλο της προώθησης και της καθοδήγησης της Επανάστασης, με την οποίαν βρίσκονταν σε ευθεία σύγκρουση εξαιτίας της φύσης της και της κατάστασής της»[21]. «H έννοια της εθνικής απελευθέρωσης ήταν απλώς έξω από κάθε δυνατότητα σκέψης στα εκκλησιαστικά περιβάλλοντα. Ήταν, δηλαδή, απλά αδιανόητη»[22]. «Η ιδέα της ιεραρχίας της Ορθόδοξης Εκκλησίας που καλωσορίζει την ευκαιρία να ιδρυθεί ένα ελληνικό έθνος-κράτος […] έρχεται σε αντίθεση […] με την κοινή λογική»[23].

«Η Υψηλή Πύλη συνειδητοποίησε, ιδιαίτερα μετά το 1798, την ολέθρια επιρροή των ιδεών της Γαλλικής Επανάστασης στην κοινωνική, πολιτική και θρησκευτική τάξη και εξέφρασε την αντίδρασή της. […] Το ίδιο επιχειρήθηκε ανεξάρτητα από το ίδιο το Πατριαρχείο, το οποίο είχε σκοπό να δείξει την πίστη του στο οθωμανικό κράτος και να σταματήσει την ελκυστικότητα των επαναστατικών σχεδίων μεταξύ των Ορθοδόξων υπηκόων. Αυτή η πολιτική προχώρησε τόσο πολύ, ώστε να νομιμοποιήσει την οθωμανική κυριαρχία από ορθόδοξη άποψη»[24]. Έτσι, «[γ]ια την Εκκλησία το σύστημα της κατάκτησης και η κραταιά βασιλεία του σουλτάνου αντιπροσώπευε την εκ Θεού προνενοημένη(sic) τάξη του κόσμου»[25]. «Το Πατριαρχείο […] συνεβούλευε απειλητικά την υποταγή, διότι πάσα απείθεια ήταν αμαρτία και εναντίωση στο “θέλημα του Θεού”»[26]. «Το χριστιανικό πλήρωμα, ο λαός των “Ρωμαίων”, ή “Ρωμηών”, […] όφειλε -και ο πνευματικός ταγός του, η Εκκλησία, του το υποδείκνυε με κάθε ευκαιρία-, σε απόδειξη της “ευλάβειάς” του, να υπηρετεί πιστά τους “κρατούντες”, τους Οθωμανούς»[27]. Και αυτή ακριβώς η «κατηγορική προσταγή της νομιμοφροσύνης και της υποταγής, στο πεδίο της πολιτικής δράσης […] απέκλειε κάθε σκέψη πολιτικής αλλαγής»[28].

«[Τ]ο Πατριαρχείο, πόρρω απέχοντας από το να είναι “σκλαβωμένο” σε έναν ετερόδοξο(sic) κυρίαρχο, στην πραγματικότητα λειτουργούσε ως ένας πολιτικός θεσμός[29] του οθωμανικού συστήματος»[30]. «Το σύστημα των μιλλιέτ της Οθωμανικής αυτοκρατορίας […] ενίσχυσε την εξουσία της Ορθοδόξου Εκκλησίας ως κυρίαρχης στα μέλη της, μεταβιβάζοντάς της διοικητική και πολιτική αρχή. Οι ιερείς ήταν περιβεβλημένοι με εξουσία πάνω στην ορθόδοξη κοινότητα, μέσα στα όρια της οθωμανικής κυριαρχίας. […] Στο επίπεδο της ανώτατης πολιτικής εξουσίας, η Ορθόδοξη Εκκλησία αποδέχθηκε τη νομιμότητα της οθωμανικής κυριαρχίας, [και] ο κλήρος λειτουργούσε ως εκπρόσωπος των οθωμανικών αρχών»[31]. «Καθώς η Ελληνική Επανάσταση ήταν συνέπεια της ανόδου της σύγχρονης ελληνικής εθνικής συνείδησης, αντιμετωπίζονταν αναγκαστικά με δυσμένεια από την επίσημη Ορθόδοξη Εκκλησία. Η τελευταία ήταν συμφιλιωμένη από παλιά με το τουρκικό καθεστώς, ήταν πράγματι ένα δομικό στοιχείο αυτού του καθεστώτος»[32], γι’ αυτό και «αρνείτο οποιαδήποτε ανατροπή του οθωμανικού status quo»[33]. «[Ο] αφορισμός του Πατριάρχη τάσσει επίσημα τη Μεγάλη Εκκλησία στην υπηρεσία της οθωμανικής νομιμότητας»[34].

«[Η] ελληνική εξέγερση στα μάτια της επίσημης Εκκλησίας στην Κωνσταντινούπολη θα μπορούσε να ερμηνευτεί μόνο ως μια εκτροπή που προκλήθηκε από τη γενική παρακμή της ηθικής, από την ίδια την πτώση της παράδοσης»[35]. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο «βίω[σε] την κοσμογονία της Επανάστασης ως ανατροπή της προνεννομένης(sic) από το Θεό τάξης του κόσμου»[36], «σαν αμαρτία στην οποία υπέπεσαν κάποιοι, συγκεκριμένοι αμαρτωλοί, αποστάτες»[37].

2.1.1. Ο Γρηγόριος Ε΄ και τα σύγχρονα ευρωπαϊκά ρεύματα.

Εκείνος που «[κ]ατά τις τρεις πατριαρχίες του (1797-98, 1806-8, 1818-21), θα ενέπνεε και θα καθοδηγούσε την εκστρατεία της Εκκλησίας ενάντια στον Διαφωτισμό»[38] και τον κοσμικό εθνικισμό[39], επρόκειτο να είναι Γρηγόριος Ε΄, ο οποίος «αναθεμάτισε την Γαλλική Επανάσταση και τον Ρήγα»[40], και κατά «το κρίσιμο έτος 1798», εξέδωσε την «περίφημη εγκύκλιό του προς τους κατοίκους των Ιονίων Νήσων»[41] ενάντια στους Γάλλους και την Γαλλική Επανάσταση. Όπως το είχε διατυπώσει ήδη ο Γ. Κορδάτος, ο Γρηγόριος ήταν ο «πατριάρχης που καταδίωκε τον Ρήγα, […] που έβριζε χυδαία τους δημοκρατικούς, […] που μισούσε κάθε πνευματικό άνθρωπο που είχε φιλελεύθερες ιδέες»[42].

Γι’ αυτό και ο Γρηγόριος Ε΄ «[α]πό την αρχή της επιστροφής του στον πατριαρχικό θρόνο, το 1818, προσπαθούσε να ανακόψει την άνοδο της επαναστατικής παλίρροιας στον ελληνικό πολιτισμό»[43]. «Στις εγκυκλίους του, το 1821, σχετικά με την “εξέγερση” των ραγιάδων[44] […] προσπαθεί πάνω απ’ όλα να αποκηρύξει τις δυτικές ιδέες, ψευδο-φιλελεύθερες[45] σύμφωνα με αυτόν, που διέπουν το λόγο των ανταρτών»[46]. «Ο Πατριάρχης […] [π]αρουσιάζει […] την εκ Θεού τεταγμένη βασιλεία ως κραταιά και τον Σουλτάνο ως ευεργέτη, ποινικοποιώντας κάθε νύξη που παραπέμπει σε “αταξία στο βασίλειο” ή “τυραννία των αξιωματούχων”, κάθε σημασία που θα νομιμοποιούσε και θα εκλογίκευε την εξέγερση στο ποίμνιό του. Όλα ετούτα είναι έργα του διαβόλου»[47]. «Έτσι, ακόμα και όταν η “από Θεού τεταγμένη” βασιλική εξουσία δημιουργεί δεινά στη ζωή των υπηκόων, αυτά αποτελούν μέρος του θεϊκού σχεδίου για τον κόσμο. Καθώς η βασιλική εξουσία συνιστά ευεργεσία θεοτική προς τους ορθοδόξους χριστιανούς, οι επαναστάτες αποδεικνύονται αγνώμονες τόσο απέναντι στη θεϊκή χάρη όσο και απέναντι στην κοσμική ευεργεσία που συνιστά για τους ραγιάδες η δίκαιη και κραταιά βασιλεία του σουλτάνου»[48].

Το ίδιο το κείμενο του αφορισμού αποτελεί «μνημείο της πολεμικής κατά του Διαφωτισμού και της νεωτερικότητας»[49], οπού «είναι αποτυπωμένη όλη η αντιδιαφωτιστική, αντινεωτερική ιδεολογία του Πατριαρχείου και των κύκλων του»[50]. Ο Γ. Κορδάτος διακήρυττε πάλι από πολύ νωρίς πως «[ο] Γρηγόριος και οι άγιοι Συνοδικοί […] στιγματίζουν τις νέες φιλελεύθερες και απελευθερωτικές ιδέες»[51]. Γι’ αυτό και η συγκεκριμένη «εθνική μειοδοσία της θρησκευτικής ηγεσίας του γένους»[52], δηλαδή ο «ατιμωτικός»[53] και ταυτόχρονα «ειλικρινής»[54], «οργίλος»[55] και «γραμμένος με τραχύ τρόπο»[56] αφορισμός υπήρξε μια αυθεντική έκφραση της εκκλησιαστικής πολιτικής υπό την οθωμανική κυριαρχία[57].

Η άποψη ορισμένων ιστορικών «ότι το έκανε για να προφυλάξει τους Έλληνες της Κωνσταντινούπολης από τα αντίποινα των Τούρκων» δεν ευσταθεί, διότι «τα τεκμήρια δεν μαρτυρούν παρά το αντίθετο· ο Γρηγόριος Ε΄ το 1797, κατά την πρώτη πατριαρχία του, είχε εκδώσει άλλη Εγκύκλιο με το ίδιο περιεχόμενο, ότι δηλαδή ο Θεός είχε στείλει στους χριστιανούς Έλληνες βασιλιά, τον σουλτάνο, και ότι πρέπει να τιμούμε τη θέληση του Θεού κ.λπ.· και τότε δεν υπήρχε υποψία καν επαναστατικής κίνησης»[58].

2.2. Διαφορετικές προσεγγίσεις – η αντίθετη άποψη.

Από μια εντελώς διαφορετική σκοπιά, ο V. Karalis επισημαίνει πως «ο αφορισμός των Ελλήνων επαναστατών (1821) από τον πατριάρχη Γρηγόριο Ε΄ δεν ήταν απλώς μια ένδειξη της συντηρητικής και άκρως αυταρχικής διοίκησής του. Συνέβαλε και το ενδεχόμενο ότι και ο μικρότερος κατακερματισμός στην πατριαρχική δικαιοδοσία θα δημιουργούσε φαινόμενα ντόμινο σε όλα τα Βαλκάνια, και θα οδηγούσε πίσω στο χάος του δέκατου τρίτου και δέκατου τέταρτου αιώνα»[59].

Ελάχιστοι είναι οι ιστορικοί που θα διατυπώσουν αντίθετη άποψη. Ο Α. Βακαλόπουλος αναφέρει για τον Γρηγόριο Ε΄ ότι «ο προσανατολισμός του προς τις διάχυτες τότε εθνικές ιδέες τον έφερναν κοντά στο λαό και τον απάλλαξαν από προστριβές και διενέξεις, ίσως και περιπέτειες, που θα ήταν ενδεχόμενο να του δημιουργήσει η άκαμπτη αντίθεσή του προς τους κοινούς σκοπούς»[60]. Δεν διστάζει μάλιστα να υποστηρίξει πως «η έκθεση του Ολλανδού επιτετραμμένου στην Κωνσταντινούπολη που δημοσιεύτηκε τελευταία επιβεβαιώνει την συμμετοχή του στην επανάσταση»[61].

Ο Κ. Δεσποτόπουλος επίσης τονίζει πως «ανήκει τιμή και δόξα στον Πατριάρχη Γρηγόριο για τη σωστική του υπόδουλου γένους απόφασή του να προβεί σε αποκήρυξη της Επαναστάσεως του 1821»[62]. Παρόμοια και ο Α. Δεσποτόπουλος παρατηρεί ότι «επικρίθηκε […] ο Πατριάρχης και επικρίνεται ακόμη, επειδή έστερξε στον αφορισμό και έστειλε τις νουθετικές εγκυκλίους. Οι επικριτές όμως δεν αναλογίζονται τι θα πάθαινε το έθνος, αν ο Πατριάρχης τηρούσε αρνητική στάση απέναντι στις αξιώσεις του σουλτάνου. […] Άλλωστε θα ήταν εντελώς παράλογη και ανεύθυνη διαφορετική απόφαση. Αν δεν γινόταν ο αφορισμός ήταν σχεδόν βέβαιο ότι θα εξοντώνονταν εκατοντάδες χιλιάδων Ορθοδόξων Χριστιανών»[63].

2.2.1. Η κριτική της σύγχρονης αναθεωρητικής ιστοριογραφίας.

Οι αναθεωρητές ιστορικοί χαρακτηρίζουν τις παραπάνω απόψεις ως εθνικιστικές, θεωρώντας ότι «η εθνικιστική ελληνική ιστοριογραφία, με σκοπό να εντάξει οποιονδήποτε στο επαναστατικό έργο των φιλικών ώστε να τον νομιμοποιήσει εκ των υστέρων, ισχυρίζεται αβάσιμα πως μέλη της Φιλικής ήταν ακόμη και οι εχθροί της ελευθερίας των Ελλήνων, όπως ο πατριάρχης Γρηγόριος ο Ε΄»[64]. «Από την εποχή που ο Ιωάννης Φιλήμων εξέδωσε το “Δοκίμιον Ιστορικόν περί της Φιλικής Εταιρείας” (Ναυπλία 1834) και εξής, επαναλαμβάνεται στερεοτυπικά, με άλλα λόγια στοιχειοθετείται σκηνοθετικά, η θετική “προδιάθεση” του Γρηγορίου του Ε’ για την επανάσταση. […] Πρόκειται […] για έναν καλά οργανωμένο μύθο, συστατικό στοιχείο μιας θεωρίας που, επενδύοντας στην άγνοια, έχει από συστάσεως του ελληνικού κράτους επιβάλλει ένα ολοκληρωμένο σύστημα θέσεων, για την αδιάπτωτη συνέχεια του ελληνισμού και για τον ξεχωριστό και ηρωικό ρόλο που επιτελούσε στη μακρά αυτή διάρκεια η ελληνική Ορθόδοξη Εκκλησία. […] Στο πρόσωπο του πατριάρχη Γρηγορίου του Ε΄, η νεοελληνική ιδεολογία κατάφερε να συγκεράσει το απολύτως ασυμβίβαστο: Παρότι βαρύνεται με τον αφορισμό των επαναστατών, δια του απαγχονισμού του αγιοποιήθηκε ως εθνομάρτυρας. […] Πώς […] είναι δυνατόν να αποθεώνεται ταυτόχρονα από την ίδια ιδεολογία η επανάσταση, αλλά και ο πατριάρχης που την αφόρισε; Νομίζω ότι εδώ μπορούμε και πάλι να επαναλάβουμε το ιστορικά αυτονόητο: Πως δηλαδή, “σε κάθε εποχή οι ιδέες της κυρίαρχης τάξης είναι οι κυρίαρχες ιδέες”»[65].

Το 1871 έγινε η πάνδημη ανακομιδή του λειψάνου του Γρηγορίου Ε΄ από την Οδησσό στην Αθήνα, ενώ το 1872 αποκαλύφθηκε, σε μια επίσημη πανηγυρική τελετή, ο ανδριάντας του πατριάρχη, που είχε στηθεί μπροστά από τα προπύλαια του Πανεπιστημίου. Με τα δύο αυτά γεγονότα «κατασκευάστηκε ο μύθος του εθνικού μάρτυρα που θυσιάστηκε υπέρ πίστεως και πατρίδος»[66]. Έτσι, «στο πρόσωπο του Ιεράρχη, η εθνική ενότητα και συνέχεια, η θρησκευτική πίστη, η ανάμνηση της παλιγγενεσίας, αλλά και οι αλυτρωτικοί πόθοι απέκτησαν ένα συναινετικό σύμβολο με ευρεία λαϊκή αποδοχή»[67] και «το “εθνικό μαρτύριο” του Γρηγορίου έγινε ένας διαρκής μύθος του ελληνικού εθνικισμού»[68].

Όμως, «[γ]ια να κοσμήσουν από κοινού τον περίβολο του πανεπιστημίου, ο Ρήγας και ο Γρηγόριος απογυμνώθηκαν από τα ιστορικά τους συμφραζόμενα»[69]. Και για να καταστεί αυτό δυνατό, «[α]παραίτητη προϋπόθεση ήταν […] η συλλογική λήθη»[70], αφού «[σ]την πραγματικότητα, ο εθνικισμός απαιτεί αμνησία. Και ένας από τους μεγαλύτερους τομείς της αμνησίας στην Ελλάδα αφορά στον ρόλο της Ορθόδοξης Εκκλησίας στην περίοδο που προηγήθηκε της Επανάστασης -συγκεκριμένα στο ρόλο του πατριάρχη Γρηγορίου Ε΄»[71]. Διότι, «[κ]ατά ειρωνικό τρόπο, ήταν ο πατριάρχης Γρηγόριος ο Ε΄ που είχε εκδώσει τις σχετικές επίσημες διακηρύξεις και στις δύο περιπτώσεις [εναντίον του Ρήγα Φεραίου, το 1798, και της Ελληνικής Επανάστασης, το 1821], προς μεγάλη αμηχανία των όψιμων υποστηρικτών του εθνικιστικού ρόλου της Εκκλησίας»[72]. «Το μαρτύριό του, όμως, τον οδήγησε στην ιδεολογία του ελληνικού εθνικισμού και στην ιστοριογραφία που ενσωμάτωσε αυτήν την ιδεολογία[73], για την οποία οι αντεθνικές πολιτικές του και ο σκεπτικισμός του σχετικά με τα σχέδια για την ελευθερία της Ελλάδας παρέμειναν μια πηγή βαθιάς ντροπής»[74]. «Οι απολογητές της Ορθόδοξης Εκκλησίας μάταια προσπάθησαν να εξηγήσουν την πράξη αυτή του Γρηγορίου [δηλαδή τον αφορισμό] με όρους πέραν της παραδοσιακής ορθόδοξης υποταγής στην τουρκική εξουσία. […] Η τυφλή υπακοή στο νόμιμο μουσουλμάνο μονάρχη […] ήταν δόγμα για την Ορθόδοξη Εκκλησία»[75].

  1. Ο Γρηγόριος Ε΄ και η επίσημη εθνικιστική ιστοριογραφία.

Όμως, είναι ακριβές ότι η εθνικιστική ιστοριογραφία ισχυρίστηκε για τον Γρηγόριο όσα οι σύγχρονοι αναθεωρητές ιστορικοί της αποδίδουν; Υποστήριξε δηλαδή η εθνικιστική ιστοριογραφία πως ο πατριάρχης Γρηγόριος Ε΄ είχε αναπτύξει εθνική δράση, ότι ήταν μέλος ή τουλάχιστον υποστηρικτής της Φιλικής Εταιρίας, ή ότι αντιμετώπιζε θετικά την ιδέα της ελευθερίας των Ελλήνων; Απάντηση σ’ αυτά τα ερωτήματα θα προσπαθήσουμε να δώσουμε μέσα από την αναλυτική παρουσίαση των απόψεων των σημαντικότερων εκπροσώπων την εθνικής ιστοριογραφικής σχολής.

3.1. Σ. Τρικούπης.

Ο ιστορικός της Επανάστασης και διακεκριμένος πολιτικός άνδρας του ελεύθερου Ελληνικού Κράτους Σ. Τρικούπης υποστήριξε σθεναρά ότι ο πατριάρχης ήταν εντελώς αθώος της κατηγορίας που του είχε προσάψει η Υψηλή Πύλη, πως ήταν τάχα «συμμέτοχος τῆς ἀποστασίας». Όπως επιτατικά σημειώνει,

«Ὁ πατριάρχης ἐγνώριζεν ἀναμφιβόλως τὰ τῆς Ἑταιρίας· […] ἀλλ’ ἑταῖρος, ὅ ἐστιν συνωμότης κατὰ τῆς τουρκικῆς ἐξουσίας, δὲν ἦτο· καὶ ὄχι μόνον οὐδόλως ἐθάρρυνε τὴν ἑλληνικήν ἐθνεγερσίαν, ἀλλὰ καὶ πάντοτε ἀπέτρεπε τοὺς πρὸς οὓς διελέγετο φιλεπαναστάτας, θεωρῶν ἐθνοφθόρον τὸ τοιοῦτον τόλμημα, καὶ τὸν πρὸς ὃν ἔτεινε σκοπὸν ἀνεπίτευκτον»[76].

Ο Γρηγόριος Ε΄ όχι μόνον δεν υποστήριξε την Επανάσταση, αλλά υπήρξε απόλυτα αντίθετος προς αυτήν, και προς κάθε άλλη απόπειρα των Ελλήνων να διεκδικήσουν με οποιονδήποτε τρόπο την ελευθερία τους. Η άποψη αυτή του Τρικούπη θα αποτελέσει στο εξής την επίσημη θέση του συνόλου της ελληνικής εθνικιστικής ιστοριογραφίας, γι’ αυτό και την αναπαράγουν, με την ίδια πάντοτε ένταση, και οι μετέπειτα Έλληνες ιστορικοί. Μοναδική εξαίρεση σ’ αυτό θα αποτελέσει ο Κ. Παπαρρηγόπουλος, και παρακάτω θα εξηγήσουμε το γιατί.

3.2. Π. Καρολίδης.

Ήδη σημειώσαμε παραπάνω την σπουδαιότητα που αποδίδει η αναθεωρητική ιστοριογραφία στην τοποθέτηση του ανδριάντα του Γρηγορίου Ε΄ μπροστά στο Πανεπιστήμιο, για την ένταξή του στο πάνθεον της εθνικιστικής ιδεολογίας. Κι αυτό διότι «[η] ένταξη του Γρηγορίου Ε΄ στο “εθνικό πάνθεον” του πανεπιστημίου δεν άφηνε πλέον και πολλά περιθώρια για αμφισβητήσεις και καταγγελίες. Όσοι παλαιότερα έβλεπαν στο πρόσωπό του τον εκφραστή της οθωμανικής νομιμότητας, έπρεπε πλέον να συμβιβαστούν με την εικόνα του εθνάρχη και του πρωτομάρτυρα της επανάστασης»[77].

Και όμως. Ο Π. Καρολίδης το 1892, δηλαδή είκοσι χρόνια μετά, παραθέτει σε ιστορικό του έργο χωρίς κανέναν ενδοιασμό, ή φόβο, όλη την σχετική επιχειρηματολογία του Τρικούπη. Κι αυτό διότι ήταν πεπεισμένος ότι ο Τρικούπης έχει αποδείξει το πόσο «παράλογο» και «ανυπόστατο» ήταν το «έγκλημα» για το οποίο η οθωμανική κυβέρνηση είχε κατηγορήσει τον Γρηγόριο, ότι δηλαδή συμμετείχε κρυφά στην Ελληνική Επανάσταση[78]. Αυτή ήταν μια άδικη κατηγορία για τον πατριάρχη, διότι σύμφωνα με τον Καρολίδη ο Γρηγόριος «οὔτε συνωμότης, οὔτε ἔνοχος ἐπαναστάσεως ἦτο»[79]. Και προχωρώντας ένα βήμα παραπέρα, προσπαθεί να αποδείξει ότι και οι ξένοι ιστορικοί της Επανάστασης είχαν για τον Γρηγόριο Ε΄ την ίδια άποψη με τον Τρικούπη, κάτι όμως που διαψεύδεται ευθέως από τα κείμενα τους, που ο ίδιος παραθέτει.

Έτσι, ενώ ο G.-G. Gervinus αναφέρει ευθέως ότι ο Γρηγόριος «ἔγραφεν ἐπιστολὰς ὑπὲρ τῆς Ἑταιρείας»[80], ο Καρολίδης τελικά αποφαίνεται πως «ὁ Γερβῖνος συμφωνεῖ καθʼ ὅλα(!) πρὸς τὴν ὑπὸ τοῦ Τρικούπη ἐξαχθεῖσαν κρίσιν»[81].

Το ίδιο πράττει και όταν αναφέρει την άποψη του K. Mendelssohn-Bartholdy, ο οποίος με τον πιο άμεσο και σαφή τρόπο αποφαίνεται ότι ο Γρηγόριος «ἐκ βάθους ψυχῆς συνεπάθει πρὸς τὸ κίνημα καὶ πρὸς αὐτοὺς τοὺς ἀφωρισμένους, [και] ὅτι ἔδιδε συστατικὰ γράμματα τοῖς ἑταιρισταῖς κρυφίως, καί τι καὶ εὐμενὲς νεῦμα»[82]. Όταν ο Mendelssohn-Bartholdy ισχυρίζεται πως ο Γρηγόριος έδινε -κρυφά- συστατικές επιστολές προς τα μέλη της Φιλικής Εταιρείας, γίνεται απόλυτα σαφές ότι επιβεβαιώνει πλήρως τον ισχυρισμό της Πύλης ότι ο πατριάρχης Γρηγόριος συμμετείχε κρυφά στην Επανάσταση. Και όμως, ο Καρολίδης υποστηρίζει ότι ο Mendelssohn-Bartholdy παραθέτει τον συγκεκριμένο ισχυρισμό της Υψηλής Πύλης «χωρὶς νὰ ἐπιφέρῃ κρίσιν οὐδεμίαν περὶ τῆς ἀληθείας ἢ τοῦ ψεύδους, τοῦ ὀρθοῦ ἢ τοῦ μὴ ὀρθοῦ τῶν γραφομένων»[83].

Όπως διαπιστώνουμε, ο κορυφαίος εκπρόσωπος της ελληνικής εθνικιστικής ιστοριογραφίας Π. Καρολίδης δεν δίσταζε να διαστρεβλώνει τις θέσεις και τις απόψεις ακόμη και των σημαντικότερων ξένων ιστορικών της εποχής του, προκειμένου να αποσυνδέσει με κάθε τρόπο τον Γρηγόριο Ε΄ από την Φιλική Εταιρεία και την προετοιμασία της Επανάστασης.

Άρα «η επικρατούσα πατριωτική ρητορική» όχι μόνον δεν «προσπαθούσε να εξηγήσει […] τη στάση του Πατριαρχείου […] και [του] Γρηγορίο[υ] Ε΄ απέναντι στα πατριωτικά κινήματα και τις νέες ιδέες», όπως υποστηρίζει ο Φ. Ηλιού[84], αλλά έπραξε το ακριβώς αντίθετο. «Η επικρατούσα πατριωτική ρητορική» υποστήριξε, με ένα πραγματικά αξιοζήλευτο πάθος, ότι ο Γρηγόριος Ε΄ παρέμεινε μέχρι το τέλος της ζωής του δουλικά υποταγμένος στην οθωμανική εξουσία.

Ο Π. Καρολίδης υπήρξε καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών στην έδρα της Ελληνικής Ιστορίας, όπου διαδέχτηκε τον περίφημο Κ. Παπαρρηγόπουλο. Και «[ω]ς εργαστήριο παραγωγής ιδεολογίας το Πανεπιστήμιο Αθηνών ανέλαβε πολύ σύντομα την ευθύνη της συγκρότησης του κανόνα για τις πλέον ουσιώδεις συνιστώσες της εθνικής ιδεολογίας»[85]. Μια από αυτές τις συνιστώσες της «εθνικής ιδεολογίας» υπήρξε και η άποψη για έναν ωμά και απροκάλυπτα τουρκόφιλο και τουρκόδουλο πατριάρχη, που αφόρισε την Επανάσταση διότι διασάλευε, η Επανάσταση, την από τον Θεό δοσμένη τάξη της οθωμανικής εξουσίας.

Γι’ αυτό και η κατασκευή του ανδριάντα του Γρηγορίου δεν έγινε με πρωτοβουλία του Πανεπιστημίου, αλλά την επέβαλλε σ’ αυτό ο Γεώργιος Αβέρωφ, με προσωπική του παρέμβαση. Όπως αποκάλυψε ο πρύτανης του Πανεπιστημίου Αθηνών στον πανηγυρικό λόγο που εκφώνησε στις 25 Μαρτίου 1872, ημέρα των αποκαλυπτηρίων του ανδριάντα, το Πανεπιστήμιο είχε αποφασίσει να τοποθετήσει μπροστά από το κτήριό του δύο ανδριάντες. Μαθαίνοντάς το αυτό ο Αβέρωφ, προσφέρθηκε να αναλάβει εκείνος τα έξοδα. Τότε το Πανεπιστήμιο αποφάσισε να φτιαχτούν τα αγάλματα του Ρήγα και του Κοραή. Όμως ο Αβέρωφ, με επιστολή που έστειλε στο Πανεπιστήμιο, εξέφρασε την άποψη πως θα έπρεπε να εκπροσωπηθεί και η θρησκεία. Και όπως αποφάνθηκε ο ίδιος στην επιστολή του, καλλίτερος εκπρόσωπος της θρησκείας δεν μπορούσε να υπάρξει από τον Γρηγόριο Ε΄. Το Πανεπιστήμιο υποτάχτηκε στην άποψη του Αβέρωφ, και έτσι ανεγέρθηκαν μπροστά από τα Προπύλαια πρώτα το άγαλμα του Ρήγα, το 1871, και το επόμενο έτος το άγαλμα του Γρηγορίου[86].

Η εθνική ιδεολογία, ένας από τους κυριώτερους φορείς της οποίας υπήρξε το Πανεπιστήμιο, είχε επιλέξει να εντάξει στο «εθνικό πάνθεο» τον Κοραή. Ο Γρηγόριος επιβλήθηκε από την θέληση εκείνου που πλήρωσε για να κατασκευασθούν οι ανδριάντες. Πού λοιπόν εντοπίζονται τα στοιχεία που αποδεικνύουν την ύπαρξη μιας «συνολικότερης στρατηγικής για την ιδεολογική και ιστορική νομιμοποίηση του Πατριάρχη»[87]; Η προσωπική θέληση ενός ανθρώπου δεν μπορεί να συνιστά «συνολική στρατηγική».

3.3. Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος Χρυσόστομος Παπαδόπουλος.

Μετά τον Καρολίδη, το ίδιο άφοβα υπερασπίστηκε την «αθωότητα» του Γρηγορίου και ο ενδοξώτερος εκπρόσωπος της εκκλησιαστικής ιστορίας στον ελλαδικό χώρο, ο αρχιεπίσκοπος Αθηνών Χρυσόστομος Παπαδόπουλος, καθηγητής Πανεπιστημίου και ακαδημαϊκός. Ο αρχιεπίσκοπος Χρυσόστομος διακήρυξε περίτρανα ότι ο πατριάρχης Γρηγόριος «ἄδικον ὑπέστη θάνατον»[88], αφού «οὐ μόνον ἀρχηγὸς τῆς Ἑταιρίας δὲν ἦτο, ὡς διεφημίζετο, ἀλλὰ καὶ ἀπεδοκίμαζε τὰς ἐπικινδύνους ἐνεργείας αὐτῆς»[89]. Άδικα πήγε ο Γρηγόριος, μας διαβεβαιώνει ο αρχιεπίσκοπος. Διότι ούτε μέλος της Φιλικής Εταιρείας ήταν, ούτε και με τις ενέργειές της συμφωνούσε. Αλλά τις αποδοκίμαζε κιόλας, ως επικίνδυνες. Γι’ αυτό και «ἦτο ὅλως ἀθῶος τῆς ἀποδοθείσης αὐτῷ κατηγορίας (ενν. από την Υψηλή Πύλη)»[90]. Όταν ο αρχιεπίσκοπος Χρυσόστομος λέει πως ο Γρηγόριος ήταν «αθώος», εννοεί ότι ο πατριάρχης παρέμεινε πάντοτε ένας απόλυτα υποταγμένος και υπάκουος ραγιάς του σουλτάνου. Γι’ αυτό και άδικα σκότωσε ο σουλτάνος τον πιστό του υπηρέτη, τον πατριάρχη Γρηγόριο.

Και συνάδουν τόσο πολύ οι απόψεις του Χρυσοστόμου για τον Γρηγόριο με εκείνες των σύγχρονων αναθεωρητών ιστορικών, ώστε ο Β.Π. Παναγιωτόπουλος να επικαλείται την αυθεντία του «σοφοῦ ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν», διότι «τὸ κῦρος τοῦ Παπαδοπούλου ὡς ἱστορικοῦ […] δὲν δύναται παρ’ οὐδενὸς νὰ ἀμφισβητηθῇ». Κι αυτό, προκειμένου να στερεώσει σε ασάλευτα θεμέλια την άποψή του, την οποία «[δ]ιαπρεπεῖς ἐρευνηταὶ ἀπέδειξαν, ὅτι οὐδεμίαν ἔσχεν οὗτος [ο Γρηγόριος Ε΄] ἀνάμειξιν εἰς τὸν ἀγῶνα»[91].

3.4. Τ. Πιπινέλης.

Κάποιες δεκαετίες αργότερα, ο διπλωμάτης και πολιτικός Τ. Πιπινέλης, γράφοντας για την ιστορία του ʼ21, εξέφρασε θέσεις και απόψεις που προοικονομούν άριστα αυτές των σύγχρονων αναθεωρητών ιστορικών:

«Ὁ μαρτυρικὸς θάνατος [του Γρηγορίου] πληροῖ τὴν ζωήν του μὲ ἕνα φωτοστέφανον ἁγιότητος. Αὐστηρὰ ὅμως ἱστορικὴ ἀνάλυσις τῆς δράσεώς του δὲν ἐπιτρέπει νὰ δοθῇ εἰς τὸν θάνατόν του ὁ χαρακτὴρ τῆς ἐθνικῆς θυσίας, ὡς θέλει τοῦτο ἡ ἐπίσημος ρωμαντικὴ σχολὴ τῆς ἑλληνικῆς ἱστορίας. Πρᾶξις τερρορισμοῦ πρὸς συγκράτησιν μιᾶς ἀναμοχλευομένης ἀνταρσίας, ὡς ὀρθῶς παρατηρεῖ ὁ Κορδάτος, ὁ θάνατος τοῦ πατριάρχου δὲν ἔχει παρὰ τὴν ἱστορικὴν ἀξίαν μιᾶς ἀσκόπου καὶ ἀδικαιολογήτου βιαιότητος»[92].

Παραπέμποντας ονομαστικά στον αριστερό Κορδάτο, ο συντηρητικός Πιπινέλης θεωρεί πως η εκτέλεση του Γρηγορίου ήταν απλά και μόνον μια τρομοκρατική πράξη της τουρκικής εξουσίας «άσκοπης και αδικαιολόγητης βιαιότητας». Ως «εθνική θυσία» χαρακτηρίστηκε η εκτέλεση του Γρηγορίου από την «ρωμαντική σχολή της ελληνικής ιστορίας», χαρακτηρισμός όμως που απορρίπτεται από την «αυστηρή ιστορική ανάλυση».

Κλείνοντας ο Πιπινέλης την ανάπτυξη της άποψής του σχετικά με τον απαγχονισμό του πατριάρχη θα καταλήξει, δεκαετίες πριν, στα ίδια ακριβώς συμπεράσματα με την σύγχρονη αναθεωρητική ιστοριογραφία:

«Ἐξ ὅλων αὐτῶν εἶνε νομίζω ἀναμφισβήτητον ὅτι ὁ ἀνώτατος κλῆρος τοῦ ἔθνους ὑποπέσας ἐνωρὶς ὑπὸ τὴν ὑλικὴν ἐξάρτησιν τῆς τουρκικῆς ἐξουσίας ἀπεμακρύνθη τοῦ συνόλου τοῦ ἔθνους, καὶ μὲ μυρίους δεσμοὺς συνδεδεμένος πρὸς τὴν κρατοῦσαν τάξιν πραγμάτων κατέστη φυσικὸς σύμμαχος τῆς τουρκικῆς καὶ τῆς ἰθαγενοῦς ὀλιγαρχίας μᾶλλον, παρὰ τοῦ ἀντρεπτικοῦ ἐθνικοῦ πνεύματος, τὸ ὁποῖον μὲ ἀκούραστον πεῖσμα καὶ παράτολμον ἀποφασιστικότητα παρεσκεύαζε τὴν στιγμὴν τῆς ἐθνεγερσίας»[93].

Όπως θα επισημάνει και η Μ. Πύλια πολύ πιο μετά, τα προνόμια που είχε παραχωρήσει η Οθωμανική αυτοκρατορία στην Εκκλησία αποτελούσαν «πάγια μουσουλμανική, κατακτητική και κυβερνητική τακτική, που “δια της αναπαραγωγής” των θρησκευτικών μηχανισμών των ετερόδοξων(sic), έθετε τους κατακτημένους στην υπηρεσία του κεντρικού εξουσιαστικού μηχανισμού. Με αυτόν τον τρόπο, […] εξασφάλιζε την υπαγωγή των κατακτημένων στον “δικό” τους παράλληλο θρησκευτικό μηχανισμό, που λειτουργούσε περιοριστικά, συντηρητικά, και εκ των πραγμάτων συμπληρωματικά προς την κεντρική εξουσία, στην οποία όφειλε την λειτουργία του. Σʼ αυτήν ακριβώς τη λογική που οριοθετούσαν τα πλαίσια της οθωμανικής νομιμότητας, εγγράφεται και η στάση του Γρηγορίου του Ε΄»[94].

Όπως λοιπόν διαπιστώνουμε, και η εθνικιστική, και η εκκλησιαστική ελληνική ιστοριογραφία ποτέ δεν υποστήριξαν «πως μέλη της Φιλικής Εταιρείας ήταν ακόμη και οι εχθροί της ελευθερίας των Ελλήνων, όπως ο πατριάρχης Γρηγόριος ο Ε΄»[95]. Το ακριβώς αντίθετο έπραξαν. Προσπάθησαν με κάθε τρόπο να αποδείξουν ότι ο Γρηγόριος δεν υπήρξε ποτέ μέλος της Φιλικής Εταιρείας, και ότι παρέμεινε μέχρι τέλος πιστός και αφοσιωμένος υπηρέτης του σουλτάνου. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο η σύγχρονη αναθεωρητική ιστοριογραφία δεν έπραξε τίποτε άλλο, παρά μόνον συνέχισε στην ίδια ακριβώς γραμμή, που πρώτες είχαν χαράξει για το θέμα αυτό η εθνικιστική και η εκκλησιαστική ελληνική ιστοριογραφία.

Τις θέσεις της επίσημης εθνικής ιστοριογραφίας ως προς την σχέση του Γρηγορίου Ε΄ με την Φιλική Εταιρεία και την Επανάσταση συνόψισε με τον πιο γλαφυρό τρόπο ο Τ.Α. Γριτσόπουλος, ο οποίος μάλιστα κατηγορήθηκε από τους αναθεωρητές ιστορικούς για «δοξαστική προσέγγιση» του Γρηγορίου Ε΄[96]. Όπως λοιπόν αποφαίνεται ο συγκεκριμένος ιστορικός, «[κ]ανένας σοβαρὸς ἐρευνητὴς δὲν ἰσχυρίσθη ὅτι ὁ Γρηγόριος ενεργούσεν ὡς Φιλικὸς καὶ ὑποκινητὴς τῆς Ἐπαναστάσεως, ἀφοῦ Φιλικὸς δὲν ἦτο καὶ ἐπαναστάτης δὲν ἦτο»[97].

  1. Γρηγόριος Ε΄ και η επίσημη κρατική ιδεολογία.

4.1. Α. Κοραής.

Την γραμμή που ακολούθησαν για το πρόσωπο του Γρηγορίου Ε΄ η εθνική και η εκκλησιαστική ιστοριογραφία, την χάραξε πρώτη, και από πολύ νωρίς, η επίσημη κρατική ιδεολογία, από τις πρώτες κιόλας μέρες του Νεοελληνικού κράτους. Και ο λόγος για τον οποίον συνέβη αυτό ήταν η σύσταση του αυτοκεφάλου της ελλαδικής Εκκλησίας, το οποίο απαιτούσε την απαξίωση του θεσμού του Οικουμενικού Πατριαρχείου στα μάτια των κατοίκων του ελεύθερου Ελληνικού Κράτους, ακριβώς για να γίνει το αυτοκέφαλο αποδεκτό.

Το 1821 ο Α. Κοραής έθεσε οχτώ όρους[98] που ήταν κατʼ αυτόν αναγκαίοι για να επιτευχθεί «ἡ διόρθωσις τῶν ἠθῶν ὅλου τοῦ γένους, καὶ ἀκολούθως καὶ τῶν ἱερέων μας»[99]. Ο μόνος από αυτούς που υιοθετήθηκε αμέσως από το νεοσύστατο Ελληνικό Βασίλειο και τέθηκε σε πλήρη εφαρμογή[100] ήταν ο πρώτος, που όριζε πως η Εκκλησία του ελεύθερου Ελληνικού Κράτους θα έπρεπε να είναι αυτοκέφαλη, δηλαδή εντελώς αυτόνομη και ανεξάρτητη από την μέχρι τότε πνευματική της αρχή, το Οικουμενικό Πατριαρχείο.

Και ο λόγος που επικαλέστηκε ο Κοραής γι’ αυτό ήταν η θέση και η κατάσταση του οικουμενικού πατριάρχη, ο οποίος όντας υπόδουλος στον σουλτάνο, αναγκαστικά υπάκουε στις εντολές του. Και αυτό ακριβώς τον καθιστούσε εντελώς ακατάλληλο να είναι η πνευματική αρχή της Εκκλησίας του ελεύθερου Ελληνικού Κράτους:

«Τοῦ ἕως τὴν ὥραν ταύτην ἐλευθερωθέντος μέρους τῆς Ἑλλάδος ὁ κλῆρος δὲν χρεωστεῖ πλέον νὰ γνωρίζῃ ἐκκλησιαστικὸν ἀρχηγόν του τὸν Πατριάρχην τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ἐνόσῳ ἡ Κωνσταντινούπολις μένει μολυσμένη ἀπὸ τὴν καθέδραν τοῦ ἀνόμου τυράννου. […] Ἐλευθέρων καὶ αὐτονόμων Γραικῶν κλῆρος εἶναι ἀπρεπέστατον νά ὑπακούῃ εἰς προσταγὰς Πατριάρχου ἐκλεγμένου ἀπὸ τύραννον, καὶ ἀναγκασμένου νὰ προσκυνῇ τύραννον»[101].

Η άποψη του Κοραή δεν πέρασε απαρατήρητη. Βρήκε αμέσως πολλούς πρόθυμους να την διαδώσουν και να την υποστηρίξουν. Όμως, ο μαρτυρικός θάνατος του Γρηγορίου είχε καταστήσει τον πατριάρχη στα μάτια των επαναστατημένων Ελλήνων ως την εμβληματικότερη μορφή της Επανάστασης. Έτσι, οποιοσδήποτε θα ήθελε να υπερασπιστεί την επιβολή του αυτοκεφάλου στην Ελλαδική Εκκλησία θα έπρεπε πρώτα να αποκαθηλώσει το τεράστιο κύρος που απολάμβανε ο Γρηγόριος στις συνειδήσεις των επαναστατημένων Ελλήνων, διότι αυτό αντανακλούσε έμμεσα και στον θεσμό του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Και ο μόνος τρόπος για να επιτευχθεί αυτό ήταν να παρουσιαστεί ο Γρηγόριος ως τουρκόφιλος και τουρκόδουλος, προβάλλοντας ως κυριώτερο επιχείρημα τον αφορισμό της Επανάστασης στην Μολδοβλαχία. Αυτό ακριβώς και έγινε.

4.2. Π. Κοδρικάς.

Δεύτερος μετά τον Κοραή υποστήριξε, με ιδιαίτερη μάλιστα ένταση, την ίδρυση αυτοκέφαλης Εκκλησίας στο απελευθερωμένο Ελληνικό Κράτος ο Παναγιώτης Κοδρικάς. Και με τα ίδια ακριβώς επιχειρήματα που είχε προβάλλει λίγα χρόνια πριν ο Κοραής. Το 1824 δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα του Παρισιού Le Constitutionnel απόσπασμα από ένα Μνημόνιο που είχε συντάξει η ρωσσική κυβέρνηση σχετικά με την ειρήνευση στην Ελλάδα[102]. Ένα από τα μέτρα που προτείνονταν σ’ εκείνο το Μνημόνιο ήταν και η παραμονή του «Έλληνα πατριάρχη» στην Κωνσταντινούπολη, όπου θα λειτουργούσε ως εκπρόσωπος του έθνους. Στο υπόμνημα αυτό απάντησε, σε αρκετά επιθετικό τόνο, ο Κοδρικάς.

Το σημείο που τον είχε εξοργίσει ιδιαίτερα ήταν η πρόταση του Μνημονίου για τον πατριάρχη. Κι αυτό διότι πίστευε πως αν ο πατριάρχης του ελεύθερου Ελληνικού Κράτους συνέχιζε να παραμένει σκλάβος των Τούρκων, μοιραία θα δίδασκε και στους Έλληνες την σκλαβιά, πράγμα που θα οδηγούσε τελικά στην προ του πολέμου κατάσταση:

«Αλλά, αλλά αυτό που οδηγεί στο ύψιστο βαθμό τον παράλογο χαρακτήρα του σχεδίου είναι ότι ο συγγραφέας του προτείνει ως εγγύηση επαρκούς ασφάλειας την κατοικία του Έλληνα Πατριάρχη στην Κωνσταντινούπολη, ο οποίος, όπως λέει, πρέπει κατά κάποιο τρόπο να είναι εκεί ο εκπρόσωπος του Έθνους: Ποιος δεν βλέπει από αυτό ότι, εκτός από ορισμένες πρακτικές που δεν μπορούν να τύχουν εφαρμογής, κι οι οποίες θα χρησίμευαν μόνο για να παραλύσουν τις δυνάμεις του ελληνικού έθνους και να διασπάσουν τα συμφέροντά του, η πρόθεση του διπλωμάτη δεν είναι τελικά καμία άλλη, παρά να θέσει ως αρχή διαπραγμάτευσης ό,τι προωθεί τη διατήρηση της απόλυτης κυριαρχίας των Τούρκων και την διατήρηση της όχι λιγότερο απόλυτης σκλαβιάς των Ελλήνων; Έτσι ώστε, μετά απʼ όλα τα ανδραγαθήματά του, μετά από όλες τις γενναιόφρονες προσπάθειές του, το ελληνικό έθνος να επανέλθει, αν το θελήσει ο διαπραγματευτής, σε σχέση με την οθωμανική εξουσία, στην προ του πολέμου κατάσταση!»[103].

Διότι, «πώς θα μπορούν οι Έλληνες, που είναι τόσο ευσεβείς και θρησκευόμενοι, να ακούνε τις προτροπές ενός επικεφαλής της Εκκλησίας, ο οποίος, όντας ο ίδιος ο δούλος, θα τους κηρύττει υποχρεωτικά την δουλεία; Πώς θα υπακούουν σε εντολές που υπαγορεύονται από την εξουσία του Διβανίου; Μα, θα μπορούσαμε ίσως να πούμε, με τον ίδιο τρόπο δεν ήταν που άσκησε μέχρι σήμερα ο πατριάρχης την εκκλησιαστική δικαιοδοσία του στην Ελλάδα; Ναι. Αλλά ακριβώς για να ξεφύγουν απ’ αυτήν την αποτρόπαια κατάσταση, για να απελευθερώσουν την Εκκλησία και το Έθνος από τον καταπιεστικό ζυγό που βάραινε πάνω τους πήρανε τα όπλα οι Έλληνες, και αγωνίζονται με το θάρρος της απελπισίας»[104].

Οι ελεύθεροι Έλληνες του νέου Ελληνικού Κράτους δεν είναι δυνατόν να υπακούουν στις εντολές ενός πατριάρχη που θα έχει την έδρα του στην Κωνσταντινούπολη. Διότι ο σκλάβος πατριάρχης θα τους διδάσκει πάντοτε μόνον την σκλαβιά, αφού θα λειτουργεί ως η μόνιμη φωνή και ο εκπρόσωπος της Πύλης, διακηρύσσει ο Κοδρικάς.

Γι’ αυτό εκείνο που προέχει, πέρα απ’ όλα και πάνω απʼ όλα, είναι ν’ αποκτήσουν οι Έλληνες μια ελεύθερη Εκκλησία μέσα σε μια ελεύθερη πατρίδα:

«Η παρέμβαση των Συμμαχικών Δυνάμεων στις υποθέσεις της Ελλάδας […] θα ήταν απαραίτητο να συντονισθεί με καλή πίστη, […] έχοντας ως σταθερό στόχο της την πλήρη και νόμιμη χειραφέτηση της Εκκλησίας και του ελληνικού έθνους»[105].

«Ο μόνος τρόπος για να το επιτύχουμε θα ήταν, επαναλαμβάνουμε, να αποτελέσει ως βάση για τις διαπραγματεύσεις η αμετάβλητη αρχή του Χριστιανισμού, επιμένοντας με σταθερή αποφασιστικότητα και καλή πίστη στον συντονισμό για την απελευθέρωση, χωρίς περιορισμούς, της Εκκλησίας και του Ελληνικού έθνους, μαζί με όλα τα νησιά, εντός των ορίων της αρχαίας Ελλάδας»[106].

Δεν είναι καθόλου τυχαίο που ο Κοδρικάς στον λόγο του προτάσσει πρώτα την απελευθέρωση της Εκκλησίας και ύστερα του έθνους. Γνωρίζει όμως πολύ καλά, πως η πρότασή του για μια ελεύθερη Ελλαδική Εκκλησία, δηλαδή μια Εκκλησία αποκομμένη από το Πατριαρχείο, θα συναντούσε μεγάλη αντίδραση από τους ίδιους τους επαναστατημένους Έλληνες. Για να μπορέσουν λοιπόν να αποδεχτούν ευκολότερα την ιδέα μιας αυτοκέφαλης Ελλαδικής Εκκλησίας, θυμίζει στους Έλληνες, που ακόμη πάλευαν για την λευτεριά τους, ότι ακόμη και ο μαρτυρικός Γρηγόριος Ε΄ τους είχε αδίστακτα αφορίσει:

«Με αυτήν την ιδιότητα του εκκλησιαστικού ηγέτη και του αντιπροσώπου του ελληνικού έθνους δεν είναι που ο πατριάρχης Γρηγόριος αποσπάσθηκε βίαια από τις βαθμίδες του θυσιαστηρίου, με τα αρχιερατικά του άμφια, και παραδόθηκε στο μαρτύριο με το πλέον ατιμωτικό μπροστά στην πύλη του καθεδρικού ναού του, όταν αυτός ο σεβάσμιος αρχιερέας είχε χρησιμοποιήσει όλα τα εκκλησιαστικά μέσα που είχε στην διάθεσή του, προκειμένου να σβήσει την πρώτη σπίθα της ανερχόμενης εξέγερσης;!»[107].

Καθίσταται απολύτως σαφές ότι ο Κοδρικάς στοιχείται πλήρως στην γραμμή που τρία μόλις χρόνια πριν είχε χαράξει ο Κοραής, προκειμένου να καταστεί η Εκκλησία του ελεύθερου Ελληνικού Κράτους ανεξάρτητη από το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Όμως, πρώτος ο Κοδρικάς έπραξε κάτι που ούτε ο Κοραής, που τόσο μισούσε τον Γρηγόριο, δεν το είχε τολμήσει. Προέβαλε δημόσια τον αφορισμό του Γρηγορίου ως την κυριώτερη απόδειξη για την τουρκόφιλη και τουρκόδουλη πολιτική του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Μ’ αυτόν τον τρόπο ανήγαγε τον συγκεκριμένο αφορισμό στο σημαντικότερο επιχείρημα όλων όσων στη συνέχεια θα επέβαλλαν και θα προασπίζονταν το αυτοκέφαλο της Ελλαδικής Εκκλησίας.

Εδώ πρέπει να σημειώσουμε ότι ο Κοδρικάς υπήρξε ο μεγαλύτερος αντίπαλος και αντίζηλος του Κοραή στον χώρο του νεοελληνικού Διαφωτισμού. Και μάλιστα, Γρηγόριος είχε εξάψει εναντίον του την ασυγκράτητη οργή του Κοραή για χάρη του Κοδρικά. Κι αυτό συνέβη, διότι ο πατριάρχης είχε τολμήσει να εκφράσει δημόσια την ευαρέσκεια του για το έργο του Κοδρικά Μελέτη της Κοινής Ελληνικής Διαλέκτου, το οποίο επιχειρούσε να ανατρέψει τις κοραϊκές θεωρίες[108] για την γλώσσα. Κάτι που ο σοφός γέροντας του Παρισιού δεν συγχώρεσε στον Γρηγόριο ποτέ. Και όμως, εκείνος που πρώτος προέβαλλε τον αφορισμό ενάντια στην Επανάσταση της Μολδοβλαχίας για να στιγματίσει αδίστακτα τον Γρηγόριο Ε΄ ως πιστό και πειθήνιο όργανο του σουλτάνου ήταν ακριβώς αυτός, ο Κοδρικάς.

4.3. 1834: Εφημερίδα Ὁ Σωτήρ.

Μετά την παραπάνω τοποθέτηση του Κοδρικά, ο δρόμος είχε πλέον ανοίξει. Το 1833 η αντιβασιλεία ανακήρυξε το αυτοκέφαλο της Εκκλησίας του ανεξάρτητου πια ελληνικού κράτους. Όμως, παρά τη στήριξη που απολάμβανε αυτή η πολιτική από εξέχοντες φιλελεύθερους Έλληνες διανοούμενους, καθώς και από κληρικούς, αντιμετώπισε ευρεία αποδοκιμασία από τα μεγάλα στρώματα του πληθυσμού, που παραδοσιακά συνδέονταν στενά με την Εκκλησία και θεωρούσαν τον Πατριάρχη της Κωνσταντινούπολης ως τον ηγέτη τους[109]. Γι’ αυτόν τον λόγο η επίσημη κρατική ιδεολογία αποφάσισε να αναλάβει δράση.

Το 1834, στην εφημερίδα Ὁ Σωτήρ δημοσιεύθηκε ένα ανώνυμο άρθρο με τίτλο Περὶ Ἑλληνικῆς Ἐκκλησίας, όπου ο συντάκτης του ανέφερε τα εξής για τον πατριάρχη Γρηγόριο Ε΄:

«Μόλις ἀνέλαμψεν ἡ Ἑλληνικὴ ἐπανάστασις, καὶ ὁ Πατριάρχης τῆς Κωνσταντινουπόλεως μετὰ τῶν περὶ αὐτὸν ἀρχιερέων, προσταχθεὶς ἀπὸ τὴν Πόρταν, ἥτις ἔμελλε μετʼ ὀλίγον νὰ τοὺς θυσιάσῃ εἰς τὴν ὁρμήν της, ἀφώρισε καὶ ἐκάθηρεν ὅλους τοὺς ἀρχιερεῖς τῶν ἐπαναστασῶν ἐπαρχιῶν· οἱ δὲ ἀρχιερεῖς μας καὶ ὁ ὑπʼ αὐτοὺς κλῆρος ἔπαυσαν αὐτοπροαιρέτως νὰ μνημονεύωσι τὸν Πατριάρχην. Κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπον διεκόπη ἔκτοτε πᾶσα μετὰ τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κωνσταντινουπόλεως σχέσις τῆς Ἐκκλησίας μας»[110].

Η συγκεκριμένη εφημερίδα λειτουργούσε τότε ως «ημιεπίσημο κυβερνητικό φύλλο, γεγονός που το πιστοποιούσε η έκδοσή του στο βασιλικό τυπογραφείο, στο μισό από το κανονικό κόστος»[111]. Αυτό καταδεικνύει πως η εθνικιστική κρατική ιδεολογία, από την πρώτη κιόλας στιγμή της επίσημης έκφρασή της, κατάγγειλε τον Γρηγόριο Ε΄ ως τον πατριάρχη που αφώρισε την επανάσταση. Όμως, επειδή αυτή η υπενθύμιση δεν έφτανε από μόνη της να αποδομήσει το κύρος και τον σεβασμό που απολάμβανε η μνήμη του πατριάρχη Γρηγορίου από το σύνολο του ελληνικού λαού, συμπληρώθηκε και από μια σοβαρότατη «καταγγελία», εξολοκλήρου ψευδή.

Ο συντάκτης του άρθρου ισχυρίστηκε, όπως είδαμε, ότι ο πατριάρχης Γρηγόριος και οι «περὶ αὐτὸν ἀρχιερεῖς» όχι μόνον είχαν αφορίσει τους επαναστατημένους Έλληνες, αλλά είχαν καθαιρέσει και όλους τους αρχιερείς των επαναστατημένων περιοχών. Πράξη η οποία, υποτίθεται, είχε ως αποτέλεσμα να σταματήσουν οριστικά οι αρχιερείς αυτοί το μνημόσυνο του πατριάρχη. Φυσικά, ο Γρηγόριος Ε΄ και η περί αυτόν Σύνοδος δεν αφόρισε και δεν καθαίρεσε ποτέ και κανέναν αρχιερέα. Αυτό, όπως θα δούμε πιο κάτω, έγινε από τον διάδοχο του Γρηγορίου, τον Ευγένιο Β΄, τον οποίο βέβαια ποτέ δεν θυσίασε η Πόρτα «εἰς τὴν ὁρμήν της».

Όταν η επίσημη κρατική εθνική ιδεολογία απέδιδε στον Γρηγόριο προδοτικές πράξεις που εκείνος ουδέποτε είχε διαπράξει, όπως η υποτιθέμενη καθαίρεση των αρχιερέων, δεν το έκανε τυχαία, ούτε από λάθος. Ήταν μια συνειδητή και στοχευμένη επιλογή, η οποία εντάσσονταν στα πλαίσια της αποκοπής της Εκκλησίας του νεοσύστατου Ελληνικού Βασιλείου από το Πατριαρχείο, και την κήρυξή της ως ανεξάρτητης και αυτοκέφαλης. Διότι, αν η εμβληματικότερη μορφή όλων των οικουμενικών πατριαρχών, ο Γρηγόριος Ε΄, παρουσιάζονταν στα μάτια των απελευθερωμένων Ελλήνων ως ένας αμετανόητα τουρκόφιλος υπηρέτης του σουλτάνου, θα μπορούσαν να καμφθούν πολύ πιο εύκολα οι λαϊκές αντιδράσεις που είχε προκαλέσει η μονομερής σύσταση του ελληνικού αυτοκέφαλου. Αυτοκέφαλο το οποίο έγινε πράξη από τον πιστό μαθητή και οπαδό του Κοραή Θεόκλητο Φαρμακίδη, με την καίρια συμβολή και σύμπραξη του Σ. Τρικούπη[112], του μετέπειτα ιστορικού της Επανάστασης, και την πολιτική βούληση και επιβολή της αντιβασιλείας[113].

4.4. 1856: Ομόφωνη απόφαση της Βουλής για τον Γρηγόριο Ε΄.

Στις 19 Ιανουαρίου 1856 εισήχθη στην Βουλή προς ψήφιση ένα νομοσχέδιο που προέβλεπε την προικοδότηση της κόρης του θανόντος αγωνιστή της επανάστασης Παναγιώτη Γιατράκου. Στην Εισηγητική Έκθεση του αρμόδιου υπουργού λέγονταν πως ο Γιατράκος είχε μυηθεί στην Φιλική Εταιρία το 1818 από τον πατριάρχη Γρηγόριο Ε΄[114]. Και ενώ αυτή η σύντομη και ὡς ἐν παρόδῳ αναφορά της υπουργικής Έκθεσης θα μπορούσε να είχε περάσει εντελώς απαρατήρητη, όχι μόνον εστίασαν σ’ αυτήν πολλοί βουλευτές, αλλά επικρίθηκε πολύ έντονα και επιθετικά το περιεχόμενό της, και διεξήχθη στην Βουλή ειδική συζήτηση.

Ο πρώτος βουλευτής[115] που έθεσε το θέμα, ανέφερε πως θα περιορίζονταν «εἰς τὴν ἐπίκρισιν μιᾶς φράσεως» της Εκθέσεως του υπουργού, η οποία αναφέρονταν σε ένα «περιστατικόν, τὸ ὁποῖον καὶ ἀληθὲς ἂν ἦτον, δὲν ἔπρεπε νὰ ἐκτίθηται ἐν ἐπισήμοις ἐγγράφοις»[116]. Κι αυτό διότι ο Γρηγόριος Ε΄ ήταν «ἀνὴρ συνετὸς καὶ ἐνάρετος, καὶ ὡς τοιοῦτος δὲν ἠδύνατο νὰ διακυβεύσῃ τὴν πατρίδα του, συνωμοτῶν κατὰ τῆς ἐξουσίας. Πῶς λοιπὸν ἡμεῖς σήμερον ζητοῦμεν νὰ καταστρέψωμεν τοῦ μεγάλου ἐκείνου ἀνδρὸς τὴν ἐπʼ ἀρετῇ καὶ συνέσει ὑπόληψιν, ἀποδίδοντες αὐτῷ τοιαύτην πρᾶξιν, καὶ δικαιούντες οὕτω τὴν αυθαιρέτως ὑπὸ τοῦ δεσποτισμοῦ ἐπιβληθεῖσαν αὐτῷ ποινὴν τοῦ θανάτου;»[117].

Δηλαδή σύμφωνα με τον συγκεκριμένο ομιλητή, επειδή ο πατριάρχης Γρηγόριος επειδή ήταν άνθρωπος συνετός και ενάρετος, δεν θα ήταν ποτέ δυνατόν να ανήκει στην Φιλική Εταιρία, και να εργάζεται υπέρ της Επανάστασης. Γι’ αυτό και όποιος λέει και υποστηρίζει κάτι ανάλογο για τον πατριάρχη, καταστρέφει την υπόληψή του(!).

Σημειώνοντας το αυτονόητο, ένας επόμενος ομιλητής παρατήρησε ότι «τὸ νὰ συλλάβη τὶς τὴν ἰδέαν τῆς ἀπελευθερώσεως τῆς πατρίδος του δὲν εἶναι ἔγκλημα»[118], ούτε και προσβάλλει, βέβαια, την υπόληψη του πατριάρχη.

Τότε, ένας άλλος βουλευτής, μάλλον ο πρώτος που μίλησε, του αντέτεινε «ὅτι ὁ πατριάρχης θεωρεῖται ὡς ἐθνάρχης, καὶ ὅτι ἀναβαίνων εἰς τὸν πατριαρχικὸν θρόνον δίδει ὅρκον ὑποταγῆς καὶ πίστεως εἰς τὸν κυριάρχην, καὶ ἑπομένως, ἐὰν τὸ περὶ οὗ ὁ λόγος περιστατικὸν ἦτον ἀληθές, ὁ πατριάρχης ἠδύνατο νὰ θεωρηθῇ ὡς παραβάτης τοῦ ὅρκου του». Γιʼ αυτό και «οὔτε ἡ Βουλὴ πρέπει νὰ προσάψῃ τοιαύτην μομφὴν(!) εἰς τὴν ἔνδοξον μνήμην τοῦ μακαρίτου πατριάρχου»[119].

Για τον συγκεκριμένο βουλευτή, θα ήταν μομφή στην «ένδοξη μνήμη του πατριάρχη», αν υποστήριζε κανείς πως ο Γρηγόριος παρέβη τον όρκο του προς τον σουλτάνο για χάρη της ελευθερίας των Ελλήνων. Παράξενη όντως αντίληψη για το τι θα μπορούσε να αποτελέσει «μομφή» για τον Γρηγόριο είχαν τότε κάποιοι από τους κυριώτερους φορείς της εθνικής ιδεολογίας.

Ένας άλλος ομιλητής, πάλι, υποστήριξε πως το ζήτημα αυτό έχει πολύ μεγάλη βαρύτητα, διότι στα έδρανα της Βουλής κάθονταν ακόμη «ἄνδρες τοῦ ἀγῶνος, καὶ πᾶσα ἀπόφασις αὐτῆς φέρει τὴν σφραγῖδα ἑνὸς γεγονότος». Και όπως δηλώνει, μετά από έρευνα που διεξήγαγε ο ίδιος, είχε διαπιστώσει ότι «τὸ περιστατικὸν δὲν εἶναι ἀληθές». Και συνεχίζοντας τον λόγο του ισχυρίστηκε πως αυτό που πραγματικά είχε συμβεί ήταν ότι για να ενθαρρυνθούν τότε οι αγωνιζόμενοι Έλληνες, είχε αρχίσει να διαδίδεται, ψευδώς, ότι «δῆθεν καὶ ὁ πατριάρχης Γρηγόριος» ήταν ένας από εκείνους που είχαν συλλάβει «τὴν μεγάλην ἐκείνην ἰδέαν τῆς ἑλληνικῆς Ἐπαναστάσεως». Και «ἀφ’ οὗ λοιπὸν τὸ πρᾶγμα εἶναι […] ἀνύπαρκτον, ἢ τοὐλάχιστον ἀμφίβολον, ἡ Βουλὴ δὲν δύναται νὰ τὸ παραδεχθῇ ὡς γεγονός»[120], συμπεραίνει ο συγκεκριμένος βουλευτής.

Αμέσως μετά πήρε τον λόγο ο υπουργός Εσωτερικών, ο οποίος ήταν ο ίδιος ο πρωθυπουργός Δ. Βούλγαρης, και επισήμανε το αυτονόητο, ότι δηλαδή η Βουλή καλούνταν να ψηφίσει το νομοσχέδιο, και όχι την υπουργική Έκθεση. Και πρόσθεσε πως η συγκεκριμένη αναφορά της υπουργικής Έκθεσης είχε κριθεί από την κυβέρνηση ως «ὅλως ἀδιάφορη». «Ἀφ’ οὗ ὅμως ἡ Βουλὴ θεωρεῖ σπουδαῖον τὸ ἀντικείμενον», πράγμα που καταφανώς τον εκπλήσσει πάρα πολύ, «καὶ ἀμφιβάλλει ἂν ἔλαβε χώραν τοιοῦτον τι περιστατικόν», η κυβέρνηση «οὐδεμίαν ἔχει δυσκολίαν» να προβεί στην απάλειψη της επίμαχης φράσης[121].

Τότε ένας βουλευτής του απάντησε ότι πράττει «φρονίμως» που αποδέχεται την απάλειψη της συγκεκριμένης φράσης από την Εισηγητική του Έκθεση, του επισήμανε όμως ότι «ἡ Βουλὴ ὀφείλει ν’ ἀποφανθῇ ὅτι τὸ περὶ οὗ ὁ λόγος περιστατικὸν δὲν εἶναι ἀληθές». Κι αυτό διότι «ἐπὶ τῆς ἀγχόνης τοῦ [πατριάρχη] ἐφαίνετο γεγραμμένη καὶ ἡ ἀφορμὴ τῆς καταδίκης αὐτοῦ, ὡς συνενόχου δῆθεν εἰς τὴν τῶν ραγιάδων ἀποστασίαν, ἐν ᾧ πώποτε δὲν ἀναφέρεται ὅτι ὁ Πατριάρχης ἦτον μεμυημένος τὰ τῆς Ἐπαναστάσεως, ἢ ὅτι αὐτὸς κατήχει ἄλλους […]. Δὲν συμφέρει λοιπὸν ἐμεῖς σήμερον νὰ ἐπικυρώσωμεν τὴν κατʼ αὐτοῦ ἀπόφασιν, καὶ νὰ δικαιολογήσωμεν τὴν αὐθαίρετον ἐκείνην τοῦ δεσποτισμοῦ πρᾶξιν»[122].

Στον παραπάνω βουλευτή δεν αρκούσε που ο πρωθυπουργός και υπουργός Εσωτερικών θα απάλειφε από την Εισηγητική του Έκθεση την συγκεκριμένη φράση. Ήθελε να υπάρξει οπωσδήποτε και επίσημη απόφαση της ίδιας της Βουλής, με την οποία θα διακηρύσσονταν ότι ο πατριάρχης Γρηγόριος δεν είχε προδώσει ποτέ τον όρκο του προς τον σουλτάνο, ότι παρέμεινε μέχρι τέλους κάθετα αντίθετος προς την Επανάσταση, και ότι, φυσικά, δεν υπήρξε ποτέ μέλος της Φιλικής Εταιρείας.

Έτσι, στις 22 Φεβρουαρίου του 1856, η Βουλή, με ομόφωνη απόφασή της, επέβαλλε την αφαίρεση της συγκεκριμένης αναφοράς για τον Γρηγόριο από την Έκθεση του υπουργού, «μηδενὸς ὑποστηρίζοντος αὐτὴν ὡς ἀληθῆ»[123].

Με αυτήν την απόφασή της, η Βουλή των Ελλήνων επιβεβαίωσε με τον πλέον επίσημο τρόπο πως για την εθνικιστική κρατική ιδεολογία «δεν συνέφερε» να υπάρχει σε οποιοδήποτε κρατικό έγγραφο έστω και η πιο φευγαλέα αναφορά ότι ο Γρηγόριος ήταν μέλος της Φιλικής Εταιρείας και συμμετείχε μυστικά στην Επανάσταση. Για την εθνικιστική ιδεολογία, ο Γρηγόριος έπρεπε, υποχρεωτικά, να παρουσιάζεται πάντοτε ως ένας από τους πιο πιστούς και πειθήνιους υπηρέτες του σουλτάνου και, αντίστοιχα, ως ένας από τους πιο ορκισμένους εχθρούς της Επανάστασης.

Η απόφαση αυτή της Βουλής υπήρξε ένα γεγονός μοναδικό στην ιστορία της, αφού η Βουλή δεν ψηφίζει ποτέ τις Εισηγητικές Εκθέσεις των νομοσχεδίων, αλλά πάντοτε τα νομοσχέδια και μόνον, όπως είχε παρατηρήσει τότε, έκπληκτος, και ο αρμόδιος υπουργός.

Ο εθνικισμός απαιτεί αμνησία, σημειώνουν οι αναθεωρητές ιστορικοί. Και ειδικά για τον ρόλο που έπαιξε ο Γρηγόριος Ε΄ στην Επανάσταση. Μετά όμως από όλα τα παραπάνω, καθίσταται σαφές ότι στην πραγματικότητα συνέβη το αντίθετο. Ο εθνικισμός και η επίσημη κρατική ιδεολογία όχι μόνον δεν απαίτησαν οποιαδήποτε αμνησία για τον πατριάρχη Γρηγόριο και τις πράξεις του, αλλά ήταν εκείνοι που διατράνωσαν με τον πιο επίσημο τρόπο, με ομόφωνη απόφαση της Βουλής, ότι ο Γρηγόριος δεν υπήρξε ποτέ μέλος της Φιλικής Εταιρείας, και ότι παρέμεινε μέχρι τέλους ορκισμένος εχθρός της Επανάστασης. Μετά από αυτό, το μόνο που έχει πια απομείνει στους αναθεωρητές ιστορικούς είναι να συνεχίσουν με συνέπεια την ιστορική γραμμή που χάραξε για τον Γρηγόριο Ε΄ η επίσημη κρατική ιδεολογία από την πρώτη κιόλας στιγμή της ίδρυσης του Ελληνικού κράτους.

Από τις αγορεύσεις των βουλευτών ανακύπτουν ευθέως και κάποια πολύ σημαντικά ερωτήματα:

α) Γιατί ο πρώτος ομιλήσας βουλευτής υποστήριξε, με τόση έμφαση, πως δεν έπρεπε να αναφερθεί ποτέ σε επίσημο έγγραφο ότι ο Γρηγόριος ήταν μέλος της Φιλικής Εταιρίας και υπέρ της Επανάστασης, ακόμη και αν αυτό ήταν αλήθεια;

β) Γιατί «όφειλε» η Βουλή να αποφανθεί οπωσδήποτε για ένα συγκεκριμένο ιστορικό ζήτημα, και να επικυρώσει, με την ομόφωνη ψήφο της, ότι ο Γρηγόριος δεν υπήρξε ποτέ μέλος της Φιλικής Εταιρίας, και ότι παρέμεινε μέχρι τέλους πιστός υπήκοος του σουλτάνου;

γ) Γιατί δεν «συνέφερε» να αναφέρεται στα επίσημα έγγραφα του Ελληνικού Κράτους ότι ο Γρηγόριος υποστήριξε την Επανάσταση;

4.5. 1864: Ν. Σαρίπολος.

Αυτή η στάση της εθνικιστικής ιδεολογίας προς το πρόσωπο του Γρηγορίου συνεχίστηκε αμείωτη και στα μετέπειτα χρόνια, πάντοτε στο πιο υψηλό επίπεδο.

Το 1862-64 συνήλθε στην Αθήνα η Β΄ των Ελλήνων Εθνοσυνέλευση, η οποία συζήτησε και ψήφισε και το Σύνταγμα του 1864. Η συζήτηση για το Σύνταγμα άρχισε τον Αύγουστο του 1864, και ξεκίνησε με τα περί θρησκείας δύο πρώτα άρθρα του Συντάγματος. Εισηγητής του Συντάγματος ήταν ο περίφημος καθηγητής του Συνταγματικού Δικαίου, και πληρεξούσιος της Εθνοσυνέλευσης, Ν. Σαρίπολος.

Η συζήτηση των δύο αυτών άρθρων κινήθηκε εξαρχής σε πολύ υψηλούς τόνους, με σφοδρές αντιπαραθέσεις, διότι ορισμένοι πληρεξούσιοι από τα Επτάνησα, με επικεφαλής τον Γεώργιο Τυπάλδο-Ιακωβάτο, έθεσαν ως αίτημα την άρση του αυτοκεφάλου της Ελλαδικής Εκκλησίας, και την υπαγωγής της εκ νέου στο Οικουμενικό Πατριαρχείο[124].

Ο εισηγητής Ν. Σαρίπολος ανέβηκε στο βήμα στις 5 Αυγούστου 1864. Επειδή είχαν αγορεύσει ήδη οι υπέρ της καταργήσεως του αυτοκεφάλου Επτανήσιοι πληρεξούσιοι, ο Σαρίπολος στην μακροσκελέστατη εισήγησή του ανέπτυξε μια σειρά από επιχειρήματα, ώστε να υπερασπιστεί το ελλαδικό αυτοκέφαλο. Ανάμεσα στα άλλα, αναφέρθηκε και στην εμβληματική μορφή του Γρηγορίου Ε΄, λέγοντας τα εξής:

«[Ὅ]ταν βλέπω ἕνα Γρηγόριον, ἅγιον μεγαλομάρτυρα τῆς πίστεως καὶ τῆς ἐλευθερίας, ἀπαγχονισθέντα, ὅταν βλέπω τὴν χεῖρα αὐτοῦ ὑπογράφουσαν τὴν καταδίκην τῆς ἑλληνικῆς ἐπαναστάσεως, καὶ ἀφορίζουσαν τὸν Κακογεώργιον, τὸν Κακονικόλαον, δηλαδὴ Γρηγόριον τὸν Εὐβοίας, Νεόφυτον τὸν Ταλαντίου, Γερμανὸν τὸν Παλαιῶν Πατρῶν, ὤ! δὲν θέλω νὰ διατρέξω καὶ αὖθις εἰς τὸ μέλλον τὸν αὐτὸν κίνδυνον, δὲν θέλω ὁ Πατριάρχης νὰ δυνηθῇ ποτε πλέον ὡς ἄλλος Βαλαὰμ νὰ καταρασθῇ ἐκείνους οἱ ὁποῖοι μάχονται ἢ θέλουσι πολεμήσει ὑπὲρ τῆς ἐλευθερίας (εὖγε)»[125].

Ένας από τους πλέον επίσημους φορείς της εθνικής κρατικής ιδεολογίας, ο εισηγητής του Συντάγματος, και καθηγητής του Εθνικού Πανεπιστημίου, προκειμένου να υπερασπιστεί το αυτοκέφαλο της Ελλαδικής Εκκλησίας υπενθυμίζει στην Εθνοσυνέλευση ότι ο πατριάρχης Γρηγόριος Ε΄ είχε καταδικάσει την Επανάσταση, επευφημούμενος μάλιστα και από πολλά μέλη της Εθνοσυνέλευσης.

Αλλά, όπως είδαμε και πιο πάνω, αυτό από μόνο του δεν ήταν αρκετό στην εθνικιστική ιδεολογία, προκειμένου να επιτύχει τον στόχο της, που ήταν η πλήρης απαξίωση του Γρηγορίου στην σκέψη και την συνείδηση των Ελλήνων. Γιʼ αυτό και ο Σαρίπολος δεν διστάζει να επαναλάβει την συκοφαντία που είχε χαλκεύσει εναντίον του πατριάρχη η επίσημη κρατική ιδεολογία τριάντα χρόνια πριν[126], διατυπώνοντας και αυτός τον ίδιο με τότε ψευδή και ανυπόστατο ισχυρισμό, ότι ο Γρηγόριος είχε αφορίσει τους επισκόπους των επαναστατημένων περιοχών.

  1. Ο αφορισμός της Επανάστασης στην Μολδοβλαχία και τα πρόβληματά του.

Ένα από τα σημαντικότερα προβλήματα που εμφανίζονται στην μελέτη των γεγονότων που διαδραματίστηκαν τον Μάρτη-Απρίλη του 1821 στην Κωνσταντινούπολη είναι και η ακριβής χρονολόγησή τους. Το πρόβλημα το είχαν επισημάνει ήδη οι αυτόπτες μάρτυρες των συγκεκριμένων γεγονότων, όσοι αμέσως μετά επιχείρησαν να γράψουν την ιστορία τους, αλλά και οι μεταγενέστεροι ιστορικοί.

Ο κληρικός Αμβρόσιος Φραντζής, ξεκινώντας να γράψει την ιστορία της Ελληνικής Επανάστασης, ζήτησε από έναν «αξιόπιστο» και «αξιοσέβαστο» Κωνσταντινουπολίτη μία «έκθεση» για όσα είχαν συμβεί εκείνους τους φριχτούς μήνες του ʼ21 στην Πόλη[127]. Ο συγκεκριμένος άνθρωπος ανταποκρίθηκε άμεσα, αλλά ταυτόχρονα του εξέθεσε και την δυσκολία που είχε στο να αναφέρει με ακρίβεια τις ημερομηνίες που είχε επισυμβεί καθένα απ’ αυτά τα γεγονότα, καθώς το μόνο που κοιτούσε τότε ο κάθε Έλληνας ήταν πώς θα κατάφερνε να σώσει τη ζωή του:

«[Ὁ] τότε εἰς ἕνα ἕκαστον ἐπικείμενος κίνδυνος τῆς ζωῆς του, ποῖον ἄφηνε νὰ συλλογισθῇ νὰ σημειώνῃ τὰ συμβαίνοντα καθʼ ἡμέραν; […] Ἐν τοιούτοις λοιπὸν δεινοῖς, οὔτʼ ἐγώ, οὔτʼ ἄλλος τις ἠδύνατο νὰ κρατήσῃ ἡμερολόγιον· καὶ ἂν τὶς ἤρχισε ποτὲ τοιοῦτον τι, τὸ παρέδωκεν ἔπειτα εἰς τὰς φλόγας, ὑποπτευόμενος καὶ ἀπὸ αὐτὰς ἀκόμη, μήπως τὸν μαρτυρήσωσιν»[128].

Ήταν τέτοιος ο τρόμος που βίωναν οι Έλληνες τότε, ώστε και αν ακόμη κάποιος ξεκινούσε τυχόν να κρατάει ημερολόγιο των γεγονότων, στο τέλος θα το έκαιγε, από φόβο μην τυχόν πέσει στα χέρια των Τούρκων.

5.1. Ο αριθμός των αφοριστικών κειμένων.

Το κυριώτερο και σπουδαιότερο γεγονός που παρουσιάζει πολύ μεγάλες δυσχέρειες στην χρονολόγησή του είναι εκείνο του πατριαρχικού και συνοδικού αφορισμού εναντίον της Επανάστασης στην Μολδοβλαχία.

Το πρόβλημα ξεκινάει από τον αριθμό των κειμένων αυτών, καθώς για το θέμα αυτό υπάρχει μεγάλη σύγχυση ανάμεσα στους ερευνητές, διότι άλλοι κάνουν λόγο για δύο, και άλλοι για τρεις αφορισμούς[129]. Και μάλιστα ο Ι. Φιλήμων, επιτείνοντας την σύγχυση, κάνει λόγο για έναν «γενικό συνοδικό αφορισμό» και για έναν «μερικό αφορισμό του πατριάρχη» κατά του Μ. Σούτσου και του Α. Υψηλάντη[130].

Η πραγματικότητα είναι πως εκδόθηκαν δύο σχεδόν πανομοιότυποι αφορισμοί, οι οποίοι ήσαν και οι δύο πατριαρχικοί και συνοδικοί, δηλαδή υπογράφτηκαν και από τον πατριάρχη, και από τα μέλη της Συνόδου του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Επίσης, και οι δύο αφορισμοί είχαν το ίδιο ακριβώς αντικείμενο, την Επανάσταση στην Μολδοβλαχία και τους αρχηγούς της, Α. Υψηλάντη και Μ. Σούτσο. Το μόνον που άλλαζε ήταν οι αποδέκτες του κάθε αφορισμού. Το πρώτο αφοριστικό κείμενο είχε ως αποδέκτες του τον «ὑπέρτιμο καὶ ἔξαρχο Πλαγηνῶν» και τους χριστιανούς της επαρχίας του, ενώ το δεύτερο απευθύνονταν σε όλο το πλήρωμα των ορθόδοξων χριστιανών της Οθωμανικής αυτοκρατορίας.

Επίσης, υπάρχει και μια προσωπική επιστολή του πατριάρχη προς τον «ὑπέρτιμο καὶ ἔξαρχο Πλαγηνῶν», με την οποία του διαβιβάζει τον συνοδικό αφορισμό που απευθύνονται προς εκείνον και το ποίμνιό του. Η ημερομηνία λοιπόν που πρέπει να προσδιορισθεί είναι καταρχήν του πρώτου αφοριστικού κειμένου, και ποιο ήταν αυτό.

5.2. Ο πρώτος αφορισμός.

5.2.1. Οι μέχρι τώρα χρονολογήσεις.

Οι ιστορικοί και οι συγγραφείς του 19ου αιώνα αποφεύγουν συνειδητά να προβούν σε μια έστω και κατά προσέγγιση χρονολόγηση του αφορισμού[131], διότι και εκείνοι στερούνταν των απαραίτητων προς τούτο στοιχείων. Μοναδική εξαίρεση αποτελεί ο Ι. Φιλήμων, ο οποίος προσδιορίζει την έκδοση του «γενικού συνοδικού αφορισμού» στις 23 Μαρτίου, την Ε΄ Κυριακή των Νηστειών[132].

5.2.1.1. 4 Απριλίου 1821.

Στην σύγχρονη εποχή, οι ιστορικοί πρότειναν τρεις διαφορετικές ημερομηνίες για την έκδοση του αφορισμού. Σύμφωνα με την πρώτη άποψη, ο αφορισμός εκδόθηκε και ανακοινώθηκε την Κυριακή των Βαΐων, στις 4 Απριλίου 1821. Είναι η ημερομηνία που πρώτος εισηγήθηκε ο C.A. Frazee[133], και ακολούθησαν στη συνέχεια και άλλοι σύγχρονοι ιστορικοί[134].

Όμως, η ημερομηνία αυτή είναι διπλά λανθασμένη. Πρώτον, διότι η Κυριακή των Βαΐων του 1821 δεν ήταν στις 4, αλλά στις 3 Απριλίου[135]. Και, το κυριώτερο, διότι δεν είναι δυνατόν ο αφορισμός να εκδόθηκε Απρίλιο, όχι μόνον γιατί αυτή από μόνη της είναι μια πολύ όψιμη ημερομηνία, αλλά κυρίως διότι την αποκλείει το ίδιο το αφοριστικό έγγραφο, το οποίο εκδόθηκε σε μονόφυλλο από το πατριαρχικό τυπογραφείο και αυτοχρονολογείται «κατὰ μῆνα Μάρτιον»[136].

5.2.1.2. 23 Μαρτίου 1821.

Μια δεύτερη ομάδα ερευνητών δέχεται την ημερομηνία που προτείνει ο Ι. Φιλήμων[137]. Όμως, ημερομηνία αυτή είναι επίσης διπλά λανθασμένη. Πρώτον, διότι η 23η Μαρτίου ήταν ημέρα Τετάρτη και όχι Κυριακή, και δεύτερον, διότι η Ε΄ Κυριακή των Νηστειών έπεφτε τότε στις 27 Μαρτίου[138].

5.2.1.3. 11 Μαρτίου 1821.

Η τρίτη ομάδα των ερευνητών προσδιορίζει την εξαγγελία του αφορισμού στις 11 Μαρτίου, βασιζόμενη στην χρονολόγηση που φέρει η διαβιβαστική προσωπική επιστολή του πατριάρχη προς τον «ὑπέρτιμο καὶ ἔξαρχο Πλαγηνῶν»[139]. Την άποψη αυτή εισηγήθηκε πρώτος ο Τ. Γριτσόπουλος[140], και ακολούθησαν οι Ι.Κ. Μαζαράκης-Αινιάν[141], Φ. Ηλιού[142]. Π.Μ. Κιτρομηλίδης[143] και Β. Κρεμμυδάς, ο οποίος μάλιστα επισημαίνει πως «[η] μακροσκελής Εγκύκλιος δεν πρέπει να κυκλοφόρησε αργότερα από τις πρώτες ημέρες του Μαρτίου, γιατί το περιεχόμενό της έχει σκοπό να νουθετήσει ή και να ασκήσει ηθικό εκβιασμό, προκειμένου να αποτρέψει μερικούς από τον επαναστατικό δρόμο στον οποίο είχαν εμπλακεί· χρειαζόταν λοιπόν κάποιος χρόνος»[144].

5.2.2. Η ημερομηνία έκδοσης του πρώτου αφοριστικού εγγράφου.

Η ακριβής ημερομηνία της σύνταξης του πρώτου, αλλά και του δεύτερου αφορισμού είναι δυνατόν να προσδιορισθεί χάρις στις πρωτογενείς πηγές που σώζονται από εκείνες ακριβώς τις μέρες, και μας προσφέρουν τις απαραίτητες πληροφορίες.

Η εφημερίδα Allgemeine Zeitung σε ανταπόκριση της από την Κωνσταντινούπολη αναφέρει τα εξής:

«Κωνσταντινούπολη, 24 Μαρτίου. […] Οι προύχοντες και οι αρχηγοί της ελληνικής κοινότητας συγκεντρώθηκαν χθες από τον πατριάρχη, ο οποίος είχε λάβει πολύ συγκεκριμένες εντολές από την Πύλη, στον πατριαρχικό ναό, και τους διάβασε ένα μεγαλόπρεπο Φιρμάνι, το οποίο κατήγγειλε τον Μιχαήλ Σούτσο (ηγεμόνα της Μολδαβίας) για εσχάτη προδοσία, και εξήγγειλε την καταδίκη του και την καταδίκη των οπαδών του»[145].

Εφόσον η ανταπόκριση χρονολογείται στις 24 Μαρτίου, το «χθες» που αναφέρεται σʼ αυτήν είναι η 23η Μαρτίου με το νέο ημερολόγιο, δηλαδή η 11η Μαρτίου με το παλιό. Δηλαδή, στις 11 Μαρτίου 1821 (π.ημ.), ημέρα Παρασκευή, ο πατριάρχης διάβασε σε όλες τις κεφαλές του γένους σουλτανικό διάταγμα, μέσα στον Πατριαρχικό Ναό, με το οποίο καταγγέλλονταν και καταδικάζονταν ως προδότες ο Σούτσος, ο Υψηλάντης και οι οπαδοί τους.

Για αυτό ακριβώς το διάταγμα η Υψηλή Πύλη μας δίνει κάποιες πολύ ενδιαφέρουσες πληροφορίες στην επίσημη διακοίνωση που εξέδωσε στις 14/26 Ιουλίου, ως απάντηση στην διακοίνωση του πρέσβη της Ρωσσίας Στρογανώφ της 6/18 Ιουλίου:

«Παρ’ όλʼ αυτά, η Υψηλή Πύλη […] έσπευσε να στείλει αμελλητί στο Πατριαρχείο μπουγιουρτνί που περιείχε σωτήριες συμβουλές. Αυτές οι συμβουλές ετέθησαν υπόψιν του Ρώσου πρέσβη και, έχοντας εγκριθεί από αυτόν, πήρε κι ένα αντίγραφο. Ο πραγματικός στόχος που είχαμε υπόψιν, απευθύνοντας τα προαναφερθέντα διατάγματα στον πατριάρχη, ήταν να τον ενθαρρύνουμε (ο πατριάρχης είναι ο αρχηγός του ελληνικού έθνους, και με την επιρροή του το κάνει να υπακούει) να εξαποστείλει προς όλες τις κατευθύνσεις αναθέματα, για να προτρέψει στην υποταγή, διασώζοντας έτσι το έθνος του, αποπνίγοντας χωρίς κρότο και λάμψη τον σπόρο της εξέγερσης που εξέτρεφαν άφρονες ραγιάδες, τόσο στην πρωτεύουσα, όσο και σε άλλα μέρη της αυτοκρατορίας»[146].

Όπως δηλώνει με απόλυτη σαφήνεια η ίδια η Υψηλή Πύλη, ο κύριος λόγος που εκδόθηκε το φιρμάνι της 11ης Μαρτίου ήταν για να υποχρεωθεί ο πατριάρχης να αφορίσει τον Υψηλάντη και τον Σούτσο, και να προτρέψει όλους τους Έλληνες σε υποταγή. Πράγμα που μέχρι εκείνη τη στιγμή παρέλειπε να πράττει.

Εδώ πρέπει να παρατηρήσουμε ότι η αντίληψη πως ο σουλτάνος «επεδίωξε και τελικά πέτυχε τον αφορισμό του Υψηλάντη και του κινήματός του από τον πατριάρχη Γρηγόριο»[147] δείχνει μάλλον άγνοια των βασικότερων πολιτικών λειτουργιών της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Ο σουλτάνος ούτε «επεδίωκε», ούτε προσπαθούσε να «πετύχει» κάτι. Απλά διέταζε. Κι όποιος δεν υπάκουε στην διαταγή του, έχανε αμέσως το κεφάλι του.

Ενδιαφέρον είναι επίσης να σημειώσουμε ότι πριν παραδοθεί το συγκεκριμένο φιρμάνι στο Πατριαρχείο προς ανάγνωσιν, το είχε εγκρίνει πρώτα ο πρέσβης της Ρωσσίας, ο οποίος μάλιστα είχε πάρει και αντίγραφο.

Όπως ήδη αναφέραμε, ο πατριάρχης και η περί αυτόν Σύνοδος εξέδωσαν δύο αφοριστικά κείμενα, με κάποια χρονική απόσταση μεταξύ τους. Το ένα από αυτά απευθύνεται προς τον «ὑπέρτιμο καὶ ἔξαρχο Πλαγηνῶν», τους άρχοντες, τους εμπόρους, τους πρόκριτους και σ’ όλους τους ορθόδοξους χριστιανούς[148]. Αυτός ο αφορισμός διαβιβάζονταν προς τον «ὑπέρτιμο καὶ ἔξαρχο Πλαγηνῶν» με μία προσωπική επιστολή του πατριάρχη, που απευθύνονταν αποκλειστικά και μόνον προς αυτόν[149].

Αυτή η διαβιβαστική επιστολή του Γρηγορίου είναι χρονολογημένη στις 11 Μαρτίου 1821[150]. Από τις πληροφορίες που δίνει εκεί ο Γρηγόριος στον «ἔξαρχο Πλαγηνῶν» μπορούμε να αντιληφθούμε ποιο από τα δύο αφοριστικά κείμενα γράφτηκε πρώτο, και πότε ακριβώς κατασκευάστηκε. Η πρώτη πληροφορία που δίνει ο πατριάρχης στον «ἔξαρχο Πλαγηνῶν» είναι ότι το φιρμάνι του σουλτάνου είχε διαβαστεί, εις επήκοον πάντων, εκείνη την ίδια μέρα που του έγραψε και την επιστολή:

«[Τ]αῦτα πάντα διεκηρύχθησαν καὶ διὰ τοῦ ἐπίτηδες ἐπ’ αὐτῇ τῇ ὑποθέσει ἐκδοθέντος, καὶ σήμερον ἐπ’ ἀκροάσει κοινῇ πάντων ἡμῶν ἀναγνωσθέντος ὑψηλοῦ βασιλικοῦ προσκυνητοῦ ὁρισμοῦ»[151].

Έτσι επιβεβαιώνεται πλήρως και η σχετική ανταπόκριση της Allgemeine Zeitung, που είδαμε μόλις παραπάνω[152]. Ο πατριάρχης ενημερώνει επίσης τον «ἔξαρχο Πλαγηνῶν» ότι στους άλλους μητροπολίτες είχε στείλει, με πατριαρχικούς «έξαρχους», προσωπικές δικές του επιστολές, και όχι συνοδικές, προκειμένου να τους συστήσει πίστη και υποταγή στον σουλτάνο[153]:

«[Ἡ] ἁγία τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησία, κατὰ χρέος ἀπαραίτητον ἐπαγρυπνοῦσα ὑπὲρ τῶν ἁπανταχοῦ ὁμογενῶν, ἐξέδωκε γράμματα, καὶ διένειμε δι’ ἐξάρχων, ὑπαγορεύουσα πᾶσι τοῖς ὁμογενέσι κοινῶς τε καὶ κατὰ μέρος τὰ σωτήρια καὶ στηρίζουσα πάντας εἰς τὸ πιστὸν τοῦ ῥαγιαλικίου, καὶ τὰ χρέη τῆς εἰλικρινοῦς εὐπειθείας καὶ ὑποταγῆς»[154].

Όμως, ειδικά και μόνο στον «ἔξαρχο Πλαγηνῶν» και τους χριστιανούς της επαρχίας του στάλθηκε Πατριαρχικό και Συνοδικό Γράμμα, το οποίο είχε υπογραφεί «ἐν ὀχετοῖς δακρύων» πάνω στην αγία τράπεζα[155]. Αυτό δεν ήταν άλλο, παρά ο αφορισμός της Επανάστασης στην Μολδοβλαχία και των αρχηγών της, Αλέξανδρου Υψηλάντη και Μιχαήλ Σούτσου:

«∆ιό, περιπόθητε Ἀδελφέ, ἀγωνίσθητι ὅσον τὸ δυνατόν διὰ νὰ ἀποφύγῃς τὸν ψυχικὸν κίνδυνον, ὅτι ἐν ὀχετοῖς δακρύων καὶ τὸ στελλόμενόν Σοι Συνοδικὸν Γράμμα ἐπὶ τοῦ θείου ὑπεγράφη θυσιαστηρίου»[156].

Όπως λοιπόν διαπιστώνουμε, ο πρώτος πατριαρχικός και συνοδικός αφορισμός της Επανάστασης στις παραδουνάβιες ηγεμονίες συντάχτηκε στις 11 Μαρτίου, την ίδια μέρα που είχε διαβαστεί μέσα στον Πατριαρχικό Ναό και το σουλτανικό μπουγιουρντί που απαίτησε από τον πατριάρχη την σύνταξη αυτού του αφορισμού. Όμως, η 11η Μαρτίου εκείνη την χρονιά έπεφτε Παρασκευή. Αυτό σημαίνει πως ο αφορισμός υπογράφτηκε μεν πάνω στην αγία τράπεζα, αλλά όχι την ώρα της κυριακάτικης λειτουργίας. Έτσι επιβεβαιώνεται η πληροφορία που μας δίνει ο Γ.Α Μαυροκορδάτος ότι ο αφορισμός κατασκευάσθηκε σε απλή συνεδρίαση της Συνόδου[157], πράγμα που κακώς ο Τ. Κανδηλώρος χαρακτηρίζει ως «καταφωρότατο ψεύδος»[158].

Και έχει δίκιο ο Τ. Κανδηλώρος να επιτίθεται στον Μαυροκορδάτο για άλλες σοβαρές ανακρίβειες που περιέχει η αφήγησή του. Ειδικά όμως εδώ, ο Μαυροκορδάτος αποδεικνύεται απόλυτα ακριβής. Και είναι ο μόνος που έστω και με αρκετή σύγχυση διασώζει αυτήν την τόσο πολύτιμη πληροφορία, ότι ο αρχικός αφορισμός της Επανάστασης έγινε μέσα στα Πατριαρχεία κεκλεισμένων των θυρών, χωρίς να το μάθει ποτέ και κανείς. Διότι είχαν φροντίσει ο πατριάρχης και οι συνοδικοί αρχιερείς να κρατήσουν την κατασκευή αυτού του αφορισμού απόλυτα κρυφή και μυστική.

Και παρέμεινε τόσο μυστική η σύνταξη του αφορισμού, ώστε να την αγνοεί ακόμη και ο ανταποκριτής της Allgemeine Zeitung, ο οποίος είχε γράψει την ανταπόκρισή του μια μέρα μετά, στις 12/24 Μαρτίου, και ενώ είχε πληροφορηθεί όλα τα σχετικά με την ανάγνωση του σουλτανικού διατάγματος μέσα στον Πατριαρχικό Ναό[159]. Και όμως, για την σύνταξη του αφορισμού, που είχε γίνει την ίδια εκείνη μέρα, ακόμη και αυτός δεν είχε μάθει το παραμικρό.

Και δεν αγνοούσε την ύπαρξη του αφορισμού της 11ης Μαρτίου μόνον ο ανταποκριτής της γερμανικής εφημερίδας. Την αγνοούσαν και όλοι οι Έλληνες της Πόλης. Αυτό το αντιλαμβανόμαστε από ένα γράμμα που έστειλαν στον Εμμανουήλ Ξάνθο οι έφοροι της Φιλικής Εταιρείας στην Οδησσό. Στο σύντομο γράμμα τους, με ημερομηνία 19 Μαρτίου 1821, οι έφοροι της Οδησσού ανέφεραν στον Ξάνθο τα νέα που είχαν φέρει από την Κωνσταντινούπολη οι αριστοκράτες Έλληνες που κατάφεραν να φτάσουν στην Οδησσό, προκειμένου να γλυτώσουν από την τουρκική μανία. Και τα μόνα νέα που μετέφεραν στην Οδησσό οι φυγάδες της Κωνσταντινούπολης ήταν ότι η Υψηλή Πύλη έχει καθημερινές συναντήσεις με τον πατριάρχη και τον πρέσβη της Ρωσσίας, και ότι οι Τούρκοι κάνουν αρκετές ετοιμασίες:

«Εἰδήσεις ἐκ Κωνσταντινουπόλεως ἔχομεν, ἃς διὰ θαλάσσης παρὰ τῶν ἐν λιμένι μας φθασάντων εὐγενῶν ὑποκειμένων ἐμάθαμεν, ὅτι ἡ Πόρτα καθ’ ἑκάστην ἔχει συνδιαλέξεις μετὰ τοῦ πατριάρχου καὶ μετὰ τοῦ ῥωσσικοῦ πρέσβεως, καὶ ὅτι ὅλας τὰς σημαίας τῶν πλοίων τὰς ἐξετάζει ἐκτὸς τῆς ῥωσσικῆς, διότι ὁ πρέσβυς τὸ ἐμποδίζει, καὶ ὅτι ἑτοιμασίας ἀρκετὰς κάμνουν οἱ Τοῦρκοι»[160].

Τα πλοία ήθελαν περίπου τρεις μέρες να φτάσουν από την Πόλη στην Οδησσό. Αυτό σημαίνει πως οι ευγενείς Έλληνες που είχαν μεταφέρει τις παραπάνω ειδήσεις στους φιλικούς της Οδησσού μπορούσαν να είχαν φύγει από την Κωνσταντινούπολη ακόμη και στις 16 Μαρτίου. Και παρ’ όλ’ αυτά, δεν είχαν ιδέα για τον αφορισμό της 11ης Μαρτίου ενάντια στον Α. Υψηλάντη και τον Μ. Σούτσο. Έτσι, επιβεβαιώνεται το πόσο καλά είχε αποκρύψει ο πατριάρχης την έκδοση αυτού του αφορισμού ακόμη κι απ’ τους ίδιους τους αριστοκράτες Φαναριώτες, ώστε, τελικά, να μην μάθει την έκδοσή του κανείς απολύτως, ούτε ξένος, ούτε Έλληνας.

Ο λόγος που ο πατριάρχης Γρηγόριος και η Σύνοδος κράτησαν τον αφορισμό της Επανάστασης στην Μολδοβλαχία επτασφράγιστο μυστικό είναι προφανής: Για να περιοριστούν όσο το δυνατόν περισσότερο οι αρνητικές συνέπειες που θα επέφερε στην προετοιμασία του αγώνα η δημοσιοποίησή του. Διότι, αν οι απλοί Έλληνες μάθαιναν από τόσο νωρίς ότι το Πατριαρχείο είχε αφορίσει την Επανάσταση του Υψηλάντη, ήταν πιθανόν πως θα επηρεάζονταν αρνητικά. Και αυτό θα επέφερε πολύ σοβαρές συνέπειες στην προετοιμασία της Επανάστασης, ειδικά στον ελλαδικό χώρο, που σε λίγες μέρες επρόκειτο να κηρύξει την δική του εξέγερση. Και αυτό ήταν το τελευταίο που θα ήθελε ο πατριάρχης.

Επιπλέον, για να περιορίσει τις συνέπειες που θα είχε η ανακοίνωση του αφορισμού ακόμη και στην ίδια την επαναστατημένη Μολδοβλαχία, ο πατριάρχης φρόντισε να καταστήσει την μεταφορά του όσο το δυνατόν πιο αργή, και την αναπαραγωγή του, στα απαραίτητα αντίγραφα, όσο το δυνατόν πιο δύσκολη.

5.2.3. Τα μέσα αναπαραγωγής και διάδοσης του πρώτου αφορισμού.

Αυτός ο πρώτος αφορισμός, που κατασκευάσθηκε στις 11 Μαρτίου, είχε την μορφή ενός εκτενέστατου Πατριαρχικού και Συνοδικού Γράμματος, το οποίο δεν τυπώθηκε ποτέ σε μονόφυλλο. Αυτό σημαίνει πως η αναπαραγωγή του θα έπρεπε κάθε φορά να γίνεται με το χέρι. Με την διαβιβαστική του επιστολή, ο πατριάρχης διέταζε τον «ἔξαρχο Πλαγηνῶν» να κοινοποιήσει το περιεχόμενο του αφορισμού σε όλους τους χριστιανούς της περιοχής του:

«[Δ]ιὰ τῆς παρούσης ἐντελλόμεθά Σοι ἐκκλησιαστικῶς νὰ διασαλπίσῃς εἰς ὅλους τοὺς ὑπὸ τὴν πνευματικήν σου προστασίαν Χριστιανοὺς τὰς ἐννοίας τῶν Ἐκκλησιαστικῶν μας Γραμμάτων»[161].

Η σύνταξη του αφορισμού με την μορφή χειρόγραφης επιστολής, και η ανάγκη να κατασκευασθούν, πάντοτε με το χέρι, πολλαπλά αντίγραφα αυτού του τόσο μεγάλου σε έκταση κειμένου, καθιστούσε την αναπαραγωγή και την διάδοση του αφορισμού ένα πολύ κοπιαστικό και δυσχερές έργο. Και αυτός ακριβώς ήταν ο στόχος του πατριάρχη και της Συνόδου, όταν τον συνέτασσαν. Να δημιουργήσουν ένα κείμενο που θα περιείχε μεν όλα εκείνα τα στοιχεία που είχε διατάξει ο σουλτάνος, αλλά η μεταφορά και διάδοσή του να είναι όσο το δυνατόν πιο δύσκολη και χρονοβόρα. Κι αυτό διότι ο «έξαρχος Πλαγηνών» και οι επίσκοποί του θα έπρεπε να κατασκευάσουν χειρογράφως όλα εκείνα τα απαραίτητα αντίγραφα, ώστε να διανεμηθεί και να αναγνωσθεί σε όλη την τεράστια Μητρόπολή του.

Το κυριώτερο είναι πως ο πατριάρχης έφτιαξε τον αφορισμό έτσι, ώστε να έχει καθαρά «τοπικό χαρακτήρα και εμβέλεια»[162], ώστε να περιοριστούν οι όποιες αρνητικές επιπτώσεις του αποκλειστικά και μόνον στην περιοχή της Μολδοβλαχίας, όταν και όποτε θα έφτανε να κοινοποιηθεί εκεί.

Δείγμα άλλωστε και της μεγάλης προχειρότητας με την οποία κατασκευάστηκε αυτός ο πρώτος αφορισμός είναι και τα ονόματα των αρχιερέων που τον υπογράφουν. Έτσι, βλέπουμε να τον υπογράφουν ανύπαρκτοι μητροπολίτες, όπως ο Νικαίας Μελέτιος, ο Προυσσίας(!) Μελέτιος, και ο Αγκύρας Αθανάσιος[163]. Επίσης, εμφανίζονται ανύπαρκτες Μητροπόλεις, όπως η Μητρόπολη Ναξίας[164], ή φοβερά παραποιημένες, όπως η Μητρόπολη Προύσσης, που αναγράφεται ως Προυσσίας, δηλαδή όπως έλεγαν τότε οι Έλληνες την Πρωσσία, και η Μητρόπολη Διδυμοτείχου, που αναγράφεται ως Δειμοτοίχου[165].

5.2.4. Ο Μητροπολίτης – αποδέκτης του πρώτου αφορισμού.

Εδώ πρέπει να προβούμε σε μία πολύ σημαντική διευκρίνηση. Τόσο ο Τρικούπης[166], όσο και ο Φιλήμων[167] παραθέτουν το κείμενο του αφορισμού της 11ης Μαρτίου και της διαβιβαστικής επιστολής του Γρηγορίου με τέτοιον τρόπο, ώστε να δημιουργηθεί σε ένα μέρος της έρευνας ακόμη μεγαλύτερη σύγχυση. Πιο συγκεκριμένα, στα κείμενα που παραθέτουν οι παραπάνω ιστορικοί, ο μητροπολίτης στον οποίον αποστέλλεται ο αφορισμός προσφωνείται ως «μητροπολίτης ………. ὑπέρτιμος καὶ ἔξαρχος Πλαγηνῶν», δηλαδή αφήνεται κενός ο χώρος όπου θα έπρεπε να υπάρχει τόσο το όνομα του μητροπολίτη, όσο και το όνομα της Μητρόπολης που αυτός διαποίμενε.

Αυτό οδήγησε τον Τ. Γριτσόπουλο να κάνει λόγο για μητροπολίτη Πλαγηνών[168], κατασκευάζοντας έτσι και μια ανύπαρκτη Μητρόπολη, την Μητρόπολη Πλαγηνών. Σε αυτό το λάθος υπέπεσε, διότι προφανώς δεν έλαβε υπόψιν του ότι όλοι οι μητροπολίτες του Οικουμενικού Πατριαρχείου έχουν και τον «ψιλό» τίτλο του «ὑπέρτιμου καὶ ἐξάρχου» κάποιας μεγάλης περιφέρειας. Το να εκλαμβάνεται ο «ὑπέρτιμος καὶ ἔξαρχος Πλαγηνῶν» ως μητροπολίτης Πλαγηνών είναι ένα πολύ χονδροειδές και ιδιαίτερα σοβαρό λάθος. Σαν να προσφωνείται λ.χ. ο μητροπολίτη Θεσσαλονίκης ως μητροπολίτης Πάσης Θετταλίας, διότι είναι «ὑπέρτιμος καὶ ἔξαρχος πάσης Θετταλίας», «αναβαθμίζοντας» έτσι και την Μητρόπολη Θεσσαλονίκης σε Μητρόπολη Πάσης Θετταλίας.

Το χοντροκομμένο λάθος του Γριτσόπουλου αναπαρήγαγαν οι Ν.Γ. Ζαχαρόπουλος και Μ. Πύλια, προσθέτοντας μάλιστα ακόμη περισσότερες ανακρίβειες.

Έτσι, ο Ν.Γ. Ζαχαρόπουλος, εκτός του ότι κάνει λόγο για «μητροπολίτην Πλαγηνῶν», δίνει και περαιτέρω στοιχεία για την ανύπαρκτη Μητρόπολη Πλαγηνών, πληροφορώντας τον ειδικό αναγνώστη ότι «ἡ μητρόπολις αὕτη ἀνῆκεν εἰς τὴν Μολδοβλαχίαν»[169]. Η Μ. Πύλια, επίσης, όχι μόνον αναφέρεται σε μητροπολίτη Πλαγηνών, αλλά τον «προβιβάζει» και σε επίσκοπο(!) Βλαχίας[170].

Στο ερώτημα ποιος είναι ο μητροπολίτης στον οποίον εστάλη ο πρώτος συνοδικός αφορισμός και η διαβιβαστική επιστολή του Γρηγορίου απαντούν τα ίδια τα κείμενα, τα οποία δημοσιεύτηκαν πλήρη και χωρίς αποσιωπητικά σε δύο έντυπα, τα οποία εκδίδονταν στην Βιέννη. Στην εφημερίδα Ελληνικός Τηλέγραφος και στο τελευταίο τεύχος του Λόγιου Ερμή. Εκεί διαβάζουμε πως ο Γρηγόριος απευθύνεται στον μητροπολίτη Μολδαβίας Βενιαμίν:

«Ἱερώτατε μητροπολῖτα Μολδαβίας, ὑπέρτιμε καὶ ἔξαρχε Πλαγηνῶν, ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι ἀγαπητὲ ἀδελφὲ καὶ συλλειτουργὲ τῆς ἡμῶν μετριότητος, κύριε Βενιαμίν»[171].

Την πολύ μεγάλη σημασία που έχει η αποστολή των παραπάνω κειμένων προς αυτόν ειδικά τον μητροπολίτη θα την αναλύσουμε στη συνέχεια της μελέτης μας.

5.3. Ο δεύτερος αφορισμός.

5.3.1. Οι λόγοι που η Υψηλή Πύλη επέβαλλε τη σύνταξή του.

Αντίγραφο του πρώτου αφορισμού κοινοποιήθηκε αμελλητί στην Υψηλή Πύλη, το οποίο προφανώς η Πύλη έλεγξε σχολαστικότατα, με την βοήθεια πάντοτε των πιστών της Τουρκοκρητικών. Τότε οι ανώτατοι Τούρκοι αξιωματούχοι αντιλήφτηκαν ότι το Πατριαρχείο είχε προσπαθήσει να τους εξαπατήσει, διότι αντί για τον γενικό αφορισμό που Πύλη περίμενε ότι θα είχε συνταχθεί, διαπίστωσαν πως ο Γρηγόριος είχε συντάξει έναν τοπικής εμβέλειας αφορισμό, σε χειρόγραφη μορφή, ο οποίος θα παρουσίαζε πολύ μεγάλες δυσχέρειες στην μεταφορά, την αναπαραγωγή και την διάδοσή του.

Έτσι, η Πύλη απαίτησε να συνταχτεί ένας καινούργιος, δεύτερος κατά σειρά αφορισμός, του οποίου όμως την ύπαρξη αυτή τη φορά θα την μάθαιναν όλοι άμεσα, αφού θα ανακοινώνονταν με τον πλέον επίσημο τρόπο, την ώρα της κυριακάτικης λειτουργίας.

Επιπλέον, θα είχε την μορφή Απανταχούσας προς όλους ανεξαιρέτως τους ορθόδοξους χριστιανούς και θα τυπώνονταν σε μονόφυλλο, έτσι ώστε να αναπαραχτεί ταχύτατα σε πολλές εκατοντάδες έντυπα αντίγραφα, τα οποία θα αποστέλλονταν αυτοστιγμεί σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της αυτοκρατορίας. Τον τρόπο μάλιστα της μεταφοράς του η Πύλη δεν επρόκειτο πλέον να τον εμπιστευτεί στους αργοκίνητους πατριαρχικούς εξάρχους, αλλά θα τον ανέθετε στο ίδιο το αυτοκρατορικό ταχυδρομείο.

5.3.2. Η χρονολογία σύνταξης του δεύτερου αφορισμού.

Το πρώτο ερώτημα που τίθεται σχετικά μ’ αυτόν τον καινούργιο, δεύτερο κατά σειρά αφορισμό, είναι το πότε συντάχτηκε. Το 1991 δημοσιεύτηκε, σε αγγλική μετάφραση, το ανέκδοτο προσωπικό ημερολόγιο του Κεφαλλονίτη στην καταγωγή Σπυρίδωνα Γιούρεβιτς Δεστούνη, ο οποίος υπηρέτησε από το 1818 ώς το 1821 ως γενικός πρόξενος της Ρωσσίας στη Σμύρνη[172].

Σε μια καταγραφή του στο ημερολόγιο αυτό, ο Δεστούνης σημειώνει τα εξής:

«Στις 25 Μαρτίου διαβάστηκε η πατριαρχική εγκύκλιος. Προκάλεσε ανάμεικτα συναισθήματα, αλλά φαίνεται ότι δεν είναι πολιτικό να ανοίξουμε τα μάτια του λαού στην υπάρχουσα συνωμοσία»[173].

Χάρις σʼ αυτήν την πολύτιμη αναφορά του ημερολογίου του Δεστούνη, πληροφορούμαστε το terminus ante quem της έκδοσης του αφορισμού. Εφόσον ο αφορισμός διαβάστηκε στη Σμύρνη την ημέρα του Ευαγγελισμού, δηλαδή την ημέρα της επίσημης έναρξης της Ελληνικής Επανάστασης στην κυρίως Ελλάδα, αυτό σημαίνει ότι είχε συνταχτεί νωρίτερα.

Οξεία είναι και η παρατήρηση του Δεστούνη για τις πολιτικές συνέπειες που θα μπορούσε να έχει η ανάγνωση του αφορισμού, πράξη που την χαρακτηρίζει ως μη «πολιτική», δηλαδή ως μια άστοχη πολιτικά κίνηση. Κι αυτό διότι η ανάγνωση του αφορισμού θα λειτουργούσε από μόνη της ως η καλλίτερη διαφήμιση της επαναστατικής συνομωσίας σε όλους τους υπόδουλους Έλληνες, πολλοί από τους οποίους θα μάθαιναν για πρώτη φορά την ύπαρξή της χάρις στο αφοριστικό κείμενο.

Εφόσον ο δεύτερος αυτός αφορισμός ξέρουμε πως διαβάστηκε μπροστά στους έντρομους και «φρικιώντες» Έλληνες μέσα στον πατριαρχικό ναό την ώρα της κυριακάτικης λειτουργίας, δύο μόνον ημερομηνίες είναι πλέον πιθανές για την έκδοσή του: Η 13η Μαρτίου, Γ΄ Κυριακή των Νηστειών, ή η 20η Μαρτίου, Δ΄ Κυριακή των Νηστειών.

5.3.2.1.Ο τρόπος αποστολής του δεύτερου αφορισμού.

5.3.2.1.1. Η μαρτυρία του μητροπολίτη Φιλιππουπόλεως.

Για να προσδιορίσουμε με ακρίβεια το πότε συντάχθηκε ο δεύτερος αφορισμός, πρέπει πρώτα να προσδιορίσουμε το πώς αποφασίστηκε τελικά να γίνει η αποστολή του προς όλους τους μητροπολίτες του Οικουμενικού Πατριαρχείου.

Επαναλαμβάνοντας τα όσα λέγονται στην διαβιβαστική επιστολή του Γρηγορίου προς «ὑπέρτιμο καὶ ἔξαρχο Πλαγηνῶν», όλοι οι Έλληνες ιστορικοί αναφέρουν ότι ο αφορισμός στάλθηκε σε όλες τις επαρχίες του Οικουμενικού Πατριαρχείου «δι’ ἐξάρχων», δηλαδή με ειδικούς πατριαρχικούς απεσταλμένους[174]. Όμως, χάρις σε μια σημαντικότατη έρευνα του Π.Α. Γεωργαντζή, γνωρίζουμε πως το μονόφυλλο με την της Απανταχούσα δεν διαβιβάστηκε μέσω των πατριαρχικών εξάρχων, αλλά κυρίως μέσω των Τατάρων, δηλαδή μέσω των αυτοκρατορικών ταχυδρόμων[175].

Μια αδιαμφισβήτητη μαρτυρία γιʼ αυτό εμπεριέχεται στην επιστολή που είχε γράψει στις 8 Απριλίου 1821 ο μητροπολίτης Φιλιππουπόλεως Παΐσιος προς τον πατριάρχη Γρηγόριο. Με την συγκεκριμένη επιστολή, ο μητροπολίτης Φιλιππουπόλεως ενημέρωνε τον πατριάρχη ότι είχε λάβει και τα δύο αφοριστικά κείμενα εναντίον της Επανάστασης στην Μολδοβλαχία, και ανέφερε πως είχε προβεί σε όλες τις απαραίτητες ενέργειες, προκειμένου να τα στείλει σε όλες τις περιοχές της Μητρόπολής του, ενώ ταυτόχρονα είχε εξασφαλίσει και την έγγραφη διαβεβαίωση των κατοίκων της Φιλιππούπολης ότι παρέμεναν πάντοτε πιστοί στον σουλτάνο:

«Δύω θεσπεσίας εὐχετικάς μοι δεσποτικὰς αὐτῆς ἐπιστολὰς ἐν μιᾷ ἑβδομάδι εὐλαβῶς παρέλαβον, τὴν μὲν διὰ Τατάρεως τῆς ὑψηλῆς Πόρτας πρὸ ὀκτὼ ἡμέρων, τὴν δὲ διὰ Τατάρεως τοῦ ἐνδοξοτάτου ναζὴρ ἀγᾶ ἐφένδη μας Βελῆ ἀγᾶ, τὴν αὐτὴν ἔννοιαν περιεχούσας, ἕνεκεν τῆς κακοτροπίας καὶ ἀγνωμοσύνης εἰς τὸ θεοφρούρητον βασίλειον κράτος τῶν δύω ἐκείνων ἀποστατῶν. Καὶ παραχρῆμα ἔκτοτε ὅλαις δυνάμεσιν ἀνεδυσάμην ταύτην τὴν ὑπόθεσιν μὲ πᾶσαν σπουδὴν καὶ ἄοκνον ἐπιμέλειαν. Καὶ μεταφράσας τὰ σταλθέντα μοι συνοδικὰ ἐκκλησιαστικὰ γράμματα εἰς τὴν βουλγαρικὴν διάλεκτον, ἀπέστειλα εἰς ἕκαστον μέρος χρειῶδες τῆς ταπεινῆς μοῦ παροικίας μὲ ἐξεπίτηδες ἀνθρώπους μου καὶ πνευματικοὺς ταξειδιώτας νὰ ἀναγνωσθῶσιν εἰς ὅλα τὰ μέρη»[176].

Ξεκινώντας ο Παΐσιος την επιστολή του, πληροφορεί τον πατριάρχη πως μέσα σε μια βδομάδα είχε λάβει απανωτά δύο πατριαρχικές επιστολές, οι οποίες είχαν το ίδιο ακριβώς περιεχόμενο («τὴν αὐτὴν ἔννοιαν περιεχούσας»), την καταδίκη της Επανάστασης των Υψηλάντη και Σούτσου. Πράγμα που φαίνεται πως του προκάλεσε αρκετή έκπληξη. Οι επιστολές αυτές ήταν οι δύο πατριαρχικοί και συνοδικοί αφορισμοί της Επανάστασης στην Μολδοβλαχία, όπως και ο ίδιος ο Παΐσιος διευκρινίζει: «τὰ σταλθέντα μοι συνοδικὰ ἐκκλησιαστικὰ γράμματα».

Είναι πολύ σημαντικό να παρατηρήσουμε εδώ, ότι ο μητροπολίτης Παΐσιος αντιλήφθηκε αμέσως αυτό που αργότερα θα προκαλούσε τόσο πολύ μεγάλη σύγχυση σε όλους ανεξαιρέτως τους Έλληνες και ξένους ιστορικούς, παλιότερους και σύγχρονους.

Κατάλαβε δηλαδή, χωρίς καμία δυσκολία, ότι το Πατριαρχείο είχε κατασκευάσει δύο διαφορετικά μεταξύ τους πατριαρχικά και συνοδικά αφοριστικά κείμενα, αλλά με ολόιδιο σχεδόν περιεχόμενο, και με το ίδιο ακριβώς αντικείμενο, τον αφορισμό του Α. Υψηλάντη, του Μ. Σούτσου και όλων όσων συμμετείχαν στην Επανάσταση της Μολδοβλαχίας. Και η απροσποίητη έκπληξή του πήγαζε ακριβώς απ’ αυτό: Απ’ το ότι δεν μπορούσε να κατανοήσει για ποιον λόγο το Πατριαρχείο εξέδωσε μέσα σε λίγες μέρες δύο διαφορετικούς, αλλά σχεδόν ίδιους στο περιεχόμενο τους αφορισμούς για το ίδιο γεγονός, και για τους ίδιους ανθρώπους.

Όμως, το σημαντικότερο είναι το πότε και πώς τα έλαβε τα δύο αυτά συνοδικά αφοριστικά κείμενα. Το πρώτο, όπως είδαμε, αναφέρει ότι το έλαβε «διὰ τατάρεως τῆς ὑψηλῆς Πόρτας πρὸ ὀκτὼ ἡμερῶν», δηλαδή την 1η Απριλίου με ταχυδρόμο που στάλθηκε κατευθείαν από την παλάτι. Κι αυτό διότι η επιστολή χρονολογείται στις 8 Απριλίου 1821[177]. Το δεύτερο το έλαβε κάποιες μέρες μετά, με ταχυδρόμο σταλμένο από τον διοικητή της Φιλιππούπολης Βελή αγά.

Αυτοκρατορικοί, λοιπόν, ταχυδρόμοι μετέφεραν τους πατριαρχικούς και συνοδικούς αφορισμούς προς τους αποδέκτες τους. Και ο αφορισμός που έφτασε στις 1 Απριλίου, με ταχυδρόμο σταλμένον κατευθείαν απ’ το παλάτι, ήταν ασφαλώς το μονόφυλλο της Απανταχούσας, την αποστολή του οποίου στις μεγαλύτερες πόλεις της αυτοκρατορίας ανέλαβε, όπως διαπιστώνουμε, η ίδια η Υψηλή Πύλη, με το δικό της ταχυδρομείο.

Και είναι σημαντικό να σημειώσουμε πως η Υψηλή Πύλη επιφόρτισε το αυτοκρατορικό ταχυδρομείο με την μεταφορά και του πρώτου χειρόγραφου αφορισμού της 11ης Μαρτίου. Αλλά επειδή εκείνος έπρεπε να αναπαραχτεί με το χέρι, ανέθεσε προφανώς το καθήκον της παραγωγής των απαραίτητων αντιγράφων στην πατριαρχική γραμματεία. Και τα λίγα αντίγραφα που εκείνη πρόλαβε να αναπαράξει τα διαβίβασαν οι αυτοκρατορικοί ταχυδρόμοι στους τοπικούς Τούρκους διοικητές, και εκείνοι με την σειρά τους στους μητροπολίτες της επαρχίας τους. Οι κατά τόπους μητροπολίτες θα κατασκεύαζαν εκείνοι όσα αντίγραφα ήταν απαραίτητα, ώστε και αυτός ο αφορισμός να κοινοποιούνταν παντού μέσα στην Μητρόπολή τους. Όπως ακριβώς αναφέρει ότι έπραξε και ο μητροπολίτης Φιλιππουπόλεως.

5.3.2.1.2. Η μαρτυρία του Ναθαναήλ Ιωάννου.

Μια ακόμη μαρτυρία που επιβεβαιώνει ότι ο αφορισμός διακινήθηκε κυρίως μέσω των τατάρεων, και πολύ λιγότερο μέσω των πατριαρχικών απεσταλμένων, προέρχεται από την κυρίως Ελλάδα. Σύμφωνα με την μαρτυρία του Ναθαναήλ Ιωάννου[178], στις 2 Απριλίου 1821 το απόγευμα, Σάββατο του Λαζάρου, «ταχυδρόμος ἐκ Θηβῶν ἀφιχθεὶς ἐκόμισε γράμματα καὶ φιρμάνιον, ὅπερ τὰ κατὰ τὴν Βλαχίαν τοῦ Α. Ὑψηλάντου διελάμβανεν»[179].

Ο ταχυδρόμος που αναφέρεται εδώ ήταν «τάταρης», δηλαδή αυτοκρατορικός ταχυδρόμος, σταλμένος από τον διοικητή της Θήβας. Διότι αν ήταν πατριαρχικός έξαρχος, δεν θα μετέφερε και το σουλτανικό φιρμάνι, καθώς αυτό το υψηλό καθήκον ανήκε αποκλειστικά και μόνον στο σώμα των «τατάρεων», οι οποίοι μετέφεραν τα σουλτανικά διατάγματα με την εγγύηση της ίδιας της ζωής τους[180].

Για να φτάσει ο «τάταρης» στην Χαλκίδα απόγευμα, είχε φύγει από την Θήβα νωρίς το πρωί. Αυτό σημαίνει πως ο ταχυδρόμος που είχε φέρει «τα γράμματα» και το φιρμάνι στην Θήβα είχε αφιχθεί εκεί την 1η Απριλίου, και την άλλη μέρα το πρωί, στις 2 Απριλίου, ο διοικητής της Θήβας τα έστειλε στην κοντινή Χαλκίδα. Τα «γράμματα» δεν ήταν άλλα από το αφοριστικό κείμενο της Απανταχούσας.

Οι ουλάκ (ulak) ή τάταροι[181], οι έφιπποι αυτοκρατορικοί ταχυδρόμοι, υπάγονταν είτε κατευθείαν στην κεντρική διοίκηση, δηλαδή στην Υψηλή Πύλη, είτε στους τοπικούς διοικητές. Αυτοί αποτελούσαν την επίσημη ταχυδρομική υπηρεσία της Οθωμανικής αυτοκρατορίας[182], και μετέφεραν από το αυτοκρατορικό κέντρο στις επαρχιακές αρχές[183] τις εντολές και τα διατάγματα που εξέδιδαν οι κεντρικές διοικητικές αρχές[184], δηλαδή ο σουλτάνος και ο μεγάλος βεζίρης.

Οι τάταροι είχαν μείνει περίφημοι για τους μεγάλους και ασυνήθιστους κόπους τους σε ταξίδια μεγάλων αποστάσεων, τα οποία διεξήγαγαν με απίστευτη ταχύτητα. Έχουμε μαρτυρίες πως την διαδρομή Κωνσταντινούπολη-Βαγδάτη, μια απόσταση πάνω από 2.000 χιλιόμετρα, την κάλυπταν μέσα σε δώδεκα ή δεκατρείς μέρες, και οι πιο γρήγοροι από αυτούς μόλις σε έντεκα[185], διανύοντας σχεδόν διακόσια χιλιόμετρα την μέρα. Επίσης, οι τάταροι του Αλή Πασά πήγαιναν από τα Γιάννενα στην Κωνσταντινούπολη, μια απόσταση κοντά 900 χιλιόμετρα, σε έξι και μερικοί σε πέντε μέρες[186].

5.3.2.2. Χρονολόγηση του δεύτερου αφορισμού.

Από όλα τα παραπάνω μπορούμε να συμπεράνουμε πως το δεύτερο αφοριστικό κείμενο, η Απανταχούσα, δημοσιεύτηκε στις 20 Μαρτίου 1821, την Δ΄ Κυριακή των Νηστειών. Γιʼ αυτό και πρόλαβε να διαβαστεί στην Σμύρνη στις 25 Μαρτίου, την ημέρα του Ευαγγελισμού. Η Σμύρνη ήταν μια από τις σπουδαιότερες πόλεις της αυτοκρατορίας, κυρίως με ελληνικό πληθυσμό. Πράγμα που σημαίνει πως εκεί στάλθηκε αμέσως «τάταρης» από την Πύλη, ο οποίος κάλυψε τα σχεδόν 600 χιλιόμετρα της απόστασης σε λιγότερο από πέντε ημέρες. Βέβαια, δεν αποκλείεται ο αφορισμός να είχε ήδη ετοιμαστεί και τυπωθεί μια-δυο μέρες πριν την επίσημη ανάγνωσή του, ώστε να δοθεί εγκαίρως στο σώμα των «τατάρεων» που θα αναλάμβαναν την μεταφορά του στα μεγαλύτερα κέντρα της αυτοκρατορίας.

Αν ο δεύτερος κατά σειρά αφορισμός των Α. Υψηλάντη και Μ. Σούτσου είχε εκδοθεί την Γ΄ Κυριακή των Νηστειών, δηλαδή στις 13 Μαρτίου, τότε η ανάγνωσή του στις 25 Μαρτίου θα ήταν αδικαιολόγητα αργοπορημένη, αφού ειδικά στην Σμύρνη θα είχε ήδη προφθάσει να διαβαστεί στην κυριακάτικη λειτουργία της 20ης Μαρτίου. Στην Φιλιππούπολη, μάλιστα, ο αφορισμός, σταλμένος με ταχυδρόμο κατευθείαν απ’ το παλάτι, έφτασε ακόμη πιο αργά, την 1η Απριλίου, πράγμα που καθιστά την έκδοση του αφορισμού στις 13 Μαρτίου εντελώς αδύνατη.

5.4. Σύνοψη – Συμπεράσματα.

Συνοψίζοντας όλα τα παραπάνω, μπορούμε να περιγράψουμε το χρονικό της έκδοσης των δύο αφορισμών ως εξής:

Το πρωί της 1ης Μαρτίου 1821 έφτασε στον Ρώσσο πρέσβη στην Κωνσταντινούπολη έκτακτος ταχυδρόμος από την Μολδαβία, ο οποίος τον ενημέρωσε για την Επανάσταση που είχε κηρύξει εκεί ο Α. Υψηλάντης στις 22 Φεβρουαρίου. Αμέσως ο Στρογανώφ, την ίδια μέρα, κοινοποίησε τα πάντα στην τουρκική κυβέρνηση, η οποία, το ίδιο απόγευμα, πήρε τις σχετικές ειδήσεις και από τους δικούς της ταχυδρόμους[187].

Μόλις ο σουλτάνος έμαθε τα νέα της Επανάστασης, την επόμενη μέρα, 2 Μαρτίου, κάλεσε αμέσως τον πατριάρχη, και είχε μαζί του μακρότατη συζήτηση πέντε ωρών[188]. Αλλά, παρά τα όσα του είχε πει ο σουλτάνος αυτές τις πέντε ώρες, οι μέρες συνέχιζαν να κυλάνε, και ο πατριάρχης εξακολουθούσε να παραμένει προκλητικά αδρανής, χωρίς να παίρνει κανένα εκκλησιαστικό μέτρο ενάντια στην Επανάσταση της Μολδοβλαχίας και τους πρωτεργάτες της, τον Αλέξανδρο Υψηλάντη και τον Μιχαήλ Σούτσο.

Τότε ο σουλτάνος, διαπιστώνοντας ότι ο πατριάρχης τον εμπαίζει, αποφάσισε να αναλάβει δράση ο ίδιος. Έτσι, στις 11 Μαρτίου, έντεκα ολόκληρες μέρες μετά, αποφάσισε να εκδώσει ένα διάταγμα, με το οποίο «προέτρεπε» τον πατριάρχη να προβεί στην έκδοση αφορισμού. Το διάταγμα του σουλτάνου διαβάστηκε από τον Γρηγόριο ενώπιον όλων των κορυφών του γένους μέσα στον πατριαρχικό ναό.

Θέλοντας ο πατριάρχης και η Σύνοδος να περιορίσουν τις συνέπειες αυτού του αφορισμού στις ελάχιστες δυνατές, τον συνέταξαν με την μορφή χειρόγραφης πατριαρχικής και συνοδικής επιστολής, την οποία απηύθυναν προς έναν και μόνον μητροπολίτη, τον μητροπολίτη Μολδαβίας Βενιαμίν, και το ποίμνιό του. Ο πατριάρχης υπολόγιζε βάσιμα πως η αργή διακίνηση της εκτενέστατης αφοριστικής επιστολής μέσω των πατριαρχικών εξάρχων, και η χρονοβόρα χειρόγραφη αναπαραγωγή της σε όλα τα απαιτούμενα αντίγραφα, θα καθυστερούσε πολύ την διάδοσή της, πάντοτε μέσα στα όρια της Μητρόπολης Μολδαβίας και μόνον.

Έτσι, η κατασκευή αυτού του πρώτου αφορισμού διενεργήθηκε στις 11 Μαρτίου, σε απλή συνεδρίαση της Πατριαρχικής Συνόδου, δηλαδή αμέσως μετά την δημόσια ανάγνωση του σουλτανικού διατάγματος. Και όλ’ αυτά χωρίς να δοθεί η παραμικρή δημοσιότητα. Και συντάχθηκε με τόση προχειρότητα ο συγκεκριμένος αφορισμός, ώστε να υπογράφουν ένα τόσο επίσημο έγγραφο ανύπαρκτοι μητροπολίτες, ακόμη και από ανύπαρκτες Μητροπόλεις. Κράτησε μάλιστα ο Γρηγόριος την σύνταξή αυτής της αφοριστικής επιστολής τόσο μυστική, ώστε δεν πληροφορήθηκε την ύπαρξή της κανείς απολύτως. Ούτε οι πιο επίσημοι Έλληνες του Φαναρίου, οι ηγέτες όλου του γένους, ούτε και οι ανταποκριτές των μεγάλων ευρωπαϊκών εφημερίδων στην Κωνσταντινούπολη, παρόλο που είχαν μάθει τα σχετικά με την αποστολή του σουλτανικού διατάγματος και την δημόσια ανάγνωσή του.

Όμως, όλα αυτά δεν διέλαθαν της προσοχής της Υψηλής Πύλης, η οποία, όταν παρέλαβε το αντίγραφο του αφορισμού, αντιλήφθηκε πως το Πατριαρχείο την είχε για μια ακόμη φορά εξαπατήσει. Τότε απαίτησε την σύνταξη ενός ακόμη, δεύτερου κατά σειρά αφορισμού, ο οποίος πλέον θα απευθύνονταν σε όλο ανεξαιρέτως το ποίμνιο του Οικουμενικού Πατριαρχείου και θα τυπώνονταν σε μονόφυλλο, ώστε να μπορεί να αναπαραχτεί αμέσως στα εκατοντάδες αντίτυπα που θα ήταν απαραίτητο.

Έτσι στις 20 Μαρτίου, Δ΄ Κυριακή των Νηστειών, συντάχθηκε ο δεύτερος κατά σειρά αφορισμός.

Αφορισμός ο οποίος αυτή τη φορά υπογράφηκε και εκφωνήθηκε την ώρα της κυριακάτικης λειτουργίας «μετὰ στόμφου καὶ κρότου, […] μετὰ παντὸς τοῦ λαοῦ»[189]. Και επειδή δεν ήθελε να εμπαιχθεί για μια ακόμη φορά, φρόντισε η Πύλη να αναλάβει την διανομή του αφορισμού σε όλη την αυτοκρατορία η ίδια, μέσω των «τατάρεων», των έφιππων αυτοκρατορικών ταχυδρόμων.

  1. Ο αφοριστικός τύπος των δύο κειμένων και τα τυπικά χαρακτηριστικά του.

Στα αφοριστικά έγγραφα της τουρκοκρατίας ο αφοριστικός τύπος, δηλαδή το καθαυτό κείμενο του αφορισμού, μορφολογικά διακρίνεται σε δύο κατηγορίες: στην σύνθετη, και «διακοσμημένη» με πλήθος από φριχτές αρές και κατάρες μορφή, και στην «απλή και σύντομη», η οποία ήταν «απαλλαγμένη από αποτρόπαιες κατάρες»[190].

«Βεβαίως η συντριπτική πλειοψηφία των πατριαρχικών και μητροπολιτικών έγγραφων […] καταφεύγει στον σύνθετο τύπο»[191], με αποτέλεσμα ο απλός τύπος «να εξαφανισθ[εί] σχεδόν κατά τον 19ο αιώνα. Τότε κυριαρχεί η σύνθετη φόρμα της αφοριστικής απειλής επειδή αυτή θεωρείται πλέον ως ο αφορισμός»[192].

Τον σύνθετο «αποτρόπαιο» αφοριστικό τύπο ακολουθεί ο αφορισμός της 11ης Μαρτίου, ο πρώτος κατά σειρά πατριαρχικός και συνοδικός αφορισμός του Υψηλάντη, του Σούτσου και της Επανάστασης στην Μολδοβλαχία. Όμως, επειδή η Πύλη δεν έμεινε καθόλου ικανοποιημένη, για όλους τους λόγους που προαναφέραμε[193], διέταξε τον πατριάρχη να συντάξει έναν καινούργιο, δεύτερο κατά σειρά αφορισμό, ο οποίος τώρα πια είχε την μορφή Απανταχούσας, δηλαδή απευθύνονταν στο σύνολο των ορθόδοξων χριστιανών που ζούσαν μέσα στα όρια της αυτοκρατορίας.

Αλλά ο πατριάρχης και οι συνοδικοί αρχιερείς επέδειξαν και πάλι ιδιαίτερα μεγάλη τόλμη, καθώς σ’ αυτόν τον δεύτερο αφορισμό δεν χρησιμοποίησαν πλέον τον σύνθετο αφοριστικό τύπο, με «όλο εκείνο το “κομβολόγιο των αρών” που […] προκαλούσαν φρίκη και αποτροπιασμό στους πάντες»[194]. Ανέσυραν από την λήθη και χρησιμοποίησαν τον απλό αφοριστικό τύπο, που ήταν τότε σχεδόν ολοκληρωτικά εξαφανισμένος, ο οποίος δεν περιείχε καμία από εκείνες τις φριχτές και αποτρόπαιες κατάρες της σύνθετης και εκτεταμένης μορφής.

Επιπλέον, στον σύντομο αφοριστικό τύπο της Απανταχούσας έβαλαν το μοναδικό αφοριστικό ρήμα σε ευκτική έγκλιση, και όχι σε οριστική[195], κάτι που δεν είχε γίνει ποτέ πριν. Διότι σε όλους ανεξαιρέτως τους αμέτρητους αφορισμούς που συντάχτηκαν την εποχή της τουρκοκρατίας, τα αφοριστικά ρήματα έμπαιναν πάντοτε σε οριστική έγκλιση. Η μοναδική εξαίρεση είναι η Απανταχούσα, ο αφορισμός της 20ης Μαρτίου 1821, όπου το ένα και μοναδικό αφοριστικό ρήμα τέθηκε σε ευκτική:

«Ἐκείνους δὲ τοὺς ἀσεβεῖς πρωταιτίους καὶ ἀπονενοημένους φυγάδας καὶ ἀποστάτας ὀλεθρίους νὰ τοὺς μισῆτε καὶ νὰ τοὺς ἀποστρέφεσθε […] καθότι καὶ ἡ Ἐκκλησία καὶ τὸ γένος τοὺς ἔχει μεμισημένους, καὶ ἐπισωρεύει κατ’ αὐτῶν τάς παλαμναιοτάτας καὶ φρικωδεστάτας ἀράς· ὡς μέλη σεσηπότα τοὺς ἔχει ἀποκεκομμένους τῆς καθαρᾶς καὶ ὑγιαινούσης χριστιανικῆς ὁλομελείας. Ὡς παραβάται δὲ τῶν θείων νόμων καὶ κανονικῶν διατάξεων […]

ἀφωρισμένοι ὑπάρχοιεν καὶ κατηραμένοι καὶ ἀσυγχώρητοι καὶ ἄλυτοι μετὰ θάνατον, καὶ τῷ αἰωνίῳ ὑπόδικοι ἀναθέματι καὶ αὐτοί, καὶ ὅσοι τοῖς ἴχνεσιν αὐτῶν κατηκολούθησαν ἢ κατακολουθήσουσι τοῦ λοιποῦ»[196].

Το αφοριστικό κείμενο, με «αυτή την άγρια απειλητική εκκλησιαστική γλώσσα που σε τρομάζει»[197], πληροφορεί όλο το πλήρωμα του Οικουμενικού Πατριαρχείου πως η Εκκλησία θα επισωρεύσει στους «πρωταιτίους» της επανάστασης Αλέξανδρο Υψηλάντη και Μιχαήλ Σούτσο τις φριχτότερες κατάρες. Όμως, τελικά, οι μόνες κατάρες που εξαπολύει προς αυτούς είναι ότι τους «εύχεται» να είναι αφορισμένοι, καταραμένοι, ασυγχώρητοι, και μετά τον θάνατό τους «άλυτοι» και υπόδικοι στο αιώνιο ανάθεμα.

Έτσι, το δεύτερο και δημόσιο αφοριστικό κείμενο δεν ήταν τώρα τίποτε άλλο, παρά «ένα φλύαρο κείμενο με πολλές μεγαλοστομίες»[198]. Περισσότερο μια έκθεση ιδεών για την υποχρέωση των ραγιάδων σε υποταγή, παρά αφορισμός. Ο μόνος αφοριστικός τύπος που υπάρχει έχει την έκταση μιας σύντομης πρότασης, όπου το μοναδικό αφοριστικό ρήμα για πρώτη φορά δεν τέθηκε σε οριστική έγκλιση, αλλά σε ευκτική.

Επιπλέον, σε κανέναν από τους δύο συνοδικούς αφορισμούς δεν αποκαλούνται οι δυο επαναστάτες που αφορίζονται ονομαστικά όπως αποκαλούνταν οι αφορισμένοι σε όλα ανεξαιρέτως τα αφοριστικά κείμενα μέχρι τότε. Δηλαδή με το επίθετο «κακός» ως πρώτο συνθετικό στα ονόματά τους: Κακοαλέκος ή Κακομιχάλης. Αντίθετα, πάντοτε αναφέρονται ως Αλέξανδρος και Μιχαήλ και μόνον.

Και ήταν τόσο αδιανόητη αυτή η παράλειψη και στα δύο αφοριστικά, ώστε κάποιοι ιστορικοί να διαβεβαιώνουν πως οι δύο επαναστάτες πράγματι χαρακτηρίζονταν σ’ αυτά ως Κακοαλέκος και Κακομιχάλης. Πρώτος το υποστήριξε αυτό ο Ι. Φιλήμων[199]. Και το παράδοξο είναι ότι στο έργο που προβάλλει τον συγκεκριμένο ισχυρισμό, στο ίδιο παραθέτει και τα πλήρη κείμενα των δύο αφορισμών, όπου φυσικά δεν λέγεται πουθενά κάτι τέτοιο[200]. Την ανακρίβεια του Φιλήμονα αναπαρήγαγαν και οι Κανδηλώρος[201] και Γριτσόπουλος[202].

Αυτό δεν είχε κανένα απολύτως προηγούμενο σε οποιοδήποτε άλλο αφοριστικό κείμενο της τουρκοκρατίας, αφού το να χαρακτηρίζεται όποιος αφορίζονταν ως «κακός» είχε αναχθεί σε συστατικό στοιχείο για την εγκυρότητα και την κανονικότητα του αφορισμού. Και ο Γρηγόριος είχε παραλείψει αυτούς ακριβώς τους χαρακτηρισμούς, διότι ο καταφανέστατος στόχος του ήταν να κατασκευάσει εξαρχής έναν κραυγαλέα άκυρο και ανυπόστατο αφορισμό.

6.1. Ο αφορισμός της Επανάστασης από τον Ευγένιο Β΄ παράδειγμα κανονικού αφορισμού.

Το πόσο αντικανονικός και άκυρος από την κατασκευή του ήταν ο αφορισμός του Γρηγορίου καθίσταται ακόμη σαφέστερο, αν τον συγκρίνουμε με τον πρώτο αφορισμό που εξέδωσε ο Ευγένιος Β΄, ο διάδοχος του Γρηγορίου, εναντίον της Επανάστασης του 1821. Ο αφορισμός αυτός εκδόθηκε την 1η Μαΐου 1821[203], και είναι μέχρι σήμερα εντελώς άγνωστος στην ιστοριογραφική έρευνα[204].

Σ’ αυτόν τον αφορισμό, ο Ευγένιος επισωρεύει στους επαναστατημένους Έλληνες τις πιο φρικτές και αποκρουστικές κατάρες, χρησιμοποιώντας βέβαια τον εκτεταμένο αφοριστικό τύπο, και, κυρίως, καθαιρεί και αναθεματίζει ονομαστικά όλους τους επισκόπους που συμμετείχαν ενεργά στην Επανάσταση: Τον Παλαιών Πατρών Γερμανό, τον Κερνίτσης, τον Ευρίπου, τον Ταλαντίου, τον Σάμου, τον Ναυπλίου, τον Αιγίνης. Όλοι αυτοί στην πατριαρχική και συνοδική εγκύκλιος του Ευγένιου αναφέρονται πλέον με τα κοσμικά τους ονόματα, και βεβαίως με τον χαρακτηρισμό «κακός» μπροστά από τις ονομασίες των επισκοπών τους:

«[Ἀ]ποφαινόμεθα συνοδικῶς […] ἵνα οἱ ῥηθέντες πέντε ἐξωλέστατοι, οἱ οὐ μόνον καὶ ἀρχιερατικοῦ, ἀλλὰ καὶ τοῦ χριστιανικοῦ ἐπαγγέλματος ἀνάξιοι ὄντες, ὡς τοιοῦτοι τὴν φαυλότητα καὶ μοχθηρίαν ἀναφανέντες […] καθῃρημένοι ὑπάρχωσι […] ὁ μὲν Κακοπαλαιῶν Πατρῶν Γεώργης μόνον, ὁ δὲ Κακοκερνίτζης Παναγιώτης, ὁ δὲ Κακοευρίπου Γεώργης, ὁ Κακοταλαντίου Νικήτας, ὁ Κακοσάμου Κυριακός, ὁ Κακοναυπλίου Γεώργης καὶ ὁ Κακοαιγίνης Γρηγόρης λεγόμενοι»[205].

Υπήρξε λοιπόν πατριάρχης που όντως αφόρισε τους επισκόπους του επαναστατημένου ελλαδικού χώρου. Αλλά αυτός δεν ήταν ο Γρηγόριος Ε΄, όπως ισχυρίστηκε η ημιεπίσημη εφημερίδα της Αντιβασιλείας ο Σωτήρ το 1834, λίγους μήνες μετά που ανακηρύχτηκε το αυτοκέφαλο[206]. Ή όπως ισχυρίσθηκε από το επίσημο βήμα της Εθνοσυνέλευσης ο εισηγητής του Συντάγματος καθηγητής Ν. Σαρίπολος, ακριβώς μετά από τριάντα χρόνια[207].

Ο πατριάρχης που αφόρισε τους επισκόπους των επαναστατημένων ελλαδικών περιοχών ήταν ο Ευγένιος Β΄, ο διάδοχος του Γρηγορίου. Ένας άνθρωπος ανάλγητος, αληθινά τουρκόδουλος, ο οποίος υπήρξε εντελώς αδιάφορος απέναντι στις σφαγές που συνέχιζαν να διαπράττουν οι Τούρκοι, ακόμη και αρχιερέων, καθώς το μόνο που τον ενδιέφερε ήταν ο με κάθε τρόπο προσωπικός του πλουτισμός, όπως το επιβεβαιώνει και η ανέκδοτη αναφορά ενός αυτόπτη μάρτυρα:

«Αὐτὰ ταῦτα τὰ ἐκκλησιαστικὰ μόνον δεινὰ δὲν ἐμάλαξαν τὴν σκληρὰν καρδίαν τοῦ ἀγενοῦς καὶ ἀμαθοῦς Εὐγενίου, ἀλλ’ ἐφέρετο τυραννικῶς πρὸς πάντας, ἀπήτει πολυτάλαντα ψαλτικὰ ἀπὸ τοὺς νεοχειροτονηθέντας ἀρχιερεῖς, ἐσυκοφάντει τοὺς οὓς ἐγνώριζεν ὡς κυβερνημένους ἱερεῖς, καὶ ἐλάμβανε παρ’ αὐτῶν τζερεμέτες»[208].

  1. Ο Γρηγόριος Ε΄ και η Φιλική Εταιρεία.

7.1. Η μαρτυρία των Ε. Ξάνθου και Ι. Φιλήμονα.

Η σύγχρονη αναθεωρητική ιστοριογραφία απέρριψε με ιδιαίτερη ένταση την ιδέα πως ο πατριάρχης Γρηγόριος ενέκρινε τη δράση και τα σχέδια της Φιλικής Εταιρίας. Ο αφορισμός της Επανάστασης θεωρήθηκε από τους αναθεωρητές ιστορικούς ως η μεγαλύτερη απόδειξη για την απόλυτα εχθρική στάση του πατριάρχη και όλων των ανώτατων κληρικών του Πατριαρχείου απέναντι στην Ελληνική Επανάσταση. Όπως ήδη αναφέραμε, η Μ. Πύλια υποστήριξε πως «[α]πό την εποχή που ο Ιωάννης Φιλήμων εξέδωσε το “Δοκίμιον Ιστορικόν περί της Φιλικής Εταιρείας” (Ναυπλία 1834) και εξής, επαναλαμβάνεται στερεοτυπικά, με άλλα λόγια στοιχειοθετείται σκηνοθετικά, η θετική “προδιάθεση” του Γρηγορίου του Ε΄ για την επανάσταση»[209].

Όμως, την άμεση σύνδεση και σχέση του Γρηγορίου με την Φιλική Εταιρεία δεν την υποστήριξε μόνον ο Φιλήμων. Την υποστήριξε και ο συνιδρυτής της Φιλικής Εταιρείας Εμμανουήλ Ξάνθος, ο οποίος στα Απομνημονεύματά του αναφέρει ότι ο Ιωάννης Φαρμάκης περνώντας από το Άγιον Όρος «κατήχησεν καὶ τὸν ἀοίδιμον πατριάρχην Γρηγόριον»[210]. Ο Φιλήμων διαβεβαιώνει μάλιστα πως η πληροφορία για την «κατήχηση» του Γρηγορίου στην Φιλική Εταιρεία προέρχονταν από τον ίδιο τον Φαρμάκη:

«Ὁ Φαρμάκης ὡμολόγει μετέπειτα ὅτι ἠθέλησε νὰ κατηχήσῃ εἰς τὴν Ἑταιρείαν τὸν ἐξόριστον τότε εἰς τὸ ὄρος τοῦ Ἄθωνος Γρηγόριον πατριάρχην. Ὅτι ὁ σεβάσμιος οὗτος Γέρων ἔδειξεν εὐθὺς ζωηρότατον ἐνθουσιασμὸν ὑπὲρ τοῦ πνεύματος τῆς Ἑταιρείας· ηὐχήθη ἐκ καρδίας· καὶ λέγων “Ἐμένα μ’ ἔχετε ποὺ μ’ ἔχετε”, δεν ἠθέλησε καὶ νὰ ὀρκομωτήσῃ, κατὰ τὴν Διδασκαλίαν. Παρὰ τὴν ἐπιβαλλομένην ἀπὸ τὸν ἱερατικόν του χαρακτῆρα ὑποχρέωσιν, παρετήρησεν ὅτι ἂν ἀνακαλυφθῇ ποτε εἰς τὰ βιβλία τῆς Ἑταιρείας τὸ ὄνομά του, θέλει διακινδυνεύσει ὁλόκληρον τὸ ἔθνος, τοῦ ὁποίου προεῖχε πάντοτε, ἀπὸ τὴν τύραννον ἐξουσίαν»[211].

Σύμφωνα λοιπόν με την μαρτυρία του Φαρμάκη, την οποία επιβεβαιώνει τόσο ο Φιλήμων, όσο και ο Ξάνθος, ο Γρηγόριος έδειξε πολύ μεγάλο ενθουσιασμό για τα στόχους και τους σκοπούς της Φιλικής Εταιρείας[212]. Όμως, αρνήθηκε να καταστεί επίσημα μέλος της, διότι, όπως πολύ ορθά επισήμανε ο ίδιος, αν ανακαλύπτονταν το όνομα του στα βιβλία της Εταιρείας, θα κινδύνευε να υποστεί όχι μόνον ο ίδιος, αλλά ολόκληρο το έθνος φοβερές συνέπειες. Και ενώ έτσι έχει το τεκμήριο, ο Π.Μ. Κιτρομηλίδης δεν δίστασε να ισχυρισθεί ότι ο Γρηγόριος αρνήθηκε να γίνει μέλος της Φιλικής Εταιρείας διότι δεν ήθελε να παραβεί τον όρκο για υπακοή και πίστη που είχε δώσει στον σουλτάνο[213].

7.2. Οι απόψεις των Δυτικών ιστορικών του 19ου αιώνα.

Την σχέση του Γρηγόριου Ε΄ με την Φιλική Εταιρεία και την Επανάσταση δεν απέκλεισαν οι μεγάλοι ξένοι ιστορικοί της Επανάστασης του 19ου αιώνα.

Ήδη ο T. Gordon, το έργο του οποίου διακρίνεται για την ακρίβεια και την αξιοπιστία του[214], αποδέχεται ότι ήταν πιθανόν να συμμετείχε ο Γρηγόριος στην προετοιμασία της Ελληνικής Επανάστασης:

«Δεν τολμούμε να διαβεβαιώσουμε, πως ο πατριάρχης και τα μέλη της Συνόδου ήταν απόλυτα αθώοι της συνωμοσίας κατά του κράτους. Αντίθετα, έχομε λόγους να πιστεύουμε ότι ο Γρηγόριος γνώριζε την ύπαρξη της Εταιρείας και ότι μερικοί από τους άλλους ιεράρχες ήταν βαθειά πλεγμένοι στις μηχανορραφίες της»[215].

Ο G.G. Gervinus αναφέρει πως ο Γρηγόριος έκανε ομιλίες, με τις οποίες απέτρεπε τους Έλληνες από την Επανάσταση. «Ταυτόχρονα όμως», σημειώνει ο ίδιος ιστορικός, ο πατριάρχης «έγραφε επιστολές υπέρ των φιλικών, και στους αποστόλους τους έδινε συστατικά γράμματα για τον κλήρο. Οι τούρκοι υπουργοί ισχυρίσθηκαν αργότερα πως σε έντεκα επιστολές του προς τους Πελοποννήσιους συνωμότες έχουν πρόχειρες τις αποδείξεις της ενοχής του»[216].

Ο G. Finlay αποδέχεται ότι ο Γρηγόριος «είχε συνείδηση των ευθυνών και των κινδύνων της θέσης που αναλάμβανε. […] Και δεν υπάρχει αμφιβολία ότι […] πίστευε πως η Ρωσσία θα έθετε την ασπίδα της πάνω από τους επαναστάτες. […] Εκτελώντας τον, ο σουλτάνος Μαχμούτ ενήργησε απολύτως σύμφωνα με τους νόμους της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Κάθε μουσουλμάνος τον θεωρούσε ως επίορκο προδότη»[217].

Σύμφωνα με τον K. Mendelssohn-Bartholdy, ο Γρηγόριος «ήταν γνωστό ότι από τα βάθη της καρδιάς του συμπαθούσε την Επανάσταση, και τους ίδιους τους αφορισμένους, ότι είχε δώσει στους Φιλικούς συστατικά γράμματα και κρυφά πολλές φιλικές νουθεσίες»[218]. Όπως ο Gervinus, και ο Mendelssohn-Bartholdy δέχεται επίσης ότι ο Γρηγόριος έδινε στους φιλικούς συστατικές επιστολές και οδηγίες.

7.3. Η ελληνική εθνικιστική ιδεολογία και ιστοριογραφία.

Κι ενώ οι κορυφαίοι ξένοι ιστορικοί της Επανάστασης του 19ο αιώνα αποδέχτηκαν, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό, την εμπλοκή του πατριάρχη Γρηγόριου Ε΄ στην Ελληνική Επανάσταση, η ελληνική εθνικιστική ιστοριογραφία επέλεξε να πράξει ακριβώς το αντίθετο. Όλοι οι Έλληνες ιστορικοί της εθνικιστικής ιστοριογραφικής σχολής (Τρικούπης, Καρολίδης, αρχιεπίσκοπος Χρυσόστομος, Πιπινέλης) υποστήριξαν, με ιδιαίτερο πείσμα, πως ο Γρηγόριος έμεινε μέχρι τέλους πιστός στον όρκο του στον σουλτάνο, γι’ αυτό και δεν είχε -ποτέ- την παραμικρή σχέση ή ανάμειξη με την Φιλική Εταιρεία και την Επανάσταση[219]. Το ίδιο έπραξαν και οι κορυφαίοι εκπρόσωποι της επίσημης κρατικής ιδεολογίας (ημιεπίσημες κυβερνητικές εφημερίδες, Βουλή των Ελλήνων, Ν. Σαρίπολος). Και όχι μόνον αυτό, αλλά κατήγγειλαν ταυτόχρονα με πρωτοφανή σφοδρότητα όποιον τολμούσε να υποστηρίξει την αντίθετη άποψη, διότι, κατ’ αυτούς, έτσι έθιγε την τιμή και την υπόληψη του πατριάρχη.

Παρ’ όλ’ αυτά, οι αναθεωρητές ιστορικοί δεν δίστασαν να υποστηρίξουν πως τον «μύθο» της σύνδεσης του Γρηγόριου με την Φιλική Εταιρεία και με την Επανάσταση τον δημιούργησε και τον καλλιέργησε η εθνικιστική ιστοριογραφία. Αυτή η χονδροειδής ανακρίβεια της αναθεωρητικής σχολής μας επιτρέπει να αντιληφθούμε το πόσο ελλιπής είναι σχέση της ακόμη και με την πλέον στοιχειώδη βιβλιογραφία του επιστημονικού επιστητού της.

7.4. Η σύγχρονη έρευνα.

Στο συνέδριο της Λωζάνης το 1923, η τουρκική αντιπροσωπεία απαίτησε την κατάργηση του Οικουμενικού Πατριαρχείου, ή τουλάχιστον την απομάκρυνσή του από την Κωνσταντινούπολη, διότι το κατήγγειλαν ότι ασκούσε αντιτουρκική προπαγάνδα και δράση. Τότε ο Βενιζέλος, θέλοντας να διαψεύσει τους τουρκικούς ισχυρισμούς, υποστήριξε πως «το Πατριαρχείο συμπορεύθηκε πλάι-πλάι με την οθωμανική αυτοκρατορία για πέντε(sic) αιώνες», και ότι «σε καμία περίπτωση, εκτός από εκείνη που αναφέρθηκε από την τουρκική αντιπροσωπεία, το Πατριαρχείο δεν είχε παραλείψει να τηρεί την πίστη που όφειλε στην Οθωμανική αυτοκρατορία»[220].

Και για να στηρίξει την άποψή του, ο Ε. Βενιζέλος έκρινε καλό να αναφερθεί στον απαγχονισμό του Γρηγορίου Ε΄, ισχυριζόμενος τα εξής:

«Η εκτέλεση [του Γρηγορίου] δεν πραγματοποιήθηκε επειδή η οθωμανική Κυβέρνηση θεωρούσε τον πατριάρχη προσωπικά υπεύθυνο για την εξέγερση. Το αντίθετο συνέβη. Ο επικεφαλής της Ελληνικής Ορθόδοξης Εκκλησίας ήταν τόσο προσηλωμένος στην αφοσίωση που όφειλε στην κυβέρνηση, ώστε έφτασε στο σημείο να εξαγγείλει ακόμη και αφορισμό εναντίον εκείνων των Οθωμανών υπηκόων που πιθανόν συμμετείχαν στην Επανάσταση. Ο Γρηγόριος κρεμάστηκε εξαιτίας της ισχύος της ιδέας, η οποία κυριαρχούσε εκείνη την εποχή, ότι ο πατριάρχης αντιπροσώπευε συμβολικά το σύνολο του Ελληνικού έθνους, για τις δράσεις του οποίου ήταν υπεύθυνος εξαιτίας της ιδιότητάς του ως “Μιλλιέτ-Μπασί”, ή επικεφαλής του ελληνικού έθνους, και ήταν αναγνωρισμένος ως τέτοιος από την οθωμανική Κυβέρνηση»[221].

Η συντριπτική πλειοψηφία της μετέπειτα ιστοριογραφικής έρευνας στοιχήθηκε απόλυτα, και σιωπηρά, με την παραπάνω άποψη του Βενιζέλου. Έτσι, οι σύγχρονοι ιστορικοί στην πλειοψηφία τους αποφαίνονται πως ο πατριάρχης Γρηγόριος Ε΄ εκτελέστηκε «όχι επειδή υποστήριξε τους επαναστάτες»[222], αλλά διότι, αν και μιλλιέτμπασης των Ρωμιών, «απέτυχε ξεκάθαρα να εκτελέσει την κυριώτερη υποχρέωση του, να εξασφαλίσει την πίστη και την υπακοή της ορθόδοξης κοινότητας στον σουλτάνο»[223].

7.5. Τα κείμενα της οθωμανικής Κυβέρνησης.

Ο παραπάνω ισχυρισμός του Βενιζέλου και των περισσότερων ιστορικών του αιώνα μας καταπίπτει αμέσως, ακόμη και από μια απλή και πρόχειρη ανάγνωση των πηγών. Ο σουλτάνος όταν διέταξε την εκτέλεση του πατριάρχη Γρηγόριου Ε΄ εξέδωσε διάταγμα, όπου εξηγούσε τους λόγους για τους οποίους ο πατριάρχης είχε καταδικαστεί στην εσχάτη των ποινών. Το έγγραφο αυτό, ο «γιαφτάς», είχε κρεμαστεί από τον λαιμό του πατριάρχη, όπως συνέβαινε πάντοτε σε κάθε ανάλογη περίπτωση. Σε αυτό λοιπόν αναγράφεται πως Γρηγόριος καταδικάστηκε σε θάνατο όχι μόνον γιατί απέτυχε να διατηρήσει, ως όφειλε, το ποίμνιό του υπάκουο και υποταγμένο στην οθωμανική εξουσία, αλλά κυρίως διότι συμμετείχε ο ίδιος, ενεργά, στην προετοιμασία και στην εκδήλωση της Επανάστασης.

Επίσης, στις 27 Ιουνίου 1821, ο μεγάλος βεζίρης έστειλε μία επίσημη διακοίνωση στον υπουργό Εξωτερικών της Ρωσσίας Nesselrode, όπου δήλωνε, με τον πιο οξύ τρόπο, ότι ο πατριάρχης δεν εκτελέστηκε λόγω της θρησκευτικής του ιδιότητας, αλλά αποκλειστικά και μόνον ως προδότης, λόγω της αποδεδειγμένης συμμετοχής του στην επαναστατική συνωμοσία των Ελλήνων:

«Αλλ’ αυτός ο πατριάρχης […] ήταν επίσης ο κύριος υποκινητής της συνωμοσίας, και είχε μεγάλο μερίδιο στην εξέγερση που είχε ξεσπάσει. Έτσι, η Υψηλή Πύλη, αφού διερεύνησε και επιβεβαίωσε το έγκλημά του με πληροφορίες που ελήφθησαν από την πρωτεύουσα και το εξωτερικό, και με ειδοποιήσεις που έλαβε ακόμη και από έμπιστα πρόσωπα του δικού του έθνους, του επέβαλλε τιμωρία μόνον για αυτό το έγκλημα, και σε καμία περίπτωση για οποιοδήποτε θέμα σχετικό με την θρησκεία»[224].

Το ίδιο επανέλαβε η Πύλη και στις 27 Ιουλίου, στην επίσημη απάντηση της προς την διακοίνωση του Στρογανώφ:

«Αλλά, αντιθέτως, ο πατριάρχης, ορατή κεφαλή του έθνους του, ήταν ταυτόχρονα και ο μυστικός αρχηγός της συνομωσίας. […] Η Υψηλή Πύλη βεβαιώθηκε ότι ο Πατριάρχης έλαβε ενεργό μέρος στην συνομωσία, και ότι η εξέγερση των ραγιάδων στα Καλάβρυτα ήταν δικό του έργο, […] πρώτα απ’ όλα από τα γραπτά που έχουν πέσει στα χέρια της, και στη συνέχεια από τη σχετική ομολογία ορισμένων υπηκόων του ελληνικού έθνους, που παρέμειναν πιστοί στα καθήκοντά τους. Τώρα, κάθε κυβέρνηση έχει το δικαίωμα να συλλάβει και να τιμωρήσει χωρίς έλεος τέτοιους εγκληματίες, για να διατηρήσει την ευταξία στις επαρχίες της και ανάμεσα στον λαό της»[225].

Και είχε επαναλάβει η Υψηλή Πύλη τόσες πολλές φορές, και με όλους τους δυνατούς τρόπους τον λόγο για τον οποίον είχε εκτελεστεί ο πατριάρχης, ώστε κάποια στιγμή ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών, με φανερή αγανάκτηση, είπε τα εξής:

«Έχουμε πια κουραστεί να επαναλαμβάνουμε ότι ήμασταν υποχρεωμένοι εξαιτίας της πολύ εκτεταμένης συνωμοσίας (την προέλευση και τους ηθικούς αυτουργούς της οποίας καλά γνωρίζουμε) να τιμωρήσουμε με αυστηρότητα κάποιους προδότες με εξέχουσα θέση στην ελληνική Εκκλησία, και ότι το κάναμε αυτό επειδή εκείνοι είχαν την ιδιότητα του επαναστάτη, και όχι επειδή ήταν χριστιανοί»[226].

Όπως επισημαίνουν οι N. Kotaridis και N. Théotokas, «ο σουλτάνος, αφού υπενθύμισε το καθήκον της ειλικρίνειας και πιστότητας προς την Υψηλή Πύλη, θα κατηγορήσει τον πατριάρχη για προδοσία. Μακριά από το να ενημερώσει και να διαπαιδαγωγήσει τους εξαπατημένους ομοθρήσκους του, ο τελευταίος, σύμφωνα “με όλες τις ενδείξεις, […] συμμετείχε μυστικά στην επανάσταση”. […] Ο πατριάρχης δεν αντιπροσωπεύει πλέον εδώ το ορθόδοξο μιλλιέτ (rum milleti), αλλά το ελληνικό έθνος (yunan milleti)»[227].

7.6. Η συμμετοχή του Γρηγορίου Ε΄ στην Φιλική Εταιρεία: Τα τεκμήρια.

7.6.1. Τα μέλη της Φιλικής Εταιρείας στην Πατριαρχική Σύνοδο και την πατριαρχική αυλή.

Η συμμετοχή του πατριάρχη Γρηγόριου Ε΄ στην Φιλική Εταιρεία και στην προετοιμασία της Επανάστασης τεκμηριώνεται από μια σειρά ισχυρότατων ενδείξεων, και καταδεικνύεται από μια σειρά αμάχητων αποδείξεων. Ισχυρές ενδείξεις για την σύνδεση του Γρηγορίου Ε΄ με την Φιλική Εταιρεία συνιστούν τα μέλη της Φιλικής Εταιρείας που στελέχωναν τον στενό κύκλο των συνεργατών του, καθώς και αυτήν την Πατριαρχική Σύνοδο. Ο Γρηγόριος ήταν πραγματικά περικυκλωμένος από μέλη της Φιλικής Εταιρείας, τόσο μέσα στο Πατριαρχείο, όσο και την ίδια την Σύνοδο. Η ύπαρξη τόσων φιλικών στις ανώτατες βαθμίδες της Εκκλησίας θα ήταν αδύνατη, αν ο Γρηγόριος δεν το επέτρεπε αυτό με την σιωπηρή ανοχή του. Η πιθανότητα να αγνοούσε ο πατριάρχης ότι η πατριαρχική αυλή είχε καταστεί χώρος συγκέντρωσης και προστασίας για τους κορυφαίους φιλικούς της Κωνσταντινούπολης μοιάζει σχεδόν αδύνατη.

7.6.1.1. Νικόλαος Λογάδης.

Διακεκριμένο μέλος της Φιλικής Εταιρείας υπήρξε ο για δεκαετίες διδάσκαλος της Πατριαρχικής Ακαδημίας Νικόλαος Λογάδης, ο οποίος το 1820 είχε διοριστεί και «έφορος» στην μεγάλη «Εφορεία» της Φιλικής Εταιρείας στην Κωνσταντινούπολη[228].

7.6.1.2. Γεώργιος Αφθονίδης.

Ο Γεώργιος Αφθονίδης ήταν ο αρχιγραμματέας του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Ταυτόχρονα όμως ήταν ένα από τα κορυφαία στελέχη της Φιλικής Εταιρείας στην Κωνσταντινούπολη, και από το 1820 «έφορος» στην μεγάλη «εφορεία» της Φιλικής Εταιρείας στην Κωνσταντινούπολη[229]. Υπήρξε ο πιο στενός συνεργάτης του Γρηγορίου Ε΄ καθώς υπηρέτησε ως ιδιαίτερος γραμματέας του[230]. Είχε λάβει από τον Γρηγόριο το αξίωμα του «άρχοντα πρωτέκδικου», όπως φαίνεται και από το παρακάτω πατριαρχικό γράμμα του Γρηγορίου, με το οποίο του είχε παραχωρήσει το δικαίωμα να λαμβάνει από την πατριαρχική εξαρχία Γηρομερίου Θεσπρωτίας ετήσια πρόσοδο:

«Ἡ μετριότης ἡμῶν […] δηλοποιεῖ ὅτι τὴν ἁγιωτάτην πατριαρχικὴν ἐξαρχίαν Γηρομερίου […] κατὰ φιλοτιμίαν ἀξιόχρεων δέδωκεν ἤδη βραβευσαμένη τῷ ἐντιμολογιωτάτῳ ἄρχοντι πρωτεκδίκῳ, μεγάλῳ γραμματικῷ τοῦ ἁγιωτάτου πατριαρχικοῦ αὐτῆς, ἀποστολικοῦ καὶ οἰκουμενικοῦ θρόνου, καὶ κατὰ πνεῦμα αὐτῆς υἱῷ ἀγαπητῷ κυρίῳ Γεωργίῳ Ἀφθονίδῃ, διὰ τὰς πρὸς τὴν Ἐκκλησίαν γνωστάς […] ἐκδουλεύσεις, αὐτῷ τε τῷ γένει γνωστὰς καὶ δι’ εὐφήμου γλώττης ἀγομένας, ἵνα ἔχῃ χάριν παραμυθίας ἐφ’ ὅρου ζωῆς αὐτοῦ»[231].

Η ανταμοιβή του Αφθονίδη για τις γνώστες «εκδουλεύσεις» που είχε προσφέρει στην Εκκλησία, ο οποίες μάλιστα ήταν σε όλο το γένος γνωστές, αποτελεί μια ισχυρή ένδειξη ότι ο πατριάρχης γνώριζε πολύ καλά σε ποιες «συνομωσίες» εναντίον της «θεόθεν τεταγμένης βασιλείας» ήταν μπλεγμένος ο στενότερος και πιο έμπιστος συνεργάτης του. Και παρ’ όλ’ αυτά, όχι μόνον δεν τον αφόρισε, αλλά φρόντισε να του εξασφαλίσει την διά βίου επιβίωσή του.

Από τον ίδιο τον Αφθονίδη προέρχεται και η άμεση επιβεβαίωση για το ότι ο Γρηγόριος Ε΄ υπήρξε συμμέτοχος στο έργο της Φιλικής Εταιρείας. Πιο συγκεκριμένα, ο Κ. Παπαρρηγόπουλος στην γνωστή Ιστορία του αναφέρει ότι ο πατριάρχης Γρηγόριος υπήρξε «συνεργός» της Φιλικής Εταιρίας:

«Ἐντὸς ὀλίγων ἐτῶν ἡ ἑταιρεία[232] […] περιέλαβε συνεργοὺς τοὺς ἐγκριτωτάτους τοῦ ἔθνους ἄνδρας, τὸν πατριάρχην Γρηγόριον, πολλοὺς ἱεράρχας…»[233].

Σχολιάζοντας την παραπάνω άποψη του Κ. Παπαρρηγόπουλου, ο Καρολίδης σπεύδει να υποσημειώσει ότι «ὁ πατριάρχης δὲν ἦτο συνωμότης, οὔτε μέλος τῆς ἑταιρείας»[234].

Όμως, η συγκεκριμένη αναφορά του Παπαρρηγόπουλου δεν αποτελεί μια προσωπική άποψη διαμορφωμένη από την εθνικιστική ιστορική του αντίληψη, αλλά παράθεση μιας πληροφορίας, που προέρχονταν από τον πλέον αξιόπιστο αυτόπτη μάρτυρα εκείνων των ημερών, τον Γεώργιο Αφθονίδη. Κι αυτό διότι ο Παπαρρηγόπουλος είχε την ευκαιρία να γνωρίσει από πολύ κοντά, και για μεγάλο χρονικό διάστημα τον μεγάλο γραμματικό του Γρηγορίου Ε΄, καθώς ο Αφθονίδης ήταν ο πεθερός του Παπαρρηγόπουλου. Τον Αφθονίδη είχε επικαλεστεί ο Παπαρρηγόπουλος ως πηγή του και για κάποιες πληροφορίες που αναφέρει αλλού, σχετικά με τον Δέρκων Γρηγόριο[235].

Άλλωστε και ο ίδιος ο Μ. Γεδεών, εντελώς απροσδόκητα, αποδέχεται ξεκάθαρα πως ο Αφθονίδης «συνεργ[άστηκε] στενῶς μετὰ τοῦ πατριάρχου Γρηγορίου τοῦ Ε΄ εἰς τὸ ἔργον τῆς ἑλληνικῆς παλιγγενεσίας»[236]. Η παραπάνω παραδοχή του Μ. Γεδεών, εκτός του ότι εκπλήσσει ότι προέρχεται από αυτόν, έχει ιδιαίτερα αυξημένο κύρος, διότι ο Γεδεών είναι από όλους παραδεκτό πως υπήρξε «γνώστης αδευτέρωτος των πηγών της εκκλησιαστικής μας ιστορίας». Γι’ αυτό και «όταν […] αναζητήσεις τις μη ρητά κατονομαζόμενες πηγές του [Γεδεών] και διαπιστώσεις ότι δεν είναι αθεμελίωτα αυτά που γράφει, […] τότε τον συγγραφέα αυτόν, τον οξυνουχέστατο και στο βάθος θετικιστή, αρχίζεις να τον εμπιστεύεσαι», διότι «τις πηγές της εκκλησιαστικής ιστορίας ο μ[έγας] χαρτοφύλαξ [Γεδεών] τις γνώριζε καλύτερα από οποιονδήποτε άλλον»[237].

Όταν λοιπόν ο Γεδεών υποστήριζε πως ο Αφθονίδης είχε συνεργασθεί στενά με τον Γρηγόριο Ε΄ για την προετοιμασία της Επανάστασης, γνώριζε πολύ καλά πόσο βάρος είχε αυτό που έλεγε, και ποια ήταν η σημασία του για την αναθεώρηση της ιστορίας του ’21, και μάλιστα προς την αντίθετη φορά, από εκείνη που την έστρεφαν τότε οι σημαντικότεροι εκπρόσωποι της εθνικιστικής και εκκλησιαστικής ιστοριογραφίας.

7.6.1.3. Μητροπολίτης Εφέσου Διονύσιος Καλλιάρχης.

Ο Λογάδης και ο Αφθονίδης δεν ήταν οι μοναδικοί φιλικοί δίπλα στον πατριάρχη. Μέλη της Φιλικής Εταιρείας ήταν και κάποια μέλη της ίδιας της Πατριαρχικής Συνόδου. Πρώτος ανάμεσά τους ο μητροπολίτης Εφέσου Διονύσιος Καλλιάρχης, για τον οποίον γνωρίζουμε ότι η επαναστατική του δράση είχε προκαλέσει την μήνιν των τουρκόφιλων Ελλήνων αρχόντων της Κωνσταντινούπολης.

Τον Μάρτιο του 1821 είχε συγκληθεί στην Κωνσταντινούπολη Πατριαρχική Σύνοδος «περὶ καθαιρέσεως τῶν φιλοσοφικῶν μαθημάτων». Αναλύοντας ο Φ. Ηλιού τα αίτια για την σύγκληση αυτής της Συνόδου, συμπεραίνει ότι «[ο]ι συντηρητικότεροι κύκλοι του πατριαρχείου νόμισαν πως είχαν μια καινούργια δυνατότητα […] να καταφέρουν το τελικό πλήγμα εναντίον των προοδευτικών λογίων, τους οποίους μπορούν, τώρα, να κατηγορήσουν πειστικότερα και ως “πρώτιστους” των “καρμπονάρηδων”, δηλαδή των υπαίτιων της “αποστασίας”, της επανάστασης »[238].

Η μόνη ιστορική πηγή σχετικά με την σύγκλιση της συγκεκριμένης Συνόδου είναι μια επιστολή του Κωνσταντίνου Οικονόμου προς τον αδελφό του, χρονολογημένη στις 27-9-1821, «ἐξ Ὀδησσοῦ»[239]. Εκεί, όμως, ο Οικονόμος αναφέρει ότι εκείνος που πρώτος απ’ όλους είχε κατηγορηθεί ως «ἔξαρχος» και «προστάτης» των «καρμπονάρηδων» ήταν ο μητροπολίτης Εφέσου Διονύσιος Καλλιάρχης, ένας από τους στενούς συνεργάτες του πατριάρχη Γρηγόριου Ε΄. Μαζί του στιγματίζονταν φυσικά και οι «πεπαιδευμένοι», οι οποίοι χαρακτηρίζονταν ως οι «πρώτιστοι» των «καρμπονάρηδων». Αλλά εκείνοι που απέδιδαν στον Εφέσου και στους λόγιους τους παραπάνω χαρακτηρισμούς δεν ήταν ούτε «η Πατριαρχική Σύνοδος», ούτε οι «συντηρητικότεροι κύκλοι του Πατριαρχείου», αλλά οι άρχοντες του σουτσικού κόμματος:

«Πολλοί τινες τῶν ἀρχόντων τοῦ Σουτσικοῦ κόμματος κατεφέροντο κατὰ τοῦ ἀοιδίμου Ἐφέσου, ἐνῶ ἦτον φυλακωμένος. Μεταξὺ τῶν ἄλλων τῶν διασπειρομένων κατηγοριῶν, μία ἦτον καὶ ὅτι ἦτον ἔξαρχος καὶ προστάτης τῶν καρμπονάριδων, τῶν ὁποίων πρώτιστοι εἶναι οἱ πεπαιδευμένοι. Εδῶ τὸ μὲν ἐμὸν ὄνομα ἐσιωπᾶτο, διὰ χάριν καὶ φόβον τοῦ Διερμηνέως Μουρούζη. Περιεσύρετο δὲ τὸ τοῦ Κούμα»[240].

Όλες αυτές τις κατηγορίες εναντίον του Εφέσου τις διέδιδε κυρίως ο διευθυντής του πατριαρχικού τυπογραφείου και επίσημος λογοκριτής του Πατριαρχείου, Ιλαρίων ο σιναΐτης. Σ’ αυτόν επιτέθηκε κάποια στιγμή ο Οικονόμος με ιδιαίτερη μεγάλη οξύτητα, μέσα στο σπίτι του άρχοντα και πρώην μεγάλου δραγουμάνου, Ιωάννου Καλλιμάχη[241], για τα όσα διέδιδε εναντίον του Εφέσου και εναντίων των «πεπαιδευμένων». Κι όταν δέχτηκε αυτήν την ασυγκράτητη επίθεση από τον Οικονόμο, ο Ιλαρίων όχι μόνον δεν κατόρθωσε να προβάλλει την παραμικρή αντίσταση, αλλά, έντρομος, αρνήθηκε τα πάντα, «ἔξαρνον τῶν πάντων γινόμενον», όπως τόσο γλαφυρά περιγράφει ο Οικονόμος. Και «ἔξαρνος», σύμφωνα με τον όμορφο ορισμό της Σούδας, είναι «ὁ τῷ ἀρνεῖσθαι ἐπιμένων». Δηλαδή, ο Ιλαρίων μπροστά στους κορυφαίους του Γένους αρνήθηκε πλήρως, και με τον πιο ταπεινωτικό τρόπο, ότι ήταν εκείνος που διέδιδε τις κατηγορίες εναντίον του Εφέσου:

«Ὁ ἀχρεῖος Ἱλαρίων ὁ Σιναΐτης ἦτον ὁ κήρυξ, τὸν ὁποῖον μίαν ἐξ ἐκείνων τῶν πολυστενάκτων ἡμερῶν, ἀπαντήσας εἰς τοῦ Πεϊζαδὲ Γιάγκου τοῦ Καλλιμάχη, κατεφόρτωσα μὲ τοὺς δριμυτάτους ἐλέγχους, ἔξαρνον τῶν πάντων γινόμενον»[242].

Ο ηγέτης και προστάτης των «καρμπονάρων» Διονύσιος δεν ήταν ένας οποιοσδήποτε ιεράρχης, ούτε ένα απλό μέλος της Πατριαρχικής Συνόδου. Ήταν εκείνος που κατείχε ένα αξίωμα, που μέχρι τώρα γνωρίζαμε πως ήταν αποκλειστικό προνόμιο του πατριάρχη. Κι αυτό διότι ο πρώτος μιας αυτοκέφαλης Εκκλησίας είναι εκείνος που προεδρεύει σ’ αυτήν. Όπως υπογραμμίζει ο μητροπολίτης Περγάμου Ιωάννης Ζηζιούλας «[ο] συγκαλών και ο προεδρεύων δεν μπορεί να είναι παρά ένα και το αυτό πρόσωπο, δηλαδή ο “πρώτος”»[243]. «Γι’ αυτό και είναι παντελώς αδιανόητη κάθε δυνατότητα εκλογής του Προέδρου της συνόδου από τα μέλη της ή προεδρίας εκ περιτροπής»[244].

Και όμως, ο μητροπολίτης Εφέσου Διονύσιος, κατείχε το αξίωμα του προέδρου της Πατριαρχικής Συνόδου τουλάχιστον από το 1813, και μέχρι τον μαρτυρικό του θάνατο.

Ο Κωνσταντίνος Οικονόμος εξέδωσε το 1813 ένα βιβλίο με τον τίτλο Κατήχησις, το οποίο αφιέρωσε στον μητροπολίτη Εφέσου Διονύσιο. Στο λαμπρό εγκώμιο που του πλέκει, στο πρόλογο του βιβλίου του, για τα όσα είχε προσφέρει ο Εφέσου υπέρ της παιδείας του γένους, τον χαρακτηρίζει και ως «κορυφαίο» της Πατριαρχικής Συνόδου: «κορυφαῖος ὑπάρχων τῆς ἁγιωτάτης Συνόδου»[245].

Την επόμενη χρονιά, σε βιβλιοκρισία που δημοσιεύτηκε στον Λόγιο Ερμή για ένα βιβλίο του Κούμα, ο Διονύσιος Καλλιάρχης προσφωνείται ως «ὁ ἀξιοσέβαστος μητροπολίτης τῆς Ἐφέσου καὶ πρόεδρος τῆς ἐν Κωνσταντινουπόλει ἐκκλησιαστικῆς καὶ ἱερᾶς Συνόδου»[246].

Το βιβλίο αυτό ονομάζονταν Βειλάνδου Ἀγάθων. Σ’ αυτό ο Κούμας είχε καταχωρήσει και μια «ᾠδή», την οποία είχε συνθέσει ο επίσκοπος Θεοδοσιουπόλεως Άνθιμος, όπου ο Εφέσου χαρακτηρίζεται ως «Συνόδου πρωτοστάτης» και «ποιμένων αρχηγέτης»[247]. Επίσης, στα «Προλεγόμενα» του ίδιου έργου, τα οποία φέρουν δική τους χρονολόγηση, Οκτώβριος του 1813[248], ο Κούμας αποκαλεί τον Καλλιάρχη: «ὁ σεβάσμιος Πρόεδρος τοῦ ἱεροῦ ἡμῶν κλήρου»[249].

Το 1814 επίσης, ο Λόγιος Ερμής δημοσιεύει επιστολή από την Κωνσταντινούπολη[250], όπου περιγράφεται η τελετή έναρξης του νέου σχολικού έτους στη Μεγάλη του Γένους Σχολή, την 1η Σεπτεμβρίου. Η παραπάνω επιστολή κλείνει με ένα εγκώμιο στον μητροπολίτη Εφέσου, όπου αναφέρεται πως ο Διονύσιος Καλλιάρχης είναι άξιος «νὰ εἶναι πρόεδρος τῆς Ἱερᾶς ἡμῶν Συνόδου»[251].

Το 1819, η δεκαεννιάχρονη Ευανθία Καΐρη, αδελφή του Θεόφιλου, συνέθεσε μιαν «ωδή» προς τιμήν του μητροπολίτη Εφέσου, η οποία τυπώθηκε σε ένα καλαίσθητο μονόφυλλο από το τυπογραφείο των Κυδωνιών[252]. Όπως δηλώνεται στην προμετωπίδα της, η ωδή αφιερώνεται

«Eἰς τὸν Σεβασμιώτατον ἅγιον ἘΦÉΣΟΥ / κύριον ΔΙΟΝÝΣΙΟΝ Καλλιάρχην / τὸν Σεβαστὸν τῆς ἱερᾶς / Συνόδου Πρόεδρον»[253].

Όπως λοιπόν διαπιστώνουμε, ακόμη και το 1819 ο μητροπολίτης Εφέσου παρέμενε σταθερά πρόεδρος της Συνόδου. Άλλωστε, σε αυτό ακριβώς το γεγονός αναφέρεται και το μεγαλύτερο μέρος της πολύ σύντομης ωδής:

«Τοῦ Βύζαντος τὸ Ἄστυ / Σ ὲ εἶδε γ ε ν ν η θ ὲ ν τ α, / Σ ὲ βλέπει ἱ δ ρ υ ν θ έ ν τ α / Θ ρ ό ν ο υ ἐ φ’ ὑ ψ η λ ο ῦ. / Πλῆθος τῶν ὀρθοδόξων / Χαίρει σῇ Προεδρείᾳ, / Ἡ Σ ύ ν ο δ ο ς ἡ Θ ε ί α / Φαιδρύνεται λαμπρῶς»[254].

Ο γέρων Εφέσου Διονύσιος Καλλιάρχης υπήρξε μια λαμπερή προσωπικότητα, η οποία προκαλούσε τον θαυμασμό και τους πλέον θερμούς επαίνους των συγχρόνων του, ακόμη και των ξένων, ακόμη και των πλέον αντικληρικών κύκλων[255]. Μόλις βέβαια χρειάζεται να αναφέρουμε ότι ο Εφέσου Διονύσιος ήταν μέλος της Φιλικής Εταιρείας[256].

Όπως έγινε σαφές, ο πρωτοστάτης και προστάτης της επαναστατικής συνωμοσίας μητροπολίτης Εφέσου ήταν ο κορυφαίος ιεράρχης της Πατριαρχικής Συνόδου. Ένας ιεράρχης ο οποίος το αργότερο από το 1813, και μέχρι τον μαρτυρικό του θάνατο, έφερε τον όχι απλώς τιμητικό, αλλά μοναδικό τίτλο του προέδρου της Πατριαρχικής Συνόδου, ο οποίος μέχρι τώρα ξέραμε ότι ανήκε αποκλειστικά και μόνον στον ίδιο τον πατριάρχη.

7.6.1.4. Πατριάρχης Ιεροσολύμων Πολύκαρπος.

Μέλος της Φιλικής Εταιρίας ήταν και ο πατριάρχης Ιεροσολύμων, Πολύκαρπος, στην συνδρομή του οποίου υπολόγιζαν ιδιαίτερα οι «έφοροι» της Φιλικής Εταιρείας στην Κωνσταντινούπολη.

Σε επιστολή του προς τον Ξάνθο[257], ο Δ. Θέμελης ζητούσε από τον Ξάνθο να μιλήσει στον Αλέξανδρο Υψηλάντη, ώστε να έγραφε ο Υψηλάντης ένα γράμμα προς τον πατριάρχη Ιεροσολύμων, με το οποίο θα παρακινούσε τον πατριάρχη να συμμετάσχει ενεργά στο έργο της Φιλικής Εταιρείας. Κι αυτό διότι οι φιλικοί της Κωνσταντινούπολης είχαν ήδη «πωλήσει» στον πατριάρχη «την υπόθεσιν», δηλαδή του είχαν μιλήσει ήδη για τη Επανάσταση[258], και έκριναν ότι θα ήταν ιδιαίτερα ωφέλιμη η παρέμβαση του Πολύκαρπου υπέρ της Εταιρείας:

«Προσέτι τῇ λέγω νὰ ἐπιμεληθῇ νὰ γένῃ ἓν γράμμα ἀπὸ μέρους τοῦ Καλοῦ[259] πρὸς τὸν Μακαριώτατον Πατριάρχην Ἱεροσολύμων, παρακινητικὸν διὰ τὴν πρόοδόν του εἰς τὰ καλά, ἐπειδὴ εἶναι πάνυ ἀναγκαῖον καὶ ὠφέλιμον, καὶ τὸ ἀπαιτοῦν οἱ ἴδιοι φίλοι, μὲ τὸ νὰ τῷ ἐπώλησαν τὴν ὑπόθεσιν, καὶ ὠφελεῖ τὸ τοιοῦτον»[260].

Σε επόμενη επιστολή του, στις 12 Γενάρη 1821, ο Θέμελης τονίζει για μία ακόμη φορά στον Ξάνθο την ανάγκη να στείλει ο Υψηλάντης οπωσδήποτε την επιστολή προς τον Ιεροσολύμων Πολύκαρπο, επειδή η προσφορά του πατριάρχη θα ήταν μεγάλη:

«Τῇ λέγω καὶ περὶ τοῦ γράμματος, ὁποῦ προλαβόντως τῇ ἔλεγον διὰ τὸν Μακαριώτατον, νὰ μὴ τὸ λησμονήσῃ, ἐπειδὴ εἶναι ἀναγκαῖον μὲ τὸ νὰ ἔχῃ νὰ κάμῃ καρπόν, καὶ αναγκαιοῖ»[261].

Στο τέλος της ίδιας επιστολής, ο Θέμελης υποδεικνύει στον Ξάνθο το γράμμα προς τον Πολύκαρπο να το στείλει ο Υψηλάντης στον αρχιγραμματέα του Πατριαρχείου Γεώργιο Αφθονίδη, για να το παρέδιδε εκείνος στον πατριάρχη. Και για μια ακόμη φορά, ο Θέμελης δεν χάνει την ευκαιρία να τονίσει ότι ο Υψηλάντης θα έπρεπε οπωσδήποτε να γράψει στον πατριάρχη Ιεροσολύμων, λέγοντάς του ότι περιμένει να δει την άμεση και ολόθερμη ανταπόκρισή του:

«Τὸ γράμμα τοῦ μακαριωτάτου νὰ σταλθῇ εἰς τὸν Γραμματικὸν Κύριον Γεώργιον (ὅστις καὶ σᾶς ἀσπάζεται ἀδελφικῶς) καὶ νὰ γράψῃ ἡ ἐκλαμπρότης του ὅτι περιμένει νὰ ἰδῇ πραγματικῶς τὸν ζῆλον καὶ προθυμίαν τῆς μακαριότητός του»[262].

Ο Υψηλάντης έγραψε τελικά το γράμμα αυτό προς τον Πολύκαρπο στις 23 Φλεβάρη 1821, από το Ιάσιο. Δηλαδή μια μέρα μετά που κήρυξε την Επανάσταση στην Μολδοβλαχία. Εκεί προτρέπει τον πατριάρχη να αναλάβει δράση, και να εμφυσήσει στους Έλληνες τον πόθο για την ελευθερία και το επαναστατικό πνεύμα:

«Η ιερή καθέδρα, όπου η Πρόνοια έχει αναβιβάσει την Αγιότητά Σας, ο βαθύς σεβασμός που σας αποτίει όλος ο κόσμος, είναι ισχυρά μέσα ώστε να εμπνεύσετε στα τέκνα της Εκκλησίας σας τον ζήλο για την πίστη και την ελευθερία. Οι προτροπές σας εναντίον του κοινού εχθρού θα έχουν στο έθνος, το εγγύς και το μακράν, την επίδραση μιας δυνατής σάλπιγγας, τρομερής για τον δειλό εχθρό μας»[263].

Όπως διαπιστώνουμε, η Εκκλησία όχι απλώς συμμετείχε στην Επαναστατική προετοιμασία, και μάλιστα στο ανώτατο δυνατό επίπεδο, αλλά πάνω στην δική της συμμετοχή της στήριζαν τα κορυφαία στελέχη της Φιλικής Εταιρείας την ίδια την επιτυχία της Επανάστασης.

7.6.1.5. Ο Δέρκων Γρηγόριος.

Ένας από τους κορυφαία μέλη της Φιλικής Εταιρείας στον χώρο της Πατριαρχικής Συνόδου, μαζί με τον Εφέσου Διονύσιο, ήταν ο Δέρκων Γρηγόριος[264]. Σύμφωνα με την προσωπική μαρτυρία του Φωτάκου, ο οποίος βρίσκονταν τότε στην Κωνσταντινούπολη, ο πατριάρχης δίσταζε να αποφασίσει το ξεκίνημα της Επανάστασης, στην προετοιμασία της οποίας δεν ήταν απλώς μυημένος, αλλά την συντόνιζε, διότι φοβόταν μην αποτύχει, ως ανώριμο.

Είναι ο ίδιος φόβος που έκανε τον Κοραή μήνες μετά την έναρξη του αγώνα, τον Δεκέμβρη του 1821, να αποφαίνεται πως «τὸ πρᾶγμα ἤρχισεν ἄωρον», και δέκα χρόνια μετά[265], το 1831, να επιμένει πως «ἡ ἐπανάστασις τῆς Ἑλλάδος […] ἔγινεν ἀκαίρως. Ὁ καιρός της ἦτο τὸ 1850 ἔτος»[266].

Όμως, ο Δέρκων Γρηγόριος ενθάρρυνε τον πατριάρχη να αποφασίσει και να δώσει το σύνθημα για το ξέσπασμα της Επανάστασης:

«[Π]ολλοὶ ἔλεγον τότε, καὶ ἐγὼ ὅταν ἤμην εἰς Κωνσταντινούπολιν ἔμαθον, ὅτι κᾄπως δεν ἤρχετο καλὸν εἰς τὸν Πατριάρχην νὰ αποφασίσῃ τὸ κίνημα τῆς Ἐπαναστάσεως, φοβούμενος νὰ μὴν ἀποτύχῃ τοῦτο ὡς μὴ ὥριμον, καὶ οὕτω χαθῇ ὁλόκληρον τὸ Ἔθνος· ἂν καὶ ὁ Πατριάρχης εἶχε περὶ τούτου κατηχηθῇ, καὶ ἰδίως ὁ ἀρχιερεὺς Δέρκων, μέλος τῆς Συνόδου καὶ στενὸς του φίλος, καὶ συμπατριώτης του Πελοποννήσιος, τὸν ἔπειθε νὰ παραδέχεται τὰ τῆς Ἑταιρίας καὶ τὰ τῆς Ἐπαναστάσεως, διότι “Αὕτη ἀφεύκτως θὰ γίνῃ”. Καὶ πάντοτε τοῦ ἔλεγε ὅτι “Θὰ ῥουφήξωμεν καὶ τὸ ἅγιον ποτήριον εἰς τὸ ἱερὸν τῆς Ἀγίας Σοφίας. Καὶ ἂν δὲν προφθάσωμεν, θὰ εἴμεθα μάρτυρες τῆς Ἐλευθερίας καὶ τοῦ Χριστιανισμοῦ”»[267].

Ο Δέρκων Γρηγόριος ήταν εκείνος ο οποίος είχε αναδείξει τον πρωτεργάτη της Επανάστασης Παπαφλέσσα, τον οποίον είχε καταστήσει άνθρωπο της απολύτου εμπιστοσύνης του, συντονίζοντας από κοινού την επαναστατική τους δράση, μέσα από την συνεχή και άμεση συνεργασία τους[268].

7.6.2. Η καθοδήγηση της Φιλικής Εταιρείας από τον Γρηγόριο Ε΄. Η μαρτυρία του Ι. Παπαρρηγόπουλου.

Ο Ιωάννης Παπαρρηγόπουλος υπήρξε ένα από τα σημαίνοντα μέλη της Φιλικής Εταιρείας, στην οποία και πρόσφερε μεγάλες υπηρεσίες[269]. Στα χρόνια αμέσως πριν την Επανάσταση κινούνταν διαρκώς ανάμεσα σε Κωνσταντινούπολη, Αγία Πετρούπολη και Πελοπόννησο, μεταφέροντας μηνύματα από και προς τους φιλικούς της Κωνσταντινούπολης, του Μωριά και τον Ι. Καποδίστρια. Αυτός ο σπουδαίος φιλικός περιέγραψε σε κείμενό του τις επαφές που είχε με τον Γρηγόριο Ε΄, και τα μηνύματα που ο πατριάρχης έπεμπε προς τα σημαντικότερα μέλη της Φιλικής Εταιρείας. Το κείμενο αυτό δημοσιεύτηκε ανώνυμα, και για να μην αμφισβητηθεί η αυθεντικότητά του, φρόντισε να το επιβεβαιώσει σιωπηρά με την ίδια την φυσική του παρουσία. Όπως σημειώνουν καθόλου τυχαία οι εκδότες του έργου, όταν το 1865 δημοσιεύτηκε ο τόμος με το ανώνυμο κείμενό του, ο Παπαρρηγόπουλος βρίσκονταν στην Αθήνα, όπου υπηρετούσε ως πρόξενος της Ρωσσίας[270].

Εκεί ο Παπαρρηγόπουλος αναφέρει πως όταν στα μέσα του 1820 θα έφευγε για την Ρωσσία, ο Γρηγόριος του έδωσε δύο γράμματα. Ένα για τον Υψηλάντη, και ένα για τον Ζωσιμά, στην Μόσχα. Στο Υψηλάντη έγραψε σε όλη την σελίδα μόνον μια λέξη, «φρόνησις», ενώ στον Ζωσιμά πάλι μία μόνον λέξη, «βοήθεια». Ο Υψηλάντης και Ζωσιμάς του απάντησαν. Τα γράμματά τους τα μετέφερε στον πατριάρχη πάλι ο Παπαρρηγόπουλος, στις 30 Αυγούστου 1820, έχοντας μαζί του και τους εμπόρους και κορυφαίους φιλικούς Π. Σέκερη και Α. Κουμπάρη. Ο Υψηλάντης διαβεβαίωνε τον Γρηγόριο πως είχε θέσει στην διάθεσή του ένα πλήρως επανδρωμένο πλοίο για να διαφύγει στην Οδησσό ή στην Σπάρτη. Ο Ζωσιμάς, επίσης, έγραψε στον Γρηγόριο πως έθετε στην διάθεσή του 20.000 ασημένια ρούβλια, ή και περισσότερα, αν ήθελε.

Όταν διάβασε τα γράμματά τους, ο Γρηγόριος γέλασε και είπε πως ο Υψηλάντης και ο Ζωσιμάς «κακῶς ἐνόησαν τὰ γράμματά»[271] του. Διότι, όπως είπε στον Παπαρρηγόπουλο, τον Κουμπάρη και τον Σέκερη, «οὔτε πλοῖον, οὔτε βοηθείας χρηματικῆς ἔχω ἀνάγκην»[272]. Και όταν ο Κουμπάρης του είπε πως είναι έτοιμα και το πλοίο, και τα χρήματα, ο Γρηγόριος απάντησε ως εξής:

«Τέκνα μου ἀγαπητά, τὸ πλοῖον νὰ χρησιμεύσῃ διὰ νὰ μεταφέρει εἰς ὀρθόδοξον ἐλεύθερον τόπον τὸ νεκρόν μου σῶμα, τὰ δὲ χρήματα ἂς χρησιμεύσουν δι’ ἀνάγκας τοῦ παρὰ τοῦ Ὑψίστου ἀποφασισθέντος ἱεροῦ σκοποῦ»[273].

Όταν ξεκίνησαν οι τρεις για να φύγουν, ο Γρηγόριος Ε΄ παρακάλεσε τον Παπαρρηγόπουλο να μείνει μαζί του όλη τη νύχτα, διότι ήθελε να του υποβάλλει πολλές ερωτήσεις σχετικά με την δράση της Φιλικής Εταιρείας. Και αφού μίλησαν αρκετά, και τον ρώτησε ό,τι ήθελε, είπε στον Παπαρρηγόπουλο πως έπρεπε οι φιλικοί να ξεκινήσουν και να συνεχίσουν το έργο με περισσότερη φρόνηση, ώστε «νὰ ἑτοιμασθοῦν καὶ τὰ μέσα»[274]. Διότι, όπως εμπιστεύτηκε ο πατριάρχης στον Παπαρρηγόπουλο, «λυποῦμαι καὶ ἀνησυχῶ μήπως ἡ πατρὶς πάθῃ ὅσα ἔπαθεν καὶ ἄλλοτε»[275]. Ο Γρηγόριος αναφέρεται στα ορλωφικά, τα οποία είχε ζήσει σε ώριμη ηλικία, και δεν ξέχασε ποτέ την φρίκη και την απόγνωση που κατέσπειραν σε όλον τον ελλαδικό χώρο, και ειδικά στην Πελοπόννησο, την πατρίδα του πατριάρχη.

Τις ίδιες ανησυχίες με τον Γρηγόριο μοιράζονταν και όλοι οι συνομήλικοί του. Ο Κασομούλης γράφει χαρακτηριστικά στα απομνημονεύματά του ότι μόλις είπε στον πατέρα του για την Επανάσταση που ήταν έτοιμη να ξεσπάσει, εκείνος του είπε τα εξής:

«Πρόσεχε, παιδί μου, νὰ μὴ ἀπατηθοῦμε καθὼς εἰς τὸν καιρὸν τοῦ Τζιάρα, ἐπὶ Σινέφη, καὶ τοῦ Παπᾶ-Θύμιου Μπλαχάβα καὶ ξαναφανισθοῦμεν. Διότι αὐτὰ τὰ ἔκαμα δύο φορές, καὶ εἰς τὰς δύω εὑρέθην ἀπατημένος».

Σαν άκουσε αυτά τα λόγια, ο Κασομούλης μας διαβεβαιώνει ότι εκείνη τη στιγμή του φάνηκε ο πατέρας του ως «ὁ μεγαλύτερος ἐχθρὸς τῆς ἀνθρωπότητος»[276].

Αυτούς τους φόβους του πατριάρχη έσπευσε να διασκεδάσει ο Παπαρρηγόπουλος, καθώς του εκμυστηρεύτηκε ότι ενημέρωσε τον Υψηλάντη για την κατάσταση στην Πελοπόννησο και την βέβαιη αποτυχία της Επανάστασης «ἐὰν τὸ καλὸν ἀρχίσῃ ἀπὸ τὴν Πελοπόννησον». Ακούγοντας αυτά ο Υψηλάντης πείστηκε, και αποφάσισε να ξεκινήσει την Επανάσταση από την Μολδοβλαχία[277]. Τότε ο πατριάρχης, ήσυχος πια, «εὐχήθη τὸν Ὑψηλάντην καὶ Παπαρρηγόπουλον», λέγοντας πως ο Θεός είχε στείλει και είχε φωτίσει τον Παπαρρηγόπουλο να πει όλ’ αυτά στον Υψηλάντη, και ο Υψηλάντης να πειστεί[278].

Ο Παπαρρηγόπουλος εκείνη τη μακρά νύχτα πρότεινε για μια ακόμη φορά στον πατριάρχη να φύγει και να σωθεί. Ο πατριάρχης επανέλαβε και πάλι πως αυτό ήταν αδύνατον, διότι αν το έκανε, οι εχθροί θα έπειθαν τον σουλτάνο να πάρει όλα εκείνα τα μέτρα ώστε και την Επανάσταση να σταματήσει, και να κατασφάξει όλους τους χριστιανούς[279]. Γι’ αυτό και ήταν αποφασισμένος «νὰ θυσιάσῃ τὸν ἑαυτόν του», ώστε να καθυστερήσει όσο τον δυνατόν πιο πολύ «τοὺς κακοὺς σκοποὺς τῶν τυράννων, καὶ νὰ λάβουν καιρὸν νὰ ἑτοιμασθῇ τὸ ἔθνος»[280].

«Ἐγὼ δέ, τέκνον μου Παπαρρηγόπουλε», του ξεκαθάρισε ο πατριάρχης, «τὴν ζωήν μου τὴν ἔχω ἀποφασισμένην, ἀλλὰ τώρα περιμένω τὸ τέλος μου ἐν πεποιθήσει ὅτι θέλομεν ἐπιτύχει μὲ ολιγοτέρας θυσίας, καὶ μὲ μεγαλυτέρας ἐλπίδας επιτυχίας. Ὅσον μακρὰν τῆς Ἑλλάδος καὶ πλησίον τῆς Ῥωσσίας ἀρχίση ἡ Ἐπανάστασις, τόσον καλλίτερον»[281].

Ο Γρηγόριος Ε΄ χάρηκε ιδιαίτερα που η Επανάσταση θα ξεκινούσε μακριά από τον ελλαδικό χώρο, και σε μια περιοχή κοντά στην Ρωσσία. Διότι ήταν σίγουρος πως οι Ρώσσοι θα συνέδραμαν και αυτοί, είτε άμεσα, είτε έμμεσα, πράγμα που θα έδινε στην Επανάσταση πολύ μεγαλύτερες ελπίδες επιτυχίας, με πολύ λιγότερες θυσίες.

Όταν το πρωί ο Παπαρρηγόπουλος ξεκίνησε να φύγει, ασπάσθηκε το χέρι του πατριάρχη και πήρε την ευχή του. Εκείνη την στιγμή, ο Γρηγόριος Ε΄

«μετὰ δακρύων ἐπανέλαβεν· Εὔχομαι εἰς ὅλους ὁμόνοιαν, […] ἀπόφασιν σταθερὰν καὶ ἀμετάτρεπτον τῆς ἐκπληρώσεως τοῦ ἱεροῦ σκοποῦ. Ἐγὼ θέλω προσπαθῶ νὰ διατηρῶ τοὺς ἐχθροὺς εἰς εἰρηνικὰς ἐλπίδας, διὰ νὰ ἐμποδισθῇ ὅσον δυνατὸν ἡ τρομερὰ σφαγή, καὶ νὰ ἐτοιμασθοῦν ὅσον δυνατὸν οἱ ἡμέτεροι εἰς τὴν παρὰ Θεοῦ ἀπόφασιν»[282].

Ο πατριάρχης κατευοδώνοντας τον Παπαρρηγόπουλο για το ταξίδι του στην Πελοπόννησο, με δάκρυα στα μάτια του ζήτησε να μεταφέρει στις κεφαλές του Μωριά τις συμβουλές του για ομόνοια, και σταθερότητα στην απόφασή τους να επαναστατήσουν.

Ιδιαίτερα σημαντική είναι η τελευταία διαβεβαίωση που δίνει ο Γρηγόριος Ε΄, μέσω του Παπαρρηγόπουλου, προς τους πρόκριτους και τους αγωνιστές του ελλαδικού χώρου. Τους υπόσχεται πως ο ίδιος θα προσπαθήσει να παραπλανήσει τους Τούρκους όσο περισσότερο μπορεί, ώστε να μην αντιληφθούν τίποτε από την κοσμογονία της προετοιμαζόμενης εξέγερσης. Έτσι θα επιβραδύνονταν όσον το δυνατόν περισσότερο η αναμενόμενη σφαγή, ενώ ταυτόχρονα θα υπήρχε περισσότερος χρόνος για την καλλίτερη προετοιμασία της Επανάστασης.

Αυτές οι προτροπές του Γρηγορίου Ε΄ προς τους ηγέτες των Ελλήνων στον Μωριά βρίσκονται σε πλήρη αντιστοιχία με τις προτροπές του ίδιου πατριάρχη προς τους αγωνιστές της Ρούμελης, όπως αυτές θα αποτυπωθούν στο γράμμα του προς τον επίσκοπο Σαλώνων Ησαΐα, που θα διερευνήσουμε λίγο παρακάτω.

7.6.3. Οι συνωμοτικές επιστολές του Γρηγορίου Ε΄.

7.6.3.1. Η συστατική επιστολή προς τον Δημήτριο Θέμελη.

Σύμφωνα με τον D. Brewer, η κυριώτερη απόδειξη που προέβαλαν κάποιοι μεταγενέστεροι ιστορικοί για την συμμετοχή του Γρηγόριου στο ξέσπασμα της Επανάστασης είναι η επιστολή που είχε στείλει ο πατριάρχης τον Ιούλιο του 1819 στον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη. Σε εκείνη την επιστολή ο πατριάρχης επαινούσε την πρόθεση του Πετρόμπεη να ιδρύσει σχολείο στην Μάνη, και του έστελνε ως οικονομική βοήθεια 45.000 πιάστρα. Οι ιστορικοί αυτοί θεωρούν, λέει ο Brewer, πως το «σχολείο» ήταν απλά ο κώδικας της Φιλικής Εταιρείας για την «Επανάσταση», και ότι αυτός ήταν ο σκοπός για τον οποίον και χρησιμοποιήθηκαν τα χρήματα. Κι ενώ πράγματι «οι δωρεές στη Φιλική Εταιρεία συχνά συγκαλύφθηκαν ως συνεισφορές στα σχολεία, είναι μόνο η εικασία ότι ο Γρηγόριος χρησιμοποίησε το “σχολείο” με αυτή την κωδικοποιημένη έννοια, μιας και πολλά σχολεία είχαν στην πραγματικότητα ιδρυθεί τα χρόνια πριν από την επανάσταση» [283].

Όμως, η επιστολή προς τον Πετρόμπεη δεν είναι η μόνη επιστολή του Γρηγόριου που στηρίζει την άμεση σχέση του πατριάρχη με την έναρξη της Επανάστασης. Ο Gervinus και ο Mendelssohn-Bartholdy αναφέρθηκαν σε δύο συγκεκριμένα στοιχεία που αποδεικνύουν την άμεση σχέση του Γρηγόριου Ε΄ με την Φιλική Εταιρεία και την εμπλοκή του με το ξέσπασμα της Ελληνικής Επανάστασης. Το πρώτο είναι ότι ο Γρηγόριος έδινε συστατικές επιστολές στους φιλικούς, και το άλλο ότι έγραφε επιστολές υπέρ των φιλικών, δηλαδή υπέρ της Επανάστασης.

Η μόνη συστατική επιστολή του Γρηγορίου προς κάποιο μέλος της Φιλικής Εταιρείας που σώθηκε είναι η αυτόγραφη συστατική επιστολή που είχε δώσει ο Γρηγόριος στον «γνωστό και δραστήριο φιλικό»[284] Δημήτριο Θέμελη, στις 10 Ιανουαρίου 1821. Ο Δ. Θέμελης είχε ξεκινήσει στις αρχές του 1821 μια μεγάλη περιοδεία στα νησιά του Αιγαίου και στις απέναντι μικρασιατικές ακτές για να διευρύνει το έργο της Εταιρείας, και να προετοιμάσει την έναρξη της Επανάστασης.

Πριν ξεκινήσει την αποστολή του, ζήτησε και πήρε από τον Γρηγόριο μια συστατική επιστολή για τους ηγέτες των ελληνικών κοινοτήτων της κάθε περιοχής. Σ’ αυτήν την επιστολή, ο πατριάρχης σύστηνε τον Θέμελη προς τους αρχιερείς και τους πρόκριτους των νησιών του Αιγαίου, και τους προέτρεπε να τον υποδεχτούν θετικά, «συντελοῦντες τὸ κατὰ δύναμιν εἰς τὰς διευθετήσεις τῶν ὑποθέσεών του»[285].

Εκτός από την επιστολή του πατριάρχη, ο Θέμελης έλαβε παρόμοια επιστολή και από τον δραγουμάνο του στόλου Νικόλαο Μουρούζη, στις 7 Ιανουαρίου του 1821[286], από την οποία «προκύπτει» και καθίσταται «βέβαιο» ότι ο Μουρούζης «βοήθησε στην οργάνωση του αγώνα»[287].

Ήδη ο Ι. Φιλήμων προβληματίζονταν για το αν πατριάρχης και ο Μουρούζης γνώριζαν όντως τον πραγματικό λόγο της περιοδείας του Θέμελη στα νησιά του Αιγαίου, που ήταν η μύηση των εκεί διαβιούντων Ελλήνων στην Φιλική Εταιρεία[288]. Αντίθετα, ο αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος Χρυσόστομος Παπαδόπουλος όχι μόνον δεν προβληματίζεται σχετικά, αλλά είναι βέβαιος ότι «ὁ πατριάρχης διετέλει ἐν ἀγνοίᾳ τῶν τελουμένων», καθώς το συστατικό γράμμα που έδωσε στον Θέμελη ήταν ένα από τα πολλά που έδινε σε όποιους τα ζητούσαν[289].

Η επιστολή του Γρηγορίου Ε΄ στον Θέμελη αποσιωπάται εντελώς από το σύνολο της σύγχρονης αναθεωρητικής ιστοριογραφίας. Ο μόνος σύγχρονος ιστορικός που ενδιατρίβει σ’ αυτήν είναι ο Γ. Ζαχαρόπουλος, η ανάλυση του οποίου καταδεικνύει την δύσκολη θέση στην οποία φέρνει η ύπαρξη αυτής της επιστολής την συγκεκριμένη ιστοριογραφική σχολή.

Στην αρχή ο Ζαχαρόπουλος παρατηρεί πως ενώ η συγκεκριμένη επιστολή ήταν μια από τις πολλές και όμοιες μεταξύ τους συστατικές επιστολές που έδινε ο πατριάρχης σε διάφορα πρόσωπα, έχει την ιδιαιτερότητα να μοιάζει με εκείνες τις επιστολές που χρησιμοποιούσαν οι φιλικοί για τις μεταξύ τους μυστικές συνεννοήσεις. Και αμέσως μετά σημειώνει πως είναι «ἄξιον παρατηρήσεως» ότι η επιστολή του πατριάρχη μνημονεύει την συστατική επιστολή που είχε δώσει στον Θέμελη ο Νικόλαος Μουρούζης, «ὅπερ δεικνύει», όπως εύστοχα παρατηρεί, «ὅτι ἐπιχειρεῖται νὰ φανοῦν ἐνεργοῦντες ἀπὸ κοινοῦ ὁ πατριάρχης καὶ ὁ διερμηνεὺς τοῦ στόλου. Βεβαίως τοῦτο σημαίνει ὅτι ὁ πατριάρχης ὄχι μόνον ἁπλῶς ὑποστηρίζει ἐνεργῶς τοὺς Φιλικούς, ἀλλ’ ὅτι ευρίσκεται καὶ εἰς τὴν κορυφὴν τῆς διοικήσεως τῆς Ἑταιρείας»[290]. Και επειδή είναι εντελώς αδύνατον να βρίσκονταν ο Γρηγόριος στην κορυφή της διοίκησης της Φιλικής Εταιρείας, όλο αυτό «γεννᾶ τὴν ὑποψίαν περὶ μὴ γνησιότητος τοῦ κειμένου τούτου»[291].

Καταρχήν, η πρωτότυπη επιστολή του Γρηγορίου προς τον Θέμελη σώζεται στα Γενικά Αρχεία του Κράτους, όπου φέρει μάλιστα και ιδιαίτερο «δυσανάγνωστον σύμπλεγμα, προφανῶς συνθηματικόν»[292]. Επιπλέον, η γνησιότητα της επιστολής επιβεβαιώνεται απόλυτα από μια μαρτυρία που δεν έχει μέχρι σήμερα επισημανθεί. Ο Ε. Ξάνθος, στα σύντομα Απομνημονεύματα που εξέδωσε, παραθέτει ένα πλήθος εγγράφων από το προσωπικό του αρχείο, τα οποία «δημοσίεψε σαν επίμετρο, αλλά στην πραγματικότητα σαν κύριο μέρος, των Απομνημονευμάτων του»[293].

Ανάμεσά τους υπάρχει και μια επιστολή του Θέμελη προς τον Ξάνθο, με ημερομηνία 12 Ιανουαρίου 1821. Στην επιστολή αυτήν, ο Θέμελης ενημερώνει τον Ξάνθο ότι παρέλαβε τα «συστατικά» από τον «Γεώργιον Γραμματικόν», δηλαδή από τον αρχιγραμματέα του Πατριαρχείου και κορυφαίο φιλικό Γεώργιο Αφθονίδη. Και προς ενημέρωση του Ξάνθου, παραθέτει στην επιστολή του, αυτούσια, και τα δύο «συστατικά» γράμματα, του Ν. Μουρούζη και του Γρηγόριου Ε΄ αντίστοιχα[294].

Αυτή η οριστική πιστοποίηση της γνησιότητας της επιστολής του Γρηγόριου προς τον Θέμελη επιβεβαιώνει, περά από κάθε αμφιβολία, ότι πραγματικά ο πατριάρχης «ὄχι μόνον ἁπλῶς υπεστήριζ[ε] ἐνεργῶς τοὺς Φιλικούς, ἀλλ’ ὅτι ευρίσκετ[ο] καὶ εἰς τὴν κορυφὴν τῆς διοικήσεως τῆς Ἑταιρείας»[295]. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο βρίσκονταν σε συνεχή συνεργασία με τον δραγουμάνο του στόλου και κορυφαίο φιλικό Ν. Μουρούζη, ενεργώντας από κοινού.

7.6.3.2. Η επαναστατική επιστολή προς τον Σαλώνων Ησαΐα.

Η άμεση εμπλοκή του Γρηγορίου στην προετοιμασία της Ελληνικής Επανάστασης επιβεβαιώνεται από μία ακόμη επιστολή του, η οποία και αυτή αποσιωπάται εντελώς από το σύνολο της αναθεωρητικής ιστοριογραφίας. Πρόκειται για την επιστολή του πατριάρχη προς τον Σαλώνων Ησαΐα, χρονολογημένη στις 26 Δεκεμβρίου 1820. Είναι μια εξ ορισμού συνωμοτική επιστολή, όπου ο Γρηγόριος προτρέπει τον επίσκοπο Σαλώνων να τηρεί αυστηρά τους συνωμοτικούς κανόνες, ώστε να μην περιέλθει το μυστικό της προετοιμαζόμενης Επανάστασης ούτε στους Τούρκους, αλλά ούτε και στους προδότες που υπήρχαν μεταξύ των ομοφύλων Ελλήνων:

«Ἐχεμυθείας, ἀδελφέ, μεγίστη χρεία, καὶ προφύλαξις περὶ πᾶν διάβημα. Οἱ γὰρ χρόνοι πονηροί εἰσι, καὶ ἐν ταῖς φιλοπατριώταις ἔστι καὶ μοχθηρῶν ζύμη, ἀφ’ ἧς ὡς ἀπὸ ψωραλέου προβάτου φυλάττεσθε. […] Ἄσπασον οὖν ταῖς ἐμαῖς εὐχαῖς τοὺς ἀνδρείους ἀδελφούς, προτρέπων εἰς κρυψίνοιαν, διὰ τὸν φόβον τῶν Ἰουδαίων».

Ο πατριάρχης καθησυχάζει και διαβεβαιώνει τον επίσκοπο Σαλώνων ότι οι Γαλαξιδιώτες, μέσω του οποίου ο Ησαΐας του έστελνε τις επιστολές του, ήταν απόλυτα έμπιστοι. Και τον πληροφορεί επίσης ότι ήταν οι ίδιοι που του μετέφεραν και τις επιστολές των πατριωτών του Μωριά:

«Οἱ Γαλαξειδιῶται, οὓς ἐπιστέλλεις μοι συνεχῶς, πεφροντισμένως ἐνεργοῦσι, καὶ ἀφ’ ὧν ἔγνω, ἀδύνατον ἀντὶ παντὸς τιμίου οὐδ’ ἐλάχιστον λόγον ἕρκος ὀδόντων φυγεῖν· οὐ μόνον τὰ σά, ἀλλὰ καὶ τὰ τῶν ἐν Μορέᾳ ἀδελφῶν γράμματα κομίζουσί μοι».

Αμέσως μετά, ο πατριάρχης επικροτεί την δράση του παπα-Ανδρέα, ο οποίος παρενοχλούσε συνεχώς τους Τούρκους, έχοντας μάλιστα σκοτώσει και έναν από αυτούς. Προτρέπει τον επίσκοπο Σαλώνων να προστατέψει τον παπα-Ανδρέα, και να μην τον παραδώσει στον Αλή πασά. Και τηρώντας πιστά έναν από τους πλέον βασικούς και σημαντικούς συνωμοτικούς κανόνες, συμβουλεύει τον Ησαΐα να επαινεί τον παπα-Ανδρέα στα κρυφά, αλλά στα φανερά να παριστάνει τον ανήξερο, ή ακόμη και να τον κατηγορεί, και όχι μόνον μπροστά στους Τούρκους, αλλά και μπροστά στους Έλληνες, πάντοτε από τον φόβο των προδοτών:

«Ἡ τοῦ Παπανδρέα πρᾶξις πατριωτικὴ μὲν τοῖς γινώσκουσι τὰ μύχια, κατακρίνουσι δὲ οἱ μὴ εἰδότες τὸν ἄνδρα. Κρύφα ὑπερασπίζου αὐτόν, ἐν φανερῷ δὲ ἄγνοιαν ὑποκρίνου, ἔστι δ’ ὅτε καὶ ἐπίκρινε τοῖς θεοσεβέσιν ἀδελφοῖς καὶ ἀλλοφύλοις. Ἰδίᾳ πράυνον τὸν Βεζύρην, λόγοις καὶ ὑποσχέσεσιν· ἀλλὰ μὴ παραδοθήτω εἰς λέοντος στόμα».

Τέλος, ολοκληρώνοντας τη συνωμοτική δουλειά, εντέλλεται στον επίσκοπο Σαλώνων να μεταφέρει στους έτοιμους για την Επανάσταση Έλληνες τους χαιρετισμούς και τις ευλογίες του, προτρέποντάς τους να προσέχουν μην τους ξεφύγει και η παραμικρή κουβέντα, αλλά ταυτόχρονα να καταστούν γενναίοι σαν τα λιοντάρια, διότι το «Πάσχα», δηλαδή η Επανάσταση, είναι κοντά:

«Ἄσπασον οὖν ταῖς ἐμαῖς εὐχαῖς τοὺς ἀνδρείους ἀδελφούς, προτρέπων εἰς κρυψίνοιαν, διὰ τὸν φόβον τῶν Ἰουδαίων. Ἀνδρωθήτωσαν ὥσπερ λέοντες, καὶ ἡ εὐλογία τοῦ Κυρίου κρατυνεῖ αὐτούς. Ἐγγὺς δ’ ἔστι τοῦ Σωτῆρος τὸ Πάσχα»[296].

Την επιστολή αυτή, επειδή ακριβώς αναδεικνύει τον πρωταγωνιστικό ρόλο του Γρηγορίου στο ξέσπασμα της Επανάστασης, την αποσιώπησε συστηματικά πρώτα-πρώτα η εθνικιστική ιστοριογραφική σχολή, διότι κατεδαφίζει «μετά κρότου και λάμψης» το αφήγημα του ορκισμένου εχθρού της Επανάστασης και πιστού στον σουλτάνο πατριάρχη. Ένα αφήγημα, που η κυρίαρχη εθνικιστική ιδεολογία με τόσο πείσμα υποστήριξε.

Χαρακτηριστική είναι η γεμάτη αγωνία προσπάθεια του καθηγητή Πανεπιστημίου, ακαδημαϊκού και αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος Χρυσόστομου Παπαδόπουλου να πείσει τους αναγνώστες του πως ενώ ο πατριάρχης εύχεται την επιτυχία της προετοιμασίας του αγώνα, αυτό που πραγματικά θέλει είναι να συγκρατήσει την αναμενόμενη εξέγερση:

«Ὁ Πατριάρχης Γρηγόριος διὰ τῆς ἀνωτέρω ἐπιστολῆς αὐτοῦ συνιστᾷ ἐχεμύθειαν καὶ σύνεσιν, εὐχόμενος τὴν ἐπιτυχίαν τοῦ παρασκευαζομένου ἀγῶνος. Εἶναι πρόδηλον καὶ ἐξ αὐτῆς καὶ ἐκ τῶν λοιπῶν ἐπιστολῶν αὐτοῦ, ὅτι κατέχεται ὑπὸ μεγάλων φοβῶν μήπως ἡ παρασκευαζομένη ἐξέγερσις ἀποβῇ εἰς κακὸν τοῦ Ἔθνους καὶ προκαλέσει συμφορᾶς ἀνεπανορθώτους. Ὁ Πατριάρχης ζητεῖ μᾶλλον νὰ συγκρατήσῃ τὴν ἐξέγερσιν διὰ τὸ ἀπαρασκεύαστον αὐτῆς»[297].

Είναι όντως απορίας άξιον πού διέκρινε ο αρχιεπίσκοπος Αθηνών Χρυσόστομος τους «μεγάλους φόβους» του πατριάρχη ως προς την επιτυχία του αγώνα. Ο πατριάρχης εκεί όχι μόνον δεν εκφράζει κανένα απολύτως φόβο για την επιτυχία της αναμενόμενης Εξέγερσης, αλλά ευλογεί και ενθαρρύνει τους αγωνιστές, προτρέποντάς τους μάλιστα να αποκτήσουν φρόνημα λέοντος, διότι η έκρηξη της Επανάστασης επίκειται, είναι πια κοντά.

Ο μόνος σύγχρονος ιστορικός που αναφέρει και αναλύει την επιστολή είναι ο Ν.Γ. Ζαχαρόπουλος. Και με επιχειρήματα που δεν αντέχουν στην βάσανο της επιστημονικής κριτικής[298] προσπαθεί να δημιουργήσει «ὑποψίαν τινὰ ὡς πρὸς τὴν γνησιότητα τοῦ ἐγγράφου»[299], το πρωτότυπο του οποίου έδωσε στον ανεψιό του Γρηγορίου Ε΄, προς δημοσίευση, ο Κ. Σάθας[300].

Ευτυχώς, και οι πρωτογενείς πηγές, και τα ιστοριογραφικά έργα του 19ου αιώνα διέσωσαν το πώς εξελίχτηκε η συνεργασία του πατριάρχη τόσο με τον Σαλώνων Ησαΐα, όσο και με τους άλλους αγωνιστές της Ρούμελης. Λίγους μήνες πριν ξεσπάσει η Επανάσταση, τον Γενάρη του 1821, ο Γρηγόριος κάλεσε ξαφνικά τον επίσκοπό Σαλώνων στην Κωνσταντινούπολη[301]. Το κάλεσμα αυτό του πατριάρχη προς τον Ησαΐα συνδυάζεται με την τελική εξόρμηση της Φιλικής εταιρείας προς την κυρίως Ελλάδα, όταν ο Κολοκοτρώνης και ο Παπαφλέσσας αποβιβάζονται στην Πελοπόννησο, και ο Θέμελης διατρέχει τα νησιά του Αιγαίου. Το πρόσωπο του Ησαΐα υπήρξε ασφαλώς προσωπική επιλογή του πατριάρχη, ο οποίος ανέλαβε να του δώσει τις σχετικές οδηγίες για την καλλίτερη δυνατή οργάνωση της αποστολής του[302].

Για την συνεργασία του επισκόπου Σαλώνων με τον πατριάρχη Γρηγόριο στην Κωνσταντινούπολη έχουμε την σπάνια τύχη να διασώζεται η περιγραφή ενός αυτόπτη μάρτυρα. Πρόκειται για τον λόγιο και καθηγητή της Ιατρικής Σχολής Ι. Νικολαΐδη, Λεβαδέα. Ο Νικολαΐδης[303] τους πρώτους μήνες του ’21 διέμενε στην Κωνσταντινούπολη, και ως αυτόπτης μάρτυρας αναφέρει ότι έβλεπε τον επίσκοπο Σαλώνων, και πατρικό του φίλον, να έχει καθημερινές και μακρές συναντήσεις με τον πατριάρχη, όπου και συζητούσαν τα σχετικά με τον αγώνα[304]. Διότι ήταν αυτός, ο πατριάρχης Γρηγόριος, ο οποίος όριζε στον κάθε επαναστάτη που έπρεπε να πάει.

«[Α]ὐτὸς παρέπεμπεν ἕκαστον ὅπου ἦτο τεταγμένος. Ἔχω δὲ καὶ ἐγὼ τούτου ἀπόδειξιν τὸν ἀείμνηστον (Φωκίδος) Σαλώνων, Ἠσαΐαν, πατρικόν μου φίλον, ὅστις ἀπῆλθεν εἰς Κωνσταντινούπολιν, ὅπου κατὰ τύχην ἤμην. Διέμενεν ἀντικρὺ τῶν πατριαρχείων, ἐν τῇ οἰκίᾳ τοῦ γραμματικοῦ Ἰωάννου. Ἐκεῖθεν δὲ εἶχεν, ὡς ἔβλεπον, καθημερινὰς καὶ μακρὰς συνεντεύξεις μετὰ τοῦ ἀοιδίμου πατριάρχου, ἕως οὗ ἀνεχώρησεν ἕνα περίπου μῆνα πρὶν ἐκραγῇ πρὸς βορρᾶν καὶ νότον ἡ ἑλληνικὴ ἐπανάστασις»[305].

Πράγματι, μετά από τις πολλές και πολύωρες συναντήσεις που είχε με τον πατριάρχη, τον Μάρτιο επέστρεψε εφοδιασμένος με τις απαραίτητες επιστολές και τα σχετικά έγγραφα από τον πατριάρχη και τους φιλικούς, με την αποστολή να κηρύξει στην επαρχία του την Επανάσταση, όπως αναφέρει ο Π. Κρέμος:

«Ὁ ἀοίδιμος Γρηγόριος ὁ Ε΄ μετεπέμψατο τὸν ἐπίσκοπον Ἀμφίσσης Ἠσαΐαν καὶ τοὺς προεστῶτας τῆς μονῆς τοῦ Ὁσίου Λουκᾶ εἰς Κωνσταντινούπολιν. […] Συσκεψάμενοι δὲ μετὰ τοῦ πατριάρχου, λαβόντες τὴν ἐμπιστευτικὴν ἀποστολὴν πρὸς ἐξέγερσιν τῆς ἐπαναστάσεως καὶ ἐφοδιασθέντες μετὰ τῶν οἰκείων ἐπιστολῶν καὶ ἐγγράφων τῶν τε ἑταίρων καὶ τοῦ πατριάρχου κατῆλθον εἰς τὴν μονὴν περὶ τὸν Μάρτιον»[306].

Μόλις γύρισε, ο Ησαΐας συγκάλεσε στην μονή του Οσίου Λουκά σύσκεψη με τους κυριώτερους συνεργάτες του, ανάμεσα στους οποίους και ο Αθανάσιος διάκος, τους οποίους, αφού πρώτα τους έδωσε τις σχετικές οδηγίες, τους ώρκισε στο ιερό Ευαγγέλιο[307]. Επιστρέφοντας στα Σάλωνα, κάλεσε κοντά του τις κορυφές της πόλης, ενώ έστειλε επιστολές στους αρματωλούς και τους κλέφτες της Λοκρίδας και της Δωρίδας και τους καπετάνιους του Γαλαξιδιού, μαζί με τις επιστολές του πατριάρχη και των φιλικών, δίνοντας επίσης σε όλους τις ανάλογες οδηγίες:

«Τότε ἔλαβον παρὰ τοῦ Ἠσαΐου τὰς τελευταίας διαταγάς, ἐπικυρουμένας καὶ ὑπὸ ἐπιστολῶν τοῦ πατριάρχου καὶ ὑπὸ τῶν ἑταίρων, οἱ ἀρματωλοὶ καὶ κλέπται τῆς Λοκρίδος καὶ Δωρίδος, ὁ Πανουριᾶς, ὁ Δυοβουνιώτης, ὁ Σκαλτσᾶς, ὁ Τράκκας, οἱ πρόκριτοι τῆς Ἀμφίσσης, οἱ πλοίαρχοι τῆς Οἰάνθης (Γαλαξειδίου)»[308].

Με όλα αυτά, η προετοιμασία της επανάστασης στο σύνολο της επαρχίας του Ησαΐα προσέλαβε έναν καθαρά πολεμικό χαρακτήρα[309].

Ο Ι. Νικολαΐδης περιγράφει πολύ ζωηρά το πώς ο Γρηγόριος διηύθυνε τον προετοιμασία του αγώνα μέσα από το πατριαρχικό οίκημα, δίνοντας σε όλους τις κατάλληλες οδηγίες και συμβουλές. Γι’ αυτό και τον παρομοίαζε με τον Αρχιμήδη, ο οποίος διηύθυνε την άμυνα των Συρακουσών μέσα από το μικρό του δωμάτιο:

«Ἀλλὰ μεταξὺ τῶν ἡρώων τοῦ δράματος ἐξέχει ὁμολογουμένως, ὡς ἀνέκαθεν πρωταγωνιστής, ὁ μέγας οὗτος ἀρχιερεύς. Ὀνομάζων αὐτόν, ἐνθυμοῦμαι, οὐκ οἶδ’ ὅπως, “τὸν Ἀρχιμήδην”, ὅστις ἐκ μικροῦ δωματίου διεύθυνε τὰ πολεμικὰ ἔργα τῶν Συρακουσῶν· καθόσον ἐξ αὐτοῦ [ενν. του Γρηγορίου] διεδίδοντο πρὸς τοὺς ἄλλους αἱ ὁδηγίαι καὶ συμβουλαί»[310].

7.6.3.3. Η επαναστατικές επιστολές προς τον Μιχαήλ Παπασταύρου και τους οπλαρχηγούς Ρούμελης και Θεσσαλίας.

Οι αναφορές του ιστορικού Γ.Π. Κρέμου στις επαναστατικές επιστολές που έστελνε ο Γρηγόριος στους οπλαρχηγούς της Ρούμελης επιβεβαιώνονται πλήρως από μία συστατική επιστολή ενός σπουδαίου αγωνιστή, ο οποίος υπήρξε και ένας από τους παραλήπτες των επιστολών αυτών. Πρόκειται για τον Μιχαήλ Παπασταύρου, ο οποίος είχε υπάρξει επίτροπος του Δράμαλη στην Λάρισα[311], αλλά συμμετείχε στον αγώνα από την αρχή του[312], με δικό του ένοπλο σώμα[313] από περίπου εκατό στρατιώτες[314], το οποίο συντηρούσε εξ ιδίων[315].

Στα Γενικά Αρχεία του Κράτους διασώζεται ένα έγγραφο, το οποίο έγραψε ο Μ. Παπασταύρος το 1836, όπου περιγράφει την πατριωτική δράση ενός δυστυχώς άγνωστου αγωνιστή της Επανάστασης, του ιερέως Γεωργίου Σακελλάριου. Ο Παπασταύρος συνέταξε το παραπάνω έγγραφο, προφανώς για να μπορέσει ο πάμπτωχος τότε[316] παπα-Γιώργης να βγάλει μια πενιχρότατη σύνταξη, ως αγωνιστής. Το έγγραφο του Μ. Παπασταύρου για τον ιερέα Γεώργιο Σακελλάριου σώζεται σήμερα, αταξινόμητο, στα ΓΑΚ[317].

Σ’ αυτό το κείμενο, ο Μ. Παπασταύρος αναφέρει πως τον Φλεβάρη του 1821 είχε πάρει ο ίδιος επαναστατικά γράμματα από τον πατριάρχη Γρηγόριο Ε΄, με σκοπό να τα προωθήσει στις γειτονικές περιοχές. Και επειδή είχε απόλυτη εμπιστοσύνη στον παπα-Γιώργη Σακελλάριο, τον κάλεσε στην Λάρισα, όπου και του παρέδωσε τα πατριαρχικά γράμματα. Τότε ο παπα-Γιώργης, ο οποίος είχε ήδη ξεκινήσει την επαναστατική δουλειά στην επαρχία του, το Βελεστίνο, χωρίς να χάσει καιρό, έτρεξε στην Ρούμελη, όπου και ανταμώθηκε με τον Πανουργιά και τον Αθανάσιο διάκο[318]:

«Ὁ ὑποφαινόμενος ἐπὶ 1821 ἤμουν ἐπίτροπος τοῦ Μαχμοὺτ πασιᾶ Δράμαλη. […] Αὐτὸς ἐξεστράτευσε διὰ τὰ Ἰωάννινα, καὶ ἐμὲ ἐδιώρισε καὶ ἐκαθήμην εἰς Λάρισσαν μὲ ἔνα Κεχαγιάμπεην Τοῦρκον καὶ διοικούσαμεν ἀντ’ αὐτοῦ.

Κατὰ τὰς ἀρχὰς τοῦ Φεβρουαρίου τὸ ἴδιον ἔτος 1821 ἦλθαν εἰς Λάρισσαν ἀπεσταλμένοι ἄνθρωποι, ἀπόστολοι καὶ ἐξαρχάδες, μὲ γράμμα τοῦ πατριάρχου Γρηγορίου, καὶ ἄλλα ἔγραφαν πρὸς ἐμέ, καὶ ἄλλα νὰ τὰ ἐξαπέστελνα εἰς διαφόρους ἐπαρχίας.

Τότε ἐπροσκάλεσα τὸν ἄνωθεν Κ. παπᾶ Γεώργιον, προεστὸν τῆς ἐπαρχίας Βελεστίνου, καὶ μὲ τὰ γράμματα τοῦ πατριάρχου καὶ ἐδικά μου τὸν ἔστειλα καὶ ἐκουβέντιασε μὲ τὸν Σκυλοδῆμον, Πανουργιᾶν καὶ Διάκον. Καὶ ἦλθεν ὁ Διάκος εἰς Ἀλαμάναν, καὶ ἔγινεν ἐκείνη ἡ πρώτη καὶ φρικτὴ μάχη»[319].

«Εἶναι γνωστὸν τοῖς πᾶσι ὅτι πρὶν τῆς ἀποστασίας εἰς ὅλα τὰ μέρη τῆς Στερεᾶς Ἑλλάδος καὶ τῆς Πελοποννήσου εὑρίσκονται παλαιὰ ὀσπήτια προκρίτων χριστιανῶν καὶ τούρκων, καὶ ἦτον φιλόξενα, δεχόμενοι καθημερινῶς ξένους εἰς τὰ σπήτια τους. […] Ἕνα λοιπὸν ἀπ’ αὐτὰ τὰ σημαντικώτερα καὶ ἀβραμαϊκὰ ὀσπήτια ἦτον καὶ τὸ σπῆτι τοῦ ῥηθέντος παπαγεωργίου ὁ ὁποῖος, ἀφοῦ ὑπήκουσεν εἰς τὰς ἐγγράφους ὁδηγίας τοῦ ἀειμνήστου πατριάρχου Κ. Γρηγορίου καὶ εἰς τὰς ἰδικάς μου, ἐθυσίασεν αὐτὸ τὸ σπῆτι καὶ τὴν οἰκογένειαν, πλοῦτον καὶ δόξαν ὑπὲρ ἐλευθερίας τῆς πατρίδος, καὶ δὲν συμμέθεξεν πλέον μὲ τοὺς τουρκολάτρας καὶ Τούρκους, καθὼς ἄλλοι πολλοί»[320].

Όπως γίνεται σαφές πέρα από κάθε αμφιβολία ή αμφισβήτηση, ο Γρηγόριος Ε΄ όχι μόνον συμμετείχε στην προετοιμασία της Επανάστασης, αλλά έστελνε μια σειρά από επαναστατικές επιστολές προς όλες τις κατευθύνσεις του ελλαδικού χώρου. Και μάλιστα κομιστές των πατριαρχικών επιστολών ήταν τόσο τα μέλη της Φιλικής Εταιρείας (απόστολοι), όσο και οι πατριαρχικοί έξαρχοι.

7.6.3.4. Οι επαναστατικές επιστολές του Γρηγορίου Ε΄ προς τους αγωνιστές του Μωριά.

7.6.3.4.1. Η αμφισβήτηση τους από την ιστορική έρευνα.

Όπως έχει επισημάνει ήδη ο Σ. Τρικούπης, «[δ]ύο αἰτίαι τῆς καταδίκης τοῦ πατριάρχου ἀναφέρονται ἐν τῷ ἐγγράφῳ τούτῳ· ἡ μὲν “ότι δεν ἐκίνησε τὰ πνευματικά του ὅπλα κατὰ τῶν αποστατῶν”· ἡ δὲ “ὅτι καὶ αὐτὸς ἦτο συμμέτοχος τῆς ἀποστασίας”»[321].

Αυτή η καταγγελία του σουλτάνου ότι ο Γρηγόριος υπήρξε ο κυριώτερος υποκινητής, αλλά, κυρίως, ο μυστικός αρχηγός της Επανάσταση προκάλεσε από την αρχή μια πολύ μεγάλη και έντονη αντίδραση. Το σουλτανικό έγγραφο για να στηρίξει την ακρίβεια των ισχυρισμών του αναφέρεται σε πληροφορίες και διαβεβαιώσεις που η Υψηλή Πύλη έλαβε «πανταχόθεν».

Ο Σ. Τρικούπης, με φανερή ένταση, θέτει κάποια ερωτήματα, τα οποία ορίζουν τον κύριο πυρήνα των επιχειρημάτων του για την απόρριψη οποιασδήποτε σχέσης του Γρηγορίου με την Επανάσταση:

«Πάντη ἀναπόδεικτος καὶ ἀνυπόστατος εἶναι καὶ ἡ ἄλλη αἰτία, δηλαδή ὅτι ὁ πατριάρχης ἦτο συμμέτοχος τῆς ἀποστασίας. […] Ἂν εἶχεν ἡ Πύλη ἀποδείξεις τῆς ἐνοχῆς τοῦ θύματός της, ὡς διετείνετο, διατὶ δεν τὰς ἐδημοσίευε; διατὶ δεν τὰς ἐκοινοποίει ταῖς πρεσβείαις, κατὰ τὴν ῥητὴν ἀξίωσιν τοῦ παρ’ αὐτῇ πρέσβεως τοῦ αὐτοκράτορος τῆς Ῥωσσίας, εἰς δικαιολογίαν της, καὶ ἀποτροπὴν τόσων δεινῶν, ἐξ ὧν περιεστοιχίζετο;»[322].

Είναι εντελώς αναπόδεικτο και ανυπόστατο αυτό που υποστήριξε η οθωμανική κυβέρνηση, ότι δηλαδή πατριάρχης συμμετείχε στην προετοιμασία της Επανάστασης, αποφαίνεται ο Τρικούπης. Διότι, αν η Υψηλή Πύλη είχε απτές αποδείξεις για την ενοχή του πατριάρχη, γιατί δεν τις παρουσίασε δημόσια, αναρωτιέται πάλι ο ίδιος. Γιατί δεν τις παρουσίασε στους πρέσβεις των ευρωπαϊκών δυνάμεων, όπως τόσο επίμονα και επιτακτικά το είχε απαιτήσει ο πρέσβης της Ρωσσίας.

Ο Τρικούπης εδώ δεν πρωτοτυπεί. Η Πύλη, προκειμένου να δικαιολογήσει την εκτέλεση του πατριάρχη, είχε επικαλεστεί την ύπαρξη συνωμοτικών επαναστατικών επιστολών του Γρηγορίου προς τους αγωνιστές του Μωριά, τις οποίες ισχυρίζονταν ότι είχε καταφέρει να κατασχέσει εγκαίρως, χάρις στις καλές υπηρεσίες που της πρόσφεραν και Έλληνες προδότες. Η αμφισβήτηση της ύπαρξης των συγκεκριμένων επιστολών ξεκίνησε από πολύ νωρίς.

Ήδη από το 1822, ο C.-L. Lesur ισχυρίζονταν πως αυτή η «απόδειξη δεν είχε τεθεί ποτέ ενώπιον των πρέσβεων, παρά τα επανειλημμένα αιτήματα που είχαν υποβάλει»[323]. Το ίδιο υποστήριξαν και οι C.D. Raffenel[324], G. Waddington[325], T. Gordon[326], R. Walsh[327], G. Finlay[328], και από τους σύγχρονους ο D. Brewer[329].

Σύμφωνα λοιπόν με το παραπάνω αφήγημα, η Υψηλή Πύλη ως κυριώτερο επιχείρημα για την δικαιολόγηση της εκτέλεσης του πατριάρχη πρόβαλε την ύπαρξη κάποιων επιστολών, που πιστοποιούσαν την εμπλοκή του Γρηγορίου Ε΄ στην επαναστατική συνομωσία. Επιστολές, όμως, που όταν οι πρέσβεις των μεγάλων δυνάμεων ζήτησαν να τις δουν, η Πύλη αρνήθηκε να τις παρουσιάσει.

7.6.3.4.2. Η μαρτυρία του λόρδου Strangford.

Ο λόρδος Strangford, πρέσβης της Αγγλίας στην Κωνσταντινούπολη, έστελνε στον υπουργό Εξωτερικών της Αγγλίας λόρδο Castlereagh τακτικές αναφορές για κάθε πράξη και απόφαση της οθωμανικής κυβέρνησης, αλλά και για οτιδήποτε συνέβαινε στην Κωνσταντινούπολη και γενικά στην αυτοκρατορία, όπως κάθε πρέσβης. Από τις αναφορές του Strangford που αφορούν στον πατριάρχη Γρηγόριο δημοσιεύτηκαν για πρώτη φορά ελάχιστα αποσπάσματα από τον C.K. Webster[330]. Περισσότερα αποσπάσματα δημοσίευσε ο C.A. Frazee[331]. Το σύνολο των αναφορών του Strangford προς τον Castlereagh που αφορούν το ανατολικό ζήτημα δημοσίευσε για πρώτη φορά ο T. Prousis σε ειδικό τόμο[332], ενώ είχε δημοσιεύσει εκτεταμένα αποσπάσματα πιο πριν.

Στην από 12ης Ιουνίου 1821 αναφορά του (αρ. 46), ο Strangford πληροφορεί τον πολιτικό του προϊστάμενο ότι ο πρέσβης της Αυστρίας Rudolf von Lützow τον είχε καλέσει να συναντηθούν, σχετικά με μια παρέμβαση που είχε ήδη ζητήσει από τον Strangford να κάνει προς την Υψηλή Πύλη[333]. Τότε ο Αυστριακός πρέσβης έδειξε στον Strangford και μία επιστολή που είχε λάβει από τον Μέττερνιχ. Με αυτήν την επιστολή, ο Μέττερνιχ διέταζε τον πρέσβη του να διαμαρτυρηθεί στην Πύλη για την συμπεριφορά της προς «τον αθώο ελληνικό πληθυσμό». Και τον διέταζε, επίσης, να καταστήσει σαφές προς στην Πύλη πως η εκτέλεση του πατριάρχη, και ιδίως όλα εκείνα που συνέβησαν μετά απ’ αυτήν, είχαν προξενήσει τεράστια φρίκη σε όλη την Χριστιανοσύνη, και ότι είχαν εκληφθεί ως έκφραση εχθρότητας προς όλον γενικά τον χριστιανικό κόσμο[334]. Η επιστολή του Μέττερνιχ έκλεινε με την προτροπή προς τον πρέσβη του να εξασφαλίσει, στο διάβημά του αυτό, την υποστήριξη και των άλλων πρέσβεων[335].

Τότε ο Strangford απάντησε στον Αυστριακό συνάδελφό του ότι θα έκανε πράγματι ότι περνούσε απ’ το χέρι του, ώστε να δοθεί ένα τέλος στην όντως δυσάρεστη διένεξη ανάμεσα στην Πύλη και τον πρέσβη της Ρωσσίας. Αλλά ταυτόχρονα παρατήρησε, πως αυτές οι «σκληρότητες», στις οποίες είχε υποχρεωθεί να καταφύγει η Πύλη, ήταν αποτέλεσμα της εκτεταμένης και συστηματικής εξέγερσης των Ελλήνων, παρόλο που κι ο ίδιος τις είχε καταδικάσει.

Γι’ αυτό ο Άγγλος πρέσβης αισθάνονταν πως δεν ήταν σε θέση να υπερασπιστεί την αθωότητα των Ελλήνων, και ότι, επίσης, δεν είχε το δικαίωμα να υπαγορεύσει σε μια ανεξάρτητη κυβέρνηση τον τρόπο και τον βαθμό της τιμωρίας που θα επέλεγε να επιβάλει στους αυτουργούς μιας εξέγερσης, που απειλούσε την ίδια της την ύπαρξη[336].

Είναι εντυπωσιακό ότι ακόμη και ο ορκισμένος εχθρός της Ελληνικής Επανάστασης Μέττερνιχ είχε διατάξει τον πρέσβη του να διαμαρτυρηθεί εντονότατα στην Πύλη για τις ανελέητες σφαγές των αθώων Ελλήνων, και να πληροφορήσει την Πύλη ότι ο απαγχονισμός του πατριάρχη είχε γεμίσει με φρίκη όλον τον χριστιανικό κόσμο. Και ότι τον παρότρυνε να συμπράξει με τους πρέσβεις και των άλλων δυνάμεων, ώστε να συστήσουν όλοι μαζί ένα κοινό μέτωπο κινητοποίησης, για να καταστήσουν τις διαμαρτυρίες τους προς την Πύλη ακόμη πιο έντονες και αποτελεσματικές.

Ο λόγος που ο Μέττερνιχ είχε δώσει αυτές τις τόσο φιλελληνικές εντολές προς τον πρέσβη του δεν ήταν φυσικά η προσωπική του συμπάθεια απέναντι στους δεινά χειμαζόμενους Έλληνες, όσο η ιδιαίτερα αυξημένη θρησκευτική ευαισθησία του αυτοκράτορά του. Διότι, ο αυτοκράτορας της Αυστρίας Φραγκίσκος Β΄ στο άκουσμα της εκτέλεσης του Γρηγορίου είχε ταραχτεί πάρα πολύ, σαν να είχε εκτελεστεί ο ίδιος ο πάπας[337].

Όμως, ο Άγγλος λόρδος, ενώ, «θρηνούσε» που οι Τούρκοι κατέσφαζαν κατά εκατοντάδες του αθώους και ανυπεράσπιστους Έλληνες, ταυτόχρονα υποστήριζε πως είχαν κάθε δικαίωμα να το κάνουν αυτό. Διότι κι οι Έλληνες απ’ τη μεριά τους δεν ήσαν καθόλου αθώοι, αφού είχαν επαναστατήσει εναντίον της Υψηλής Πύλης. Για αυτό και δεν αναγνώριζε σε κανέναν ξένο το δικαίωμα να παρέμβει στην ανεξάρτητη οθωμανική κυβέρνηση, ώστε να την αναγκάσει να σταματήσει τις ανελέητες σφαγές των άοπλων υπηκόων της.

Ο Strangford έκλεισε την σχετική συζήτηση με τον Αυστριακό πρέσβη θυμίζοντάς του κάτι, που κι εκείνος γνώριζε ήδη πολύ καλά. Του θύμισε, δηλαδή, ότι η Υψηλή Πύλη είχε προσφερθεί να τους δείξει όλα εκείνα τα στοιχεία, που πιστοποιούσαν την πλήρη ενοχή του πατριάρχη, και την συμμετοχή του στην προετοιμασία της Επανάστασης. Και ήταν αυτοί, ο πρέσβης της Αυστρίας και της Αγγλίας, που αρνήθηκαν κατηγορηματικά να τα δουν, διότι δεν ήθελαν να έχουν την παραμικρή εμπλοκή στην συγκεκριμένη υπόθεση:

«[A]nd lastly, that with regard to the patriarch, he (the internuncio) knew as well as myself that the Porte had offered to put into our hands incontestable proofs of that prelate’s guilt (consisting of his original letters to the clergy in the Morea)

and that we had abstained from availing ourselves of that offer, because we did not wish to associate ourselves, in any way, with a matter solely and exclusively concerning the Porte».

[Και τέλος, όσον αφορά τον πατριάρχη, αυτός (ο ιντερνούντσιος) γνώριζε, όπως επίσης και εγώ, ότι η Πύλη είχε προσφερθεί να βάλει στα χέρια μας αδιαμφισβήτητες αποδείξεις για την ενοχή του ιεράρχη (αποτελούμενες από τα αυθεντικά γράμματά του προς τον κλήρο του Μωριά),

και ότι εμείς είχαμε αποφύγει να επωφεληθούμε από αυτή την προσφορά, διότι δεν επιθυμούσαμε να εμπλακούμε με κανέναν τρόπο σε ένα θέμα που αφορούσε αποκλειστικά και μόνον την Πύλη][338].

Σε πείσμα, λοιπόν, όλων όσων έχουν υποστηριχθεί μέχρι τώρα εδώ και διακόσια σχεδόν χρόνια, η αλήθεια είναι ότι η Υψηλή Πύλη είχε προσφερθεί με μεγάλη προθυμία να δείξει στους πρέσβεις της Αγγλίας και της Αυστρίας τα συνωμοτικά γράμματα του πατριάρχη Γρηγορίου προς τους αγωνιστές του Μωριά. Και ο λόγος που τελικά δεν τα είδαν ήταν η δική τους άρνηση και μόνο, καθώς δεν ήθελαν να μπλέξουν σε δουλειές που δεν τους αφορούσαν. Και έτσι, οι δύο πρέσβεις δεν είδαν ποτέ τα αυθεντικά επαναστατικά γράμματα του Γρηγορίου Ε΄, διότι οι ίδιοι δεν θέλησαν ποτέ τους να τα δουν.

7.6.3.4.3. Ο Ρώσσος πρέσβης Στρογανώφ.

Είδαμε παραπάνω πόσοι συγγραφείς και ιστορικοί υποστηρίζουν ότι ενώ ο Στρογανώφ ζητούσε επίμονα να δει τις αποδείξεις για την ενοχή του Γρηγορίου του Ε΄, η Πύλη αρνήθηκε πεισματικά και μέχρι τέλους να το πράξει. Και εδώ, όμως, η πραγματικότητα είναι διαμετρικά αντίθετη προς όλους αυτούς τους ισχυρισμούς.

Στις 27 Ιουνίου 1821, ο μεγάλος βεζίρης έστειλε στον υπουργό Εξωτερικών της Ρωσσίας Nesselrode, μια σημαντική διακοίνωση. Εκεί αναφέρει πως ενώ η Πύλη είχε παρουσιάσει στον Ρώσσο πρέσβη όλη την αλήθεια σχετικά για τον θάνατο του Γρηγορίου, ο πρέσβης αποχώρησε, αρνούμενος μέχρι τέλους να ακούσει τις σχετικές εξηγήσεις. Εξηγήσεις τις οποίες άκουσαν και αποδέχτηκαν οι πρέσβεις όλων των άλλων δυνάμεων, αναγνωρίζοντας πως η Πύλη είχε τελικά δίκιο στο θέμα της εκτέλεσης του πατριάρχη:

«Ωστόσο, ο Κύριος απεσταλμένος […] προτίμησε ν’ αντιμετωπίζει ειδικά τον τρόπο τιμωρίας του εν λόγω πατριάρχη ως θρησκευτικό ζήτημα, […] ακόμη και όταν η Υψηλή Πύλη του εξήγησε επανειλημμένα πώς έχει πραγματικά το θέμα. Εξηγήσεις που επανέλαβε αυτούσιες και στους διπλωμάτες των άλλων φιλικών δυνάμεων, οι οποίοι είχαν ενημερωθεί φιλικά για την αιτία της τιμωρίας. Και εκείνοι που ενεργούν με βάση τις αρχές της μετριοπάθειας αναγνώρισαν και ομολόγησαν ότι η Πύλη είχε δίκιο να ενεργήσει με αυτόν τον τρόπο. Και μόνος αυτός ο πρέσβης αποχώρησε, δείχνοντας ότι διέκοψε τις σχέσεις του με την Υψηλή Πύλη. Και λειτουργώντας έτσι εκ συστήματος, ώστε να μην θέλει να πειστεί ποτέ για τίποτε, και πράττοντας όπως τον ευχαριστούσε, αρνήθηκε απολύτως να τείνει ευήκοον ους σε όλες τις φιλικές εξηγήσεις που του έδωσε η Υψηλή Πύλη, απαντώντας στις παραστάσεις του»[339].

Ο βεζίρης κλείνει την αναφορά του για την εκτέλεση του πατριάρχη, εξηγώντας στον Ρώσσο υπουργό εξωτερικών γιατί η Πύλη δεν μπόρεσε να συζητήσει τίποτε σχετικά με την εκτέλεση του πατριάρχη με τον πρέσβη Στρογανώφ. Η μοναδική αιτία ήταν άρνησή του να ακούσει οποιαδήποτε εξήγηση:

«Il était donc naturel qu’on n’eût rien à dire sur la susdite affaire du patriarche grec, et cependant il a été impossible de faire entendre raison là-dessus au ministre susmentionné, uniquement parce qu’il ignore ces sortes de faits et qu’il est incapable d’entendre raison»[340].

[Ως εκ τούτου, ήταν φυσικό να μην ειπωθεί τίποτα για την υπόθεση του προαναφερθέντος Έλληνα πατριάρχη, και ότι επίσης ήταν αδύνατο να καταλάβει ο προαναφερόμενος υπουργός τον λόγο, μόνο και μόνο επειδή αγνοεί αυτά τα γεγονότα, και είναι ανίκανος ν’ ακούσει λόγο].

Δηλαδή, όπως κατάγγειλε ο μεγάλος βεζίρης στον Ρώσσο υπουργό Εξωτερικών, ο πρέσβης Στρογανώφ όχι μόνον δεν ζήτησε να δει τις γραπτές αποδείξεις για την ενοχή του Γρηγόριου, αλλά αρνήθηκε να ακούσει ακόμη και τις όποιες προφορικές εξηγήσεις προσφέρθηκαν οι Τούρκοι αξιωματούχοι να του δώσουν. Και αποχώρησε.

7.6.4. Οι αναφορές των δυτικών πρέσβεων για την εμπλοκή του Γρηγορίου στην Επανάσταση.

7.6.4.1. Η αναφορά του λόρδου Strangford.

Όταν ο μεγάλος βεζίρης διαβεβαίωνε τον Nesselrode ότι όλοι οι πρέσβεις των υπόλοιπων ευρωπαϊκών δυνάμεων είχαν πειστεί για την ενοχή του πατριάρχη και την άμεση εμπλοκή του στην Ελληνική Επανάσταση ήταν απόλυτα ειλικρινής.

Στην από 23ης Ιουλίου 1821 αναφορά του (αρ. 71), ο Άγγλος πρέσβης διαβεβαίωνε τον πολιτικό του προϊστάμενο Castlereagh, επικαλούμενος την τιμή και την υπόληψή του, ότι ο πατριάρχης ήταν βαθιά μπλεγμένος στην Επανάσταση. Γι’ αυτό και, από την μεριά τους, οι Τούρκοι είχαν απόλυτο δίκιο που τον εκτέλεσαν, διότι αυτή η ενοχή του είχε αποδειχτεί με στοιχεία υπεράνω πάσης υποψίας:

«The execution of the patriarch was an act, the severity and the circumstances of which it is impossible sufficiently to deplore. But I feel myself bound in conscience and in honour to declare my positive conviction, founded on grounds of evidence which cannot be suspected, that not only that unfortunate prelate, but many, if not all the bishops who shared his fate, were deeply involved in a conspiracy, of which the Greek clergy were the principal agents and promoters»[341].

[Η εκτέλεση του πατριάρχη ήταν μια πράξη, η σκληρότητα και οι περιστάσεις της οποίας είναι αδύνατον να διεκτραγωδηθούν όπως θα έπρεπε. Αλλά αισθάνομαι υποχρεωμένος στη συνείδηση και στην τιμή μου να διακηρύξω την ακλόνητη πεποίθησή μου, η οποία είναι βασισμένη σε αποδεικτικά στοιχεία υπεράνω πάσης υποψίας, ότι όχι μόνο αυτός ο άτυχος ιεράρχης, αλλά και πολλοί, αν όχι όλοι οι επίσκοποι που είχαν την ίδια μ’ αυτόν τύχη, ήταν βαθιά μπλεγμένοι σε μια συνωμοσία, της οποίας ο Έλληνες κληρικοί ήταν οι κύριοι πράκτορες και υποστηρικτές].

7.6.4.2. Η αναφορά του Ολλανδού πρέσβη G. Testa.

Αυτές ακριβώς τις υπεράνω κάθε υποψίας αποδείξεις είχαν υπόψιν του οι πρέσβεις και των άλλων ευρωπαϊκών χωρών. Γι’ αυτό και την ίδια διαβεβαίωση με τον Άγγλο συνάδελφό του έδωσε στην δικιά του κυβέρνηση ο Ολλανδός πρέσβης G. Testa. Στην από 13ης Απρίλιου 1821 αναφορά του, ο Testa ενημέρωνε τον Ολλανδό υπουργό Εξωτερικών ότι «πιστοποιηθείσης τῆς συμμετοχῆς τοῦ [πατριάρχη] διὰ σαφῶν ἀποδείξεων καὶ ἐγγράφων, ὁ μεγάλος κύριος [δηλ. ο σουλτάνος] τοῦ ἐπέβαλε τὴν ποινὴν τὴν ὁποίαν ἐπέσυρε τὸ κακούργημά του»[342].

7.7. Η αποκάλυψη της συμμετοχής των συνοδικών ιεραρχών στην επαναστατική διεργασία: Οι προδότες.

Όπως είδαμε παραπάνω, ο Strangford πληροφορούσε την κυβέρνησή του πως οι μητροπολίτες που είχαν εκτελεστεί από τους Τούρκους ήταν κι εκείνοι το ίδιο μπλεγμένοι στην επαναστατική συνωμοσία, όπως και ο πατριάρχης Γρηγόριος. Το ίδιο ακριβώς είχε αναφέρει και ο μεγάλος βεζίρης στον Nesselrode:

«Και με τον ίδιο τρόπο, η δίκαιη τιμωρία των άλλων μητροπολιτών και των αρχηγών του έθνους δεν επισυνέβη παρά μόνο για τα εγκλήματά τους, που επιβεβαιώθηκαν από τα επαναστατικά τους γραπτά, τα οποία κατασχέθηκαν και παρεμποδίστηκαν»[343].

Η ακρίβεια των παραπάνω αναφορών για το πώς αποκαλύφθηκε η επαναστατική δράση και των άλλων ιεραρχών επιβεβαιώνεται από μία κρίσιμη πληροφορία που μας δίνει στα απομνημονεύματά του ο Κασομούλης, και παραμένει μέχρι σήμερα αθησαύριστη. Περιγράφοντας την παραμονή του στην Σμύρνη, στις αρχές του 1821, ο Κασομούλης αναφέρει πως, όντας εκεί, έμαθε ότι είχε φυλακιστεί ο μητροπολίτης Εφέσου Διονύσιος Καλλιάρχης, και ότι ο διάκος του είχε προδώσει τα πάντα στους Τούρκους:

«Ἔφθασεν ἡ εἴδησις ὅτι ἐφυλακώθη ὁ Ἐφέσου, καὶ ὅτι ὁ διάκονός του ἐπρόδωσεν τὸ πᾶν»[344].

Η προδοσία του διακόνου του μητροπολίτη Εφέσου πρόσφερε στους Τούρκους τον ανέλπιστο μίτο της Αριάδνης, για να ξετυλίξουν το κουβάρι της επαναστατικής διεργασίας και της συμμετοχής των ιεραρχών σ’ αυτήν. Ένα κουβάρι που, σαν ξετυλίχτηκε, η άλλη άκρη του οδήγησε κατευθείαν στον οικουμενικό πατριάρχη. Γι’ αυτό και οι Τούρκοι σε όλα τα επίσημα διαβήματά τους τόνιζαν το γεγονός ότι είχαν πληροφορηθεί την συνωμοτική δράση του Γρηγορίου και των άλλων μητροπολιτών από την «ομολογία ορισμένων υπηκόων του ελληνικού έθνους που παρέμειναν πιστοί στα καθήκοντά τους»[345], δηλαδή από Έλληνες προδότες.

7.8. Ο Γρηγόριος Ε΄ και η Φιλική Εταιρεία: Συμπεράσματα.

Από τα στοιχεία που παραθέσαμε παραπάνω τεκμηριώνεται με τον πλέον αδιαμφισβήτητο τρόπο όχι μόνον η συμμετοχή του Γρηγορίου Ε΄ στην Φιλική Εταιρεία και στην προετοιμασία της Επανάστασης, αλλά η πολύ σπουδαία συμβολή του σ’ αυτήν.

Αυτά είναι:

α) Η επιλογή του πατριάρχη να περιστοιχίζεται από εξέχοντα μέλη της Φιλικής Εταιρείας, όπως ο «μεγάλος γραμματικός» και «άρχοντας πρωτέκδικος» Γεώργιος Αφθονίδης, ο δάσκαλος της Πατριαρχικής Σχολής Νικόλαος Λογάδης, ο Εφέσου Διονύσιος, ο κορυφαίος των «καρμπονάρων», ο Δέρκων Γρηγόριος, ακόμη και ο πατριάρχης Ιεροσολύμων Πολύκαρπος.

β) Η μαρτυρία του Παπαρρηγόπουλου για τις ευχές, τις συμβουλές και τις οδηγίες που έστειλε ο Πατριάρχης Γρηγόριος Ε΄ μέσω αυτού προς τους πρόκριτους και τους οπλαρχηγούς του Μωριά, σχετικά με την εξυφαινόμενη προετοιμασία της Εθνεγερσίας.

γ) Η συστατική επιστολή του Γρηγορίου προς τον κορυφαίο φιλικό Δ. Θέμελη, αμέσως πριν ξεκινήσει την εθνεγερτική περιοδεία του στα νησιά του Αιγαίου.

δ) Η επιστολή του Γρηγορίου προς τον Σαλώνων Ησαΐα, με τις υποδείξεις του πατριάρχη προς τον Ησαΐα να τηρεί πιστά τους συνωμοτικούς κανόνες, και τη διαβεβαίωση που δίνει στους οπλαρχηγούς της Ρούμελης ότι επίκειται η έκρηξη της Επανάστασης.

ε) Οι αλλεπάλληλες και πολύωρες συναντήσεις που είχε ο πατριάρχης Γρηγόριος με τον Σαλώνων Ησαΐα τον Γενάρη και τον Φλεβάρη του 1821, όταν τον είχε καλέσει ξαφνικά στην Πόλη. Συναντήσεις τις οποίες έβλεπε και ως αυτόπτης μάρτυρας περιέγραψε ο Ι. Νικολαΐδης Λεβαδεύς.

στ) Η αποστολή στον Μιχαήλ Παπασταύρου επαναστατικών επιστολών του πατριάρχη, οι οποίες προορίζονταν για τους οπλαρχηγούς της Ρούμελης και Θεσσαλίας. Παρόμοιες επιστολές του Γρηγορίου Ε΄ προς τους οπλαρχηγούς της Ρούμελης μετέφερε κατά την επιστροφή του και ο επίσκοπος Σαλώνων.

ζ) Οι πρωτότυπες επαναστατικές επιστολές του Γρηγορίου Ε΄ προς τους αγωνιστές του Μωριά, τις οποίες αρνήθηκαν μέχρι τέλους να δουν οι πρέσβεις της Αγγλίας, της Αυστρίας, αλλά και της Ρωσσίας, παρότι η Πύλη είχε προσφερθεί με μεγάλη προθυμία να τις επιδείξει σε όλους αυτούς.

Είναι όντως εντυπωσιακός ο τρόπος με τον οποίον ο πατριάρχης οργάνωσε την προετοιμασία της Επανάστασης από τον Μωριά μέχρι την Θεσσαλία, και ποιος ξέρει σε πόσα ακόμη μέρη, για τα οποία οι πηγές λανθάνουν σε κάποια σκοτεινά αρχεία, από την Ελλάδα και την σημερινή Τουρκία, μέχρι την υγρή και μακρινή Αλβιώνα.

Και ασφαλώς, τώρα είμαστε σε θέση να αντιληφθούμε πόσο εύστοχα ο Ι. Νικολαΐδης αποκαλούσε τον Γρηγόριο Ε΄ «Αρχιμήδη». Διότι, όπως ο Αρχιμήδης μέσα από ένα μικρό δωμάτιο συντόνιζε όλη την άμυνα της πατρίδας του ενάντια στους Ρωμαίους, έτσι και ο πατριάρχης, μέσα από το ταπεινό του ενδιαίτημα διηύθυνε όλη την επαναστατική προετοιμασία, «καθόσον ἐξ αὐτοῦ διεδίδοντο πρὸς τοὺς ἄλλους αἱ ὁδηγίαι καὶ συμβουλαί»[346].

Είναι ακριβές ότι το προσωπικό συμφέρον των ιεραρχών του Οικουμενικού Πατριαρχείου ήταν απόλυτα ταυτισμένο με εκείνο της οθωμανικής εξουσίας, διότι όντως το Πατριαρχείο λειτουργούσε ως ένας πολιτικός θεσμός του οθωμανικού συστήματος με διοικητικές και αστικές αρμοδιότητες. Γιʼ αυτό και είχαν κάθε λόγο να αντιτίθενται σε οποιαδήποτε ανατροπή του οθωμανικού status quo.

Όμως, οι παραπάνω ιεράρχες και ανώτατοι αξιωματούχοι του Πατριαρχείου, και πολλοί άλλοι ακόμη, με πρώτο τον ίδιο τον Γρηγόριο Ε΄, παραβλέποντας πλήρως το προσωπικό τους συμφέρον, συστρατεύτηκαν ολοκληρωτικά στην ιδέα της Επανάστασης. Και απέδειξαν έτσι πως η έννοια της εθνικής απελευθέρωσης όχι μόνον δεν ήταν αδιανόητη για τα εκκλησιαστικά περιβάλλοντα και αντίθετη με την κοινή λογική, όπως έχει υποστηριχθεί[347], αλλά ότι υπηρετήθηκε κυρίως από αυτά, καθώς «η συμμετοχή της Εκκλησίας στον αγώνα για την ανεξαρτησία (1821) ήταν άμεση, και πολλοί κληρικοί, συμπεριλαμβανομένου του Γρηγορίου Ε΄, πατριάρχη της Κωνσταντινούπολης, το πλήρωσαν με τη ζωή τους»[348].

  1. Ο Αφορισμός: Τα κείμενα και το περιεχόμενό τους.

Η πατριαρχική και συνοδική πράξη του αφορισμού, και το κείμενό της, προσέφεραν στο σύνολο σχεδόν της σύγχρονης ιστοριογραφίας τα κυριώτερα επιχειρήματα, με τα οποία στήριξαν την άποψή τους ότι ο Γρηγόριος υπήρξε μέχρι το τέλος της ζωής του ένας πιστός και πειθήνιος υπήκοος του σουλτάνου και, ταυτόχρονα, ορκισμένος εχθρός της νεωτερικότητας, του Διαφωτισμού και της ελευθερίας του γένους.

Είδαμε παραπάνω πώς ο πατριάρχης και η περί αυτόν Σύνοδος κατάφεραν να κατασκευάσουν έναν εξαρχής αντικανονικό και άκυρο αφορισμό, γι’ αυτό και δεν τον έλαβε ποτέ και κανείς στα σοβαρά. Αφορισμός που συντάχτηκε με τόσο μεγάλη καθυστέρηση, ώστε όταν πια έφτασε στις επαναστατημένες περιοχές να μην μπορεί να επιφέρει καμία απολύτως αρνητική συνέπεια σε μία Επανάσταση που είχε ήδη ξεσπάσει, και εξαπλώνονταν χωρίς τίποτε να μπορεί να τη σταματήσει. Τώρα θα διερευνήσουμε τα πραγματικά περιστατικά που οδήγησαν στην έκδοσή του, τις άμεσες συνέπειες της έκδοσής του, και τις δεύτερες αναγνώσεις που απαιτούν ορισμένα σημεία του κειμένου του.

8.1. Οι λόγοι έκδοσης του αφορισμού.

Όπως ήδη αναφέραμε, αφού για δέκα ολόκληρες μέρες παρέμεινε προκλητικά άπραγος και αδιάφορος, ο πατριάρχης αφόρισε τους επαναστάτες της Μολδοβλαχίας μόνον όταν διατάχτηκε επιτακτικά από την Υψηλή Πύλη να το πράξει. Η Πύλη του έστειλε γι’ αυτόν τον λόγο ειδικό «μπουγιουρντί», το περιεχόμενο του οποίου είχε εγκρίνει από πριν και ο πρέσβης της Ρωσσίας. Και αυτό το πληροφορούμαστε τόσο από το κείμενο της καταδίκης του πατριάρχη σε θάνατο, το περίφημο γιαφτά, όσο και από την απάντηση της Υψηλής Πύλης στην διακοίνωση του Στρογανώφ[349], η οποία ουσιαστικά επαναλαμβάνει τα όσα αναφέρει ο γιαφτάς, στον οποίον λέγονται τα εξής:

«Αφού η αστυνομία ενημερώθηκε για την συνωμοσία, και αφού είχε γίνει επίσης γνωστή και στο κοινό, η Υψηλή Πύλη, μόνο ως μια χειρονομία συμπάθειας προς τους φτωχούς υπηκόους της, προσπάθησε να τους επαναφέρει με ευγένεια στην οδό της σωτηρίας, γι’ αυτό και έστειλε στο Πατριαρχείο ένα μπουγιουρντί, που περιείχε τις απαραίτητες διαταγές και συμβουλές για το θέμα αυτό, διατάζοντας τον Πατριάρχη να εξαπολύσει τα αναθέματα σε όλες τις επαρχίες οπού θα ήταν αυτό απαραίτητο, εναντίον των ατόμων που θα είχαν συμμετάσχει στην εξέγερση»[350].

8.1.1. Η ανάσχεση των σφαγών.

Από την πρώτη στιγμή του θανάτου του, συγγραφείς όπως ο E. de Genoude διατύπωσαν την άποψη πως ο Γρηγόριος προχώρησε στην έκδοση του αφορισμού για να αποτρέψει τις σφαγές των χριστιανών, που είχαν αρχίσει να γίνονται ανεξέλεγκτες:

«Ο συγκεκριμένος ιεράρχης, εξάλλου, δεν είχε πάρει μέρος στην εξέγερση των Ελλήνων. Αυτός ο ίδιος ήταν που είχε εκσφενδονίσει έναν αναθεματισμό εναντίον των αυτουργών της εξέγερσης. Αναθεματισμός που στην πραγματικότητα είχε διαταχτεί από το σπαθί των μουσουλμάνων, αλλά είχε εκδοθεί για να αποτρέψει την έκχυση του αίματος και τις σφαγές των Ελλήνων χριστιανών» [351].

Την παραπάνω άποψη υιοθέτησαν και οι Ι. Φιλήμων, Δ. Κόκκινος, Α. Βακαλόπουλος και η ΙΕΕ [352]. Η σύγχρονη ιστοριογραφία σπεύδει να αποκλείσει εντελώς το ενδεχόμενο να ισχύει κάτι τέτοιο, θεωρώντας ότι «πρόκειται για επιχειρήματα που επινοήθηκαν εκ των υστέρων, για να δικαιολογήσουν τη στάση της Εκκλησίας»[353]. Όπως σημειώνει ο Β. Κρεμμυδάς, «κάποιοι ιστορικοί έχουν ισχυριστεί ότι το έκανε για να προφυλάξει τους Έλληνες της Κωνσταντινούπολης από τα αντίποινα των Τούρκων. […] Εντούτοις, τα τεκμήρια δεν μαρτυρούν παρά το αντίθετο»[354].

Όμως, ότι η έκδοση του αφορισμού υπήρξε ο κυριώτερη αιτία που κόπασαν, έστω και προσωρινά, οι σφαγές εναντίον των αθώων και άμαχων Ελλήνων δεν είναι ένα επιχείρημα που επινοήθηκε εκ των υστέρων, αλλά μια πραγματικότητα, ένα γεγονός εκείνων των ημερών, που καταγράφηκε ως είδηση στον ευρωπαϊκό τύπο:

«Die Pforte scheint Anfangs zu Ergreifung der strengsten Maaßregeln gegen sämmtliche in ihrer Gewalt befindlichen Griechen geneigt gewesen zu seyn. Die von dem kaiserl. russischen Gesandten bei der Pforte, Hrn. v. Stroganoff, noch vor Empfang der Weisungen seines Hofes, ertheilten Versicherungen hatten jedoch, in Verbindung mit dem von dem griechischen Patriarchen ausgesprochenen Anathema über die Rebellen, die Wirkung, daß diese Maaßregeln der wiedervergeltenden Strenge vor der Hand suspendirt wurden»[355].

[Η Πύλη στην αρχή έδειχνε πως θα υιοθετούσε τα αυστηρότερα μέτρα εναντίον όλων των Ελλήνων που βρίσκονται στην εξουσία της. Ωστόσο, οι εγγυήσεις που παρείχε ο αυτοκρατορικός Ρώσσος πρέσβης στην Πύλη, Κύριος φον Στρογανώφ, και μάλιστα πριν ακόμη λάβει οδηγίες από την αυλή του, σε συνδυασμό με τον αφορισμό που εξαπέλυσε ο Έλληνας πατριάρχης εναντίον των επαναστατών, είχαν ως αποτέλεσμα την αναστολή, προσωρινά, αυτών των μέτρων ανταποδοτικής αυστηρότητας.]

Ο πατριάρχης, με τον αφορισμό που εξέδωσε, είχε κατορθώσει να περιορίσει δραστικά τον αριθμό και την έκταση των διώξεων και των σφαγών, και επιπλέον, να αναστείλει την εφαρμογή των ακόμη σκληρότερων μέτρων που είχαν ήδη αποφασιστεί, μας διαβεβαιώνουν οι ευρωπαϊκές εφημερίδες εκείνων των ημερών. Και είχαν τόσο πολύ αναθαρρήσει τότε οι Έλληνες της Πόλης, ώστε «ένα τμήμα των ηγετικών ομάδων της Πόλης» να θεωρήσει τον αφορισμό ως «επαρκές εχέγγυο για την προστασία του χριστιανικού πληθυσμού, τουλάχιστον στην πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας»[356]. Ένα «εχέγγυο» που δεν έμελλε να αντέξει για πολύ, διότι μόλις έφτασαν στην Πόλη, την 1η Απρίλη, τα νέα της Επανάστασης στην Πελοπόννησο, οι σφαγές έγιναν πλέον ανεξέλεγκτες. Μόνον στην Κωνσταντινούπολη εξοντώθηκαν δέκα χιλιάδες Έλληνες[357].

Είναι λοιπόν αναντίστοιχη με την πραγματικότητα η κριτική ότι ο Γρηγόριος με τον αφορισμό που εξέδωσε «δεν κέρδισε τίποτα απολύτως»[358], καθώς ούτε την ζωή του μπόρεσε να σώσει[359], ούτε και να εμποδίσει τις σφαγές των χιλιάδων Ελλήνων που ακολούθησαν αμέσως μετά. Μια κριτική που διατύπωσε ήδη ο Σ. Κουμανούδης σε αδημοσίευτη προσωπική του σημείωση, όπου έγραψε ότι ο Γρηγόριος «ἐξέδωκέ ποτε ἐκεῖνον τὸν δεινὸν ἀφορισμὸν τοῦ 1821, ὅστις εἰς οὐδὲν ὠφέλησεν αὐτὸν καὶ τοὺς μετ’ αὐτὸν ἐν Κωνσταντινουπόλει καὶ ἀλλαχοῦ ἀπολωλότας»[360].

Ο Γρηγόριος δεν είχε βάλει ποτέ του ως στόχο να σώσει την ζωή του. Γνώριζε εξαρχής ότι μένοντας στην Πόλη θα πέθαινε, αλλά παρέμεινε εκεί μέχρι τέλους, αρνούμενος να φύγει. Με την έκδοση του αφορισμού κατάφερε να σταματήσει, έστω και προσωρινά, τις σφαγές που ήδη είχαν ξεκινήσει, σώζοντας χιλιάδες ζωές εκείνες τις λίγες μέρες. Η εξόντωση των ανυπεράσπιστων Ελλήνων ξανάρχισε, ασυγκράτητη αυτή τη φορά, μόλις ο σουλτάνος έμαθε το ξέσπασμα της Επανάστασης στην Πελοπόννησο. Και τότε, κανένας αφορισμός και κανένα άλλο επιτίμιο εκ μέρους του Πατριαρχείου δεν μπορούσε πλέον να κατευνάσει έστω και για λίγο την οργή του.

8.1.2. Η προετοιμασία της Επανάστασης.

Ήδη αναφέραμε πως ο πατριάρχης στην επιστολή του προς τον επίσκοπο Σαλώνων αναφέρει έναν σπουδαίο συνωμοτικό κανόνα, που συνιστούσε την απαραίτητη προϋπόθεση για την απρόσκοπτη εξέλιξη της επαναστατικής προετοιμασίας:

«Κρύφα ὑπερασπίζου αὐτόν, ἐν φανερῷ δὲ ἄγνοιαν ὑποκρίνου, ἔστι δ’ ὅτε καὶ ἐπίκρινε τοῖς θεοσεβέσιν ἀδελφοῖς καὶ ἀλλοφύλοις».

Κρυφά να υπερασπίζεσαι τους αγωνιστές, στα φανερά όμως να κάνεις τον ανήξερο, και αν χρειάζεται να τους κατηγορείς κιόλας, κι όχι μόνον στους Τούρκους, αλλά και στους Έλληνες ακόμη. Διότι μόνον έτσι θα μπορούσε ο επίσκοπος Σαλώνων να εκτελεί απρόσκοπτα και ανενόχλητος την επαναστατική δουλειά, χωρίς να κινήσει στους Τούρκους έστω και την μικρότερη υποψία.

Αυτό ακριβώς έπραξε και ο Γρηγόριος, συντάσσοντας τον αφορισμό. Έφτιαξε ένα κείμενο τόσο ισχυρά καταδικαστικό για όποιον τολμούσε να επαναστατήσει ενάντια στην Οθωμανική αυτοκρατορία, ώστε να αποσείσει από επάνω του κάθε υποψία ότι θα μπορούσε να είναι ο ίδιος ο κυριώτερος συνωμότης. Και υπήρξε σ’ αυτό πραγματικά πολύ πειστικός. Και τότε, και πιο μετά, και μέχρι σήμερα.

Και αν η Πύλη δεν κατάφερνε να πιάσει εκείνες τις έντεκα επαναστατικές επιστολές που είχε ετοιμάσει ο πατριάρχης να στείλει στον κλήρο και τους άρχοντες του Μωριά, θα συνέχιζε να παραμένει απόλυτα βέβαιη για την πίστη και την αφοσίωση του πατριάρχη της. Επιστολές που ενώ η Πύλη προσφέρθηκε να τις δείξει σε όλους τους πρέσβεις των μεγάλων δυνάμεων, εκείνοι αρνήθηκαν πεισματικά και μέχρι τέλους να τις δουν.

Επιπλέον, ο αφορισμός προσέφερε μιας πρώτης τάξης ευκαιρία για την γνωστοποίηση και διαφήμιση της Επανάστασης σε όλους τους Έλληνες της αυτοκρατορίας, ακόμη και σ’ εκείνους που δεν είχαν ιδέα για την προετοιμασία και την έναρξή της. Και αυτό το είχε αντιληφθεί με πολύ οξυδέρκεια ο γενικός πρόξενος της Ρωσσίας στη Σμύρνη Δεστούνης, γράφοντας «ότι δεν είναι πολιτικό να ανοίξουμε τα μάτια των ανθρώπων στην υπάρχουσα συνωμοσία»[361].

8.2. Ο αφορισμός ως μέσω μετάδοσης κρίσιμων πληροφοριών.

Το σημαντικότερο απ’ όλα είναι ότι ο πατριάρχης και το επιτελείο των Φιλικών που είχε γύρω του μετέφεραν μέσω του αφορισμού ορισμένες πολύ καίριες και κρίσιμες πληροφορίες. Και τους μετέφερε τις πληροφορίες αυτές όχι βέβαια για να τους πείσει να σταματήσουν την Επανάσταση που μόλις είχαν αρχίσει. Αυτό άλλωστε ήταν πια εντελώς αδύνατον. Στόχος του ήταν να αντιληφθούν οι επαναστάτες τις πραγματικές συνθήκες μέσα στις οποίες καλούνταν να διεξαγάγουν την Επανάστασή τους, ώστε να μην τρέφουν μάταιες ελπίδες, και να αγωνιστούν ανάλογα.

8.2.1 Η καταδίκη της Επανάστασης από την Ρωσσία.

Η πρώτη πληροφορία που μετέφερε ο πατριάρχης μέσω του αφοριστικού κειμένου προς τους επαναστατημένους Έλληνες είναι η ανακοίνωση της στάσης της Ρωσσίας, η οποία είχε καταδικάσει με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο την Επανάσταση στην Μολδοβλαχία. Πληροφορούνται μάλιστα οι επαναστάτες στον ελλαδικό χώρο ότι ο Ρώσσος πρέσβης στην Κωνσταντινούπολη, αφού είχε εκφράσει πρώτα απ’ όλα την αποτροπή και την φρίκη του για την Επανάσταση του Υψηλάντη, είχε ζητήσει από την Υψηλή Πύλη να καταπνίξει την Επανάσταση αυτή στο αίμα:

«Ὁ Ἴδιος ἐνταῦθα ἐξοχώτατος Πρέσβυς αὐτῆς, ἔδωκεν ἔγγραφον πληροφορίαν ὅτι οὐδεμίαν ἢ εἴδησιν ἢ μετοχὴν ἔχει τὸ Ῥωσσικὸν Κράτος εἰς αὐτὴν τὴν ὑπόθεσιν, καταμεμφόμενον μάλιστα καὶ ἀποτροπιαζόμενον τοῦ πράγματος τὴν βδελυρίαν· καὶ προσεπιπλέον, ἡ αὐτοῦ ἐξοχότης εἰδοποίησεν ἐξ ἐπαγγέλματος τὰ διατρέχοντα, ὑπομνήσας τὸ βασίλειον κράτος ὅτι ἀνάγκη πᾶσα νὰ φροντίσῃ εὐθὺς ἐξ ἀρχῆς τὸν ἀποσκορακισμὸν καὶ τὴν διάλυσιν τῶν τοιούτων κακῶν»[362].

Ήταν ιδιαίτερα σημαντικό να ξέρουν οι Έλληνες πως όχι μόνον δεν είχαν πια να περιμένουν οποιαδήποτε βοήθεια ή στήριξη από την Ρωσσία, αλλά ότι ο Ρώσσος πρέσβης είχε πιέσει ασφυχτικά την Πύλη να εξουδετερώνει εν τη γενέσει του οποιοδήποτε επαναστατικό τους κίνημα.

8.2.2. Οι Έλληνες προδότες.

Η επόμενη πολύτιμη πληροφορία που μεταφέρει το αφοριστικό κείμενο στους επαναστάτες είναι πως ανάμεσά τους υπήρχαν πολλοί προδότες. Και ότι από τέτοιους προδότες ήταν που είχε μάθει η Υψηλή Πύλη για την ύπαρξη και τη δράση της Φιλικής Εταιρείας και την προετοιμασία της Επανάστασης. Διότι είχαν παραδώσει στις τουρκικές αρχές σχετικά επαναστατικά έγγραφα. Πράγμα που σημαίνει ότι οι Τούρκοι είχαν για πρώτη φορά ατράνταχτες αποδείξεις και στοιχεία για την ύπαρξη, την οργάνωση και τον τρόπο δράσης της Εταιρείας αυτής:

«Καὶ τόσον ἐκ τῆς εἰδοποιήσεως ταύτης, ὅσον καὶ ἀπὸ τὰ ἔγγραφα ὁποῦ ἐπιάσθηκαν ἀπὸ μέρους τῶν μουχαφίζιδων τῶν Βασιλικῶν σερχατίων, καὶ ἀπὸ ἄλλους πιστούς ὁμογενεῖς ἐπαρρησιάσθησαν, ἔγινε γνωστὴ εἰς τὸ πολυχρόνιον κράτος ἡ ῥίζα καὶ ἡ βάσις ὅλου αὐτοῦ τοῦ κακοήθους σχεδίου».

Πρόκειται για την ίδια συμβουλή που είχε δώσει ο πατριάρχης και στον επίσκοπο Σαλώνων λίγους μήνες πριν, όταν τον προέτρεπε να συστήσει σε όλους τους πατριώτες αυστηρή τήρηση των συνωμοτικών κανόνων, εξαιτίας του φόβου των Ελλήνων προδοτών:

«Ἄσπασον οὖν ταῖς ἐμαῖς εὐχαῖς τοὺς ἀνδρείους ἀδελφούς, προτρέπων εἰς κρυψίνοιαν, διὰ τὸν φόβον τῶν Ἰουδαίων»[363].

Ο φόβος των προδοτών είχε καταστεί το μόνιμο άγχος του πατριάρχη, και η εξέλιξη των γεγονότων απέδειξε πόσο δίκιο είχε γι’ αυτό. Άλλωστε, και οι δικές του έντεκα επιστολές προς τους καπεταναίους και τους προκρίτους του Μωριά έφτασαν το Μ. Σάββατο στην Πύλη ασφαλώς από χέρια Ελλήνων.

8.3. Η εγκυρότητα και η κανονικότητα του αφορισμού.

Στο κείμενο του δεύτερου αφορισμού, της Απανταχούσας, ενυπάρχουν κάποια χαρακτηριστικά γνωρίσματα, που η προσεκτική ανάλυσή τους καταδεικνύει ότι αυτόν δεν θεωρούσαν ως έγκυρο και κανονικό αφορισμό ούτε οι ίδιοι οι συντάκτες του. Δηλαδή, ο πατριάρχης συνέταξε το συγκεκριμένο έγγραφο με τέτοιον τρόπο, ώστε να αντιληφθούν αμέσως όλοι, και κυρίως οι εκκλησιαστικοί ηγέτες των επαναστατημένων Ελλήνων, ότι δεν παρά ένας εικονικός και από την κατασκευή του αντικανονικός και άκυρος αφορισμός. Δύο τέτοια πάρα πολύ σπουδαία γνωρίσματα τα έχουμε ήδη αναφέρει.

Το πρώτο είναι το ότι στον συγκεκριμένο αφορισμό οι αφοριζόμενοι δεν χαρακτηρίζονται ούτε μία φορά ως «κακοί», δηλαδή ως Κακοαλέκος και Κακομιχάλης αντίστοιχα. Πράγμα που σαφώς υποδηλώνει ότι ο Γρηγόριος και η Πατριαρχική Σύνοδος τον Αλέξανδρο Υψηλάντη και τον Μιχαήλ Σούτσο δεν τους θεώρησαν ποτέ ως πραγματικά αφορισμένους.

Το δεύτερο και σημαντικότερο στοιχείο είναι η απουσία του εκτεταμένου και σύνθετου αφοριστικού τύπου και η χρήση από τον αφορισμό της 20ης Μαρτίου του σύντομου και απλού. Και παραλείπεται, συνειδητά, όλο εκείνο το φριχτό «κομβολόγιον» των ατέλειωτων και αποτρόπαιων αρών, με αποτέλεσμα, ο συγκεκριμένος αφορισμός να είναι αδύνατον να εκληφθεί από τους ανθρώπους της εποχής εκείνης ως κανονικός και έγκυρος, δηλαδή ως ένας αληθινός αφορισμός.

Εκείνοι που θα αντιλαμβάνονταν πρώτοι ότι το Πατριαρχείο είχε συντάξει ένα άκυρο και ανυπόστατο αφοριστικό κείμενο ήταν οι κατά τόπους αρχιερείς και οι λόγιοι κληρικοί των επαναστατημένων περιοχών. Οι οποίοι θα φρόντιζαν φυσικά να το εξηγήσουν αυτό αμέσως σε όλους τους απλούς χριστιανούς της κάθε περιοχής, ώστε να μην έχει στην συνείδησή τους την παραμικρή αρνητική επίπτωση.

Ότι ο πατριάρχης πέτυχε πλήρως τον στόχο του αυτόν, φάνηκε στην πράξη. Όπως πληροφορούμαστε από τις ευρωπαϊκές εφημερίδες, ο αφορισμός διαβάστηκε στο Βουκουρέστι στις 27 Μαρτίου (8 Απριλίου ν.ημ.)[364]. Ότι πρόκειται για την Απανταχούσα, και όχι για τον πρώτο αφορισμό της 11ης Μαρτίου, καθίσταται βέβαιο από την πληροφορία που μας διασώζουν οι σχετικές ανταποκρίσεις, ότι ο αφορισμός που διαβάστηκε εκεί ήταν ένα φύλλο[365]. Το γνωστό μονόφυλλο της Απανταχούσας. Ο αφορισμός της 11ης Μαρτίου ήταν χειρόγραφος, όπως αναφέραμε. Εκείνες τις ίδιες μέρες διαβάστηκε ο αφορισμός και στο Ιάσιο[366]. Σύμφωνα πάντα με τις ίδιες ανταποκρίσεις του ευρωπαϊκού τύπου,

«αυτή η διακήρυξη δεν επηρέασε τον μητροπολίτη και τους βογιάρους. Μόνον η δεύτερη τάξη των βογιάρων και η τάξη των εμπόρων αποφάσισε να παραμείνει ουδέτερη, αναμένοντας την έκβαση των γεγονότων»[367].

Καμία αρνητική επιρροή δεν είχε ο αφορισμός στις ηγετικές τάξεις της Επανάστασης. Ο πρώτος που την αγνόησε ήταν ο ίδιος ο μητροπολίτης Βουκουρεστίου. Αυτό που έκρινε οριστικά και αμετάκλητα την αποτυχία της Επανάστασης ήταν η καταδίκη της από τους αυτοκράτορες της Ευρώπης, η οποία γέμισε τις ψυχές των Ελλήνων στις παραδουνάβιες ηγεμονίες με απόγνωση:

«Στις 10 Απριλίου το απόγευμα έφτασε το ταχυδρομείο, και έφερε με τις εφημερίδες την απάντηση των υψηλών μοναρχών σχετικά με τον Θεόδωρο [Βλαδιμηρέσκου] και τον Υψηλάντη. Η κατάπληξη των Ελλήνων ήταν εξαιρετικά μεγάλη. Ιδιαίτερα εκείνη του κ. Σκουφά, ο οποίος μισθώνει τα ταχυδρομεία εδώ και στη Μολδαβία, και είναι κύριος συμμέτοχος του κόμματος του Υψηλάντη. Πολλές εκατοντάδες θρηνούσαν. Απ’ όλες τις μεριές άκουγε κανείς να λένε· “Είμαστε χαμένοι!”. Και κάποιοι, που μέχρι τότε στρατολογούσαν στρατεύματα για την Υψηλάντη, πήραν διαβατήρια για τα αυστριακές πολιτείες»[368].

8.4. Η λύση του όρκου της Φιλικής Εταιρείας.

Το τρίτο στοιχείο που αποδεικνύει την ακυρότητα του αφορισμού και για τους ίδιους τους συντάκτες του είναι η περίφημη λύση του όρκου της Φιλικής Εταιρείας. Και στα δύο αφοριστικά κείμενα, ο πατριάρχης και η Σύνοδος προτρέπουν όλους όσους είχαν δεσμευτεί με τον όρκο της Φιλικής Εταιρείας να τον θεωρήσουν ως άκυρο, έτσι ώστε να καταδώσουν όλα όσα γνώριζαν σχετικά μ’ αυτήν στις οθωμανικές αρχές. Κι αυτό διότι, αν αθετούσαν τον όρκο τους, θα έκαναν μια πράξη όχι μόνον θεάρεστη, αλλά και σωτήρια για το ίδιο το ελληνικό έθνος, καθώς θα το απάλλασσαν από βέβαιες και απερίγραπτες στην έκτασή τους συμφορές:

«Ἐπειδὴ δὲ πρὸς τοῖς ἄλλοις ἐγένετο γνωστόν ὅτι οἱ τὸ σατανικὸν τῆς δημεγερσίας φρόνημα νοσήσαντες, καὶ ἑταιρίαν τοιαύτην συστησάμενοι πρὸς ἀλλήλους, συνεδέθησαν καὶ μὲ τὸν δεσμὸν τοῦ ὅρκου, γινωσκέτωσαν ὅτι ὁ ὅρκος αὐτὸς εἶναι ὅρκος ἀπάτης, εἶναι ἀδιάκριτος, καὶ ασεβής, ὅμοιος μὲ τὸν ὅρκον τοῦ Ηρώδου, ὅς τις διὰ νὰ μὴ φανῇ παραβάτης τοῦ ὅρκου του, ἀπεκεφάλισεν Ἰωάννην τὸν Βαπτιστήν. […] Ἡ ἐπιμονὴ ἄρα τοῦ ὅρκου […] πόσον εἶναι ὀλέθρία καὶ θεομίσητος εἶναι φανερόν. Ἐξ ἐναντίας, ἡ ἀθέτησις τοῦ ὃρκου αὐτοῦ, ἀπαλλάττουσα τὸ γένος ἐκ τῶν ἐπερχομένων ἀπαραμυθήτων δεινῶν, εἶναι θεοφιλὴς καὶ σωτηριώδης. Διὰ τοῦτο τῇ χάριτι τοῦ Παναγίου Πνέυματος ἔχει ἡ Ἐκκλησία αὐτὸν διαλελυμένον, καὶ ἀποδέχεται καὶ συγχωρεῖ ἐκ καρδίας τοὺς μετανοοῦντας καὶ ἐπιστρέφοντας, καὶ τὴν προτέραν ἀπάτην ὁμολογοῦντας, καὶ τὸ πιστὸν τοῦ ῥεαγιαλικίου αὐτῶν ἐναγκαλιζομένους εἰλικρινῶς»[369].

Εδώ οι περισσότεροι ιστορικοί επιτίθενται με οξύτητα στον πατριάρχη και την Εκκλησία, καταγγέλλοντας «το περιεχόμενο της Εγκυκλίου του Γρηγορίου Ε΄, όπου όχι μόνον καταδικάζεται η Επανάσταση του 1821, αλλά και απειλούνται με αφορισμό όσοι πληροφορούνται για επαναστατικές κινήσεις και δεν τις καταδίδουν· σε αυτή μάλιστα την άγρια απειλητική εκκλησιαστική γλώσσα που σε τρομάζει»[370].

Όμως, οι πρώτοι που θα έπρεπε να εφαρμόσουν όσα διακήρυτταν στον αφορισμό τους ήταν ασφαλώς ο πατριάρχης και τα μέλη της Συνόδου, ειδικά εκείνα που ήταν και μέλη της Φιλικής Εταιρείας, με πρώτον τον πατριάρχη Ιεροσολύμων, ο οποίος είχε στα χέρια του και επιστολή του ίδιου του Υψηλάντη. Ακόμη και εκείνοι που θεωρούν ως αυτονόητο τον φιλοτουρκισμό του Γρηγορίου Ε΄ και την τυφλή πίστη του προς τον σουλτάνο αποδέχονται, αν μη τι άλλο, πως ο πατριάρχης γνώριζε την ύπαρξη της Φιλικής Εταιρείας. Όπως αναφέρει ο Σ. Τρικούπης, «ὁ πατριάρχης ἐγνώριζεν ἀναμφιβόλως τὰ τῆς Ἑταιρείας, οὐδ’ ἦτο δυνατὸν ν’ ἀγνοῇ ὁ πνευματικὸς πατὴρ ὅλων τῶν Ἑλλήνων ὅ,τι πλήθη πάσης τάξεως ἐγνώριζαν»[371].

Ο πατριάρχης ήξερε τα πάντα για την Φιλική Εταιρεία. Και πώς θα μπορούσε άλλωστε να αγνοεί αυτός, εκείνο που γνώριζε τότε και ο τελευταίος των Ελλήνων. Και όμως, σε αντίθεση με όσα δίδασκε σε όλους τους άλλους να πράξουν, ο ίδιος δεν πήγε ποτέ να καταδώσει στην «θεόθεν τεταγμένη βασιλεία» την Φιλική Εταιρεία, αρνούμενος έτσι να εναγκαλισθεί «εἰλικρινῶς τὸ πιστὸν τοῦ ῥεαγιαλικίου».

Αυτή η πράξη και συμπεριφορά του Γρηγορίου ρηγματώνει σοβαρά το θεωρούμενο ως άθραυστο στερεότυπο του πιστού και πειθήνιου στους Τούρκους πατριάρχη, ενώ γεννά αμέσως και ένα καίριο ερώτημα: Αφού ο πατριάρχης γνώριζε τα πάντα για την Φιλική Εταιρεία και την εκκολαπτόμενη Επανάσταση, γιατί δεν αποκάλυψε το παραμικρό στους Τούρκους, έτσι ώστε να δώσει, πρώτος αυτός, το «καλό παράδειγμα» προς όλα τα μέλη του ποιμνίου του; Η απάντηση του Σ. Τρικούπη αναδεικνύει ακόμη περισσότερο την έτσι κι αλλιώς άβολη θέση του:

«Δὲν κατεμήνυσε δὲ ὅσα πνευματικῷ τῷ τρόπῳ ἐγνώριζε, διότι ἐθεώρησεν ἀναμφιβόλως τὴν καταμήνυσιν καὶ ἀναξίαν τοῦ χαρακτῆρός του, καὶ ἐναντίαν τοῦ πνευματικοῦ καθήκοντός του, καὶ ἱκανὴν νὰ προκαλέσῃ τὸν ὄλεθρον τῶν ὁμογενῶν του, ἐνόχων καὶ μή»[372].

Ο πατριάρχης δεν αποκάλυψε στους Τούρκους όσα ήξερε για την Φιλική Εταιρεία, ισχυρίζεται ο Τρικούπης, διότι το θεωρούσε πολύ αναξιοπρεπές γι’ αυτόν, πλήρως αντίθετο προς τα πνευματικά καθήκοντά του, και, το κυριώτερο, ικανό να προκαλέσει τον όλεθρο όλων των Ελλήνων, αν τυχόν το έκανε.

Και εδώ ανακύπτει αμέσως ένα άλλο ερώτημα. Στον αφορισμό λέγεται ξεκάθαρα πως όσοι Έλληνες ήταν μυημένοι στην Φιλική Εταιρεία θα έπρεπε αμέσως να αθετήσουν τον όρκο τους, και να καταδώσουν όλα όσα ήξεραν για την δράση και τα σχέδιά της στις τουρκικές αρχές, διότι έτσι θα έσωζαν το έθνος από φοβερές συμφορές. Και αυτό προβάλλεται στο αφοριστικό κείμενο ως το κυριώτερο πνευματικό τους καθήκον. Ήταν λοιπόν δυνατόν ο πατριάρχης να προτρέπει όλους τους Έλληνες, και μάλιστα με θεολογική τεκμηρίωση όχι την τυχούσα, να κάνουν κάτι που ο ίδιος θεωρούσε αναξιοπρεπές για τον εαυτό του, και στην πραγματικότητα άκρως επικίνδυνο για το έθνος του;

Η απάντηση στο παραπάνω ερώτημα μπορεί να είναι μόνον μία. Όλοι οι Έλληνες άκουγαν τον πατριάρχη τους να τους δίνει αυστηρότατες εντολές και αναλυτικές εξηγήσεις γιατί έπρεπε να μην τηρήσουν τον όρκο τους προς την Φιλική Εταιρεία και να καταδώσουν όλα όσα ήξεραν στους Τούρκους, για να σώσουν το έθνος. Ταυτόχρονα, όμως, διαπίστωναν ότι ο ίδιος, ενώ γνώριζε τα πάντα, δεν είχε αποκαλύψει στους Τούρκους ποτέ το παραμικρό. Διότι, αν το είχε πράξει, όχι μόνον θα μαθεύονταν αμέσως παντού, αλλά οι συνέπειες αυτής της πράξης του θα ήσαν φοβερές για όλους.

Με αυτόν τον τρόπο αντιλαμβάνονταν ότι ο Γρηγόριος τους έκλεινε κυριολεκτικά το μάτι, ώστε να εκλάβουν όλα όσα άκουγαν στην Απανταχούσα ως μια ανούσια και ανάξια λόγου φλυαρία. Ο πατριάρχης στο συγκεκριμένο θέμα υπήρξε η πλέον χαρακτηριστική περίπτωση δασκάλου που δίδασκε, και «νόμο δεν εκράτει». Και μάλιστα, τον δικό του «νόμο». Και λειτούργησε έτσι, συνειδητά, ως το πιο χαρακτηριστικό ζωντανό παράδειγμα, ώστε όλα ανεξαιρέτως τα μέλη του ποιμνίου του να πράξουν και αυτοί το ίδιο.

8.5. Ο μητροπολίτης Μολδαβίας Βενιαμίν παραλήπτης του πρώτου αφορισμού.

Τον αφορισμό της Επανάστασης στην Μολδοβλαχία τον αντιλαμβάνονταν ως παντελώς άκυρο πρώτοι απ’ όλους εκείνοι που τον υπέγραψαν. Τέταρτη κατά σειρά απόδειξη γι’ αυτό συνιστά το πρόσωπο στο οποίο αποστέλλεται ο πρώτος χρονολογικά αφορισμός, της 11ης Μαρτίου.

Ο αφορισμός εκείνος, μαζί με την διαβιβαστική επιστολή του πατριάρχη Γρηγορίου, απευθύνεται στον μητροπολίτη Μολδοβλαχίας, δηλαδή Ιασίου, Βενιαμίν. Όμως, ο μητροπολίτης αυτός δεν ήταν ένας τυχαίος μητροπολίτης, αλλά ο πρώτος ιεράρχης που ευλόγησε, με τον πιο επίσημο τρόπο, την Επανάσταση. Πιο συγκεκριμένα, στις 26 Φεβρουαρίου, στο Ιάσιο, στην εκκλησία των Τριών Ιεραρχών, ευλόγησε τη σημαία της Επανάστασης και περίζωσε τον Υψηλάντη με το σπαθί του[373]. Γίνεται λοιπόν πλήρως κατανοητό πως αν ο πατριάρχης και η Σύνοδος έπαιρναν στα σοβαρά τον αφορισμό που είχαν συντάξει, πρώτον απ’ όλους θα έπρεπε να αφορίσουν τον μητροπολίτη Βενιαμίν, επειδή ακριβώς είχε ευλογήσει την Επανάσταση του Υψηλάντη.

Αυτό άλλωστε είχε αναφέρει ο πατριάρχης Γρηγόριος και στον μεγάλο βεζύρη, όταν εκείνος τον ρώτησε ποια ήταν η γνώμη του για την συμμετοχή του κλήρου στην Επανάσταση του Υψηλάντη. Διότι η Υψηλή Πύλη είχε μάθει τις σχετικές ενέργειες του μητροπολίτη Μολδοβλαχίας. Τότε ο πατριάρχης είχε απαντήσει πως τους εκκλησιαστικούς αξιωματούχους που προβαίνουν σε τέτοιες ενέργειες η Εκκλησία τους καθαιρεί από το αξίωμά τους, και το κράτος τους τιμωρεί, όπως κάθε άλλο αποστάτη[374].

Αντί όμως ο Γρηγόριος να εφαρμόσει στην πράξη όσα είχε αναφέρει στον μεγάλο βεζύρη και να καθαιρέσει τον μητροπολίτη Μολδοβλαχίας Βενιαμίν, στα δύο κείμενα που του στέλνει όχι μόνον δεν του κάνει την παραμικρή επίπληξη για το ότι είχε ευλογήσει τη σημαία της Επανάστασης του Υψηλάντη, αλλά τον αναγνωρίζει ως κανονικό μητροπολίτη Μολδοβλαχίας, προσφωνώντας τον ως αγαπητό του αδελφό και συλλειτουργό. Και σαν να μην είχε συμβεί το παραμικρό, του αναθέτει το καθήκον να κοινοποιήσει τον αφορισμό του Σούτσου και του Υψηλάντη σε όλα τα όρια της Μητρόπολής του, και να ξαναφέρει το ποίμνιο του στον δρόμο της πίστης και της υποταγής προς τον σουλτάνο.

Το να ζητάει ο πατριάρχης από τον μητροπολίτη που είχε ευλογήσει την Επανάσταση να ξαναφέρει τους επαναστάτες στον ίσιο δρόμο του «ρεγιαλικίου» δεν είναι, όπως φαίνεται εκ πρώτης όψεως, μια πράξη που καταργεί ευθέως τα σύνορα ανάμεσα στο λογικό και το παράλογο, αλλά μια πράξη ύψιστου εμπαιγμού του σουλτάνου και της κυβέρνησής του. Και αυτό το γνώριζε πολύ καλά και ο πατριάρχης και η περί αυτόν Σύνοδος. Γι’ αυτό και στο αντίγραφο τόσο της πράξης του αφορισμού, όσο και της διαβιβαστικής επιστολή του πατριάρχη, τα οποία στάλθηκαν στην Πύλη για τον σχετικό έλεγχο, δεν γράφτηκαν ούτε όνομα του μητροπολίτη, προς τον οποίον απευθύνονταν, αλλά ούτε και της Μητρόπολης του. Και στην θέση που θα έπρεπε να βρίσκονται τα ονόματα του μητροπολίτη Βενιαμίν και της Μητρόπολής του, η πατριαρχική γραμματεία έβαλε μια σειρά από αποσιωπητικά.

Αποσιωπητικά που δεν παραπλάνησαν μόνον τότε την Υψηλή Πύλη και τα όργανά της, αλλά και τους σύγχρονους επαγγελματίες ιστορικούς[375], οι οποίοι είχαν την σπάνια τύχη να ανακαλύψουν και μια άγνωστη μέχρι εκείνη τη στιγμή Μητρόπολη, την Μητρόπολη Πλαγηνών.

Το ότι ο Γρηγόριος αντί να τον καθαιρέσει αμέσως, ανέθεσε στον επαναστάτη μητροπολίτη Βενιαμίν την κοινοποίηση του αφορισμού και την «συμμόρφωση» των επαναστατημένων χριστιανών της επαρχίας του, αποδεικνύει και αυτό, με τον πλέον ηχηρό τρόπο, ότι ο αφορισμός της Επανάστασης στην Μολδοβλαχία ήταν όχι μόνον άκυρος, αλλά και ένα κείμενο που το αντιλαμβάνονταν ως ανάξιο οποιασδήποτε σημασίας και προσοχής πρώτοι απ’ όλους, εκείνοι που το είχαν συντάξει και υπογράψει.

  1. Ο Γρηγόριος Ε΄ και η νεωτερικότητα. Μια διεξοδική αποτίμηση.

9.1. Γρηγόριος Ε΄ και Ρήγας Βελεστινλής.

Πρώτη η εθνικιστική ιστοριογραφία διαμόρφωσε για τον Γρηγόριο Ε΄ την εικόνα ενός πατριάρχη ο οποίος αφόρισε την Επανάσταση του ’21 επειδή το ήθελε και το πίστευε, καθώς ήταν ιδεολογικά κάθετα αντίθετος προς οποιαδήποτε απόπειρα των Ελλήνων να αποτινάξουν τον τουρκικό ζυγό. Γι’ αυτό και παρέμεινε μέχρι το τέλος της ζωής του ένας πειθήνιος και υπάκουος υπηρέτης του σουλτάνου. Το συγκεκριμένο ιδεολόγημα της ρωματικής εθνικής ιστοριογραφίας για τον Γρηγόριο το εγκολπώθηκε αυτούσιο η σύγχρονη αναθεωρητική ιστοριογραφία, η οποία στο συγκεκριμένο θέμα ακολούθησε απαρασάλευτα και κατά πόδας την εθνικιστική ιστορική γραμμή. Το πόσο ισχύει αυτό ή όχι το διερευνήσαμε διεξοδικά παραπάνω, όπου αποδείξαμε την ενεργό συμμετοχή του πατριάρχη στην Φιλική Εταιρεία, και την ηγετική του θέση στην οργάνωση και την προετοιμασία της Επανάστασης.

Όμως, η καταδίκη της Επανάστασης από τον Γρηγόριο, δεν ήταν, σύμφωνα με τους αναθεωρητές ιστορικούς, κεραυνός εν αιθρία. Ο Γρηγόριος ήταν ο τυπικώτερος εκπρόσωπος του πιο αντιδραστικού και σκοταδιστικού θεσμού της τουρκοκρατίας, της Εκκλησίας[376]. Γι’ αυτό και καταγγέλθηκε ως ο ορκισμένος εχθρός κάθε προοδευτικής ιδέας, του Διαφωτισμού, γενικά της νεωτερικότητας, αλλά και της ίδιας της επιστημονικής γνώσης.

Σαν πρώτο παράδειγμα και αμάχητη απόδειξη για όλα τα παραπάνω αναφέρεται η στάση του Γρηγορίου απέναντι στον Ρήγα. Έτσι, σύμφωνα με το σύνολο της σύγχρονης ειδικά ιστοριογραφίας ο Γρηγόριος είναι εκείνος που αφόρισε και αναθεμάτισε επίσημα τον Ρήγα[377]. «Ο Ρήγας καταδικάστηκε επίσημα από την Εκκλησία κατά τη διάρκεια της σύντομης αλλά μαχητικής σε αντεπαναστατικές πρωτοβουλίες πρώτης πατριαρχίας του Γρηγορίου Ε΄ (1797-1798)»[378].

Στο σημείο αυτό μπορεί ο ερευνητής να ψηλαφίσει την απροσχημάτιστη βία που ασκήθηκε στις πηγές για να προσαρμοστούν στο επιθυμητό ιδεολόγημα. Η μόνη πηγή που υπάρχει για να στοιχειοθετηθεί η συγκεκριμένη μομφή εναντίον του Γρηγορίου είναι μια προσωπική επιστολή του πατριάρχη προς τον μητροπολίτη Σμύρνης Άνθιμο[379], με ημερομηνία 1 Δεκεμβρίου 1798, και μια πανομοιότυπη προς τον Παροναξίας Νεόφυτο[380].

Καταρχήν πρέπει να σημειώσουμε πως η συγκεκριμένη επιστολή περιέχει κάποιες αναφορές του πατριάρχη προς τον μητροπολίτη Σμύρνης τόσο προσωπικές, ώστε την καθιστούν αυτόχρημα απόρρητη και μη δημοσιεύσιμη[381]. Το ενδιαφέρον στην παραπάνω επιστολή είναι πως το μόνο που ζητά ο πατριάρχης από τους κατά τόπους μητροπολίτες είναι να ψάξουν και να βρουν όλα τα αντίτυπα από το Σύνταγμα του Ρήγα που υπήρχαν στην περιοχή τους, έτσι ώστε να μην πέσει ποτέ αυτό στα χέρια των απλών χριστιανών, και να τα στείλουν αμέσως στον ίδιο. Κι αυτό διότι το παραπάνω κείμενο «πλῆρες ὑπάρχει σαθρότητος ἐκ τῶν θολερῶν αὐτοῦ ἐννοιῶν, τοῖς δόγμασι τῆς ὀρθοδόξου ἡμῶν πίστεως ἐναντιούμενον»[382].

Και σε αντίθεση με όσα υποστηρίζει ο Φ. Ηλιού[383], πουθενά στο γράμμα του ο πατριάρχης δεν ζητάει από τους μητροπολίτες να «καταγγείλουν» το συγκεκριμένο κείμενο στις τουρκικές αρχές, αλλά μόνον να στείλουν αμέσως στην Κωνσταντινούπολη, σ’ αυτόν τον ίδιο, όσα τυχόν αντίτυπα θα έβρισκαν.

Το πιο εντυπωσιακό όμως εδώ είναι ότι ο Γρηγόριος όχι μόνον δεν εκφέρει καμία άμεση ή έμμεση καταδίκη εναντίον του συγγραφέα του συγκεκριμένου φυλλαδίου, δηλαδή ενάντια στον Ρήγα, αλλά δεν αναφέρει καν το όνομά του. Και είναι τόσο εντυπωσιακή αυτή η παράλειψη, ώστε να φέρνει σε δύσκολη θέση και τους ειδικούς ερευνητές. Έτσι, ο Λ. Βρανούσης, με έκδηλη αμηχανία, παρατηρεί τα εξής:

«Δεν είναι ίσως τυχαίο το ότι κατακρίνεται το περιεχόμενο του εντύπου, αλλά δεν μνημονεύεται καν ο συντάκτης του κειμένου ή, έστω και έμμεσα, η προέλευση του φυλλαδίου. Συνηθισμένο ήταν, σε παρόμοιες περιπτώσεις, να καταδικάζεται ονομαστικά ο συντάκτης του έργου, να στηλιτεύωνται ως όργανα του αρχεκάκου όφεως, λυμεώνες, λιμπερτίνοι, άθεοι, αφορισμένοι και κατάρατοι αυτοί που θέτουν σε κυκλοφορία τέτοια ψυχοφθόρα έντυπα. Εδώ καμμιά λέξη, κανένας χαρακτηρισμός για τον “ένοχο”. Το σώμα του εγκλήματος μόνον να εξαφανισθή…»[384].

Ακόμη πιο αμήχανος ο Φ. Ηλιού, επιχειρεί να δικαιολογήσει την έλλειψη οποιασδήποτε καταδικαστικής φράσης του Γρηγορίου για τον Ρήγα με τον μάλλον αδύναμο λογικά συλλογισμό πως «[η] “Νέα Πολιτική Διοίκησις” κυκλοφόρησε ως έργο ανώνυμο και ως έργο ανώνυμο προκάλεσε την πατριαρχική αντίδραση»[385].

Η αυστηρά προσωπική επιστολή του πατριάρχη προς τον Σμύρνης, και η πανομοιότυπή της προς τον Παροναξίας είναι τα μοναδικά τεκμήρια που διαθέτουμε για την καταδίκη του συγκεκριμένου κειμένου, μέρος και οι δυο της συνήθους απόρρητης υπηρεσιακής αλληλογραφίας του πατριάρχη με τους κατά τόπους υφισταμένους του μητροπολίτες. Και όμως, ο Φ. Ηλιού ισχυρίζεται πως «[μ]ε πατριαρχική και συνοδική εγκύκλιο που εξαπολύθηκε από τον πατριάρχη Γρηγόριο Ε΄ […] το έντυπο τού Ρήγα καταδικάζεται “ ὅτι πλῆρες ὑπάρχει σαθρότητος…”»[386]. Και ενώ ο συγκεκριμένος ερευνητής αναβάθμισε μιαν απόρρητη προσωπική επιστολή του πατριάρχη σε «Πατριαρχική και Συνοδική Εγκύκλιο», εντελώς αυθαίρετα και αδικαιολόγητα, στην συνέχεια μοιάζει να εκπλήσσεται κιόλας που «η εγκύκλιος αυτή δεν έχει, ακόμη, επισημανθεί σε πατριαρχικούς κώδικες»[387]. Γι’ αυτό και εκφράζει την βεβαιότητά του ότι «θα μπορούσε εύλογα να υποθέσει κανείς, ότι εξακολουθεί να λανθάνει το αναλυτικό κείμενο της καταδίκης του έργου του Ρήγα και του συντάκτη του, και ο ενδεχόμενος αφορισμός του»[388].

Και προχωρώντας μόλις ένα βήμα παραπάνω, σε μεταγενέστερο εκλαϊκευτικό κείμενό του διαβεβαιώνει τον αναγνώστη του πως «[α]φορίστηκαν για έργα που είχαν δημοσιεύσει ο Χριστόδουλος Παμπλέκης (1793), ο Ρήγας Βελεστινλής (1798), ίσως και άλλοι (Π. Κοδρικάς)»[389]. Είναι πραγματικά εντυπωσιακό το πώς ο «ενδεχόμενος» αφορισμός του Ρήγας μεταστοιχειώνεται σταδιακά σε αυτονόητη βεβαιότητα.

Ολοκληρώνοντας τον κύκλο της ιδεολογικής χρήσης της ιστορίας, ο Φ. Ηλιού δεν διστάζει να εξισώσει ηθικά τη σύλληψη και την εκτέλεση του Ρήγα και των οπαδών του με την (ανύπαρκτη) καταδίκη του Ρήγα από το Πατριαρχείο:

«Στις αποφάσεις των πολιτικών αρχών της Αυστριακής και της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, οι όποιες οδήγησαν στη σύλληψη και την εκτέλεση τού Ρήγα και των συντρόφων του, […] το Οικουμενικό Πατριαρχείο έρχεται, όπως ταίριαζε στην παράδοσή του, να προσθέσει τη δική του, πνευματική και εμπράγματη καταδίκη»[390].

Έτσι, μια υπηρεσιακή, εντελώς προσωπική και απόρρητη πατριαρχική επιστολή, που όχι μόνον δεν καταδικάζει τον Ρήγα, αλλά δεν αναφέρει ούτε καν το όνομά του, «αναβαθμίστηκε» από τους αναθεωρητές ιστορικούς πρώτα σε «πατριαρχική και συνοδική εγκύκλιο», μετά σε επίσημη καταδίκη και τέλος σε επίσημο αφορισμό[391]. Αυτό μας βοηθά να αντιληφθούμε πώς οι συγκεκριμένοι ιστορικοί, προτάσσοντας της αντικειμενικής ιστορικής έρευνας και ανάλυσης τα ιδεολογικά τους στερεότυπα, δεν διστάζουν ούτε κατ’ ελάχιστον να δημιουργήσουν μια κατασκευασμένη ιστορία, στο όνομα της οποίας απορρίπτουν και καταγγέλλουν όχι με επιχειρήματα, παρά μόνον με χαρακτηρισμούς, κάθε αντίθετη άποψη.

Ο λόγος για τον οποίον ο Γρηγόριος απευθύνθηκε στον μητροπολίτη Σμύρνης, και σε όποιους άλλους, για να τους ζητήσει να συγκεντρώσουν και να του στείλουν όσα αντίτυπα από το Σύνταγμα του Ρήγα θα έβρισκαν στην επαρχία τους ήταν πολύ απλός. Λίγους μόλις μήνες πριν, ο Ρήγας είχε συλληφθεί και εκτελεστεί, και έτσι η όποια ελπίδα των εξουθενωμένων Ελλήνων για ένα νέο επαναστατικό κίνημα είχε χαθεί, τουλάχιστον για τότε, μαζί του[392]. Ο πατριάρχης είχε προσωπική ευθύνη να διαφυλάττει τις ζωές και τον ομαλό βίο των χριστιανών της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Το αίμα των ορλωφικών ήταν ακόμη πολύ νωπό. Και μετά απ’ την αποκάλυψη της επαναστατικής δράσης του Ρήγα και των συντρόφων του, ακόμη και η απλή ύπαρξη επαναστατικών βιβλίων και φυλλαδίων συνιστούσε θανάσιμο κίνδυνο, που θα πληρώνονταν με καινούργια λουτρά αίματος χριστιανών ραγιάδων, αν αυτά έπεφταν στα χέρια των «οθωμανικών αρχών». Ήταν λοιπόν αδήριτη ανάγκη όλα τα αντίγραφα από το Σύνταγμα του Ρήγα, όσα υπήρχαν ακόμη στα χέρια διαφόρων, να περιέλθουν στα χέρια του τοπικού επισκόπου, και μέσω αυτού, στα χέρια του ίδιου του πατριάρχη. Διότι, αν προλάβαιναν και τα έβρισκαν πρώτοι οι Τούρκοι, όχι μόνον θα εκτελούσαν με τον πιο φριχτό τρόπο εκείνους που τα κατείχαν, αλλά θα προέβαιναν και σε ασυγκράτητα αντίποινα εναντίον των χριστιανών όλης εκείνης της περιοχής.

9.1.1. Η σύλληψη του Ρήγα και η προσπάθεια του Γρηγορίου για την διάσωσή του.

Ο Ρήγας Βελεστινλής συνελήφθη στις 8 Δεκέμβριου (π.ημ.) 1797 από τις αυστριακές αρχές στην Τεργέστη. Στην συνέχεια ακολούθησε η αποτυχημένη απόπειρα της αυτοκτονίας του, και η νοσηλεία του σε νοσοκομείο ώς τις αρχές Φεβρουαρίου του 1798. Κατόπιν οδηγήθηκε στη Βιέννη, όπου ανακρίθηκε από τις αυστριακές αρχές. Είναι χαρακτηριστικό πως για την πορεία των ανακρίσεων ενημερώνονταν άμεσα ο ίδιος ο αυτοκράτορας. Μετά το πέρας των ανακρίσεων, και ως αποτέλεσμα μιας άθλιας συναλλαγής μεταξύ Αυστρίας και Οθωμανικής αυτοκρατορίας, ο Ρήγας και οι σύντροφοί του, οχτώ συνολικά άτομα, παραδόθηκαν στις 29 Απριλίου (π.ημ) 1798 στις αρχές του Βελιγραδίου «laut Recepisse» (ἐπὶ ἀποδείξει)[393].

Στις 14 Μαΐου (π.ημ.) ο πρέσβης της Αυστρίας στην Κωνσταντινούπολη βαρώνος von Herbert-Rathkeal έστειλε ένα σημείωμα στον αρχικαγγελάριο και υπουργό Εξωτερικών της Αυστρίας[394] von Thugut[395], όπου του ανέφερε ένα σχέδιο που είχε συλλάβει, προκειμένου να επιτύχει την διάσωση του Ρήγα και των συντρόφων του, αφού οι Αυστριακοί τον είχαν παραδώσει ήδη στους Τούρκους. Ο τρόπος που γράφει είναι τέτοιος, ώστε να μην προκαλέσει περαιτέρω υποψίες στην βαθιά αντιδημοκρατική και κατατρομοκρατημένη από την Γαλλική Επανάσταση αυστριακή Αυλή.

Το σχέδιο του πρέσβη ήταν απλό, και γι’ αυτό εντελώς αδύνατον να γίνει αποδεκτό και να εφαρμοστεί. Πρότεινε στον αρχικαγγελάριο της Αυστρίας να μεταφερθούν οι οχτώ Έλληνες κρατούμενοι από το Βελιγράδι στην Κωνσταντινούπολη, ώστε να παραδοθούν στην φύλαξη του εκεί πατριάρχη, δηλαδή στον Γρηγόριο Ε΄. Και για να τον πείσει να αποδεχτεί το σχέδιο του, διαβεβαίωσε τον von Thugut πως ο πατριάρχης ήταν άκρως συντηρητικών και αντιδημοκρατικών αρχών:

«Πρὸς πρόληψιν παντὸς σκανδάλου καὶ πάσης καταχρήσεως, ἡ γνώμη μου ἦτο ν’ ἀπαγορευθῇ εἰς τὸν πασσᾶν τοῦ Βελιγραδίου ἡ ἐξέτασις τῶν Ἑλλήνων τούτων, νὰ μεταφερθῶσι δ’ ἐνταῦθα καὶ παραδοθῶσιν εἰς τὸν πατριάρχην, ἀρχηγὸν ὄντα τοῦ ἔθνους, ἱεράρχην συνετόν, πολέμιον τῶν γαλλικῶν ἀρχῶν, καὶ εἴπερ τινὰ ἐνδιαφερόμενον ὑπὲρ τῆς συντηρήσεως τῆς τάξεως, καὶ τοῦ χωρισμοῦ τοῦ πλήθους τῶν ἀθῴων ἀπὸ τοῦ μικροῦ ἀριθμοῦ τῶν ἐνόχων. Τὸ διάβημα τοῦτο ἤρεσεν εἰς τὸν διερμηνέα τῆς Πύλης, ὅστις ὑπεσχέθη ν’ ἀκολουθήσῃ αὐτό, καθ’ ὅσον ἐξήρτητο ἀπ’ αὐτοῦ»[396].

Όπως σημειώνει ο πρέσβης, το σχέδιό του είχε αρέσει στον μεγάλο διερμηνέα Κωνσταντίνο Υψηλάντη, ο οποίος του είχε υποσχεθεί πως θα έκανε ότι περνούσε από το χέρι του για να το προωθήσει. Αυτή η αποδοχή του σχεδίου του von Herbert-Rathkeal από τον Υψηλάντη προϋποθέτει ασφαλώς την αποδοχή του από τον ίδιο τον πατριάρχη, που ήταν και ο άμεσα εμπλεκόμενος. Διότι, δεν θα ήταν δυνατόν ποτέ να είχε εκφράσει ο Υψηλάντης θετική άποψη για το παραπάνω σχέδιο, αν δεν είχε συνεννοηθεί προηγουμένως με τον ίδιο τον πατριάρχη, ώστε να πάρει και την δική του έγκριση[397].

Ότι πρόκειται για σχέδιο διάσωσης είναι απολύτως σαφές, διότι το πρώτο μέρος του προέβλεπε ότι θα έπρεπε να απαγορευτεί στον πασά του Βελιγραδίου να ανακρίνει τον Ρήγα και τους συντρόφους του, ώστε να στέλνονταν αμέσως στην Κωνσταντινούπολη, για φύλαξη από τον πατριάρχη[398]. Εδώ πρέπει να σημειώσουμε ότι το σχέδιο του von Herbert-Rathkeal δεν ήταν το «σατανικό σχέδιο» ενός «πονηρού» και «καταχθόνιου διπλωμάτη», όπως ισχυρίζεται ο Λ. Βρανούσης[399].

Αντίθετα, ήταν μια απέλπιδα προσπάθεια ενός διπλωμάτη σε απόγνωση, ο οποίος έβλεπε ότι θα χρεώνονταν η πατρίδα του το άγος μιας από τις πιο ατιμωτικές πράξεις κυβέρνησης ευρωπαϊκού κράτους στην νεώτερη ιστορία: Την άνανδρη παράδοση οχτώ αγνών πατριωτών στα χέρια των αιμοσταγών τυράννων τους, για να υποστούν τον πιο φριχτό θάνατο που θα μπορούσε η ανθρώπινη φαντασία να συλλάβει. Ο von Herbert-Rathkeal πραγματικά επεδίωκε «να ελαφρύνη ή να εξαλείψη την ενοχή της Αυστρίας»[400]. Όχι όμως «φορτώ[νοντας] όλη την ευθύνη και την κατακραυγή για το έγκλημα στον Πατριάρχη…»[401].

Κάτι τέτοιο δεν θα ωφελούσε και πολύ την Αυστρία, αφού όποιος και να χρεώνονταν την τελική ευθύνη για την εκτέλεσή τους, όλοι θα γνώριζαν πολύ καλά ποιος είχε παραδώσει τους οχτώ πατριώτες στα χέρια των τυράννων τους. Ο Αυστριακός πρέσβης ήλπιζε πως αν γίνονταν τελικά δεκτό το σχέδιό του, και παραδίδονταν ο Ρήγας και οι σύντροφοί του στα χέρια του πατριάρχη, ίσως εκείνος να έβρισκε έναν τρόπο να τους σώσει. Διότι μόνον έτσι θα μπορούσε ίσως να ξεχαστεί και η απαίσια πράξη της αυστριακής κυβέρνησης, να παραδώσει τον Ρήγα και τους συντρόφους του στα χέρια των Τούρκων.

Άλλωστε, και μόνον η πρόταση να διαταχτεί ο πασάς του Βελιγραδίου να στείλει τον Ρήγα και τους άλλους στην Κωνσταντινούπολη, ισοδυναμούσε με απόπειρα απελευθέρωσης. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, ο πασάς του Βελιγραδίου δεν ήθελε επ’ ουδενί να πράξει κάτι τέτοιο. Διότι εκείνη την εποχή οι δρόμοι δεν ήταν καθόλου ασφαλείς, λόγω της ανεξέλεγκτης δράσης διάφορων ένοπλων ομάδων. Πράγμα που σημαίνει ότι υπήρχε φόβος οι συλληφθέντες κατά την διάρκεια του ταξιδιού να δραπετεύσουν[402].

Το σχέδιο του von Herbert-Rathkeal ήταν ένα ιδιαίτερα τολμηρό και ριψοκίνδυνο ειδικά για τον πατριάρχη, ο οποίος έδειχνε πρόθυμος να συμβάλει καίρια στην διάσωση ανθρώπων, οι οποίοι είχαν διαπράξει συνωμοτικές πράξεις εναντίον της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, τις οποίες, μάλιστα, είχαν ομολογήσει επίσημα και οι ίδιοι[403].

9.2. Ο Γρηγόριος Ε΄ και η Γαλλική Επανάσταση.

9.2.1. Το βιβλίο Ιστορίας των ελληνικών σχολείων του 1808.

Ο Γρηγόριος ως ορθόδοξος πατριάρχης ασφαλώς καταδίκαζε εκείνες τις πλευρές τις Γαλλικής Επανάστασης που είναι αντίθετες με την χριστιανική διδασκαλία, όπως η αθεΐα και η μασωνία. Άλλωστε, η Γαλλική Επανάσταση περιφρόνησε βίαια μια από τις κυριώτερες αρχές του ίδιου του Διαφωτισμού, την ανεξιθρησκία, αφού κατά την διάρκειά της «η θρησκεία απορρίφθηκε ως δεισιδαιμονία, οι εκκλησίες έκλεισαν, όλη η εκκλησιαστική ιδιοκτησία αναλήφθηκε από το κράτος και οι ιερείς καταγγέλθηκαν ως εχθροί της δημοκρατίας»[404].

Δεν καταδίκασε όμως ποτέ ο πατριάρχης τις αξίες της ελευθερίας και της δημοκρατίας, ούτε τον δυτικό κόσμο στο σύνολό του. Και αυτό αποδεικνύεται από δύο πράξεις του οι οποίες μέχρι σήμερα παραμένουν παντελώς άγνωστες.

Ο Α. Μακρίδης δημοσίευσε ένα ενδιαφέρον άρθρο σχετικά με τον αφορισμός του Γρηγορίου Ε΄, δυστυχώς μόνον διαδικτυακά[405]. Εκεί πληροφορούμαστε για την έκδοση, το 1808, ενός βιβλίου ιστορίας με τον τίτλο Ἐπιτομὴ Χρονολογική, το οποίο εκδόθηκε «ἀδείᾳ καὶ προτροπῇ τοῦ Παναγιωτάτου ἡμῶν Δεσπότου Κυρίου Κυρίου Γρηγορίου, τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου», όπου σε πάνω από δέκα σελίδες αναλύεται η Γαλλική Επανάσταση[406].

Δύο μόνον αποσπάσματα από το βιβλίο αυτό θα μας βοηθήσουν να καταλάβουμε τι ήθελε ο πατριάρχης Γρηγόριος να διδάσκονται οι Έλληνες μαθητές, το 1808, στο μάθημα της Ιστορίας.

Στο πρώτο απόσπασμα, ο συγγραφέας περιγράφει, με προφανή συμπάθεια, πώς η Συνέλευση ακύρωσε τα δικαιώματα των ευγενών και δήμευσε τα εκκλησιαστικά κτήματα. Στην συνέχεια, με έκδηλη αγανάκτηση, περιγράφει πώς οι ευγενείς από το εξωτερικό συνωμοτούσαν ενάντια στην ίδια την πατρίδα τους. Και κλείνει με τον όρκο του βασιλιά και του λαού στο Πεδίο του Άρη.

«Κατ’ αὐτὸν τὸν καιρὸν ἡ γενικὴ συνέλευσις ἀκύρωσε τὰ δικαιώματα τῶν εὐγενῶν καὶ διέταξε τὴν δήμευσιν τῶν ἐκκλησιαστικῶν κτημάτων. […] Ἐν τούτοις, οἱ δύο ἀδελφοὶ τοῦ βασιλέως καὶ οἱ πρώτιστοι τοῦ βασιλείου, καταφυγόντες εἰς ξένας αὐλάς, ἐνησχολοῦντο νὰ διεγείρωσιν αὐτὰς εἰς πόλεμον κατὰ τῆς ἰδίας πατρίδας των, ἐλπίζοντες δῆθεν νὰ ἀποκαταστήσωσιν ἔπειτα τὴν ἐξουσίαν των ἀπόλυτον. […] Ἔπειτα συνεκροτήθη ἓν θέατρον εἰς τὸν κάμπον (Πεδίον τοῦ Ἄρεως ὀνομαζόμενον) ὅπου παρῆσαν ὁ βασιλεύς, ὁ στρατὸς καὶ τὰ παριστῶντα τὸν λαὸν πρόσωπα, καὶ ἔκαμαν ὅρκον ὅλοι νὰ φυλαχθῇ ἡ νεοσυσταθεῖσα διοίκησις. Καὶ ὁ λαὸς ἔνοπλος ὡρκίσθησαν ἢ νὰ ζήσωσιν ἐλεύθεροι, ἢ νὰ ἀποθάνωσι»[407].

Όπως διαπιστώνουμε, η «μετακένωση» στον ελληνικό χώρο του συνθήματος της Γαλλικής Επανάστασης «Ελευθερία ή Θάνατος» δεν έγινε το 1821, ή λίγο πριν απ’ αυτό, από τους φορείς τους Νεοελληνικού Διαφωτισμού, αλλά το 1808, από το Οικουμενικό Πατριαρχείο, μέσα από το σχολικό βιβλίο Ιστορίας που εκδόθηκε με την προτροπή του ίδιου του πατριάρχη. Ένα βιβλίο, από το οποίο έμαθαν ιστορία εκείνοι ακριβώς οι Έλληνες που ως ενήλικοι πια, πάνω στην μεγαλύτερη ακμή τους, θα ξεσηκώνονταν ν’ αποτινάξουν τον τουρκικό ζυγό μια για πάντα, αποφασισμένοι να ζήσουν ελεύθεροι, ή να πεθάνουν. Όπως ακριβώς είχαν διδαχτεί να πράξουν από το βιβλίο της Ιστορίας που είχε επιλέξει γι’ αυτούς ο οικουμενικός πατριάρχης Γρηγόριος Ε΄.

Και ήταν πολύ φυσικό να εμπνευστούν οι Έλληνες από τα κηρύγματα της Γαλλικής Επανάστασης για ελευθερία και ισότητα, διότι όλα αυτά τα διδάχτηκαν και τα αφομοίωσαν στο σχολείο τους, στο μάθημα της Ιστορίας. Από ένα βιβλίο που κλείνει με την τελική αξιολόγηση της Γαλλικής Επανάστασης:

«Ταῦτα περὶ τῆς Ρεβουλωσιῶνος [Επανάστασης]. Καὶ ὄντες βέβαιοι ὅτι τὰ περὶ ταύτης κινοῦσι τοὺς ἀδαεῖς τῶν εὐρωπαϊκῶν διαλέκτων εἰς περιέργειαν, ἐξετάνθημεν πέραν τοῦ δέοντος, μὲ ὅλον ὁποῦ ἐσημειώσαμεν μόνον τὰ κεφαλαιωδέστερα τοῦ μεγάλου τούτου συμβεβηκότος, τὸ ὁποῖον μετέβαλε τὴν πολιτικὴν μορφὴν τῆς Εὐρώπης»[408].

Για το επίσημο βιβλίο Ιστορίας του Οικουμενικού Πατριαρχείου, η Γαλλική Επανάσταση υπήρξε ένα γεγονός τεράστιας σημασίας για την ανθρωπότητα, το οποίο άλλαξε, άρδην, την «πολιτική μορφή της Ευρώπης». Και γι’ αυτό άξιζε να του αφιερωθούν τόσες πολλές σελίδες για την παρουσίασή του.

Συνδρομητής του βιβλίου αυτού υπήρξε ο ίδιος ο Γρηγόριος Ε΄, ο οποίος είχε αγοράσει δέκα αντίτυπα, και ακόμη όλα σχεδόν τα μέλη της Πατριαρχικής Συνόδου, πολλοί από τους κορυφαίους άρχοντες της Πόλης και οι περισσότεροι από το κατώτερο προσωπικό της πατριαρχικής αυλής[409].

9.2.2. Η καθαίρεση του Γρηγορίου Ε΄ το 1798.

Το δεύτερο γεγονός που αποδεικνύει την μεγάλη συμπάθεια του Γρηγορίου προς την Ευρώπη, και ειδικά προς την Γαλλία, είναι ο λόγος για τον οποίον ο Γρηγόριος αποπέμφθηκε από τον θρόνο του, το 1798. Όταν ο σουλτάνος έδιωχνε έναν πατριάρχη, εξέδιδε ένα «μπουγιουρντί», όπου εξηγούσε τους λόγους της καθαίρεσής του. Στο διάταγμα για την πρώτη καθαίρεση του Γρηγόριου, αναφέρεται ότι ο συγκεκριμένος πατριάρχης όχι μόνον δεν ήταν ικανός να διατηρεί τους ραγιάδες σε υποταγή και να αποκαλύπτει στην Πύλη τα όποια επαναστατικά τους κινήματα, αλλά προέβαινε και ο ίδιος σε ύποπτες ενέργειες εναντίον του καθεστώτος:

«Καίτοι γνωστὸν ὅτι εἶναι πρῶτον χρέος καὶ ἄφευκτον τοῖς πατριάρχαις τῶν Ῥωμαίων […] νὰ ἐφευρίσκουν ἀδιαλείπτως τρόπους, μὲ τοὺς ὁποίους νὰ ἐκτελοῦνται τὰ ῥαγιαδικὰ ἔθιμα καὶ τὰ καθήκοντα τοῦ σαδακατίου[410], καὶ οἱ ἴδιοι πάντοτε νὰ προσέχωσιν εἰς τὸ νὰ ἀποφαίνωσι τὰ κινήματά τους σύμφωνα τῇ ὑψηλῇ ἀρεσκείᾳ, ὁ πατριάρχης τῶν Ῥωμαίων Γρηγόριος, κοντὰ ὀποὺ δεν ἐφύλαξε τὰ εἰρημένα, ἐτόλμησε καὶ εἰς τρόπους, δι’ οὓς ἀφῃρέθη τὸ πρὸς αὐτὸν ἐμνιέτ[411]»[412].

Ακόμη πιο αποκαλυπτική είναι η «Προσκλητικὴ Ἐπιστολὴ» της Πατριαρχικής Συνόδου, όπου λέγεται ότι ο Γρηγόριος διώχτηκε από τον θρόνο του διότι δεν εκπλήρωνε τα καθήκοντα της υποταγής και των πιστών εκδουλεύσεων, ενώ δεν έπραττε ούτε τα «αρεστά» στο υψηλό δοβλέτι. Και σαν να μην έφταναν όλ’ αυτά, είχε ακόμη επιχειρήσει να διαπράξει «τολμήματα και κινήματα» που συγκρούονταν προς τα συμφέροντα του «ὑψηλοῦ δεβλετίου»:

«[Ἐ]στὶ πρῶτον χρέος καὶ ἄφευκτον τοῖς πατριάρχαις τῶν Ῥωμαίων […] ἐπιτελεῖν ἐπὶ πᾶσι μεθ’ ὅσης πλείστης προσοχῆς καὶ ἐπιμελείας τὰ καθήκοντα τῇ τε ὑποταγῇ καὶ ταῖς πισταῖς ἐκδουλεύσεσι, καὶ προσέχειν ἀείποτε ἀκριβῶς τοῖς ἀρεστοῖς τῷ ὑψηλῷ δεβλετίῳ. Ὁ δὲ πατριαρχεύσας κὺρ Γρηγόριος, μηδὲν τῶν ἀνωτέρω φυλάξας καὶ ἐκτελέσας, ἐπεχείρησε τολμήμασι καὶ κινήμασι, δι’ ὧν ἀφῃρέθη ἀπ’ αὐτοῦ τὸ ἐμνιγὲτ κατὰ πάντα, ὅθεν καὶ ἐγένετο ἄζλι[413] καὶ ἀπηλάθη τοῦ οἰκουμενικοῦ θρόνου, καὶ μετ’ ὀργῆς τοῦ ὑψηλοῦ δεβλετίου ἐξωρίσθη εἰς ἓν μοναστήριον, διαμένειν ἐκεῖ περιωρισμένος»[414].

Ο Γρηγόριος, λοιπόν, την πρώτη φορά διώχτηκε διότι ούτε υπάκουος υπήρξε και αρεστός στην «οθωμανική διοίκηση», ούτε τα επαναστατικά κινήματα των ραγιάδων κατέδιδε στις «οθωμανικές αρχές». Και σαν να μην έφταναν αυτά, προέβαινε και σε κινήσεις, οι οποίες έρχονταν σε ευθεία σύγκρουση με τα συμφέροντα του Τούρκου κατακτητή. Με όλα αυτά είναι απορίας άξιον πώς γλύτωσε και την ίδια του την ζωή.

Όμως, ποια ήταν αυτά τα «κινήματα» που εξόργισαν τόσο πολύ τον σουλτάνο και το δοβλέτι του εναντίον του Γρηγορίου; O A. Cunningham παρατηρεί ότι ο Γρηγόριος «[ω]ς επίσκοπος Σμύρνης είχε παλαιότερα καθαιρεθεί δύο φορές, γιατί ενδιαφέρονταν για τους εχθρούς του σουλτάνου, τους Γάλλους και τους Βρετανούς αντίστοιχα»[415]. Φυσικά, ο Γρηγόριος δεν καθαιρέθηκε δύο φορές ως μητροπολίτης Σμύρνης, αλλά ως οικουμενικός πατριάρχης. Όμως, έστω κι έτσι, ο Cunningham προσδιόρισε σωστά τον πραγματικό λόγο για τον οποίον διώχτηκε την πρώτη φορά ο Γρηγόριος από τον θρόνο του, ο οποίος καταγράφηκε και από τον μητροπολίτη Παροναξίας Νεόφυτο Λαχοβάρη στο ανέκδοτο ημερολόγιό του[416]:

«ˏαψϞη΄: Δεκεμβρίου: ιη΄: ἐξώσθη τοῦ οἰκουμενικοῦ θρόνου ὁ κὺρ Γρηγόριος, μὲ τὸ νὰ κατηγορήθῃ ὅτι διαφενδεύει τοὺς ἐν τῇ σμύρνῃ σούτιτους[417] φραγτζέζους, καὶ μὲ γαζέπη[418] ἐδιορίσθη ἡ ἐξορία του εἰς τὴν καισάρειαν, καὶ διὰ μεσητειῶν μετετράπει εἰς τὸ ἅγιον ὄρος»[419].

Ο Γρηγόριος εκδιώχτηκε από την θέση του πατριάρχη, με οργή, διότι «διαφέντευε», δηλαδή καθοδηγούσε και κατηύθυνε τους Γάλλους υπηκόους της Σμύρνης. Μια οργή που, όπως είδαμε, αποτυπώνεται ξεκάθαρα στο σουλτανικό μπουγιουρντί της καθαίρεσής του, και η οποία αναφέρεται ευθέως στην Προσκλητικὴ Ἐπιστολὴ για την εκλογή του νέου πατριάρχη. Γι’ αυτό και είχε ληφθεί απόφαση να εξορισθεί στην Καισάρεια, όπου πιθανότατα και θα εκτελούνταν. Όμως, επενέβησαν οι φίλοι του, και ο τόπος της εξορίας του άλλαξε, και ορίστηκε τελικά το Άγιον Όρος.

Όπως διαπιστώνουμε, ο Γρηγόριος από την πρώτη κιόλας πατριαρχεία του εφάρμοζε πιστά τον κυριώτερο συνωμοτικό κανόνα, όπως ακριβώς τον είχε διδάξει και στον Σαλώνων Ησαΐα: Φανερά να κατηγορείς και κρυφά να υπερασπίζεσαι. Έτσι, ενώ φανερά κατηγορούσε τους Γάλλους και την Γαλλική Επανάσταση με τις εγκυκλίους του, στα κρυφά ήταν εκείνος που όχι απλώς υπερασπίζονταν, αλλά και καθοδηγούσε τους Γάλλους υπηκόους της Σμύρνης. Και εξαιτίας αυτού του «διπλού παιχνιδιού» που έπαιζε έχασε, μέσα σε ένα μόλις χρόνο, τον πατριαρχικό του θρόνο. Και παραλίγο θα έχανε και το κεφάλι του αν, για καλή του τύχη, δεν είχε τόσο ισχυρούς προστάτες.

Αλλά, παρ’ παρόλο τον κίνδυνο που πέρασε, δεν μετέβαλε στο ελάχιστο ούτε τον τρόπο σκέψης του, ούτε και την ριψοκίνδυνη συμπεριφορά του, εκδίδοντας κατά την δεύτερη πατριαρχεία του την Επιτομή Χρονολογική, όπου περιέχονταν η πιο εμπεριστατωμένη περιγραφή, αλλά συνάμα και η πιο προκλητική διαφήμιση της Γαλλικής Επανάστασης.

9.3. Γρηγόριος Ε΄ και Α. Κοραής.

Οι σχέσεις του Γρηγόριου Ε΄ με τον Κοραή και τους οπαδούς του έχουν απασχολήσει ιδιαίτερα την σύγχρονη ιστορική έρευνα, με μελέτες και άρθρα αφιερωμένα στην ανάλυση και τη διερεύνηση των σχέσεων αυτών, τα οποία εστιάζουν κυρίως στα δημόσια και ιδιωτικά κείμενα που είχαν συντάξει ο Κοραής και οι μαθητές τους εναντίον του Γρηγορίου κατά το 1820 και το 1821.

Οι σχέσεις του Κοραή με τον Γρηγόριο υπήρξαν από την αρχή θυελλώδεις, περνώντας από το ένα άκρο στο άλλο, από την πλέον θετική γνώμη και εκτίμηση, μέχρι και το πιο βαθύ και ασυγκράτητο μίσος. Και ο λόγος γι’ αυτές τις ακραίες μεταπτώσεις ήταν πάντοτε ένας: Η γνώμη που ο Γρηγόριος κάθε φορά εξέφραζε και η συμπεριφορά την οποία επιδείκνυε προς τον ίδιο τον Κοραή, ή προς τα πρόσωπα του στενού ή ευρύτερου κύκλου των φίλων και οπαδών του.

9.3.1 Ο Γρηγόριος Ε΄, ο Κοραής και ο πρωτοψάλτης Σμύρνης Δ. Λώτος.

Εξαρχής ο Κοραής τιμούσε ιδιαίτερα τον πρωτοσύγκελο Σμύρνης Γρηγόριο, ενώ χαιρέτησε με ιδιαίτερο ενθουσιασμό την εκλογή του ως μητροπολίτη. Όταν όμως έμαθε ότι ο μητροπολίτης Σμύρνης, πλέον, Γρηγόριος απέλυσε τον αγαπημένο φίλο του Δ. Λώτο από την θέση του πρωτοψάλτη Σμύρνης, ο Κοραής οργίστηκε εναντίον του Γρηγορίου τόσο πολύ, ξεστομίζοντας «ταπεινότατα λόγια» εναντίον του, ώστε έφτασε μέχρι να προτρέψει τους φίλους του να αγωνιστούν, ώστε ο Γρηγόριος να εκδιωχτεί από τον μητροπολιτικό του θρόνο[420].

9.3.2. Γρηγόριος Ε΄ και Κοραής κατά την δεύτερη πατριαρχία.

Κάποια χρόνια μετά, κατά τη δεύτερη πατριαρχία του Γρηγορίου (1806-1808), η γνώμη και οι διαθέσεις του Κοραή προς τον Γρηγόριο είχαν αντιστραφεί τόσο πολύ, ώστε να είναι κάτι περισσότερο από άριστες, και οι μεταξύ τους σχέσεις πιο αρμονικές από ποτέ. Κι εδώ ακριβώς πρέπει να παρατηρήσουμε τα εξής.

Η σύγχρονη επιστημονική ιστοριογραφία ανάμεσα στα άλλα υποστήριξε «[ό]τι το Πατριαρχείο καταπολέμησε με όσες δυνάμεις διέθετε κάθε νέο που ερχόταν από την Ευρώπη, κάθε νέα επιστήμη, κάθε νέο μάθημα στα σχολεία»[421]. Και όπως ήδη αναφέραμε, εκείνος που κατά τις τρεις πατριαρχίες του θα ενέπνεε και θα καθοδηγούσε την εκστρατεία της Εκκλησίας ενάντια στον Διαφωτισμό επρόκειτο να είναι Γρηγόριος Ε΄[422].

Όμως, ήδη ο Κ.Θ. Δημαράς αναφέρει πως κατά την δεύτερη πατριαρχία του «οι εκδηλώσεις του Γρηγορίου σε ζητήματα σχολείων, στα οποία τόση σημασία απέδιδε ο Κοραής, εστάθηκαν πολύ ενθαρρυντικές». Γι’ αυτόν τον λόγο ο Κοραής, με την σειρά του, «[α]ποφεύγει, λοιπόν, κι αυτός την μεγάλη οξύτητα, επαινώντας μάλλον τα καλά, παρά καυτηριάζοντας τα άτοπα»[423]. Είναι σχετικά γνωστοί οι ασυγκράτητοι δημόσιοι έπαινοι που απέδιδε τότε ο Κοραής προς το Πατριαρχείο γενικά, και ειδικά στον Γρηγόριο. Το Πατριαρχείο ήταν η «φιλόστοργος μήτηρ ὅλου τοῦ γένους»[424], στο οποίο, «ὡς κοινὴν μητέρα, εἶναι τὸ γένος προσκολλημένον, καὶ διὰ τὴν θρησκείαν καὶ διὰ τὴν μητρικὴν φροντίδα, τὴν ὁποίαν δείχνει καθημέραν ὑπὲρ τῆς παιδείας τοῦ γένους»[425]. Ο ίδιος μάλιστα ο πατριάρχης Γρηγόριος ήταν τόσο σπουδαία προσωπικότητα, ώστε να τον αναγνωρίζει ο Κοραής ως ισάξιο του Μεγάλου Φωτίου και του Ευστάθιου Θεσσαλονίκης:

«[Τ]ὸν αἴτιον τοιούτου καλοῦ Πατριάρχην (καὶ ὁ σήμερον εὐτυχῶς πατριαρχεύων εἶναι ἄξιος διὰ πολλὰς αἰτίας τοιαύτης τιμῆς) καὶ ἡ παροῦσα καὶ ἡ ἐπερχομένη γενεὰ τῶν Γραικῶν θέλουν τὸν συγκαταριθμήσει τρίτον εἰς τὴν τάξιν, καὶ πρῶτον εἰς τὴν τιμήν, μὲ τὸν Φώτιον καὶ μὲ τὸν Εὐστάθιον, τῶν ὁποίων ἡ μνήμη θέλει μείνει ἀνεξάλειπτος εἰς ἐκείνων ὅλων τὰς ψυχάς, ὅσοι χαίρονται εἰς τὴν δόξαν τῆς Ἑλλάδος»[426].

9.3.2.1. J.S. Bartholdy.

Εκεί που το εγκώμιο προς τον πατριάρχη Γρηγόριο γίνεται ύμνος δοξαστικός είναι όταν ο Κοραής επιτίθεται, με το γνωστό ασυγκράτητο μένος του, ενάντια στον Jacob Salomon Bartholdy, ο οποίος είχε αφιερώσει «150 σελίδες της περιηγητικής του αφήγησης στην ανασκευή των θέσεων του Κοραή»[427], όπως τις είχε εκφράσει εκείνος το 1803, στο περίφημο Υπόμνημά του[428]. Ένας από τους κυριώτερους άξονες της επίκρισης του Bartholdy προς το Υπόμνημα του Κοραή στρέφονταν γύρω από την θετική αξιολόγηση της Εκκλησίας στην πνευματική αναγέννηση του έθνους. Κι αυτό διότι ο Κοραής, «στην προσπάθειά του να αρθρώσει μια δυναμική και μαχητική εικόνα της αναδυόμενης ελληνικής κοινωνίας»[429] αναγνώρισε, με θερμά λόγια, την πρωτεύουσα θέση που κατείχε ο κλήρος στην ανάπτυξη της παιδείας και συνολικά της πνευματικής αναγέννησης των Ελλήνων[430].

«Απεναντίας ο Bartholdy πιστεύει ότι σοβαρές απόπειρες πνευματικής αναγέννησης προσέκρουσαν στο φανατισμό και σκοταδισμό του κλήρου»[431]. «Κατά τη γνώμη του και παρά τους ισχυρισμούς του Κοραή, η ελληνική κοινωνία κυριαρχούνταν από το “βασίλειο του σκότους”, όπως είχε χαρακτηρίσει την ιεροκρατία ένας από τους παλαιότερους προδρόμους του Διαφωτισμού, ο Thomas Hobbes»[432].

Σ’ αυτήν ακριβώς την ισοπεδωτική κριτική του Bartholdy, την οποία όχι μόνον την υιοθετεί πλήρως η σύγχρονη αναθεωρητική ιστορική έρευνα στο σύνολό της, αλλά και την επαυξάνει[433], απαντά ο Κοραής, με την γνωστή του τραχύτητα και αποτομία, από τις σελίδες των Προλεγομένων της Ελληνικής Βιβλιοθήκης, όπου, με έκδηλη αγανάκτηση για την τόσο άδικη και κακόβουλη κριτική που δέχονταν το Πατριαρχείο και ο κλήρος από τον Bartholdy, αναφέρει τα εξής:

«Καὶ ὅμως, ἀπὸ τὴν μωρὰν ταύτην Ἀντιφώνησιν ἔλαβεν αἰτίαν ὁ Γερμανὸς τῆς Ἑλλάδος περιηγητὴς […] νὰ συκοφαντήσῃ ἀνερυθριάστως τὸν ἱερώτατον ἡμῶν Κλῆρον, ὡς αἴτιον τῆς μωρίας τοῦ γένους. Καὶ πότε; Ὅταν ὁ Σεβασμιώτατος ἡμῶν Πατριάρχης καταγίνεται ὅλος διόλου εἰς τὴν ἀναγέννησιν τῆς Ἑλλάδος· ὅταν οἱ Ἀρχιερεῖς χορηγοῦσιν εἰς πολλοὺς νέους τὴν ἀναγκαία δαπάνην εἰς τὴν μάθησιν τῶν ἐπιστημῶν· ὅταν οἱ περισσότεροι διδάσκαλοι τῶν Εὐρωπαϊκῶν μαθημάτων ἦναι ἱερωμένοι· ὅταν μεταξὺ τῶν περιερχομένων τὴν φωτισμένην Εὐρώπην διὰ τῶν ἐπιστημῶν τὴν ἀπόκτησιν νέων εὑρίσκωνται καὶ ἱερεῖς καὶ διάκονοι πολλοί, οἱ ὁποῖοι ἐπιστρέφοντες εἰς τὴν Ἑλλάδα μέλλουν νὰ κατασταθῶσι διδάσκαλοι καὶ παιδευταὶ τοῦ γένους»[434].

Ο Bartholdy δεν κάνει τίποτε άλλο, παρά να κατασυκοφαντεί τον ιερώτατο κλήρο μας, υποστηρίζει ο Κοραής. Και πότε μάλιστα το κάνει αυτό; Όταν ο πατριάρχης μας είναι εκείνος που πρωτοστατεί στην αναγέννηση της Ελλάδας. Όταν οι αρχιερείς δίνουν σε πολλούς νέους τα απαραίτητα χρήματα και εφόδια, για να σπουδάσουν. Κι όταν οι περισσότεροι δάσκαλοι «των ευρωπαϊκών μαθημάτων» είναι ιερωμένοι.

9.3.2.2. C. Malte-Brun.

Αυτές απόψεις του Κοραή δεν προέρχονται από την διάθεσή του να επαινεί δημόσια το Πατριαρχείο απλά και μόνο για να το έχει σύμμαχο και συμπαραστάτη του στην προώθηση της ελληνικής παιδείας, όπως υπαινίσσεται ο Κ.Θ. Δημαράς. Εκείνη την εποχή ο Κοραής εκτιμούσε τόσο πολύ τον πατριάρχη Γρηγόριο και το έργο που εκείνος επιτελούσε στην ανάπτυξη της παιδείας και των σχολείων, ώστε να μην ανέχεται ούτε την ελάχιστη επίκριση εναντίον του πατριάρχη. Γι’ αυτό και η αντίδραση του Κοραή απέναντι σε όποιον τολμούσε να προσάψει στον Γρηγόριο έστω και την παραμικρή κατηγορία ήταν εκρηκτική και οξύτατη, πραγματικά ανεξέλεγκτη.

Αυτό ακριβώς έγινε και στην περίπτωση του C. Malte-Brun. Στις 20 Γενάρη του 1808 ο C. Malte-Brun, Δανός γεωγράφος και δημοσιογράφος, έγραψε στην Journal de l’Empire μια βιβλιοκρισία για το περιηγητικό έργο του Bartholdy. Εκεί, σε μια παράγραφο αναπτύσσει τις απόψεις και τις κρίσεις του για τον πατριάρχη και τον ελληνικό κλήρο, οι οποίες έκαναν τον Κοραή να βγει πραγματικά εκτός εαυτού:

«Οι Τούρκοι δεν απαγορεύουν την είσοδο κανενός ευρωπαϊκού έργου. Είναι ο πατριάρχης της Κωνσταντινούπολης που αφορίζει εκείνους που τολμάνε να τα διαβάσουν. Κοντολογίς, ο ελληνικός κλήρος εργάζεται μόνο για να κρατήσει το λαό στη βαθειά βαρβαρότητα, στην οποία έχει περιπέσει: ο ελληνικός κλήρος έχει τους λόγους για αυτό. Οι δεισιδαίμονες πρακτικές του λαού, που σχετίζονται με τις μαγγανείες, κατευθύνονται από αυτούς τους ανάξιους υπηρέτες της θρησκείας, που αποκομίζουν μεγάλο εισόδημα. Από την άλλη, οι μόνοι Έλληνες που εξυψώνονται λίγο παραπάνω από τον υπόλοιπο λαό είναι οι έμποροι»[435].

Οι παραπάνω απόψεις του C. Malte-Brun όχι μόνον ταυτίζονται, αλλά συνοψίζουν με θαυμαστή ακρίβεια και πληρότητα το σύνολο των πιο προωθημένων απόψεων και θέσεων της σύγχρονης επιστημονικής ιστορικής έρευνας για το ζήτημα αυτό. Όταν όμως τις διάβασε ο Κοραής κυριολεκτικά εξεμάνη, έχασε εντελώς την όποια ψυχραιμία του και, απαντώντας, επιτέθηκε εναντίον του «κατάρατου Δανού» με ασυγκράτητο τρόπο. Κι όλα αυτά διότι ο Malte-Brun είχε τολμήσει να συκοφαντήσει τον Γρηγόριο Ε΄, γράφοντας ότι ο πατριάρχης αφορίζει εκείνους που διαβάζουν ευρωπαϊκά βιβλία.

Την απάντησή του ο Κοραής την είχε διατυπώσει σε μία επιστολή του προς τον Αλέξανδρο Βασιλείου, χρονολογημένη στις 10 Μαρτίου 1808. Ο Αλέξανδρος Βασιλείου είχε υπάρξει «ένας από τους πιο έμπιστους φίλους του»[436]. Αυτό σημαίνει ότι ο Κοραής, γράφοντας στον «εξ απορρήτων» φίλο του[437], διατυπώνει με απόλυτη ειλικρίνεια τις πραγματικές απόψεις του για όσα είχε γράψει ο Malte-Brun εναντίον του πατριάρχου Γρηγορίου. Χωρίς να υπάρχει ούτε ίχνος υποψίας ότι ήταν δυνατόν να υπηρετεί οποιουδήποτε είδους σκοπιμότητα. Παραθέτουμε την σχετική ενότητα ολόκληρη, για να φανεί, από τον οξύτητα της αντίδρασης, το βάθος της εκτίμησης που έτρεφε τότε, το 1808, ο Κοραής για τον Γρηγόριο:

«[Ὁ] καλός σου Ζ. […] μὲ παρακινεῖ δι’ ἐπιστολῆς του πολλὰ ὠργισμένης ν’ ἀναγνώσω τὸ Journal de l’Empire τῆς 20 Μαρτίου, διὰ νὰ μάθω τὰ καθ’ ἡμῶν ἐξεράσματα τοῦ Δανοῦ Μαλτεβρύνου. Σήμερον ἀποκρίνομαι εἰς τὸν Ζ. καὶ μὲ ἦλθεν εἰς τὴν κεφαλὴν λογισμός, δεν ἐξεύρω ἢ καλὸς ἢ μάταιος, νὰ τὸν συμβουλεύσω τρόπον δικαίας ἐκδικήσεως. […]

Ἡ διατριβὴ τοῦ καταράτου Δανοῦ δεν εἶναι διατριβὴ ἐψευσμένη καὶ σοφιστικῆς λογικῆς, ἀλλὰ φανερὰ ὕβρις. Συγχωρεῖται ὅστις συλλογίζεται[438], καὶ ἂν οἱ συλλογισμοί[439] του ἐκβαίνουσι τοὺς κανόνας τῆς λογικῆς. Ἡ πλάνη εἶναι ἀξία οἰκτιρμοῦ καὶ συμπαθείας, ὄχι ἐκδικήσεως. Ἀλλ’ ὁ κατάρατος οὗτος Σκύθης ὑβρίζει καθαρὰ καὶ ἐκ προαιρέσεως (caso pensato)· καὶ όχι μόνον ὑβρίζει, καὶ “κειμένῳ ἐπεμβαίνει” ὡς ἄνανδρος (comme un lâche), ἀλλὰ καὶ συκοφαντεῖ. Ποῖον, παρακαλῶ σε, καὶ πότε ἀφώρισεν ὁ Ἡμέτερος Πατριάρχης, δι’ ἀνάγνωσιν βιβλίων Εὐρωπαϊκῶν ἀλλoγλώσσων; καὶ πόθεν αὐτὸς ἔμαθε τὸν τοιοῦτον ἀφορισμόν; Ποῖος εἶναι ὁ διὰ τοιαύτην αἰτίαν ἀφορισθείς; Ὁ Πρώιος, ὅστις καὶ αναγινώσκει καὶ παραδίδει εἰς τοὺς μαθητὰς του καὶ λαμβάνει συχνὰ ἀπὸ τὴν Εὐρώπην Εὐρωπαίων βιβλία; ἀλλ’ αὐτὸν ἀντὶ νὰ τὸν αφoρίσῃ, τὸν ἐπροβίβασεν εἰς τὸν θρόνον τῆς Φιλαδελφείας. Ἱερεὺς τῆς Ἄνδρου, ἐφημερεύων εἰς τὰς Κυδωνίας, πέμπει τὸν ἀνεψιὸν του ἱεροδιάκονον Θεόφιλον (μαθητεύσαντα πρότερον εἰς τὸν Βενιαμὶν) εἰς τὴν Εὐρώπην, διὰ νὰ τελειώσῃ τὰ μαθήματά του (εὑρίσκεται τώρα ἐδῶ ὁ διάκονος Θεόφιλος, σωφρονέσατος καὶ χαριτωμένος νέος). Ἀφώρισεν ὁ Πατριάρχης τὸν θεῖον ἢ τὸν ἀνεψιόν, ἢ καὶ τὸν διδάσκαλον τοῦ ἀνεψιοῦ Βενιαμίν;

Ἐξεύρεις λοιπόν, φίλε μου, τί εἶπα τὸν Ζ. ὅτι εἰς τοιαύτην μεθυσμένου μεθυσμένην συκοφαντίαν ἤθελα κάμει ἐγώ, ἐὰν ἤμην Πατριάρχης; Ἤθελα ὑπάγειν πρὸς τὸν Σεβαστιάνην νὰ προσκλαυθῶ καὶ νὰ σχίσω τὰ ῥάσα μου, ὅτι συκοφαντοῦμαι εἰς τὰς Γαλλικὰς ἐφημερίδας ὡς ἄγριος ἐχθρὸς καὶ διώκτης τῶν φώτων, ὁπόταν ἦναι γνωστὸν εἰς ὅλον τὸν κόσμον, ὅτι εἰς τὰ Ἰωάννινα, εἰς τὴν Χίον, εἰς τὰς Κυδωνίας, εἰς αὐτὸ τὸ Βυζάντιον, ὅπου εἶναι ὁ πατριαρχικός μου θρόνος, παραδίδονται Εὐρωπαϊκὰ μαθήματα, καὶ ἐμβαίνουσι συνεχῶς διὰ ξηρᾶς καὶ θαλάσσης σανδύκια βιβλίων καὶ ὀργάνων φυσικῶν καὶ μαθηματικῶν, σταλμένων ἀπὸ τὴν Εὐρώπην· ὁπόταν τοὺς διδασκάλους τῶν Εὐρωπαϊκῶν μαθημάτων, ἀντὶ νὰ τοὺς ἀφορίσω, ἐγὼ (διὰ νὰ μὴν τοὺς χάσω) τοὺς ἀναβιβάζω καὶ τοὺς περιορίζω εἰς θρόνους ἀρχιερατικούς.

Τοιοῦτον κίνημα ἤθελε κάμει ὁ Πατριάρχης Κοραῆς. Καὶ ἦσο βέβαιος, φίλε μου, ὅτι οὗτοι (καθὼς εἶναι βεβαρυμένοι ἀπὸ τὴν ἀναισχυντίαν του καὶ αὐτοί), ἢ ἤθελαν τὸν ἀναγκάσει νὰ ἀναρροφήσῃ ὀπίσω εἰς τὴν αὐτὴν ἐφημερίδα δημοσίᾳ ὅσα ἐξέρασεν, ἢ τὸν ἀπαγορεύσει νὰ μὴ γράφῃ πλέον εἰς τὴν Ἐφημερίδα, ἤγουν νὰ τοῦ κόψωσι τὸ ψωμίον, ἐπειδὴ πληρόνεται χονδρὰ διὰ τὰς φλυαρίας του»[440].

«Κατάρατος Σκύθης», «μεθυσμένος», «άνανδρος», «υβριστής» και «συκοφάντης» ο «Μαλτεβρύνος», σύμφωνα με τον Κοραή. Και όλους αυτούς τους προσβλητικότατους χαρακτηρισμούς τους αποδίδει ο Κοραής στον Malte-Brun για τα «ξεράσματα» του εναντίον του πατριάρχη. «Πότε ο πατριάρχης αφόρισε κάποιον επειδή διαβάζει ευρωπαϊκά βιβλία;», ρωτάει ο Κοραής, γεμάτος αγανάκτηση. Το ακριβώς αντίθετο συνέβαινε: Ο Γρηγόριος Ε΄ και την παιδεία προστάτευε, και τα σχολεία που διδάσκονταν τα «ευρωπαϊκά μαθήματα». Και μην υποφέροντας την άδικη επίθεση εναντίον του, ο Κοραής προτρέπει νοερά τον Γρηγόριο να πάει να κλαυτεί στον Σεμπαστιάνη, λέγοντάς του πως «συκοφαντείται» ως εχθρός «των φώτων», και να απαιτήσει την άμεση αποκατάσταση της αλήθειας, ακόμη και με απόλυση του συκοφάντη από την εφημερίδα οπού εργάζονταν.

Το κείμενο αυτό προκάλεσε τόση κατάπληξη ακόμη και στους πιστούς φίλους του Κοραή, ώστε ο Ι. Ρώτας, ο «άξιος διάδοχος» του Α. Βασιλείου[441], να το συμπεριλάβει στην έκδοσή του με τα αποσπάσματα από τις επιστολές του Κοραή. Αποσπάσματα τα οποία ήταν «επιλεγμένα έτσι, ώστε να εκπέμπουν το γλωσσοαισθητικό και πολιτικοπαιδευτικό μήνυμα του κοραϊσμού»[442].

Όπως διαπιστώνουμε από τα παραπάνω, ο Γρηγόριος, κατά την δεύτερη πατριαρχεία του, υπήρξε αποδεδειγμένα ο σπουδαιότερος προστάτης της παιδείας, των γραμμάτων και, κυρίως, του ευρωπαϊκού Διαφωτισμού, όπως αυτός μετακενώνονταν στο ελληνικό έθνος από τους σπουδαγμένους στην Δύση Έλληνες λογίους. Οι περισσότεροι από τους οποίους ήταν μάλιστα ιερωμένοι. Και όποιος το αμφισβητεί αυτό, αναπαράγοντας και υποστηρίζοντας την άποψη του Malte-Brun, έχει έτοιμη την απάντηση από τον Κοραή, μαζί με τους ανάλογους χαρακτηρισμούς.

Αυτή η βαθιά εκτίμηση του Κοραή προς τον Γρηγόριο μετά από έντεκα χρόνια θα μεταβληθεί και πάλι σε αβυσσαλέο μίσος, για λόγους που χρήζουν ειδικής ανάλυσης, η οποία ξεφεύγει από τα όρια και τη στοχοθεσία της παρούσης μελέτης. Ένα μίσος όμως τόσο βαθύ, που δεν κόπασε ούτε και μετά τον μαρτυρικό θάνατο του πατριάρχη, αφού μήνες μετά, θα έγραφε σε επιστολή του στον Ι. Ρώτα, στις 24 Δεκεμβρίου 1821: «Ὢ τὸν ἠλίθιον Σουλτ.[άνον]! Τοὺς φίλους του σφάζει, ἀντὶ νὰ τοὺς φορέσῃ καυτ.[άνι]!»[443].

  1. Ο Γρηγόριος Ε΄ ως εκκλησιαστική και κοινωνική προσωπικότητα.

10.1. Α. Κοραής και P. Guerrier de Dumast.

Την θυσία του Γρηγόριου υποχρεώθηκε να εξάρει δημόσια ακόμη κι ο Κοραής, έστω και έμμεσα, έστω και μέσω τρίτου, αλλά σε δικό του έργο, έστω κι αν ιδιωτικά συνέχιζε να τον εξυβρίζει σκαιότατα.

Το 1821, ο Κοραής επανεξέδωσε το Σάλπισμα Πολεμιστήριον, που είχε εκδώσει για πρώτη φορά το 1801, σε δεύτερη έκδοση, λόγω της έκρηξης της Ελληνικής Επανάστασης. Η επανέκδοση αυτή έγινε πρώτα στα γαλλικά, όπου το μεταφρασμένο κείμενο του Σαλπίσματος συμπληρώθηκε με Προλεγόμενα και Σημειώσεις του Γάλλου μεταφραστή, ο οποίος ήταν ο νεαρός τότε P. Guerrier de Dumast[444]. Η ίδια έκδοση κυκλοφόρησε το ίδιο έτος και στα ελληνικά, όπου συμπεριλήφθηκε και ελληνική μετάφραση των Προλεγομένων του Γάλλου μεταφραστή[445].

Στα Προλεγόμενά του εκείνα, ο Γάλλος βαρώνος αναφέρεται στην εκτέλεση του πατριάρχη από τους Τούρκους, με νωπή ακόμη την φρίκη που είχε καταλάβει όλην την Ευρώπη στο άκουσμά της:

«Ἀς μεταχειρισθῶμεν τὰ ἀληθινὰ ὀνόματα [δηλαδὴ: Ας πούμε τα πράγματα με τ’ όνομά τους]· ὁ βάρβαρος τύραννος κρεμᾷ εἰς τὴν θύραν τοῦ τελευταίου ναοῦ τῶν χριστιανῶν τὸν πατριάρχην μὲ τὰ ἱερατικά του ἄμφια ἐνδυμένον· μ’ ὅλον τοῦτο, εὑρέθησαν χριστιανοί, οἱ ὁποῖοι ἐξεφώνησαν· Καλά! κάλλιστα! θαυμάσια! καλῄτερον δὲν ἠμποροῦσε νὰ κάμῃ!»[446].

Η εκτέλεση του πατριάρχου Γρηγορίου είχε καταταράξει όλη την Ευρώπη, από τον Αυστριακό αυτοκράτορα μέχρι τον τελευταίο εργάτη και αγρότη που μπορούσε να διαβάζει μιαν εφημερίδα, ή μάθαινε τα νέα στο καφενείο της γειτονιάς του. Ο Κοραής δεν μπορούσε να μην την αναφέρει, ως την κορυφαία εκδήλωση της τουρκικής βαρβαρότητας. Όμως, επειδή «πραγματικά δεν του πήγαινε η καρδιά να προφέρει εκείνος καθαρά το όνομα του νεκρού ιεράρχη»[447], άφησε αυτό το καθήκον στον μεταφραστή του έργου του. Για τον οποίον μεταφραστή ο Κοραής είχε εκφρασθεί με πολύ θερμά λόγια, λέγοντας πως τόσο με τα Προλεγόμενα, όσο και με τις σημειώσεις του «ἔδειξεν ὅτι τότε μάλιστα ἐκλάμπει ἡ σοφία, ὅταν συνοδεύεται ἀπὸ τὴν φιλανθρωπίαν»[448].

10.2. Ο κοραϊκός κύκλος.

10.2.1. Σ. Κανέλλος.

Τον δρόμο του ασίγαστου μίσους προς τον μαρτυρικό Γρηγόριο ο Κοραής θα το βάδιζε πλέον μόνος του, αφού ακόμη και οι πιο πιστοί μαθητές του θα ομολογούσαν τελικά το ήθος, την φιλοπατρία αλλά και την ευθυκρισία του πατριάρχη. Έτσι, ήδη το 1822 ο Στέφανος Κανέλλος στην πρώτη από τις δώδεκα επιστολές προς τον Γερμανό λόγιο C. Iken, με κύριο θέμα τους την ελληνική φιλολογία και ποίηση του καιρού του[449], χαρακτηρίζει τον «μακαρίτη» Γρηγόριο ως «σεβαστὸν καὶ ὀρθόφρονα πατριάρχην»[450]. Η αδύναμη δικαιολογία που προβάλει ο Φ. Ηλίου, ότι ο Κανέλλος «είναι προσεχτικός στη διατύπωσή του» επειδή γράφει μετά τον απαγχονισμό του πατριάρχη[451] καταρρίπτεται από τον αμείλικτο τρόπο, με τον οποίον εκφράζονταν για τον Γρηγόριο ο μεγάλος δάσκαλός του ο Κοραής, στις δικές του επιστολές, τον ίδιο ακριβώς καιρό. Και η απροσποίητη αυτή έκφραση σεβασμού του Κανέλλου προς τον Γρηγόριο αποδεικνύεται απόλυτα ειλικρινής, καθώς ανευρίσκεται σε ένα από τα πλέον σκληρά αντικληρικά κείμενα του Νεοελληνικού Διαφωτισμού, όπως υπήρξε η παρούσα επιστολή[452].

Ιδιαίτερα πρέπει να σταθούμε στο ότι ο Κανέλλος χαρακτηρίζει τον Γρηγόριο Ε΄ ως «ορθόφρονα», ειδικά σ’ αυτό το τόσο σφοδρά αντικληρικό κείμενό του. Διότι, όσο κι αν σέβονταν τον μαρτυρικό θάνατο του Γρηγορίου, θα του ήταν εντελώς αδύνατο να παρουσιάσει τον Γρηγόριο ως «ορθόφρονα», αν πίστευε πραγματικά πως ο πατριάρχης Γρηγόριος ήταν ορκισμένος εχθρός του Διαφωτισμού, της επιστημονικής γνώσης, της νεωτερικότητας, και, κυρίως, της πολιτικής ελευθερίας των Ελλήνων.

Όταν ένας άνθρωπος στρατευμένος με τόσο ζήλο στα ιδεώδη και τα βασικά προτάγματα του Νεοελληνικού Διαφωτισμού, όπως ο Κανέλλος, χαρακτηρίζει κάποιον ως «ορθόφρονα», αυτό σημαίνει πως αποδέχεται ως ορθά και συγγενή με τα δικά του ιδανικά και «πιστεύω» τα κύρια, τουλάχιστον, γνωρίσματα της ιδεολογικής σκέψης εκείνου στον οποίον αποδίδει έναν τόσο τιμητικό, ουσιαστικό και γεμάτο νόημα χαρακτηρισμό.

10.2.2. Κ. Νικολόπουλος – Γ. Ζαλύκης.

Στην «υπερθερμασμένη ατμόσφαιρα»[453] των ετών 1819-1821, ο Κοραής και οι μαθητές του συνέγραψαν και δημοσίευσαν τα πιο επιθετικά αντικληρικά και αντιπατριαρχικά τους κείμενα. Τα πιο βίαια απ’ αυτά δημοσιεύτηκαν στη παρισινή Μέλισσα, «όργανο του κοραϊσμού γεμάτο παλμό»[454], «οι συντάκτες [της οποίας] δεν θα διστάσουν, την ώρα που άρχιζε η Επανάσταση του 1821, να προκηρύξουν διαγωνισμό με θέμα»[455] τα «κακά» που προκαλούσε ο κλήρος και το Πατριαρχείο στο «δυστυχές» γένος των Ελλήνων, και πώς θα απαλλάσσονταν επιτέλους οι Έλληνες απ’ αυτόν[456].

Εκδότης της Μέλισσας ήταν ο Κ. Νικολόπουλος[457], ο οποίος είχε αναπτύξει μεγάλη συγγραφική δραστηριότητα, «ιδίως από τον αγώνα και πέρα, αφού πλέον έχει κατορθώσει να αποσπάσει την ανεπιφύλακτη ευμένεια του Κοραή»[458].

Το 1828, ο Κ. Νικολόπουλος έκδωσε έναν Διάλογο για την Ελληνική Επανάσταση, τον οποίον είχε συγγράψει ο Γ. Ζαλύκης, ή Ζαλύκογλου, το 1822. Ο Γ. Ζαλύκης υπήρξε μια εξέχουσα φυσιογνωμία των προεπαναστατικών και επαναστατικών χρόνων. Είναι εκείνος στον οποίον οφείλεται η ίδρυση της Φιλικής Εταιρείας, η οποία, όπως σημειώνει ο Κ. Σάθας, ιδρύθηκε πρώτα στο Παρίσι, με την επωνυμία «Ἑλληνόγλωσσον Ξενοδοχεῖον», και ύστερα συστηματοποιήθηκε στην Ρωσσία. Πρόεδρος στο «Ἑλληνόγλωσσον Ξενοδοχεῖον» είχε οριστεί ο φιλέλληνας Αύγουστος ντε Σουαζέλ-Γουφιέ και ο Ζαλύκης αντιπρόσωπος του προέδρου[459].

Ο Νικολόπουλος δημοσίευσε τον Διάλογο του Ζαλύκη του 1828, έναν χρόνο μετά τον θάνατο του συγγραφέα του. Εκεί, ένα από τα διαλεγόμενα πρόσωπα, ο Δημήτριος, περιγράφει το οικτρό θέαμα που είχε δει, όταν ήταν στην Οδησσό: ένα πλήθος από χήρες και ορφανά. Όμως, το σπουδαιότερο απ’ όλα ήταν το μνήμα του Γρηγορίου Ε΄, το οποίο και φοβήθηκε να πλησιάσει, γιατί έτρεμε μήπως ο πατριάρχης τον επέπληττε που δεν είχε πάει ακόμη να πολεμήσει στην επαναστατημένη Ελλάδα, ώστε να χύσει εκεί και την τελευταία ρανίδα του αίματός του:

«[Ἡ] εἰς Ὀδησσὸν ὀλίγη διατριβή μου μὲ κατέστησε μελαγχολικώτερον παρὰ πρότερον. Τίνα εἶδα ἐκεῖ πρόξενα διαχύσεως καὶ εὐθυμίας; χήρας καὶ ὀρφανὰ τῶν ὁμογενῶν μας πλῆθος! τὸ μνῆμα τοῦ πατριάρχου μας! εἰς τὸ ὁποῖον ἐφοβήθην νὰ πλησιάσω, καὶ ἔτρεμα μήπως ἀκούσω φοβερὰν φωνὴν ἐξερχομένην ἀπὸ τὸν τύμβον νά μοι λέγῃ· “Τί μὲ θωρεῖς, δειλότατε Γραικέ; ὕπαγε ὅπως δυνηθῇς εἰς τὴν Γραικίαν, χύσαι ἐκεῖ τὴν ὑστάτην ῥανίδα τοῦ αἵματός σου, δὲν εἶναι καιρὸς νὰ ἐπισκέπτησαι τὰ μνημεῖα”»[460].

Για τον πατριώτη Ζαλύκη, αλλά και για τον δεινό αντικληρικαλιστή Νικολόπουλο, ο νεκρός πατριάρχης είχε πλέον αναδειχτεί σε σύμβολο της Ελληνικής Επανάστασης με τέτοιο κύρος και εμβέλεια, ώστε να λειτουργεί ως διαρκής έλεγχος της συνείδησης κάθε Έλληνα που μπορούσε να συμμετάσχει στον επαναστατικό αγώνα, και δεν το έπραττε.

10.2.3. Κ. Κούμας.

Λίγα χρόνια αργότερα, το 1832, άλλος κορυφαίος μαθητής του Κοραή, ο Κ. Κούμας, εξέδωσε τον 12ο τόμο της δικής παγκόσμιας ιστορίας, όπου αναφέρθηκε εκτεταμένα στο έργο και στα πεπραγμένα του Γρηγόριου του Ε΄ κατά τις τρεις πατριαρχίες του. Εκεί ο Κούμας, ενώ επισημαίνει, με οξύ πολλές φορές τρόπο, τα κατ’ αυτόν αρνητικά σημεία των πράξεων και της δράσης του πατριάρχη, συμπεριέλαβε και μια θερμή περιγραφή του σπάνιου ήθους και της προσωπικότητας του Γρηγορίου:

«Ὅλοι οἱ Σμυρναῖοι ὁμολογοῦσιν ὁμοφώνως ὅτι ἦτο σεμνὸς τὸ ἦθος, λιτὸς τὴν δίαιταν, ταπεινὸς τὴν στολήν, ζηλωτὴς τῆς πίστεως, δραστηριώτατος εἰς ὅλα τὰ ἔργα του»[461].

Σεμνός, λιτοδίαιτος, ταπεινός, χωρίς την παραμικρή διάθεση επίδειξης και γεμάτος πίστη. Αυτός υπήρξε ο Γρηγόριος ως μητροπολίτης Σμύρνης, όπως παραδέχονταν ομόφωνα όλοι οι Σμυρνιοί, σύμφωνα με την ρητή διαβεβαίωση του Κούμα. Και επειδή ο Κ. Κούμας είχε μείνει δέκα χρόνια στην Σμύρνη, ήταν σε θέση να γνωρίζει πολύ καλά τις απόψεις και τις αντιλήψεις των Σμυρνιών για τον πρώην μητροπολίτη τους.

10.3. Συγγραφείς και ιστορικοί.

Από την πρώτη στιγμή της εκτέλεσης του Γρηγορίου, μια πλειάδα συγγραφέων κάθε λογής κειμένων, αλλά και οι κορυφαίοι ξένοι ιστορικοί του 19ου αιώνα, σκιαγράφησαν το πορτραίτο της προσωπικότητας και του ήθους του Γρηγορίου με τα πιο ζωηρά και θερμά χρώματα.

Ο E. de Genoude ήδη από το 1821 περιέγραψε την προσωπικότητα του πατριάρχη με τον πλέον θετικό τρόπο, χωρίς ο λόγος του να εκτρέπεται σε ρομαντικές ωραιοποιήσεις ή δοξολογικές εκρήξεις:

«Αυτός ο ιεράρχης υπήρξε πάντοτε άκαμπτος τηρητής των καθηκόντων του, απλός, φιλόξενος, καλός και με μια υποδειγματική ζωή. […] Ζούσε ως πατέρας ανάμεσα στους επισκόπους του, και ο τρόπος του θανάτου του επαύξησε την δικαιολογημένη λύπη τους»[462].

Όμως, αν ο de Genoude κατάφερε να μείνει ψύχραιμος περιγράφοντας την λαμπερή προσωπικότητα του Γρηγορίου, ο C.D. Raffenel, το 1822, έμεινε τόσο κατάπληκτος και έκθαμβος απ’ αυτήν, ώστε να ξεσπάει σε ανυπόκριτες εκδηλώσεις θαυμασμού:

«Αυτό ήταν το τέλος ενός ανθρώπου που οι αρετές του τον κατέστησαν αγαπητό στο λαό του. Ενός σοφού, του οποίου η εμπειρία και η φώτιση υπήρξαν πολύ χρήσιμες για τους εκτελεστές του. […]

Μια ακόμη λέξη γι’ αυτόν τον άτυχο αρχιερέα: ο θάνατός του ήταν ελάχιστα επωφελής για τον άπληστο τύραννο. Αν και για πολύ καιρό στην ηγεσία του έθνους του, πέθανε υπερβολικά φτωχός. Ποτέ δεν θεωρούσε το αξίωμά του ως ένα ασφαλές μέσο για την απόκτηση του πλούτου. Απλός τόσο στην ενδυμασία του, όσο και στην ιδιωτική ζωή του, δεν καταχράστηκε τα χρήματα του φτωχού για να προσφέρει ένα πολυτελές δείπνο στο τραπέζι ή στο παλάτι του. Είναι ένας από τους ωραιότερους επαίνους που μπορεί κανείς να κάνει γι’ αυτόν τον ενάρετο άνθρωπο: όπως ο Αριστείδης, συνέβαλε στον πλούτο και την ευημερία του έθνους του, χωρίς να επωφεληθεί από τα πολλά μέσα, που του ήταν καθημερινά διαθέσιμα, για να αποκτήσει τεράστιους θησαυρούς»[463].

Ο Γρηγόριος ήταν γεμάτος από αρετές, σημειώνει ο Raffenel, που τον έκαναν πολύ αγαπητός σε όλους. Αλλά η αρετή που τον διέκρινε ήταν εκείνη της ακτημοσύνης και της εκούσιας πτωχείας, ως αποτέλεσμα της απόλυτης αφιλαργυρίας του.

Το 1824, ο ένθερμος φιλέλληνας E. Blaquiere δημοσίευσε ένα πολυσέλιδο έργο για την Ελληνική Επανάσταση. Εκεί αναφέρεται στην προσωπικότητα του Γρηγορίου και στην σημασία του μαρτυρίου του:

«Όσον αφορά τον ίδιο τον Πατριάρχη, είτε ιδωθεί υπό την ιδιότητα του επικεφαλής της ελληνικής Εκκλησίας, είτε ως άνθρωπος με την πιο υποδειγματική αρετή και απροσποίητη ευσέβεια, θα ήταν ίσως αδύνατο να ονοματίσουμε οποιοδήποτε θύμα, που έχει πέσει από τότε που υπάρχει ο χριστιανισμός, που να δικαιούται περισσότερο τις τιμές του μαρτυρίου. Πόσο μελαγχολικό είναι να συλλογιζόμαστε ότι μόνο με τέτοιες θυσίες ήταν μέχρι τώρα η ανθρωπότητα σε θέση να αποκτήσει θρησκευτική ή πολιτική ελευθερία»[464].

Άνθρωπος με την πιο υποδειγματική διαγωγή και την πιο αυθεντική ευσέβεια ο Γρηγόριος, ο οποίος δικαιούται την τιμή του μάρτυρα όσο κάνεις άλλος από τους χριστιανούς που έδωσαν τη ζωή τους για την πίστη τους, από τότε που υπάρχει στην γη η χριστιανική θρησκεία, σύμφωνα με τον Άγγλο φιλέλληνα.

Το ότι η εκτέλεση του Γρηγορίου ήταν ένα μαρτύριο, και ο ίδιος ο πατριάρχης μάρτυρας, αυτό, όπως διαπιστώνουμε, δεν το εισήγαγε η ελληνική ιστοριογραφία, όπως υποστηρίζουν οι σύγχρονοι ιστορικοί[465], ούτε καν οι Έλληνες επαναστάτες, όπως δέχονται άλλοι ερευνητές[466], αλλά οι ξένοι φιλέλληνες. Ως «σεβαστό μάρτυρα» χαρακτηρίζει τον Γρηγόριο ήδη ο Raffenel[467].

Και συμπληρώνοντας ο Blaquiere την περιγραφή της προσωπικότητας του Γρηγορίου, διαπιστώνει πως κανείς πατριάρχης δεν είχε ανέβει τόσο ψηλά στην εκτίμηση του ελληνικού λαού, όσο ο Γρηγόριος[468].

Το 1828 ο διακεκριμένος φιλέλληνας S.G. Howe δημοσίευσε ένα «ζωντανό και οξυδερκές»[469] ιστορικό έργο για την Ελληνική Επανάσταση, «ένα έργο περισσότερο ουσιώδες απ’ όσο δείχνει ο τίτλος του»[470], στηριγμένο στη λογική του πολιτικού φιλελευθερισμού[471]. Πρόκειται για έναν ιστορικό τον οποίον «στην πραγματικότητα υπάρχουν πολύ λίγοι ιστορικοί της σύγχρονης Ελλάδας που μπορούν να τον ξεπεράσουν στην οξεία του παρατήρηση και στην αίσθηση της αναλογικότητας»[472].

Αυτός ο σπουδαίος ιστορικός παρουσιάζει επίσης την προσωπικότητα του Γρηγορίου με τα πιο θερμά λόγια:

«Αρχηγός της ελληνικής Εκκλησίας, ο Μεγάλος Πατριάρχης, ο οποίος διαμένει στην Κωνσταντινούπολη, ήταν τότε ο Γρηγόριος. Ένας άνθρωπος που είχε ανέλθει μέχρι αυτό το αξίωμα λόγω της γνήσιας ευσέβειάς του και παρακινήθηκε να το καταλάβει παρά τη θέλησή του, από τις συνολικές και έντονα προτρεπτικές ευχές των συμπατριωτών του. Τίποτα δεν θα μπορούσε να είναι πιο ενδιαφέρον από το παρουσιαστικό αυτού του σεβάσμιου ανθρώπου, τότε σχεδόν ενενήντα ετών. Τίποτα πιο ήπιο και ευχάριστο από τη συμπεριφορά του. Τίποτα πιο άμεμπτο απ’ όλη του τη ζωή»[473].

Με τον ίδιο τρόπο περιέγραψαν τον χαρακτήρα και το ήθος του Γρηγορίου Ε΄ και οι άλλοι κορυφαίοι ξένοι ιστορικοί του 1821. Το 1832 κυκλοφόρησε η Ιστορία του Gordon, ένα έργο που διακρίθηκε για την σοβαρότητα, την εγκυρότητα και την ιστορική του ακρίβεια. Χαρακτηριστικά που το έκαναν να έχει μια ευρύτατη διάδοση και απήχηση, επηρεάζοντας όλους μετέπειτα ιστορικούς, από τον Finlay μέχρι τον Τρικούπη[474]. Εκεί ο Άγγλος ιστορικός περιγράφει την προσωπικότητα του Γρηγορίου με βαθύ σεβασμό:

«Ο Γρηγόριος, ο Βυζαντινός πατριάρχης, Πελοποννήσιος στην καταγωγή, ήταν ένας ηλικιωμένος ιεράρχης, με ανεπίληπτη ζωή και τρόπους, του οποίου η ευσέβεια και οι αρετές επέβαλλαν την γενική εκτίμηση. Πράγματι, η σπουδαία γνώμη που υπήρχε γι’ αυτόν ήταν, κατά την διάρκεια της μακράς ζωής του, η αιτία για την επανειλημμένη προώθησή του στον μητροπολιτικό θρόνο της Ανατολής»[475].

Και για τον Τ. Gordon, ο Γρηγόριος διακρίνονταν για την μοναδική ευσέβεια και το ανεπίληπτο ήθος του, προσόντα τα οποία έκαναν τους άλλους να τρέφουν γι’ αυτόν πολύ μεγάλη εκτίμηση, και χάρις σ’ αυτά ανέβηκε μέχρι τις βαθμίδες τους πατριαρχικού αξιώματος. Ο Gordon μάλιστα δεν παραλείπει, και αυτός, να χαρακτηρίσει τον Γρηγόριο ως «μάρτυρα»[476].

Παρόμοια περιέγραψε και παρουσίασε την προσωπικότητα του Γρηγορίου και ο ιδιαίτερα επικριτικός για πολλούς από τους σημαντικότερους συντελεστές της Ελληνικής Επανάστασης G. Finlay. Ο «καυστικός»[477] Finlay για τον πατριάρχη Γρηγόριο επιφυλάσσει ένα σπουδαίο και αυθόρμητο εγκώμιο, όπως και οι πριν από αυτόν ιστορικοί.

«Ενώ ο νέος πατριάρχης αναλάμβανε τα διακριτικά του επίσημου αξιώματος του, ο εκθρονισμένος πατριάρχης οδηγούνταν στην εκτέλεση. Κρεμάστηκε από το ανώφλι της πύλης του Πατριαρχείου, με ένα φετβά, ή καταδικαστική απόφαση, καρφωμένο στο στήθος του. Ο γέροντας συνάντησε τον θάνατο με αξιοπρεπές θάρρος και ευσεβή εγκαρτέρηση. Η συνείδησή του ήταν ήσυχη, διότι πίστευε ότι είχε εκπληρώσει το καθήκον του ως χριστιανός ιερέας, αποκρύπτοντας από έναν άπιστο κυρίαρχο την ύπαρξη μιας ορθόδοξης συνωμοσίας, για την οποία μπορούσε να είχε λάβει λεπτομερείς πληροφορίες μόνο μέσω της εξομολόγησης»[478].

Και συμπληρώνοντας ο ίδιος ιστορικός την περιγραφή του για την προσωπικότητα του πατριάρχη αποφαίνεται πως «ο Γρηγόριος ήταν ένας ενάρετος άνθρωπος και ο προσωπικός του χαρακτήρας επέβαλλε το σεβασμό των συμπατριωτών του»[479]. Γι’ αυτό και θεωρεί πως ο πατριάρχης Γρηγόριος ήταν ανάμεσα στους δώδεκα Έλληνες που ήταν άξιοι να αναγραφούν τα ονόματά τους σε δημόσιο μνημείο:

«Στην πρώτη μου έκδοση παρέλειψα να αναφέρω τον Μάγιερ, αλλά η αναφορά του σε ένα κεφάλαιο στην ιστορία της Ελληνικής Επανάστασης, την οποία αναγνώρισε ο Γκόρντον με τη συνηθισμένη του αμεροληψία και ευθυκρισία, επιβλήθηκε στην προσοχή μου, όταν μου ζητήθηκε να ονοματίσω τους δώδεκα Έλληνες και τους τέσσερις φιλέλληνες που θα ήταν οι πιο άξιοι να αναγράφει το όνομά τους σε ένα δημόσιο μνημείο. Εκείνοι που επιλέχθηκαν ήταν ο Ρήγας, ο Πατριάρχης Γρηγόριος, ο Υψηλάντης, ο Διάκος, ο Μαυρομιχάλης, ο Μιαούλης, ο Μαυροκορδάτος, ο Κανάρης, ο Μάρκος Μπότσαρης, ο Καραϊσκάκης, ο Κολοκοτρώνης, ο Καποδίστριας, ο Βύρωνας, ο Φαβιέρος, ο Σάντα Ρόζα, ο Μάγιερ»[480].

Την ίδια εικόνα δίνει για το ήθος και τον χαρακτήρα του Γρηγορίου Ε΄ και ο Κ. Mendelssohn-Bartholdy:

«Στην πατριαρχική καθέδρα κάθονταν ο Γεώργιος Αγγελόπουλος, που ονομάστηκε Γρηγόριος Ε΄, ένας άνθρωπος που […] διακρίθηκε νωρίς μέσω της σοβαρότητας, της αυστηρότητας και της σκληρής δουλειάς, και είχε ανέβει από τη σκόνη στα υψηλότερα εκκλησιαστικά αξιώματα. […] Με μια ηθικώς ιδιαιτέρα αξιοσέβαστη, προσωπικά αξιαγάπητη, όμορφη και ελκυστική εμφάνιση -εξωτερικά όμοιος με το ιδεώδες των ζωγράφων για την κεφαλή του Χριστού, πράγμα όχι ασυνήθιστο στον ανατολικό κλήρο- ο Γρηγόριος θα χαρακτηρίζονταν, στην πιο εσωτερική του ουσία, μάλλον ως μαλακός και υποχωρητικός, παρά ως δυναμικός. Θα μπορούσε ενδεχομένως να κάνει τα πάντα για να κερδίσει την εύνοια της τουρκικής κυβέρνησης»[481].

Και κλείνοντας ο παραπάνω ιστορικός τον χαρακτηρισμό του για τον Γρηγόριο, αποφαίνεται πως ο πατριάρχης «πέθανε σαν χριστιανός και σαν ήρωας»[482].

Τελευταία παρουσιάζουμε την μαρτυρία του Δ. Πύρρου. Ο Διονύσιος Πύρρος ήταν κληρικός, γιατρός, και δάσκαλος, «πολυμαθής, με ένα ευρύ φάσμα ενδιαφερόντων»[483], «με σπάνια επιστημονική μόρφωση και σημαντική ιατροσυγγραφική και εθνικοκοινωνική δράση»[484]. Εκτός όλων των άλλων, ο Πύρρος υπήρξε ο προσωπικός γιατρός του Γρηγορίου Ε΄ από την αρχή μέχρι το τέλος της τρίτης και τελευταίας πατριαρχίας του. Για τρία σχεδόν χρόνια του δόθηκε η ευκαιρία να γνωρίσει τον χαρακτήρα, το ήθος και την προσωπικότητα του Γρηγορίου όσο πολλοί λίγοι από τους συνεργάτες του πατριάρχη:

«Ὁπότε ἠσθένει ὁ Πατριάρχης, πάντοτε μὲ ἐπροσκάλει καὶ τὸν ἐθεράπευον. […] Ἔπειτα αὐτὸς δὲν ἠσθένει συνεχῶς, διότι δὲν ἔτρωγε κατὰ κόρον καὶ νὰ ἀρρωστήσῃ, ἀλλ’ ὅσον νὰ ζῇ. Ἡ καλοσύνη αὐτοῦ τοῦ Πατριάρχου καὶ αἱ ἀρεταί του εἰσὶν τοῖς πᾶσι γνωσταὶ ὡς ἀγίου ἄνδρος»[485].

«[Ἐ]γὼ νομίζω, ὅτι ἐὰν ὁ Πατριάρχης αὐτός, ὡς ὢν ἐνάρετος, ἤρχετο εἰς τὴν πατρίδα του τὴν Πελοπόννησον, ὅλοι οἱ χριστιανοὶ ἤθελον τὸν δεχθῇ ὡς βασιλέα, διότι ὁ ἀείμνηστος ἔχαιρεν μεγάλην ὑπόληψιν διὰ τὴν ἀρετήν του καὶ δραστηριότητά του […] [Α]ὐτὸς δεν ἦτον μήτε πλεονέκτης, μήτε φιλάργυρος, […] ἀλλ’ ἦτον καθόλα ἀκτήμων, μεταδοτικὸς καὶ ἐγκρατὴς καθ’ ὅλα, ὅ,τι λογῆς τὸν θέλει ὁ μακάριος Παύλος. Ποῦ τώρα τοιοῦτοι Πατριάρχαι; Ποῦ ἀρχιερεῖς καὶ ἱερεῖς; Πάντες ἐξέκλιναν»[486].

Ο Δ. Πύρρος περιγράφει την προσωπικότητα του Γρηγορίου ως υποδειγματική, γεμάτη από αρετές γνωστές σε όλους, θεωρώντας ότι διακρίνονταν ιδιαίτερα για την καλοσύνη, την αφιλαργυρία, την ακτημοσύνη και την ασκητικότητά του. Αρετές τις οποίες στερούνταν πλέον όχι μόνον οι αρχιερείς, αλλά ακόμη και οι ιερείς της εποχής του, όπως με ιδιαίτερη μελαγχολία αναφέρει.

Εχθροί και φίλοι, Έλληνες και ξένοι, ρομαντικοί φιλέλληνες και εμβριθείς αμερόληπτοι ιστορικοί περιγράφουν τον χαρακτήρα και το ήθος του Γρηγορίου με τον ίδιο θερμό και ενθουσιώδη τρόπο, μην μπορώντας πολλές φορές να κρύψουν τον ανυπόκριτο θαυμασμό τους. Ήταν γεμάτος από όλες τις αρετές ο πατριάρχης, σεβάσμιος, με σωστή κρίση (ορθόφρων) κατά τον σφοδρό αντικληρικαλιστή Κανέλλο, ισάξιος με τον Μεγάλο Φώτιο και τον Ευστάθιο Θεσσαλονίκης, σύμφωνα με τον Κοραή του 1808, ένας από τους δώδεκα σπουδαιότερους πρωταγωνιστές της Επανάστασης, σύμφωνα με τον Finlay. Και επιπλέον, γεμάτος καλοσύνη, δραστήριος, ασκητικός, ακτήμων, δοτικός, με όψη που θύμιζε τον Χριστό της βυζαντινής αγιογραφίας, ο οποίος είχε ανέβει τόσο πολύ ψηλά στην εκτίμηση του ελληνικού λαού όσο κανένας άλλος πατριάρχης, όπως διαπίστωσε ο Blaquiere.

  1. Η εκτέλεση του Γρηγορίου Ε΄ και η εξέλιξη της Επανάστασης.

Η εκτέλεση του Γρηγορίου του Ε΄, στις 10 Απριλίου 1821, ανήμερα το Πάσχα, κατατάραξε όλον τον χριστιανικό κόσμο. Όμως κυρίως τάραξε και εξαγρίωσε τους Έλληνες, που μόλις είχαν ξεκινήσει την μεγάλη απελευθερωτική τους Επανάσταση. Ο G.G. Gervinus αποφαίνεται πως η αποτρόπαια εκτέλεση του Γρηγορίου ήταν εκείνη που άνοιξε τον δρόμο για την απελευθέρωση των Ελλήνων, αφού γέμισε τις ψυχές του από λύσσα για εκδίκηση, καθιστώντας έτσι αδύνατο οποιονδήποτε συμβιβασμό ανάμεσα στους επαναστατημένους Έλληνες και στους Τούρκους.

«Αυτή η φρικτή πράξη άνοιξε για την απελευθέρωση της Ελλάδας ένα πρώτο μεγάλο ρήγμα. […] Σε όλες τις επαρχίες έδωσε το σύνθημα για την πιο τρομερή εκδίκηση. Στιγμάτισε τον Σουλτάνο στα μάτια όλων των Ελλήνων με το στίγμα του “σφαγέα”. Έδωσε στον αγώνα τον χαρακτήρα ενός καταστροφικού θρησκευτικού πολέμου. Εξαφάνισε και την τελευταία σκέψη μιας πιθανότητας συμφιλίωσης, συμβιβασμού και υποταγής. Διήγηρε τον οίκτο όλου του χριστιανικού κόσμου υπέρ του δυστυχισμένου έθνους των Ελλήνων. Υπήρξε η κρίσιμη αφορμή για την ρήξη μεταξύ Ρωσίας και Πύλης»[487].

11.1. Ν.Κ. Κασομούλης.

Η άποψη πως η εκτέλεση του Γρηγορίου αποτέλεσε τον κυριότερο παράγοντα για την απελευθέρωση των Ελλήνων, διότι απέκλεισε οριστικά και αμετάκλητα την οποιαδήποτε πιθανότητα συμβιβασμού των επαναστατημένων Ελλήνων με τους Τούρκους, δεν υπήρξε μια προσωπική θέση και εκτίμηση του Gervinus. Διατυπώθηκε από τις πρώτες μέρες της γνωστοποίησής της σε άρθρα του ξένου τύπου, σε αναφορές ξένων υπηκόων που ζούσαν στην Οθωμανική αυτοκρατορία και σε βιβλία που δημοσιεύτηκαν ήδη από τον 1821. Και έγινε αποδεκτή από τους κορυφαίους δυτικούς ιστορικούς της Ελληνικής Επανάστασης.

Θα ξεκινήσουμε με την μαρτυρία του Κασομούλη, ο οποίος αναφέρει στις Ενθυμίσεις του τις συνέπειες που επέφερε το άγγελμα της εκτέλεσης τόσο στους επαναστατημένους Έλληνες, όσο και στους Τούρκους:

«Μετὰ τέσσαρας ἡμέρας, τὴν Πέμπτην τῆς Διακαινησίμου, ἦλθεν ἡ εἴδησις ὅτι ὁ Σουλτᾶνος ἐκρέμασε τὸν Πατριάρχην Γρηγόριον· κοινοποιηθείσα αὕτη ἡ εἴδησις, τίποτες ἄλλο δεν ἔβλεπες παρὰ τὸν Χριστιανὸν νὰ πνέῃ ὀργήν, καὶ τὸν Τοῦρκον νὰ βλέπῃ τὸν Ἕλληνα χειρότερον ἀπὸ ἕναν Ἑβραῖον, περιμένων τὴν προσταγὴν νὰ τὸν κόψῃ»[488].

Η μαρτυρία του Κασομούλη είναι η σπουδαιότερη απ’ όλες, διότι είναι η μοναδική που μας μεταφέρει άμεσα κι από πρώτο χέρι τα εκρηκτικά συναισθήματα που προκάλεσε αμέσως σε Έλληνες και Τούρκους το άκουσμα της είδησης για τον μαρτυρικό θάνατο του πατριάρχη, και τον τρόπο που αντέδρασαν σ’ αυτήν.

11.2. Λόρδος Strangford – F. Werry.

Ο Άγγλος πρέσβης στην Κωνσταντινούπολη λόρδος Strangford στις 10 Μαΐου (ν.ημ.) 1821 έστειλε μια αναφορά προς τον Castlereagh, στην οποία επισύναψε και την από 3 Μαΐου (ν.ημ.) 1821 αναφορά του Άγγλου προξένου στην Σμύρνη F. Werry[489]. Στην δική του αναφορά, ο Werry αναφέρει στον Strangford τους φόβους και τις εκτιμήσεις του για τις συνέπειες από τον θάνατο του πατριάρχη:

«Η ωμότητα της εκτέλεσης του Έλληνα πατριάρχη επέφερε στους Έλληνες όλων των ειδών το μεγαλύτερο τρόμο, και φοβάμαι πως θα οδηγήσει στις πιο δυσάρεστες συνέπειες. Ένας πατριάρχης, που εμπιστεύομαι, αναγορεύτηκε αμέσως, ο οποίος θα έχει μεγάλη επιρροή στο μυαλό των φανατικών, οι οποίοι είναι ικανοί για τις μεγαλύτερες πράξεις απόγνωσης»[490].

Ο F. Werry ήταν και πρόξενος (consul) στην Σμύρνη της Εταιρείας του Λεβάντε. Έτσι, την ίδια μέρα, 3 Μαΐου 1821, είχε γράψει αναφορά και προς τον G. Liddell, γραμματέα της Εταιρείας του Λεβάντε, όπου ανέφερε τα εξής:

«Η εκτέλεση και η ασέβεια που δείχτηκε στο σώμα του Έλληνα Πατριάρχη και οι συνεχείς αποκεφαλισμοί και οι εκτελέσεις μεγάλου αριθμού Ελλήνων στην πρωτεύουσα θα δημιουργήσουν σίγουρα την πιο αλγεινή εντύπωση στους αντάρτες του Μωριά και θα προβούν σε αντίποινα στους Τούρκους που βρίσκονται στα χέρια τους»[491].

Όπως σημειώνει ο F. Werry, η εκτέλεση του πατριάρχη θα προκαλέσει σίγουρα στους επαναστατημένους Έλληνες απερίγραπτη οργή, και μιαν ασυγκράτητη επιθυμία για την πιο σκληρή εκδίκηση. Αισθήματα που θα γίνουν και ο κυριότερος λόγος για την εξάπλωση της Επανάστασης και την μαζική συμμετοχή των Ελλήνων σ’ αυτήν.

Και στην αναφορά του της επόμενης ημέρας, 4 Μαΐου (ν.ημ.) 1821, πάλι προς τον G. Liddell, ο F. Werry θα γράψει απελπισμένος:

«Η εντύπωση που προκάλεσε ο θάνατος του Έλληνα Πατριάρχη σε όλες τις τάξεις των Ελλήνων κατέστρεψε την εμπιστοσύνη που ελπίζαμε πως είχε αναβιώσει. Η μετανάστευση έχει πάλι αρχίσει, και όλοι αυτού του είδους που έχουν τα μέσα, θα φύγουν. Τέτοιος είναι ο πανικός που τους κατέχει, ώστε να τα θεωρούν όλα χαμένα»[492].

Τόσο για τον Άγγλο αντιπρόσωπο, όσο και για τον Άγγλο πρέσβη, το να επαναστατήσουν οι Έλληνες ήταν ό,τι χειρότερο μπορούσε να τους συμβεί. Γι’ αυτό και είχαν εναποθέσει τις πιο γλυκιές ελπίδες τους στον νεοεκλεγέντα πατριάρχη Ευγένιο, για τον οποίον ήλπιζαν ότι θα ήταν σε θέση να ασκήσει απόλυτη επιρροή στο μυαλό «των φανατικών», έτσι ώστε αυτοί, τρομαγμένοι από την μεταφυσική απειλή των αφορισμών του, να ξαναγυρίσουν στην «κανονικότητα» της σκλαβιάς τους.

Όμως, ειδικά ο F. Werry είχε αρχίσει πλέον να αντιλαμβάνεται ξεκάθαρα πως η εκτέλεση του Γρηγορίου είχε ερεθίσει τόσο πολύ τα πιο δυνατά και βαθιά αισθήματα των Ελλήνων, ώστε κάθε απόπειρα συνδιαλλαγής και συνεννόησης μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων να έχει πλέον καταστεί εντελώς αδύνατη.

11.3. Οι ευρωπαϊκές εφημερίδες.

Στην εφημερίδα Le Constitutionnel δημοσιεύτηκαν πολλές ανταποκρίσεις για την εκτέλεση του πατριάρχη και τις συνέπειές που είχε στην εξέλιξη της Επανάστασης. Στο φ. της 1-6-1821 γράφτηκαν τα εξής:

«Η καταδίκη του πατριάρχη και της Συνόδου έχει διεγείρει μια τεράστια αγανάκτηση σε ολόκληρη την Οθωμανική Αυτοκρατορία. […] Το γεγονός είναι πως ούτε ο πιο θανάσιμος εχθρός του σουλτάνου δεν θα μπορούσε να του δώσει μια πιο ολέθρια συμβουλή. Ας αναλογιστούμε την μανία που πρέπει να προκάλεσαν αυτά τα μαρτύρια σε ολόκληρη την Ελληνική Εκκλησία, όπου ο πατριάρχης, χάρις στον δημόσιο χαρακτήρα του και τις ξεχωριστές αρετές του, απολάμβανε τόσης τιμής, όσης κι ο Πάπας στη λατινική εκκλησία από τον 12ο αιώνα. Κάθε μέρα οι κληρικοί είναι υποχρεωμένοι να προσεύχονται γι’ αυτόν και για τη Σύνοδο, και κάθε μέρα αυτή η μνήμη πρέπει επαυξάνει την μανία τους»[493].

Δεν ήταν όμως μόνον οι Έλληνες που είδαν την επαναστατική τους δράση ως μία συνεχή εκδίκηση για τον θάνατο πατριάρχη. Το ίδιο έπραξαν και τα βουλγαρικά επαναστατικά σώματα στις κορφές και τις πλαγιές του Αίμου, όπως μας πληροφορεί η ίδια εφημερίδα λίγες μέρες μετά:

«Η Βουλγαρία και τα φαράγγια του όρους Αίμος ήταν γεμάτα από Βουλγάρους αντάρτες που έσφαζαν όλους τους Τούρκους για να εκδικηθούν τον Πατριάρχη Γρηγόριο και τον ορθόδοξη Αγία Σύνοδο»[494].

Ο θάνατος του πατριάρχη εξάπλωνε την πυρκαγιά της Επανάστασης σε όλο και περισσότερες περιοχές, ενώ οι τρομερές πράξεις εκδίκησης γι’ αυτόν δεν είχαν τελειωμό, έτσι ώστε να γεμίζουν συνεχώς οι σχετικές ειδήσεις τις στήλες των ευρωπαϊκών εφημερίδων. Ο ελληνικός λαός δεν μπορούσε να ξεχάσει, ούτε να συγχωρήσει τον μαρτυρικό θάνατο του πατριάρχη του:

«Μάθαμε χθες ότι το Βραχώρι, πρωτεύουσα της Αιτωλίας, με τα νέα για το θάνατο του πατριάρχη επαναστάτησε. Οι Τούρκοι σφαγιάστηκαν και οι συναγωγές και τα τζαμιά πυρπολήθηκαν. Τα πλοία του Ανατολικού[495] και του Μεσολογγίου ταξιδεύουν μόνο κάτω από τη σημαία του σταυρού»[496].

Παρόμοιες ανταποκρίσεις καταχωρίζει συνεχώς και η Allgemeine Zeitung:

«Τεργέστη, 25 Μαΐου. […] Σύμφωνα με τα γράμματα που έρχονται από τα νησιά του Αρχιπελάγους, η εκτέλεση του Πατριάρχη Γρηγορίου στην Κωνσταντινούπολη προκάλεσε μοναδική εντύπωση στους χριστιανούς κατοίκους. Δύο τουρκικές φρεγάτες με 50 κανόνια, 2 κορβέτες και 4 μπρίκια, που είχαν αποπλεύσει από την Κωνσταντινούπολη για να υποστηρίξουν τα τουρκικά στρατεύματα που είχαν συγκεντρωθεί στην Θεσσαλονίκη (στην Μακεδονία), και προορίζονταν για τους αντάρτες του Μωριά, έπεσαν στα χέρια των ανταρτών, από προδοσία των Ελλήνων ναυτικών. Οι Τούρκοι στα πλοία αυτά -900 τον αριθμό- στην αρχή είχαν φυλακιστεί στο νησί Μήλος, αλλά με την άφιξη των ειδήσεων για τη δολοφονία του πατριάρχη σκοτώθηκαν για εκδίκηση»[497].

«Ο ελληνικός στόλος, με εξαίρεση μερικά πλοία, βρίσκεται κοντά στα Δαρδανέλια και φλέγεται από ανυπομονησία να εκδικηθεί τους μουσουλμάνους για το θάνατο του πατριάρχη και την καταστροφή των χριστιανικών εκκλησιών. Η οργή και των δύο εθνών έχει φτάσει στο κατακόρυφο»[498].

11.4. Ιωάννης Καποδίστριας.

Το 1828 ο νεοεκλεγείς τότε πατριάρχης Αγαθάγγελος έστειλε στον Καποδίστρια επιστολή, την οποία κόμισε πενταμελή αντιπροσωπεία, με την οποία ζητούσε από τους επαναστατημένους Έλληνες «να δηλώσουν υποταγή στο σουλτάνο και να επανέλθουν στον οθωμανικό ζυγό!»[499], με αντάλλαγμα την πλήρη αμνηστία. Ο Καποδίστριας, με μια «πατριωτική και περήφανη απάντηση»[500], απέρριψε την πατριαρχική πρόταση, δηλώνοντας καθαρά ότι καμιά ρύθμιση δεν ήταν πλέον δυνατή με βάση όσα ίσχυαν στο παρελθόν, πριν την Επανάσταση.

Το σημαντικότερο όλων στην απάντηση του κυβερνήτη είναι το ποιο γεγονός ανέφερε ο κυβερνήτης ότι είχε καταστήσει την επιστροφή στο καθεστώς που ίσχυε πριν απ’ την έναρξη της Επανάστασης εντελώς ανέφικτη. Κι αυτό το γεγονός δεν ήταν άλλο, παρά η εκτέλεση του Γρηγορίου. Διότι από την εκτέλεση του πατριάρχη και μετά, η μόνη δυνατότητα που είχε απομείνει στους επαναστατημένους Έλληνες ήταν ή να νικήσουν, ή να πεθάνουν:

«Πράξεις τῆς Κυβερνήσεως,

Ἀρ. 2.683,

Ἑλληνικὴ Πολιτεία,

Ὁ Κυβερνήτης τῆς Ἑλλάδος, Πρὸς τὸν Παναγιώτατον Οἰκουμενικὸν Πατριάρχην καὶ τὴν περὶ αὐτὸν ἁγίαν Σύνοδον.

[…] Πάμπολυ αἷμα ἐχύθη, πάμπολλαι οὐσίαι ἐφθάρησαν εἰς διάστημα ὀκτὼ ἐτῶν πολέμου καὶ δυστυχιῶν, καθ’ οὓς ὁ τόπος οὗτος κατηφανίσθη, ὥστε ὅλως διόλου ἀδύνατον εἶναι νὰ ἐπανέλθῃ εἰς ὁποιανδήποτε κατάστασιν πραγμάτων, βάσιν ἔχουσαν τὸ παρελθόν.

Ἄλλως πως συνέβαινεν, ἂν τὸ μαρτύριον τοῦ Παναγιωτάτου Πατριάρχου Γρηγορίου, πολλῶν Ἐγκρίτων τῆς Ἱερᾶς Συνόδου, καὶ ἄλλων ἐκ τῶν πρωτίστων τοῦ ἔθνους, δεν ἤθελε διδάξει τὴν Ἑλλάδα τί ἐχρεώστει ἡ ἰδία εἰς ἑαυτήν, διὰ νὰ ἀποφύγῃ τὸν ἐξολοθρευμόν, ὁ ὁποῖος δεν ἔπαυσε τοῦ νὰ τὴν ἐπαπειλῇ ἀπὸ τὸν μῆνα Ἀπρίλλιον τοῦ ˏαωκα΄ μέχρι τῆς 6 Ἰουλίου τοῦ παρελθόντος ἔτους. […]

Ἐν Πόρῳ, τὴν 28 Μαΐου [9 Ἰουνίου] 1828,

Ὁ Κυβερνήτης, Ι.Α. Καποδίστριας,

Ὁ Γραμματεὺς τῆς Ἐπικρατείας, Σ. Τρικούπης»[501].

Ο Καποδίστριας με τον πιο σαφή και άμεσο τρόπο διακηρύσσει προς το Πατριαρχείο ότι αν δεν είχε επισυμβεί «το μαρτύριον» του πατριάρχη, των συνοδικών αρχιερέων και των άλλων κορυφαίων εκπροσώπων του έθνους, θα ήταν ασφαλώς εφικτή η δυνατότητα συνεννόησης και συνδιαλλαγής μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων. Μετά όμως από όλα αυτά τα γεγονότα, οποιοδήποτε τέτοιο ενδεχόμενο είχε πια αποκλειστεί οριστικά και αμετάκλητα. Κι αυτό διότι αυτή ακριβώς η θυσία, του Γρηγορίου Ε΄ και όλων των άλλων κορυφαίων του γένους, ήταν που δίδαξε στην Ελλάδα τι χρωστούσε η ίδια στον εαυτό της να πράξει, ώστε να αποφύγει την πλήρη εξολόθρευσή της, η οποία δεν είχε πάψει να την απειλεί καθ’ όλη τη διάρκεια του Αγώνα.

11.5. Οι Δυτικοί συγγραφείς και ιστορικοί.

Όλα αυτά τα γεγονότα βοήθησαν τους Δυτικούς συγγραφείς και ιστορικούς να αντιληφθούν από την πρώτη στιγμή την τεράστια επιρροή που άσκησε ο νεκρός πατριάρχης με το μαρτυρικό του τέλος στο ηθικό, το φρόνημα και την αποφασιστικότητα των Ελλήνων για την στερέωση και την εξάπλωση της Επανάστασης.

Το 1822, ο C.-L. Lesur σημείωνε στην περίφημη Επετηρίδα του πως η Επανάσταση του 1821 πήρε γενικό χαρακτήρα, καθώς συμμετείχε πλέον σ’ αυτήν το σύνολο του ελληνικού κλήρου, αλλά μόνον μετά τον θάνατο του πατριάρχη.

«Ένα μήνα μετά την επέκταση της εξέγερσης στη Μάνη, είχε εξαπλωθεί σε όλη την Πελοπόννησο και τη Λιβαδειά. Οι Τούρκοι είχαν απέναντι στους Έλληνες το πλεονέκτημα των όπλων και των στρατιωτικών θέσεων. Ο ελληνικός κλήρος δεν έδειχνε παντού την ίδια ζέση με τον πολεμικό ιεράρχη της Πάτρας. Όμως στα νέα της σφαγής του πατριάρχη στην Κωνσταντινούπολη, η εξέγερση κατέστη γενική. Οι ιερείς, οι μοναχοί και οι επίσκοποι, πιστεύοντας ότι απειλούνται με πλήρη εξόντωση, ύψωσαν το σημείο του σταυρού, και από όλες τις πλευρές άρχισαν οι λεηλασίες, οι δολοφονίες και όλες οι υπερβολές ενός πολέμου εξόντωσης»[502].

Την ίδια χρονιά ο C.D. Raffenel διατύπωνε και αυτός παρόμοια κρίση σχετικά με την καταλυτική επίδραση του θανάτου του πατριάρχη στην συνέχεια και την εξάπλωση της Επανάστασης:

«Οι Έλληνες, όταν έμαθαν όλα τα περιστατικά της τιμωρίας του πατριάρχη τους, ορκίστηκαν να τον εκδικηθούν. Αυτή η τελευταία θηριωδία τους μείωσε ακόμη περισσότερο την ιδέα του να εισέλθουν σε έναν συμβιβασμό με τα τέρατα της σκληρότητας και της μανίας. Όλα τα νησιά αποφάσισαν στην συνέχεια να αφεθούν γίνουν σκόνη, παρά να συνθηκολογήσουν. Αυτός ήταν ένας περιττός όρκος για τους Μωραΐτες: το να πεθάνουν δεν ήταν τίποτα γι’ αυτούς. Ξεσηκωμένοι από μοναχούς και ιεράρχες οι οποίοι αγωνίζονται στις τάξεις τους, τίποτα δεν μπορούσε να εμποδίσει την ορμητική ανδρεία τους. Μεταμορφώθηκαν σε λιοντάρια, όταν ο επίσκοπος του Πύργου τους πληροφόρησε, χύνοντας πικρά δάκρυα, για την θλιβερή μοίρα που οι βάρβαροι είχαν επιφυλάξει για τον πνευματικό αρχηγό της πίστης τους: ήταν μόνο ένα επιφώνημα, μια κραυγή μανίας. Οι Τούρκοι δεν υπήρχε πλέον λόγος να ελπίζουν σε συνύπαρξη. Η αναστενάζουσα σκιά του πατριάρχη, μια πανίσχυρη εικόνα για τους αμαθείς και φανατικούς ανθρώπους, επρόκειτο να ακολουθεί τους Έλληνες στον αγώνα τους, και δεν θα ηρεμούσε μέχρις ότου να δει να ρέει το αίμα των εκτελεστών του. Έτσι, ο σουλτάνος, που είχε πιστέψει ότι με αυτήν την επίθεση θα τρομοκρατούσε και θα αποθάρρυνε τους εχθρούς του, διαψεύστηκε στην προσδοκία του. Η δολοφονία του πατριάρχη κατέστη μοιραία για το άγριο έθνος του»[503].

Πηγαίνοντας ο H. Lytton Bulwer στην επαναστατημένη Ελλάδα το 1824, διαπίστωσε ότι οι Έλληνες είχαν δώσει όρκο στο αίμα του πατριάρχη τους, και ήταν αποφασισμένοι να πεθάνουν, παρά να παραδοθούν. Γι’ αυτό και καλούσε όλους τους Ευρωπαίους να τους στηρίξουν:

«Εφόσον ο Έλληνας είναι ειλικρινής στο όρκο που αφιέρωσε στο αίμα του πατριάρχη του· εφόσον στην πραγματικότητα έχει αποφασίσει να πεθάνει παρά να υποταχτεί, και οι προσπάθειές του εξακολουθούν να είναι ανεπιτυχείς· δεν μπορώ να πιστέψω ότι όλοι ή οποιοσδήποτε από εμάς, όποιοι κι αν είναι οι ανταγωνισμοί μας, θα παρακολουθούμε τη σφαγή ενός ολόκληρου του λαού, που θα καταστραφεί διεκδικώντας εκείνα[504] τα δικαιώματα και εκείνη[505] τη θρησκεία που έχουμε από κοινού μ’ αυτούς σαν άνθρωποι και σαν χριστιανοί»[506].

Έχοντας υπόψιν τις άμεσες ιστορικές πηγές και τα διάφορα γεγονότα που επισυνέβαιναν κατά την διεξαγωγή του αγώνα, οι ξένη ιστοριογραφία για την Επανάσταση κατανόησε και ανέλυσε πλήρως την κεφαλαιώδη σημασία που είχε ο μαρτυρικός θάνατος του πατριάρχη για την συνέχιση και την εξάπλωση της Επανάστασης, και για την μαζική συμμετοχή των Ελλήνων σε αυτήν.

Το 1828, ο S.G. Howe σημείωνε ότι «[η] ταχεία εξάπλωση και η άμεση επιτυχία της εξέγερσης στο Μωριά προσέλκυσαν την προσοχή ολόκληρης της Ελλάδας. Τα έκτροπα που διαπράχθηκαν στην Κωνσταντινούπολη και η δολοφονία του Πατριάρχη φάνηκαν να θέτουν τέλος σε κάθε ελπίδα συμφιλίωσης. Και όλοι προετοιμάστηκαν για τον αγώνα»[507].

Λίγα χρόνια μετά, το 1832, ο T. Gordon θα κατέληγε και εκείνος στα ίδια συμπεράσματα:

«Η αξιοθρήνητη τύχη του Γρηγορίου ξεσήκωσε σε όλη την Ευρώπη μια βαθύτατη αίσθηση τρόμου και οίκτου, και ερέθισε στο δεκαπλάσιο την εχθρότητα των Ελλήνων, καθιστώντας αδύνατη τη συμφιλίωση τους με την Πύλη. Η οδηγία του σουλτάνου για τον αποκεφαλισμό, με τέτοια βαναυσότητα, των υψηλότερων εκκλησιαστικών αξιωματούχων, τα αντικείμενα του σεβασμού του λαού, ήταν εξίσου αιμοχαρής όσο και απολίτικη»[508].

Η ανάλυση του G.G. Gervinus, διατυπωμένη το 1861, με την οποία ξεκινήσαμε την παρούσα ενότητα, αναδεικνύει και αυτή, με τον πιο εναργή τρόπο, τις σημαντικότατες επιπτώσεις της εκτέλεσης του Γρηγορίου για την εξέλιξη της Επανάστασης.

Ξεχωριστή σημασία έχει η άποψη του A. von Prokesch-Osten, ο οποίος παρά τον απροσχημάτιστο φιλοτουρκισμό του, δεν διστάζει να εντοπίσει τον κυριώτερο λόγο για την γιγάντωση και την επιτυχία της Επανάστασης στην εκτέλεση του πατριάρχη και των αρχιερέων.

Όπως αναφέρει ο συγκεκριμένος ιστορικός, μόλις ξέσπασε η Επανάσταση στον ελλαδικό χώρο, όλες οι ξένες δυνάμεις είχαν πιστέψει ότι αν όχι τον ίδιο χρόνο, σίγουρα τον επόμενο η Επανάσταση σε Μωριά και Ρούμελη θα είχε την ίδια τύχη μ’ εκείνην της Μολδοβλαχίας. Δηλαδή, τελικά οι Τούρκοι θα έπνιγαν τους επαναστάτες μέσα στο ίδιο τους το αίμα. Το μόνον γεγονός που απέτρεψε οριστικά αυτήν την εξέλιξη ήταν η εκτέλεση του πατριάρχη και των αρχιερέων, η οποία κυριολεκτικά έριξε λάδι στη φωτιά. Κι αυτό διότι ανάγκασε όλους τους ιερείς να μπουν μεσ’ στον επαναστατικό αγώνα, καθώς είχαν φοβηθεί πάρα πολύ για την ζωή τους, και οι οποίοι κατέστησαν την Επανάσταση έναν ιερό υπέρ πάντων πόλεμο. Η εμψύχωση των Ελλήνων από τους παππάδες τους συνοδεύτηκε και από ένα τεράστιο φιλελληνικό ρεύμα που, προς μεγάλη απογοήτευσή του ίδιου του von Prokesch-Osten, σχηματίστηκε σε όλη την Ευρώπη. Κίνημα που είχε σαν άμεσο αποτέλεσμα να σχηματισθούν πάρα πολλές φιλελληνικές εταιρείες, οι οποίες έστελναν στην αγωνιζόμενη Ελλάδα χρήματα και πολεμοφόδια[509].

Την καταλυτική συμβολή που είχε η εκτέλεση του Γρηγορίου για την μεταβολή της Επανάστασης σε έναν καθολικό θρησκευτικό πόλεμο των χριστιανών Ελλήνων εναντίον των μουσουλμάνων Τούρκων επισημαίνει και ο K. Mendelssohn-Bartholdy:

«Τώρα αποδόθηκε σε όλη τη σύγκρουση ο χαρακτήρας ενός θρησκευτικού αγώνα, και απ’ τη μια προκλήθηκε η καχυποψία των Ελλήνων, κι από την άλλη η ομόφωνη καταδίκη της πολιτισμένης Ευρώπης»[510].

Και ολοκληρώνουμε την αναφορά μας στους εκπροσώπους της δυτικής επιστημονικής ιστοριογραφίας του 19ου αι. με την ανάλυση του G.F. Hertzberg, ο οποίος σε ένα πυκνό κείμενο επισημαίνει όλες τις συνέπειες που είχε για την Επανάσταση η εκτέλεση του πατριάρχη:

«Αλλά έτσι στον αγώνα μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων αποτυπώθηκε ο χαρακτήρας του θρησκευτικού πολέμου [εξαιτίας της εκτέλεσης του πατριάρχη], χωρίς μια συμφιλίωση να είναι πλέον δυνατή. Εκτός αυτού, αυτό το ανοσιούργημα εναντίον της σεπτής κεφαλής του πατριάρχη συνέχισε να επηρεάζει τον ρωσικό λαό με τον πιο εξεγερτικό τρόπο. Και η κοινή γνώμη της Δύσης έπαιρνε το μέρος της Ανεξαρτησίας των Ελλήνων με ολοένα και αυξανόμενη ένταση ενάντια σε ένα κράτος, όπου μια τέτοια βαρβαρότητα μπορούσε να πραγματοποιηθεί από την επίσημη εξουσία. Έκτοτε, ο πόλεμος έχει εξαφανίσει πραγματικές εκατόμβες Εβραίων και Μουσουλμάνων ως εξιλαστήρια θύματα για τον Γρηγόριο Ε΄, και η λογική των πραγμάτων στο Πέραν οδήγησε τη Ρωσία και το διβάνι στην ρήξη»[511].

11.6. Συμπεράσματα.

Όπως επιβεβαιώνεται από τις άμεσες ιστορικές πηγές, από την ειδησεογραφία του ευρωπαϊκού τύπου και από τις αναλύσεις των πλέον έγκυρων εκπροσώπων της δυτικής επιστημονικής ιστοριογραφίας, η εκτέλεση του Γρηγορίου υπήρξε το γεγονός που έπαιξε τον πιο καθοριστικό ρόλο στο να γενικευτεί και να στερεωθεί η Επανάσταση της Ανεξαρτησίας, η οποία είχε ξεκινήσει στον ελλαδικό χώρο μόλις μισό μήνα πριν από την εκτέλεση του πατριάρχη.

Αυτό το κατάφερε ο νεκρός πατριάρχης, διότι η εκτέλεση του μεταστοιχείωσε την Επανάσταση από πόλεμο εθνικοαπελευθερωτικό σε πόλεμο θρησκευτικό, κινητοποιώντας έτσι όχι μόνον τα εθνικά αισθήματα των υπόδουλων Ελλήνων, αλλά κυρίως τις θρησκευτικές τους ευαισθησίες. Και μ’ αυτόν τον τρόπο επέφερε τρία διαφορετικά αποτελέσματα:

  1. Ώθησε χιλιάδες αδρανείς μέχρι τότε μαχητές να συμμετάσχουν με πρωτόφαντο ζήλο και φλόγα στον αγώνα.
  2. Κατέστησε όλην την μετέπειτα εξέλιξη της Επανάστασης, με τις μεγαλειώδεις νίκες της και τα τρομερά αντίποινά της, μια διαρκή εκδίκηση για τον θάνατο του πατριάρχη.
  3. Η βαρβαρότητα της πράξης και η φρίκη που προκλήθηκε στο άκουσμά της και μόνον κινητοποίησε όλη την δυτική κοινή γνώμη υπέρ των αγωνιζόμενων Ελλήνων, με αποκορύφωση την ίδρυση πολλών φιλελληνικών κομιτάτων, με σκοπό να συνδράμουν τους Έλληνες με χρήματα και όπλα.
  1. Η άρνηση φυγής του πατριάρχη.

Ο αφορισμός και το μαρτύριο του πατριάρχη συνδέονται μεταξύ τους σε μια σχέση άμεσης λογικής ακολουθίας. Κι αυτό διότι ο Γρηγόριος ήταν βέβαιος πως και τα ελάχιστα αρνητικά συναισθήματα που πιθανόν να δημιουργούνταν στους επαναστατημένους Έλληνες εξαιτίας του δεύτερου αφορισμού, της Απανταχούσας, θα εξαλείφονταν από την είδηση της εκτέλεσής του. Διότι γνώριζε πολύ καλά πως μόλις θα μαθεύονταν στην Κωνσταντινούπολη τα νέα της Επανάστασης στον Μωριά, για την οποία ήξερε ότι θα ξεσπούσε στις 25 Μαρτίου, θα επέρχονταν το τέλος του.

Ο Γρηγόριος μπορούσε να διαφύγει πολύ πριν εκτελεστεί, και αυτό ήταν κάτι που του είχε προταθεί πολλές φορές, αλλά αρνήθηκε μέχρι τέλους να το πράξει. Ήξερε πως ο θάνατός του ήταν η ικανή και αναγκαία συνθήκη για την στερέωση και την εξάπλωση της Επανάστασης. Και έμεινε εκεί, εθελούσιο θύμα για την ελευθερία των Ελλήνων, για την οποία είχε αγωνιστεί μυστικά κατά τα σχεδόν τρία χρόνια της τελευταίας πατριαρχίας του.

12.1 Αρχιμ. Δ. Πύρρος.

Ότι ο Γρηγόριος αρνήθηκε επανειλημμένα να φύγει και να γλυτώσει τη ζωή του το γνωρίζουμε από τις μαρτυρίες ατόμων που υπήρξαν αυτόπτες μάρτυρες αυτής της άρνησής του, η μπορούσαν να έχουν ασφαλή γνώση γι’ αυτήν.

Πρώτη θα αναφέρουμε την μαρτυρία του προσωπικού του γιατρού αρχιμανδρίτη Δ. Πύρρου, ο οποίος μπορούσε καλλίτερα από οποιονδήποτε άλλον να γνωρίζει τις πιο προσωπικές εκμυστηρεύσεις του πατριάρχη. Στην σχετική αναφορά του, ο Πύρρος περιγράφει την άρνηση του Γρηγορίου να διαφύγει και να γλυτώσει τη ζωή του με πολύ σύντομο και λιτό τρόπο, διότι θεωρούσε πως ήταν τόσο γνωστή σε όλους, ώστε να μην χρειάζεται να επιμείνει σ’ αυτό.

«Ὁ Παναγιώτατος, ὢν κατηχημένος πρότερον, ἐδύνατο νὰ φύγῃ διὰ νὰ γλυτώσῃ, πλὴν δεν ἠθέλησε, διὰ νὰ μὴν θυμώσωσιν οἱ Τοῦρκοι καὶ θανατώσουν τοὺς χριστιανούς»[512].

Ο Γρηγόριος Ε΄ ενώ μπορούσε να φύγει και να γλυτώσει τη ζωή του, δεν το έκανε, για να μην ξεσπάσει η βάρβαρη μανία των Τούρκων πάνω στους ανυπεράσπιστους χριστιανούς της αυτοκρατορίας, μας διαβεβαιώνει ο προσωπικός του γιατρός.

12.2. Κ. Κούμας.

Την σταθερή απόφαση του Γρηγορίου να μην δραπετεύσει από την Κωνσταντινούπολη καταθέτει και ο πιστός μαθητής του Κοραή Κ. Κούμας:

«[Ὅ]ταν ἦλθεν ἡ ἀγγελία τῆς ἐπαναστάσεως τῆς Πελοποννήσου […] τότε ἴδεν ὁ Γρηγόριος ὅτι καὶ αὐτὸν προσμένει τέλος μαρτυρικόν. Μὲ σταθερότητα μεγάλην καὶ γαλήνιον ψυχὴν παρεδόθη εἰς τὴν βουλὴν τῆς θείας προνοίας. Ἔλεγεν εἰς τοὺς περὶ αὐτόν: “Βλέπω ὅτι ἰχθύες θέλουν φάγειν τὸ σῶμα μου· ἀλλ’ ἀποθνήσκω ἥσυχος ὑπὲρ τῆς σωτηρίας τοῦ ἔθνους μου”»[513].

Με ακλόνητη αποφασιστικότητα και γεμάτος γαλήνη παρέμεινε μέχρι τέλους στην Πόλη, περιμένοντας τον μαρτυρικό του θάνατο. Κι αυτό, διότι ο πατριάρχης είχε αποφασίσει να πεθάνει για τη σωτηρία του έθνους του, όπως πιστοποιεί ο Κούμας το 1832, ενώ ζούσε ακόμη ο Κοραής.

12.3. Γ. Τερτσέτης – Μ. Δραγούμης.

Το 1853, ο Γ. Τερτσέτης εκφώνησε μιαν ομιλία για την 25η Μαρτίου, όπου κύριο θέμα της ήταν η προσωπικότητα του Γρηγορίου Ε΄. Εκεί ο Τερτσέτης περιγράφει μια συνάντηση που είχε Γρηγόριος Ε΄ στις 3 Απριλίου 1821, την Κυριακή των Βαΐων, με ορισμένους φίλους του, ανάμεσα στους οποίους παρευρίσκονταν και αξιωματούχοι από κάποιες πρεσβείες. Στην παραπάνω συνάντηση, οι φίλοι του προσπάθησαν να τον πείσουν να φύγει, για να σωθεί. Μάλιστα, του πρόσφεραν και τα μέσα για την διαφυγή του. Ο Γρηγόριος όμως απέρριψε με την γνωστή του αποφασιστικότητα οποιαδήποτε πιθανότητα να πράξει κάτι τέτοιο, εξηγώντας και τους λόγους:

«Ἀνήμερα τῆς ἑορτῆς τῶν Βαΐων, τὴν Κυριακήν, φίλοι τοῦ έλεγαν καὶ τὸν παρακαλοῦσαν, καὶ ἄνδρες ἐπίσημοι τῶν πρεσβειῶν, νὰ φύγῃ, νὰ σωθῇ· τὰ μέτρα τῆς Ὀθωμανικῆς Κυβερνήσεως ἐγίνοντο ἄγρια, ἀνήμερα, καὶ καθένας ἠμποροῦσε νὰ προϊδῇ τὸ μέλλον· τὸν παρακαλοῦσαν λοιπὸν νὰ φύγῃ, τοῦ επρόσφεραν καὶ τὰ μέσα. “Μὴν με παρακινῆτε εἰς φυγήν”, εἶπεν εἰς τοὺς φίλους, “μὴν θέλετε νὰ σωθῶ· ἡ ὥρα τῆς φυγῆς μου θα ἦτον ἀρχὴ σφαγῆς, ὥρα σπαθιοῦ εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν, καὶ τὴν ἄλλην Χριστιανωσύνην· εὔμορφον πρᾶγμα θέλετε νὰ κάμω, μεταμορφωμένος μὲ καμμία προβιὰ εἰς τὴν πλάτην νὰ φεύγω εἰς τὰ καράβια, ἢ σφαλισμένος εἰς πρεσβείαν φιλικὴν νὰ ἀκούω εἰς τοὺς δρόμους τὰ ὀρφανὰ τοῦ ἔθνους μου νὰ σπαράττουν εἰς τὰ χέρια τοῦ δημίου. Εἶμαι πατριάρχης διὰ νὰ σώσω τὸν λαὸν μου, ὄχι νὰ τὸν ῥίξω εἰς τὰ μαχαίρια τῆς γιανιτσαριᾶς· ὁ θάνατός μου ἴσως χρησιμεύσει περισσότερο παρ’ ό,τι ἐδυνόμουν ποτὲ νὰ φαντασθῶ πὼς θὰ ὠφελήσει ἡ ζωή μου.Οι ξένοι βασιλεῖς θὰ ταραχθοῦν εἰς τὴν ἀδικίαν τοῦ θανάτου μου· δεν θὰ ἱδοῦν ἴσως μὲ ἀδιαφορίαν ὑβρισμένην τὴν πίστιν τους εἰς τὸ πρόσωπόν μου, καὶ ὅπου εἶναι ἄνδρες ἀρμάτων Ἕλληνες, θὰ πολεμήσουν μὲ ἀπελπισίαν πόλεμου ποὺ συχνὰ χαρίζει τὴν νίκην· εἶμαι βέβαιος· κάμετε λοιπὸν ὑπομονὴν εἰς ὅ,τι μοῦ συμβῇ. Σήμερον τῶν Βαΐων ἂς φάγωμεν εἰς τὸ τραπέζι τὰ ψάρια τοῦ γιαλοῦ καὶ παρεμπρός, ἐντὸς ἴσως τῆς ἑβδομάδος, ἂς φάγοῦν καὶ αὐτὰ ἀπὸ ἡμᾶς.

Ὄχι, δὲν θὰ χρησιμεύσω ἐγὼ περίγελο τῶν ζώντων, καὶ περπατώντας μὲ Διάκους καὶ μὲ ἄρχοντας εἰς τοὺς δρόμους τῆς Ὀδησσοῦ, τῆς Ἑπτανήσου ἢ τῆς Ἀγκῶνας νὰ μὲ δαχτυλοδείχνουν τὰ παιδιά· Ἰδοὺ ὁ φονιὰς πατριάρχης! Ἂν τὸ ἔθνος μου σωθῇ καὶ θριαμβεύσῃ, θὰ μ’ ἀποζημιώσῃ, ἐλπίζω, μὲ θυμιάματα τιμῆς καὶ ἐπαίνου, ἐπειδὴ ἔκαμα τὸ χρέος μου. Τέταρτη φορὰ δὲν θὰ ἀνεβῶ πλέον εἰς τὰ μοναστήρια τοῦ Ἄθωνος, δὲν τὸ θέλω. Χαίρετε σπήλαια καὶ κορυφὲς τοῦ ἱεροῦ βουνοῦ· χαῖρε θαλάσσιον κῦμα· χαῖρε Σπάρτη καὶ Ἀθήνα, ὅπου ἤθελα νὰ συστήσω σχολεῖα ἐπιστημῶν διά τοὺς νέους τῆς πατρίδος· χαῖρε γῆ τῆς γεννήσεώς μου, Δημητζάνα. Ἐγὼ ὑπάγω ὅπου μὲ καλεῖ, μὲ βιάζει ἡ γνώμη μου, ἡ μεγάλη μοῖρα τοῦ ἔθνους, καὶ ὁ οὐράνιος θεός, ἔφορος θείων καὶ ἀνθρωπίνων πραγμάτων”»[514].

Η παραπάνω αφήγηση αποχτά ξεχωριστή σημασία, καθώς ανάγεται στο επίπεδο της προσωπικής μαρτυρίας εξαιτίας του ανθρώπου που αποτελεί την πρωταρχική πηγή της. Αυτός ο οποίος μετέφερε στον Τερτσέτη τα όσα είχε πει ο Γρηγόριος τότε προς τους φίλους του ήταν ο Μάρκος Δραγούμης, μια σημαντική προσωπικότητα του αγώνα:

«Χρεωστῶ εἰς ἕνα τῶν ἀκροατῶν μου, τὸν σεβάσμιον Μάρκον Δραγούμην, τὴν ὁμιλίαν τοῦ Πατριάρχου εἰς τοὺς φίλους του»[515].

Με καταγωγή από το Βογατσικό Καστοριάς, ο Δραγούμης από τα δώδεκα χρόνια του πήγε στην Κωνσταντινούπολη, όπου και ασχολήθηκε με το εμπόριο. Εκεί μυήθηκε στην Φιλική Εταιρεία, την οποία και συνέδραμε με το τεράστιο ποσό των 50.000 γροσίων[516]. Ταυτόχρονα, δίδασκε δωρεάν στο σχολείο στο Μεγάλο Ρεύμα[517].

Είναι προφανές πως μια τέτοια προσωπικότητα θα είχε ενταχθεί από νωρίς στον στενό κύκλο του πατριάρχη και, κατά συνέπεια, προφανώς ήταν ανάμεσα σ’ εκείνους τους φίλους που πίεζαν τον πατριάρχη, μια βδομάδα πριν την εκτέλεσή του, να το σκάσει και να σωθεί.

Άρα, τα όσα αναφέρει εδώ ο Τερτσέτης δεν αποτελούν ένα κοινό τόπο ανεκδοτολογικού χαρακτήρα, όπως αποφαίνεται ο Κ. Λάππας[518], αλλά καλύπτονται με το κύρος και την βαρύτητα της περιγραφής ενός αυτόπτη μάρτυρα, και μάλιστα της σοβαρότητας και της αξιοπιστίας του Μ. Δραγούμη. Γι’ αυτό, όσο κι αν η όλη αφήγηση διανθίστηκε από τον ενθουσιώδη Τερτσέτη με αρκετή ρωμαντική ρητορεία, ο πυρήνας του γεγονότος παραμένει ιστορικά αδιαμφισβήτητος.

Το πιο σημαντικό για την σημασία της συγκεκριμένης μαρτυρίας είναι ότι ο υπέργηρος τότε Μ. Δραγούμης ήταν πάρων στην συγκεκριμένη ομιλία του Τερτσέτη, ως ένας από τους ακροατές της. Μ’ αυτόν τον τρόπο πιστοποιούσε, ο γέροντας, κι επιβεβαίωνε με την ίδια την φυσική του παρουσία την ακρίβεια και την αξιοπιστία των όσων ο Τερτσέτης είχε αναφέρει, επικαλούμενος το όνομά του.

12.4. Ι. Παπαρρηγόπουλος.

Τελευταία θα αναφέρουμε την μαρτυρία ενός ακόμη αυτόπτη μάρτυρα της άρνησης του πατριάρχη να φύγει και να σωθεί, αυτήν του Ι. Παπαρρηγόπουλου. Όπως ήδη αναφέραμε, ο Ιωάννης Παπαρρηγόπουλος υπήρξε ένα από τα σημαντικότερα στελέχη της Φιλικής Εταιρείας. Στις 30 Αυγούστου 1820 επισκέφτηκε τον Γρηγόριο Ε΄ μαζί με τους εμπόρους και κορυφαίους φιλικούς Π. Σέκερη και Α. Κουμπάρη. Κι αυτό διότι έπρεπε ο Παπαρρηγόπουλος να επιδώσει στον πατριάρχη τα γράμματα του Α. Υψηλάντη και του Ι. Ζωσιμά, όπου και οι δυο του λέγανε πως είχαν έτοιμο και στην διάθεση του πατριάρχη ένα πλήρως εξοπλισμένο πλοίο, ώστε να φύγει εγκαίρως από την Κωνσταντινούπολή, πριν κινδυνέψει η ζωή του. Ο πατριάρχης απέρριψε χωρίς δεύτερη συζήτηση τις παραπάνω προτάσεις.

Όταν ξεκίνησαν να φύγουν, ο πατριάρχης ζήτησε από τον Παπαρρηγόπουλο να μείνει, για να συζητήσουν σχετικά με την προετοιμασία και την σχεδιαζόμενη έναρξη της Επανάστασης. Πράγματι ο Παπαρρηγόπουλος έμεινε στα Πατριαρχεία, μαζί με τον Γρηγόριο, όλη τη νύχτα. Κατά την διάρκεια των μακρών συζητήσεών τους, τον είχε παρακαλέσει και αυτός πολλές φορές να φύγει και να γλυτώσει. Ο πατριάρχης όμως αρνήθηκε σταθερά και μέχρι τέλους να δεχτεί κάτι τέτοιο, λέγοντας πως αν έφευγε, οι Τούρκοι θα προέβαιναν αμέσως σε αντίποινα κατά όλων των Ελλήνων, τα οποία θα οδηγούσαν σε μια γενικευμένη σφαγή και θα σταματούσαν μια για πάντα την εκδήλωση της Επανάστασης. Γι’ αυτό και είχα αποφασίσει να παραμείνει στην θέση του, έτσι ώστε να διασκεδάσει όλες τις τυχόν υποψίες που μπορεί να είχαν μέχρι τότε οι Τούρκοι, αλλά και να δώσει τον απαιτούμενο χρόνο στους Έλληνες, ώστε να προετοιμάσουν με τον καλλίτερο δυνατό τρόπο την εξέγερσή τους[519].

ΣΥΝΟΨΗ – ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Στις 1 Μαρτίου το απόγευμα, έφτασε στην Πόλη η είδηση της κήρυξης της Επανάστασης στις παραδουνάβιες Ηγεμονίες. Η οργή του σουλτάνου υπήρξε ασυγκράτητη, διατάζοντας να αρχίσουν αμέσως οι διώξεις και οι σφαγές των αθώων και ανυπεράσπιστων Ελλήνων, οι οποίοι εξοντώνονταν κατά εκατοντάδες από τον αποθηριωμένο τουρκικό όχλο. Και όχι μόνον στην Πόλη, άλλα σ’ όλη την έκταση της αυτοκρατορίας.

Παρ’ όλ’ αυτά, μάταια ο σουλτάνος περίμενε για δέκα ολόκληρες μέρες να καταδικάσει την Επανάσταση το Οικουμενικό Πατριαρχείο, το οποίο μέχρι τότε παρέμενε προκλητικά σιωπηλό και αδιάφορο. Έτσι, στις 11 Μαρτίου, ημέρα Παρασκευή, στάλθηκε στο Πατριαρχείο σουλτανικό διάταγμα, με την εντολή να διαβαστεί φωναχτά μπροστά σε όλες τις κεφαλές του γένους. Το διάταγμα αυτό καταδίκαζε ως προδότες τους αρχηγούς της Επανάστασης, και όλους όσους συμμετείχαν σε αυτήν, ενώ διέταζε τον πατριάρχη να τους αφορίσει.

Πράγματι, την ίδια μέρα, ο πατριάρχης και η περί αυτόν Σύνοδος κατασκεύασαν ένα εκτενέστατο αφοριστικό γράμμα, στο οποίο όμως απέδωσαν έναν αυστηρά τοπικό χαρακτήρα. Γι’ αυτό και το απέστειλαν, μαζί με μια διαβιβαστική επιστολή του πατριάρχη, αποκλειστικά και μόνον στον μητροπολίτη Μολδαβίας Βενιαμίν, στον οποίον και ανέθεταν την ευθύνη για την εκτέλεσή του. Ο μητροπολίτης Βενιαμίν ήταν εκείνος, ο οποίος στις 26 Φεβρουαρίου είχε ζώσει τον Αλέξανδρο Υψηλάντη με το ξίφος του αρχηγού της Επανάστασης, μέσα στον μητροπολιτικό ναό του Ιασίου. Δηλαδή το Πατριαρχείο, αντί να τον καθαιρέσει και να τον αφορίσει, τον καλούσε να ανακοινώσει στους χριστιανούς της Μητρόπολής του τον αφορισμό της Επανάστασης.

Ο αφορισμός της 11ης Μαρτίου δεν τυπώθηκε ποτέ, παραμένοντας μόνον χειρόγραφος, πράγμα που σημαίνει πως ο μητροπολίτης Βενιαμίν θα έπρεπε να δώσει ο ίδιος εντολή να κατασκευαστούν με το χέρι όλα τα αντίγραφα του μεγάλου σε έκταση αφορισμού που ήταν απαραίτητα, για να τα στείλει στους επισκόπους που είχε υπό την δικαιοδοσία του. Και εκείνοι με τη σειρά τους, θα έπρεπε να φτιάξουν πολύ περισσότερα αντίγραφα, πάντοτε χειρόγραφα, ώστε να τα στείλουν, προς ανάγνωσιν, στους μεγαλύτερους τουλάχιστον ναούς της περιφέρειάς τους. Μια διαδικασία τόσο αργή και χρονοβόρα, που καθιστούσε τον αφορισμό πρακτικά άχρηστο και ανενεργό. Και αυτόν, και τις όποιες συνέπειές του.

Τέλος, για να αποκλείσουν πως ο αφορισμός θα είχε οποιεσδήποτε αρνητικές επιπτώσεις στο ηθικό και την αποφασιστικότητα των άλλων Ελλήνων, ειδικά του ελλαδικού χώρου, ο πατριάρχης και οι αρχιερείς φρόντισαν να κρατήσουν την κατασκευή του εφτασφράγιστο μυστικό. Έτσι, ενώ όλοι έμαθαν για την αποστολή και την δημόσια ανάγνωση του σουλτανικού διατάγματος της 11ης Μαρτίου, δεν έμαθε ποτέ και κανείς για την κατασκευή του αφορισμού, ούτε Έλληνας, ούτε ξένος.

Όταν αυτός ο αφορισμός πήγε προς έγκριση στο Παλάτι, οι σύμβουλοι του σουλτάνου κατάλαβαν πολύ καλά την συμπαιγνία που είχε στήσει στην «οθωμανική διοίκηση» ο πατριάρχης και η Σύνοδός του. Τότε απαίτησαν από τον πατριάρχη να συντάξει αμέσως έναν καινούργιο αφορισμό, ο οποίος αυτήν την φορά δεν θα απευθύνονταν σε έναν και μόνο μητροπολίτη, αλλά θα είχε την μορφή Απανταχούσας, δηλαδή θα απευθύνονταν σε όλο ανεξαιρέτως το πλήρωμα του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Και φυσικά, θα είχε έντυπη μορφή, τυπωμένος σε πολλές εκατοντάδες αντίτυπα. Και θα έπρεπε να διαβαστεί μέσα στον Πατριαρχικό Ναό, κατά τη διάρκεια της θείας λειτουργίας.

Ο νέος, δεύτερος κατά σειρά αφορισμός διαβάστηκε πράγματι δημόσια, μέσα στον Πατριαρχικό ναό, στις 20 Μαρτίου, Δ΄ Κυριακή των Νηστειών. Κι αμέσως στάλθηκε σε όλα τα μήκη και πλάτη της αυτοκρατορίας, προς γνώσιν και συμμόρφωσιν. Και επειδή το παλάτι δεν εμπιστεύονταν πια καθόλου το Πατριαρχείο και τους δεσποτάδες του, φρόντισε να γίνει η διακίνηση και η παράδοση των αντιτύπων του δεύτερου αφορισμού μέσω των τατάρεων, των αυτοκρατορικών ταχυδρόμων, οι οποίοι και τα παρέδιδαν στους κατά τόπους μητροπολίτες.

Ο Γρηγόριος Ε΄ κατάλαβε πολύ καλά ότι τώρα πια ο αφορισμός του θα έφτανε ταχύτατα σε όλα τα πλάτη και τα μήκη της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Γι’ αυτό και τον σύνταξε με τέτοιον τρόπο, ώστε όλοι οι αρχιερείς και οι μορφωμένοι κληρικοί να αντιληφθούν αμέσως ότι έχουν στα χέρια τους έναν αφορισμό που είναι από την κατασκευή του άκυρος και ανυπόστατος, ώστε να μην του δώσουν καμία απολύτως προσοχή και σημασία.

Το πρώτο που έκανε ήταν να χρησιμοποιήσει τον σύντομο αφοριστικό τύπο, ο οποίος εκείνη την εποχή είχε περιπέσει σε σχεδόν πλήρη αχρησία. Διότι τότε, στις αρχές του 19ου αιώνα, ως πραγματικός αφορισμός θεωρούνταν μόνον ο εκτενής αφοριστικός τύπος, ο οποίος και περιείχε όλες εκείνες τις ατέλειωτες φριχτές κατάρες του πατριάρχη και της Συνόδου εναντίον εκείνου ή εκείνων που συνιστούσαν το αντικείμενο του κάθε αφορισμού. Η απουσία όλων αυτών των αποκρουστικών αρών από το κείμενο της Απανταχούσας, της αφαιρούσε αυτόματα και την δυνατότητα να θεωρείται ως ένα κανονικό και έγκυρο αφοριστικό κείμενο.

Επιπλέον, για να καταδείξουν ότι το κείμενό τους δεν είναι ούτε στο ελάχιστο ένας αληθινός και γνήσιος αφορισμός, ο πατριάρχης και οι αρχιερείς δεν αναφέρουν ποτέ τα δύο πρόσωπα που υποτίθεται πως αφορίζουν, τον Α. Υψηλάντη και τον Μ. Σούτσο, ως Κακοαλέκο και Κακομιχάλη αντίστοιχα. Ο προσθήκη του επιθέτου «κακος» μπροστά από το όνομα καθενός που αφορίζονταν ήταν απολύτως απαραίτητη, ώστε να θεωρείται αυτός ως πραγματικά αφορισμένος. Γι’ αυτό και σε όλα ανεξαιρέτως τα αφοριστικά κείμενα της τουρκοκρατίας, όταν αφορίζεται κάποιος ονομαστικά, χαρακτηρίζεται πάντοτε ως «κακός»: Κακομιχάλης, Κακοαλέκος, Κακογεώργιος κ.τ.λ. Όμως στην Απανταχούσα, οι δύο πρωτεργάτες της Επανάστασης προσφωνούνται πάντοτε με τα ονόματά τους απείραχτα, δηλαδή ως Αλέξανδρος και Μιχαήλ αντίστοιχα. Το ίδιο ισχύει και για τον αφορισμό της 11ης Μαρτίου. Αυτό και μόνον καταδεικνύει πως ο Υψηλάντης και ο Σούτσος στην πραγματικότητα δεν είχαν αφοριστεί ποτέ, και ότι το αφοριστικό κείμενο που είχε εκδοθεί εναντίον τους ήταν εντελώς αντικανονικό και άκυρο. Όλα αυτά ήταν σε θέση και να τα αντιληφθούν οι μητροπολίτες και οι μορφωμένοι κληρικοί των επαναστατημένων περιοχών, αλλά και να τα εξηγήσουν στους απλούς και αγράμματους επαναστάτες.

Ο πατριάρχης Γρηγόριος Ε΄ όχι μόνον ήταν πλήρως ενήμερος για τις προθέσεις και τα επαναστατικά σχέδια της Φιλικής Εταιρείας, αλλά όπως τόσο εύστοχα αναφέρει ο σουλτανικός γιαφτάς, ήταν ο μυστικός αρχηγός της Επανάστασης. Ήταν εκείνος ο οποίος οργάνωνε και συντόνιζε, κατά την προετοιμασία της Επανάστασης, τους καπεταναίους της Ρούμελης και του Μωριά, με την συνεχή μυστική αλληλογραφία που διατηρούσε μαζί τους.

Γι’ αυτό όχι μόνον κατασκεύασε έναν εξαρχής άκυρο και αντικανονικό αφορισμό, αλλά τον χρησιμοποίησε κιόλας για να στείλει στους αγωνιζόμενους Έλληνες κάποιες πολύ σημαντικές πληροφορίες, που έπρεπε οπωσδήποτε να γνωρίζουν. Η πρώτη ήταν πως η Ρωσσία είχε καταδικάσει την Επανάσταση στην Μολδοβλαχία, και ότι ο Ρώσσος πρέσβης είχε φτάσει στο σημείο να ζητήσει από την Πύλη να τιμωρήσει παραδειγματικά τους εκεί επαναστάτες. Πράγμα που σήμαινε ότι οι επαναστατημένοι Έλληνες όχι μόνον δεν έπρεπε να περιμένουν την παραμικρή βοήθεια απ’ την Ρωσσία, αλλά ότι θα κρατούσε απέναντί τους κι εντελώς αρνητική στάση.

Το δεύτερο που ανέφερε ο πατριάρχης προς αυτούς ήταν ότι ανάμεσά τους υπήρχαν πάρα πολλοί προδότες, τους οποίους θα έπρεπε να εντοπίσουν και να απομονώσουν, διότι το μυστικό της Φιλικής Εταιρείας, μαζί με όλα τα επαναστατικά της σχέδια, η Πύλη τα είχε πληροφορηθεί από Έλληνες προδότες.

Ο Γρηγόριος γνώριζε πολύ καλά πως στις 25 Μαρτίου θα ξεσπούσε η Επανάσταση στον ελλαδικό χώρο, πράγμα που θα σήμαινε την αρχή του τέλους του. Του προτάθηκε από Έλληνες και ξένους να φύγει και να γλυτώσει. Το απέρριψε με αγανάκτηση. Είχε αποφασίσει να μείνει, και να δεχτεί καρτερικά τον βίαιο θάνατό του. Διότι ήξερε πως αυτή η πράξη, η βάρβαρη εκτέλεσή του, θα συντελούσε όσο καμία άλλη στην στερέωση και την εξάπλωση της Επανάστασης, η οποία μόλις τότε θα έκανε τα πρώτα της αβέβαια βήματα.

Έτσι και έγινε. Όπως σημείωσαν πάρα πολλοί συγγραφείς και ιστορικοί, με κορυφαίο τον Ι. Καποδίστρια, και κατέγραψε σε αλλεπάλληλες ανταποκρίσεις του ο δυτικός τύπος, η εκτέλεση του πατριάρχη υπήρξε η πράξη που μεταστοιχείωσε τον Αγώνα των Ελλήνων από απελευθερωτική επανάσταση σε θρησκευτικό πόλεμο, καθιστώντας έτσι αδύνατη την οποιαδήποτε πιθανότητα για συνεννόηση και συνδιαλλαγή με τους Τούρκους, ενώ γέμισε τις ψυχές των Ελλήνων από ακόρεστη δίψα για εκδίκηση.

Όπως σωστά από πολλούς επισημάνθηκε, και στον ξένο τύπο καταγράφηκε, ατέλειωτες εκατόμβες Τούρκων πλήρωσαν με την ζωή τους την εκτέλεση του πατριάρχη. Αυτή η μανία των επαναστατημένων Ελλήνων ήταν που είχε σβήσει από το μυαλό τους την πιθανότητα οποιουδήποτε συμβιβασμού ή υποχώρησης, αφήνοντάς τους δύο και μόνον επιλογές: Ή να νικήσουν, ή να πεθάνουν. Και, φυσικά, μ’ αυτήν την μεγαλειώδη θυσία του απάλειψε, ο πατριάρχης, και τις όποιες αρνητικές συνέπειες που τυχόν είχε επιφέρει ο αφορισμός στις ψυχές και την συνείδηση των πιο απλών πιστών.

Κλείνοντας, πρέπει να σημειώσουμε πως εκείνο που συντέλεσε περισσότερο απ’ όλα, ώστε η εκτέλεση του Γρηγορίου να επιφέρει αυτά τα καταλυτικά αποτελέσματα στην εξέλιξη της Επανάστασης, ήταν η ίδια η προσωπικότητά του. Όλοι, Έλληνες και ξένοι, εχθροί και φίλοι, γνώριζαν και παραδέχονταν ότι ο μαρτυρικός πατριάρχης είχε μια μοναδική ενάρετη προσωπικότητα, με σπάνιο ήθος, καθώς διακρίνονταν για το ασκητικότατο παρουσιαστικό του, την απέχθειά του προς τα χρήματα, και την παροιμιώδη φιλευσπλαχνία και φιλοπτωχεία του. Ένα ήθος και μια εμφάνιση που τον έκαναν να φαντάζει στα μάτια των απλοϊκών χριστιανών ίδιος με τον Χριστό στις εικόνες.

Αποφασισμένος να μείνει μέχρι το τέλος στις επάλξεις του χρέους και του καθήκοντος, ο πατριάρχης που συντόνισε και οργάνωσε την προετοιμασία της Επανάστασης, πρώτος αυτός πότισε με το αίμα του το δέντρο της λευτεριάς, κάνοντάς το να ρίξει μπόι, και να θεριέψει, αφήνοντας κατάπληχτο όλον τον κόσμο.

Αυτό το γνώριζε πολύ καλά και ο F. Engels, ο οποίος τον Απρίλη του 1853, σε ένα εκτενέστατο άρθρο του για το Τουρκικό Ζήτημα, έγραψε, γεμάτος οργή, τα εξής για τον ρόλο του Πατριαρχείου στην Επανάσταση του 1821:

«Εκατοντάδες Ρώσσοι πράχτορες περιέρχονταν την Τουρκία, παρουσιάζοντας στους Έλληνες Χριστιανούς τον ορθόδοξο αυτοκράτορα ως την κεφαλή, τον φυσικό προστάτη και τον τελικό ελευθερωτή της καταπιεσμένης Ανατολικής Εκκλησίας. […] Ο κλήρος της Ελληνικής Εκκλησίας πολύ γρήγορα οργανώθηκε σε μια μεγάλη συνομωσία με σκοπό την διάδοση αυτών των ιδεών. Η Σερβική εξέγερση του 1809(sic) κι ο Ελληνικός ξεσηκωμός του 1821 υποκινήθηκαν λίγο-πολύ άμεσα με ρωσσικό χρυσάφι και ρωσσική επιρροή»[520].

[1]. Ι. Φιλήμων, Δοκίμιον Ἱστορικὸν περὶ τῆς Ἑλληνικής Ἐπαναστάσεως, τ. 2, Ἀθῆναι 1859, σσ. 105-109· Σ. Τρικούπης, Ἱστορία τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπαναστάσεως, τ. 1, ἐν Ἀθήναις 18883, σ. 63 (κεφ. στ΄).

[2]. Μονόφυλλο του αφορισμού. Φωτομηχανική ανατύπωση του μονόφυλλου στο Μονόφυλλα τοῦ Ἀγῶνος, Προκηρύξεις – Θεσπίσματα – Διατάγματα, 1821-1827, τ.1, Ιστορική και Εθνολογική Εταιρεία της Ελλάδος: Ἀθήναι 1973, 1821 – Ιάσι – Α (Α-10). Επίσης και J.-B. Martin, L. Petit, Collectio Conciliorum Recentiorum Ecclesiae Universae, τ. 4 (Mansi τ. 40), Parisiis 1909, στ. 151-156. Όλες οι άλλες αναδημοσιεύσεις με λάθη.

[3]. Ι. Φιλήμων, τ. 2, όπ. παρ. σημ. 1, σ. 112.

[4]. Β. Κρεμμυδάς, «Ο Χαρακτήρας της Κοινωνίας μας», εφ. Τα Νέα, 4-7-2000.

[5]. Β. Κρεμμυδάς, «Να μάθουμε το Εικοσιένα», εφ. Τα Νέα, 23/24-3-2002.

[6]. Β. Κρεμμυδάς, «Χονδροειδής Παραποίηση της Ιστορίας», εφ. Τα Νέα, 7-6-2000· M. Isabella, «Citizens or Faithful? Religion and the Liberal Revolutions of the 1820s in Southern Europe», Modern Intellectual History 12 (2015), σ. 558.

[7]. Β. Κρεμμυδάς, «Πολιτική και Εκκλησία, Τι σηματοδοτούν η Εκλογή Αρχιεπισκόπου και Προέδρου του ΣΥΝ», εφ. Τα Νέα, 27-2-2008· Y. Stavrakakis, «Politics and Religion: On the “Politicization” of Greek Church Discourse», Journal of Modern Greek Studies 21 (2003), σ. 174, σημ. 40.

[8]. C. Mango, «The Phanariots and the Byzantine Tradition», στο R. Clogg (εκδ.), The Struggle for Greek Independence, The Macmillan Press: London-Basingstoke 1973, σ. 58. Επίσης G. P. Henderson, Η αναβίωση του Ελληνικού Στοχασμού 1620-1830, Η Ελληνική Φιλοσοφία στα Χρόνια της Τουρκοκρατίας, Σειρά 3, Μεταφράσεις, Ακαδημία Αθηνών-Κέντρο Ερεύνης της Ελληνικής Φιλοσοφίας: Αθήναι 1977 [1970], σ. 282· R. Clogg, «The Greek Millet in the Ottoman Empire», στο B. Braude, B. Lewis, Christians and Jews in the Ottoman Empire, The Functioning of a Plural Society, τ. 1, The Central Lands, Holmes and Meier Publishers: New York 1982, σ. 193· A. Mango, «Remembering the Minorities», Middle Eastern Studies 21,4 (1985), σ. 123· Έ. Σκοπετέα, Το «Πρότυπο Βασίλειο» και η Μεγάλη Ιδέα, Όψεις του Εθνικού Προβλήματος στην Ελλάδα (1830-1880), Εκδόσεις Πολύτυπο: Αθήνα 1988, σ. 134· P.M. Kitromilides, «Greek Irredentism in Asia Minor and Cyprus», Middle Eastern Studies 26 (1990), σ. 10· Γ.Α. Μακρής, «Εκκλησία και Επανάσταση (1821-1852). Οι Σχέσεις του Οικουμενικού Πατριαρχείου με τα Εθνικά Κινήματα», στο Σ.Π. Παπαγεωργίου (επιμ.), Αφιέρωμα στον Αλέξανδρο Δεσποτόπουλο. Ανάλεκτα νεότερης Ελληνικής Ιστορίας, Εκδόσεις Παπαζήση: Αθήνα 1995, σ. 109· Β. Κρεμμυδάς, «Ο χαρακτήρας της κοινωνίας μας», εφ. Τα Νέα, 4-6-2000· R. Kasaba, «The Enlightenment, Greek Civilization and the Ottoman Empire: Reflections on Thomas Hope’s Anastasius», Journal of Historical Sociology 16 (2003), σ. 14· N. Chrysoloras, «Why Orthodoxy? Religion and Nationalism in Greek Political Culture», Studies in Ethnicity and Nationalism 4,1 (2004), σ. 44· P. Bien, «Inventing Greece», Journal of Modern Greek Studies 23 (2005), σ. 227· V. Kechriotis, «History as a Public Claim and the Role of the Historian: Two Recent Debates Regarding the Ottoman Past in Greece and Bulgaria», στο E. Ginio – K. Kaser (εκδ.), Ottoman Legacies in the Contemporary Mediterranean. The Balkans and the Middle East Compared, Conference and Lectures Series 8, European Forum and the Hebrew University: Jerusalem 2013, σσ. 290-291· R. Daskalov, «Bulgarian-Greek Dis/Entanglements», στο R. Daskalov – T. Marinov (εκδ.), Entangled Histories of the Balkans, τ. 1, National Ideologies and Language Policies, Balkan Studies Library 9, Brill: Leiden-Boston 2013, σσ. 193-194· P.Μ. Kitromilides, «The Ecumenical Patriarchate», στο L.N. Leustean (εκδ.), Orthodox Christianity and Nationalism in Nineteenth-Century Southeastern Europe, Orthodox Christianity and Contemporary Thought, Fordham University Press: New York 2014, σ. 28· P. Anastasakis, The Church of Greece Under Axis Occupation, Fordham University Press: New York 2015, σ. 25· Β. Κρεμμυδάς, Η Ελληνική Επανάσταση του 1821, Τεκμήρια, Αναψηλαφήσεις, Ερμηνείες, Gutenberg: Αθήνα 2016, σ. 59· T.W. Gallant, Modern Greece: from the War of Independence to the Present, Bloomsbury: London (κ. άλ.) 20162, σσ. 38-39· 90-91· ελλ. μετ. T.W. Gallant, Νεότερη Ελλάδα, Από τον Πόλεμο της Ανεξαρτησίας μέχρι τις Μέρες μας, Πεδίο: Αθήνα 2017, σσ. 82· 85· 158· Σ. Πουλιάσης, «Επιθυμία Γνώσης και Εφαλτήριο Ιδεολογικής Ένταξης στο Έθνος», Αναγνώσεις, εφ. Η Κυριακάτικη Αυγή, 25-3-2017· K. Kumar, Visions of Empire, How Five Imperial Regimes Shaped the World, Princeton University Press: Princeton, Oxford 2017, σ. 105.

[9]. Σ. Αναγνωστοπούλου, «Η Διπλή Ανάγνωση της Επανάστασης στο Πλαίσιο της Αυτοκρατορικής Λογικής περί Εξουσίας του Πατριαρχείου Κωνσταντινούπολης. Από τον Οθωμανορθόδοξο Πατριωτισμό στον Ελληνικό Αλυτρωτισμό», στο Π. Πιζάνιας (εκδ.), Η Ελληνική Επανάσταση του 1821, Ένα Ευρωπαϊκό Γεγονός, Ιόνιο Πανεπιστήμιο, Τμήμα Ιστορίας – Κέδρος: Αθήνα 2009, σ. 294.

[10]. Π. Πιζάνιας, Η Ιστορία των Νέων Ελλήνων, Από το 1400 έως το 1820, Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», Ι.Δ. Κολλάρου και Σία Α.Ε: Αθήνα 2014, σ. 472· A. Heraclides, A. Dialla, Humanitarian Intervention in the Long Nineteenth Century, Setting the Precedent, Humanitarianism: Key Debates and New Approaches, Manchester University Press: Manchester 2015, σ. 107.

[11]. Β. Κρεμμυδάς Από τον Σπυρίδωνα Τρικούπη στο Σήμερα, Το Εικοσιένα στις Νέες Ιστοριογραφικές Προσεγγίσεις, Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων για τον Κοινοβουλευτισμό και τη Δημοκρατία: Αθήνα 2007, σ. 66· E. Doxiadis, State, Nationalism, and the Jewish Communities of Modern Greece, Bloomsbury Academic: London (κ. άλ.), σ. 48.

[12]. Βλ. ενδεικτικά, μεταξύ άλλων, R. Clogg, «Aspects of the Movement for Greek Independence», στο R. Clogg (εκδ.), The Struggle for Greek Independence, όπ. παρ. σημ. 8, σ. 19· A.M. Kazamias, Education and Modernization in Greece, Office of Education (DHEW), Bureau of Research No. 7–1111: Washington, DC 1974, σ. II-8· K.H. Karpat, «Ottoman Relations with the Balkan Nations after 1683», Balkanistica 1 (1974), σ. 37· R. Just, «Anti-Clericism and National Identity: Attitudes Towards the Orthodox Church in Greece», στο W. James, D. H. Johnson (εκδ.), Vernacular Christianity, Essays in the Social Anthropology of Religion Presented to Godfrey Lienhardt, Lilian Barber Press: New York 1988, σσ. 25-26· V. Roudometof, Nationalism, Globalization and Orthodoxy, The Social Origins of Ethnic Conflict in the Balkans, Contributions to the Study of World History 89, Greenwood Press: Westport, Connecticut – London 2001, σ. 64· Μ. Μητσού, Στέφανου Α. Κουμανούδη, Στράτης Καλοπίχειρος, τ. 2, Ένα Ποιητικό Τεκμήριο Αυτολογοκρισίας, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης: Αθήνα 2005, σ. 320· D. Livanios, «The Quest for Hellenism: Religion, Nationalism and Collective Identities in Greece (1453-1913)», The Historical Review / La Revue Historique 3 (2006), σ. 52· S.P. O’Rourke, «Orthodoxy», στο S. Berger (εκδ.), A Companion to Nineteenth-Century Europe, Blackwell Companions to European History, Blackwell Publishing: Malden, MA (κ. άλ.) 2006, σ. 265· D. Brewer, Greece, The Hidden Centuries, Turkish Rule from the Fall of Constantinople to Greek Independence, I. B. Tauris: London – New York 2010, σ. 231· ελλ. μετ. D. Brewer, Ελλάδα 1453-1821, Οι Άγνωστοι Αιώνες, Εκδόσεις Πατάκη: Αθήνα 2018, σ. 337· Β. Παναγιωτόπουλος, «Αρχίστε την Επανάσταση χωρίς εμένα», εφ. Το Βήμα, 28-3-2010· P.Μ. Kitromilides, «The Orthodox Church in Modern State Formation in South-East Europe», στο W. van Meurs, A. Mungiu-Pippidi (εκδ.), Ottomans into Europeans, State and Institution Building in South Eastern Europe, Hurst: London 2010, σ. 39· W.St. Clair, That Greece Might Still be Free, The Philhellenes in the War of Independence, Open Book Publishers: Cambridge 2008, σσ. 3-4· P. Tsoukala, «Marrying Family Law to the Nation», The American Journal of Comparative Law 58 (2010), σ. 890· D. Halikiopoulou, Patterns of Secularization, Church, State and Nation in Greece and the Republic of Ireland, Ashgate: Farnham, Surrey 2011, σ. 48· R. Stites, The Four Horsemen, Riding to Liberty in Post-Napoleonic Europe, Oxford University Press: Oxford (κ. άλ.) 2014, σ. 202· L.J. Frary, Russia and the Making of Modern Greek Identity, 1821-1844, Oxford Studies in Modern European History, University Press Oxford: Oxford 2015, σ. 98· T.W. Gallant, Modern Greece, όπ. παρ. σημ. 8,σσ. 86· 91· ελλ. μετ. T.W. Gallant, Νεότερη Ελλάδα, όπ. παρ. σημ. 8, σσ. 151· 158· A. Gerolymatos, An International Civil War, Greece, 1943-1949, Yale University Press: New Haven – London 2016, σ. 13.

[13]. R. Clogg, The Movement for Greek Independence 1770-1821, A Collection of Documents, Studies in Russian and East European History, The Macmillan Press: London – Basingstoke 1976, σ. xxii· E. Gazi, Scientific National History, The Greek Case in Comparative Perspective (1850-1920), European University Studies, Peter Lang: Frankfurt am Main (κ. άλ.) 2000, σ. 62· Ι.Σ. Κολιόπουλος, Ιστορία της Ελλάδος από το 1800, Το Έθνος, η Πολιτεία και η Κοινωνία των Ελλήνων, τχ. 1, Εκδόσεις Βάνιας: Θεσσαλονίκη 2000, σ. 64· Π.Μ. Κιτρομηλίδης, «Το Εθνικό Ζήτημα στα Βαλκάνια», στο Θ. Βερέμης (επιμ.) Εθνική Ταυτότητα και Εθνικισμός στη Νεότερη Ελλάδα, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης: Αθήνα 2003, σελ. 107· Γ. Κατσιαμπούρα, «Tο Κρυφό Σχολειό και ο Γρηγόριος Ε΄», εφ. Η Αυγή, 24-3-2004· Β. Κρεμμυδάς, Η Μεγάλη Ιδέα, Μεταμορφώσεις ενός Εθνικού Ιδεολογήματος, Εκδόσεις Τυπωθήτω: Αθήνα 2010, σ. 85· Θ.Μ. Βερέμης, Ι.Σ. Κολιόπουλος, Νεότερη Ελλάδα, Μια Ιστορία από το 1821, Εκδόσεις Πατάκη: Αθήνα 2013, σ. 20· Π. Πιζάνιας, Η Ιστορία των Νέων Ελλήνων, όπ. παρ. σημ. 10, σ. 472· D. Vovchenko, Containing Balkan Nationalism, Imperial Russia and Ottoman Christians (1856– 1912), Religion and Global Politics, Oxford University Press: New York 2016, σσ. 52· 151.

[14]. Ν. Θεοτοκάς, Ν. Κοταρίδης, «Οι Θεσμοί Οθωμανικής Κυριαρχίας και η Ελληνική Επανάσταση», στο Π. Πιζάνιας (εκδ.), Η Ελληνική Επανάσταση του 1821, όπ. παρ. σημ 9, σ. 337.

[15]. A. Pollis, «Eastern Orthodoxy and Human Rights», Human Rights Quarterly 15 (1993), σ. 347.

[16]. R. Clogg, «The Greek Millet in the Ottoman Empire», όπ. παρ. σημ. 8, σ. 193.

[17]. P. M. Kitromilides, «Greek Irredentism in Asia Minor and Cyprus», όπ. παρ. σημ. 8, σ. 10· K. Zanou, «Imperial Nationalism and Orthodox Enlightenment: Diasporic Story Between the Ionian Islands, Russia Greece, ca 1800–30», στο M. Isabella, K. Zanou (εκδ.), Mediterranean Diasporas, Politics and Ideas in the Long 19th Century, Bloomsbury Academic: New York 2016, σ. 118.

[18]. L.S. Stavrianos, The Balkans Since 1453, C. Hurst & Co: London 2002 [1958], σ. 149· K.H. Karpat, «Ottoman Views and Policies Towards the Orthodox Church», Greek Orthodox Theological Review 31 (1986), σ. 149· R. Kasaba, όπ. παρ. σημ. 8, σ. 14. D. Livanios, όπ. παρ. σημ. 12, σ. 52.

[19]. Θ. Βερέμης, Γ. Κολιόπουλος, Ελλάς. Η Σύγχρονη Συνέχεια, Από το 1821 μέχρι Σήμερα, Εκδόσεις Καστανιώτη: Αθήνα 2006, σσ. 464-465.

[20]. Γ. Γιαννουλόπουλος, «Ο Κοραής, το Έθνος και η Γλώσσα», The Athens Review of Books 44 (Οκτώβριος 2013), σ. 52.

[21]. T.H. Papadopoullos, Studies and Documents relating to the History of the Greek Church and People under Turkish Domination, Bibliotheca Graeca Aevi Posterioris 1, Brussels 1952, σσ. 157-158.

[22]. Α. Λιάκος, «Είχε η Εκκλησία Εθνική Συνείδηση;», εφ. Το Βήμα, 25-3-2007.

[23]. Θ. Βερέμης, Γ. Κολιόπουλος, Ελλάς, όπ. παρ. σημ. 19, σ. 464.

[24]. V.N. Makrides, «The Enlightenment in the Greek Orthodox East: Appropriation, Dilemmas, Ambiguities», στο P.M. Kitromilides (εκδ.), Enlightenment and Religion in the Orthodox World, Oxford University Studies in the Enlightenment 2016:02, Voltaire Foundation – University of Oxford: Oxford 2016, σ. 23.

[25]. N. Θεοτοκάς, «Η Ορθόδοξος Ανατολική Εκκλησία και το “Σατανικόν Φρόνημα” του 1821», εφ. Η Κυριακάτικη Αυγή, 23-3-2001.

[26]. Α. Ελεφάντης, «Επιλεγόμενα στο Βιβλίο που συντάραξε το Ρωμέικο για 400 Μέρες», εφ. Η Αυγή, 5-10-2007.

[27]. Γ. Κουμπουρλής, «Η Ιδέα της Ιστορικής Συνέχειας του Ελληνικού Έθνους στους Εκπροσώπους του Ελληνικού Διαφωτισμού: Η Διαμάχη για το Όνομα του Έθνους και οι Απόψεις για τους Αρχαίους Μακεδόνες και τους Βυζαντινούς», Δοκιμές 13-14 (2005), σσ. 141-142.

[28]. Π.Μ. Κιτρομηλίδης, Νεοελληνικός Διαφωτισμός, Οι Πολιτικές και Κοινωνικές Ιδέες, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης: Αθήνα 20003 [1996], σσ. 36-37.

[29]. Η έμφαση από τον συγγραφέα.

[30]. N. Chrysoloras, όπ. παρ. σημ. 8, σ. 44· επίσης V. Kechriotis, όπ. παρ. σημ. 8, σ. 290.

[31]. A. Pollis, όπ. παρ. σημ. 15, σ. 347.

[32]. T.H. Papadopoullos, όπ. παρ. σημ. 21, σ. 157.

[33]. Γ.Α. Μακρής, όπ. παρ. σημ. 8, σ. 112-113· Β. Κρεμμυδάς, «Χονδροειδής…», όπ. παρ. σημ. 6· πρβλ. και L.S. Stavrianos, όπ. παρ. σημ. 18, σ. 150· D. Halikiopoulou, όπ. παρ. σημ. 12, σ. 48.

[34]. Έ. Σκοπετέα, όπ. παρ. σημ. 8, σ. 121.

[35]. P.E. Lekas, «The Greek War of Independence from the Perspective of Historical Sociology», The Historical Review / La Revue Historique 2 (2005), σ. 180· του ιδίου, «Nationalism qua Modernization: The Greek War of Independence», στο Π. Πιζάνιας (εκδ.), Η Ελληνική Επανάσταση του 1821, όπ. παρ. σημ. 9, σ. 275.

[36]. Ν. Θεοτοκάς, Ν. Κοταρίδης, «Οι Θεσμοί…», όπ. παρ. σημ. 14, σ. 336.

[37]. Σ. Αναγνωστοπούλου, όπ. παρ. σημ. 9, σ. 294.

[38]. P. M. Kitromilides, «Orthodoxy and the West: Reformation to Enlightenment», στο M. Angold, The Cambridge History of Christianity τ. 5, Eastern Christianity, Cambridge University Press: Cambridge (κ. άλ) 2006, σ. 206· επίσης και C. Karvounis, Diglossie, Sprachideologie, Wertekonflikte Zur Geschichte der Neugriechischen Standardsprache (1780 bis 1930), Griechenland in Europa 3, Böhlau Verlag: Köln (κ. άλ.) 2016, σ. 116, σημ. 328.

[39]. P.Μ. Kitromilides, «The Ecumenical Patriarchate», όπ. παρ. σημ. 8, σσ. 29-30· A. Alexandris, The Greek Minority of Istanbul and Greek Turkish Relations, 1918–1974, Centre of Asia Minor Studies: Athens 19922, σ. 36· K. Zanou, «Imperial Nationalism and Orthodox Enlightenment: Diasporic Story between the Ionian Islands, Russia Greece, ca 1800–30», στο M. Isabella, K. Zanou (εκδ.), Mediterranean Diasporas, Politics and Ideas in the Long 19th Century, Bloomsbury Academic: New York 2016, σ. 118.

[40]. Π.Μ. Κιτρομηλίδης, Νεοελληνικός Διαφωτισμός, όπ. παρ. σημ. 28, σ. 450.

[41]. P. M. Kitromilides, Religion and Politics in the Orthodox World, The Ecumenical Patriarchate and the Challenges of Modernity, Routledge Religion, Society and Government in Eastern Europe and the Former Soviet States 6, Routledge: Abingdon – New York 2019(sic), σ. 54· Γ. Κατσιαμπούρα, όπ. παρ. σημ. 13.

[42]. Γ.Κ. Κορδάτος, Ιστορία της Νεώτερης Ελλάδας, τ. 2, (Η Επανάσταση του 1821), Εκδόσεις “20ΟΣ Αιώνας„: Αθήνα 1957, σ. 148.

[43]. P.Μ. Kitromilides, «The Orthodox Church…», όπ. παρ. σημ. 12, σ. 38· του ιδίου, «The Ecumenical Patriarchate», όπ. παρ. σημ. 8, σ. 28.

[44]. Η έμφαση από τον συγγραφέα.

[45]. Η έμφαση από τον συγγραφέα.

[46]. N. Kotaridis, N. Théotokas, «La Révolution Nationale Grecque de 1821: Perceptions Ottomanes», στο Μ. Efthimiou (επιμ.), La Société Grecque sous la Domination Ottomane, Économie, Identité, Structure Sociale et Conflits, Balcanica et Turcica, Hellenoturcica, Hêrodotos: Athènes 2010, σ. 209.

[47]. Ν. Θεοτοκάς, Ν. Κοταρίδης, «Οι Προσλήψεις της Επανάστασης από τους Οθωμανούς και το Πατριαρχείο», στο Μ. Πύλια (επιμ.), 1821, Αναγνώσεις, εφ. Η Κυριακάτικη Αυγή, 25-3-2005.

[48]. N. Θεοτοκάς, όπ. παρ. σημ. 25.

[49]. Β. Κρεμμυδάς, Η Ελληνική Επανάσταση του 1821, όπ. παρ. σημ. 8, σ. 67.

[50]. Β. Κρεμμυδάς, «Κήρυξε Πόλεμο στον Διαφωτισμό», εφ. Τα Νέα, 25-11-2006.

[51]. Γ.Κ. Κορδάτος, Ιστορία της Νεώτερης Ελλάδας, τ. 2, όπ. παρ. σημ. 42, σ. 148.

[52]. Ε.Ν. Φραγκίσκος, «Ο Σολωμικός “Ύμνος” και το Λυρικό Δράμα “Hellas” του P. B. Shelley (1822)», Ο Ερανιστής 11 (1974) [Νεοελληνικός Διαφωτισμός, Αφιέρωμα στον Κ.Θ. Δημαρά, Αθήνα 1980], σ. 549.

[53]. Λ. Διβάνη, Η Εδαφική Ολοκλήρωση της Ελλάδας (1830-1947) (Απόπειρα Πατριδογνωσίας), Εκδόσεις Καστανιώτη: Αθήνα 2000, σ. 64, σημ. 78.

[54]. R. Clogg, «The Greek Millet in the Ottoman Empire», όπ. παρ. σημ. 8, σ. 193· Τ.Α. Γριτσόπουλος, «Ὁ Πατριαρχικὸς Ἀφορισμὸς κατὰ Ὑψηλάντη καὶ τὸ Πραγματικὸν Αὐτοῦ Νόημα», Μνημοσύνη 14 (1998-2000), σ. 21.

[55]. Θ. Βερέμης, Γ. Κολιόπουλος, Ελλάς, όπ. παρ. σημ. 19, σ. 196.

[56]. D. Brewer, The Flame of Freedom, The Greek War of Independence, 1821-1833, London 2001, σ. 56· ελλ. μετ. D. Brewer, Η Φλόγα της Ελευθερίας, Ο Αγώνας των Ελλήνων για την Ανεξαρτησία, 1821-1833, Αθήνα 2004, σ. 83.

[57]. P.Μ. Kitromilides, «The Orthodox Church…», όπ. παρ. σημ. 12, σ. 39· του ιδίου, «The Ecumenical Patriarchate», όπ. παρ. σημ. 8, σ. 28.

[58]. Β. Κρεμμυδάς, Η Ελληνική Επανάσταση του 1821, όπ. παρ. σημ. 8, σ. 71.

[59]. V. Karalis, «Greek Christianity after 1453», στο Ken Parry (εκδ.), The Blackwell Companion to Eastern Christianity, Blackwell Publishing: Malden, MA (κ.άλ.) 2007 σ. 165.

[60]. Α. Βακαλόπουλος, Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, τ. 5, σσ. 505-506.

[61]. Α. Βακαλόπουλος, όπ. παρ., σ. 506, σημ. 706.

[62]. Κ. Δεσποτόπουλος, «Η Εκκλησία και η Επανάσταση του ʼ21», εφ. Τα Νέα, 27-10-2006.

[63]. Α. Δεσποτόπουλος, «Παράγοντες Διάρκεια Φάσεις και Ιδιομορφία της Ελληνικής Επαναστάσεως», στο Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. 12, σ. 36.

[64]. Π. Πιζάνιας, Η Ιστορία των Νέων Ελλήνων, όπ. παρ. σημ. 10, σσ. 471-472.

[65]. [Μ. Πύλια], «Εκκλησία, Μύθος, Ιστορία», στο Μ. Πύλια (επιμ.), Διαδρομές Εθνικού Προσδιορισμού (B), Αναγνώσεις, εφ. Η Κυριακάτικη Αυγή, 25-3-2008.

[66]. Β. Κρεμμυδάς, Η Μεγάλη Ιδέα, όπ. παρ. σημ. 13, σ. 116.

[67]. Γ. Παπαθεοδώρου, Ρομαντικά Πεπρωμένα, Ο Αριστοτέλης Βαλαωρίτης ως «Εθνικός Ποιητής», Συμφραζόμενα: Θεωρία· Ιστορία· Κριτική, Βιβλιόραμα: Αθήνα 2009, σ. 249.

[68]. D. Vovchenko, όπ. παρ. σημ 13, σ. 151.

[69]. Γ. Τζεδόπουλος, «Εθνική Ομολογία και Συμβολική στην Ελλάδα του 19ου Αιώνα, Οι Εθνομάρτυρες», Μνήμων 24 (2002), σ. 126.

[70]. Γ. Τζεδόπουλος, όπ. παρ., σ. 121.

[71]. P. Bien, όπ. παρ. σημ. 8, σ. 227· Γ. Τζεδόπουλος, όπ. παρ. σημ. 69, σ. 121.

[72]. P.M. Kitromilides, «Greek Irredentism in Asia Minor and Cyprus», όπ. παρ. σημ. 8, σ. 10· του ιδίου, «The Ecumenical Patriarchate», όπ. παρ. σημ. 8, σ. 30.

[73]. Πρβλ. V. Kechriotis, όπ. παρ. σημ. 8, σ. 291.

[74]. P.Μ. Kitromilides, «The Ecumenical Patriarchate», όπ. παρ. σημ. 8, σ. 30.

[75]. Θ. Βερέμης, Γ. Κολιόπουλος, Ελλάς, όπ. παρ. σημ. 19, σ. 465.

[76]. Σ. Τρικούπης, τ. 1, όπ. παρ. σημ 1, σ. 69 (κεφ. στ΄).

[77]. Γ. Παπαθεοδώρου, όπ. παρ. σημ. 67, σ. 281.

[78]. «Ὁ Τρικούπης […] ἀποδεικνύ[ει] τὸ ὅλως ἄλογον καὶ ἀνυπόστατον τοῦ ἀποδιδομένου [στον παατριάρχη] ἐγκλήματος»: Π. Καρολίδης, Ἱστορία τοῦ ΙΘ΄ Αἰῶνος, τ. 2, Ἀθήνησιν 1892, σ. 213.

[79]. Π. Καρολίδης, όπ. παρ., σ. 227.

[80]. Π. Καρολίδης, όπ. παρ., σ. 213.

[81]. Π. Καρολίδης, όπ. παρ., σ. 214.

[82]. Π. Καρολίδης, όπ. παρ., σ. 214.

[83]. Π. Καρολίδης, όπ. παρ., σ. 215.

[84]. Φ. Ηλιού, «Μανουήλ Γεδεών: Ένας Πρόδρομος», στο Μ. Γεδεών, Ἡ Πνευματικὴ Κίνησις τοῦ Γένους κατὰ τὸν ΙΗ΄ καὶ ΙΘ΄ Αἰῶνα, Ά. Αγγέλου, Φ. Ηλιού (επιμ.), Αθήνα 1976, σ. ιγ΄.

[85]. Β.Δ. Καραμανωλάκης, Η Συγκρότηση της Ιστορικής Επιστήμης και η Διδασκαλία της Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών (1837-1932), Ιστορικό Αρχείο Ελληνικής Νεολαίας Γενικής Γραμματείας Νέας Γενιάς 42, Ινστιτούτο Νεοελληνικών Ερευνών ΕΙΕ: Αθήνα 2006, σ. 87.

[86]. Γ. Παπαθεοδώρου, όπ. παρ. σημ. 67, σσ. 279-280.

[87]. Γ. Παπαθεοδώρου, όπ. παρ. σημ. 67, σ. 280.

[88]. Αρχιεπ. Αθηνών και Πάσης Ελλάδος Χρυσόστομος Α. Παπαδόπουλος, «Ἡ Ἐκκλησία Κωνσταντινουπόλεως καὶ ἡ Μεγάλη Ἐπανάστασις τοῦ 1821», Θεολογία 21 (1950), σ. 491.

[89]. Αρχιεπ. Αθηνών και Πάσης Ελλάδος Χρυσόστομος Α. Παπαδόπουλος, όπ. παρ., σ. 318.

[90]. Αρχιεπ. Αθηνών και πάσης Ελλάδος Χρυσόστομος Α. Παπαδόπουλος, όπ. παρ. σημ. 88, σσ. 490-491.

[91]. Β.Π. Παναγιωτόπουλος, «Προσπάθεια Ἁγιοποιήσεως Γρηγορίου Ε΄ κατὰ τὸ 1823», Ελληνική Δημιουργία 13 (1954), σ. 357.

[92]. Τ.Ν. Πιπινέλης, Πολιτικὴ Ἱστορία τῆς Ἑλλ. Ἐπαναστάσεως, Εκδοτικός Οίκος «Αγών»: ἐν Παρισίοις, 1928, σ. 49.

[93]. Τ.Ν. Πιπινέλης, όπ. παρ., σ. 50.

[94]. [Μ. Πύλια], «Εκκλησία, Μύθος, Ιστορία», όπ. παρ. σημ. 65.

[95]. Π. Πιζάνιας, Η Ιστορία των Νέων Ελλήνων, όπ. παρ. σημ. 10, σσ. 471-472.

[96]. Σ.Π. Παπαγεωργίου, Από το Γένος στο Έθνος, Η Θεμελίωση του Ελληνικού Κράτους 1821-1862, Εκδόσεις Παπαζήση: Αθήνα 2004, σ. 47, σημ. 41.

[97]. Τ.Α. Γριτσόπουλος, «Παρατηρήσεις ἐπὶ μιᾶς Νέας Μελέτης περὶ τοῦ Πατριάρχου Γρηγορίου Ε΄», Μνημοσύνη 6 (1976-1977), σ. 327.

[98]. Α. Κοραής, «Προλεγόμενα» στο Ἀριστοτέλους Πολιτικῶν τὰ Σωζόμενα, Ἑλληνικὴ Βιβλιοθήκη 13, ἐν Παρισίοις 1821, σσ. ρκ΄-ρκδ΄.

[99]. Α. Κοραής, όπ. παρ., σ. ρκ΄.

[100]. P.Μ. Kitromilides, «The Orthodox Church…», όπ. παρ. σημ. 12, σ. 44.

[101]. Α. Κοραής, «Προλεγόμενα» στο Ἀριστοτέλους Πολιτικῶν…, όπ. παρ. σημ. 98, σ. ρκ΄.

[102]. Extrait du Mémoire du cabinet de Saint-Pétersbourg, sur la pacification de Ia Grèce, expédié dans le courant de l’année 1824: εφ. Le Constitutionnel φ. 152, 31-5-1824, σ. 1.

[103]. «Mais, ce qui porte au comble l’absurdité du projet en question, c’est que l’auteur propose, comme un gage de sécurité suffisante, la résidence du Patriarche grec à Constantinople, qui, dit-il, doit y être en quelque sorte le représentant de la Nation: qui ne voit, d’après cela, que, sauf certaines formes impraticables, qui d’ailleurs n’aboutiroient qu’à paralyser les forces de la nation Grecque, et à diviser ses intérêts l’intention du diplomate n’est en dernière analyse, rien autre chose que de poser pour principe de la négociation qu’il projette le maintien de la souveraineté absolue des Turcs, et la durée de l’esclavage non moins absolu des Grecs? de manière qu’après tous ses exploits, après tous ses généreux efforts, la nation Grecque se trouveroit, au gré du négociateur, ramenée, vis-à-vis la puissance Ottomane, au statu quo ante bellum!»: [Π. Κοδρικάς], Lettre Messénienne sur lʼIntervention des Puissances Alliées dans les Affaires de la Grèce, a Paris 1824, σσ. 48-49. Η έμφαση από τον συγγραφέα.

[104]. «Comment les Grecs, tout pieux et religieux qu’ils sont, écouteroient-ils les exhortations d’un chef de l’Eglise, qui, esclave lui-même, leur prêcheroit obligeamment l’esclavage? Comment obéiroient-ils à des ordres dictés par l’autorité du Divan? Mais, dira-t-on peut-être, n’était-ce pas de cette manière que le Patriarche exerçoit jusqu’à présent en Grèce sa juridiction ecclésiastique? Oui; mais c’est justement pour sortir de cet abominable état de choses, pour délivrer l’Eglise et la Nation du joug oppresseur qui pèse sur elles, que les Grecs ont pris les armes, et qu’ils combattent avec le courage du désespoir»: [Π. Κοδρικάς], όπ. παρ., σ. 50.

[105] «L’intervention des Puissances alliées dans les affaires de la Grèce […] il faudroit qu’elle fût concertée de bonne foi, […] et ayant pour but invariable l’affranchissement plein et légitime de l’Eglise et de la nation Grecque»: [Π. Κοδρικάς], όπ. παρ., σ. 68.

[106]. «Le seul moyen de réussir, nous le répétons, ce seroit de poser pour base des négociations le principe invariable du christianisme, en insistant avec une résolution ferme et de bonne foi concertée sur l’ affranchissement, sans restriction de l’Eglise et de la nation Grecque, comprise avec toutes les îles dans les limites de l’ancienne Grèce»: [Π. Κοδρικάς], όπ. παρ., σσ. 71-72·

[107]. «Et n’est-ce pas en cette qualité de chef ecclésiastique et de représentant constitué de la nation Grecque, que le Patriarche Grégoire a été violemment arraché des marches de l’autel en habits pontificaux, et livré au supplice le plus infamant, à la porte de sa cathédrale, lorsque ce vénérable pontife employoit tous les moyens ecclésiastiques qui étoient en son pouvoir pour éteindre la première étincelle de l’insurrection naissante!»: [Π. Κοδρικάς], όπ. παρ., σσ. 49-50.

[108]. Φ. Ηλιού, Τύφλωσον Κύριε τον Λαόν σου, Οι Προεπαναστατικές Κρίσεις και ό Νικόλαος Πίκκολος, Πορεία: Αθήνα 1988, σσ. 67-68.

[109]. E. Fokas, E. Karagiannis, «Greek Identity and Europe: Entanglements and Tensions», στο W. Spohn (κ. άλ. εκδ.), Religion and National Identities in an Enlarged Europe, Identities and Modernities in Europe, Palgrave Macmillan: Houndmills, Basingstoke Hampshire 2015, σσ. 73-74.

[110]. Εφ. Ὁ Σωτήρ φ. 25, 8-4-1834, σ. 103.

[111]. J.A. Petropulos, Politics and Statecraft in the Kingdom of Greece, 1833-1843, Princeton Legacy Library, Princeton University Press: Princeton, N. J. 1968, σ. 204· ελλ. μεταφ. J.A. Petropulos, Πολιτική και Συγκρότηση κράτους στο Ελληνικό Βασίλειο (1833-1843), Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης: Αθήνα 1984, σσ. 239-240· Σ.Ι. Παπαδόπουλος, «Ένα ανέκδοτο Υπόμνημα του Νικολάου Σκούφου προς τον Κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια», Δωδώνη, Επιστημονική Επετηρίδα της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, τ. 6, 1977, σ. 312.

[112]. Αντί άλλων, για τα ιστορικά της σύστασης του αυτοκεφάλου βλ. Χρυσόστομος Α. Παπαδόπουλος (μετέπειτα Αρχιεπ. Αθηνών και πάσης Ελλάδος), Ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, τ. 1, Ἵδρυσις καὶ Ὀργάνωσις τῆς Αὐτοκεφάλου Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ἐν Ἀθήναις 1920, σσ. 49-110. Το αυτοκέφαλο της Ελλαδικής Εκκλησίας ανακηρύχτηκε επίσημα με το Β.Δ. της 23/4-7/8-1833, ΦΕΚ 23 της 1/13-8-1833. Το Β.Δ. αυτό δεν υπογράφτηκε βέβαια από τον βασιλιά Όθωνα, όπως αναφέρει ο Χρυσόστομος (όπ. παρ., σ. 102), αλλά εκδόθηκε στο όνομα του Όθωνα και υπογράφτηκε από τους τρεις αντιβασιλείς, διότι ο Όθωνας, ως ανήλικος, δεν είχε δικαίωμα υπογραφής.

[113]. Είναι χαρακτηριστικό πως την απόσχιση και την ανακήρυξη της αυτοκεφαλίας της Ελλαδικής Εκκλησίας διεκδικούσαν ο καθένας ως δικό του προσωπικό κατόρθωμα τόσο ο Θεόκλητος Φαρμακίδης, όσο και ο αντιβασιλιάς Μάουρερ: Χρυσόστομος Α. Παπαδόπουλος, όπ. παρ., σ. 67.

[114]. Συνεδρίασις 28 της 19-1-1856, στο Πρακτικὰ τῶν Συνεδριάσεων τῆς Βουλῆς κατὰ τὴν Τρίτην Σύνοδον τῆς Τετάρτης Βουλευτικῆς Περιόδου, τ. 1, ἐν Ἀθήναις 1856, σ. 230.

[115]. Όλοι οι βουλευτές που μίλησαν είναι άγνωστοι, καθώς τα πρακτικά δεν καταγράφουν τα ονόματά τους.

[116]. Συνεδρίασις 41 τῆς 22-2-1856, στο Πρακτικὰ…, όπ. παρ. σημ. 114, σ. 433.

[117]. Πρακτικὰ…, όπ. παρ. σημ. 114, σ. 434.

[118]. Πρακτικὰ…, όπ. παρ. σημ. 114, σ. 434.

[119]. Πρακτικὰ…, όπ. παρ. σημ. 114, σ. 434.

[120]. Πρακτικὰ…, όπ. παρ. σημ. 114, σ. 435.

[121]. Πρακτικὰ…, όπ. παρ. σημ. 114, σ. 435.

[122]. Πρακτικὰ…, όπ. παρ. σημ. 114, σ. 435.

[123]. Πρακτικὰ…, όπ. παρ. σημ. 114, σ. 435.

[124]. π. Γ.Δ. Μεταλληνός, Πολιτική και Θεολογία, Ιδεολογία και Πράξη του Ριζοσπάστη Πολιτικού Γεωργίου Τυπάλδου-Ιακωβάτου (1813-1882), Τέρτιος: Κατερίνη 1990, σσ. 99, 113.

[125]. Συνεδρίασις 291, 5-8-1864: Ἐπίσημος Ἐφημερὶς τῆς Συνελεύσεως, Βασιλεία Γεωργίου τοῦ Α΄, Προεδρία Ε. Δεληγεώργη, ἀριθ. 46, ἐν Ἀθήναις 5 Σεπτεμβρίου 1864, τ. 5, Αθήναι 1864, σ. 367· Ν.Ι. Σαρίπολος, Πραγματεία τοῦ Συνταγματικοῦ Δικαίου, τ. 5, Ἀθήνησι 18752, σ. 496.

[126]. Βλ. παρ., 4.3. 1834: Εφημερίδα Ὁ Σωτήρ.

[127]. Α. Φραντζής, Ἐπιτομὴ τῆς Ἱστορίας τῆς Ἀναγεννηθείσης Ἑλλάδος, Ἀρχομένη ἀπὸ τοῦ Ἔτους 1715, καὶ Λήγουσα τὸ 1836, τ. 1, ἐν Ἀθήναις 1839, σ. 260 (σημ.).

[128]. Α. Φραντζής, όπ. παρ., σ. 261.

[129]. Βλ. σχ. Π.Α. Γεωργαντζής, Ο «Αφορισμός» του Αλέξανδρου Υψηλάντη (Ιστορική και Θεολογική Διερεύνηση του Θέματος), Εκκλησία και Θεολογία 2, Εκδόσεις «Παρουσία»: Καβάλα 1988,σ. 43 και εξ.

[130]. Ι. Φιλήμων, τ. 2, όπ. παρ. σημ. 1, σ. 112.

[131]. J.L. Comstock, History of the Greek Revolution, New York 1828, σ. 152· Κ.Μ. Κούμας, Ἱστορίαι τῶν Ἀνθρωπίνων Πράξεων ἀπὸ τῶν Ἀρχαιοτάτων Χρόνων ἕως τῶν Ἡμερῶν μας, τ. 12, ἐν Βιέννῃ τῆς Αὐστρίας 1832, σ. 515· T. Gordon, History of the Greek Revolution, Edinburgh-London 1832, σ. 186· ελλ. μετ. (Α. Παπαδιαμάντη) Θ. Γόρδων, Ἱστορία τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπαναστάσεως, τ. 1, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης: Αθήνα 2015, σ. 278· Σ. Τρικούπης, τ. 1, όπ. παρ. σημ. 1, σ. 62 (κεφ. στ΄)· A. Prokesch von Osten, Geschichte des Abfalls der Griechen vom rkischen Reiche im Jahre 1821 und der Gründung des Hellenischen nigreiches, Aus Diplomatischem Standpuncte, τ. 1, Wien 1867, σ. 26· ελλ. μετ. Α. Πρόκες-Όστεν, Ἱστορία τῆς Ἐπαναστάσεως τῶν Ἑλλήνων κατὰ τοῦ Ὀθωμανικοῦ Κράτους ἐν Ἔτει 1821 καὶ τῆς Ἱδρύσεως τοῦ Ἑλληνικοῦ Βασιλείου Διπλωματικῶς Ἐξεταζομένη, τ. 1, Ἀθήνησι 1868, σ. 31· K. Mendelssohn-Bartholdy, Geschichte Griechenlands von der Eroberung Konstantinopels durch die rken im Jahre 1453 bis auf Unsere Tage, τ. 1, Leipzig 1870, σ. 213· ελλ. μετ. Κ. Μένδελσων-Βαρθόλδη, Ἱστορία τῆς Ἑλλάδος ἀπὸ τῆς ἐν Ἔτει 1453 Ἁλώσεως τῆς Κωνσταντινουπόλεως ὑπὸ τῶν Τούρκων μέχρι τῶν καθʼ ἡμᾶς Χρόνων, ἐν Ἀθήναις – εν Κωνσταντινουπόλει 1873, σ. 292· του ιδίου, Επίτομη Ιστορία της Ελληνικής Επανάστασης, Χ.Κ. Τεγόπουλος Εκδόσεις Α.Ε.: Αθήνα 2011, σ. 91· G. Finlay, A History of Greece, from its Conquest by the Romans to the Present Time, B.C. 146 to A.D. 1864, τ. 6. The Greek Revolution, τ. 1, A.D. 1821-1827, Oxford 1877, σ. 126· ελλ. μετ. (Α. Παπαδιαμάντη) Γ. Φίνλεϋ, Ἱστορία τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπαναστάσεως, τ. 1, Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων για τον Κοινοβουλευτισμό και τη Δημοκρατία: Αθήνα 2008, σ. 173· G.F. Hertzberg, Geschichte Griechenlands seit dem Absterben des antiken Lebens bis zur Gegenwart, τ. 4, Von der Erhebung der Neugriechen gegen die Pforte bis zum Berliner Frieden (1821-1878), Gotha 1879, σ. 20· ελλ. μετ. Γ.Φ. Χέρτσβεργ, Ἱστορία τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπαναστάσεως, τ. 1, ἐν Ἀθήναις 1916, σ. 24.

[132]. Ι. Φιλήμων, τ. 2, όπ. παρ. σημ. 1, σ. 112.

[133]. C.A. Frazee, The Orthodox Church and Independent Greece, 1821-1852, Cambridge University Press: Cambridge 1969, σ. 28· ελλ. μετ. C.A. Frazee, Ορθόδοξος Εκκλησία και Ελληνική Ανεξαρτησία 1821-1852, Δόμος: Αθήνα 2007, σ. 47.

[134]. P. Sherrard, «Church, State and the Greek War of Independence», στο R. Clogg (εκδ.), The Struggle for Greek Independence, όπ. παρ. σημ. 8, σ. 182· G. Hering, λήμ. «Grigorios V [1976]», στο Biographisches Lexikon zur Geschichte Südosteuropas, Südosteuropäische Arbeiten 75/2, τ. 2, σ. 89· A. Palmer, Decline and Fall of the Ottoman Empire, Barnes and Noble Books: New York 1994, σ. 85· A. Pollis, όπ. παρ. σημ. 15, σ. 347· V. Roudometof, Nationalism, Globalization and Orthodoxy, όπ. παρ. σημ. 12, σ. 64· E. Kraft, «Von der Rum Milleti zur Nationalkirche – die Orthodoxe Kirche in Südosteuropa im Zeitalter des Nationalismus», Jahrbücher für Geschichte Osteuropas 51 (2003), σ. 398· K. Kreiser, Istanbul, Ein Historischer Stadtführer, Verlag C.H. Beck: München 20092, σ. 160· L.J. Frary, όπ. παρ. σημ. 12, σ. 98.

[135]. Ο μόνος που διορθώνει σιωπηρά το λάθος είναι ο L.J. Frary, όπ. παρ. σημ. 12, σ. 98.

[136]. Μονόφυλλο του αφορισμού, όπ. παρ. σημ. 2· J.-B. Martin, L. Petit, όπ. παρ. σημ. 2, στ. 154.

[137]. Μεταξύ αυτών ο Χρυσόστομος Παπαδόπουλος, ο Δ. Φωτιάδης, η Ιστορία του Ελληνικού Έθνους και άλλοι. Οι σχετικές παραπομπές στο Π.Α. Γεωργαντζής, όπ. παρ. σημ. 129, σσ. 109-110. Επίσης και οι Α.Ε. Βακαλόπουλος, Επίλεκτες Βασικές Ιστορικές Πηγές της Ελληνικής Επαναστάσεως (1813-1825), τ. 1, Εκδόσεις Βάνιας: Θεσσαλονίκη 1990, σ. 120· Β. Σφυρόερας, λήμ. «Γρηγόριος Ε΄», Εκπαιδευτική Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, τ. 3, Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό [1985], σ. 213· Α. Κωνσταντακοπούλου, «Αφορισμοί και Καταδίκες», Αναγνώσεις, εφ. Η Κυριακάτικη Αυγή, 26-3-2016· Α. Σφοίνη, «“Επανάσταση”: Χρήσεις και Σημασίες της Λέξης στα Κείμενα του ’21», στο Π. Μιχαηλάρης (κ. άλ., επιμ.), Όψεις της Επανάστασης του 1821, Πρακτικά Συνεδρίου, Αθήνα, 12 και 13 Ιουνίου 2015, Εταιρεία Μελέτης Νέου Ελληνισμού – Περιοδικό Μνήμων: Αθήνα 2018, σ. 310· Θ.Μ. Βερέμης, Γ.Σ. Κολιόπουλος, Ι.Δ. Μιχαηλίδης, 1821, Η Δημιουργία ενός Έθνους-Κράτους, Μεταίχμιο: Αθήνα 2018, σ. 109· 110, σημ. 37.

[138]. Η ημερομηνία της 23ης Μαρτίου μας βοηθάει να καταλάβουμε τον λόγο που επέφερε όλη την σύγχυση σχετικά με το πότε εκδόθηκε ο πρώτος αφορισμός. Ο Φιλήμων λαμβάνει την συγκεκριμένη ημερομηνία από τον Μαθά, ο οποίος αναφέρει πως «κατὰ τὴν 23 Μαρτίου προστάζεται ὁ Πατριάρχης, δι’ Ὑψηλοῦ Ὁρισμοῦ, νὰ […] ἀφορίσῃ […] τὸν Ὑψηλάντην καὶ τοὺς μετ’ αὐτοῦ συναποστάντας, λύσῃ δὲ τὸν ὅρκον τῶν Ἑταιριστῶν[.] […] Ταῦτα ἐκέλευσε τὸ Διάταγμα»: Ζ. Μαθάς, Κατάλογος Ἱστορικὸς τῶν Πρώτων Ἐπισκόπων καὶ τῶν ἐφεξῆς Πατριαρχῶν τῆς τῆς ἐν Κωνσταντινουπόλει Ἁγίας καὶ Μεγάλης τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας, ἐν Ναυπλίῳ 1837, σσ. 282-283.

Την συγκεκριμένη ημερομηνία ο Μαθάς προφανώς την άντλησε, άμεσα ή έμμεσα, από κάποια ευρωπαϊκή εφημερίδα. Αλλά υπέπεσε σε ένα πολύ συνηθισμένο για την εποχή λάθος. Δεν μετέτρεψε την ημερομηνία του ευρωπαϊκού τύπου (23 Μαρτίου), που ήταν με το νέο ημερολόγιο, στο παλαιό ημερολόγιο, που χρησιμοποιούνταν σε όλον τον ορθόδοξο κόσμο και στην Οθωμανική αυτοκρατορία. Αν προβούμε σε αυτήν την διόρθωση, διαπιστώνουμε πως και ο Μαθάς διασώζει την σωστή ημερομηνία για την κοινοποίηση του σουλτανικού διατάγματος που υποχρέωσε τον πατριάρχη να αφορίσει τους επαναστάτες, η οποία είναι και η ημερομηνία έκδοσης του πρώτου αφορισμού. Η 23η Μαρτίου με το νέο ημερολόγιο ήταν η 11η Μαρτίου με το παλιό.

[139]. Σ. Τρικούπης, τ. 1, όπ. παρ. σημ. 1, σ. 260 (σημ. α, του κεφ. στ΄).

[140]. Τ.Α. Γριτσόπουλος, «Ὁ Ἐθνομάρτυς Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης Ἰωσήφ Δαλιβήρης ὁ ἀπὸ Δράμας», Μακεδονικά 4 (1960), σ. 489.

[141]. Ι.Κ. Μαζαράκης-Αινιάν, «Εισαγωγικό Κείμενο», στο Μονόφυλλα τοῦ Ἀγῶνος, όπ. παρ. σημ. 2, σ. 6.

[142]. Φ. Ηλιού, Τύφλωσον Κύριε τον Λαόν σου, όπ. παρ. σημ. 108, σ. 73.

[143]. P.Μ. Kitromilides, «The Ecumenical Patriarchate», όπ. παρ. σημ. 8, σ. 28.

[144]. Β. Κρεμμυδάς, Η Ελληνική Επανάσταση του 1821, όπ. παρ. σημ. 8, σ. 64.

[145]. «Konstantinopel, 24 März. […] Die Angesehensten und Vorsteher der griechischen Gemeinde wurden gestern von dem Patriarchen, welcher die gemessensten Befehle von der Pforte erhalten hatte, in der Hauptkirche versammelt, und ihnen ein großherrlicher Firman vorgelesen, welcher Michael Suzzo (den Fürsten der Moldau) des Hochverraths anklagt, und sein und seiner Anhänger Verdammungsurtheil ausspricht»: εφ. Allgemeine Zeitung φ. 117, 27-4-1821, σ. 467.

[146]. «Malgré cela, la Sublime Porte […] s’est empressée d’envoyer sur-le-champ au patriarcat des boyaurdis contenant des conseils salutaires. Ces conseils étant parvenus à la connaissance de M. l’envoyé russe, et ayant été approuvés par lui, il en a pris copie. Le véritable but qu’on avait en vue, en adressant les rescrits sus mentionnés au patriarche, était de l’engager (le patriarche étant le chef de la nation grecque, et par son influence à même de se faire obéir) à répandre de tous côtés des anathèmes pour exhorter à la soumission, et sauver sa propre nation, en étouffant sans bruit et sans éclat, le germe de la rebellion que nourissaient des rajas égarés, tant dans la capitale que dans d’autres parties de l’empire»: Diplomatisches Archiv für die Zeit- und Staatengeschichte, Das Jahr 1821 / Archives Diplomatiques pour l’Histoire du Temps et des États, L’Année 1821, τ. 2, Stuttgart – Tübingen 1822, σ. 825.

[147]. Θ.Μ. Βερέμης, Γ.Σ. Κολιόπουλος, Ι.Δ. Μιχαηλίδης, όπ. παρ. σημ. 137, σ. 109.

[148]. «Ἱερώτατε μητροπολῖτα……… ὑπέρτιμε καὶ ἔξαρχε Πλαγηνῶν, ἐν ἁγίῳ Πνεύματι ἀγαπητὲ ἀδελφὲ καὶ συλλειτουργέ, καὶ εὐγενέστατοι ἄρχοντες οἱ ἐν τῇ ἐπαρχίᾳ ταύτῃ, αὐτόχθονές τε καὶ ἡμεδαποί, τιμιώτατοι πραγματευταί, χρησιμώτατοι πρόκριτοι τῶν αὐτόθι εὐλογημένων ῥουφετίων καὶ λοιποὶ ἁπαξάπαντες εὐλογημένοι Χριστιανοὶ ἑκάστης τάξεως καὶ βαθμοῦ, τέκνα ἐν Κυρίῳ ἡμῶν ἀγαπητά, χάρις εἴη ὑμῖν καὶ εἰρήνη παρὰ Θεοῦ»: Σ. Τρικούπης, τ. 1, όπ. παρ. σημ. 1, σσ. 260-261 (Σημειώσεις, κεφ. στ΄, α).

[149]. «Ἱερώτατε μητροπολῖτα……… ὑπέρτιμε καὶ ἔξαρχε Πλαγηνῶν, ἐν ἁγίῳ Πνεύματι ἀγαπητὲ ἀδελφὲ καὶ συλλειτουργὲ τῆς ἡμῶν μετριότητος, κύριε……… χάρις εἴη σου τῇ ἱερότητι καὶ εἰρήνη παρὰ Θεοῦ»: Σ. Τρικούπης, τ. 1, όπ. παρ. σημ. 1, σ. 259 (Σημειώσεις, κεφ. στ΄, α).

[150]. Σ. Τρικούπης, τ. 1, όπ. παρ. σημ. 1, σ. 260 (Σημειώσεις, κεφ. στ΄, α).

[151]. Σ. Τρικούπης, τ. 1, όπ. παρ. σημ. 1, σ. 259 (Σημειώσεις, κεφ. στ΄, α).

[152]. Όπ. παρ., 5.2.2. Η ημερομηνία έκδοσης του πρώτου αφοριστικού εγγράφου.

[153]. Ακριβές αντίγραφο μιας από εκείνες τις επιστολές σώζεται στον Κώδικα Απογράφων της Επισκοπής Σερβίων και Κοζάνης 1815-1831, σ. 171. Πρόκειται για προσωπική επιστολή του πατριάρχη Γρηγόριου προς τον μητροπολίτη Θεσσαλονίκης Ιωσήφ, με ημερομηνία 16 Μαρτίου 1821, όπου συνιστά να μείνουν οι κάτοικοι της επαρχίας του πιστοί υπήκοοι του σουλτάνου, και να μην ξεσηκωθούν, όπως στη Μολδοβλαχία. Την επιστολή αυτήν ο Θεσσαλονίκης την διεβίβασε με την σειρά του σε κάποιους από τους επισκόπους της Μητρόπολής του, και εκείνοι στους υπόλοιπους. Έτσι, στον επίσκοπο Κοζάνης την επιστολή του πατριάρχη διεβίβασε ο Κίτρους: Μ.Α. Καλινδέρης, Γραπτὰ Μνημεῖα ἀπὸ τὴ Δυτ. Μακεδονία Χρόνων Τουρκοκρατίας, Τύποις «Ἐπαρχιακῆς Φωνῆς»: Πτολεμαῒς 1940, σ. 75, (20).

[154]. Σ. Τρικούπης, τ. 1, όπ. παρ. σημ. 1, σ. 259 (Σημειώσεις, κεφ. στ΄, α).

[155]. Σ. Τρικούπης, τ. 1, όπ. παρ. σημ. 1, σ. 259 (Σημειώσεις, κεφ. στ΄, α).

[156]. Σ. Τρικούπης, τ. 1, όπ. παρ. σημ. 1, σ. 260 (Σημειώσεις, κεφ. στ΄, α).

[157]. «Ἀμέσως ὁ ἀοίδιμος ἐκεῖνος συγκαλεῖ εἰς συνεδρίασιν τοὺς ἐνδημοῦντας Ἀρχιερεῖς καὶ προτείνει αὐτοῖς τὸν ἀφορισμόν. Ἐν δὲ ἄκρᾳ σιωπῇ ὑπογράφουσιν ἅπαντες»: Εφ. Aἰών φ. 1260, 24-5-1852· Γ.Π. Αγγελόπουλος, Γ.Γ. Παπαδόπουλος (εκδ.), Τὰ κατὰ τὸν Ἀοίδιμον Πρωταθλητὴν τοῦ Ἱεροῦ τῶν Ἑλλήνων Ἀγῶνος τὸν Πατριάρχην Κωνσταντινουπόλεως Γρηγόριον τὸν Ε΄, τ. 1, ἐν Ἀθήναις 1865, σ. 378.

[158]. Τ.Χ. Κανδηλώρος, Γρηγόριος Ε΄, ἐν Ἀθήναις 19212, σ. 211.

[159]. Βλ. παρ. 5.2.2. Η ημερομηνία έκδοσης του πρώτου αφοριστικού εγγράφου.

[160]. Ε. Ξάνθος, Ἀπομνημονεύματα περὶ τῆς Φιλικῆς Ἑταιρίας, Αθήναι 1845, σ. 168 (αρ. 121)· Αρχείο Εμμανουήλ Ξάνθου, τ. 3, Ιστορική και Εθνολογική Εταιρεία της Ελλάδος: Αθήνα 2002, σ. 157 (αρ. εγγρ. 1821/98).

[161]. Σ. Τρικούπης, τ. 1, όπ. παρ. σημ. 1, σ. 260 (Σημειώσεις, κεφ. στ΄, α).

[162]. Π.Α. Γεωργαντζής, όπ. παρ. σημ. 129, σ. 118.

[163]. Τα σωστά είναι Νικαίας Μακάριος, Προύσσης Πανάρετος και Αγκύρας Μεθόδιος: Βλ. σχ. Π.Α. Γεωργαντζής, όπ. παρ. σημ. 129, σ. 135.

[164]. Το σωστό θα ήταν Παροναξίας.

[165]. Εφ. Ἑλληνικὸς Τηλέγραφος φ. 32, 17-4-1821, σ. 161· Ἑρμῆς ὁ Λόγιος 9, 1-5-1821, σ. 310.

[166]. Σ. Τρικούπης, τ. 1, όπ. παρ. σημ. 1, σσ. 259-260 (Σημειώσεις, κεφ. στ΄, α).

[167]. Ι. Φιλήμων, τ. 2, όπ. παρ. σημ. 1, σ. 315· 317.

[168]. Τ.Α. Γριτσόπουλος, «Ὁ Ἐθνομάρτυς Μητροπολίτης…», όπ. παρ. σημ. 140, σ. 489.

[169]. Ν.Γ. Ζαχαρόπουλος, Γρηγόριος Ε΄, Σαφὴς Ἔκφρασις τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Πολιτικῆς ἐπὶ Τουρκοκρατίας, Θεσσαλονίκη 1974, σ. 137, σημ. 292.

[170]. [Μ. Πύλια], «Εκκλησία, Μύθος, Ιστορία», όπ. παρ. σημ. 65.

[171]. Ἑρμῆς ὁ Λόγιος 9 (1-5-1821), σ. 303· εφ. Ἑλληνικὸς Τηλέγραφος φ. 32, 17-4-1821, σ. 157.

[172]. T. Prousis, «Smyrna 1821: a Russian View», Modern Greek Studies Yearbook 7 (1991), σ. 145 κ. εξ.

[173]. «On 25 March, the patriarchal encyclical was read. It aroused mixed feelings, but it seems that it is not politic to open the people’s eyes to the existing conspiracy»: T. Prousis, όπ. παρ., σ. 150.

[174]. Οι σχετικές παραπομπές στο Π.Α. Γεωργαντζής, όπ. παρ. σημ. 129, σσ. 128-129.

[175]. Π.Α. Γεωργαντζής, όπ. παρ. σημ. 129, σσ. 130-131.

[176]. Κ.-Μ. Αποστολίδης, «Ὁ ἀπὸ Σηλυβρίας Φιλιππουπόλεως Μητροπολίτης Παΐσιος», Θρακικά 3 (1932), σ. 28· Π.Α. Γεωργαντζής, όπ. παρ. σημ. 129, σ. 130.

[177]. «Ἐν Φιλιππουπόλει ˏαωκα΄ Ἀπριλίου η΄»: Κ.-Μ. Αποστολίδης, όπ. παρ., σ. 29.

[178]. Ο Ναθαναήλ Ιωάννου υπήρξε αγωνιστής του ’21 στην περιοχή της Εύβοιας και μετέπειτα ένας ενάρετος και σεβάσμιος κληρικός. Βλ. σχ. Μητρ. Μεσσηνίας Χρυσόστομος Θέμελης, «Εὐβοϊκαὶ Ἐκκλησιαστικαὶ Προσωπικότητες», Θεολογία 55 (1984), σσ. 920-921.

[179]. Αρχιμ. Ναθαναήλ Ιωάννου, Εὐβοϊκά, ἐν Ἑρμoυπόλει 1857, σσ. 41-42, σημ.

[180]. Π.Α. Γεωργαντζής, όπ. παρ. σημ. 129, σ. 131.

[181]. Οι σκληραγωγημένοι Τάταροι ιππείς, οι οποίοι ήταν απαράμιλλοι στην αντοχή και τις ικανότητες τους στην ιππασία, χρησιμοποιούνταν στην Ανατολία και την Μέση Ανατολή ως αγγελιοφόροι. Το όνομα των Τατάρων συνδέθηκε τόσο στενά μʼ αυτήν την ιδιότητα, ώστε έφτασε να σημαίνει στην οθωμανική τουρκική τον αγγελιοφόρο: B.-G. Williams, The Crimean Tatars, The Diaspora Experience and the Forging of a Nation, Brillʼs Inner Asian Library 2, Brill: Leiden 2001, σ. 234.

[182]. C. Heywood, λήμ. «Ulaḳ», Encyclopaedia of Islam, New Edition, τ. 10, 2000, σ. 800.

[183]. C. Heywood, λήμ. «Menzil/Menzilhane», Encyclopedia of the Ottoman Empire, Facts On File, Inc. An imprint of Infobase Publishing: New York 2009, σ. 374.

[184]. A. Shmuelevitz, The Jews of the Ottoman Empire in the Late Fifteenth and the Sixteenth Centuries, Administrative, Economic, Legal, and Social Relations as Reflected in the Responsa, E.J. Brill: Leiden 1984, σ. 96.

[185]. Ch.-Ph. Grant, The Syrian Desert, Caravans, Travel and Exploration, A. and C. Black: London 1937, σ. 243.

[186]. «I know it to be the fact that the Tartars of Ali Pasha frequently ride from Ioannina to Constantinople in six days, and some of them are said to have performed it occasionally in five»: H. Holland, Travels in the Ionian Isles, Albania, Thessaly, Macedonia, &c during the Years 1812 and 1813, London 1815, σ. 203· ελλ. μετάφρ. H. Holland, Ταξίδι στη Μακεδονία και Θεσσαλία (1812-1813), Εκδόσεις Αφών Τολίδη: Αθήνα 1989, σσ. 31-32.

Όπως σημειώνει ο Π.Μ. Κιτροµηλίδης, ανάμεσα στις «πολύτιμες μαρτυρίες» που μας άφησαν «οι Άγγλοι επισκέπτες της Ελλάδας» «ξεχωρίζουν για την ποιότητα της πληροφόρησης και της ακρίβειας τους εκείνες του ταγματάρχη William Martin Leake και του γιατρού Henry Holland»: Π.Μ. Κιτροµηλίδης, «Γνωσιολογικός Εµπειρισµός και Πολιτικός Φιλελληνισµός: Το Ταξίδι του Henry Holland στην Ελλάδα (1812-1813)», Δελτίον της Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρείας της Ελλάδος 23 (1980), σ. 343.

[187]. Σ. Τρικούπης, τ. 1, όπ. παρ. σημ. 1, σ. 61 (κεφ. στ΄).

[188]. Την ακριβή ημέρα της πεντάωρης συνομιλίας του σουλτάνου με τον πατριάρχη την γνωρίζουμε χάρις σε μια επιστολή που έστειλε ο Γεώργιος Πραΐδης στον Ανδρέα Λουριώτη, και σώζεται στο Αρχείο Α. Μαυροκορδάτου. Ο Πραΐδης βρίσκονταν τότε στο Παρίσι και ο Λουριώτης στο Λιβόρνο. Η επιστολή φέρει χρονολογία 19 Απριλίου (ν.ημ.) 1821. Εκεί ο Πραΐδης αναφέρει κάποιες πληροφορίες από ένα γράμμα που του εστάλη από την Οδησσό, με ημερομηνία 9-11 Μαρτίου (π.ημ.) 1821. Ανάμεσα στα άλλα που ανέφερε στον Πραΐδη ο ομογενής από την Οδησσό ήταν και τα νέα που μετέφερε στους Έλληνες της Οδησσού ένας Ψαριανός καπετάνιος, ο οποίος είχε φύγει από την Κωνσταντινούπολη στις 2 Μαρτίου (π.η.). Σύμφωνα με τα λεγόμενα του καπετάνιου, ο σουλτάνος μόλις έμαθε την κήρυξη της Επανάστασης στην Μολδοβλαχία καταλήφθηκε από μεγάλο φόβο και δεν ήξερε τι μέτρα να πάρει. Και το πρώτο που έκανε ήταν να φωνάξει τον πατριάρχη, με τον οποίον συνομίλησε για πέντε ολόκληρες ώρες:

«Ἀπὸ δὲ Ὀδησσοῦ διαλαμβάνει τὸ γράμμα ὅτι ἔφθασεν εἰς τὸν λιμένα ἕνα Ψαριανὸς καπετᾶνος, τοῦ ὁποίου λέγει καὶ τὸ ὄνομα, ὅστις εἶπεν ὅτι εἶχεν ἀναχωρήσει ἀπὸ τὴν Πόλιν εἰς τὰς τὰς 2 Μαρτίου παλ., καὶ ἤξευρε τότε ὁ σουλτᾶνος ὅλα τὰ κινήματα τῶν Γραικῶν, καὶ ὅτι ἔμελλε νὰ γίνῃ ἐκεῖ ἀποστασία· ὅτι ἐκυριεύετο ἀπὸ μέγαν φόβον καὶ δεν ἤξευρε τὶ μέτρα νὰ λάβῃ, ὅτι ἔκραξε τὸν πατριάρχην καὶ ἐσκέφθη μετ’ αὐτοῦ ὣς πέντε ὥρας»: Ε.Γ. Πρωτοψάλτης (επιμ.), Ἱστορικὸν Ἀρχεῖον Ἀλεξάνδρου Μαυροκορδάτου, Ἔγγραφα τῶν ἐτῶν 1803 – 1822, Μνημεῖα τῆς Ἑλληνικῆς Ἱστορίας, τ. 5,1, Γραφεῖον Δημοσιευμάτων Ἀκαδημίας Ἀθηνῶν: ἐν Ἀθήναις 1968, σ. 37 (έγγρ. 22).

Επειδή γνωρίζουμε ότι την έναρξη της Επανάστασης ο σουλτάνος την έμαθε στις 1 Μαρτίου το απόγευμα, και ο καπετάνιος που αναφέρει την είδηση αναχώρησε από την Κωνσταντινούπολη στις 2 Μαρτίου, είναι προφανές πως ο σουλτάνος κάλεσε τον πατριάρχη πολύ νωρίς το πρωί, αν δεν τον είχε καλέσει το ίδιο βράδυ της 1ης Μαρτίου.

Αυτή η μακρότατη συνομιλία των δύο ανδρών φαίνεται πως είχε προκαλέσει σε όλους πολύ μεγάλη εντύπωση και έγινε ταχύτατα γνωστή παντού, κάτι που απηχείται και στον τρόπο με τον οποίο καταχωρίσθηκε και διαδόθηκε στον ευρωπαϊκό τύπο, όπου έγινε γνωστή από μια επιστολή, που δημοσιεύτηκε ως ανταπόκριση σε πολλές ευρωπαϊκές εφημερίδες. Την συγκεκριμένη επιστολή έστειλε στις 11 Μαρτίου από την Οδησσό κάποιος πλοίαρχος Νικόλαος Κοκόλης, ο οποίος είχε φύγει από την Κωνσταντινούπολη στις 7 Μαρτίου:

«Odessa, 11 (23) März. Der Schifskapitain Nicola Cocoli langte gestern, nach einer Reise von 70 Stunden, unter Russischer Flagge, von Constantinopel hier an, und erzählt über die Lage der Sachen Sachen dort Folgendes: […] Der Groß-Sultan hatte mit dem Griechischen Patriarchen eine fünfstündige Unterredung gepflogen».

[Οδησσός, 11/23 Μαρτίου. Ο πλοίαρχος Νικόλαος Κοκόλης κατέφθασε χθες εδώ από την Κωνσταντινούπολη, μετά από ένα ταξίδι 70 ωρών, υπό ρωσική σημαία, και λέει τα εξής σχετικά με τη κατάσταση των πραγμάτων εκεί: [..] Ο μεγάλος σουλτάνος είχε μια συνομιλία πέντε ωρών με τον Έλληνα Πατριάρχη]: Εφ. Allgemeine Zeitung φ. 114, 24-4-1821, σ. 484· εφ. Neue Breslauer Zeitung φ. 64, 21-4-1821, σ. 874· εφ. Leipziger Zeitung φ. 80, 21-4-1821, σ. 916· εφ. The Times φ. 11.230, 26-4-1821, σ. [2]· εφ. Bayreuther Zeitung φ. 80/81, 22/23-4-1821, σ. 329· εφ. Allgemeine Handlungs-Zeitung φ. 80, 22-4-1821, σ. 324· εφ. Neue Speyerer Zeitung φ. 50, 26-4-1821, σ. [1]· εφ. The Cambrian φ. 901, 26-4-1821, σ. [3]· εφ. Le Moniteur Universel φ. 123-124, 3/4-5-1821, σ. 613· εφ. Diario da Regencia φ. 105, 4-5-1821, σ. [3].

Στην συνομιλία αυτήν αναφέρεται και μια επιστολή του Σταμάτη Κουμπάρη προς τον Μιχαήλ Φωκιανό, έμπορο στο Ισμαήλι της Βεσσαραβίας και μέλος της Φιλικής Εταιρείας. Η επιστολή εστάλη από την Οδησσό στις 12-3-1821: «Ὁ ἴδιος <ὁ> σουλτάνος ἐφώναξε τὸν πατριάρχην καὶ ὡμίλησε μαζί του 5 ὥρας. Δὲν ἠξεύρει τινὰς τί ὡμίλησαν»: Ε. Ξάνθος, όπ. παρ. σημ. 160, σ. 167 (αρ. 120)· Αρχείο Εμμανουήλ Ξάνθου, τ. 3, όπ. παρ. σημ. 160, σ. 146 (αρ. εγγρ. 1820/93). Ο Σταμάτης Κουμπάρης ήταν ένας από τους αδελφούς Κουμπάρη, οι οποίοι υπήρξαν μεγαλέμποροι της Οδησσού και μέλη της Φιλικής Εταιρείας.

[189]. Ζ. Μαθάς, όπ. παρ. σημ. 138, σ. 283.

[190]. Π.Δ. Μιχαηλάρης, Αφορισμός, Η Προσαρμογή μιας Ποινής στις Αναγκαιότητες της Τουρκοκρατίας, Θεσμοί και Ιδεολογία στη Νεοελληνική Κοινωνία 60, Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών / Κέντρο Νεοελληνικών Ερευνών: Αθήνα 1997, σ. 211.

[191]. Π.Δ. Μιχαηλάρης, Αφορισμός, όπ. παρ., σ. 211.

[192]. Π.Δ. Μιχαηλάρης, Αφορισμός, όπ. παρ., σ. 215.

[193]. Βλ. παρ., 5.3.1. Οι λόγοι που η Υψηλή Πύλη επέβαλλε τη σύνταξή του.

[194]. Π.Α. Γεωργαντζής, όπ. παρ. σημ. 129, σσ. 223· 121.

[195]. Π.Α. Γεωργαντζής, όπ. παρ. σημ. 129, σ. 223-224.

[196]. Μονόφυλλο του αφορισμού, όπ. παρ. σημ. 2· J.-B. Martin, L. Petit, όπ. παρ. σημ. 2, στ. 154.

[197]. Β. Κρεμμυδάς, «Η Σύγκρουση για την Ιστορία», εφ. Τα Νέα, 26-04-2007.

[198]. Π.Α. Γεωργαντζής, όπ. παρ. σημ. 129, σ. 224.

[199]. «Μερικὸς ἔτι τοῦ πατριάρχου ἀφορισμὸς ἀνεγνώσθη κατὰ Σούτσου καὶ Ὑψηλάντου, ἀντονομαζομένων τοῦ μὲν πρώτου Κακομιχάλου, τοῦ δὲ δευτέρου Κακοαλέκου»: Ι. Φιλήμων, τ. 2, όπ. παρ. σημ. 1, σ. 112.

[200]. Τα δύο αφοριστικά κείμενα, μαζί με την διαβιβαστική επιστολή του Γρηγορίου, βλ. Ι. Φιλήμων, τ. 2, όπ. παρ. σημ. 1, σσ. 309-321.

[201]. Τ.Χ. Κανδηλώρος, όπ. παρ. σημ. 158, σ. 219.

[202]. Τ.Α. Γριτσόπουλος, «Ὁ Πατριαρχικὸς Ἀφορισμὸς…», όπ. παρ. σημ. 54, σ. 21.

[203]. J.-B. Martin, L. Petit, όπ. παρ. σημ. 2, στ. 158.

[204]. Ακόμη και ο Δ. Σοφιανός, ο οποίος ασχολήθηκε ειδικά με τους αλλεπάλληλους αφορισμούς που εκσφενδόνισε ο πατριάρχης Ευγένιος Β΄ ενάντια στην Επανάσταση, γνωρίζει μόνον τις αφοριστικές και καταδικαστικές εγκυκλίους που εξαπέστειλε ο Ευγένιος από τον Αύγουστο του 1821 ως τον Γενάρη του 1822, εξηγώντας ότι «αυτής της περιόδου μας είναι γνωστές»: Δ. Σοφιανός, «Εγκύκλιοι (Αυγ. 1821 – Ιαν. 1822) του Οικουμενικού Πατριάρχη Ευγενίου Β΄ περί Δουλικής Υποταγής των Ελλήνων στον Οθωμανό Κατακτητή», Δελτίο του Κέντρου Ερεύνης της Ιστορίας του Νεώτερου Ελληνισμού 2 (2000), σ. 24. Αλλά ο αφορισμός του Μαΐου δεν είναι ο μόνος αφορισμός του Ευγενίου, τον οποίον αγνοεί ο Σοφιανός. Αγνοεί επίσης και τον αφορισμό του Ιουνίου του 1821, ο οποίος είναι δημοσιευμένος ήδη από το 1972: Ν. Δελιαλής, «Ἐγκύκλιος Εὐγενίου Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως τοῦ Ἔτους 1821», Μακεδονικά 12 (1972), σσ. 497-500.

[205]. J.-B. Martin, L. Petit, όπ. παρ. σημ. 2, στ. 156.

[206]. Βλ. παρ., 4.3. 1834: Εφημερίδα Ὁ Σωτήρ.

[207]. Βλ. παρ., 4.5. 1864: Ν. Σαρίπολος.

[208]. J.-B. Martin, L. Petit, όπ. παρ. σημ. 2, στ. 92.

[209]. [Μ. Πύλια], «Εκκλησία, Μύθος, Ιστορία», όπ. παρ. σημ 65.

[210]. Ε. Ξάνθος, όπ. παρ. σημ 160, σ. 9.

[211]. Ι. Φιλήμων, Δοκίμιον Ἱστορικὸν περὶ τῆς Φιλικῆς Ἑταιρίας, ἐν Ναυπλίᾳ 1834, σσ. 202-203, σημ. α.

[212]. Οι Botzaris και Dakin αποδέχονται πως το συγκεκριμένο περιστατικό δείχνει ότι ο Γρηγόριος εξέφρασε την υποστήριξη και τη συμπάθειά του προς τα μέλη της Φιλικής Εταιρείας: N. Botzaris, Visions Balkaniques dans la Préparation de la Révolution Grecque (1789-1821), Université de Genève, Institut Universitaire de Hautes Études Internationales, Thèse 138, Libraire E. Droz: Genève 1962, σ. 96· D. Dakin, The Unification of Greece 1770-1923, Ernest Benn Limited: London 1972, σ. 32, σημ 13· ελλ. μετ. D. Dakin, Η Ενοποίηση της Ελλάδας 1770-1923, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης: Αθήνα 1998, σσ. 60-61, σημ. 13.

[213]. «Όταν ωστόσο η Εταιρεία προσέγγισε τον Πατριάρχη Γρηγόριο Ε΄, ενώ βρισκόταν εξόριστος στο Άγιον Όρος μεταξύ της δεύτερης και της τρίτης του πατριαρχείας, ο Γρηγόριος αρνήθηκε να προσχωρήσει, προβάλλοντας το επιχείρημα ότι ήταν δεσμευμένος με όρκο να σεβαστεί την εξουσία του Σουλτάνου»: Π.Μ. Κιτρομηλίδης, Νεοελληνικός Διαφωτισμός, όπ. παρ. σημ. 28, σσ. 459-460.

[214]. Ε. Αγγελομάτη-Τσουγκαράκη, «Αγγλόφωνες πηγές και Πρώιμη Ιστοριογραφία για την Ελληνική Επανάσταση», στο Ιστοριογραφία και Πηγές για την Ερμηνεία του 1821, Πρακτικά Α´ Συνεδρίου της Εκκλησίας της Ελλάδος, Δομή – Αρχονταρίκι: Αθήνα 2013, σ. 102.

[215]. «[Υ]et we dare not affirm that the Patriarch and the members of the Synod were entirely innocent of plotting against the state: we have, on the contrary, reason to believe that Gregory knew the Hetoeria’s existence, and that some of the other prelates were deeply engaged in its machinations»: T. Gordon, όπ. παρ. σημ. 131, σ. 188· ελλ. μετ. (Α. Παπαδιαμάντη) Θ. Γόρδων, όπ. παρ. σημ. 131, σ. 281.

[216]. «[I]n seinen Reden hörte man ihn die Griechen von dem verderblichen Wagnisse abmahnen, während er zugleich unter täuschendem Aushängeschilde Briefe in den Interessen der Hetäristen schrieb und ihren Sendboten Empfehlungen an die Geistlichen gab. Die türkischen Minister behaupteten später, in eilf Briefen von ihm an Moreotische Verschworene die Beweise seiner Schuld in Händen zu haben»: G.G. Gervinus, Geschichte des Neunzehnten Jahrhunderts seit den Wiener Verträgen, τ. 5, Leipzig 1861, σ. 215· ελλ. μετ. Γ.Γ. Γερβίνος, Ἱστορία τῆς Ἐπαναστάσεως καὶ Ἀναγεννήσεως τῆς Ἑλλάδος, τ. 1, Ἀθήνησι 1864, σ. 224.

[217]. G. Finlay, τ. 6, όπ. παρ. σημ. 131, σσ. 188-189· ελλ. μετ. (Α. Παπαδιαμάντη) Γ. Φίνλεϋ, τ. 1, όπ. παρ. σημ. 131, σσ. 235-236.

[218]. «Auf der andern Seite wußte man, daß er aus tiesstem Herzen mit der Bewegung, mit den Gebannten selbst sympathisire, daß er den Hetäristen Empfehlungsschreiben und unter der Hand manchen freundlichen Wink gegeben hatte»: K. Mendelssohn-Bartholdy, τ. 1, όπ. παρ. σημ. 131, σ. 213· ελλ. μετ. Κ. Μένδελσων-Βαρθόλδη, όπ. παρ. σημ. 131, σ. 293· του ιδίου, Επίτομη Ιστορία της Ελληνικής Επανάστασης, όπ. παρ. σημ. 131, σ. 91.

[219]. Βλ. παρ…………….

[220]. «M. Veniselos pointed out that the Patriarchate had existed side by side with the Ottoman Empire for five centuries, and this was the first occasion on which the Turkish Government had found cause to complain of its action. In no question, save that mentioned bv the Turkish delegation, had the Patriarchate failed to observe the loyalty which it owed to the Ottoman Empire»: Lausanne Conference on Near Eastern Affairs 1922-1923, Records of Proceedings and Draft Terms of Peace, Turkey, no. 1 (1923), Cmd. 1814, His Majesty’s Stationery Office: London 1923, σ. 321.

[221]. «Veniselos wished to give a definite instance in support of his argument. About 100 years ago the Patriarch Gregory was hanged, after the Greek insurrection of 1821, but that execution did not take place because the Ottoman Government held the Patriarch personally responsible for the insurrection. Quite the reverse was the case; the head of the Greek Orthodox Church was so earnest in the loyalty due from him to the Government that he even went so far as to pronounce excommunication against such Ottoman subjects as might take part in the rising. He was hanged on the strength of the idea, which was current at the time, that he represented symbolically the total mass of the Greek nation, for whose actions he was responsible in his capacity of “mile bachi”, or head of the Greek nation, and was recognised as such by the Ottoman Government»: Lausanne Conference…, όπ. παρ., σσ. 321-322.

Την παραπάνω τοποθέτηση του Βενιζέλου στα ελληνικά βλ. στο [Ανώνυμος], «Τὸ Ζήτημα τῆς Ἕδρας τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου ἐν τῇ Συνδιασκέψει τῆς Λωζάνης», Νέος Ποιμήν 5 (1923), σ. 141.

[222]. D. Stamatopoulos, «The Orthodox Church of Greece», στο L. Leustean (εκδ.), Eastern Christianity and Nationalism in Nineteenth-Century Europe, Fordham University Press: New York 2014, σ. 54· Σ.Π. Παπαγεωργίου, Από το Γένος στο Έθνος, όπ. παρ. σημ. 96, σ. 48.

[223]. R. Clogg, «The Greek Millet in the Ottoman Empire», όπ. παρ. σημ. 8, σ. 192· του ιδίου, A Concise History of Greece, Third Edition, Cambridge University Press: Cambridge 2013, σ. 36· ελλ. μετάφρ. R. Clogg, Συνοπτική Ιστορία της Ελλάδας 1770-2013, Τρίτη Έκδοση, Εκδόσεις Κάτοπτρο: Αθήνα 2015, σ. 62. Επίσης και οι P. Sherrard, The Greek East and the Latin West, A Study in the Christian Tradition, Oxford University Press: London 1959, σ. 107· H. Daniel-Rops, Our Brothers in Christ, 1870–1959, E. P. Dutton and Company: New York 1967 [1965], σσ. 275-276· M. Rinvolucri, Anatomy of a Church, Greek Orthodoxy Today, Burns & Oates: London 1966, σ. 137· J.K. Campbell, P. Sherrard, Modern Greece, Praeger: New York, 1968, σ. 193· J.A. Petropulos, όπ. παρ. σημ. 111, σ. 41· ελλ. μεταφ. J.A. Petropulos, όπ. παρ. σημ. 111, σ. 51· G. Every, Understanding Eastern Christianity, Dharmaram Publications: Bangalore 1978, σ. 113· A.J. Toynbee, The Greeks and Their Heritages, Oxford University Press: Oxford-New York 1981, σ. 142· N. Russel, «Neomartyrs of the Greek Calendar», Sobornost 5,1 (1983), σ. 55· M. Kiel, Art and Society of Bulgaria in the Turkish Period, A Sketch of the Economic, Juridical and Artistic Preconditions of Bulgarian Post-Byzantine Art and its Place in the Development of the Art of the Christian Balkans, 1360/70-1700, A New Interpretation, Van Gorcum: Assen-Maastricht 1985, σ. 146· K.H. Karpat, «Ottoman Views…», όπ. παρ. σημ. 18, σ. 150· P. Ramet, Eastern Christianity and Politics in the Twentieth Century, Duke University Press: Durham, NC 1988, σ. 47· P.M. Kitromilides, «Greek Irredentism in Asia Minor and Cyprus», όπ. παρ. σημ. 8, σ. 10· του ιδίου, «The Orthodox Church…», όπ. παρ. σημ. 12, σ. 39· V. Roudometof, «From Rum Millet to Greek Nation: Enlightenment, Secularization, and National Identity in Ottoman Balkan Society, 1453-1821», Journal of Modern Greek Studies 16 (1998), σ. 31· του ιδίου, Nationalism, Globalization and Orthodoxy, όπ. παρ. σημ. 12, σσ. 64-65· R. Kasaba, όπ. παρ. σημ. 8, σ. 14· G.T. Mavrogordatos, «Orthodoxy and Nationalism in the Greek Case», West European Politics 26 (2003), σσ. 124· 126· Γ. Κατσιαμπούρα, όπ. παρ. σημ. 13· Θ.Μ. Βερέμης, Ι.Σ. Κολιόπουλος, Νεότερη Ελλάδα, όπ. παρ. σημ. 13, σ. 20· Θ. Βερέμης, Γ. Κολιόπουλος, Ελλάς, όπ. παρ. σημ. 19, σ. 465· Β. Παναγιωτόπουλος, «Αρχίστε την Επανάσταση χωρίς Εμένα», εφ. Το Βήμα, 28-3-2010· A. Efstathiadou, «Representing Greekness: French and Greek Lithographs from the Greek War of Independence (1821-1827) and the Greek-Italian War (1940-1941)», Journal of Modern Greek Studies 29 (2011), σ. 202· I.N. Grigoriadis, Instilling Religion in Greek and Turkish Nationalism: «A Sacred Synthesis», Palgrave Macmillan: New York 2013, σ. 20· ελλ. μετ. Ι.Ν. Γρηγοριάδης, Θρησκεία και Εθνικισμός σε Ελλάδα και Τουρκία: Μια «Ιερά Σύνθεση», Επίκεντρο: Θεσσαλονίκη 2015, σ. 56· V. Kechriotis, όπ. παρ. σημ. 8, σσ. 290-291· T.S. Willert, New Voices in Greek Orthodox Thought Untying the Bond between Nation and Religion, Ashgate New Critical Thinking in Religion, Theology and Biblical Studies, Routledge: London – New York 2016 [2014], σ. 42· T.W. Gallant, The Edinburgh History of the Greeks, 1768 to 1913, The Long Nineteenth Century, Edinburgh University Press: Edinburgh 2015, σ. 77· P. Anastasakis, όπ. παρ. σημ. 8, σ. 24· A. Heraclides, A. Dialla, όπ. παρ. σημ. 5, σ. 108· L.J. Frary, όπ. παρ. σημ. 12, σ. 96· C. Aydin, The Idea of the Muslim World, A Global Intellectual History, Harvard University Press: Cambridge, Massachusetts-London, England 2017, σ. 51.

[224]. «Mais ce patriarche […] était même le premier moteur du complot et avait une grande part à l’insurrection qui avait éclatée. Aussi la Sublime Porte ayant examiné et constaté son crime par des informations prises dans la capitale et dans l’extérieur, et par des avis reçus même de la part des personnes fidèles do sa propre nation, lui infligea-t elle une juste punition uniquement pour ce crime, et nullement pour aucune matière de religion»: Diplomatisches Archiv…, όπ. παρ. σημ. 146, σσ. 781· 783· Σ. Τρικούπης, τ. 2, όπ. παρ. σημ. 1, σ. 28 (κεφ. κβ΄). Ο Τρικούπης στην μετάφρασή του παραλείπει την φράση «και με υποδείξεις που έλαβε ακόμη και από πιστά πρόσωπα του δικού του έθνους».

[225]. «Mais, tout au contraire, le patriarche, chef visible de sa nation, était en même tems le chef secret du complot. […] La Sublime Porte a acquis la certitude que le patriarche a pris une part active au complot, et que l’insurrection des rajas de Calavrita était son ouvrage, […] d’abord par les écrits qui lui sont tombés entre les mains et ennissensuite par la propre déclaration de certains sujets de la nation grecque, restés fidèles à leurs devoirs. Or, tout gouvernement a le droit d’arrêter et de punir sans miséricorde de pareils malfaiteurs, afin de maintenir le bon ordre dans ses états et parmi son peuple»: Diplomatisches Archiv…, όπ. παρ. σημ. 146, σ. 825.

Όλη αυτήν την διακοίνωση την παραθέτει και ο Ι. Φιλήμων, σε μια μάλλον κωμική μετάφραση: Ι. Φιλήμων, Δοκίμιον Ἱστορικὸν περὶ τῆς Ἑλληνικής Ἐπαναστάσεως, τ. 4, Αθήναι 1861, σσ. 387-394.

[226]. «We are almost weary of repeating that we have been obliged, in consequence of a most extensive conspiracy (the origin and the abettors of which we well know), to punish with severity some traitors of distinguished rank in the Greek Church, and that we did so, in their quality of rebels, and not in that of Christians»: Αναφορά του Strangford στον Castlereagh στις 26 Ιουλίου 1821 (αρ. 79): T.C. Prousis, T.C. Prousis, Lord Strangford at the Sublime Porte (1821): The Eastern Crisis, Center for Ottoman Diplomatic History, The Isis Press: Istanbul 2010, σ. 147· του ιδίου, «British Embassy Reports on the Greek Uprising in 1821-1822: War of Independence or War of Religion?», Archivum Ottomanicum 28 (2011), σ. 201.

[227]. N. Kotaridis, N. Théotokas, όπ. παρ. σημ. 26, σ. 212. Την συμμετοχή του Γρηγορίου Ε΄ στην Επανάσταση ως λόγο για τον απαγχονισμό του από τους Τούρκους αναφέρουν επίσης και οι D. Dakin, «Charles A. Frazee, The Orthodox Church and Independent Greece 1821-1852, Cambridge University Press, 1969. Pp. viii+220 (Βιβλιοκρισία)», Balkan Studies 10 (1969), σ. 204· S.J. Shaw, E.K. Shaw, History of the Ottoman Empire and Modern Turkey, τ. 2, Reform, Revolution, and Republic: The Rise of Modern Turkey 1808-1975, Cambridge University Press: Cambridge (κ. άλ.) 20028 [1977], σ. 18· Ν.Η. Trunte, Славе́нскїй Я҆зы́къ, Ein Praktisches Lehrbuch des Kirchenslavischen in 30 Lektionen, Zugleich eine Einführung in die Slavische Philologie, τ. 2, Mittel- und Neukirchenslavisch, Slavistische Beiträge 370, Studienhilfen 9, Verlag Otto Sagner: München 1998, σ. 391· D. Brewer, Greece, The Hidden Centuries, όπ. παρ. σημ. 12, σ. 233· ελλ. μετ. D. Brewer, Ελλάδα 1453-1821, όπ. παρ. σημ. 12, σ. 339· S.P. O’Rourke, όπ. παρ. σημ. 12, σ. 265· W. St Clair, όπ. παρ. σημ. 12, σ. 3· C.M. Philliou, Biography of an Empire, Governing Ottomans in an Age of Revolution, University of California Press, Berkeley (κ. άλ.) 2011, σ. 213, σημ. 34· F.F. Anscombe, State, Faith, and Nation in Ottoman and Post-Ottoman Lands, Cambridge University Press: Cambridge 2014, σ. 69· D. Vovchenko, όπ. παρ. σημ. 13, σ. 151.

[228]. Ε. Ξάνθος, όπ. παρ. σημ. 160, αρ. 28, σ. 66· Αρχείο Εμμανουήλ Ξάνθου, τ. 3, όπ. παρ. σημ. 160, σ. 51 (αρ. εγγρ. 1820/26).

[229]. Όπ. παρ. σημ. 230.

[230]. Τ.Α. Γριτσόπουλος, λήμ. «Ἀφθονῖδαι», Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαιδεία, τ. 3, στ. 510.

[231]. Γ.Π. Αγγελόπουλος, Γ.Γ. Παπαδόπουλος (εκδ.), τ. 1, όπ. παρ. σημ. 157, σ. 112. Το γράμμα αυτό του Γρηγορίου ήταν αυτόγραφο, και το είχε δώσει στους εκδότες του έργου ο ίδιος ο Αφθονίδης: Γ.Π. Αγγελόπουλος, Γ.Γ. Παπαδόπουλος (εκδ.), όπ. παρ. σημ. 157, σημ. (α).

[232]. Η έμφαση από τον συγγραφέα.

[233]. Κ. Παπαρρηγόπουλος, Ἱστορία τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους ἀπὸ τῶν Ἀρχαιοτάτων Χρόνων μέχρι τοῦ 1930, Μετὰ προσθηκῶν, Σημειώσεων καὶ Βελτιώσεων ἐπὶ τῇ Βάσει τῶν Νεωτάτων Πορισμάτων τῆς Ἱστορικῆς Ἐρεύνης ὑπὸ Παύλου Καρολίδου, τ. 6.1, Ελευθερουδάκης: ἐν Ἀθήναις 19326, σ. 7.

[234]. Κ. Παπαρρηγόπουλος, Ἱστορία τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους…, όπ. παρ. σημ. 226, σ. 7, σημ 1.

[235]. Κ. Παπαρρηγόπουλος, «Ὁ Μέγας Δέρκων», Εστία 1 (1876), σ. 54.

[236]. Μ. Γεδεών, λήμ. «Ἀφθονίδης. 1) Γεώργιος», Ελευθερουδάκη Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν, τ. 2 [1927], σ. 728.

[237]. Δ.Γ. Αποστολόπουλος, «Οι Πηγές της Έμπνευσης ενός Ερμηνευτικού Σχήματος: ο “Θρησκευτικός Ουμανισμός”», στο Τ. Σκλαβενίτης (επιμ.), Επιστημονική Συνάντηση στη Μνήμη του Κ.Θ. Δημαρά, Αθήνα 1994, σ. 74.

[238]. Φ. Ηλιού, Τύφλωσον Κύριε τον Λαόν σου, όπ. παρ. σημ. 108, σ. 73. Η Α. Σφοίνη, υπερακοντίζοντας τον Ηλιού, αποφαίνεται πως εκείνοι που κατηγορούσαν τους προοδευτικούς λογίους ως «πρωτίστους» των «καρμπονάρηδων» ήταν όλοι συνολικά οι ιεράρχες που μετείχαν στην Πατριαρχική Σύνοδο: «Η πατριαρχική σύνοδος “περί καθαιρέσεως των φιλοσοφικών μαθημάτων” (Μάρτιος 1821) κατηγορεί τους προοδευτικούς λογίους ως “πρωτίστους” των “καρμπονάρηδων”, δηλαδή των υπαιτίων της “αποστασίας”»: Α. Σφοίνη, «Φαναριώτες, Εκκλησία και Επανάσταση: η Μαρτυρία των Πηγών», στο Μ. Πύλια (επιμ.), 1821, Αναγνώσεις, εφ. Η Κυριακάτικη Αυγή, 25-3-2005.

[239]. Κ. Λάππας, «Πατριαρχική Σύνοδος “περί Καθαιρέσεως των Φιλοσοφικών Μαθημάτων” τον Μάρτιο του 1821″, Μνήμων 11 (1987), σσ. 124· 137.

[240]. Κ. Λάππας, όπ. παρ., σ. 125.

[241]. Ο Ιωάννης Καλλιμάχης ήταν μέχρι τις 24-2-1821 ο μεγάλος δραγουμάνος της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, οπότε και τον διαδέχτηκε ο Κωνσταντίνος Μουρούζης: Φ. Μαρινέσκου, Μ. Παπαναστασίου-Τσιγκρήλα, «Κωνσταντίνος Μουρούζης (1821 – 1867), ένας Απόγονος των Φαναριωτών», Δελτίον Εραλδικής και Γενεαλογικής Εταιρείας Ελλάδος 10 (1996), σ. 4.

[242]. Κ. Λάππας, όπ. παρ. σημ 215, σ. 125. Ο Φ. Ηλιού μοιάζει να μην αντιλαμβάνεται την ακριβή σημασία αυτού του κειμένου: Φ. Ηλιού, Τύφλωσον Κύριε τον Λαόν σου, όπ. παρ. σημ. 108, σ. 74.

[243]. Σεβ. μητρ. Περγάμου Ιωάννης Ζηζιούλας, «Ο Συνοδικός Θεσμός, Ιστορικά, Εκκλησιολογικά και Κανονικά Προβλήματα», Θεολογία 80 (2009), σ. 31.

[244]. Σεβ. μητρ. Περγάμου Ιωάννης Ζηζιούλας, όπ. παρ., σ. 40, σημ. 66.

[245]. Κωνσταντίνος Πρεσβύτερος και Οικονόμος, Κατήχησις, Ἡ Ὀρθόδοξος Διδασκαλία τῆς Χριστιανικῆς Πίστεως, ἐν Βιέννῃ τῆς Αὐστρίας 1813, σ. α΄.

[246]. Ἑρμῆς ὁ Λόγιος τοῦ 1814 2, σ. 47.

[247]. «Χαῖρε σεπτῆς / Συνόδου Πρωτοστάτα, τῆς Θέμιδος προστάτα / Φωστὴρ τῆς Ἐκκλησίας, Περίκλεις τῆς παιδείας / Ταμιεῖον ἀρετῆς. / Χαῖρε πολλῶν / Σχολείων χορηγέτα, Ποιμένων ἀρχηγέτα, / Γενναῖε μουσηγέτα, Ἑλλήνων εὐεργέτα / πρόμαχε τῶν καλῶν»: Κ.Μ. Κούμας, Βειλάνδου Ἀγάθων, τ. 1, ἐν Βιέννῃ τῆς Αὐστρίας 1814, σ. ζ.

[248]. Βειλάνδου Ἀγάθων, όπ. παρ., σ. ξστ.

[249]. Βειλάνδου Ἀγάθων, όπ. παρ., σ. ιγ.

[250]. Ἑρμῆς ὁ Λόγιος τοῦ 1814 6, σσ. 123-124. Η ανταπόκριση φέρει ημερομηνία 25-9-1814.

[251]. «Δὲν πρέπει δὲ νὰ παρασιωπηθῇ ἡ φιλάνθρωπος διάθεσις τοῦ φιλογενεστάτου Γέροντος ἁγίου Ἐφέσου, ὅστις πάντοτε ἔδειξεν ὅτι εἶναι ἄξιος νὰ εἶναι πρόεδρος τῆς Ἱερᾶς ἡμῶν Συνόδου, διὰ τὰ ἐνάρετα ἤθη του, διότι κατ’ αὐτὴν τὴν ἡμέραν ἐξώδευσε πλουσίως, καὶ ἔκαμε τράπεζαν λαμπρὰν εἰς τὴν Σχολήν, ἑστιάσας ἐν αὐτῇ τοὺς τῆς Σχολῆς κατοίκους μαθητάς, ἐξήκοντα τὸν ἀριθμόν»: Ἑρμῆς ὁ Λόγιος τοῦ 1814 6, σ. 124.

[252]. Β.Π. Παναγιωτόπουλος, «Μία Ωδή της Ευανθίας Καΐρη στον Εφέσου Διονύσιο τον Καλλιάρχη», Ο Ερανιστής 1 (1963), σ. 236. Ο Β.Π. Παναγιωτόπουλος πιστεύει ότι «[μ]ε ποια αφορμή τυπώθηκε η ωδή δεν είναι εύκολο να εξακριβωθεί», όπ. παρ. Όμως, χάρις σε μιαν άλλη ωδή που γράφτηκε επίσης για τον μητροπολίτη Εφέσου, είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε ακριβώς την αφορμή που προκάλεσε την σύνθεση της ωδής της Ευανθίας Καΐρη. Πρόκειται για την επίσκεψη του Εφέσου στις Κυδωνιές το 1819. Πιο συγκεκριμένα, στο μουσικό βιβλίο του Ν.Δ. Βλαχάκη, Ἡ Λεσβία Σαπφώ, ἤτοι ᾈσματολόγιον περιέχον Ἐξωτερικὰ ᾌσματα εἰς Ὕφος Ἑλληνικόν, Εὐρωπαϊκὸν καὶ Τουρκικόν, Μετενεχθέντα μὲν ἐκ τῆς Κωνσταντινουπολίτιδος εἰς τὴν Λεσβιακὴν Γραφήν, Ἀθήνησιν 1870, σ. 204, παρατίθεται μελοποιημένη μία «ᾨδὴ εἰς τὴν εἰς Κυδωνίας Ἔλευσιν, κατὰ τὸ 1819» του μητροπολίτη Εφέσου. Προφανώς η επίσκεψη εκείνη του Διονύσιου στις Κυδωνιές είχε προκαλέσει βαθιά εντύπωση στους καθηγητές, τους μαθητές και τους γονείς των μαθητών της εκεί Σχολής, της οποίας ο Διονύσιος υπήρξε μέγας ευεργέτης.

[253]. Β.Π. Παναγιωτόπουλος, «Μία Ωδή…», όπ. παρ., μετά την σ. 236 (φύλλο εκτός αρίθμησης).

[254]. Β.Π. Παναγιωτόπουλος, «Μία Ωδή…», όπ. παρ.

[255]. Π.Μ. Κοντογιάννης, «Διονύσιος Καλλιάρχης», Αθηνά 18 (1905), σσ. 167-168· 191-192.

[256]. Π.Μ. Κοντογιάννης, όπ. παρ., σσ. 193-194.

[257]. Η επιστολή είναι χρονολογημένη στις 3 Γενάρη του 1821: Ε. Ξάνθος, όπ. παρ. σημ. 160, σσ. 123-124 (αρ. 84)· Αρχείο Εμμανουήλ Ξάνθου, τ. 3, όπ. παρ. σημ. 160, σσ. 9-12 (αρ. εγγρ. 1821/4).

[258]. Στον μυστικό κώδικα της Φιλικής Εταιρείας πουλώ σήμαινε μιλάω: «πουλώ-λαλώ»: Ε. Ξάνθος, όπ. παρ. σημ 160, σ. 48.

[259]. Το συνωμοτικό όνομα του Αλέξανδρου Υψηλάντη: Ε. Ξάνθος, όπ. παρ. σημ. 160, σ. 50.

[260]. Ε. Ξάνθος, όπ. παρ. σημ 160, σ. 124· Αρχείο Εμμανουήλ Ξάνθου, τ. 3, όπ. παρ. σημ 160, σ. 10.

[261]. Ε. Ξάνθος, όπ. παρ. σημ 160, σ. 126· Αρχείο Εμμανουήλ Ξάνθου, τ. 3, όπ. παρ. σημ 160, σ. 27.

[262]. Ε. Ξάνθος, όπ. παρ. σημ 160, σ. 127· Αρχείο Εμμανουήλ Ξάνθου, τ. 3, όπ. παρ. σημ 160, σ. 29.

[263]. «Le siège sacré où la Providence à élevé Votre Sainteté, la profonde vénération que tout le monde vous porte, sont des moyens puissants pour inspirer aux enfants de votre Eglise le zèle pour la foi et la liberté. Vos exhortations contre l’ennemi commun auront sur la nation de loin et de près l’effet d’une trompette sonore, redoutable à notre lâche ennemi»: A. Oţetea, «L’Hétairie d’il y a Cent Cinquante Ans», Balkan Studies 6 (1965), σ. 252. Το γράμμα του Υψηλάντη διασώζεται στο Αρχείο του ρωσσικού Υπουργείου Εξωτερικών: A. Oţetea, όπ. παρ., σ. 252, σημ. 5.

[264]. Σ.Ν. Θωμόπουλος, «Ὁ Μέγας Δέρκων Γρηγόριος (1801-1821)», Δελτίον της Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρείας της Ελλάδος, Νέα Σειρά, τ.1,2 (1928), σ. 77· Ν.Λ. Φορόπουλος, λήμ. «[Γρηγόριος] ὁ Δέρκων (1801-1821)», Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαιδεία τ. 4, στ. 798· Π.Α. Γεωργαντζής, όπ. παρ. σημ. 129, σ. 178.

[265]. Α. Πολίτης, «“Αν άρχιζε μετά είκοσι χρόνους…”. Ο Κοραής, οι Κοινωνικές Ιδέες του Διαφωτισμού και η Ελληνική Επανάσταση», Ο Ερανιστής 26 (2008), σσ. 242-242, όπ. και παραπομπές.

[266]. Α. Πολίτης, όπ. παρ., σσ. 244-245, όπ. και παραπομπές.

[267]. Φωτάκος, Πρώτος Υπασπιστής του Γέρω Κολοκοτρώνη, Βίος τοῦ Παπὰ Φλέσα, ἐν Ἀθήναις 1868, σσ. 27-28.

[268]. Σ.Ν. Θωμόπουλος, όπ. παρ. σημ. 241, σσ. 77-78.

[269]. Ε.Γ. Πρωτοψάλτης, Ἡ Φιλικὴ Ἑταιρεία, Ἀναμνηστικὸν Τεῦχος ἐπὶ τὴ 150ετηρίδι, Ακαδημία Αθηνών: Αθήναι 1964, σ. 61.

[270]. Γ.Π. Αγγελόπουλος, Γ.Γ. Παπαδόπουλος (εκδ.), τ. 1, όπ. παρ. σημ. 157, σ. 369, σημ. (α).

[271]. Γ.Π. Αγγελόπουλος, Γ.Γ. Παπαδόπουλος (εκδ.), τ. 1, όπ. παρ. σημ. 157, σ. 369.

[272]. Γ.Π. Αγγελόπουλος, Γ.Γ. Παπαδόπουλος (εκδ.), τ. 1, όπ. παρ. σημ. 157, σ. 369.

[273]. Γ.Π. Αγγελόπουλος, Γ.Γ. Παπαδόπουλος (εκδ.), τ. 1, όπ. παρ. σημ. 157, σ. 369.

[274]. Γ.Π. Αγγελόπουλος, Γ.Γ. Παπαδόπουλος (εκδ.), τ. 1, όπ. παρ. σημ. 157, σ. 369.

[275]. Γ.Π. Αγγελόπουλος, Γ.Γ. Παπαδόπουλος (εκδ.), τ. 1, όπ. παρ. σημ. 157, σ. 369.

[276]. Ν.Κ. Κασομούλης, όπ. παρ. σημ. 296, σ. 135.

[277]. Γ.Π. Αγγελόπουλος, Γ.Γ. Παπαδόπουλος (εκδ.), τ. 1, όπ. παρ. σημ. 157, σ. 370.

[278]. Γ.Π. Αγγελόπουλος, Γ.Γ. Παπαδόπουλος (εκδ.), τ. 1, όπ. παρ. σημ. 157, σ. 370.

[279]. Γ.Π. Αγγελόπουλος, Γ.Γ. Παπαδόπουλος (εκδ.), τ. 1, όπ. παρ. σημ. 157, σ. 370.

[280]. Γ.Π. Αγγελόπουλος, Γ.Γ. Παπαδόπουλος (εκδ.), τ. 1, όπ. παρ. σημ. 157, σ. 370.

[281]. Γ.Π. Αγγελόπουλος, Γ.Γ. Παπαδόπουλος (εκδ.), τ. 1, όπ. παρ. σημ. 157, σ. 370.

[282]. Γ.Π. Αγγελόπουλος, Γ.Γ. Παπαδόπουλος (εκδ.), τ. 1, όπ. παρ. σημ. 157, σ. 371.

[283]. D. Brewer, The Flame of Freedom,όπ. παρ. σημ. 15, σσ. 108-109· ελλ. μετ. D. Brewer, Η Φλόγα της Ελευθερίας, όπ. παρ. σημ. 15, σ. 140.

[284]. Β.Β. Σφυρόερας, «Ο Κανουνναμές του 1819 για την Εκλογή Φαναριωτών στις Ηγεμονίες και στη Δραγομανία», Ο Ερανιστής 11 (1974) [Νεοελληνικός Διαφωτισμός, Αφιέρωμα στον Κ.Θ. Δημαρά, Αθήνα 1980], σ. 575.

[285]. Ε.Γ. Πρωτοψάλτης, Ἡ Φιλικὴ Ἑταιρεία, όπ. παρ. σημ. 269, σσ. 270 (αρ. 49)· φωτογραφία του αυτογράφου στη σ. 201.

[286]. Β.Β. Σφυρόερας, «Οι Δραγομάνοι του Στόλου. Ο Θεσμός – οι Φορείς», Επετηρίς του Μεσαιωνικού Αρχείου 14 (1964), σ. 172. Το κείμενο της επιστολής στο Ε.Γ. Πρωτοψάλτης, Ἡ Φιλικὴ Ἑταιρεία, όπ. παρ. σημ. 269, σ. 270 (αρ. 48)· φωτογραφία του αυτογράφου σσ. 199-200.

[287]. Β.Β. Σφυρόερας, «Ο Κανουνναμές…», όπ. παρ. σημ. 241, σ. 575.

[288]. «Τάχα καὶ ὁ Πατριάρχης καὶ ὁ Μουρούζης ὑπεκρίνοντο, ἢ ἠγνόουν τὸ κύριον πνεῦμα τῆς ἀποστολῆς τοῦ Θέμελη;»: Ι. Φιλήμων, Δοκίμιον Ἱστορικὸν περὶ τῆς Φιλικῆς Ἑταιρίας, ἐν Ναυπλίᾳ 1834, σ. 332, σημ. β.

[289]. Αρχιεπ. Αθηνών και Πάσης Ελλάδος Χρυσόστομος Α. Παπαδόπουλος, «Ἡ Ἐκκλησία Κωνσταντινουπόλεως…», όπ. παρ. σημ. 88, σσ. 323· 322.

[290]. Ν.Γ. Ζαχαρόπουλος, όπ. παρ. σημ. 169, σ. 125.

[291]. Ν.Γ. Ζαχαρόπουλος, όπ. παρ. σημ. 169, σσ. 125-126.

[292]. Ε.Γ. Πρωτοψάλτης, Ἡ Φιλικὴ Ἑταιρεία, όπ. παρ. σημ. 269, σ. 270, σημ *.

[293]. Β.Π. Παναγιωτόπουλος, «Οι Τέκτονες και η Φιλική Εταιρεία, Εμμ. Ξάνθος και Παν. Καραγιάννης», Ο Ερανιστής 2 (1964), σ. 142.

[294]. Ε. Ξάνθος, όπ. παρ. σημ. 160, σσ.126-128 (αρ. 87). Η επιστολή του πατριάρχη στη σ. 127. Αρχείο Εμμανουήλ Ξάνθου, τ. 3, όπ. παρ. σημ. 160, σσ. 27-29 (αρ. εγγρ. 1821/13). Η επιστολή του πατριάρχη στη σ. 28.

[295]. Ν.Γ. Ζαχαρόπουλος, όπ. παρ. σημ. 169, σ. 125.

[296]. Γ.Π. Αγγελόπουλος, Γ.Γ. Παπαδόπουλος (εκδ.), τ. 1, όπ. παρ. σημ. 157, σσ. 219-222.

[297]. Αρχιεπ. Αθηνών και Πάσης Ελλάδος Χρυσόστομος Α. Παπαδόπουλος, «Ἡ Ἐκκλησία Κωνσταντινουπόλεως…», όπ. παρ. σημ. 88, σσ. 323-324.

[298]. «Ἐλλείπουν […] αἱ προσφωνήσεις καὶ […] αἱ […] παραινέσεις. […] Τὸ ὕφος εἶναι διάφορον […] αἱ προτάσεις σύντομοι καὶ ἔν τινι μέτρῳ μὴ συνδεόμεναι καθ’ ὑπόταξιν, ὁ δὲ φραστικὸς τρόπος απότομος. Ἐξ ἄλλου γίνεται χρῆσις λέξεων καὶ φράσεων μὴ ἀπαντωμένων εἰς ἕτερα κείμενά του»: Ν.Γ. Ζαχαρόπουλος, Γρηγόριος Ε΄, όπ. παρ. σημ. 169, σ. 126, σημ. 245. Εντύπωση προκαλεί ότι ο Ν.Γ. Ζαχαρόπουλος θεωρεί ως αυτονόητο ότι σε μια συνωμοτική επιστολή θα έπρεπε να εμπεριέχονται όλες εκείνες οι μακρόσυρτες προσφωνήσεις και οι πομπώδεις τίτλοι και εκφράσεις των επίσημων πατριαρχικών εγγράφων.

[299]. Ν.Γ. Ζαχαρόπουλος, Γρηγόριος Ε΄, όπ. παρ. σημ. 169, σσ. 126-127.

[300]. Γ.Π. Αγγελόπουλος, Γ.Γ. Παπαδόπουλος (εκδ.), τ. 1, όπ. παρ. σημ. 157, σ. 219, σημ. 2.

[301]. Τ. Λάππας, Ρουμελιώτες στην Επανάσταση, Ο Σαλώνων Ησαΐας, Γιαννάκης Λογοθέτης, Βασίλης Μπούσγος, Ιωάν. Ν. Σιδέρης: Αθήνα 1944, σσ. 27-28.

[302]. Τ. Λάππας, όπ. παρ., σ. 28.

[303]. Μια σύντομη αλλά ακριβής βιογραφία του Ι. Νικολαΐδη, Λεβαδέα, γραμμένη λίγα χρόνια πριν τον θάνατό του, καταχωρίσθηκε στο Μ.Π. Βρετός, Ἐθνικὸν Ἡμερολόγιον τοῦ Δίσεκτου Ἔτους 1868 (Ἔτος η΄), χ.τ., σσ. 361-362.

[304]. Β. Σφυρόερας, λήμ. «Ησαΐας, ο· επίσκοπος Σαλώνων», Πάπυρος, Λαρούς, Μπριτάννικα, τ. 27, σ. 178.

[305]. Εφ. Εθνοφύλαξ φ. 404, 13-12-1863, σ. [3]· Γ.Π. Αγγελόπουλος, Γ.Γ. Παπαδόπουλος (εκδ.), Τὰ κατὰ τὸν Ἀοίδιμον Πρωταθλητὴν τοῦ Ἱεροῦ τῶν Ἑλλήνων Ἀγῶνος τὸν Πατριάρχην Κωνσταντινουπόλεως Γρηγόριον τὸν Ε΄, τ. 2, ἐν Ἀθήναις 1866, σ. 440. Στο παραπάνω έργο (σ. 437), το σχετικό φύλλο του Εθνοφύλακα χρονολογείται εκ παραδρομής στα 1864, αντί του σωστού 1863.

[306]. Γ.Π. Κρέμος, Φωκικά, Ἱστορία τῆς ἐν τῇ Φωκίδι Μονῆς τοῦ Ὁσίου Λουκᾶ, τουπίκλην Στειριώτου, τ. 2, ἐν Ἀθήναις 1880, σ. 97.

[307]. Τ. Λάππας, όπ. παρ. σημ. 303, σσ. 28-30.

[308]. Γ.Π. Κρέμος, όπ. παρ., σ. 98.

[309]. Τ. Λάππας, όπ. παρ. σημ. 303, σ. 30.

[310]. Εφ. Εθνοφύλαξ φ. 404, 13-12-1863, σσ. [2-3]· Γ.Π. Αγγελόπουλος, Γ.Γ. Παπαδόπουλος (εκδ.), τ. 2, όπ. παρ. σημ. 307, σ. 439.

[311]. Γ. Θωμάς, «Παπα-Γιώργης Σακελλάριος, Ένας Φλογερός Πατριώτης του Βελεστίνου στο 1821», στο Π. Καμηλάκης, Α. Πολυμέρου-Καμηλάκη (επιμ.), Υπέρεια, τ. 1, Πρακτικά Α΄ Συνεδρίου «Φερών – Βελεστίνου – Ρήγα», Βελεστίνο 30/31 Μαΐου – 1 Ιουνίου 1986, Επιστημονική Εταιρεία Μελέτης «Φερών – Βελεστίνου – Ρήγα»: Αθήνα 1990, σ. 135.

[312]. «[Ὁ] Κ. Μιχαὴλ Παπασταύρου […] ἐδούλευσεν ἀπὸ τῆς ἐνάρξεως τοῦ Ἱεροῦ τούτου ἀγῶνος τὴν πατρίδα προθύμως καὶ μὲ ἐμπιστοσύνην»: Πιστοποιητικό από τον αρχιστράτηγο Θεόδωρο Κολοκοτρώνη για τον Μιχαήλ Παπασταύρου, ΓΑΚ, Κεντρική Υπηρεσία/Αριστεία (1834 – 1865), Φ. 10, 32/16-4-1837 [25-3-1832]· επίσης και Πιστοποιητικό από τον Γιαννάκο [Ιωάννη] Ράγκο για τον Μιχαήλ Παπασταύρου, ΓΑΚ, Κεντρική Υπηρεσία/Αριστεία (1834 – 1865), Φ. 10, 33/16-4-1837 [13-2-1832].

[313]. «[Ἔ]χων ὑπὸ τὴν ὁδηγίαν του στρατιώτας»: Πιστοποιητικό από τον αρχιστράτηγο Θεόδωρο Κολοκοτρώνη για τον Μιχαήλ Παπασταύρου, όπ. παρ. σημ. 314.

[314]. «[Ἔ]χων ὑπὸ τὰς ὁδηγίας του περίπου τῶν ἑκατὸν στρατιωτῶν»: Πιστοποιητικό από το Βασιλικό Φρουραρχείο Αθηνών για τον Μιχαήλ Παπασταύρου, ΓΑΚ, Κεντρική Υπηρεσία/Αριστεία (1834 – 1865), Φ. 10, 31/16-4-1837 [5-7-1836].

[315]. «[Ἔ]χων καὶ στρατιώτας ὑπὸ τὴν ὁδηγίαν του μισθωτοὺς ἐξ ἰδίων του»: Πιστοποιητικό από τον Γιαννάκο [Ιωάννη] Ράγκο για τον Μιχαήλ Παπασταύρου, όπ. παρ. σημ. 314.

[316]. Γ. Θωμάς, «Παπα-Γιώργης Σακελλάριος…», όπ. παρ. σημ. 313, σ. 138.

[317]. Γ. Θωμάς, «Δύο Άγνωστοι Πατριώτες του Βελεστίνου στα 1821 από Τρία Ανέκδοτα Κείμενα του 1836», Αργοναύτης 1 (1975), σσ. 67-68.

[318]. Γ. Θωμάς, «Παπα-Γιώργης Σακελλάριος…», όπ. παρ. σημ. 287, σ. 137.

[319]. Γ. Θωμάς, «Δύο Άγνωστοι Πατριώτες του Βελεστίνου…», όπ. παρ., σημ. 319, σ. 70.

[320]. Γ. Θωμάς, «Δύο Άγνωστοι Πατριώτες του Βελεστίνου…», όπ. παρ., σημ. 319, σ. 71.

[321]. Σ. Τρικούπης, τ. 1, όπ. παρ. σημ. 1, σ. 68 (κεφ. στ΄).

[322]. Σ. Τρικούπης, τ. 1, όπ. παρ. σημ. 1, σσ. 68-69 (κεφ. στ΄).

[323]. «De son côté le Reiss-Effendi répondait qu’il appartenait au sultan de châtier, comme il l’entendait, ses sujets rebelles; que d’ailleurs le patriarche de Constantinople avait subi la peine due à sa trahison prouvée par sa correspondance avec les rebelles de la Morée (preuve qui n’a jamais été mise sous les yeux des ambassadeurs, malgré les demandes réitérées qu’ils en ont faites)».

[Από την πλευρά του, ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών απάντησε ότι εναπόκειται στον σουλτάνο να τιμωρεί, όπως αυτός νομίζει, τους επαναστάτες υπηκόους του. Εκτός αυτού, ο πατριάρχης της Κωνσταντινούπολης τιμωρήθηκε λόγω της προδοσίας του, η οποία αποδεικνύεται από την αλληλογραφία του με τους επαναστάτες του Μωριά (απόδειξη που δεν είχε τεθεί ποτέ στη διάθεση των πρέσβεων, παρά τα επανειλημμένα αιτήματα που είχαν υποβάλει)]: C.-L. Lesur, Annuaire Historique Universel pour 1821, Paris 1822, σ. 395.

[324]. «Le visir fit part aux ambassadeurs d’une prétendue conspiration, à la tête de laquelle était le patriarche et les premiers prélats de son clergé; il les assura que la Porte avait été instruite de ce complot par des lettres interceptées, qu’il se garda bien de produire».

[Ο βεζίρης ενημέρωσε τους πρέσβεις για μια υποτιθέμενη συνωμοσία, στην ηγεσία της οποίας ήταν ο πατριάρχης και οι κορυφαίοι αρχιερείς του κλήρου του. Αυτό τους διαβεβαίωσε. Η Πύλη είχε ενημερωθεί για αυτήν την συνομωσία με υφαρπαχθέντα γράμματα, τα οποία φρόντισε να μην παρουσιάσει]: C.D. Raffenel, Histoire des Énements de la Grèce, a Paris 1822, σ. 73.

[325]. «The Russian ambassador […] appears to have obtained no other satisfaction than the assurance, that no insult was thereby intended to the Greek church; and that the Porte was in possession of letters which proved the guilt of the Patriarch. An application to be allowed to see those letters was, of course, refused».

[Ο Ρώσος πρέσβης […] δεν έχει λάβει καμία άλλη ικανοποίηση, παρά μόνο την διαβεβαίωση, ότι για το λόγο αυτό δεν υπήρξε καμία προσβολή προς την Ελληνική Εκκλησία. Και ότι η Πύλη κατείχε επιστολές που αποδείκνυαν την ενοχή του Πατριάρχη. Μία αίτηση για να του επιτραπεί να δει αυτές τις επιστολές είχε, φυσικά, απορριφθεί]: G. Waddington, A Visit to Greece, in 1823 and 1824, London 1825, σ. 8.

[326]. «The Russian minister could not behold with indifference the ignominious death of the head of a church to which his master belonged. His strong remonstrances were answered by an assurance that Gregory had been executed, not as a Patriarch, but as a rebel; […] that there existed, in writing, proofs of his guilt; but these proofs the divan refused to produce, when summoned to do so».

[Ο Ρώσος πρέσβης δεν θα μπορούσε να παρατηρεί αδιάφορα τον αποκρουστικό θάνατο του αρχηγού μιας Εκκλησίας, στην οποία ανήκε ο κύριός του. Οι έντονες διαμαρτυρίες του έπαιρναν ως απάντηση την διαβεβαίωση ότι ο Γρηγόριος είχε εκτελεσθεί όχι ως Πατριάρχης, αλλά ως επαναστάτης. Ότι […] υπήρχαν έγγραφες αποδείξεις της ενοχής του. Αλλά αυτές τις αποδείξεις το διβάνι αρνήθηκε να τις παρουσιάσει, όταν κλήθηκε να το πράξει]: T. Gordon, όπ. παρ. σημ. 131, σ. 196· ελλ. μετ. (Α. Παπαδιαμάντη) Θ. Γόρδων, όπ. παρ. σημ. 131, σ. 291.

[327]. «The Russian ambassador […] received for answer an assurance, […] that the political guilt of the Patriarch was established by various letters of his. The Ambassador required to see them, but the Turks denied his right to make such a demand, and they refused to show them».

[Ο Ρώσος πρέσβης […] έλαβε μια διαβεβαίωση ότι […] η πολιτική ενοχή του Πατριάρχη πιστοποιήθηκε από διάφορες επιστολές του. Ο πρέσβης ζήτησε να τις δει, αλλά οι Τούρκοι αρνήθηκαν το δικαίωμά του να υποβάλει ένα τέτοιο αίτημα, και αρνήθηκαν να τους τις δείξουν]: R. Walsh, A Residence at Constantinople, τ. 1, London 1836, σ. 8.

[328]. «The Turkish ministers subsequently declared that they possessed eleven letters addressed by the patriarch to conspirators in the Morea, but these letters would in all probability have been published had they contained direct proof of the complicity of Gregorios in the plots of the Hetairists».

[Οι Τούρκοι υπουργοί δήλωσαν στη συνέχεια ότι είχαν έντεκα επιστολές που απηύθυνε ο πατριάρχης στους συνωμότες του Μωριά, αλλά αυτές οι επιστολές θα είχαν πιθανότατα δημοσιοποιηθεί, αν περιείχαν οποιαδήποτε άμεση απόδειξη της συνενοχής του Γρηγορίου στις συνομωσίες των Φιλικών]: G. Finlay, τ. 6, όπ. παρ. σημ. 131, σ. 187, σημ. 2· ελλ. μετ. (Α. Παπαδιαμάντη) Γ. Φίνλεϋ, τ. 1, όπ. παρ. σημ. 131, σ. 234, σημ. **.

Οι δύο σύγχρονες ελληνικές μεταφράσεις, που επιμελήθηκε ο Τ. Βουρνάς, δεν έχουν την παραπάνω άποψη του Finlay: Γ. Φίνλεϋ, Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, τ. 1, Εκδόσεις «Ο Κόσμος»: Αθήνα 1953, σ. 267· Γ. Φίνλεϋ, Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, τ. 1, Εκδόσεις Α/φων Τολίδη: Αθήνα 1973, σ. 256. Κι αυτό διότι και οι δύο μεταφράζουν την πρώτη έκδοση του έργου, με τον τίτλο History of the Greek Revolution, Edinburgh – London 1861, σ. 230, ενώ ο Finlay προσέθεσε την άποψή του αυτήν στην αναθεωρημένη μορφή της Ιστορίας του, η οποία εκδόθηκε μετά τον θάνατό του, ως μέρος μιας συνολικής Ιστορίας της Ελλάδος, από το 146 π.Χ. ως το 1864. Αντίθετα, η μετάφραση του Παπαδιαμάντη εκπονήθηκε από την αναθεωρημένη έκδοση.

[329]. D. Brewer, The Flame of Freedom, όπ. παρ. σημ. 15, σ. 108· ελλ. μετ. D. Brewer, Η Φλόγα της Ελευθερίας, όπ. παρ. σημ. 15, σ. 140· του ιδίου, Greece, The Hidden Centuries, όπ. παρ. σημ. 12, σ. 233· ελλ. μετ. D. Brewer, Ελλάδα 1453-1821, όπ. παρ. σημ. 12, σ. 339, ο οποίος σημειώνει πως «ούτε οι Έλληνες υποστηρικτές του Γρηγορίου, ούτε οι Τούρκοι κατήγοροί του απέδειξαν με πειστικό τρόπο τη μυστική του υποστήριξη στην εξέγερση των συμπατριωτών του»: The Flame of Freedom, σ. 109· ελλ. μετ. Η Φλόγα της Ελευθερίας, σ. 140.

[330]. C.K. Webster, The Foreign policy of Castlereagh 1815-1822, Britain and the European Alliance, G. Bell and Sons, Ltd: London 1925, σσ. 354-356.

[331]. Οι αναφερόμενες στον Γρηγόριο Ε΄ βλ. C.A. Frazee, όπ. παρ. σημ. 133, σσ. 36· 38-39· ελλ. μετ. C.A. Frazee, όπ. παρ. σημ. 133, σσ. 56· 58-59.

[332]. T.C. Prousis, Lord Strangford at the Sublime Porte (1821), όπ. παρ. σημ. 226.

[333]. «On receiving my letter, the internuncio called upon me to say, that I had not accurately comprehended the nature and extent of his request for my intervention -that he wished it not to be confined to the actual question at issue between the Porte and the Russian envoy, but to embrace the general conduct pursued at this moment by the former, towards its Greek subjects».

[Αφού έλαβε την επιστολή μου, ο ιντερνούντσιος με κάλεσε για να μου πει πως δεν είχα κατανοήσει με ακρίβεια τη φύση και την έκταση του αιτήματός μου για την παρέμβασή μου -που επιθυμούσε να μην περιορίζεται σ’ αυτό καθαυτό το ζήτημα μεταξύ της Πύλης και του Ρώσσου απεσταλμένου, αλλά να αγκαλιάσει την συνολική συμπεριφορά που επιδείκνυε εκείνη την στιγμή η Υψηλή Πύλη προς τους Έλληνες υπηκόους της]: T.C. Prousis, Lord Strangford at the Sublime Porte (1821), όπ. παρ. σημ. 226, σ. 100.

[334]. M. Šedivý, Metternich, the Great Powers and the Eastern Question, University of West Bohemia Press: Pilsen 2013, σσ. 65-66.

[335]. «He then shewed me a dispatch from Prince Metternich, which ordered him to demand an audience of the reis efendi, for the purpose of representing to him that the true interests of the Porte required a different mode of proceeding with respect to the reaya – that it was unwise and impolitic to exercise an indiscriminate and sanguinary system of proscription, “envers l’innocente population grecque” [“towards the innocent Greek population”] – that the execution of the patriarch, or more properly the circumstances attending it, had excited the utmost horror and alarm throughout Christendom – and that it was considered as a declaration of hostility against Christianity in general, combined as it was, with the emanation from the Porte, of various proclamations, bearing a decidedly anti-Christian character. The dispatch concluded with a recommendation to the internuncio, to obtain the support of his colleagues to the representations which he was thus instructed to make».

[Έπειτα μου έδειξε μια επιστολή από τον πρίγκηπα Μέττερνιχ, ο οποίος τον διέταζε να ζητήσει ακρόαση από τον Τούρκο υπουργό Εξωτερικών, με σκοπό να του αναφέρει ότι τα αληθινά συμφέροντα της Πύλης απαιτούσαν έναν διαφορετικό τρόπο χειρισμών σε σχέση με τη ραγιά.

-Ότι ήταν ασύνετο και άστοχο να ασκεί ένα τυφλό και αιματηρό σύστημα προγραφών, «προς τον αθώο ελληνικό πληθυσμό».

-Ότι η εκτέλεση του πατριάρχη, ή καλύτερα τα γεγονότα που την ακολουθούσαν, είχαν διεγείρει απόλυτη φρίκη και συναγερμό σε ολόκληρη τη Χριστιανοσύνη.

-Και ότι θεωρήθηκε ως δήλωση εχθρότητας ενάντια στον Χριστιανισμό γενικά, σε συνδυασμό με την εκπόρευση από την Πύλη διάφορων διακηρύξεων, που έφεραν έναν καίρια αντιχριστιανικό χαρακτήρα.

Η επιστολή έκλεινε με μια σύσταση προς τον ιντερνούντσιο να εξασφαλίσει την υποστήριξη και των άλλων συναδέλφων του στις παραστάσεις που του δόθηκε η εντολή να κάνει]: T.C. Prousis, Lord Strangford at the Sublime Porte (1821), όπ. παρ. σημ. 226, σ. 100· του ιδίου, «British Embassy Reports…», όπ. παρ. σημ. 226, σ. 194.

[336]. «I told the internuncio that I looked upon the unhappy dispute between the Porte and the Russian envoy, as involving in its possible consequences the peace of all Europe – that, under that impression, I should consider it to be my duty to leave no effort untried to bring the Porte to reason, and to engage her to assume a moderate and conciliatory tone –but that my direct interference could go no further, unless specifically authorized by my court –that while I deplored the severities to which the Ottoman government had been obliged to have recourse, I could not but recollect that they had been the consequence and the punishment of an extensive and systematic rebellion – that, under that conviction, I could not admit the propriety of advocating the “innocence of the Greeks” – nor could I believe that I was entitled to dictate to an independent government, the mode and the degree of the chastisement which it chose to inflict upon the authors of an insurrection, that menaced the very existence of that government – that while I lamented the rigorous course pursued by the Porte, I could hardly be surprized at it, since every day brought fresh accounts of the horrid and atrocious cruelties perpetrated by the rebels».

[Είπα στον ιντερνούντσιο ότι προβληματίστηκα πάνω στη δυσάρεστη διαμάχη μεταξύ της Πύλης και του Ρώσσου απεσταλμένου, ως προς τις πιθανές συνέπειές της στην ειρήνη όλης της Ευρώπης,

-ότι, υπό αυτήν την εντύπωση, θα έπρεπε να θεωρήσω ότι είναι καθήκον μου να μην αφήσω καμία προσπάθεια αδοκίμαστη, για να φέρω την Πύλη σε λογική, και να καταφέρω έτσι, ώστε να υιοθετήσει έναν μετριοπαθή και διαλλακτικό τόνο,

-αλλά ότι η άμεση παρέμβασή μου δεν θα μπορούσε να προχωρήσει παραπέρα, παρά μόνο αν είχα εξουσιοδοτηθεί ειδικά από την αυλή μου·

-ότι, μολονότι καταδίκασα τις σκληρότητες στις οποίες έχει υποχρεωθεί να καταφύγει η οθωμανική κυβέρνηση, δεν μπορούσα παρά να υπενθυμίσω ότι ήταν το επακόλουθο και η τιμωρία μιας εκτεταμένης και συστηματικής εξέγερσης·

-ότι, με αυτήν την πεποίθηση, δεν μπορούσα να αναγνωρίσω την ορθότητα της υπεράσπισης της «αθωότητας των Ελλήνων»·

-ούτε θα μπορούσα να πιστέψω ότι είχα το δικαίωμα να υπαγορεύσω σε μια ανεξάρτητη κυβέρνηση τον τρόπο και τον βαθμό της τιμωρίας που θα επέλεγε να επιβάλει στους δημιουργούς μιας εξέγερσης, η οποία απειλούσε την ίδια την ύπαρξη αυτής της κυβέρνησης·

-ότι μολονότι θρηνούσα για την αυστηρή διαδρομή που ακολουθούσε η Πύλη, δύσκολα θα μπορούσαν να εκπλαγώ γι’ αυτήν, αφού κάθε μέρα έφεραν καινούργιες αναφορές για τις απαίσιες και φριχτές αγριότητες που διέπρατταν οι επαναστάτες]: T.C. Prousis, Lord Strangford at the Sublime Porte (1821), όπ. παρ. σημ. 226, σσ. 100-101· του ιδίου, «British Embassy Reports…», όπ. παρ. σημ. 226, σσ. 194-195.

Αυτές οι απόψεις του Strangford ήταν μια πάγια θέση του, την οποία είχε εκφράσει και σε προηγούμενη αναφορά του, εκείνην της 1ης Μαΐου (αρ. 27), όπου είχε ισχυρισθεί πως οι πρέσβεις των ξένων δυνάμεων δεν έχουν δικαίωμα ούτε να επιβάλλουν με την βία τις απόψεις τους στην τουρκική κυβέρνηση, ούτε και να παρέμβουν στις «εσωτερικές της υποθέσεις» για να σταματήσουν οι σφαγές:

«It also appeared to me that, however, the ministers of foreign powers at this residence might be disposed to regret the late execution of the patriarch, and to reprobate the circumstances which attended it, still they had no right to obtrude their opinions upon the government to which they are accredited, and with the internal concerns of which, I presume, we are not entitled to interfere».

[Μου φάνηκε, ωστόσο, ότι οι πρέσβεις των ξένων δυνάμεων που διαμένουν εδώ είναι πιθανόν διατεθειμένοι να εκφράσουν την λύπη τους για την πρόσφατη εκτέλεση του πατριάρχη, και να καταδικάσουν τα έκτροπα που την ακολούθησαν. Όμως, δεν έχουν το δικαίωμα να επιβάλλουν με την βία τις απόψεις τους στην κυβέρνηση οπού είναι διαπιστευμένοι, στις εσωτερικές της υποθέσεις της οποίας, υποθέτω, δεν έχουμε δικαίωμα να παρέμβουμε]: T.C. Prousis, Lord Strangford at the Sublime Porte (1821), όπ. παρ. σημ. 226, σ. 72.

[337]. A. Prokesch von Osten, τ. 1, όπ. παρ. σημ. 131, σ. 69· ελλ. μετ. Α. Πρόκες-Όστεν, τ. 1, όπ. παρ. σημ. 131, σ. 77· K. Mendelssohn-Bartholdy, τ. 1, όπ. παρ. σημ. 131, σ. 215· ελλ. μετ. Κ. Μένδελσων-Βαρθόλδη, όπ. παρ. σημ. 131, σ. 294.

[338]. T.C. Prousis, Lord Strangford at the Sublime Porte (1821), όπ. παρ. σημ. 226, σ. 101· του ιδίου, «British Embassy Reports…», όπ. παρ. σημ. 226, σ. 195.

[339]. «Cependant Monsieur l’envoyé […] voulant envisager surtout le mode de punition du dit patriarche comme une affaire de religion. […] Et lorsque Sublime Porte lui expliqua à plusieurs reprises la vérité de la chose, en répétant les mêmes explications aux ministres des autres puissances amies, qui s’étaient amicalement informés de la cause de celte punition, ceux ci agissant d’après les principes de modération, reconnurent et avouèrent que la Porte avait eu raison d’agir de la sorte. Et le dit ministre seul se rétira, en faisant voir qu’il, interrompait ses rapports avec la Sublime Porte, et se faisant un système de ne jamais se convaincre de rien et d’agir comme bon lui semble, il réfusa absolument de prêter l’oreille à toutes les explications amicales qui lui furent données, par la Sublime Porte en réponse à ses représentations»: Diplomatisches Archiv…, όπ. παρ. σημ. 146, σ. 783.

Η μετάφραση του Τρικούπη παραποιεί σοβαρά το πρωτότυπο, ειδικά στα σημεία που ο μεγάλος βεζίρης καταγγέλει τον Στρογανώφ ότι αρνήθηκε να ακούσει τις εξηγήσεις τις Πύλης σχετικά με την ενοχή του πατριάρχη Γρηγόριου. Όλη την παραπάνω παράγραφο την μεταφράζει ως εξής:

«Ὁ πρέσβυς δεν παύει λέγων ὅτι ἡ ποινὴ τοῦ πατριάρχου ἦτον ὕβρις πρὸς τὴν θρησκείαν ἱκανὴ νὰ κινήσῃ τὴν ἀγανάκτησιν ὅλων τῶν Χριστιανῶν βασιλέων· ἀλλ’ ἡ Πύλη τὸν ἐβεβαίωσεν ὅτι οἱ πρέσβεις τῶν ἄλλων αὐλῶν ὡμολόγησαν ὅτι εἶχε δίκαιον νὰ πράξῃ ὅσα ἔπραξε· μόνος δὲ αὐτὸς δεν θέλει ἐκ συστήματος νὰ πεισθῇ, κωφεύων εἰς τὰς φιλικὰς ἐξηγήσεις της»: Σ. Τρικούπης, όπ. παρ. σημ. 1, τ. 2, σ. 29 (κεφ. κβ΄).

[340]. Diplomatisches Archiv…, όπ. παρ. σημ. 146, σ. 785. Η παράγραφος αυτή απουσιάζει εντελώς από την μετάφραση του Τρικούπη.

[341]. T.C. Prousis, Lord Strangford at the Sublime Porte (1821), όπ. παρ. σημ. 226, σ. 140· του ιδίου, «British Embassy Reports…», όπ. παρ. σημ. 226, σ. 199. Επίσης C.K. Webster, όπ. παρ. σημ. 330, σ. 356· C.A. Frazee, όπ. παρ. σημ. 133, σ. 38· ελλ. μετ. C.A. Frazee, όπ. παρ. σημ. 133, σ. 58.

[342]. «Sa complicité, ayant été constatée par des preuves et des écrits patents, le Grand Seigneur lui a fait subir la punition que son crime lui a attiré»: Γ.Θ. Ζώρας, «Ὁ Ἀπαγχονισμὸς τοῦ Πατριάρχου Γρηγορίου τοῦ Ε΄ εἰς Ἔκθεσιν τοῦ Ὀλλάνδου Ἐπιτετραμμένου Κωνσταντινουπόλεως», Παρνασσός 18 (1976), σσ. 136· 138.

[343]. «[E]t de même la juste punition des autres métropolitains et des chiefs de la nation, n’a eu lieu que pour leurs crimes constatés par leur écrits révolutionnaires saisis et interceptés»: Diplomatisches Archiv…, όπ. παρ. σημ. 146, σ. 783· Σ. Τρικούπης, όπ. παρ. σημ. 1, τ. 2, σ. 29 (κεφ. κβ΄).

[344]. Ν.Κ. Κασομούλης, Ἐνθυμήματα Στρατιωτικὰ τῆς Ἐπαναστάσεως τῶν Ἑλλήνων 1821-1833, Εἰσαγωγὴ καὶ Σημειώσεις ὑπὸ Γ. Βλαχογιάννη, Ἀρχεῖα τῆς Νεωτέρας Ἑλληνικῆς Ἱστορίας 4, τ. 1, Αθήναι 1939, σ. 134.

Τα Ενθυμήματα του Κασομούλη αποτελούν «σπουδαιοτάτην πηγὴν τῆς ἱστορίας τῆς Νεωτέρας Ἑλλάδος»: Ε.Γ. Πρωτοψάλτης, «Πρόλογος» στο Ν.Κ. Κασομούλης, Ἀπομνημονεύματα τῆς Ἐπαναστάσεως τῶν Ἑλλήνων 1821-1833, Προλογίζει Καθηγητὴς Ἐμμ. Γ. Πρωτοψάλτης, Εἰσαγωγὴ καὶ Σχόλια Γ. Βλαχογιάννη, Εκδοτικός οίκος Χ. Κοσμαδάκη & Σια: χ.τ. χ.χ., σ. ε΄. «[Έ]ργο […] μοναδικό για την ιστορία του Αγώνος». Κι αυτό διότι «ο Κασομούλης είναι γεννημένος ιστορικός: του ιστορικού έχει τον πόθο της αλήθειας […]· ακόμα θα πω ότι προσπαθεί να ζυγιάσει τις μαρτυρίες και ξέρει την αξία της αυτοψίας»: Κ.Θ. Δημαράς, «Ενθυμήματα στρατιωτικά [1939]», στο Κ.Θ. Δημαράς, Σύμμικτα, Α΄, Από την Παιδεία στην Λογοτεχνία, Φιλολογική Επιμέλεια Αλέξης Πολίτης, Σπουδαστήριο Νέου Ελληνισμού: Αθήνα 2000, σελ. 126.

[345]. Βλ. παρ., 7.5. Τα κείμενα της οθωμανικής Κυβέρνησης.

[346]. Βλ. παρ. σημ. 310.

[347]. Α. Λιάκος, «Είχε η Εκκλησία Εθνική Συνείδηση;», όπ. παρ. σημ. 22· Θ. Βερέμης, Γ. Κολιόπουλος, Ελλάς, όπ. παρ. σημ. 19, σ. 464.

[348]. N. Kokosalakis, λήμ. «Orthodoxy, Greek» στο The Encyclopedia of Politics and Religion [1998], σ. 576.

[349]. Βλ. παρ. σημ. 146.

[350]. «Lorsque la police eut pris connaissance de la révolte, et après qu’elle fut parvenue à la connaissance du public, la sublime Porte par aucun autre motif que la compassion envers ses pauvres sujets, a cherché à les ramener par la douceur sur le chemin du salut, et elle a adressé à cet effet un buyuruldi au patriarche, contenant les ordonnances et les conseils analogues à ce but, avec un ordre au patriarche, de lancer l’anathème contre toutes les parties du pays où cette démarche était devenue nécessaire contre les sujets qui avaient pris part à la révolte»: Diplomatisches Archiv…, όπ. παρ. σημ. 146, σ. 567.

[351]. «Ce prélat d’ailleurs n’avoit pris aucune part à l’insurrection des Grecs; il avoir même lancé un anathème contre les auteurs de l’insurrection; anathème commandé, à la vérité, par le glaive des musulmans, mais accordé pour prévenir l’effusion du sang et les massacres des chrétiens grecs»: E. de Genoude, Considérations sur les Grecs et les Turcs, suivies de Mélanges Religieux, Politiques et Littéraires, a Paris-a Lyon 1821, σ. 33, σημ.

[352]. Τις σχ. παραπομπές βλ. στο Π.Α. Γεωργαντζής, όπ. παρ. σημ. 129, σσ. 36-41.

[353]. Σ.Π. Παπαγεωργίου, Από το Γένος στο Έθνος, όπ. παρ. σημ. 96, σ. 48.

[354]. Β. Κρεμμυδάς, Η Ελληνική Επανάσταση του 1821, όπ. παρ. σημ. 8, σ. 71.

[355]. Εφ. Allgemeine Zeitung φ. 121, 1-5-1821, σ. 484· εφ. Staats- und gelehrte Zeitung des Hamburgischen unpartheyischen Correspondenten φ. 75, 11-5-1821, σ. [3]· εφ. Aarauer Zeitung φ. 56, 9-5-1821, σ. 224· εφ. Leipziger Zeitung φ. 91, 9-5-1821, σ. 1075· εφ. Neue Breslauer Zeitung φ. 75, 12-5-1821, σ. 1023.

[356]. Φ. Ηλιού, Τύφλωσον Κύριε τον Λαόν σου, όπ. παρ. σημ. 108, σ. 73.

[357]. Σ. Τρικούπης, τ. 1, όπ. παρ. σημ 1, σ. 75 (κεφ. στ΄).

[358]. Λ. Διβάνη, όπ. παρ. σημ 53, σ. 64, σημ. 78.

[359]. R. Clogg, «The Greek Millet in the Ottoman Empire», όπ. παρ. σημ. 8, σ. 193· A. Mango, όπ. παρ. σημ. 8, σ. 123· D. Brewer, Greece, The Hidden Centuries, όπ. παρ. σημ. 12, σ. 233· ελλ. μετ. D. Brewer, Ελλάδα 1453-1821, όπ. παρ. σημ. 12, σ. 340.

[360]. Μ. Μητσού, «Ο Βαλαωρίτης, ο Κουμανούδης και “το Σχοινί του Πατριάρχη”», στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Τμήμα Φιλολογίας, Τομέας Μεσαιωνικών και Νέων Ελληνικών Σπουδών, Μνήμη Γ. Π. Σαββίδη, Θέματα Νεοελληνικής Φιλολογίας, Γραμματολογικά, Εκδοτικά, Κριτικά, Πρακτικά Η΄ Επιστημονικής Συνάντησης 11-14 Μαρτίου 1997, Ερμής: Αθήνα 2001, σ. 119.

[361]. Βλ. παρ. σημ 173.

[362]. Μονόφυλλο του αφορισμού, όπ. παρ. σημ. 2· J.-B. Martin, L. Petit, όπ. παρ. σημ. 2, στ. 152.

[363]. Βλ. παρ., 7.6.3.2. Η επαναστατική επιστολή προς τον Σαλώνων Ησαΐα.

[364]. «Laut Nachrichten aus Bukurest vom 12 April, war daselbst am 8. das von dem griechischen Patriarchen zu Konstantinopel gegen die Aufrührer erlassene Anathem durch einen Diakon in der Metropolitan-kirche sowohl als in jenen von St. Georg und St. Ivan abgelesen worden».

[Σύμφωνα με νέα από το Βουκουρέστι από τις 12 Απριλίου, στις 8 Απριλίου διαβάστηκε το Ανάθεμα που εκδόθηκε από τον Έλληνα Πατριάρχη της Κωνσταντινούπολης εναντίον των ανταρτών από έναν διάκονο στην Μητροπολιτική Εκκλησία, καθώς και σε εκείνες του Αγίου Γεωργίου και του Αγίου Ιωάννου]: Εφ. Oesterreichischer Beobachter φ. 123, 3-5-1821, σ. 577.

[365]. «In dieser Proklamation, die Einen Bogen stark ist…»: εφ. Allgemeine Zeitung φ. 133, 13-5-1821, σ. 531.

[366]. «Zu folge den neuesten Nachrichten aus Jassy vom 13 April, […] [d]urch einen kürzlich aus Konstantinopel angekommenen Bannbrief des griechischen Patriarchen wird der Fluch über Michael Suzzo und alle jene ausgesprochen, welche an der ruchlosen Verschwörung gegen den Großherrn als rechtmäßigen Souverän Antheil genommen».

[Σύμφωνα με τα τελευταία νέα από το Ιάσιο της 13ης Απριλίου, […] μια αφοριστική επιστολή του Έλληνα πατριάρχη, που πρόσφατα έφθασε από την Κωνσταντινούπολη, αναθεματίζει τον Μιχαήλ Σούτζο και όλους εκείνους που συμμετείχαν στην αδίστακτη συνομωσία εναντίον του Μεγάλου Κυρίου ως νόμιμου κυρίαρχου]: εφ. Oesterreichischer Beobachter φ. 123, 3-5-1821, σ. 577.

[367]. «Diese Proklamation blieb sowohl beim Metropoliten als bei den Bojaren ohne Wirkung; nur die zweite Klasse von Bojaren und der Kaufmannsstand nahmen sich vor neutral zu bleiben, und die Ereigniſſe abzuwarten»: εφ. Allgemeine Zeitung φ. 133, 13-5-1821, σ. 531· εφ. Der Aufrichtige und Wohlerfahrene Schweizer-Bote φ. 20, 17-5-1821, σ. 161· εφ. Bayreuther Zeitung φ. 98, 17-5-1821, σ. 420.

[368]. «Den 10 Nachmittags kam die Post, und brachte in den Zeitungen die Antwort der hohen Monarchen wegen Thodor und Ypsilanti. Die Bestürzung der Griechen war außerordentlich groß; besonders die des Hrn. Skufa, welcher die Posten hier und in der Moldau in Pacht hat, und ein Haupttheilnehmer an der Ypsilantischen Partei ist. Viele Hundert klagten; man hörte von allen Seiten: „Wir sind verloren!” und Manche, welche bisher Truppen für Ypsilanti geworben hatten, nahmen Pässe nach den östreichischen Staaten»: εφ. Allgemeine Zeitung φ. 133, 13-5-1821, σ. 532.

Αυτά γίνονταν στο Βουκουρέστι. Τα ίδια ακριβώς έγιναν και στο Ιάσιο. Μόλις μαθεύτηκαν τα νέα για την αποκήρυξη της Επανάστασης από τους αυτοκράτορες της Ρωσσίας και της Αυστρίας όλοι κατέρρευσαν, ενώ ο Μιχαήλ Σούτσος διέφυγε μαζί με το πολεμικό ταμείο:

«Zu folge den neuesten Nachrichten aus Jassy vom 13 April haben die von II. MM. den Kaisern von Österreich und Rußland, hinsichtlich der Unruhen in den beiden Fürstenthümern gefaßten Beschlüsse, daselbst die größte Wirkung hervorgebracht. Kaum waren solche am 10 April in Jassy bekannt geworden, als die Landes – Bojaren, den Metropoliten an der Spitze, sich zu dem regierenden Fürsten verfügten, um ihn zur schleunigen Abreise zu bewegen. Michael legte unter Thränen die Zügel der Verwaltung nieder, und verließ mit seiner Familie, seinem ganzen Gefolge und den Sphoren Jassy in der Nacht vom 11 April, indem er die Kriegskasse des griechischen Aufgebots mit sich nahm. Er hinterläßt im Lande eine sehr bedeuteude Schuldenlast, und hat den Weg, nach Bessaravien eingeschlagen».

[Σύμφωνα με τα τελευταία νέα από το Ιάσιο, της 13ης Απριλίου, οι αποφάσεις που έλαβαν οι αυτών μεγαλειότητες, οι αυτοκράτορες της Αυστρίας και της Ρωσίας σχετικά με τις αναταραχές στις δύο ηγεμονίες, επέφεραν εκεί το μεγαλύτερο πλήγμα. Μόλις έγιναν αυτά γνωστά στις 10 Απριλίου στο Ιάσιο, τότε οι άρχοντες της χώρας, με τον μητροπολίτη επικεφαλής, επιβλήθηκαν στον βασιλεύοντα πρίγκιπα, ώστε να τον πείσουν να φύγει γρήγορα. Ο Μιχαήλ με δάκρυα εγκατέλειψε τα ηνία της διοίκησης, και άφησε το Ιάσιο μαζί με την οικογένειά του, ολόκληρη την ακολουθία του και τους εκπροσώπους του, τη νύχτα της 11ης Απριλίου, λαμβάνοντας μαζί του το πολεμικό ταμείο της ελληνικής στρατολογίας. Άφησε πίσω του ένα δυσβάσταχτο φορτίο χρέους στη χώρα, και πήρε το δρόμο μέχρι τη Βεσσαραβία]: εφ. Oesterreichischer Beobachter φ. 123, 3-5-1821, σ. 577.

[369]. Μονόφυλλο του αφορισμού, όπ. παρ. σημ. 2· J.-B. Martin, L. Petit, όπ. παρ. σημ. 2, στ. 153-154.

[370]. Β. Κρεμμυδάς, «Η Σύγκρουση για την Ιστορία», εφ. Τα Νέα, 26-04-2007.

[371]. Σ. Τρικούπης, τ. 1, όπ. παρ. σημ 1., σ. 69 (κεφ. στ΄).

[372]. Σ. Τρικούπης, τ. 1, όπ. παρ. σημ 1., σ. 69 (κεφ. στ΄).

[373]. Δ. Φωτιάδης, Η Επανάσταση του 1821, Εκδοτικός Οίκος Ν. Βότση: Αθήναι 19772, σ. 390.

[374]. Γ.Π. Αγγελόπουλος, Γ.Γ. Παπαδόπουλος (εκδ.), τ. 1, όπ. παρ. σημ. 157, σ. 27.

[375]. Έτσι χαρακτηρίζει ο Α. Λιάκος τους ιστορικούς οι οποίοι είναι καθηγητές ή ερευνητές σε διάφορα επιστημονικά ιδρύματα, σε αντίθεση με εκείνους που ασχολούνται με την ιστορική έρευνα ερασιτεχνικά και χωρίς να έχουν την ανάλογη εξειδίκευση: Α. Λιάκος, «Το Ζήτημα της “Συνέχειας” στη Νεοελληνική Ιστοριογραφία», στο Π.Μ. Κιτρομηλίδης, Τ.Ε. Σκλαβενίτης (επιμ.), Δ΄ Διεθνές Συνέδριο Ιστορίας, Ιστοριογραφία της Νεότερης και Σύγχρονης Ελλάδας 1833-2002, Πρακτικά, τ. 1, Αθήνα 2004, σσ. 63-64.

[376]. Πρβλ. Π.Μ. Κιτρομηλίδης, «Από τον Διαφωτισμό στο Ρομαντισμό, Η Μαρτυρία του J.L.S. Bartholdy και η Ιδεολογική της Σημασία», στο Τόπος και Εικόνα, Χαρακτικά Ξένων Περιηγητών για την Ελλάδα, τ. 4, 19ος αι., Ολκός: Αθήνα 1982, σσ. 120-121.

[377]. «Ο Ρήγας […] αναθεματίζεται από την επίσημη Εκκλησία»: Λ. Ι. Βρανούσης, «Ιδεολογικές Ζυμώσεις καὶ Συγκρούσεις», Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. 11, σ. 448· «Ο Γρηγόριος Ε΄ […] αναθεμάτισε […] τον Ρήγα»: Π.Μ. Κιτρομηλίδης, Νεοελληνικός Διαφωτισμός, όπ. παρ. σημ 28, σ. 450· «[Τ]ο παράδειγμα πάλι του Γρηγορίου του Ε΄, που αναθεμάτισε το Ρήγα και τους συντρόφους του, στέκει ζωντανό τεκμήριο της δράσης του δογματισμού»: Τ. Βουρνάς, «Η Πολιτική σαν Κοινωνιολογική Έννοια στη Φιλοσοφία του Νεοελληνικού Διαφωτισμού» στο Ελληνογαλλικά, Αφιέρωμα στον Roger Milliex για τα Πενήντα Χρόνια της Ελληνικής Παρουσίας του, Εταιρεία Ελληνικού Λογοτεχνικού και Ιστορικού Αρχείου: Αθήνα 1990, σ. 99· «Προς τιμήν του [Ρήγα] ανεγέρθηκαν αγάλματα, πρώτα έξω από το Πανεπιστήμιο Αθηνών (κατά ειρωνικό τρόπο δίπλα σε άγαλμα του πατριάρχη Γρηγορίου Ε΄, ο οποίος τον είχε αφορίσει, αλλά μαρτύρησε με τη σειρά του το 1821)»: C.M. Woodhouse, Ρήγας Βελεστινλής, ο Πρωτομάρτυρας της Ελληνικής Επανάστασης, Εκδόσεις Παπαδήμα: Αθήνα 1997, σ. 223.

[378]. Π.Μ. Κιτρομηλίδης, Νεοελληνικός Διαφωτισμός, όπ. παρ. σημ. 28, σ. 428. Η λέξη επίσημα (officially) έχει προστεθεί στην αγγλική μετάφραση του έργου: P.M. Kitromilides, Enlightenment and Revolution, The Making of Modern Greece, Harvard University Press: Cambridge, Massachusetts – London 2013, σ. 291.

[379]. Γ.Π. Αγγελόπουλος, Γ.Γ. Παπαδόπουλος (εκδ.), τ. 2, όπ. παρ. σημ. 307, σσ. 498-499· Φ. Ηλιού, «Η Πατριαρχική Καταδίκη του Ρήγα», Τα Ιστορικά/Historica 14, τχ. 27, (1997), σσ. 299-300.

[380]. Φ. Ηλιού, «Η Πατριαρχική Καταδίκη του Ρήγα», όπ. παρ., σ. 299. Ο Ηλίου ανακοινώνει την επιστολή στον Παροναξίας όχι μόνον χωρίς να την δημοσιεύσει, καθώς προτίμησε να δημοσιεύσει την ήδη δημοσιευμένη, αλλά χωρίς να αναφέρει καν που βρίσκεται. Η επιστολή αυτή εμπεριέχεται στην αυτόγραφη χειρόγραφη συλλογή του μητροπολίτη Παροναξίας Νεοφύτου Λαχοβάρη με τα πατριαρχικά και συνοδικά γράμματα που είχαν σταλθεί προς αυτόν. Πρόκειται για το χειρόγραφο 6 του Ζωγραφείου Γυμνασίου, το περιεχόμενο του οποίου παρουσιάζει αναλυτικά, δημοσιεύοντας το αδημοσίευτο τμήμα του, ο Π.Γ. Ζερλέντης, «Πατριαρχῶν Γράμματα Διατακτικὰ πρὸς τοὺς Νησιώτας περὶ Δουλικῆς Ὑποταγῆς εἰς τοὺς Κρατοῦντας», Δελτίον της Ιστορικῆς και Εθνολογικῆς Εταιρείας της Ελλάδος 9 (1926), σ. 97 κ. εξ.

Εκεί ο Ζερλέντης θεωρεί ότι την συγκεκριμένη επιστολή ως δημοσιευμένη στο Γ.Π. Αγγελόπουλος, Γ.Γ. Παπαδόπουλος (εκδ.), τ. 2, όπ. παρ. σημ. 307, σ. 49, γι’ αυτό και δεν την αναδημοσιεύει. Όμως η επιστολή που δημοσιεύτηκε εκεί είναι εκείνη προς τον μητροπολίτη Σμύρνης. Αλλά επειδή οι δύο επιστολές είναι πανομοιότυπες, ο Ζερλέντης θεωρεί περιττό να δημοσιεύει και αυτός την επιστολή προς τον Παροναξίας: Π.Γ. Ζερλέντης, όπ. παρ., σ. 100. Η μόνη διαφορά που έχει η επιστολή προς τον μητροπολίτη Παροναξίας από εκείνη προς τον Σμύρνης είναι η χρονολογία της, καθώς αυτή χρονολογείται στις 20 Δεκεμβρίου του 1797, ενώ η επιστολή προς τον Σμύρνης στις 1 Δεκεμβρίου του 1798. Ο Ηλιού, παρόλο που θεωρεί πολύ μεγάλη την απόκλιση ανάμεσα στις δύο ημερομηνίες, τις θεωρεί και τις δύο «δυνατές», αλλά θεωρεί «πιθανότερη» την προγενέστερη (1797): όπ. παρ., σ. 299.

Όμως, με λίγο μεγαλύτερη προσοχή στις χρονολογήσεις των εγγράφων του συγκεκριμένου κώδικα του Νεόφυτου, μπορούμε να επιβεβαιώσουμε πως η χρονολόγηση της επιστολής προς τον μητροπολίτη Παροναξίας είναι λανθασμένη. Καταρχήν πρέπει να σημειώσουμε πως ο Ζερλέντης αποδεικνύεται απρόσεκτος κατά την σημείωση των διαφόρων χρονολογιών. Για παράδειγμα, ένα γράμμα του πατριάρχη Νεόφυτου Ζ΄, στην περιγραφή του κώδικα το χρονολογεί στις 14-3-1798, όταν δηλαδή ήταν ακόμη πατριάρχης ο Γρηγόριος (Π.Γ. Ζερλέντης, όπ. παρ., σ. 100), ενώ λίγο πιο κάτω, όταν το δημοσιεύει ολόκληρο, παραθέτει την σωστή χρονολογία, 14-3-1799: όπ. παρ. σ. 112. Για τον λόγο αυτόν θα βασιστούμε στις χρονολογίες που δίνει, για τις ίδιες επιστολές, ο Α. Παπαδόπουλος-Κεραμεύς, στην δική του περιγραφή για τον ίδιο κώδικα.

Για κάποιον λόγο, απρόσεκτος αποδεικνύεται και ο ίδιος ο μητροπολίτης Παροναξίας Νεόφυτος στις χρονολογίες των επιστολών που συμπεριέλαβε στον ιδιόγραφο κώδικά του. Έτσι, στην περίφημη εγκύκλιο του Γρηγορίου Ε΄ προς τους κατοίκους των Επτανήσων ο Νεόφυτος θέτει ως χρονολογία το έτος 1799 (Α. Παπαδόπουλος-Κεραμεύς, «Δύο Κατάλογοι Ἑλληνικῶν Κωδίκων ἐν Κωνσταντινουπόλει, τῆς Μεγάλης τοῦ Γένους Σχολῆς καὶ τοῦ Ζωγραφείου», Извѣстiя Русскаго археологическаго института въ Константинополѣ [Δελτίο του Ρωσσικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου στην Κωνσταντινούπολη] 14 (1909), σ. 65 [133]). Μία χρονιά δηλαδή που ο Γρηγόριος δεν ήταν πια πατριάρχης.

Είναι προφανές ότι πρόκειται για λάθος εκ παραδρομής. Ο ίδιος ο μητροπολίτης Παροναξίας Νεόφυτος είναι εκείνος που σημείωσε στο προσωπικό του ημερολόγιο με ακρίβεια ότι ο Γρηγόριος εξέδωσε την συγκεκριμένη Εγκύκλιο μετά την εκστρατεία του Ναπολέοντα στην Αίγυπτο, το 1798:

«ˏαψϞη΄: Ἰουλλίου: ια΄: οἱ γάλλοι καὶ ὁ ναπολέων πονοπάρτες ἐπῆγαν καὶ μὲ δύναμιν μεγάλην καθ’ ὑπέταξαν τὴν άλεξάνδρειαν καὶ ὅλην τὴν αἴγυπτον, ὅθεν διὰ προσταγῆς τῆς κραταιᾶς πόρτας ἐξέδωκεν ὁ κὺρ γρηγόριος τὸ κάτωθεν ἐντύποις γράμμα πρὸς τοὺς ἑπτανησιώτας»: Γ.A. Λαδάς, Α.Δ. Χατζηδήμος, Ελληνική Βιβλιογραφία των Ετών 1796-1799, Αθήνα 1973, σ. 135, και σημείωση.

Και αν ο Παροναξίας Νεόφυτος σημείωσε λανθασμένη χρονολογία για μια τόσο σημαντική Εγκύκλιο, όταν την καταχώριζε στην συλλογή του, καταλαβαίνουμε πόσο εύκολο ήταν να σημειώσει λανθασμένα την χρονολογία και της επιστολής που του έστειλε ο Γρηγόριος σχετικά με το «Σύνταγμα» του Ρήγα, χρονολογώντας την το 1797 (Α. Παπαδόπουλος-Κεραμεύς, όπ. παρ., σ. 65 [133]), αντί για το 1798, που είναι και το σωστό.

[381]. Πρόκειται για εκείνο το μέρος της επιστολής οπού ο πατριάρχης τονίζει στον μητροπολίτη Σμύρνης με ιδιαίτερη αυστηρότητα την υποχρέωσή του να εκπληρώσει το καθήκον που του αναθέτει στο ακέραιο: «Καὶ πρόσεχε, ἀδελφέ, ἵνα μὴ φανῇς παραμελῶν εἰς τὴν τοιαύτην ποιμαντικὴν καὶ ἄγρυπνόν σου ταύτην ἀρχιερατικὴν ἐπιστασίαν, καὶ ἐκ τῆς ἐπαρχίας σου ἐμφανισθῇ τοιοῦτον σύνταγμα διασπειρόμενον καὶ δὲν τὸ φανερώσῃς πρὸς ἡμᾶς καὶ δὲν ἐξαποστείλῃς τὰ τοιαῦτα, ἀλλὰ δι’ ἄλλου τινὸς ἢ σταλθῇ ἐνταῦθα ἢ ἀκουσθῇ, ὅτι ἀποδεικνύεις σεαυτὸν ἀνίκανον καὶ τοῦ ποιμαντικοῦ χρέους ἐλλειπέστατον καὶ ἀγρήγορον· καὶ ἐκ τούτου ὑποπίπτεις εἰς ἀνυποληψίαν καὶ ποινὴν παρὰ Θεοῦ καὶ τῆς ἐκκλησίας ἐξ ἀποφάσεως»: Φ. Ηλιού, «Η Πατριαρχική Καταδίκη του Ρήγα», όπ. παρ. σημ 379, σσ. 299-300.

[382]. Φ. Ηλιού, «Η Πατριαρχική Καταδίκη του Ρήγα», όπ. παρ. σημ 379, σ. 300.

[383]. «Και απειλούνται οι ίδιοι οι ιεράρχες με αυστηρές εκκλησιαστικές ποινές […] στην περίπτωση που διαπιστωθεί ότι το “τοιοῦτον σύγγραμμα” κυκλοφόρησε στην επαρχία τους χωρίς οι ίδιοι να το ανακαλύψουν ή να το καταγγείλουν»: Φ. Ηλιού, «Η Πατριαρχική Καταδίκη του Ρήγα», όπ. παρ. σημ. 379, σ. 298.

[384]. Λ. Ι. Βρανούσης, όπ. παρ. σημ. 326, σ. 450.

[385]. Φ. Ηλιού, «Η Πατριαρχική Καταδίκη του Ρήγα», όπ. παρ. σημ 379, σ. 300.

[386]. Φ. Ηλιού, «Η Πατριαρχική Καταδίκη του Ρήγα», όπ. παρ. σημ 379, σ. 298.

[387]. Φ. Ηλιού, «Η Πατριαρχική Καταδίκη του Ρήγα», όπ. παρ. σημ 379, σ. 298. Ως εγκύκλιο είχε χαρακτηρίσει τις απόρρητες υπηρεσιακές επιστολές του Γρηγορίου Ε΄ προς τους μητροπολίτες Σμύρνης και Παροναξίας ήδη ο Α.Β. Δασκαλάκης, «Το Πολίτευμα της Ελληνικής Δημοκρατίας του Ρήγα Βελεστινλή», Επιστημονική Επετηρίς της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, περίοδος 2, τ. 13, ἐν Ἀθήναις 1962-1963 σ. 12, σημ. 2. Επίσης και οι Ν. Πανταζόπουλος, «Ρήγας Βελεστινλής, Η Πολιτική Ιδεολογία του Ελληνισμού Προάγγελος της Επαναστάτεως [1964]», στο Ν. Πανταζόπουλος, Μελετήματα για τον Ρήγα Βελεστινλή, Επιστημονική Εταιρεία Μελέτης «Φερών-Βελεστίνου-Ρήγα»: Αθήνα 19982, σ. 53· Α. Κουμαριανού, «Ο “Νέος Ραψάκης”», Ο Ερανιστής 6 (1968), σ. 13, σημ. 1· C.M. Woodhouse, όπ. παρ. σημ. 377, σσ. 214-215· Π.Μ. Κιτρομηλίδης, Η Γαλλική Επανάσταση και η Νοτιοανατολική Ευρώπη, Πορεία: Αθήνα 20002, σ. 76.

[388]. Φ. Ηλιού, «Η Πατριαρχική Καταδίκη του Ρήγα», όπ. παρ. σημ 379, σ. 302.

[389]. Φ. Ηλιού, «Νεοελληνικός Διαφωτισμός, Η Νεωτερική Πρόκληση», στο Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, 1770-2000, τ. 2, Η Οθωμανική κυριαρχία, 1770-1821, Διαφωτισμός – Ιστορία της Παιδείας – Θεσμοί και Δίκαιο, Ελληνικά γράμματα: Αθήνα 2003, σ. 23.

[390]. Φ. Ηλιού, «Η Πατριαρχική Καταδίκη του Ρήγα», όπ. παρ. σημ 379, σ. 298.

[391]. Όπως σημειώνει και ο Δ. Καραμπερόπουλος, με άλλη αφορμή: «Σε υποσημείωση, ωστόσο, ο Φιλήμων παρατηρεί ανακριβώς πως “Ἡ Μεγάλη Ἐκκλησία τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἀφώρισε μάλιστα τὴν ἀνάγνωσιν ὅσων ἔγραψεν οὗτος κατὰ τοῦ Ἱερατείου”. Και θεωρούνται ανακριβή διότι α) δεν ήταν αφορισμός από την Σύνοδο της Εκκλησίας, αλλά επιστολή του Πατριάρχη Γρηγορίου Ε΄ προς τον Μητροπολίτη Σμύρνης, στον οποίο γράφει για το έντυπο “Νέα Πολιτική Διοίκησις”, το οποίο είναι “ τοῖς δόγμασι τῆς ὀρθοδόξου ἡμῶν πίστεως ἐναντιούμενον ”»: Δ. Καραμπερόπουλος, «Η Άδικη Κρίση του Ιω. Φιλήμονος για τον Επαναστάτη Ρήγα Βελεστινλή», Θεσσαλικό Ημερολόγιο 38 (2000), σ. 266, σημ. 31.

[392]. C. Koumarianou, «The Contribution of the Intelligentsia Towards the Greek Independence Movement, 1798–1821», στο R. Clogg (εκδ.), The Struggle for Greek Independence, όπ. παρ. σημ. 8, σ. 72.

[393]. Α. Λεγράνδ, Σ.Π. Λάμπρος, Ἀνέκδοτα Ἔγγραφα περί Ρῆγα Βελεστινλῆ καί τῶν σὺν αὐτῷ Μαρτυρησάντων, Ἐκ τῶν ἐν Βιέννῃ Ἀρχείων Ἐξαχθέντα καί Δηµοσιευθέντα, Ἀθήνησιν 1891, σ. 172/173 (παρ. 4)· Σ.Π. Λάμπρος, Ἀποκαλύψεις περὶ τοῦ Μαρτυρίου τοῦ Ρήγα, ἐν Ἀθήναις 1892, σ. 81.

[394]. Το σημείωμα διαβιβάζεται τυπικά προς τον κόμη von Cobenzl. Κι αυτό διότι ο von Cobenzl είχε μόλις γίνει υπουργός Εξωτερικών της Αυστρίας, στις 29 Απριλίου (ν.ημ.), αντικαθιστώντας στην θέση αυτή τον ίδιο τον von Thugut: K.A. Roider Jr., Baron Thugut and Austria’s Response to the French Revolution, Princeton University Press: Princeton, NJ – Guildford, Surrey 1987, σ. 278. Είναι όμως σαφές πως απευθύνεται προς τον von Thugut.

[395]. Ο von Thugut από το 1794, υπό τον τίτλο του υπουργού Εξωτερικών, είχε αναλάβει την προσωρινή εκπροσώπηση όλων των λειτουργιών του μυστικού καγκελαρίου της αυλής, του καγκελαρίου του κράτους και του καγκελαρίου του αυτοκρατορικού οίκου (Hof-, Staats- und Hauskanzler): H. von Zeißberg, λήμ. «Thugut, Johann Amadeus Franz de Paula», Allgemeine Deutsche Biographie, τ. 38 [1894], σ. 151. Για το αξίωμα του Hof-, Staats- und Hauskanzler βλ. C.A Macartney, House of Austria, The Later Phase 1790-1918, Edinburgh University Press: Edinburgh 1978, σ. 2.

[396]. Α. Λεγράνδ, Σ. Λάμπρος, όπ. παρ. σημ. 393, σ. 153.

[397]. Βλ. σχ. και Σ.Π. Λάμπρος, Ἀποκαλύψεις…, όπ. παρ. σημ. 396, σ. 90.

[398]. Ο Γ. Κορδάτος, παραποιώντας πλήρως όλα τα πραγματικά περιστατικά, ισχυρίζεται πως «[α]κόμα και όταν ο Ρήγας είταν στην αυστριακή φυλακή, […] ο Γρηγόριος […] φρόντιζε όχι για να απολυθούν ο Ρήγας και οι σύντροφοί του από την φυλακή, μα για να παραδοθούν στις τουρκικές αρχές». Και προς επίρρωσιν των λεγομένων του επικαλείται «το λέγειν του αυστριακού πρεσβευτή στην Πόλη Ράτκηλ(!)»: Γ.Κ. Κορδάτος, «Ο Ρήγας Φεραίος και η Εποχή του», Αρχείον Οικονομικών και Κοινωνικών Επιστημών 11 (1931), σ. 273.

Είναι εντυπωσιακό το πώς ο Κορδάτος αντιστρέφει εξολοκλήρου την ιστορική πραγματικότητα, παρουσιάζοντας το σχέδιο που είχε συλλάβει ο Αυστριακός πρέσβης για να απελευθερωθεί ο Ρήγας από τα χέρια του πασά του Βελιγραδίου, ως σχέδιο που είχε εξυφάνει ο πατριάρχης, όσο ο Ρήγας ήταν ακόμη στις αυστριακές φυλακές, για να παραδοθεί ο Ρήγας στα χέρια των Τούρκων.

[399]. Λ. Βρανούσης, «Άγνωστα Πατριωτικά Φυλλάδια και Ανέκδοτα Κείμενα της Εποχής του Ρήγα και του Κοραή, Η Φιλογαλλική και η Αντιγαλλική Προπαγάνδα», Επετηρίς του Μεσαιωνικού Αρχείου 15-16 (1965-1966) [Αθήνα 1997], σ. 201.

[400]. Λ. Βρανούσης, «Άγνωστα Πατριωτικά Φυλλάδια…», όπ. παρ., σ. 201.

[401]. Λ. Βρανούσης, «Άγνωστα Πατριωτικά Φυλλάδια…», όπ. παρ., σσ. 201-202.

[402]. Ν. Πάντελιτς, Η Εκτέλεση του Ρήγα, ελλ. μετάφραση από το σερβοκροατικό πρωτότυπο, Επιστημονική Εταιρεία Μελέτης Φερών – Βελεστίνου – Ρήγα: Αθήνα 2000 [1931], σσ. 85-86, σημ. 98.

[403]. Ολόκληρες οι επίσημες ομολογίες του Ρήγα και των συντρόφων του στις αυστριακές αστυνομικές αρχές στο Α. Λεγράνδ, Σ.Π. Λάμπρος, όπ. παρ. σημ. 393, σσ. 59-111.

[404]. D. Brewer, Greece, The Hidden Centuries, όπ. παρ. σημ. 12, σ. 232· ελλ. μετ. D. Brewer, Ελλάδα 1453-1821, όπ. παρ. σημ. 12, σ. 338. Αναλυτικά για τις επιθετικές πράξεις και ενέργειες της Γαλλικής Επανάστασης ενάντια στην χριστιανική θρησκεία βλ. Β. Καραγεώργος, «Η Πατριαρχική Εγκύκλιος του Γρηγορίου Ε΄ προς τους Επτανησίους, Το Οικουμενικό Πατριαρχείο και η Γαλλική Επανάσταση», στο Ορθοδοξία και Οικουμένη, Χαριστήριος Τόμος προς Τιμήν του Οικουμενικού Πατριάρχου Βαρθολομαίου Α΄, Εκδόσεις Αρμός: Αθήνα 2000, σσ. 482-486. Ειδικότερα για τις αντιχριστιανικές ενέργειες των Γάλλων στα Επτάνησα βλ. Β. Καραγεώργος, όπ. παρ., σ. 487.

[405]. Α. Μακρίδης, «Γρηγόριος Ε΄ εναντίον Υψηλάντη: Ένας Αφορισμός “εν Οχετοίς Δακρύων”», Μέρος α΄, https://sitalkisking.blogspot.com/2011/04/blog-post_17.html.

Μέρος β΄, https://sitalkisking.blogspot.com/2011/05/blog-post_04.html.

[406]. Λ. Αντωνιάδης, Ἐπιτομὴ Χρονολογικὴ τῆς Γενικῆς Ἱστορίας, ἐν τῷ τοῦ Πατριαρχείου τῆς Κωνσταντινουπόλεως Τυπογραφείῳ 1808, σσ. 242-253.

[407]. Λ. Αντωνιάδης, όπ. παρ., σ. 245.

[408]. Λ. Αντωνιάδης, όπ. παρ., σ. 253.

[409]. Λ. Αντωνιάδης, όπ. παρ., σσ. [254]-[260] «Κατάλογος τῶν Φιλολόγων Συνδρομητῶν».

Εντύπωση προκαλεί εδώ η άποψη του Τ.Ε. Σκλαβενίτη, ότι η Εκκλησία εξέδωκε την Ἐπιτομὴ χρονολογικὴ προκειμένου να «θωρακίσει με σύγχρονα όπλα το χριστεπώνυμο πλήρωμα» απέναντι στο «μήνυμα του Διαφωτισμού»: Τ.Ε. Σκλαβενίτης, «Σημειώσεις για το Διαφωτισμό στην Κωνσταντινούπολη του 1821», στο Νεοελληνική παιδεία και Κοινωνία, Πρακτικά Διεθνούς Συνεδρίου Αφιερωμένου στη Μνήμη του Κ.Θ. Δημαρά, Όμιλος Μελέτης του Ελληνικού Διαφωτισμού: Αθήνα 1995. σ. 259. Γιατί, αν η Εκκλησία θωράκιζε το «χριστεπώνυμο πλήρωμα» απέναντι στο «μήνυμα του Διαφωτισμού» κατηχώντας το στην ιστορία και στις αρχές της Γαλλικής Επανάστασης, τι περισσότερο θα μπορούσαν να πράξουν οι πιο ριζοσπαστικοί εκπρόσωποι του Νεοελληνικού Διαφωτισμού, προκειμένου να διαδώσουν το μήνυμά τους;

[410]. Σαδακάτι, πίστη.

[411]. Εμνιέτ, εδώ εμπιστοσύνη.

[412]. Μητρ. Σάρδεων Γερμανού, «Συμβολὴ εἰς τοὺς Πατριαρχικοὺς Καταλόγους Κωνσταντινουπόλεως ἀπὸ τῆς Ἁλώσεως καὶ ἑξῆς», Ορθοδοξία 12 (1937), σ. 61.

[413]. Άζλι, απόλυση, αποπομπή.

[414]. Μητρ. Σάρδεων Γερμανού, όπ. παρ. σημ. 412, σ. 62.

[415]. A. Cunningham, Anglo-Ottoman Encounters in the Age of Revolution, Collected Essays, τ. 1, Frank Cass: London – Portland 1993, σ. 201.

[416]. Γ.A. Λαδάς, Α.Δ. Χατζηδήμος, όπ. παρ. σημ. 380, σ. 124.

[417]. Σούτιτος ή σούδιτος, υπήκοος.

[418]. Γαζέπι, οργή.

[419]. Γ.A. Λαδάς, Α.Δ. Χατζηδήμος, όπ. παρ. σημ. 380, σσ. 125-126.

[420]. Ν.Α. Βέης στο Σ.Κ. Καρατζάς, Σμύρνης Τραγωδίες, Δύο Ανέκδοτα Ποιήματα σχετικά με τις Ταραχές στη Σμύρνη (1788, 1810), Collection de l’Institut Français d’Athènes 20, Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών – Μουσικό Λαογραφικό Αρχείο 12, Ιωνία 2, Αθήνα 1958, σσ. 22· 23. Τους περισσότερους χαρακτηρισμούς του Κοραή εναντίον του Γρηγορίου βλ. συγκεντρωμένους στο Ν.Γ. Ζαχαρόπουλος, όπ. παρ. σημ. 169, σσ. 25-28.

Ο παραπάνω ερευνητής αποφαίνεται πως αυτοί οι χαρακτηρισμοί του Κοραή εναντίον του Γρηγορίου και των λαϊκών υποστηρικτών του («ανθρωπίσκοι», «αχθοφόροι», «κεβρεκτζίδες», «βάρβαροι καλογερίσκοι», «αρχιερίδιον» κ.τ.λ.) «ἀποπνέουν τὰς παρὰ τῷ Κοραῇ ἐπαναστατικὰς ἰδέας τῆς Γαλλίας καὶ ἀποδεικνύουν τὴν βεβαίαν καὶ βαθεῖαν ἐπίδρασιν αὐτῶν ἐπὶ τοῦ Ἕλληνος λογίου»: Ν.Γ. Ζαχαρόπουλος, όπ. παρ. σημ. 169, σ. 26.

[421]. Β. Κρεμμυδάς, «Κήρυξε Πόλεμο στον Διαφωτισμό», όπ. παρ. σημ. 50.

[422]. Βλ. παρ., 2.1.1. Ο Γρηγόριος Ε΄ και τα σύγχρονα ευρωπαϊκά ρεύματα.

[423]. Κ.Θ. Δημαράς, Νεοελληνικός Διαφωτισμός, Νεοελληνικά Μελετήματα 2, Ερμής: Αθήνα 19895, σ. 365.

[424]. Α. Κοραής, Ἰσοκράτους Λόγοι καὶ Ἐπιστολαί, Μέρος Πρῶτον, Ἑλληνικὴ Βιβλιοθήκη 1, ἐν Παρισίοις 1807, σ. λθ΄· Α. Κοραής, Προλεγόμενα στους Αρχαίους Έλληνες Συγγραφείς, τ. 1, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 1984 [1833], σ. 256.

[425]. Α. Κοραής, Ἰσοκράτους, όπ. παρ., σ. λζ΄, σημ 1· Α. Κοραής, Προλεγόμενα, όπ. παρ., σ. 256.

[426]. Α. Κοραής, Ἰσοκράτους, όπ. παρ., σ. μστ΄· Α. Κοραής, Προλεγόμενα, όπ. παρ., σ. 262.

[427]. Γ. Τόλιας, «Κατά των Μισελλήνων, Η Πολεμική του Κοραή εναντίον “των Εχθρών του Καταφρονημένου Γένους ημών”», στο εφ. Η Καθημερινή, Επτά Ημέρες (ένθετο), Αδαμάντιος Κοραής, 250 Χρόνια από τη Γέννησή του, 29-11-1998, σ. 29.

[428]. Πληροφορίες για το Υπόμνημα, τις εκδόσεις και τις μεταφράσεις του, βλ. σχ. Α. Χατζηδήμος, «Το “Υπόμνημα περί της Παρούσης Καταστάσεως του Πολιτισμού εν Ελλάδι” του Α. Κοραή και οι δύο Πρώτες Εκδόσεις του», Ο Ερανιστής 3 (1965), σσ. 89-96.

[429]. Γ. Τόλιας, όπ. παρ. σημ. 427, σ. 29.

[430]. Α. Κοραής, Ὑπόμνημα περὶ τῆς Παρούσης Καταστάσεως τοῦ Πολιτισμοῦ ἐν Ἑλλάδι, Συνταχθὲν μὲν γαλλιστὶ καὶ Ἀναγνωσθὲν εἰς τὴν Ἑταιρίαν τῶν Ἀνθρωποτηρητῶν (τῇ 6 Ἰανουαρίου 1803), Μεταφρασθὲν δὲ ὑπὸ Ἀναστασίου Κωνσταντινίδου, ἐν Ἀθήναις 1853, σσ. 39· 40· 60.

[431]. Π.Μ. Κιτρομηλίδης, «Από τον Διαφωτισμό στο Ρομαντισμό, Η Μαρτυρία του J.L.S. Bartholdy και η Ιδεολογική της Σημασία», στο Τόπος και Εικόνα, Χαρακτικά Ξένων Περιηγητών για την Ελλάδα, τ. 4, 19ος αι., Ολκός: Αθήνα 1982, σ. 120.

[432]. Π.Μ. Κιτρομηλίδης, «Από τον Διαφωτισμό στο Ρομαντισμό…», όπ. παρ., σ. 121.

[433]. Ο Π.Μ. Κιτρομηλίδης σημειώνει για την κριτική του Bartholdy προς την Εκκλησία και τον κλήρο ότι «[τ]α παραδείγματα με τα οποία τεκμηριώνει [ο Bartholdy] τους ισχυρισμούς του δεν είναι τυχαία αλλά εφάπτονται με τα βασικά προβλήματα της ελληνικής κοινωνίας». Και αμέσως παρακάτω συμπληρώνει πως «[τ]α παραδείγματα για τη δραστηριότητα και την ισχύ των αντιδραστικών στοιχείων της ελληνικής κοινωνίας θα μπορούσαν εύκολα να πολλαπλασιαστούν». Και «πολλαπλασιάζει» πράγματι ο συγκεκριμένος ερευνητής τα παραδείγματα του Bartholdy, αναφέροντας, ως τελευταίο, «την καταδίκη του Ρήγα από το Πατριαρχείο (1798)»: Π.Μ. Κιτρομηλίδης, «Από τον Διαφωτισμό στο Ρομαντισμό…», όπ. παρ. σημ. 431, σσ. 119· 120-121.

[434]. Α. Κοραής, Πλουτάρχου Βίοι Παράλληλοι, Μέρος Πρῶτον, Ἑλληνικὴ Βιβλιοθήκη 3, ἐν Παρισίοις 1809, σσ. ζ΄-θ΄.

[435]. «Les Turcs ne défendent l’entrée d’aucun ouvrage européen; c’est le patriarche de Constantinople qui excommunie ceux qui oseroient les lire. En un mot, le clergé grec seul travaille à retenir le peuple dans la profonde barbarie où il est tombé: le clergé grec a ses raisons pour cela. Les pratiques superstitieuses du people, relatives aux ensorcellemens, sont dirigées par ces indignes ministres de la religion, qui en tirent de gros revenus. D’un autre côté, les seuls Grecs qui s’élèvent un peu au-dessus du people sont marchands»: Εφ. Journal de l’Empire, 20-01-1808. σ. 4.

[436]. Ε.Ν. Φραγκίσκος, «Η Αλληλογραφία Κοραή και οι Ολικές Εκδόσεις της», Διαβάζω 82 (30-11-1983), σ. 29.

[437]. Ε.Ν. Φραγκίσκος, «Η Αλληλογραφία Κοραή…», όπ. παρ., σ. 29.

[438]. Η έμφαση από τον συγγραφέα.

[439]. Η έμφαση από τον συγγραφέα.

[440]. Κ. Θ. Δημαράς (κ. άλ. επιμ.), Αδαμάντιος Κοραής Αλληλογραφία, τ. 2, 1799-1809, Όμιλος Μελέτης του Ελληνικού Διαφωτισμού, Νέα Ελληνικά Κείμενα, Βιβλιοπωλείον της «Εστίας»: Αθήνα 1966, σσ. 446-447.

[441]. Ε.Ν. Φραγκίσκος, «Η Αλληλογραφία Κοραή…», όπ. παρ. σημ. 436, σ. 29.

[442]. Ε.Ν. Φραγκίσκος, «Η Αλληλογραφία Κοραή…», όπ. παρ. σημ. 436, σ. 30. Η συγκεκριμένη ενότητα στο Ι. Ρώτας (εκδ.), Ἀπάνθισμα Ἐπιστολῶν Ἀδαμαντίου Κοραῆ, ἐν Ἀθήναις 1839, σσ. 162-164.

[443]. Κ. Θ. Δημαράς (κ. άλ. επιμ.), Αδαμάντιος Κοραής Αλληλογραφία, τ. 4, 1817-1822, Όμιλος Μελέτης του Ελληνικού Διαφωτισμού, Νέα Ελληνικά Κείμενα, Αθήνα 1982, σ. 320.

[444]. Π. Πολέμη (επιμ.), Ελληνική Βιβλιογραφία του 19ου Αιώνα, Βιβλία-Φυλλάδια, τ. 2, 1819-1832, Βιβλιολογικό Εργαστήρι «Φίλιππος Ήλιου», Φίλιππου Ηλιού Κατάλοιπα, Μουσείο Μπενάκη, Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο Μορφωτικού Ιδρύματος Εθνικής Τραπέζης: Αθήνα 2011, σ. 145, σημ. ζ.

[445]. Π. Πολέμη (επιμ.), όπ. παρ., σ. 139 (1821.38).

[446]. Σάλπισμα Πολεμιστήριον, Δευτέρα Ἔκδοσις, Διωρθωμένη, καὶ Ηὐξημένη μὲ Προσθήκην εἰς τὸ Τέλος, ἐν Πελοποννήσῳ [Παρίσι] 1821, σ. 29.

[447]. Β. Καραφουλίδου, «…της μεγάλης ταύτης ιδέας…», Όψεις της Εθνικής Ιδεολογίας 1770-1854, Historia, Πόλις: Αθήνα 2018, σ. 139.

[448]. Σάλπισμα Πολεμιστήριον, όπ. παρ. σημ. 446, σ. 2.

[449]. Ο Iken αυτές τις επιστολές τις μετάφρασε στα γερμανικά, και το 1825 τις εξέδωσε σε ένα δίτομο έργο με τον τίτλο Leukothea.

[450]. «Πέρυσι ἐτόλμησαν ἀναφανδόν, πείθοντες ἢ μᾶλλον βιάζοντες καὶ τὸν μακαρίτην, τὸν ἄλλως σεβαστὸν καὶ ὀρθόφρονα, πατριάρχην Γρηγόριον, νὰ παραδώσουν εἰς τὰς φλόγας μέσα εἰς τὴν αὐλὴν τοῦ πατριαρχείου ἓν εἰς Παρίσια τυπωμένον φυλλάδιον, ὅπου ἐκατακρίνετο ἡ πολλῶν ἀρχιεπισκόπων ἀδιαφορία περὶ τῆς παιδείας τοῦ γένους»: Α. Δημητρακόπουλος, Ἐπανορθώσεις Σφαλμάτων Παρατηρηθέντων ἐν τῇ Νεοελληνικῇ Φιλολογίᾳ τοῦ Κ. Σάθα, μετὰ καί τινων Προσθηκῶν, Τεργέστῃ 1872, σ. 51. Η επιστολή είναι χρονολογημένη στις 4-2-1822: Α. Δημητρακόπουλος, όπ. παρ. σ. 53. Πρόκειται για την δημόσια καύση, μέσα στην πατριαρχική αυλή, του φυλλαδίου «Στοχασμοί του Κρίτωνος». Βλ. σχ. Φ. Ηλιού, Τύφλωσον Κύριε τον Λαόν σου, όπ. παρ. σημ. 108, σσ. 60-61, και σημ. 82.

[451]. Φ. Ηλιού, Τύφλωσον Κύριε τον Λαόν σου, όπ. παρ. σημ. 108, σ. 60, σημ. 82.

[452]. Για τον έντονα αντικληρικό χαρακτήρα της συγκεκριμένης επιστολής βλ. Γ. Καραμπελιάς, 1204-1922, Η Διαμόρφωση του Νεώτερου Ελληνισμού, τ. 2, 1821 η Παλιγγενεσία, Εναλλακτικές Εκδόσεις: Αθήνα 2015, σσ. 453-454· Ε. Κωβαίου, «Ιστορία των Νεοελληνικών Γραμμάτων, Συγγραφικές Απόπειρες στον Γερμανόφωνο Χώρο την Εποχή της Επανάστασης του 1821», στο Π. Μιχαηλάρης (κ. άλ. επιμ.), Όψεις της Επανάστασης του 1821, όπ. παρ. σημ. 137, σσ. 232-234.

[453]. Βλ. Φ. Ηλιού, Τύφλωσον Κύριε τον Λαόν σου, όπ. παρ. σημ. 108, σ. 62.

[454]. Κ.Θ. Δημαράς, Ο Κοραής και η Εποχή του, Βασική Βιβλιοθήκη 9, Αετός: Αθήνα 1953, σ. 51.

[455]. Φ. Ηλιού, Τύφλωσον Κύριε τον Λαόν σου, όπ. παρ. σημ. 108, σσ. 76-77.

[456]. «Ποῖα καὶ πόσα εἶναι τὰ κακά, ὅσα προξένησαν καὶ ἔτι προξενοῦσιν εἰς τὸ δυστυχὲς ἡμῶν γένος οἱ περισσότεροι τῶν ἀρχιερέων, ἀπὸ Φωτίου τοῦ πατριάρχου μέχρι τῆς σήμερον; Ποῖοι δὲ ὑπάρχουσιν οἱ κύριοι τρόποι, δι’ ὧν εἶναι δυνατὸν νὰ καταργηθῇ διόλου ὁ πανώλεθρος καὶ φρικτὸς δεσποτισμὸς τῶν ἀναξίων διαδόχων τοῦ φιλανθρώπου Ἰησοῦ καὶ σωτῆρος;»: Μέλισσα 3 (1821), σ. 337.

[457]. Μαζί με τον Σ. Κονδό. Βλ. Φ. Ηλιού, Τύφλωσον Κύριε τον Λαόν σου, όπ. παρ. σημ. 108, σ. 31.

[458]. Κ.Θ. Δημαράς, Ο Κοραής και η Εποχή του, όπ. παρ. σημ. 454, σ. 51.

[459]. K.N. Σάθας, Νεοελληνικὴ Φιλολογία, Βιογραφίαι τῶν ἐν τοῖς Γράμμασι Διαλαμψάντων Ἑλλήνων, ἀπὸ τῆς Καταλύσεως τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας μέχρι τῆς Ἑλληνικῆς Ἐθνεγερσίας (1453-1821), ἐν Ἀθήναις 1868, σ. 686.

[460]. Γ. Ζαλύκης, Διάλογος περὶ τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπαναστάσεως, Συγγραφεὶς μὲν ἐν Κισνέβη κατὰ τὸ ἔτος 1822 ὑπὸ τοῦ μακαρίτου Γρηγορίου Γεωργιάδου Ζαλύκου, Ἐκδοθεὶς δὲ μετὰ Προλόγου καὶ Ἐπιλόγου ὑπὸ Ἀγαθόφρονος Λακεδαιμονίου, ἐν Παρισίοις 1828, σσ. 94-95.

[461]. Κ.Μ. Κούμας, Ἱστορίαι τῶν Ἀνθρωπίνων Πράξεων, όπ. παρ. σημ. 131, σ. 507.

[462]. «Ce prélat s’étoit toujours montré rigide observateur de ses devoirs, simple, affable, bon et d’une vie exemplaire. […] Il a vécu comme un père au milieu de ses diocésains, et le genre de sa mort ajoute encore à leurs justes regrets»: E. de Genoude, όπ. παρ. σημ. 351, σ. 33, σημ.

[463]. «Telle fut la fin d’un homme que ses vertus rendaient cher à son peuple; d’un sage dont l’expérience et les lumières furent long-tems utiles à ses bourreaux. […]

Encore un mot sur cet infortuné pontife: sa mort ne fut guère avantageuse pour l’avide tyran; quoique depuis long-tems à la tête de sa nation, il mourut excessivement pauvre; jamais il ne considéra sa charge comme un sûr moyen d’acquérir des richesses; aussi simple dans ses vêtemens que dans sa vie privée, il ne détourna pas les deniers du pauvre pour fournir un aliment au luxe de sa table ou de son palais. C’est un des plus beaux éloges qu’on puisse faire de cet homme vertueux: comme Aristide, il contribua a la richesse et à la prospérité de sa nation, sans profiter des nombreux moyens qui se présentaient chaque jour d’acquérir d’immenses trésors»: C.D. Raffenel, όπ. παρ. σημ. 324, σ. 72.

[464]. «With regard to the Patriarch himself, whether considered in his capacity of head of the Greek church, or as a man of the most exemplary virtue and unaffected piety, it would perhaps be impossible to name any victim that has fallen since the introduction of Christianity, more entitled to the honors of martyrdom. How melancholy to reflect, that it is only by such sacrifices, mankind have hitherto been able to acquire religious or political freedom»: E. Blaquiere, The Greek Revolution, Its Origin and Progress, London 1824, σ. 81.

[465]. V. Kechriotis, όπ. παρ. σημ. 8, σ. 291.

[466]. K.H Karpat, Studies on Ottoman Social and Political History, Selected Articles and Essays, Social, Economic and Political Studies of the Middle East and Asia 81, Brill: Leiden (κ. άλ.) 2002, σ. 416· G. Dilek, E. Filippidou, «Turkey and Greece: Reconstructing a Shared Past», στο R. Guyver (εκδ.), Teaching History and the Changing Nation State, Transnational and Intranational Perspectives, Bloomsbury: London (κ. άλ.), σ. 85.

[467]. C.D. Raffenel, όπ. παρ. σημ. 324, σ. 71.

[468]. «He had passed his seventieth year when the murder was perpetrated, and no Patriarch had ever been held in higher estimation by the Greek people»: E. Blaquiere, όπ. παρ. σημ. 464, σ. 82.

[469]. D. Brewer, Greece, The Hidden Centuries, όπ. παρ. σημ. 12, σ. 291· ελλ. μετ. D. Brewer, Ελλάδα 1453-1821, όπ. παρ. σημ. 12, σ. 414.

[470]. W. St Clair, όπ. παρ. σημ. 12, σ. 343.

[471]. Γ. Κουμπουρλής, Οι Ιστοριογραφικές Οφειλές των Σπ. Ζαμπέλιου και Κ. Παπαρρηγοπούλου, Η Συμβολή Ελλήνων και Ξένων λογίων στη Διαμόρφωση του Τρίσημου Σχήματος του Ελληνικού Ιστορισμού (1782-1846), Βιβλιοθήκη Ιστορίας των Ιδεών 11, Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, Ινστιτούτο Ιστορικών Ερευνών, Τμήμα Νεοελληνικών Ερευνών 128, Αθήνα 2012, σ. 69.

[472]. G. Georgiades Arnakis, «Editor’s Introduction», στο Samuel G. Howe, An Historical Sketch of the Greek Revolution, Part I – Books I-IV, Revised Edition with Introduction and Notes by G. Georgiades Arnakis, Americans in the Greek Revolution 2,1, Center for Neo-Hellenic Studies: Austin, Texas 1966, σ. xxi.

[473]. «The head of the Greek church, the Grand Patriarch, resident at Constantinople, was then, Gregory; a man who had been raised to that office on account of his genuine piety, and induced to hold it against his will, by the universal and strongly urged wishes of his countrymen. Nothing could be more interesting than the appearance of this venerable man, then nearly ninety years of age; nothing more mild and engaging than his demeanour; nothing more blameless than his whole life»: S.G. Howe, An Historical Sketch of the Greek Revolution, New York 1828, σ. 21· ελλ. μετ. Σ.Γ. Χάου, Ιστορική Σκιαγραφία της Ελληνικής Επανάστασης, Εκάτη: Αθήνα 1997, σ. 69.

[474]. Ε. Αγγελομάτη-Τσουγκαράκη, όπ. παρ. σημ. 214, σ. 102. Α. Κάσδαγλη, «Εισαγωγή», στο Θ. Γόρδων, όπ. παρ. σημ. 131, σσ. 17-18.

[475]. «Gregory the Byzantine Patriarch, a Peloponnesian by birth, was an aged prelate, of blameless life and manners, whose piety and virtues commanded general esteem; indeed the high opinion entertained of him, had, during the course of a long life, caused his repeated promotion to the metropolitan throne of the east»: T. Gordon, όπ. παρ. σημ. 131, σ. 187· ελλ. μετ. (Α. Παπαδιαμάντη) Θ. Γόρδων, όπ. παρ. σημ. 131, σ. 280.

[476]. «Next night, a few zealous Christians fished up the mortal remains of the martyr»: T. Gordon, όπ. παρ. σημ. 131, σ. 187· ελλ. μετ. (Α. Παπαδιαμάντη) Θ. Γόρδων, όπ. παρ. σημ. 131, σ. 280.

[477]. D. Brewer, Greece, The Hidden Centuries, όπ. παρ. σημ. 12, σ. 291· ελλ. μετ. D. Brewer, Ελλάδα 1453-1821, όπ. παρ. σημ. 12, σ. 414.

[478]. «While the new patriarch was assuming the insignia of his official rank, the deposed patriarch was led to execution. He was hung from the lintel of the gate of the patriarchate, with a fetva, or sentence of condemnation, pinned to his breast. The old man met death with dignified courage and pious resignation. His conscience was at ease, for he believed that he had fulfilled his duty as a Christian priest by concealing from an infidel sovereign the existence of an orthodox conspiracy, of which he may have obtained detailed information only in the confessional»: G. Finlay, τ. 6, όπ. παρ. σημ. 131, σσ. 186-187· ελλ. μετ. (Α. Παπαδιαμάντη) Γ. Φίνλεϋ, τ. 1, όπ. παρ. σημ. 131, σσ. 233-234.

[479]. «Gregorios was a man of virtue, and his private character commanded the respect of his countrymen»: G. Finlay, τ. 6, όπ. παρ. σημ. 131, σ. 188· ελλ. μετ. (Α. Παπαδιαμάντη) Γ. Φίνλεϋ, τ. 1, όπ. παρ. σημ. 131, σ. 235.

[480]. «In my first edition I omitted to mention Meyer, but his title to a place in the history of the Greek Revolution, which Gordon recognized with his usual candour and judgment, was forced on my attention by my being requested to name the twelve Greeks and four Philhellenes most deserving of record on a public monument. Those selected were Rhiga, the Patriarch Gregorios, Hypsilantes, Diakos, Mavromichales, Miaoulis, Mavrocordatos, Kanares, Marco Botzaris, Karaiskakes, Kolokotrones, Kapodistrias, Byron, Fabvier, Santa Rosa, Meyer»: G. Finlay, τ. 6, όπ. παρ. σημ. 131, σ. 397, σημ. 1· ελλ. μετ. (Α. Παπαδιαμάντη) Γ. Φίνλεϋ, τ. 1, όπ. παρ. σημ. 131, σ. 449, σημ *.

[481]. «Auf dem Patriarchenstuhl saß Georg Angelopulos, genannt Gregor IV.; ein Mann, der, […] sich von früh auf durch Ernst, Sittenstrenge und Fleiß hervorgethan und aus dem Staub zu den höchsten kirchlichen Würden emporgeschwungen hatte. […] Eine moralisch höchst achtungswerthe, persönlich liebenswürdige, schöne und anziehende Erscheinung -im Aeußeren eine von jenen unter den orientalischen Geistlichen nicht seltenen Aehnlichkeiten mit dem Malerideal des Christus kopfes- war Gregor, seinem innersten Wesen nach, eher weich und nachgiebig, als charakterstark zu nennen. Er konnte unter Umständen Alles daran setzen, die Gunst der türkischen Regierung zu gewinnen»: K. Mendelssohn-Bartholdy, τ. 1, όπ. παρ. σημ. 131, σ. 213· ελλ. μετ. Κ. Μένδελσων-Βαρθόλδη, όπ. παρ. σημ. 131, σ. 292.

[482]. «[Ε]r wie ein Christ und wie ein Held gestorben»: K. Mendelssohn-Bartholdy, τ. 1, όπ. παρ. σημ. 131, σ. 214· ελλ. μετ. Κ. Μένδελσων-Βαρθόλδη, όπ. παρ. σημ. 131, σ. 293.

[483]. G.N. Vlahakis, A. Economou-Amilli, «Botany in Greece during the 19th century: A Periphery at the Center», Osmanlı Bilimi Araştırmaları 13,2 (2012), σ. 4.

[484]. Σ. Μαρκέτος, λήμ. «Πύρρος, Διονύσιος», Εκπαιδευτική Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, τ. 8, Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό [1988], σ. 397.

[485]. Αρχιμ. Δ. Πύρρος, Περιήγησις Ἱστορικὴ καὶ Βιογραφία Διονυσίου Πύρρου τοῦ Θετταλοῦ, ἐν Ἀθήναις 1848, σ. 92 (παρ. 140).

[486]. Αρχιμ. Δ. Πύρρος, όπ. παρ., σ. 98 (παρ. 149).

[487]. «Dieß greuliche Verfahren brach der Befreiung Griechenlands eine erste große Bresche. […] Es gab in allen Provinzen das Zeichen zu den schrecklichsten Vergeltungen; es brannte dem Sultan in den Augen aller Griechen das Brandmal eines „Schlächters“ ein; es prägte dem Kampfe den Charakter eines vernichtenden Religionskrieges auf; es tilgte den letzten Gedanken einer Möglichkeit der Versöhnung, der Ausgleichung und Unterwerfung; es rief das Mitleid der ganzen Christenheit mit dem unglücklichen Volke der Griechen wach; es gab den entscheidenden Anstoß zu dem Bruche zwischen Rußland und der Pforte»: G.G. Gervinus, όπ. παρ. σημ. 216, σ. 216· ελλ. μετ. Γ.Γ. Γερβίνος, όπ. παρ. σημ. 216, σ. 225.

[488]. Ν.Κ. Κασομούλης, όπ. παρ. σημ. 296, σ. 136.

[489]. 10 Μαΐου 1821 (αρ. 30): T.C. Prousis, Lord Strangford at the Sublime Porte (1821), όπ. παρ. σημ. 226, σ. 77.

[490]. «The certainty of the execution of the Greek patriarch has impressed the Greeks of all descriptions with the greatest horror, and will lead I fear to the most unhappy consequences. A patriarch I trust has been immediately named, who will have great influence over the minds of the fanatics, who are capable of the most desperate attempts»: T.C. Prousis, Lord Strangford at the Sublime Porte (1821), όπ. παρ. σημ. 226, σ. 79.

[491]. «The execution and indignity shown to the Greek Patriarch’s corpse, and the continual decapitation and execution of great numbers of the Greeks in the capital, will certainly create the strongest sensation in the insurgents in the Morea, and lead to a retaliation on those Turks who are in their possession»: R. Clogg, «Smyrna in 1821: Documents from the Levant Company Archives in the Public Record Office», Μικρασιατικά Χρονικά 15 (1972), σ. 321.

[492]. «The impression which the death of the Greek Patriarch made on all the ranks of the Greeks destroyed the confidence we hoped was reviving. Emigration has again begun and all of that description who have the means will get away. Such is the panic which has possessed them they give up all for lost»: R. Clogg, «Smyrna in 1821…», όπ. παρ., σ. 322.

[493]. «La condamnation du patriarche et du synode a excité une telle indignation dans tout l’empire ottoman. […] Le fait est que le plus mortel ennemi du sultan n’eût pu lui donner un conseil plus pernicieux. Qu’on songe à l’exaspération qu’ont dû exciter ces supplices dans toute l’église grecque, où le patriarche, par son caractère public et par ses vertus particulières, était aussi honoré que le pape l’était dans l’église latine au 12 siècle. Tous les jours le clergé est obligé de prier pour lui et pour le synode, et tous les jours ce souvenir doit ajouter à leur fureur»: εφ. Le Constitutionnel φ. 152, 1-6-1821, σ. 1.

[494]. «La Bulgarie et les gorges du mont Hémus étaient remplies de partis bulgares qui massacraient tous les Turcs, pour venger le patriarche Grégoire et le saint sinode orthodoxe»: εφ. Le Constitutionnel φ. 164, 13-6-1821, σ. 4.

[495]. Το Αιτωλικό.

[496]. «Nous avons appris hier que Vrachori, capitale de l’Etolie, s’est insurgée à la nouvelle de la mort du patriarche. Les Turcs ont été égorgés et les synagogues, ainsi que les mosquées, ont été incendiées. Les barques d’Anatolic et de Missolonghi ne naviguent plus que sous le pavillon de la croix»: εφ. Le Constitutionnel φ. 188, 7-7-1821, σ. 6.

[497]. «Triest, 25 Mai. […] Nach den Briefen, die sie aus den Inseln des Archipelagus mitbringt, hat die Hinrichtung des Patriarchen Gregorius in Konstantinopel, eine außerordentliche Sensation unter den christlichen Einwohnern hervorgebracht. Zwei türkische Fregatten von 50 Kanonen, 2 Korvetten und 4 Briggs, welche zur Unterstüzung der sich in Saloniki (in Makedonien) zusammenziehenden, gegen die Insurgenten in Morea bestimmten türkischen Truppen von Konstantinopel ausgelaufen waren, sind durch Verrätherei der griechischen Matrosen in die Hände der Insurgenten gefallen. Die an Bord dieser Schiffe befindlichen Türken – 900 an der Zahl, wurden Anfangs auf d Insel Mulo als Gefangene gebracht, allein daselbst bei Ankunft der Nachricht von der Ermordung des Patriarchen, aus Rache sämtlich umgebracht»: εφ. Allgemeine Zeitung φ. 156, 5-6-1821, σ. 624.

[498]. «Die griechische Flotte liegt, mit Ausnahme weniger Schiffe, in der Nähe der Dardanellen, und brennt vor Ungeduld, den Tod des Patriarchen und die Zerstörung der christlichen Kirchen an den Muselmännern zu rächen. Die Wuth beider Nationen ist auf Höchste gestiegen»: εφ. Allgemeine Zeitung φ. 168, 17-6-1821, σ. 672.

[499]. Δ. Σοφιανός, όπ. παρ. σημ. 204, σ. 27.

[500]. Δ. Σοφιανός, όπ. παρ. σημ. 204, σ. 27.

[501]. Γενικὴ Εφημερὶς τῆς Ελλάδος φ. 41, έτ. 3, 9-6-[1828], σσ. 169-170· Α. Φραντζής, όπ. παρ. σημ. 127, τ. 3, ἐν Ἀθήναις 1841, σσ. 61-62 (σημ.).

[502]. «Un mois après que l’insurrection eut éclaté dans le Magne, elle s’était étendue dans tout le Péloponèse et dans la Livadie. Les Turcs avaient sur les Grecs l’avantage des armes et des positions militaires. Le clergé grec ne montrait pas partout la même chaleur que le prélat guerrier de Patras; mais à la nouvelle du massacre du patriarche à Constantinople, le soulèvement fut général. Les prêtres, les moines et les évêques, se croyant menacés d’une extermination entière, levèrent l’étendard de la croix, et de toutes parts on débuta par le pillage, le meurtre et tous les excès d’une guerre d’extermination»: C.-L. Lesur, όπ. παρ. σημ. 323, σ. 403.

[503]. «Les Grecs, en apprenant toutes les circonstances du supplice de leur patriarche, jurèrent de le venger. Cette dernière atrocité les éloigna de plus en plus de l’idée d’entrer en accommodement avec des monstres de cruauté et de perfidie. Toutes les îles résolurent alors de se laisser réduire en poudre plutôt que de capituler: c’était un serment inutile pour les Moriotes; mourir n’était rien pour eux. Stimulés par les moines et les prélats qui combattaient au milieu de leurs rangs, rien ne devait faire obstacle à leur impétueuse valeur: ils devinrent des lions, lorsque l’évêque de Pyrgos leur apprit, en versant des larmes amères, le triste sort que les barbares avaient fait subir au chef spirituel de leur croyance: ce ne fut qu’une exclamation, un cri de fureur. Les Turcs ne durent plus espérer de quartier. L’ombre gémissante du patriarche, image toute-puissante sur des hommes ignorans et fanatiques, devait suivre les Hellènes aux combats, et ne s’appaiser qu’en voyant ruisseler le sang de ses bourreaux. Ainsi, le sultan qui avait cru, par cet attentat, effrayer et décourager ses ennemis, fut abusé dans son attente. Le meurtre du patriarche ne devint funeste qu’à sa farouche nation»: C.D. Raffenel, όπ. παρ. σημ. 324, σσ. 84-85.

[504]. Η έμφαση από τον συγγραφέα.

[505]. Η έμφαση από τον συγγραφέα.

[506]. «If the Greek is sincere to the vow which the blood of his patriarch consecrated —if he is, in reality, resolved to die rather than to submit, and his efforts are still unsuccessful; I cannot believe that all, or any of us, whatever may be our jealousies, will behold the massacre of a whole people, who perish in asserting those rights and that religion, which we hold in common with them, as men, and Christians»: H. Lytton Bulwer, An Autumn in Greece, London 1826, σ. 23.

[507]. «The rapid spread, and the momentary success of the revolt in the Morea, attracted the attention of all Greece; the outrages committed at Constantinople, and the murder of the Patriarch, seemed to put an end to any hope of reconciliation; and all prepared for the contest»: S.G. Howe, όπ. παρ. σημ 473, σσ. 25-26· ελλ. μετ. Σ.Γ. Χάου, όπ. παρ. σημ. 473, σ. 74.

[508]. «Gregory’s deplorable fate excited throughout Europe a profound feeling of horror and pity, and exasperated tenfold the animosity of the Greeks, insomuch as to render their reconciliation with the Porte impossible. The Sultan’s conduct, in thus cutting off, in the gross, the highest ecclesiastical dignitaries, the objects of the people’s veneration, was both cruel and impolitic»: T. Gordon, όπ. παρ. σημ. 131, σσ. 187-188· ελλ. μετ. (Α. Παπαδιαμάντη) Θ. Γόρδων, όπ. παρ. σημ. 131, σ. 281.

[509]. «Der Aufstand war zum allgemeinen Brande geworden, und hatte einen Charakter von Grausamkeit angenommen, der ihm hartnäckiges Leben gab und mit den Vermittlungsversuchen der Diplomaten schlecht zusammen passte. Aber der Glauben in diess Leben war noch nicht in die Cabinete gedrungen und der Ausgang des Versuches auf die Fürstenthümer schien noch der Vorläufer des Ausganges, den im nächsten Jahre der Aufstand überhaupt nehmen würde. Dass es anders kam, war im Grunde der Pforte eigene Schuld. Ihr Verfahren gegen den Patriarchen, gegen die Priester und Kirchen hatte Oel in’s Feuer gegossen. Jeder Priester glaubte sich persönlich bedroht und hatte mit allen Mitteln der Kirche das Volk zum heiligen Kampfe gerufen, Meinungen, Hoffnungen, Glauben, Besitz und das eigene Leben auf diese Wege vertheidigend. Diese Aneiferung begleitete […] und der Blick auf den lauten Beifall der Völker Europa’s, bei denen Religion und Menschlichkeit mit Revolution und Schwärmerei Bund machten und zahlreiche Gesellschaften sich bildeten, um die Griechen mit Geld und Kriegsmitteln zu unterstützen».

[Η εξέγερση είχε γίνει μια γενική πυρκαγιά, και είχε προσλάβει τον χαρακτήρα θηριωδίας, η οποία της πρόσφερε σταθερή ζωή, και δύσκολα συνδυάζονταν με τις διαμεσολαβητικές προσπάθειες των διπλωματών. Αλλά η πίστη στην ζωή [της Επανάστασης] δεν είχε διεισδύσει ακόμη στα υπουργικά συμβούλια [των μεγάλων δυνάμεων] και το αποτέλεσμα της [επαναστατικής] απόπειρας στις ηγεμονίες φάνηκε να είναι ο πρόδρομος του αποτελέσματος στο οποίο θα κατέληγε, το πολύ το επόμενο έτος, και η εξέγερση [στην Πελοπόννησο]. Το γεγονός ότι δεν έγινε αυτό, οφείλονταν ουσιαστικά σε αποκλειστικό φταίξιμο της Πύλης, Οι συμπεριφορές της Πύλης εναντίον του Πατριάρχη, εναντίον των ιερέων και των εκκλησιών έριξαν λάδι στη φωτιά. Κάθε ιερέας πίστευε ότι απειλείται προσωπικά και προσκαλούσε τους ανθρώπους, με όλα τα μέσα της Εκκλησίας, σε μια ιερή μάχη, υπερασπιζόμενος μ’ αυτόν τον τρόπο τις ιδέες, τις ελπίδες, την πίστη, τα υπάρχοντα και τη ζωή του. Αυτή η εμψύχωση συνοδεύτηκε και από τις ισχυρές επευφημίες των λαών της Ευρώπης, στους οποίους θρησκεία και ανθρωπισμός συμμαχούν με την επανάσταση και την φαντασίωση, και φτιάχτηκαν ένα σωρό εταιρείες, προκειμένου να βοηθήσουν τους Έλληνες με χρήματα και πολεμοφόδια]: A. Prokesch von Osten, τ. 1, όπ. παρ. σημ. 131, σ. 108· ελλ. μετ. Α. Πρόκες-Όστεν, τ. 1, όπ. παρ. σημ. 131, σσ. 119-120.

[510]. «Man drückte nun dem ganzen Konflikt den Charakter eines religiösen Kampfes auf, man rief die Erbitterung der Griechen wie das einstimmige Verdammungsurtheil des civilisirten Europa’s hervor»: K. Mendelssohn-Bartholdy, τ. 1, όπ. παρ. σημ. 131, σσ. 214-215· ελλ. μετ. Κ. Μένδελσων-Βαρθόλδη, όπ. παρ. σημ. 131, σ. 294.

[511]. «Aber damit man dem Kampfe zwischen Griechen und Türken der Charakter des Religionskrieges unvertilgbar aufgeprägt, eine Aussöhnung nicht möglich. Mehr aber, dieser Frevel an dem geweihten Haupte des Patriarchen wirkte in der aufregendsten Weise weiter auf das russische Volk. Und die öffentliche Meinung des Abendlandes ergriff mit immer wachsender Stärke Partei für den Freiheitskrieg der Hellenen gegen ein Staatswesen, wo solche Barbarei von Amtswegen vollzogen werden konnte. Während der Krieg seitdem wahre Hekatomben von Juden und Moslemen als Sühnopfer für Gregor IV. dahinraffte, trieb die Logik der Dinge in Pera zum Bruche zwischen Rußland und dem Diwan»: G.F. Hertzberg, όπ. παρ. σημ. 131, σ. 87· ελλ. μετ. Γ.Φ. Χέρτσβεργ, όπ. παρ. σημ. 131, σ. 103.

[512]. Αρχιμ. Δ. Πύρρος, όπ. παρ. σημ. 485, σ. 98, παρ. 149.

[513]. Κ.Μ. Κούμας, Ἱστορίαι τῶν Ἀνθρωπίνων Πράξεων, όπ. παρ. σημ. 131, σ. 515.

[514]. Γ. Τερτζέτης, Ὁμιλία περὶ τοῦ Ἀοιδίμου Γρηγορίου Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως, Συντεθεῖσα διὰ τὴν 25 Μαρτίου, ἀλλ’ ἐκφωνηθείσα ἐν τῇ Βιβλιοθήκῃ τῆς Βουλῆς τῇ 5 Ἀπριλίου 1853, ἐν Ἀθήναις 1853, σσ. 36-38.

[515]. Γ. Τερτζέτης, όπ. παρ., σ. 38.

[516]. Τ.Ι. Φιλήμων, «Νικόλαος Δραγούμης (Βιογραφικόν Σχεδίασμα)», Παρνασσός 3 (1879), σ. 300.

[517]. K.N. Σάθας, όπ. παρ. σημ. 459, σ. 728.

[518]. Κ. Λάππας, όπ. παρ. σημ 239, σ. 132.

[519]. Όπ. παρ., 7.6.2. Η καθοδήγηση της Φιλικής Εταιρείας από τον Γρηγόριο Ε΄. Η μαρτυρία του Ι. Παπαρρηγόπουλου.

[520]. «Hundreds of Russian agents perambulated Turkey, pointing out to the Greek Christians the orthodox Emperor as the head, the natural protector and the ultimate liberator of the oppressed Eastern Church. […] The clergy of the Greek Church very soon formed themselves into a vast conspiracy for the spread of these ideas. The Servian insurrection of 1809(sic), the Greek rising in 1821, were more or less directly urged on by Russian gold and Russian influence»: [F. Engels], «The Turkish Question», εφ. NewYork Tribune φ. 3.746, 19-4-1853, σ. 4· Π. Κονδύλης (επιμ.), K. Marx – Fr. Engels, Η Ελλάδα, η Τουρκία και το Ανατολικό Ζήτημα, Φιλοσοφική και Πολιτική Βιβλιοθήκη 9, Εκδόσεις «Γνώση»: Αθήνα 1985, σ. 113, με επεμβάσεις.

 

Πηγή – Αντίβαρο

1 comment

Ριβαλντίνιο 20 January 2019 at 16:25

– Ένα ακόμη απ’ τον Φωτάκο στον Βίο του Παπαφλέσσα που δείχνει ότι ο πατριάρχης Γρηγόριος Ε΄γνώριζε και στήριζε τα της Φιλικής Εταιρείας και την προετοιμασία της Επανάστασης και βοηθούσε όσο μπορούσε.

“Μετά ταύτα ο πατριάρχης Γρηγόριος , ο αρχιερεύς Δέρκων και οι λοιποί αδελφοί της εταιρίας , ως και η εφορεία της Κωνσταντινουπόλεως εν ή και ο Παναγ. Σέκερης , έδωκαν εις αυτόν [ Παπαφλέσσα ] , κατά παραγγελίαν του Αλεξ. Υψηλάντου , 90.000 γρόσια , και ένα άνθρωπον από το εμορικόν του κατάστημα, Δημήτριον Δραγώνον ονομαζόμενον και καταγόμενον από το χωρίον Σέλιτσα του Δήμου Αβίας και ούτω τον εφυγάδευσαν εκείθεν.”
Σε επιστολή του Παπαφλέσσα ( τέλη του 1820 ) ο πατριάρχης αναφέρεται συνθηματικά ως «Παλαιός» :

“Ο πενθερός ( = Αλή Πασάς ) εισέτι δεν εξέπνευσε και ελπίζονται και από αυτόν καλά πράγματα , διότι καθώς εβεβαιώθην από ένα δυστυχή ( = Αρχιερέα ) των Νο. 5 ( = Σπετσών ) είναι όλος εις την υπόθεσιν , το αυτό με είπε και το κονδυλομάχαιρον ( = γραμματικός ) του υιού του , το οποίον είναι ενέχειρον εις τον Παλαιόν ( = Πατριάρχη ).”

– Ο πρόεδρος της Εταιρείας Λακωνικών Σπουδών Σταύρος Καπετανάκης έχει γράψει άρθρο που παρουσιάζει έγγραφο ( Χειρόγραφο του Γεωργίου Δημητρίου Δραγώνα για τον πατέρα του που έγραψε το 1890 και φυλάσσεται στο φακ. Δημ. Δραγώνα 337 των Ιστορικών Αρχείων Μπενάκη , έγγρ. αρ. 9 , σ. 2 ) του Γεωργίου Δραγώνα, γιού του αγωνιστή του ’21 Δημητρίου που συνόδευσε τον Παπαφλέσσα στην Πελ/σο , και λέει πως ο Γρηγόριος ο Ε΄έδωσε φυλαχτό στον πατέρα του Δημήτριο για να τον προστατεύει στις μάχες από τους Τούρκους :

“Τον πατέρα μου εκράτησεν ο Πατριάρχης πέντε ημέρας εν Κωνσταντινουπόλει , την δε Κυριακήν εποίησεν ιεροτελεστίαν υπέρ ευοδώσεως της επαναστάσεως, τον δε πατέρα μου κατέστησε κοινωνόν των αχράντων μυστηρίων δια της χειρός του ως μέλλοντα ν’ αποδυθή εις πόλεμον …Καθ’ ην στιγμήν μετέδωκε προς τον πατέρα μου τα άχραντα μυστήρια ο Άγιος Πατριάρχης είπεν προς αυτόν όλως ενθουσιασμού τα εξής αυτολεξεί : Δημήτριε ! πάρε το κουτάλι τούτο , φέρετο μεταξύ των αρμάτων σου ! αυτό θα σε φυλάξη από τας σφαίρας των Τούρκων ! και όταν θα φθάσητε εις Κωνσταντινούπολιν πολεμούντες ! με αυτό το ίδιον θα μεταλάβωμεν το αίμα του Χριστού εις την Αγίαν Σοφίαν. Το άγιο τούτο κουτάλι το αφιέρωσεν η Μεγάλη Αικατερίνη της Ρωσίας δια τον σκοπόν τούτον. Την επιούσαν ευχηθείς ο πατριάρχης τον πατέρα μου, ανεχώρησεν δια την Λακωνίαν, την δε ιεράν λαβίδα έφερε κατά το επταετές διάστημα του πολέμου και όντως τον διεφύλαξεν από τον κίνδυνον …”

Λίγα λόγια για τον Δημήτριο ( Δημητρούλια ) Δραγώνα. Καταγόταν απ’ την Σέλιτσα ( Άνω Βέργα ) της Έξω Μάνης. Εργαζόταν στην Κωνστ/πολη στο εμπορικό κατάστημα του Φιλικού Παναγιώτη Σέκερη. Ακολούθησε την φυγή του Παπαφλέσσα στον Μοριά. Ήταν ένας απ’ τους πρώτους οπλοφόρους του Παπαφλέσσα που ξεσήκωσε την Πελοπόννησο. Πρόκειται για τον αγωνιστή που έμεινε μαζί με τον Κολοκοτρώνη όταν ο τελευταίος έμεινε μόνος μετά την διάλυση του στρατοπέδου της Καρύταινας στην αρχή της Επανάστασης.
Φραντζής : “Εις τον γεγονότα διασκορπισμόν αυτόν του ελληνικού στρατού από την Καρύταιναν ο Θ. Κολοκοτρώνης εκινδύνευσε να πέση αιχμάλωτος διότι έμεινε μόνος μεμονωμένος, αφού έκαστος των Ελλήνων δεν είδε πως έφυγε , και δεν γνώριζε που ν’ απέλθη διά να διασωθή, ο δε Γρηγόριος Δικαίος μείνας με 4 μόνους Έλληνας, εχορήγησε τον ένα προς συνοδίαν του Κολοκοτρώνη.”
Κολοκοτρώνης : “Έμεινα μόνος μου με το άλογό μου εις το Χρυσοβίτσι. Γυρίζει ο Φλέσσας και λέγει ενός παιδιού : “Μείνε μαζί του, μην τον φάνε τίποτες λύκοι”.”
Παλαμήδης : “Ο Θ. Κολοκοτρώνης απεφάσισε να έλθη εις Διάσελον της Καρυταίνης, να δυνηθή να στρατολογήση, ει δέ μή να καταφύγη εις το κλέφτικον, αλλά επειδή δεν είχε κανένα μαζί του , ο Ηλίας ( Μαυρομιχάλης ) τον έδωσε τον Δημήτριον Δραγόνον από την Σέλιτζα.”
Τρικούπης : “Παρεκίνουν δε και τον Κολοκοτρώνην να συνακολουθήση. “Δεν έρχομαι”, τοις είπεν ούτος όλος περίλυπος, “θέλω να με φάγουν τα πουλιά που με γνωρίζουν”. Εν τοσούτω ούτε άνθρωπον είχε παρ’ αυτώ ούτε κάν το τουφέκι του, διότι έχασε και αυτό επί της φυγής. Είπε τότε ο Δικαίος προς τινα των Μανιατών : “Μείνε μαζή του μη τον φάγη ο λύκος.” .
Φωτάκος : “Βρε Δημήτρη , κάθισε καϋμένε κάμε του συντροφιά όσον εύρη τους συγγενείς του για να μην τον φάγη κανένας λύκος.”

– Τέλος ο πατριάρχης ( ή κύκλοι του πατριαρχείου ή Φιλικοί ) φυγάδευσαν τον Γιωργάκη Μαυρομιχάλη, γιό του Πετρόμπεη , που ήταν όμηρος στην Πόλη, ώστε να μην έχει δισταγμούς ο Πετρόμπεης να συμμετέχει στην Επανάσταση. Την άποψη ότι ο Μπεηζαντές φυγαδεύτηκε από τον πατριάρχη την αναφέρει ο Σωκράτης Κουγέας – εφυγαδεύθη δια σπετσιώτικου πλοίου από τόν έθνομάρτυρα Πατριάρχην Γρηγόριον τόν Ε ́… – και την ασπάζονται κι άλλοι συγγραφείς ( π.χ. Ανάργυρος Κουτσιλιέρης ). Δυστυχώς δεν μπορώ να δώ τώρα σε ποια πηγή βασίζονται.

Reply

Leave a Comment

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.