ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗ ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΙΤΩΝ
ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΗΣ ΗΜΕΡΙΔΑΣ
ΣΤΗΝ 55η ΕΠΕΤΕΙΟ
ΤΩΝ ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΑΝΩΝ
6-7/9/1955
Με θέμα:
” ΟΙ ΑΠΕΛΑΣΕΙΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΥΠΗΚΟΩΝ 1964-65:
ΠΡΑΞΗ ΕΚΠΑΤΡΙΣΜΟΥ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ
ΤΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗΣ ΑΠΟ ΤΟ ΤΟΥΡΚΙΚΟ ΚΡΑΤΟΣ”
ΣΑΒΒΑΤΟ 11 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 2010
ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΟ LEDRA MARRIOT
ΑΘΗΝΑ
Πρόγραμμα
Ημερίδας
· Χαιρετισμός
του Νικολάου Ουζούνογλου εκ μέρους του
Δ.Σ. της Οι.Ομ.Κω.
· Ομιλία της
Ελίζας Φερεκύδου, Εκπροσώπου του Σωματείου Ελλήνων Υπηκόων Απελαθέντων εκ
Τουρκίας (ΣΕΥΑΤ) .
· Το Ιστορικό, Πολιτικό και Νομικό Πλαίσιο και οι
Συνέπειες των Απελάσεων της περιόδου
1964-65
Συντονιστής:
Μιχαήλ Μαυρόπουλος, Γενικός Γραμματέας της Οι.Ομ.Κω.
Ομιλητές :
–
Δέσποινα
Αφεντούλη (Δρ. Κοινωνιολογίας-Δημοσιογράφος): «Η κατάστρωση της επιχείρησης
Απέλασης των Ελλήνων Υπηκόων κατά την δεκαετία 1955-65».
–
Ριντβάν Ακάρ (Δημοσιογράφος): «To Πρόγραμμα “η Πόλη χωρίς
Ρωμιούς”: οι πολιτικές εκτουρκισμού, ομηρίας και διπλωματικών αντιποίνων (“Rumsuz”
bir İstanbul projesi: Türkleştirme ve koz/rehin alma politikaları).
–
Γιώργος Κατσάνος (Υποψ. Διδάκτωρ Ιστορίας): «Ανάλυση
του Ομογενειακού και Τουρκικού Τύπου της Εποχής των Απελάσεων».
–
Ιφιγένεια Παπακωνσταντίνου (Διπλ. Μετ. Ιστορικός): «Η
Πολιτική των Ηγεσιών της Ελλάδος και της Κύπρου κατά την διάρκεια των
Απελάσεων: Επιπολαιότητα και Ασυνέπεια».
·
Στρογγυλή Τράπεζα συζήτησης με θέμα «Το τραύμα
της Εκρίζωσης από την Γενέτειρα Γη».
Συντονιστής: Τάσος Μπουλμέτης
(σκηνοθέτης), με την συμμετοχή των
ηθοποιών: Αντώνη Καφετζόπουλου, Ιεροκλή Μιχαηλίδη και των απελαθέντων
Κωνσταντινουπολιτών: Διονύσιου Αγγελόπουλου (Αντιπρόεδρου του ΣΕΥΑΤ) και
Ειρήνης Πρίντεζη (μέλους του Δ.Σ. ΣΕΥΑΤ).
Συζήτηση και ερωτήσεις.
Στον χώρο
της Έκθεσης θα λειτουργήσει φωτογραφική έκθεση.
Χορηγός: Ίδρυμα Σοφία.
Χαιρετισμός
του Νικολάου Ουζούνογλου εκ μέρους του
Δ.Σ. της Οι.Ομ.Κω.
” ΟΙ ΑΠΕΛΑΣΕΙΣ ΤΩΝ
ΕΛΛΗΝΩΝ ΥΠΗΚΟΩΝ 1964-65: ΠΡΑΞΗ ΕΚΠΑΤΡΙΣΜΟΥ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ
ΤΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗΣ ΑΠΟ
ΤΟ ΤΟΥΡΚΙΚΟ ΚΡΑΤΟΣ“
Η Κυβέρνηση του Ισμέτ Ίνονου τον Μάρτιο του 1964, έθεσε σε εφαρμογή
το σχέδιο της διάλυσης της Ελληνικής Κοινότητας της Κωνσταντινούπολης. Τα
προηγούμενα σχέδια αφανισμού είχαν αποτύχει να εκριζώσουν στην ολότητα τον Ελληνισμού της Πόλης, κορυφαία των οποίων ήταν:
η απαγόρευση πλήθους επαγγελμάτων (νόμος 2007/1932), η επιστράτευση στα τάγματα εργασίας των 20οι Ηλικιών το 1941, ο Φόρος
Ευμάρειας (Βαρλίκι, 1942-44) και ακόμα η Νύκτα Τρόμου της 6-7 Σεπτεμβρίου 1955
κατά την οποία εφαρμόστηκε ένα
κεραυνοβόλο σχέδιο καταστροφής του Ελληνισμού
της Πόλης, που προετοιμάστηκε από την Διοίκηση Ανορθόδοξου Πολέμου της Τουρκίας
με την συνεργασία της τότε Κυβέρνησης
όπως έχει αποδειχθεί πρόσφατα. Τα ιστορικά στοιχεία που έχουν προκύψει
πρόσφατα, δείχνουν ότι το σχέδιο της Μαζικής Απέλασης Ελλήνων Υπηκόων που
διέμεναν στην Κωνσταντινούπολη με το καθεστώς «Εταμπλί», είχε καταστρωθεί από
το 1957 όπως θα παρουσιαστεί στην Ημερίδα.
Αποτελεί μέγιστη πλάνη, που λέγεται εσκεμμένα ή όχι, ότι οι Έλληνες Υπήκοοι στην Κωνσταντινούπολη
υπαγόντουσαν στην Συμφωνία Αγκύρας της 30/10/1930 και ότι η Τουρκική Κυβέρνηση
καταγγέλλοντας μονομερώς την Σύμβαση αυτή, είχε το δικαίωμα να απαγορεύσει την
διαμονή των Ελλήνων υπηκόων στην Κωνσταντινούπολη. H
Σύμβαση «Περί της Ανταλλαγής των Ελληνικών και Μουσουλμανικών Πληθυσμών» που
αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της Διεθνούς Συνθήκης Λωζάννης στο Άρθρο 2 όριζε
τους εξαιρούμενους από την ανταλλαγή
Έλληνες κατοίκους της Κωνσταντινούπολης ως εξής : «Θέλουσι θεωρηθή ως Έλληνες της Κωνσταντινουπόλεως, πάντες οι Έλληνες
οι εγκατεστημένοι ήδη προ της 30ης Οκτωβρίου 1918, εν τη περιφέρεια
της Νομαρχίας Κωνσταντινουπόλεως, ως αυτή καθορίζεται δια του νόμου του 1912».
Πρέπει να σημειωθεί ότι στην επίσημη καταμέτρηση των πληθυσμών το 1927 σε
σύνολο περίπου 120.000 Ελλήνων της Πόλης οι 26.000 ήταν Έλληνες υπήκοοι που
υπαγόντουσαν στο καθεστώς
«Εταμπλί». Το 1964 ο αριθμός των
Ελλήνων υπηκόων ήταν 12.000 σε σύνολο 90.000 Ομογενών στην Πόλη.
Αδιαμφισβήτητα η
Απέλαση των Ελλήνων Υπηκόων το
1964-65 υπήρξε μια από τις πλέον βάναυσες παραβιάσεις της Συνθήκης της
Λωζάννης, που πολύ σωστά τονίζεται από τους Τούρκους ιθύνοντες ότι αποτελεί τον
θεμέλιο λίθο της σύγχρονης Τουρκίας. Η οποιαδήποτε επίλυση της Συμφωνίας της
Αγκύρας του 1930 δεν ισχύει αφού δεν
μπορεί η διεθνής σύμβαση της Λωζάννης να αντικατασταθεί από μια διμερή
σύμβαση.
Επίσης η Απέλαση των περίπου 12.000 Ελλήνων της
Πόλης υπήρξε μια πράξη μείζονος κλίμακας παραβίασης των θεμελιωδών δικαιωμάτων
του ανθρώπου όπως του Καταστατικού του Ο.Η.Ε και της Ευρωπαϊκής Σύμβασης
Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (1950) που η Τουρκία είχε ενστερνιστεί από το 1954.
Ο βάναυσος τρόπος που διενεργούταν οι
απελάσεις, με την δέσμευση όλων των περιστασιακών στοιχείων κάτω από ένα έντονο κλίμα τρομοκράτησης του Ελληνισμού
της Πόλης την περίοδο 1964-65 με την
παράλληλη θέση σε εφαρμογή του
προγράμματος Διάλυσης των Ελληνικών Κοινοτήτων των νήσων της Ίμβρου και Τενέδου
αποτελούν μείζονος κλίμακας παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων με νομικές
συνέπειες που δεν παραγράφονται. Πρέπει να το τονιστεί ότι ευθύνη δεν έχει μόνο
η Τουρκική Κυβέρνηση για την θεραπεία και αποκατάσταση των θυμάτων, αλλά και οι Κυβερνήσεις που έχουν
συνυπογράψει την συνθήκη της Λοζάνης και την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Ανθρωπίνων
Δικαιωμάτων της Ρώμης (1950) επειδή καμιά από αυτές δεν έχουν προβεί μέχρι
σήμερα σε ενέργειες προς τα διεθνή
δικαστήρια για την προστασία των
ανθρωπίνων δικαιωμάτων του Ελληνισμού της Κωνσταντινούπολης. Οι Απελάσεις του
1964 υπήρξαν καίριο πλήγμα για τον Ελληνισμό της Πόλης καθόσον μετά από της
Απελάσεις ο αριθμός των Ελλήνων της Πόλης μειώθηκε κατά πέντε φορές. Στα τέλη
της δεκαετίας του 1970 ο Ελληνικός
πληθυσμός της Πόλης ήταν μόλις 15.000.
Με την ευκαιρία της σημερινής Ημερίδας που είναι
αφιερωμένη στις Απελάσεις των Ελλήνων Υπηκόων της Κωνσταντινούπολης του 1964, θα
ήταν παράληψη να μην αναφέρουμε τα ονόματα των Α. Λαμπίκη και Θ. Χρυσανθόπουλου
που προέβαλαν το δίκαιο με γενναιότητα
κατά της κρατικής βίας εκείνη την δύσκολη εποχή. Ο συμπολίτης μας Ανδρέας Λαμπίκης ως εκδότης της εφημερίδας «Ελεύθερη Φωνή» αντιστάθηκε στην ωμή κρατική βία μέχρι να συλληφθεί
και απελαθεί βίαια διαμέσου ναρκοπεδίου στον Έβρο ποταμό από την Τουρκική
Αστυνομία. Ο Θ. Χρυσανθόπουλος ως Γενικός Πρόξενος της Ελλάδος στην
Κωνσταντινούπολη σε όλη την διάρκεια των
Απελάσεων, έκανε ότι μπορούσε για να αντιμετωπιστεί η κατάσταση, στέλνοντας
καθημερινά απεγνωσμένες αναφορές προς το Υπουργείο Εξωτερικών της Ελλάδος.
Καθ.(ΕΜΠ) Νικόλαος Ουζούνογλου
Πρόεδρος τους Δ.Σ. της Οι.Ομ.Κω.
Ημερίδα για την Επέτειο των Σεπτεμβριανών
6-7 /1955: Απελάσεις των Ελλήνων Υπηκόων
1964-65: Πράξη Εκπατρισμού του Ελληνισμού της Κωνσταντινούπολης από το Τουρκικό
Κράτος
Δρ Ε. Φερεκύδου
Εκπρόσωπος Σωματείου Ελλήνων
Υπηκόων εκ Τουρκίας,
Ειδ. Γραμματέας Οικουμενικής
Ομοσπονδίας Κωνσταντινουπολιτών
Θεοφιλέστατε Επίσκοπε Ναζιανζού,
Αξιότιμοι εκπρόσωποι της Βουλής των Ελλήνων,
Αξιότιμε εκπρόσωπε του Αρχηγού του ΓΕΣ,
Αξιότιμοι κ.κ. Καθηγητές,
Αξιότιμοι κ.κ. Πρόεδροι των αδελφών σωματείων,
Κυρίες και κύριοι,
Αγαπητοί συμπατριώτες,
Η σημερινή εκδήλωση μνήμης για την επέτειο των
γεγονότων του Σεπτεμβρίου του 1955 είναι αφιερωμένη στο θέμα των απελάσεων του
1964. Κι αυτό γιατί, όπως είναι γνωστό οι ομαδικές απελάσεις των Ελλήνων
υπηκόων από την τουρκική κυβέρνηση το 1964, δεν είναι ένα αυτοτελές και
ανεξάρτητο γεγονός – επιβάλλεται να αξιολογηθεί μέσα στο γενικότερο πλαίσιο του
ευρύτερου προγραμματισμού βίαιης εκρίζωσης του Ελληνισμού από την προαιώνια
κοιτίδα του, ως φυσική οντότητα και ως πολιτισμικό σημαινόμενο. Ενός
προγραμματισμού που συντάχθηκε και εκτελέστηκε σε συνέχεια και με συνέπεια, σε
διαφορετικές χρονικές στιγμές με την ίδια λογική, ανεξάρτητα από τον τρόπο που
αυτή εκφράστηκε.
Οι
κυριότεροι σταθμοί του βαθμιαίου αφανισμού των Ελλήνων που παρέμειναν τελικά
στην Τουρκία είναι το 1941, το 1942, το 1955 και το 1964.
– Πρώτος
σταθμός: το 1941 η επιστράτευση των 20
ηλικιών. Επιστρατεύονται 15.000 Έλληνες που ήταν Τούρκοι υπήκοοι από 25 – 45
ετών, οι οποίοι συγκρότησαν τα Εργατικά
τάγματα, με αποστολή τους στα βάθη της Ανατολής για καταναγκαστικά έργα
μέσα σε άθλιες συνθήκες και απώτερο σκοπό τον αφανισμό των Ελλήνων νέας
ηλικίας.
– Δεύτερος σταθμός : το 1942 οι Τούρκοι επέβαλαν
τον εξοντωτικό νόμο φορολογίας τον περίφημο Βαρλίκ Βεργκισί, που επεβλήθη από
τον Δεκέμβριο του 1942 και εφαρμόσθηκε με ιδιαίτερη σκληρότητα στους Έλληνες το
γένος, χωρίς δικαίωμα ένστασης κατά της απόφασης της Εφορίας – αν σε 15 μέρες
δεν κατέβαλε το οφειλόμενο ποσόν, το οποίο ανερχόταν στο 56-75% των κερδών του
κατά το έτος 1941, εκτοπιζόταν σε στρατόπεδο στο Άσκαλε στην Ανατολή.
– Τρίτος σταθμός: το 1955 με τους τρομερούς
βανδαλισμούς της 6ης και 7 Σεπτεμβρίου του 1955.
Τα τραγικά αυτά γεγονότα πραγματοποιήθηκαν και
εκτελέστηκαν από το επίσημο τουρκικό κράτος. Σύμφωνα με την μαρτυρία του
μακαρίτου εκλεκτού μέλους της Ομογενείας, δημοσιογράφου και μέλους του Σωματείου Ελλήνων Υπηκόων
Απελαθέντων εκ Τουρκίας, Δημητρίου Καλούμενου, ο οποίος – αξίζει να σημειωθεί,
κατέγραψε με τον φωτογραφικό του φακό τη νύχτα των βανδαλισμών, με κίνδυνο της
ζωής του, κατάφερε να το φυγαδεύσει, παρέχοντας έτσι στην κοινή γνώμη τη
δυνατότητα να γνωρίζει άμεσα την αλήθεια για την νύχτα 6ης– 7ης Σεπτεμβρίου.
Όπως ο ίδιος σημειώνει χαρακτηριστικά για την
νύχτα εκείνη : «…ημείς είμεθα αυτόπται
μάρτυρες που γνωρίζομεν ότι με κρατικά μέσα μετέφεραν από την Ανατολία
τον Τουρκικό όχλο με τραίνα και στρατιωτικά οχήματα, φορτηγά κλπ… όλα ήσαν
αρτίως σχεδιασμένα από μακρού για να εφαρμόσουν την γενοκτονία των Ελλήνων… όλα
οργανώθηκαν από το Σωματείον «Η Κύπρος είναι Τουρκική» του οποίου ηγείτο ο
αρχισυντάκτης της ΧΟΥΡΡΙΕΤ Χικμέτ Μπιλ
και τις καταστροφές παρηκολούθει και
κατηύθυνεν ο Υπουργός των
Εσωτερικών Ναμίκ Γεντίκ.
Από πολλών ημερών είχαν επισημανθή τα καταστήματα
και αι οικίαι των ομογενών και είχαν καθορισθή αι μονάδες κρούσεως …Ο οπλισμός
τους ομοιόμορφος αποτελούμενος από αξίνες, ρόπαλα και σιδηρούς λοστούς, φορτηγά
του Στρατού σταθμεύοντα εις καθορισμένα σημεία ανεφοδίαζαν τους επιτιθεμένους,
ώρα ενάρξεως είχεν ορισθή η 6.30 εσπερινή της 6ης και λήξεως η 2α
πρωινή της 7ης Σεπτεμβρίου 1955 και το χρονοδιάγραμμα ετηρήθη μετά
μαθηματικής ακριβείας.».
Αποτέλεσμα :… « Μέσα σε 8 ώρες ελεηλατήθησαν και
κατεστράφησαν άνω των 4.000 ελληνικών καταστημάτων και άνω των 1000 οικιών. Από
τους 82 ναούς της Κων/πόλεως οι 70 κατεστράφησαν, τα νεκροταφεία ανεσκάφησαν,
βιασμοί διεπράχθησαν στις ακραίες συνοικίες. Κατεστράφησαν πλήρως η Θεολογική σχολή της Χάλκης, η Μεγάλη του
Γένους Σχολή, η μονή Βαλουκλή, το Ζάππειο Παρθεναγωγείο, η Μαράσλειος, δύο
Μητροπολίτες και πλήθος ιερέων ετραυματίσθησαν, ο 90ετής Ιερομόναχος της Ιεράς
μονής Βαλουκλή, Χρύσανθος Μαντάς εκάη ζων, τον Μητροπολίτην Γενάδιον τον έσυραν
στους δρόμους κόβοντάς του την γενειάδα, τον Επίσκοπο Παμφίλου Γενάδιον τον
έριξαν στα καμμένα ερείπια της Μονής Βαλουκλή, μίας ηλικιωμένης, που ήταν
κατάκοιτη, στο Μέγα Ρεύμα της διέρηξαν το κρανίον, 20 ομογενείς εφονεύθησαν και
χιλιάδες εκακοποιήθησαν, πόσοι δε άλλοι απέθανον βραδύτερον εκ των συνεπειών,
τραυμάτων ή ψυχικών κλονισμών είναι αδύνατον να υπολογισθή, ο αμυθήτου αξίας
διάκοσμος των Εκκλησιών ελεηλατήθη, επυρπολήθη ή εκλάπη, αυτό που έγινε στο
νεκροταφείο του Σισλί δεν έχει προηγούμενον, ξέθαβαν τους νεκρούς, πετούσαν τα
οστά, κλωτσούσαν τας κεφαλάς των και μαχαίρωναν νεκρούς…».
Σύμφωνα με τον Δημ.Καλούμενο η αφορμή για την
καταστροφή των Ελλήνων της Κων/πολης ήταν ότι στις 5 Σεπτεμβρίου 1955 στην
Θεσσαλονίκη εξερράγη στην αυλή του Τουρκικού προξενείου, που παλιά ήταν το
σπίτι του Κεμάλ, ένα καψύλιο δυναμίτιδος
με αποτέλεσμα να θραυσθούν οι υαλοπίνακες των θυρών και παραθύρων.
Οι
ελληνικές αρχές διενήργησαν έρευνα και στις 16 Σεπτεμβρίου 1955 μετά το πέρας
των ανακρίσεων εκλήθησαν ΄Ελληνες και ξένοι δημοσιογράφοι στο Υπουργείο Βορείου
Ελλάδος και έμαθαν ότι την εκρηκτική ύλη είχαν τοποθετήσει από μέσα οι ίδιοι οι
Τούρκοι και συνελήφθησαν για τον λόγο αυτόν, ο κλητήρας του τουρκικού
προξενείου Μεχμέτ Ογλού Χασάν και ο συνεργός του Τούρκος τριτοετής φοιτητής της
Νομικής Σχολής του Παν/μίου Θεσσαλονίκης
Οκτάι Εγκίμ Φαίκ, ο οποίος έφερε τρείς μέρες πριν τα 3 καψύλια δυναμίτιδος
από την Τουρκία.
Οι συλληφθέντες Τούρκοι ομολόγησαν πλήρως την
ενοχή τους ενώπιον του Γενικού Γραμματέως του Υπουργείου Β. Ελλάδος, του
εισαγγελέα και του ανακριτή, οι ομολογίες τους μάλιστα κατεγράφησαν και
ηχογραφήθηκαν κάτι που αναγνωρίσθηκε και από το Υπουργείο Εξωτερικών της
Τουρκίας. Λίγο πριν από την πλήρη ομολογία τους ο Τούρκος Υπουργός Εξωτερικών
Ζορλού είπε ότι αυτό δεν ήταν έργο των Ελλήνων, αλλά αυτών που δημιούργησαν τις
ταραχές της Κων/πόλεως.
-Τέταρτος σταθμός:
Το 1964 άρχισαν επίσημα οι απελάσεις Ελλήνων από την Τουρκία.
Εδώ έχει σημασία να τονίσουμε ότι οι Έλληνες της
Πόλης (ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΑ ΑΠΟ ΤΟ ΚΑΘΕΣΤΩΣ ΤΗΣ ΙΘΑΓΕΝΕΙΑΣ ΤΟΥΣ), εφόσον κατοικούσαν πριν
από την 30/10/1918 εντός των ορίων του Νομού της Κων/λης ως «εταμπλί»,
(που σημαίνει εγκατεστημένοι), εξαιρέθηκαν της Συνθήκης «Ανταλλαγής» των
πληθυσμών, όπως επίσης και οι Έλληνες
της Ίμβρου και Τενέδου.
Παρ’ όλα αυτά από τα μέσα της δεκαετίας του 1950
μέχρι το 1962 με αφορμή το Κυπριακό είχαν απελαθεί 50 άτομα. Απελάθηκαν
έμποροι, βιομήχανοι, νομικοί παράγοντες κ.α. με Ελληνική υπηκοότητα.
Το 1957 απελάθηκαν 6 άτομα, το 1958 12 έμποροι,
επιχειρηματίες, δημοσιογράφοι, επιστήμονες και άλλοι παράγοντες της Ομογένειας,
χωρίς δυστυχώς να υπάρχει καμία αντίδραση εκ μέρους του ελληνικού κράτους.
Οι απελάσεις το 1964 ξεκίνησαν με πρόφαση τη στάση
της Ελλάδας στο Κυπριακό.
Τον Μάρτιο του 1964 η Τουρκία κατήγγειλε τη
σύμβαση «Περί Εγκαταστάσεως, Εμπορίας Και Ναυτιλίας», οχτώ περίπου μήνες πριν τη λήξη της,
χρησιμοποιώντας έτσι ένα νομικό εφεύρημα για να φανεί ότι η παραμονή των Ελλήνων
υπηκόων στην Κωνσταντινούπολη, εστερείτο νομικού πλαισίου. Αμέσως μετά την
καταγγελία της σύμβασης οι τουρκικές αρχές άρχισαν να ανακοινώνουν τα ονόματα
των ατόμων που έπρεπε να εγκαταλείψουν την Τουρκία.
Ο πρώτος κατάλογος δημοσιεύτηκε στις τουρκικές
εφημερίδες και περιελάμβανε 133 ονόματα, στη συνέχεια ανά δέκα ημέρες περίπου
δημοσιευόταν κατάλογος με 150 ως 500
ονόματα Ελλήνων υπό απέλαση.
Αυτή η αναμονή της δημοσίευσης του καταλόγου των
ονομάτων στον ημερήσιο τύπο, η ανάγνωση του, καθώς και όσα ακολουθούσαν, ο
αποχαιρετισμός των οικείων, η εκδίωξη από το σπίτι τους και την πατρογονική
τους εστία, αποτελεί από τα πιο βαθιά εντυπωμένα και τραυματικά γεγονότα όσων
βίωσαν την απέλαση.
Οι απελάσεις των Ελλήνων υπηκόων παρέσυραν και
πολλούς που ενώ ήσαν Τούρκοι υπήκοοι έπρεπε να φύγουν διότι ήσαν παντρεμένοι με
΄Ελληνες υπηκόους ή είχαν στενή συγγένεια και κοινά συμφέροντα με αυτούς.
Έτσι, δεν υποχρεώθηκαν να εγκαταλείψουν την
Τουρκία μόνον οι 14.000 Έλληνες υπήκοοι, αλλά 42.000 τελικά, δίνοντας στο μέτρο
την διάσταση της φυλετικής ή και εθνικής δίωξης.
Και εδώ θα είχε μεγάλη σημασία να σημειώσουμε,
όπως αναφέρεται και από πολλούς ιστορικούς και άλλους επιστήμονες μεταξύ αυτών
και από τον πατριώτη μας καθηγητή Νεοκλή Σαρρή, ότι η απόφαση απέλασης των Ελλήνων
από την Τουρκία σήμαινε στη ουσία την εκδίωξη μιας ειδικής κατηγορίας πολιτών της, για την προστασία της οποίας,
είχε και έχει αναλάβει διεθνείς υποχρεώσεις.
Επομένως, μπορούμε να πούμε ότι οι απελαθέντες
απετέλεσαν ένα νέο κύμα προσφύγων, κάτι που ήταν κατάφωρος παραβίαση της
συνθήκης της Λωζάννης, ενώ δεν διαμαρτυρήθηκε κανείς από αυτούς που υπέγραψαν
την Συνθήκη αυτήν, δηλαδή Ελλάδα, Η.Π.Α., Αγγλία, Γαλλία, Ρουμανία, Σερβία.
Οι Τούρκοι δεν επέτρεπαν στους απελαυνομένους να
πάρουν μαζί τους τίποτε πλην του ατομικού τους ιματισμού.΄Ηλθαν στην Ελλάδα
πτωχοί. Πολλοί μετανάστευσαν σε άλλες χώρες. Κατά την πρώτη περίοδο των
απελάσεων υπήρξαν 60 αυτοκτονίες, καρδιακές προσβολές και άλλα δεινά. Είναι
άγνωστος ο αριθμός όσων ασθένησαν και πέθαναν από την δυστυχία που τους έπληξε.
Κατέφθαναν με αεροπλάνα, τρένα, πούλμαν σε τραγική οικονομική κατάσταση και μη
γνωρίζοντας τι τους επεφύλασσε το μέλλον. Κάποιοι είχαν συγγενείς και
κατέφευγαν σε αυτούς για λίγο χρόνο.
Το Σωματείο Ελλήνων Υπηκόων Απελαθέντων εκ Τουρκίας
ιδρύθηκε τον Ιούλιο του 1964, από τους Απελαθέντες που εγκαταστάθηκαν στην
Αθήνα μέχρι εκείνη τη στιγμή και προσπάθησε να επουλώσει τα τραύματα των
δυστυχών εκείνων Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης που πλημμύρισαν την πλατεία
Βάθη, που έγινε η νέα πλατεία Κλαυθμώνος.
΄Ετσι εξυπηρετούσε τους απελαθέντες σε θέματα
συντάξεως, ευρέσεως εργασίας, αποκαταστάσεως, στρατιωτικής θητείας των νέων,
φιλανθρωπικής αρωγής, διαδικασία δύσκολη και επίπονη αν αναλογιστεί κανείς την
χαοτική γραφειοκρατεία του κρατικού μηχανισμού.
Οργάνωσε εκδηλώσεις, εφρόντισε για την γηροκόμηση
150 Κωνσταντινουπολιτών γερόντων στο Γηροκομείο Αθηνών κ.α. Κάθε χρόνο διένειμε
δώρα και δέματα Χριστουγέννων και Πάσχα, διοργάνωσε συστηματική φιλανθρωπική
πρόνοια με εκδηλώσεις και γεύματα, διανομές τροφίμων, ενδυμάτων, χοροεσπερίδων,
κοπές πίτας, εράνους και διαλέξεις – δραστηριότητες τις οποίες εξακολουθεί
μέχρι και σήμερα.
Τον Νοέμβριο του 1964 το πρώτο διοικητικό
συμβούλιο συγκροτήθηkε από τους:
Γεώργιο Ρούσσο Πρόεδρο, Γεώργιο Δεβέκα Αντιπρόεδρο, τον Σπύρο Σπύρου Γεν.
Γραμματέα, τον Στέργιο Κάτανο Ειδικό Γραμματέα, τον Γεώργιο Τσιτούρη Ταμία, ενώ
Σύμβουλοι ήταν ο Νικόλαος Τζαβούρης και ο Δημήτριος Μαδιανός.
Μετά ανέλαβε πρόεδρος ο Νικόλαος Κάτανος, ο
Αθηνόδωρος Τσουκάτος, ο Εμμ. Χατζηανδρέου, ο Δημήτριος Χρηστάκης, ενώ επί
προεδρίας του Ελευθέριου Ιωαννίδη, οργανώθηκαν επιτροπές για την προώθηση των
θεμάτων, όπως επιτροπή Στεγάσεως, επιτροπή συνταξιοδοτήσεως, επιτροπή προνοίας,
επιτροπή εσωτερική, οικονομική, πνευματικών και καλλιτεχνικών.
Θα ήταν όμως παράλειψη, αν δεν λέγαμε λίγα λόγια
σχετικά με την ίδρυση στην Κωνσταντινούπολη, τη σταδιοδρομία και τις
δραστηριότητες του «Σωματείου Ευποιίας
της Ελληνικής Παροικίας
Κωνσταντινουπόλεως – Ελληνική Ένωσις», όπως ήταν ο πλήρης τίτλος του,
επειδή, το Σωματείο εκείνο, υπήρξε, ουσιαστικά, το μητρικό για μας Σωματείο,
του οποίου την ιστορική συνέχεια απετέλεσε, μετά τις απελάσεις, το ιδρυθέν, εδώ
στην Αθήνα «Σωματείο Ελλήνων Απελαθέντων εκ Τουρκίας».
Η «Ελληνική Ένωσις» της Πόλης, ιδρύθηκε στις 27
Δεκεμβρίου του 1933 και είχε να επιδείξει αξιόλογο έργο. Σοβαρές και
επιτυχημένες δραστηριότητες σε όλους τους τομείς, πνευματικές και πολιτιστικές
εκδηλώσεις, μέσα στα πλαίσια που καθορίζουν τα άρθρα του Καταστατικού του,
εγκεκριμένου από τις Τουρκικές αρχές.
Τα μέλη της «Ελληνικής Ένωσης», αντιπροσώπευαν όλο το
φάσμα απασχόλησης της Ελληνικής μειονότητας της Πόλης – το κύριο όμως
χαρακτηριστικό που εντυπωσίαζε, ήταν η ηλικιακή σύνθεση των μελών της. Ο
μεγάλος αριθμός των νέων ανθρώπων, δηλαδή ο ενεργός πληθυσμός της Ελληνικής
κοινωνίας της Πόλης.
Σήμερα, το Σωματείο Ελλήνων υπηκόων Απελαθέντων εκ
Τουρκίας, μετά από 45 χρόνια γόνιμης και ενεργού δράσης, συνεχίζει την πορεία
του εφαρμόζοντας τους καταστατικούς του σκοπούς και διοργανώνοντας ημερίδες, ομιλίες,
εορταγορές, γεύματα, εκδρομές, ενώ συνεχίζει την φιλανθρωπική και
πολιτιστική του δράση.
Συμμετέχει στην έκδοση του μηνιαίου ενημερωτικού
δελτίου, σε συνεργασία με τον Νέο Κύκλο και την Ένωση Κωνσταντινουπολιτών, ενώ συμβάλλει στην προάσπιση των δικαιωμάτων
των Κωνσταντινουπολιτών, καθώς είναι μέλος της Οικουμενικής Ομοσπονδίας
Κωνσταντινουπολιτών, στην οποία εκπροσωπείται από τέσσερις αιρετούς
αντιπροσώπους.
Επίσης βρίσκεται στη φάση μηχανοργάνωσης των
αρχείων του και στην επανασύνδεση με τους απογόνους των απελαθέντων.
Η έδρα του Σωματείου Ελλήνων Υπηκόων Απελαθέντων
εκ Τουρκίας βρίσκεται στην οδό Σούτσου 46, στους Αμπελοκήπους, μαζί με τον Νέο
Κύκλο Κωνσταντινουπολιτών, σε ιδιόκτητο κτίριο που στεγάζει το Πνευματικό
Κέντρο Κωνσταντινουπολιτών και το οποίο ανεγέρθηκε με την οικονομική συμβολή
συμπολιτών μας, σε οικόπεδο το οποίο παραχωρήθηκε από την ελληνική πολιτεία.
Κλείνοντας θα ήθελα να τονίσω ότι όλα αυτά που
αναφέρθηκαν για το χρονικό των απελάσεων δεν έχουν κανένα σκοπό να διεγείρουν
συναισθήματα εχθρότητας και αντεκδικήσεως, – αυτές οι επέτειοι μνήμης, εκτός από την ηθική υποχρέωση απέναντι
στους συμπολίτες μας, οι οποίοι
υπέφεραν, καταστράφηκαν και εκδίωχθηκαν – έχουν έναν ακόμη πολύ σημαντικότερο
σκοπό: να οξύνουν την κρίση των νεότερων
γενεών και των δύο πλευρών – ελληνικής και τουρκικής – ώστε με σύμμαχο την αλήθεια και τη
γνώση, να μην επιτρέψουν ποτέ στο μέλλον
να ξαναγίνουν παρόμοια γεγονότα τα οποία προσβάλλουν τα έθνη και τα κάνουν να
ντρέπονται γι’ αυτό που είναι.
Εμείς οι νεότεροι καλούμαστε να τηρήσουμε αυτό που
ο Ισοκράτης επιτάσσει:
«τον χρηστόν και αγαθόν άνδρα δει τον
προγεγενημένων μεμνήσθαι, τα δε ενεστώτα πράττειν, περί των δε μελλόντων
φυλάττεσθαι»
Δηλαδή: «Ο ενάρετος και σοφός άνθρωπος πρέπει να
θυμάται αυτά που έχουν γίνει στο παρελθόν, ώστε να διαχειρίζεται το παρόν και
να προνοεί για το μέλλον»
Βιβλιογραφία
1.
«30 χρόνια από τις Απελάσεις.
1964-1994», Πνευματικό Κέντρο Κωνσταντινουπολιτών, σωματείο Ελλήνων Απελαθέντων
Υπηκόων εκ Τουρκίας
2.
«τον Τόπο που γεννήθηκες δε θα τον
ξεχάσεις ποτέ…» Οι απελάσεις του 1964. Μαρτυρίες Ελλήνων Κωνσταντινουπολιτών,
Εκδόσεις Τσουκάτου, Αθήνα 2004.
3.
Οι τελευταίοι εξόριστοι της
Κωνσταντινούπολης, Χούλια Ντεμίρ, Ριντβάν Ακάρ, Εκδόσεις Τσουκάτου, Αθήνα 2004.
4.
«Το ξερρίζωμα του Ελληνισμού της Πόλης
και το Μέλλον του Οικουμονικού Πατριαρχείου στην Έδρα του». Ομιλία Γ.Καμαράδου
– Βυζαντίου, Σύλλογος Κωνσταντινουπολιτών, Αθήνα, 1987.
Το Ιστορικό, Πολιτικό και Νομικό
Πλαίσιο και οι Συνέπειες των Απελάσεων
της περιόδου 1964-65
Συντονιστής: Μιχαήλ Μαυρόπουλος, Γενικός Γραμματέας
της Οι.Ομ.Κω.
Η κατάστρωση
της επιχείρησης Απέλασης των Ελλήνων Υπηκόων κατά την δεκαετία 1955-65
Δέσποινα
Αφεντούλη
Δρ. Κοινωνιολογίας-Δημοσιογράφος
Καλωσορίζω όλους εσάς που μας τιμάτε
σήμερα με την παρουσία σας.
Ευχαριστώ θερμά τον Πρόεδρο της
Οικουμενικής Ομοσπονδίας Κωνσταντινουπολιτών και Καθηγητή του Εθνικού Μετσόβιου
Πολυτεχνείου, κ. Νικόλαο Ουζούνογλου, για την πρόσκληση να συμμετέχω σε αυτήν
την εξαιρετικά ενδιαφέρουσα ημερίδα, μαζί με αξιόλογους επιστήμονες, ανθρώπους
των τεχνών και των γραμμάτων.
Στα πλαίσια της σημερινής εκδήλωσης,
θα επικεντρωθώ κυρίως στο ιστορικό και δημοσιογραφικό μέρος του σχεδίου
απέλασης των Ελλήνων υπηκόων της Τουρκίας κατά την κρίσιμη περίοδο 1955 με
1965.
Έπειτα από σχετική έρευνα προκύπτει ότι η
επιχείρηση εκδίωξης του ελληνικού στοιχείου από την Τουρκία ήταν μυστική και
διαχρονική. Ωστόσο, δεν έλειπαν οι δημόσιες επίσημες δηλώσεις από πλευράς της
τουρκικής πολιτικής ηγεσίας, πολύ πριν εκδηλωθούν οι προθέσεις αυτές.
Στις 19 Σεπτεμβρίου 1930, ο Τούρκος Υπουργός Δικαιοσύνης, Μαχμούτ Εσάτ Μποσκούρτ, δήλωσε στην ανοιχτή συγκέντρωση στην πόλη Οντεμίς:
«Ο Τούρκος
είναι ο μοναδικός αφέντης αυτής της χώρας [Τουρκίας].
Όσοι δεν
έχουν το καθαρό αίμα της τουρκικής φυλής,
έχουν μόνο ένα
δικαίωμα: να γίνουν υπηρέτες και δούλοι.»
Η δήλωση αυτή δημοσιεύτηκε την ίδια ημέρα από την τουρκική εφημερίδα Μιλλιέτ (Milliet).
Ας κάνουμε όμως, μια σύντομη ιστορική
αναδρομή. Μετά τη λήξη του ελληνοτουρκικού πολέμου (1919-1923), η Ελλάδα, η
Τουρκία και οι δυνάμεις της Αντάντ υπέγραψαν τη Συνθήκη της Λωζάνης (24 Ιουλίου
1923), η οποία – μεταξύ άλλων- προέβλεπε την ανταλλαγή πληθυσμών μεταξύ των δυο
χωρών, με εξαίρεση των Ελλήνων της Κωσταντινούπολης, της Ίμβρου, της Τενέδου
και των μουσουλμάνων της Δυτικής Θράκης.
Οι Έλληνες της Κωσταντινούπολης, μαζί με τις επιχειρήσεις
τους, αποτελούσαν ενεργό κομμάτι της κοινωνίας. Σύμφωνα με επίσημα τουρκικά
στατιστικά στοιχεία, το 1927 ο αριθμός των Ελλήνων υπηκοών στην
Κωνσταντινούπολη ήταν 26.000 σε σύνολο 120.000 Ελλήνων Ομογενών.
Η συνθήκη της Λωζάννης παρέμεινε σε
ισχύ και ενισχύθηκε με την υπογραφή των Ελληνοτουρκικών Συμβάσεων (Ιούλιο και
Οκτώβριο 1930).
Η τουρκική Κυβέρνηση όχι μόνο δεν εφάρμοσε τη Συνθήκη της
Λωζάνης, αλλά συνέχισε την πολιτική των προκατόχων της, του Κομιτάτου Ένωσης
και Προόδου, με σκοπό τον αφανισμό των μη μουσουλμανικών μειονοτήτων. Δυστυχώς,
η ελληνική διπλωματία ποτέ δεν το προέβαλε αυτό σαν επιχείρημα.
Η τουρκική κυβέρνηση έλαβε επιπρόσθετα μέτρα που οδήγησαν
στη δημογραφική συρρίκνωση της ελληνικής κοινότητας, στον μαρασμό των επιχειρηματικών της δραστηριοτήτων.
Η αντικατάσταση των τοπικά εκλεγμένων εφορειών, ιδρυμάτων,
σωματείων και συλλόγων, με διαχειριστές που υπόκειντο στον έλεγχο της τουρκικής
κυβέρνησης υπέσκαψε και περιόρισε τη δυνατότητα της κοινότητας να αποφασίζει
ελεύθερα για τις δραστηριότητες και την οικονομική ζωή της.
Επιπλέον, τα ελληνικά σχολεία, οι Έλληνες δάσκαλοι και
μαθητές μειώθηκαν σημαντικά σε αριθμό.
Τα μέτρα αυτά είχαν αντιμειονοτικό χαρακτήρα, με απώτερο
στόχο τη συστηματική διάλυση της ελληνικής μειονότητας.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η διάλυση του
φιλανθρωπικού σωματείου «Ελληνική Ένωση» το 1957. Το ειρηνοδικείο επικαλέστηκε
ότι το σωματείο υπέπεσε σε επιζήμιες πολιτικές ενέργειες και ότι συνεργάστηκε
με σωματεία του εξωτερικού που δρουν κατά της Τουρκίας, με βάση το Νόμο 3512
περί σωματείων και τον τουρκικό ποινικό κώδικα (αρ. 526/1).
Τα ονόματα των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου του
Σωματείου ήταν μεταξύ των απελαθέντων του 1957 και το αρχείο του σωματείου που
κατασχέθηκε, χρησιμοποιήθηκε για την κατάρτιση των καταλόγων προς απέλαση.
Σε όλη αυτή την διαδικασία εθνοκάθαρσης της
Ελληνικής Κοινότητας της Κωνσταντινούπολης, ο ρόλος της Βρετανίας υπήρξε
σημαντικός στα πλαίσια των εξελίξεων για το Κυπριακό.
Οι διωγμοί
των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης από τη γενέτειρά τους πάντοτε συντονιζόταν
χρονικά με το Κυπριακό πρόβλημα.
Η Μεγάλη
Βρετανία, προκειμένου να αποτρέψει τις ελληνικές προσπάθειες για αυτοδιάθεση,
και να διατηρήσει τις βάσεις της στην Κύπρο, προτίμησε να αναμίξει την Τουρκία
στο Κυπριακό, προβάλλοντας ως εμπόδιο την παρουσία του 18% των Τουρκοκυπρίων
στην Κύπρο.
Η «απάντηση» της Αγγλίας στην Ε.Ο.Κ.Α.
δόθηκε ουσιαστικά με την δοκιμασμένη, αλλά επιτυχημένη πολιτική του «διαίρει
και βασίλευε» (“divide and rule”).
Οι τουρκικές
Μυστικές Υπηρεσίες με την τότε τουρκική Κυβέρνηση, προκειμένου να εκδηλώσουν
ενδιαφέρον για το Κυπριακό, οργάνωσαν, όπως αποδείχτηκε, τις ανθελληνικές επιθέσεις στην
Κωνσταντινούπολη στις 6-7 Σεπτεμβρίου το 1955, οι οποίες έμειναν στην Ιστορία
ως τα «Σεπτεμβριανά» του Ελληνισμού της Πόλης ή
ως η «Νύχτα των Κρυστάλλων», παρομοιάζοντας τις τουρκικές «τακτικές» με εκείνες
που ακολούθησαν οι Γερμανοί κατά των Εβραίων το 1938.
Με τα
Σεπτεμβριανά κλονίστηκαν οι σχέσεις μεταξύ της Ελλάδας και της Τουρκίας, παρά
το γεγονός ότι και οι δυο χώρες είναι συμμαχικά μέλη του ΝΑΤΟ.
Ο ρόλος του βρετανικού Τύπου υπήρξε σημαντικός
στην πορεία των ελληνοτουρκικών σχέσεων κατά τη δεκαετία 1955 με 1965.
Ο
βρετανικός Τύπος και ειδικότερα οι εφημερίδες The Times και The Manchester Guardian αποφεύγουν
να δώσουν τη δέουσα έμφαση στις ανθελληνικές εκδηλώσεις των Τούρκων στην
Κωνσταντινούπολη και αναφέρονται με σχετικά «ήπιους» τόνους υπέρ των Τούρκων.
Σε άρθρο της εφημερίδας The Manchester Guardian στις
7 Σεπτεμβρίου του 1955, με υπότιτλο Τούρκοι
Επιτίθενται σε Ελληνικά Καταστήματα στην Κωνσταντινούπολη (Turks Attack Greek Shops in Istanbul) γίνεται μνεία στις ανθελληνικές εκδηλώσεις των Τούρκων έναντι των Ελλήνων.
Όσον αφορά στις ζημιές που
προκλήθηκαν, επισημαίνεται ότι σύμφωνα με το πρακτορείο ειδήσεων Associated Press, «χιλιάδες νέοι Τούρκοι περιπλανήθηκαν μέσα στην πόλη
[Κωνσταντινούπολη], σπάζοντας τζάμια ελληνικής ιδιοκτησίας καταστημάτων,
καταστρέφοντας τον εσωτερικό [χώρο] καταστημάτων και αναποδογυρίζοντας
αυτοκίνητα».
Σημειώνεται ότι για περισσότερο από
δυο ώρες «τα πλήθη ενέδωσαν» στις καταστροφές, ενώ γίνεται λόγος για
«μικροτραυματισμούς» (“minor casualties”) από τις εχθροπραξίες.
Επίσης, αναφέρεται ότι τα «πλήθη» των
Τούρκων «απωθήθηκαν» από την τουρκική αστυνομία και τους πυροσβέστες για να
αποφευχθεί ο εμπρησμός μιας ελληνικής εκκλησίας.
Δεν καταγράφεται όμως, η συνολική
απώλεια που υπέστησαν οι ελληνορθόδοξες εκκλησίες, προφανώς, σε μια προσπάθεια
να μη φανερωθεί η έκταση της καταστροφής.
Και όταν αργότερα, διευκρινίζεται ότι
«Στο αποκορύφωμα των ταραχών, χιλιάδες Τούρκοι στρατιώτες του Πεζικού με σταθερές
ξιφολόγχες εισήλθαν στο κέντρο της πόλης για να καταστείλουν το ξέσπασμα», δεν
επισημαίνεται η καθυστέρηση αντίδρασης της τουρκικής αστυνομίας στην αποτροπή
των βανδαλισμών.
Απλά αναφέρεται ότι συνελήφθησαν τρία
άτομα, επειδή έσπασαν τους υαλοπίνακες δυο ελληνικών καταστημάτων.
Σε καμμία περίπτωση, δεν παρατίθεται η
συνολική καταστροφή των επιχειρήσεων.
Οι τουρκικές εχθροπραξίες
αιτιολογούνται από το βρετανικό Τύπο ως εξής: «Οι διαδηλώσεις προφανώς
πυροδοτήθηκαν από αναφορές ότι η οικία στη γενέτειρα του Κεμάλ Ατατούρκ στη
Θεσσαλονίκη καταστράφηκε από εκρήξεις».
Επίσης, γίνεται λόγος για ανθελληνικές
«διαδηλώσεις» (“demonstrations”).
Η συγκάλυψη λοιπόν, του βρετανικού
Τύπου της πραγματικής παρουσίασης των γεγονότων είναι ευδιάκριτη.
Παραλείπονται πολλές σημαντικές
λεπτομέρειες, όπως τα μέσα που χρησιμοποιήθηκαν για να προκληθούν οι ζημιές,
αλλά και η πραγματική έκταση της καταστροφής, εφόσον δημοσιεύονται ανακριβείς
πληροφορίες και λανθασμένα στοιχεία σχετικά με τον απολογισμό των καταστροφών
από τους Τούρκους.
Η επιλεκτική χρήση λέξεων όπως:
«πλήθος» αντί «όχλου» και ανθελληνικές
«διαδηλώσεις» αντί «αναταραχές», προσδίδουν έναν πιο ειρηνευτικό χαρακτήρα
αντίδρασης σε μια προσπάθεια να προϊδεάσει η εφημερίδα θετικά το διεθνές
αναγνωστικό κοινό της.
Σήμερα, 55 χρόνια μετά από τα Σεπτεμβριανά, ενώ οι
οργανώσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην Τουρκία καταδικάζουν ευθαρσώς την
αντίθεση τους στην νοοτροπία που οδήγησε στα Σεπτεμβριανά, ορισμένοι ιστορικοί
χρησιμοποιούν την ίδια φρασεολογία περί μόνο σπασίματος μερικών τζαμιών, όπως
έκανε ο βρετανικός Τύπος την επαύριον των Σεπτεμβριανών.
Σε
άλλο άρθρο της The Manchester Guardian στις 9 Σεπτεμβρίου 1955, με τίτλο Η Υπόσχεση της Τουρκίας στο Ν.Α.Τ.Ο. (Turkey’s Promise to N.A.T.O.) και
υπότιτλο Όχι Άλλα Επεισόδια (No More Incidents) γίνεται λόγος στην «απόρρητη
συνεδρίαση» του συμβουλίου του
ΝΑΤΟ κατά την οποία συζητήθηκε το θέμα των ανθελληνικών εκδηλώσεων στην
Κωνσταντινούπολη, υπό την προεδρεία του Βρετανού γενικού γραμματέα του ΝΑΤΟ Λόρδο Ismay.
Στο
άρθρο επισημαίνεται η διαβεβαίωση της τουρκικής κυβέρνησης προς το συμβούλιο
του ΝΑΤΟ ότι λήφθηκαν όλα τα μέτρα για να μην επαναληφθούν οι «θλιβερές»
ανθελληνικές αναταραχές.
Οι
Times δίνουν
μεγαλύτερη βαρύτητα στα Σεπτεμβριανά από την Guardian, καθώς δημοσιεύει σταθερά όλα τα στοιχεία που προέκυψαν
μετά από τις ανθελληνικές εχθροπραξίες.
Η
Άγκυρα δεν καταδίκασε επισήμως τα ανθελληνικά γεγονότα του 1955, ωστόσο οι Times παρουσιάζουν την έμμεση απάντηση της Άγκυρας
μέσα από τα «μέτρα» που έλαβε η τουρκική κυβέρνηση σε ξεχωριστό, μικρής έκτασης
με τίτλο Τουρκικά Μέτρα (Turkish Measures).
Ο
βρετανικός Τύπος επιλέγει να καθυσηχάσει τη διεθνή κοινή γνώμη παρουσιάζοντας
την Άγκυρα συνετή και με υπερβάλλοντα ζήλο όσον αφορά την αποκατάσταση των
ζημιών:
«Η τουρκική Κυβέρνηση συνεχίζει να καταβάλλει [κάθε] φιλότιμη προσπάθεια για να επανορθώσει την
κατάσταση που δημιουργήθηκε από τις ταραχές την παρελθούσα Τρίτη.»
Σε
άλλο άρθρο των Times που δημοσιεύτηκε στις 19 Δεκεμβρίου 1955, με
υπότιτλο Οργή στην Αθήνα (Athens Outrage) δημοσίευονται τα ελληνικά πορισμάτα από την
έκρηξη στο τουρκικό προξενείο στη Θεσσαλονίκη.
Η
έκρηξη, υποστηρίζεται, «χρησιμοποιήθηκε
ως πρόσχημα» για τις ανθελληνικές εκδηλώσεις στην Κωνσταντινούπολη και τη
Σμύρνη που ακολούθησαν.
Ως
«ηθικοί υποκινητές» κατονομάζονται ο Τούρκος γενικός πρόξενος, Balin, ο Τούρκος υποπρόξενος Kalp, και ο
μουσουλμάνος Έλλην υπήκοός φοιτητής της
Νομικής Engin, ενώ ως «πραγματικός δράστης» παρουσιάζεται ο Τούρκος φύλακας του
προξενείου Hassan Mehmetoglu.
Οι
δυο πρόξενοι δεν συνελήφθησαν, αλλά αναμένεται να δικαστούν, με την κατηγορία
ότι «επιχείρησαν να καταστρέψουν τις ελληνικές διπλωματικές σχέσεις με φιλικές
χώρες», καταλήγει το άρθρο.
Ο ρόλος του Βρετανικού τύπου στην ενίσχυση των
ανθελληνικών ενεργειών στην Κωνσταντινούπολη συνοψίζεται στη φράση του
δημοσιογράφου David Leigh[1]
στο άρθρο του “Britain’s security services and journalists: the secret story”
επισημαίνει ότι δηλαδή οι βρετανικές Μυστικές Υπηρεσίες πάντοτε «επεμβαίνουν»
άμεσα ή έμμεσα στη διαμόρφωση της ατζέντας των ειδήσεων της χώρας.
Ο τουρκικός Τύπος προετοίμασε το έδαφος για την
πρόκληση των ανθελληνικών γεγονότων, πάντα με τη βρετανική οικονομική
υποστήριξη.
Ειδικότερα, ο Hikmet Bil, συντάκτης της τουρκικής
εφημερίδας Hurriyet και ηγέτης της πολιτικής
οργάνωσης «Η Κύπρος είναι Τουρκική» (“Kibris Turktur”) και ο Ahmet Emin Yalman, ιδιοκτήτης της
παλαιότερης φυλλάδας της Κωνσταντινούπολης, Vatan,
χρηματοδοτήθηκαν από βρετανικές πηγές, προκειμένου να «προωθήσουν» την
κινητοποίηση δύο φοιτητικών οργανισμών από την τουρκική κυβέρνηση το 1952.
Η πραγματοποίηση συχνών επισκέψεων στο Λονδίνο από
τους Yalman και Bil (1954-1955),
καθώς επίσης η διενέργεια ανθελληνικών εκδηλώσεων στην Κωνσταντινούπολη από
τους δυο φοιτητικούς οργανισμούς, αλλά και από τον τουρκικό Τύπο τον Ιούλιο του
1955 αποτελούσαν μέρος του ίδιου «σχεδίου».
Λίγο πριν την έναρξη των τριμερών συζητήσεων μεταξύ
Ελλάδας, Τουρκίας και Μεγάλης Βρετανίας στο Λονδίνο τον Αύγουστο του 1955, η
βρετανική κυβέρνηση ζήτησε από τους Τούρκους να διαδηλώσουν για το Κυπριακό,
αποσκοπώντας στην ενίσχυση της αγγλοτουρκικής θέσης.
Στις 27 Αυγούστου του 1955, ο τουρκικός Τύπος
αποδοκιμάσε το Πατριαρχείο, με την αιτιολογία ότι το πρώτο ενίσχυε οικονομικά
τον Κυπριακό Αγώνα για την «Ένωση» με την Ελλάδα. Εφημολογείτο από τον τουρκικό
Τύπο στην Κωνσταντινούπολη ότι οι Ελληνοκύπριοι σκόπευαν να προβούν σε
γενοκτονία των Τουρκοκυπρίων.
1964
Στα πλαίσια των
επιχειρήσεων ενοχοποίησης του ελληνικού στοιχείου εντάσσεται και η ενέργεια των
μυστικών υπηρεσιών της Τουρκίας, όταν στις αρχές του 1964 για να δοθεί άλλοθι
στις μεθοδευμένες απελάσεις των Ελλήνων υπηκόων, απεστάλη ταχυδρομικώς ανώνυμα
σε επιλεγμένους Έλληνες στην Κωνσταντνούπολη μια επιστολή δήθεν με την υπογραφή
του παραρτήματος της ΕΟΚΑ στην Κωνσταντινούπολη, στην οποία γινόταν έκκληση για
συσπείρωση των ελληνικών δυνάμεων έναντι της Τουρκίας με απώτερο στόχο την
Ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα (φωτοτυπία της επιστολής δίνεται παρακάτω).
Η έγκαιρη αντίδραση των ελληνικών
διπλωματικών αρχών στην Τουρκία ακύρωσε το σχέδιο αυτό. Η επιλογή της λέξης
«Ένωση» δεν είναι τυχαία, αλλά πάντοτε χρησιμοποιείτο σαν σύνθημα για να
διεγερθεί το τουρκικό λαϊκό αίσθημα κατά των Ελλήνων.
Παρομοίως, επειδή το Σωματείο των
Ελλήνων υπηκόων στην Κωνσταντινούπολη εμπεριείχε στον τίτλο του τη λέξη
«Ένωση», χρησιμοποιήθηκε, με στόχο την ανθελληνική αντίδραση της τουρκικής
κοινής γνώμης.
Το 1962, η Κυβέρνηση Ινονού με το
αιτιολογικό ότι ο αριθμός των Ελλήνων στην Κωνσταντινούπολη, την Ίμβρο και την
Τένεδο παραμένει μεγάλος, ιδρύει την ειδική «Επιτροπή για την Πρόοδο των
Μεινοτήτων» (Αζινλίκ Τεαλί Κομισιονού).
Η επιτροπή αυτή είναι ουσιαστικά η
ανώτατη εξουσία, και ως εκ τούτου υπερέχει της εκτελεστικής, δικαστικής και
νομοθετικής στα θέματα των μειονοτήτων. Οι απελάσεις και το πρόγραμμα διάλυσης
του ελληνισμού της Ίμβρου και της Τενέδου αποτελεί έργο της συγκεκριμένης
επιτροπής.
Οι Απελάσεις του 1964 και η Δίκη της Πλάτης
Τα
κυβερνητικά στελέχη του Δημοκρατικού Κόμματος στην Τουρκία που βρίσκονταν στην
εξουσία από το 1950 έως το 1960, ανατράπηκαν στις 27 Μαίου του 1960 και
οδηγήθηκαν στην νήσο Πλάτη για να εκδικαστούν.
Οι
δίκες όμως που έγιναν τότε ήταν στημένες. Μια από τις πρώτες που έλαβαν χώρα
ήταν και εκείνη που αφορούσε τα Σεπτεμβριανά.
Η
κατάθεση ενός μάρτυρα, του στρατηγού Ρεφίκ Τουλγκά, ο οποίος διετέλεσε ως
πρώτος υπασπιστής του Προέδρου της Τουρκίας, του Τζελάλ Μπαγιάρ το 1955,
παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον.
Ο
στραγηγός Τουλγκά ζήτησε να καταθέσει σε μυστική συνεδρία, κατά τη διάρκεια της
οποίας είπε:
Ο έκπτωτος πρόεδρος του Κράτους θεωρούσε το
ζήτημα της Κύπρου ως θέμα συνείδησης και ως ζήτημα εσωτερικής πολιτικής. Νόμιζε
ότι μια πιθανή ήττα στο Κυπριακό ήταν ήττα της εσωτερικής του πολιτικής. Στις
συνομιλίες που κάναμε πολλές φορές υπερασπιζόταν με θέρμη την ανάγκη πίεσης επί
των 30.000 Ελλήνων υπηκόων Ρωμιών που διέμεναν στην Κωνσταντινούπολη και
διέθεταν κινητές και ακίνητες περιουσίες, καθώς επίσης και κατά του
Οικουμενικού Πατριαρχείου.
Μάλιστα όταν τον επισκέφτηκα το 1957 για να τον
αποχαιρετήσω μεταβαίνοντας στη Νάπολη της Ιταλίας, μου τόνισε να μεταφέρω στον
Αμερικανό διοικητή του ΝΑΤΟ ότι «είμαστε αποφασισμένοι να λάβουμε σκληρά μέτρα
στην Κωνσταντινούπολη κατά των Ρωμιών και ιδιαίτερα κατά των 30.000 ελλήνων
υπηκόων που διαθέτουν ιδιοκτησίες, υπάρχει και το Πατριαρχείο, εμείς θα τους
διώξουμε από τη χώρα αυτή…»
Ο Τουλγκά είπε ότι μετέφερε αυτές τις κουβέντες
στον διοικητή του ΝΑΤΟ, αλλά με πιο διπλωματικές λέξεις για να μην εκτεθεί η
χώρα διεθνώς.
Όταν
ο πρόεδρος του δικαστηρίου ρώτησε τον Μπαγιάρ τί έχει να πει για όλα όσα
κατέθεσε ο Τουλγκά, εκείνος απέφευγε να δώσει μια σαφή απάντηση, με το πρόσχημα
ότι πρόκειται για ακαδημαική συζήτηση. Τελικά, ο πρόεδρος του είπε ότι έχει «διαπράξει ένα σφάλμα..»
Τελικά,
η δίκη της Πλάτης για τα Σεπτεμβριανά ενώ αθωώνει όλους τους παράγοντες των
Μυστικών Υπηρεσιών που ουσιαστικά εκτέλεσαν την προβοκάτσια για τα
Σεπτεμβριανά, παραπέμπει τον Menderes και τον Zorlu να δικαστούν για παραβίαση
του τουρκικού συντάγματος και τελικά αφού καταδικαστούν, απαγχονίστηκαν.
Η
μαρτυρία του Τουλγκά αποδεικνύει ότι η απέλαση των Ελλήνων υπηκόων ήταν στην
ημερήσια διάταξη των τουρκικών κυβερνήσεων πολύ πριν από το 1964, που έγιναν οι
μαζικές απελάσεις με την δέσμευση όλων των περιουσιακών στοιχείων τους.
Ας δούμε όμως, πώς προκλήθηκε το κύμα των
Απελάσεων του 1964.
Οι διακοινοτικές ταραχές τον Δεκέμβριο
του 1963, που ακολούθησαν την ίδρυση του Κυπριακού Κράτος και την ανακήρυξη της
Ανεξάρτητης Κυπριακής Δημοκρατίας το 1960, καθώς και η τουρκική επίθεση στην
Τυλληρία τον Αύγουστο του 1964 απετέλεσαν την αφετηρία διεύρυνσης της
σύγκρουσης στις ελληνοτουρκικές σχέσεις.
Από το 1964 έως το 1974, το κλίμα στην
Κύπρο ήταν εύφλεκτο, καθώς τις διακοινοτικές εντάσεις διαδέχονταν τις άκαρπες
συνομιλίες μεταξύ των μερών.
Παρά το γεγονός ότι όλα αυτά τα μέτρα
λήφθηκαν με σκοπό τη συρρίκνωση του αριθμού των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης,
το τουρκικό Κράτος βλέπει ότι δεν μπορεί να εκμηδενίσει την παρουσία του
ελληνικού στοιχείου.
Έτσι, η τουρκική Κυβέρνηση θέτει
σε εφαρμογή το δεύτερο κύμα απέλασης 12.000 Ελλήνων υπηκόων, γνωρίζοντας ότι
αυτό θα παρέσυρε και τους Έλληνες Ομογενείς που διέθεταν την Τουρκική
ιθαγένεια, όπως και πράγματι έγινε.
Στο προοίμιο των απελάσεων από τις αρχές
του 1964, αρχίζει η εκστρατεία του τουρκικού Τύπου της εποχής κατά της
Ελληνικής Μειονότητας στην Τουρκία, η οποία πάντα συνδεόταν με τους
Ελληνοκυπρίους.
Εξάλλου, η αναφορά στις δύο οντότητες
γινόταν με την κοινή χρήση του όρου Ρούμ (Ρωμιός). Ο τουρκικός Τύπος έκανε
επίσης συνεχή και δριμύ επίθεση κατά του Πατριαρχείου και των Ελληνικών
Ιδρυμάτων της Κωνσταντινούπολης. Έτσι, προετοιμαζόταν το έδαφος για να αρχίσουν
οι απελάσεις.
Τελικά, οι απελάσεις ξεκίνησαν με αφορμή
την εξαγγελία της μονομερούς καταγγελίας της ελληνοτουρκικής συμφωνίας του 1930
από Τουρκικής πλευράς στα μέσα Μαρτίου του 1964.
Κλείνοντας, θα αναφέρω ορισμένα στοιχεία
σχετικά με τη θέση του Ελληνικού τύπου κατά την περίοδο των απελάσεων του 1964.
Στις
22 Απριλίου 1964, η εφημερίδα «Ελευθερία», σε πρωτοσέλιδο άρθρο της με τίτλο:
«Οι Τούρκοι προωθούν την εξόντωσιν: Βάλλεται συνεχώς το Πατριαρχείον, Νέαι
απειλαί κατεδαφίσεως. Οι δυο απελαθέντες συνοδικοί έφθασαν χθες τη νύκτα εις
Παρισίους» αναφέρει:
«Η
Τουρκία βάλλει συνεχώς κατά του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως. Χθες, ενώ
ανεχώρουν εκ Τουρκίας οι απελαθέντες δύο Συνοδικοί [δύο μητροπολίται], οι
Τούρκοι επανελάμβαναν τας απειλάς των ότι θα κατεδαφίσουν το Πατριαρχείον δια
λόγους πολεοδομικούς.
Το
τουρκικόν σχέδιον εξοντώσεως του Πατριαρχείου προκαλεί ολονέν εντονωτέρας
εκδηλώσεις διαμαρτυρίας ως μέρους των χριστιανικών εκκλησιών.»
O ελληνικός Τύπος, σε αναφορές στις ελληνοτουρκικές σχέσεις,
χρησιμοποιεί γλώσσα που πυροδοτεί την ελληνική κοινή γνώμη κατά των Τούρκων,
καθώς οι απελάσεις του 1964 ξύπνησαν μνήμες του 1955 και παράλληλα βρίσκονταν
σε έξαρση λόγω της έκρυθμης κατάστασης που επικρατούσε στην Κύπρο.
Σύσσωμη
η ελληνική κοινωνία, η ελληνική Πανεπιστημιακή, η Σύγκλητος του Πανεπιστημίου
Θεσσαλονίκης, η Θεολογική Σχολή Θεσσαλονίκης, Έλληνες δημοσιογράφοι και
εκπρόσωποι της Τοπικής Αυτόδιοίκησης και άλλες οργανώσεις καταδικάζουν με
ψηφίσματά τους τις ανθελληνικές και αντιχριστιανικές ενέργειες των Τούρκων και
κάνουν έκκληση διεθνώς, ώστε να πάψουν οι ανθελληνικές διώξεις και να σωθεί το
από τη βέβαιη καταστροφή το Πατριαρχείο.
.