Γράφει ο Μάριος Νοβακόπουλος
διεθνολόγος
Το άγχος και ο πόνος για την ζωή μας και τον κόσμο, είτε μας συμβαίνει κάτι αληθινά σοβαρό είτε μας ταλαιπωρούν οι ενοχλήσεις και απογοητεύσεις της καθημερινότητος, είναι αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής κάθε ανθρώπου. Ένα πολύ μεγάλο μέρος των ενασχολήσεων μας, της ψυχαγωγίας μας και της χρήσεως του ελευθέρου χρόνου μας αφιερώνεται σε δραστηριότητες και συνήθειες που θα απαλύνουν ή θα ναρκώσουν προσωρινά αυτόν τον πόνο. Τούτα τα συναισθήματα εντείνονται εάν το άτομο βρεθεί ενώπιον μίας υπαρξιακής κρίσεως, όπου λόγω μεγάλης βαρύτητας εξωτερικών γεγονότων ή κάποιας ριζικής εσωτερικής αλλαγής η κοσμοθεωρία του κλονίζεται. Σε καιρούς όπου επικρατεί υλική και πνευματική κρίση, όπου δηλαδή αυξάνονται τα προβλήματα της ζωής αλλά και φθίνει και η εμπιστοσύνη σε ιδέες, φορείς και θεσμούς.
Σε προηγούμενα άρθρα μιλήσαμε για την αίσθηση κενού, θλίψεως ή και τρόμου απέναντι στις αυξανόμενες κοινωνικές παθογένειες, ενώ αποπειραθήκαμε να σκιαγραφήσουμε μερικές μικρές λύσεις σε προσωπικό επίπεδο. Εδώ θα προσπαθήσουμε να ερμηνεύσουμε τα θλιβερά και παράλογα του κόσμου – όχι μόνο του δικού μας ή της εποχής, αλλά διαχρονικά και οικουμενικά – με τη βοήθεια του μεγάλου Γερμανού φιλοσόφου Αρθούρου Σοπενχάουερ (1788-1860), ο οποίος έμεινε στην ιστορία για την απαισιόδοξη αλλά όχι μηδενιστική θέαση του για την ζωή. Ύστερα, μπορούμε να δούμε κατά πόσον μπορεί να ωφεληθεί ο άνθρωπος του 21ου αιώνος από αυτήν τη διδασκαλία, ακόμη και εάν δεν ενστερνίζεται τον θεωρητικό πυρήνα του Σοπενχάουερ ή την ζοφερή του άποψη για την ύπαρξη.
Μικρή βιογραφία
«Η ιστορία κάθε ζωής είναι η ιστορία βασάνων»
Α.Σ.
Ο Αρθούρος Σοπενχάουερ γεννήθηκε το 1788 στην πολωνική πόλη του Ντάντσιχ, το σημερινό Γκντάνσκ της Πολωνίας, μεγάλωσε όμως στο Αμβούργο. Καταγόταν από αστική οικογένεια, εύπορη και φιλελευθέρων αντιλήψεων. Στα πλαίσια των ταξιδιών του εμπόρου πατρός του, ο μικρός Αρθούρος έζησε και ταξίδεψε στην Γαλλία, την Ελβετία, την Αυστρία και την Πρωσία. Η οικογενειακή ζωή του ήταν θλιβερή: το 1805 ο πατέρας του, που χαρακτηριζόταν από χρόνια ψυχολογικά προβλήματα, έπεσε σε ένα κανάλι στο Αμβούργο και πνίγηκε. Είναι γενικώς αποδεκτό πως μάλλον επρόκειτο για αυτοκτονία, κάτι που θα στοίχειωνε τον μέλλοντα φιλόσοφο. Στην πορεία του βίου του θα είχε ψυχρές σχέσεις με τη μητέρα του, όντας πολύ διαφορετικοί χαρακτήρες αλλά και επειδή ο Σοπενχάουερ ποτέ δεν της συγχώρησε τις προθέσεις της να ξαναπαντρευτεί, θεωρώντας πως ασχημονούσε στη μνήμη του πατέρα του.
Ο Σοπενχάουερ, αφού ολοκλήρωσε την φοίτηση του στο Γυμνάσιο της Γκόθα, όπου διδάχθηκε ελληνικά και λατινικά, σπούδασε στα πανεπιστήμια του Γκέτινγκεν και της Ιένα, από όπου έλαβε το διδακτορικό του το 1816. Αρχικά σκόπευε να ακολουθήσει την οδό της ιατρικής, σύντομα όμως έχασε το ενδιαφέρον του και κινήθηκε προς την φιλοσοφία. Ιδιαίτερα ισχυρή επάνω του ήταν η επιρροή του έργου του Πλάτωνος και του Ιμμάνουελ Κάντ. Ο νεαρός Σοπενχάουερ συναναστράφηκε ακόμη τον περίφημο Γιόχαν Βόλφγκανγκ βον Γκαίτε, συγγραφέα, πολιτικό και εν γένει homo universalis.
Το 1816 εξέδωσε και το magnus opus του, «Ο κόσμος ως βούληση και ως παράσταση», του οποίου το περιεχόμενο θα αναλύσουμε παρακάτω. Από τότε άρχισε να αναπτύσσεται η φήμη του, ενώ το 1820 κέρδισε τη θέση του καθηγητή στο πανεπιστήμιο του Βερολίνου, οπού δίδασκε και ήταν ήδη εξαιρετικά δημοφιλής ο Χέγκελ. Ο Σοπενχάουερ ανέπτυξε έναν οξύ ανταγωνισμό με τον Βυρτεμβέργιο φιλόσοφο, επιμένοντας να του δοθεί μάθημα τις ίδιες ώρες που έκανε διαλέξεις εκείνος. Το αποτέλεσμα ήταν στην διάλεξη του Σοπενχάουερ να μην πατάει ψυχή, και λίγο αργότερα παραιτήθηκε από το πανεπιστήμιο. Για την υπόλοιπη ζωή του θα έτρεφε μεγάλη αντιπάθεια για το ακαδημαϊκό σύστημα και τους διανοουμένους της εποχής.
Το 1833 ο Αρθούρος Σοπενχάουερ μετοίκησε στην Φρανκφούρτη, όπου θα ζούσε μέχρι το τέλος της ζωής του. Για τριάντα περίπου χρόνια έζησε σε πλήρη σχεδόν απομόνωση, με μόνη συντροφιά τις γάτες και τους σκύλους του. Αυτό ερχόταν σε αντίθεση με την νεότητα του, όπου είχε μια δραστήρια κοινωνική ζωή και αρκετές ερωτικές περιπέτειες – ειδικά ως προς το δεύτερο, ο όψιμος Σοπενχάουερ θα ανέπτυσσε μία αντιπάθεια προς τις γυναίκες, κάτι που αποτυπώνεται στα γραπτά του. Αφιερώθηκε στη συγγραφή, ενώ είχε και έναν μικρό κύκλο θαυμαστών. Απεβίωσε το 1860, σε ηλικία 72 ετών.
Μεταφυσική
Πριν εξετάσουμε τις ηθικές επιταγές και προτάσεις του Σοπενχάουερ, θα πρέπει να εκθέσουμε συνοπτικά την μεταφυσική του, δηλαδή την αντίληψη του σχετικά με το τί όντως υφίσταται και πως ο άνθρωπος έρχεται σε επαφή με αυτό. Στον τομέα αυτό ο Γερμανός φιλόσοφος βασίζεται στην σκέψη του Ιμμάνουελ Καντ, αν και εν τέλει διαφοροποιείται αισθητά.
Για τον Καντ, η πραγματικότητα διακρίνεται σε δύο «κόσμους», εκείνον που μπορούμε να συλλάβουμε εμπειρικά με τις αισθήσεις μας και σε εκείνον που υφίσταται αφ’ εαυτός (τα «πράγματα καθ’ αυτά»), ανεξαρτήτως από το πως και το εάν έχουμε την οποιαδήποτε εικόνα ή εμπειρία αυτού. Για τούτον τον δεύτερο κόσμο οι άνθρωποι δεν μπορούμε να έχουμε καμία ασφαλή γνώση, όσο και εάν τα πράγματα καθ’ αυτά αλληλεπιδρούν με τις αισθήσεις μας (φαινόμενα) ή διανοούμαστε σχετικά με εκείνα (νοούμενα). [1]
«Ο Κάντιος… αποδεικνύει ότι αφ’ ενός μεν υπάρχει αισθητή γνώσις, η οποία είναι φωτεινή όπως τα μαθηματικά, των οποίων αι βάσεις είναι ο χώρος και ο χρόνος, αφ’ ετέρου δε υπάρχουν νοηταί γνώσεις αι οποίαι είναι λίαν συνκεχυμέναι, όπως είναι πολλά μεταφυσικαί γνώσεις. Είναι συνεπώς ανάγκη να χωρισθή ακριβέστερον η δια των αισθήσεων γνώσις από της δια της καθαράς νοήσεως γνώσεως. Αισθητόν είναι το δια των αισθήσεων δεδομένον, νοητόν το δια της νοήσεως. Και το μεν πρώτο καλείται και υπο των αρχαίων «φαινόμενον», το δε δεύτερον νοούμενον. Η γνώσις του «φαινομένου» είναι γνώσις προσγινομένη ημίν δια των αισθήσεων, η δε γνώσις του νοουμένου δια της καθαράς νοήσεως» [2]
Μόνο για τον κόσμο των αισθήσεων, των φαινομένων μπορούμε να έχουμε γνώση και να την οργανώσουμε σε κατηγορίες, βάσει κάποιων θεμελιωδών αρχών. Τούτη η στάση, ονομαζόμενη υπερβατικός ιδεαλισμός, ορίζει λοιπόν κάποια όρια στην ανθρώπινη εμπειρία και λογική, ενώ αφήνει χώρο στην υποκειμενικότητα, δεδομένου ότι τα πράγματα μπορούν να προσεγγισθούν μόνον από την ανθρώπινη εμπειρία. Ο υπερβατικός ιδεαλισμός ανεπτύχθη από τον Καντ ως μέση οδός ανάμεσα στις προγενέστερες μεταφυσικές σχολές του ιδεαλισμού (η πραγματικότητα είναι πρωτίστως μία άυλη, νοητική κατασκευή – π.χ. Χιουμ) και του ρεαλισμού (τα αντικείμενα υφίστανται οντολογικώς ανεξάρτητα από την ανθρώπινη εμπειρία – π.χ. Λάιμπνιζ). Για παράδειγμα ο χώρος και ο χρόνος δεν είναι ούτε καθαρά νοητικά σχήματα, ούτε ιδιότητες που υφίστανται αφ’ εαυτές στα αντικείμενα.
Ο Σοπενχάουερ θέλησε να προχωρήσει πέραν από τη θεωρία του Καντ. Για εκείνον, επί παραδείγματι, ο χρόνος, ο χώρος και η αιτιότητα δεν υφίστανται αφ’ εαυτά στον κόσμο, αλλά αντιθέτως είναι ιδιότητες του νου μας που τις χρησιμοποιεί για να κατασκευάσει την εμπειρία μας. Τα αντικείμενα λοιπόν του κόσμου εξαρτώνται από το νου και την αντίληψη του ανθρώπου για την ύπαρξη τους και ο κόσμος όπως τον γνωρίζει κανείς είναι μία παράσταση αποτυπωμένη στο μυαλό του. Δεν υπάρχει κανένας τρόπος να προσεγγισθούν τα πράγματα καθ’ αυτά, άρα δεν έχει νόημα να λέμε ότι υπάρχουν. Ο κόσμος λοιπόν, είναι ένας καθρέφτης, ιδέες, μία «παράσταση» του εαυτού. Για τον κόσμο αυτό και τα φαινόμενα που συλλαμβάνουν οι αισθήσεις μας νοούμαστε και επικοινωνούμε με αυτό που ο Σοπενχάουερ αποκαλούσε «ιδέες των ανακλάσεων» ή «ιδέες των ιδεών».
Βούληση και Δυστυχία
Ο άνθρωπος δεν είναι ένα απλό αντικείμενο ή ζώο. Έχει συνείδηση της υπάρξεως του και της θέσεως του στο σύμπαν, είναι «ζώον μεταφυσικόν» [3]. Όσο ευφυέστερος είναι δε, τόσα περισσότερα ερωτήματα έχει και τόσο πιο ευαίσθητος είναι στις αντιφάσεις και τα παράλογα της ζωής. Έχει συνεπώς ιδιαίτερη σχέση με την βασική κινητήριο δύναμη της υπάρξεως, την βούληση.
Κάθε τι στο σύμπαν χαρακτηρίζεται από βούληση για ζωή (wille zum leben). Η βούληση συνιστά και την ουσία της υπάρξεως και οδηγεί τις πράξεις των όντων. Η βούληση ενδιαφέρεται για την επιβίωση και τη διαιώνιση των ειδών, την αποφυγή του θανάτου δηλαδή και την αναπαραγωγή. Αυτή η δύναμη της ζωής λοιπόν, που καθορίζει κάθε πτυχή της ανθρωπότητος, δεν «ενδιαφέρεται» και δεν αφορά την ευζωία, την ευτυχία και την ψυχολογική ολοκλήρωση του ανθρώπου, παρά μόνον να μη πεθάνει και να κάνει παιδιά. Για αυτό ο Σοπενχάουερ θεωρούσε πλάνη την αντίληψη πολλών ανθρώπων πως σκοπός της ζωής μας είναι να είμαστε ευτυχισμένοι. Η βούληση όχι μόνο δεν βοηθά, αλλά αντιθέτως συνεισφέρει στη δυστυχία των ανθρώπων και την αίσθηση ματαιότητος.
«Γιατί αν κάτι στον κόσμο αυτό είναι ποθητό, τόσο ποθητό που ακόμη και το ανιαρό, αμαθές κοπάδι όταν συλλογίζεται θα έδινε αξία μεγαλύτερη από το ασήμι και τον χρυσό, είναι να πέσει μία αχτίδα φωτός στο σκοτάδι της υπάρξεως μας, και να αποκτήσουμε κάποιες πληροφορίες για τούτο τον αινιγματικό μας βίο, στον οποίο τίποτε δεν είναι ξεκάθαρο πέρα από την δυστυχία και τη ματαιότητα του.»
Για τον Σοπενχάουερ έτσι και αλλιώς, τίποτε δεν έχει έμφυτο νόημα:
«Στο 17ο έτος της ζωής μου, με κατέλαβε η δυστυχία της ζωής, όπως τον Βούδα στη νεότητα του, όταν είδε την ασθένεια, το γήρας, τον πόνο και το θάνατο. Η Αλήθεια είναι πως αυτός ο κόσμος δεν θα μπορούσε να είναι έργο ενός Όντος γεμάτου αγάπη, αλλά μάλλον ενός διαβόλου, που δημιούργησε τα πλάσματα με σκοπό να ευφραίνεται από το πόσο υποφέρουν»
«Η ζωή δεν έχει εγγενή αξία, αλλά παραμένει σε κίνηση μόνο μέσα από την βούληση και την ψευδαίσθηση»
Ένα από τα χαρακτηριστικά παραδείγματα της πικρής αντίφασης της ζωής των ανθρώπων αποτελεί ο έρωτας και ο γάμος. Αν και αντιμετώπιζε τον έρωτα με σεβασμό, ο Σοπενχάουερ έβρισκε στις ανθρώπινες σχέσεις μία αναπόφευκτη τραγικότητα. Ο έρωτας, έλεγε, η σωματική και συναισθηματική έλξη ανάμεσα στον άνδρα και τη γυναίκα, θεμελιώδης έκφραση της βουλήσεως για ζωή:
«Γιατί όλος αυτός ο θόρυβος και η φασαρία για την αγάπη; Γιατί όλο αυτό το αίσθημα του επείγοντος, αναταραχής, αγωνίας και προσπάθειας; Διότι ο τελικός στόχος όλων των ερωτικών σχέσεων… είναι στην πραγματικότητα πιο σημαντικός από κάθε άλλο στόχο στη ζωή του καθενός, και συνεπώς είναι άξιος της βαθύτατης σοβαρότητος με την οποία όλοι τον επιδιώκουν… [Ο έρωτας κυριαρχεί επειδή] αυτό που αποφασίζεται δεν είναι τίποτε λιγότερο από τη σύνθεση της επόμενης γενιάς… η ύπαρξη και η ειδική σύσταση της ανθρώπινης φυλής στο μέλλον»
Το πρόβλημα είναι ότι τα κριτήρια του έρωτος είναι εντελώς διαφορετικά από τα κριτήρια της ευτυχισμένης συμβιώσεως δύο συζύγων. Η βούληση μας ωθεί προς ένα ταίρι που σωματικά και ψυχολογικά συμβατό με εμάς, κατά προτίμηση που εξισορροπεί τα δικά μας χαρακτηριστικά – έτσι ώστε το αποτέλεσμα είναι να γεννηθούν ισορροπημένοι απόγονοι και να διατηρηθεί η υγεία του ανθρωπίνου γένους. Ο Σοπενχάουερ έφερνε ως παραδείγματα το πως ψηλοί άνδρες παντρεύονται με κοντές γυναίκες, ήπιοι άνδρες με δυναμικές κ.ο.κ. Η βούληση «ενδιαφέρεται» για την σωματική επαφή και τα συναισθήματα και ένστικτα που θα οδηγήσουν σε εκείνη. Τίποτα όμως δεν εγγυάται ότι αυτή η συμβατότητα θα οδηγήσει σε μία ευχάριστη συμβίωση δύο ανθρώπων – για αυτό οι περισσότεροι γάμοι είναι δυστυχείς. Ο φιλόσοφος έγραφε, με τη συνήθη κυνική και απογοητευμένη προσέγγιση του για τον κόσμο:
«Το να παντρευτεί κανείς σημαίνει να κάνει τα πάντα ώστε να γίνει αντικείμενο αποστροφής ο ένας για τον άλλο»
Η διάσταση του τι θα είχαμε ανάγκη για να είμαστε ευτυχείς και με το τι μας ωθεί να κάνουμε η βούληση για ζωή είναι πηγή της ανθρωπίνου δυστυχίας, της πιο θεμελιώδους καταστάσεως της ανθρωπίνου ψυχής. Σε αυτό το σημείο η σκέψη του Σοπενχάουερ μοιάζει με τον Βουδισμό, μία θρησκεία την οποία ο Γερμανός φιλόσοφος εκτίμησε πάρα πολύ. Τόνιζε πάντως ότι είχε φτάσει στον πυρήνα της σκέψεως του μόνο του, προτού ανακαλύψει τον Βουδισμό και παρατηρήσει τις ομοιότητες.
Λύσεις και Κριτική
Τι να κάνει όμως ο άνθρωπος σε αυτόν τον άπονο και παράλογο κόσμο; Για τον Σοπενχάουερ η μόνη πραγματική λύση είναι ο θάνατος. Με την ανυπαρξία δεν έχουμε πλέον βούληση άρα λυτρωνόμαστε.
Παρά το δυσάρεστο του συμπεράσματος του, ο Σοπενχάουερ δεν αρνήθηκε εντελώς την ζωή, ούτε άφηνε τον αναγνώστη του απλά να περιμένει τον αναπόφευκτο θάνατο για να ησυχάσει. Στο έργο του αναφέρθηκε σε δύο αντίδοτα στην ζοφερή κατάσταση της ψυχής.
Πρώτον, η τέχνη θεωρείται ως βασικό μέσο παρηγοριάς του ανθρώπου, καθώς η ομορφιά της, ιδίως όταν αναφέρεται σε σύμβολα, καθολικές ιδέες και υψηλά νοήματα, εξυψώνει τον άνθρωπο. Ερχόμενος σε επαφή με την ζωγραφική, την γλυπτική και τη μουσική ο άνθρωπος ξεφεύγει από τα στενά όρια του εαυτού του και μετέχει σε συναισθήματα και ιδέες αιώνιες και υπερβατικές. Όσο κρατά αυτή η κατάσταση η ατομικότητα και τα συν αυτή βάρη και ταλαιπωρίες νεκρώνουν. Όπως καταλαβαίνει κανείς αυτή η λύση είναι προσωρινή. [4]
Ο δεύτερος δρόμος για τον Σοπενχάουερ είναι ο ασκητισμός, ο αναχωρητισμός από τον κόσμο και τις απολαύσεις του. Ο ασκητής, μία ειδική και σπάνια κατηγορία ανθρώπου, αρνείται και πολεμά συνειδητά τη βούληση του, αρνείται το σεξ, την φήμη και τον πλούτο, και με τον τρόπο αυτό μπορεί να ζήσει γαλήνια. Εκεί φαίνεται εμφανώς η βουδιστική επιρροή. Κατά το Βουδισμό πηγή κάθε δυστυχίας είναι η ανθρώπινη επιθυμία, και μόνη λύση η πλήρης απάρνηση της. Το κορυφαίο στάδιο του ανθρώπου είναι η κατάσταση της Νιρβάνα, κατά την οποία διαλύεται η ατομικότητα και η ψυχή περνά στην ανυπαρξία, εντός της οποίας δεν υπάρχει πόνος αφού δεν υπάρχουν και επιθυμίες.
Η απαισιοδοξία του Σοπενχάουερ για την ζωή τον ωθούσε σε αντιπάθεια για τα επαναστατικά και προοδευτικά κινήματα της εποχής του, αφού σκεφτόταν πως καμία βελτίωση της ζωής δεν είχε ουσιαστικό νόημα.
Να σημειωθεί πάντως ο Σοπενχάουερ δέχθηκε σφοδρή κριτική για την σημαντική απόκλιση της προσωπικής του ζωής από τις ιδέες που προέβαλε. Ειδικότερα στη νεότητα του, προτού απομακρυνθεί από τον κόσμο και ζήσει επί τόσο μεγάλο διάστημα σε απομόνωση, χαρακτηρίστηκε από έκλυτο βίο, αφιερωμένο στις γυναίκες (τις οποίες συνήθως αντιμετώπιζε ρηχά και ηδονιστικά) και τις διασκεδάσεις. Διάσημο έχει μείνει το περιστατικό όπου, διαπληκτιζόμενος με μία γυναίκα, την έριξε από τις σκάλες και την άφησε ανάπηρη. Εκείνη πήγε την υπόθεση στα δικαστήρια, που τον υποχρέωσαν να της πληρώνει μηνιαία αποζημίωση. Όταν μετά από χρόνια η γυναίκα πέθανε, ο Σοπενχάουερ έγραψε με χαρά στο ημερολόγιο του: «Η γριά πέθανε, το βάρος έφυγε». Απαντώντας σε αυτές τις κατηγορίες, ο Σοπενχάουερ απαντούσε πως πρέπει να δίνεται βάση στις ιδέες και όχι στη διαγωγή του, όπως όταν ρωτάμε κάποιον να μας πει μία διεύθυνση πρέπει να μας ενδιαφέρει η ακρίβεια των οδηγιών του, όχι το να έρθει μαζί μας.
Τι μπορεί να μας προσφέρει;
Έχοντας ολοκληρώσει μία σχετικά συνοπτική έκθεση των ιδεών του Αρθούρου Σοπενχάουερ, ήρθε η ώρα των συμπερασμάτων. Ο Σοπενχάουερ ήταν ένας ιδιαίτερος διανοητής, ο οποίος αρνείται πεισματικά να μας κάνει τη χάρη της ευκόλου ταξινομήσεως του σε μία σχολή ή συγκεκριμένο φιλοσοφικό ρεύμα. Η απαισιόδοξη αντίληψη του και ο δύστροπος χαρακτήρας του σίγουρα δεν βοήθησαν την σκέψη του να καταστεί δημοφιλής, όσο και εάν επηρέασε την σκέψη πάρα πολλών μετέπειτα φιλοσόφων και στοχαστών, όπως ο Σπένγκλερ και ο Νίτσε. Μέχρι σήμερα ηχεί πολύ πιο ελκυστική η πρόταση ζωής του Νίτσε, ο οποίος συμφωνεί κατ’ αρχήν με το μηδενισμό του Σοπενχάουερ, καλεί όμως σε ενεργητικότητα και δράση αντί σε αναχωρητισμό και απραξία. Ακόμη και ο αιωνίως απαισιόδοξος Σπένγκλερ, μιλώντας για το καθήκον του φαουστικού (δυτικού) ανθρώπου απέναντι στον θνήσκοντα πολιτισμό του, τον προστάζει να μείνει στη θέση του και να συναντήσει το τέλος όρθιος και αλύγιστος, σαν τον Ρωμαίο στρατιώτη που βρέθηκε αποτεφρωμένος στα ερείπια της Πομπηίας, ακριβώς στο πόστο του επειδή κανείς δεν τον διέταξε να υποχωρήσει.
Όπως γίνεται όμως σχεδόν με κάθε σκεπτόμενο νου και τις απόψεις του, μπορούμε να εξετάσουμε κριτικά τον Σοπενχάουερ και να εντάξουμε τις ιδέες του στις ανάγκες και την κοσμοθεωρία μας. Ενυπάρχουν κίνδυνοι διστρεβλώσεως όταν «λεηλατούμε» την φιλοσοφία ενός διανοητού και ενστερνιζόμαστε τμήματα ή και απλά ρητά του έξω από το αρχικό πλαίσιο (context). Από την άλλη η φιλοσοφία υπάρχει για να βοηθά την ζωή μας και την κατανόηση του κόσμου, συνεπώς η δογματική και ολοκληρωτική προσέγγιση της δεν ωφελεί σε τίποτα. Έτσι λοιπόν, ακόμη και εάν κάποιος δεν συμμερίζεται την θλιβερή, απαισιόδοξη οπτική της υπάρξεως που διακατέχει τον Σοπενχάουερ, ή δεν συμφωνεί με την αθεΐα του, ή δεν διανοείται να περάσει τη ζωή του σε συνειδητή αδράνεια για να εκμηδενίσει τις επιθυμίες του, και τότε μπορεί να εκτιμήσει τμήματα του έργου του και να λάβει έμπνευση.
Για τον γράφοντα, επί παραδείγματι, το προβληματικότερο κομμάτι της σκέψεως του Γερμανού φιλοσόφου είναι πως ο μηδενισμός του είναι εύκολο να οδηγήσει τον αναγνώστη σε ακόμη μεγαλύτερη απελπισία και υπαρξιακό κενό. Όπως πολλοί άνθρωποι με παρόμοιες ιδέες, ο Σοπενχάουερ έζησε κατά βάση μέσα στην θλίψη και την απογοήτευση. Είναι παρακινδυνευμένο να απομειώνουμε τη σκέψη κάποιου μόνο στα βιώματα του και στην ψυχολογική αντίδραση προς αυτά, όμως κακά τα ψέματα, δεν μπορεί να διαχωριστεί η φιλοσοφία του ανθρώπου από το γεγονός πως είχε τόσο δύσκολα παιδικά χρόνια – από τα 6 του κρίσεις άγχους – και πως από τόσο νωρίς έχασε την πίστη του στην κοινωνία και τους ανθρώπους γύρω του. Οι κρίσεις συνειδήσεως είναι σύμφυτες με το ανθρώπινο είδος, και ειδικά στη νεώτερη εποχή όπου εκλείπουν οι κοσμοθεωρητικές σταθερές, γίνονται πιο συχνές, πιο διαδεδομένες και πιο έντονες. Σε προηγούμενα άρθρα είχαμε κάνει ευρεία αναφορά στο πως αυτό το κύμα απογοητεύσεως και εσωτερικού κενού επηρεάζει μεγάλες μάζες νέων, τροφοδοτούμενο και από τα τρέχοντα κοινωνικά προβλήματα. Η εμπέδωση του μηδενισμού μπορεί να πολλαπλασιάσει το βάρος στην ψυχή του ατόμου, αφού δεν απομένει πια ούτε ελπίδα, ούτε καν ψευδαισθήσεις να απαλύνουν τους πόνους της ζωής. Εν τέλει, όπως τα βιώματα του Σοπενχάουερ πιθανότατα επηρέασαν τη σκέψη του, η σκέψη του καθοδήγησε και το υπόλοιπο του βίου του, μέσα σε απομόνωση, πικρία και ακοινωνησία. Προβληματική μπορεί να θεωρηθεί τέλος και η αποστροφή του στις προσπάθειες να βελτιωθεί η κοινωνία και να αλλάξουν τα πράγματα πως το καλύτερο. Δεν χρειάζεται να είναι κανείς ριζοσπάστης για να δει πως ζούμε εν μέσω προβλημάτων, και πως για πολλά τουλάχιστον από αυτά θα μπορούσε να ληφθεί κοινή δράση για την καταπράυνση, αν όχι την εξάλειψη τους.
Ας δούμε όμως και τα θετικά.
Ο προσδιορισμός της τέχνης ως μορφής πνευματικής εξόδου από την καθημερινότητα και τα προβλήματα της υπάρξεως γενικότερα δεν αποτελεί πρωτοτυπία του Σοπενχάουερ, όμως επειδή στον κόσμο των ιδεών τίποτα δεν είναι αυτονόητο, η υπενθύμιση του είναι σημαντική. Η όμορφη και πηγαία τέχνη διδάσκει, συναρπάζει, ξεκουράζει ή τονώνει την ακοή και την όραση μας, γεννά συναισθήματα που έστω πρόσκαιρα απαλύνουν ή εξαφανίζουν τις έγνοιες και τις δυσάρεστες σκέψεις. Στην σημερινή εποχή, όπου παρατηρείται ιδιαιτέρως χαμηλή κοινωνικοποίηση και απουσία στερεών ιδεών και κοσμοθεάσεων, ο παρηγορητικός ρόλος της τέχνης αναβαθμίζεται. Ο Γερμανός φιλόσοφος αναφερόταν βεβαίως όχι σε οτιδήποτε καλλιτεχνικό, αλλά σε ό,τι αναφερόταν σε καθολικές ιδέες και εξύψωνε τον άνθρωπο σε μία κάποια θέαση του υπερβατικού και του αιωνίου. Δυστυχώς τέτοιου τύπου τέχνη στην εποχή της ταχείας καταναλώσεως και της εμμονής στα ταπεινότερα ανθρώπινα ένστικτα συναντούμε όλο και πιο σπάνια – χωρίς να σημαίνει πως δεν έχει χαθεί, ή πως δεν έχουμε πρόσβαση στους θησαυρούς του παρελθόντος.
Την απαισιοδοξία του Σοπενχάουερ την κρίναμε αμέσως παραπάνω, όμως δεν θα ήταν δίκαιο να την θεωρήσουμε εντελώς αρνητική. Σε όλες τις κοινωνίες του κόσμου, αλλά ειδικά στην σημερινή, ο άνθρωπος δέχεται πιέσεις να μοιάζει τέλειος, να τα έχει καταφέρει όλα, να υπερέχει και να δείχνει έστω ευτυχισμένος. Η αποδοχή πως η δυστυχία είναι λίγο έως πολύ οικουμενική σηκώνει ένα βάρος από τους ώμους των ήδη καταπονημένων ανθρώπων: δεν είμαστε μόνοι στα προβλήματα μας, η θλιμμένη εξαίρεση σε μία θάλασσα από επιμελώς σκηνοθετημένες ευδαίμονες περσόνες. Μέσα σε ένα τέτοιο νοητικό πλαίσιο, μπορούμε να είμαστε επιεικέστεροι με τον εαυτό μας αλλά και τους άλλους – αρκετοί συγγραφείς επισημαίνουν πως η φιλοσοφία του Σοπενχάουερ δεν ενθαρρύνει την μισανθρωπία, αντιθέτως η ματαιότητα και σκληρότητα του κόσμου αποτελεί επιπλέον κίνητρο να φανεί κανείς αλληλέγγυος προς τον συνάνθρωπο. Ακόμη, αναγνωρίζεται ως φυσιολογικό κομμάτι της ζωής η υπαρξιακή κρίση και η απώλεια νοήματος – διαπίστωση πολύ σημαντική, διότι όταν τα παθαίνει αυτά κάποιος μία συχνή σκέψη είναι πως μόνος εκείνος στον κόσμο νιώθει έτσι. Κι αν ο κόσμος δεν ακούει ή το άτομο νιώθει απομονωμένο, αυτό είναι μέσα στο πρόγραμμα. Για τον Σοπενχάουερ δε, είναι δείγμα ενός δραστηρίου και υψηλού νοός να παρατηρεί τον παραλογισμό του κόσμου.
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
[1] Μεγάλη Σοβιετική Εγκυκλοπαίδεια, τ. 16, σελ. 10.
[2] Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, τ. ΙΓ’, σελ. 718.
[3] The Encyclopedia of Philosophy, εκδόσεις Macmillan, τ. 7/8, σελ. 326
[4] Θεοδόσης Πελεγρίνης, Λεξικό της Φιλοσοφίας, εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα, σελ. 1204.
ΠΗΓΕΣ ΣΤΟ ΔΙΑΔΙΚΤΥΟ
Νόστιμον ήμαρ
DOCTV
Book of Life
Academy of Ideas: Metaphysics and Ethics
Sophia Project