ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΤΑ ΔΥΟ ΠΡΩΤΑ ΜΕΡΗ
Η άνοδος της Σουηδικής αυτοκρατορίας: Ο Γουσταύος Βάζα και τα πρώτα βήματα (Α’ Μέρος)
Γουσταύος Αδόλφος της Σουηδίας: Το λιοντάρι του μεσονυκτίου (Β’ Μέρος)
Γράφει ο Μάριος Νοβακόπουλος, διεθνολόγος – μεταπτυχιακός φοιτητής Βυζαντινής ιστορίας
Η εδραίωση της Σουηδικής ισχύος μετά τον Τριακονταετή Πόλεμο
Ο θάνατος του Γουσταύου Αδόλφου απείλησε να εκτροχιάσει οριστικά τα σχέδια του λουθηρανικού στρατοπέδου. Χωρίς το μεγάλο στρατηγό να τους οδηγεί και τη διάδοχο, πριγκίπισσα Χριστίνα, ακόμη νήπιο, οι Σουηδοί έχασαν την πρωτοβουλία των κινήσεων. Οι καθολικοί αναδιοργανώθηκαν πολύ σύντομα: το 1634 ισπανικές και ιταλικές δυνάμεις συνέτριψαν τους Σουηδούς στη μάχη του Νόρντλινγκεν. Ακολούθησε απόσυρση του σουηδικού στρατού στο βορρά και η υποταγή των λουθηρανικών πριγκιπάτων (Ειρήνη της Πράγας, 1635), κάτι που ανάγκασε τη Γαλλία να μπει ανοικτά στον πόλεμο υπέρ των προτεσταντών. Η γαλλική επέμβαση, όπως η σουηδική νωρίτερα, έσωσε την κατάσταση την τελευταία στιγμή. Μεγάλες ισπανικές και αυστριακές δυνάμεις αναλώθηκαν στην προσπάθεια να αναχαιτίσουν τους Γάλλους, αφήνοντας περιθώριο για νέα σουηδική αντεπίθεση, η οποία σηματοδοτήθηκε από σημαντικές νίκες στο Βίττστοκ (1636) και ξανά στο Μπράιτενφελντ (1642). Το 1643-1645 η Σουηδία συγκρούστηκε εκ νέου με τη Δανία, η οποία είχε προσχωρήσει στην αυτοκρατορική παράταξη. Η προληπτική επίθεση των Σουηδών αιφνιδίασε τις δανικές δυνάμεις, με αποτέλεσμα την κατάληψη της ίδιας της χερσονήσου της Γιουτλάνδης. Η δανική πανωλεθρία οδήγησε στην απώλεια εδαφών στη Νορβηγία και τις νότιες σουηδικές ακτές, δίνοντας στη Στοκχόλμη ασφαλή έξοδο στη Βόρειο θάλασσα. Τα σουηδικά στρατεύματα επέστρεψαν στο νότο και το 1648 πολιόρκησαν την Πράγα, χωρίς επιτυχία. Ήταν η τελευταία σύγκρουση του Τριακονταετούς Πολέμου.
Η ειρήνη της Βεστφαλίας που ακολούθησε έβαλε τέλος στην αυτοκρατορική τάξη πραγμάτων και έθεσε τις σύγχρονες αρχές διεθνούς δικαίου περί κρατικής κυριαρχίας. Η Αγία Ρωμαϊκή αυτοκρατορία έπαυσε να είναι ενιαία δύναμη, ο προτεσταντισμός προστατεύθηκε και η παπική επιρροή δέχθηκε μεγάλο πλήγμα. Η Σουηδία έλαβε αποζημίωση 5 εκατομμυρίων ασημένιων ταλήρων και εδαφικά προγεφυρώματα στην Πομερανία, τη Βρέμη και το Βέρντεν. Απέκτησε ακόμη και έδρα στην Δίαιτα, το συμβούλιο που εξέλεγε τον αυτοκράτορα. Ο πόλεμος καθιέρωσε τη Σουηδία ως κυρίαρχο της Σκανδιναβίας και της Βαλτικής και πανευρωπαϊκή δύναμη πρώτης τάξεως.
Την περίοδο μετά το θάνατο του Γουσταύου Αδόλφου τη Σουηδία κυβερνούσε ο ικανός καγκελάριος Άξελ Οξενστιέρνα, ενώ η Χριστίνα μεγάλωνε. Η μικρή βασίλισσα αποδείχθηκε μία από τις γοητευτικότερες προσωπικότητες της νεότερης ευρωπαϊκής ιστορίας. Η «Αθηνά του Βορρά» εξελίχθηκε σε μία φιλομαθή βασίλισσα, η οποία έμεινε γνωστή για το ενδιαφέρον της προς τη φιλοσοφία και τις καλές τέχνες. Στην αυλή της φιλοξένησε τον Ολλανδό φιλόσοφο Ούγο Γκρότιους και το Γάλλο επιστήμονα Καρτέσιο. Στα δεκαοκτώ της (1644) ανέλαβε προσωπικά τη διακυβέρνηση, και παρ’ ότι αφοσιωμένη στα καθήκοντα της υπήρξε κακή διαχειρίστρια των οικονομικών, οδηγώντας το σουηδικό κράτος στο χείλος της χρεωκοπίας. Η πεισματική άρνηση της να παντρευτεί και η συμπάθεια της στον Καθολικισμό την κατέστησε αντιδημοφιλή, κάτι που οδήγησε εν τέλει στην παραίτηση της από το θρόνο το 1654. Η Χριστίνα εγκατέλειψε το βασίλειο της και πέρασε τη ζωή της ταξιδεύοντας, φιλοξενούμενη παπών και Γάλλων βασιλέων.
Το σουηδικό θρόνο ανέλαβε τότε ο εξάδελφος της Χριστίνας, Κάρολος Ι’ Γουσταύος. Κατά τη διάρκεια της σύντομης βασιλείας του ο Κάρολος σταθεροποίησε τα οικονομικά της χώρας, την ενέπλεξε όμως σε έναν μεγάλο πόλεμο με την Πολωνία. Το 1655 βρήκε το σουηδικό στρατό να πετυχαίνει τον ένα θρίαμβο μετά τον άλλο, καταλαμβάνοντας τη Βαρσοβία και την Κρακοβία. Ο βασιλιάς Ιωάννης Β’ τράπηκε σε φυγή, όμως αντιμέτωποι με διαρκή ανταρτοπόλεμο οι Σουηδοί δεν μπόρεσαν να σταθεροποιήσουν την παρουσία τους. Οι Πολωνοί συμμάχησαν με τη Δανία και υπέγραψαν ανακωχή με τη Ρωσία, η οποία εισέβαλε στη σουηδική Λιβονία. Με το στρατό του να φθείρεται από το συνεχή πόλεμο, ο Κάρολος αποσύρθηκε προς βορράν. Το 1657 εισέβαλε στη Δανία από τις γερμανικές του κτήσεις, καταλαμβάνοντας εύκολα τη Γιουτλάνδη και, περνώντας το στρατό του πάνω από την παγωμένη θάλασσα, πολιόρκησε την Κοπεγχάγη. Όταν το 1660 ο Κάρολος πέθανε αναπάντεχα από πνευμονία, τα μέτωπα της ανατολικής Βαλτικής, στην Πολωνία και τη Λιβονίας είχαν οδηγηθεί σε τέλμα. Η αντιβασιλεία που ανέλαβε να επιτροπεύει τον ανήλικο γιο του Κάρολο ΙΑ’, έκλεισε βιαστικά ειρήνη με όλες τις εμπλεκόμενες δυνάμεις. Η συνθήκη της Ολίβα αναγνώρισε τη σουηδική κυριαρχία στη Λιβονία και τη Σκάνια.
Ο Κάρολος ΙΑ’ ξεκίνησε τη βασιλεία του με κακούς οιωνούς, αφού ήταν όχι μόνο ανεπίδεκτος κάθε εκπαιδεύσεως και κοινωνικά ανασφαλής, αλλά και πλήρως εξαρτημένος από την αντιβασίλισσα μητέρα του για οποιαδήποτε πολιτική απόφαση. Με την ενηλικίωση του όμως έδειξε σημαντικές πολιτικές και στρατιωτικές ικανότητες. Το 1675, στη σύγκρουση Γαλλίας και Ολλανδίας, η Σουηδία υποστήριξε την πρώτη και η Δανία τη δεύτερη. Αυτό οδήγησε για πολλοστή φορά σε σύγκρουση, με το βασιλιά Χριστιανό Ε’ να αποβιβάζεται στη Σκάνια. Οι δανικές προσπάθειες ανάκτησης αυτής της επαρχίας συνετρίβησαν από το νεαρό Κάρολο, όμως η Σουηδία υπέστη δεινές ήττες στη θάλασσα και τη Γερμανία, όπου οι Βραδεμβούργιοι κατέλαβαν τα εκεί εδάφη της. Η λήξη του πολέμου με γαλλική επικράτηση έσωσε τη Σουηδία από τυχόν απώλεια κτήσεων, αφού βάσει της ειρήνευσης όλες της επεστράφησαν (1679). Μετά τον πόλεμο ο Κάρολος αφοσιώθηκε στην εσωτερική διακυβέρνηση, χαρίζοντας στη Σουηδία μία πολυπόθητη εικοσαετία ειρήνης. Για τη λοιπή του βασιλεία επικεντρώθηκε στην αναδιοργάνωση του στρατού και της διοίκησης, την ενσωμάτωση και εκ-σουηδισμό των κατειλημμένων περιοχών, την αναβάθμιση του μορφωτικού και θρησκευτικού επιπέδου του λαού και την πολιτική μεταρρύθμιση προς ένα πιο συγκεντρωτικό υπόδειγμα βασιλικής εξουσίας. Το στρατιωτικό του πρόγραμμα είναι το πιο αξιοσημείωτο, η ορθότητα του όμως θα αποδεικνυόταν μετά θάνατον. Αυτός έλαβε χώρα το 1697, σε ηλικία 41 ετών.
Ο Κάρολος ΙΒ’ και ο Μεγάλος Βόρειος Πόλεμος
Τον εκλιπόντα βασιλιά διαδέχθηκε ο 15χρονος γιος του, Κάρολος ΙΒ’. Ο έφηβος μονάρχης από νωρίς αφοσιώθηκε στα καθήκοντα του. Ασκητικός, ολιγαρκής, ευλαβώς θρησκευόμενος και φανατικός της στρατιωτικής ζωής, ο Κάρολος έδειξε σε όλη του τη βασιλεία πλήρη αδιαφορία για κάθε είδος απόλαυσης, με μόνη του έγνοια τον πόλεμο και την πολιτική. Είχε μαθητεύσει στενά στις στρατιωτικές μεταρρυθμίσεις του πατέρα του και διέθετε έναν εξαιρετικό τακτικό νου. Όπως ο Φίλιππος της Μακεδονίας έπλασε τη φάλαγγα με την οποία ο Αλέξανδρος κατέκτησε την οικουμένη, έτσι το στράτευμα του Καρόλου ΙΑ’ δόθηκε στο γιο του για να οδηγήσει στη Σουηδία στον κολοφώνα της ισχύος της, αλλά και την τελική καταστροφή.
Οι αδιάκοποι πόλεμοι της Βαλτικής είχαν φέρει τη Σουηδία αντιμέτωπη με όλες τις περιφερειακές δυνάμεις, καθώς η επέκταση της τοποθετούσε τις κτήσεις της βαθιά στο ζωτικό χώρο πολλών βασιλείων. Η Δανία, η Πολωνία-Σαξονία (τότε σε δυναστική ένωση) και η Ρωσία ήρθαν σε συνεννόηση με στόχο την εκπαραθύρωση των Σουηδών από τα παλαιά εδάφη τους. Ειδικά η τελευταία, υπό την ηγεσία του τσάρου Πέτρου του Μέγα, ανέπτυσσε όλο και μεγαλύτερες φιλοδοξίες για την ανάδειξη της σε πρώτου μεγέθους ευρωπαϊκή δύναμη. Η άνοδος στο θρόνο της Στοκχόλμης ενός απείρου νεαρού φάνταζε η ιδανική ευκαιρία για αντεπίθεση. Έτσι, το Φεβρουάριο του 1700 ο βασιλιάς Αύγουστος Β’ της Πολωνίας διέταξε εισβολή στη Λιβονία, ενώ έναν μήνα αργότερα οι Δανοί επιτέθηκαν στο δουκάτο του Χόλσταϊν, σύμμαχο των Σουηδών στη βάση της Γιουτλάνδης. Ο Κάρολος ανέλαβε να αντιμετωπίσει τους αντιπάλους του έναν προς έναν, συγκεντρώνοντας τις δυνάμεις του και αποφεύγοντας την πολυδιάσπαση που θα καθιστούσε αδύνατη τη διεξαγωγή μεγάλων εκστρατειών. Με τη συνεργασία του βρετανικού και του ολλανδικού στόλου οι Σουηδοί απέκλεισαν τη Δανία, κανονιοβόλησαν την Κοπεγχάγη και αποβίβασαν στρατεύματα στα νησιά της. Τον Αύγουστο η Δανία αποσύρθηκε από τον πόλεμο, συνάπτοντας τη συνθήκη του Τράβενταλ.
Ήταν η ιδανική συγκυρία καθώς τον Οκτώβριο του 1700 οι Ρώσοι μπήκαν και εκείνοι στη σύγκρουση, εισβάλοντας στην Ίνγκρια και πολιορκώντας την πόλη Νάρβα, στα σύνορα με την Εσθονία. Ο Κάρολος συγκέντρωσε τις δυνάμεις του και μετέβη στην περιοχή αμέσως. Στις 19 Νοεμβρίου 10.000 Σουηδοί στρατιώτες με 37 τηλεβόλα έφθασαν να λύσουν την πολιορκία, βρίσκοντας εμπρός τους έναν τετραπλάσιο ρωσικό στρατό με πενταπλάσιο πυροβολικό. Παρά το αριθμητικό πλεονέκτημα τους, οι Ρώσοι υπέστησαν πανωλεθρία. Υπό την κάλυψη μίας σφοδρής χιονοθύελλας, οι Σουηδοί επιτέθηκαν με σφοδρότητα στη ρωσική παράταξη και τη διέσπασαν. Η διαφορά στην εκπαίδευση και τις τακτικές ήταν προφανής: ο ρωσικός στρατός υποχώρησε πανικόβλητα, ενώ εκατοντάδες πέθαναν όταν η γέφυρα του ποταμού Ναρόβα κατέρρευσε υπό το βάρος τους. Για τις χιλιάδες νεκρών Ρώσων, οι Σουηδοί θα μετρούσαν λίγες εκατοντάδες απώλειες. Το σύνολο σχεδόν του ρωσικού οπλοστασίου έμεινε λάφυρο στα χέρια του Καρόλου. Η πολωνική απειλή όμως δεν επέτρεψε στον Κάρολο να καταφέρει το τελειωτικό κτύπημα στη Ρωσία.
Οι Πολωνοί προσπάθησαν με νομικά τεχνάσματα να αποφύγουν τον πόλεμο: ο Αύγουστος είχε κηρύξει πόλεμο ως εκλέκτορας της Σαξωνίας, άρα η Πολωνο-λιθουανική κοινοπολιτεία ήταν τυπικώς ουδέτερη. Αδιαφορώντας για κάθε διαπραγμάτευση, ο Κάρολος διέσχισε δια της βίας τον ποταμό Ντούνα και έλυσε την πολιορκία της Ρίγα (9 Ιουλίου 1701), διασκορπίζοντας τις σαξονικές, πολωνικές και ρωσικές δυνάμεις. Το 1702 οι Πολωνοί ηττήθηκαν ξανά στο Κλίσοβ, όταν οι Σουηδοί διέλυσαν τον διπλάσιο και οχυρωμένο στρατό τους. Όπως είχε κάνει ο παππούς του, ο Κάρολος προέλασε στα πολωνικά εδάφη, αναγκάζοντας το πολωνικό κοινοβούλιο να εκθρονίσει τον Αύγουστο. Με την αντικατάσταση του από ένα σουηδικό ανδρείκελο, τον Στανισλάβο Α’ (1704), ο Αύγουστος υποχώρησε στη Σαξονία, από όπου και συνέχισε τον πόλεμο. Η αποφασιστική μάχη μεταξύ Σαξόνων και Σουηδών δόθηκε στο Φράουσταντ της δυτικής Πολωνίας, στις 2 Φεβρουαρίου 1706. Η συνασπισμένη σαξονική και ρωσική στρατιά είχε ξανά το αριθμητικό πλεονέκτημα, αλλά οι Σουηδοί παρέτασσαν πολύ μεγάλη δύναμη ιππικού. Εκμεταλλευόμενος αυτήν την ευελιξία, ο στρατηγός Ρένσκιελντ διέταξε επέλαση και από τις δύο πλευρές, η οποία γρήγορα ανέτρεψε τις σαξονικές θέσεις. Μόλις αντιλήφθηκαν πως στην αριστερή πτέρυγα βρίσκονταν και Ρώσοι (οι οποίοι είχαν φορέσει τις στολές τους ανάποδα, για να φαίνεται το κόκκινο ύφασμα της Σαξονίας κι όχι το δικό τους πράσινο), οι Σουηδοί επικέντρωσαν τις προσπάθειες τους εκεί. Η δεξιά πτέρυγα των Σαξώνων άντεξε επανειλημμένα τις σουηδικές εφόδους, η κατάρρευση όμως της αριστερής απελευθέρωσε το σουηδικό ιππικό που τους κτύπησε από τα νώτα. Περικυκλωμένοι και βαλλόμενοι πανταχόθεν, οι Σάξονες παραδόθηκαν. Ο «Παρμενίων του Βορρά» (ως στρατηγός του Καρόλου-«Αλεξάνδρου») είχε κερδίσει τις «σουηδικές Κάννες». Μετρώντας 7.000 νεκρούς και ισαρίθμους αιχμαλώτους, η Σαξονία ήταν πρακτικά εκτός μάχης. Ακολούθησε η εκτέλεση 500 Ρώσων αιχμαλώτων, καθώς η απόκρυψη της ταυτότητας τους θεωρήθηκε πως παραβίαζε το εθιμικό δίκαιο του πολέμου. Οι Σάξονες αιχμάλωτοι αντιθέτως οδηγήθηκαν στη Σουηδία και ο Κάρολος τους ενσωμάτωσε στο στρατό του. Ο Αύγουστος, που μάταια προσπάθησε να προλάβει να εμπλακεί στη μάχη με το ιππικό του, παραιτήθηκε από τον πολωνικό θρόνο και απέσυρε τη Σαξονία από τον πόλεμο.
Πλέον ο Κάρολος μπορούσε να επικεντρωθεί στη Ρωσία. Ο Μέγας Πέτρος εκμεταλλεύτηκε τις πολωνικές και σαξονικές εκστρατείες του Καρόλου για να αναδιοργανωθεί ύστερα από την ήττα του και να αντεπιτεθεί. Το 1703-4 μία σειρά επιθέσεων οδήγησαν στην κατάληψη της Ίνγκρια και την οχύρωση της όχθης του ποταμού Νέβα. Εκεί, στο μυχό του Φιννικού κόλπου, ο τσάρος ίδρυσε την Αγία Πετρούπολη, η οποία έμελε να είναι η νέα πρωτεύουσα της Ρωσικής αυτοκρατορίας. Μία σειρά από σουηδικές αντεπιθέσεις απέτυχε να αναστρέψει το ρου τον επιχειρήσεων, πείθοντας τον Κάρολο πως μόνο αν αναλάμβανε προσωπικά μία μεγάλη εκστρατεία κατά των Ρώσων θα λύγιζε τον Πέτρο. Ο τελευταίος προσπάθησε να διαπραγματευτεί προσφέροντας πίσω τα περισσότερα εδάφη που είχε καταλάβει, ο Κάρολος όμως αρνήθηκε. «Έχω αποφασίσει να μην ξεκινήσω ποτέ άδικο πόλεμο, αλλά και να μην τελειώσω ποτέ έναν δίκαιο χωρίς να έχω νικήσει τους εχθρούς μου», συνήθιζε να λέει. Γεμάτος αυτοπεποίθηση διέβη το Βιστούλα την Πρωτοχρονιά του 1708. Σε κλίμα ιεροπολεμικού ενθουσιασμού, 40.000 Σουηδοί ακολούθησαν το βασιλιά τους, δίχως να γνωρίζουν τη ζοφερή τους μοίρα.
Η εκστρατεία στη Ρωσία και το τέλος της αυτοκρατορίας
Όπως όλοι όσοι προηγήθηκαν και όλοι όσοι θα ακολουθούσαν, οι Σουηδοί εισβολείς είχαν να αντιμετωπίσουν τις φυσικές άμυνες της Ρωσίας. Οι αποστάσεις, το κρύο και η έλλειψη οδικού δικτύου έκαναν την προέλαση του Καρόλου αργή και δύσκολη. Ο Πέτρος ακολούθησε τακτική καμένης γης, προσπαθώντας να στερήσει από τον αντίπαλο κάθε είδος εφοδίων, ενώ ο στρατός του αρνείτο να δώσει ανοικτή μάχη. Οι Σουηδοί προσπάθησαν να εκμεταλλευτούν τις εξεγέρσεις των Κοζάκων που τότε ταλάνιζαν τη Ρωσία, συμμαχώντας με τον αταμάνο της Ουκρανίας, Ιβάν Μαζέπα. Ύστερα από πρόσκαιρη καθήλωση λόγω των δυσμενών καιρικών συνθηκών, τον Ιούλιο του 1708 οι Σουηδοί συνέχισαν την πορεία τους προς ανατολάς, νικώντας τους Ρώσους στη μάχη του Χολόφζιν (σημερινή Λευκορωσία). Ο Κάρολος έφθασε μέχρι το Δνείπερο και προσπάθησε να ενώσει τις δυνάμεις του με τους Ουκρανούς Κοζάκους, ενώ περίμενε ταυτοχρόνως ενισχύσεις από την Βαλτική. Στις αρχές Οκτωβρίου νέες σουηδικές δυνάμεις ήρθαν να ενταχθούν στο στρατό του Καρόλου, όμως η αστραπιαία ρωσική αντίδραση ισοπέδωσε την πρωτεύουσα του Μαζέπα, Μπατούριν, και διέλυσε το μεγαλύτερο τμήμα του στρατού του.
Ο χειμώνας του 1708-1709 ήταν από τις πιο σκληρούς στην ευρωπαϊκή ιστορία. Χωρίς τα απαραίτητα καταλύματα και προετοιμασία, χιλιάδες Σουηδοί στρατιώτες πέθαναν από κρυοπαγήματα, υποθερμία και ασθένειες. Σε μία περίπτωση, δύο χιλιάδες άνθρωποι πάγωσαν μέσα σε μία νύχτα. Όταν ήρθε η άνοιξη, ο Κάρολος είχε μείνει με έναν καταπονημένο και πεινασμένο στρατό 24.000 ανδρών (13.000 ιππείς, 11.000 πεζοί). Μαζί με μερικές χιλιάδες Πολωνούς και Κοζάκους ιππείς ο Σουηδός βασιλιάς επανέλαβε την προσπάθεια του να κινηθεί ανατολικά. Στις 2 Μαΐου πολιόρκησε το οχυρό της Πολτάβα, στον ποταμό Βόρσκλα της κεντρικής Ουκρανίας. Νιώθοντας αρκετά σίγουρος για να αντιμετωπίσει το νεαρό στρατηλάτη σε μάχη παρατάξεως, ο τσάρος Πέτρος οδήγησε 80.000 στρατιώτες για να λύσει την πολιορκία. Έφθασε στην περιοχή στις αρχές Ιουνίου και ξεκίνησε αμέσως να κατασκευάζει ένα σύστημα οχυρώσεων. Στις 20 του μηνός και ενώ παρακολουθούσε τα ρωσικά έργα, ο Κάρολος πληγώθηκε στο πόδι από αδέσποτη σφαίρα. Το τραύμα δεν προκάλεσε μόνιμη βλάβη, όμως ο πόνος ήταν τόσο οξύς που ο βασιλιάς δεν μπορούσε να βαδίσει ή να ιππεύσει. Αδυνατώντας να διευθύνει το στρατό του, παρέδωσε τη διοίκηση στον Ρένσκιελντ. Θεωρώντας πώς το να αφεθεί η πρωτοβουλία των κινήσεων στον υπέρτερο ρωσικό στρατό ισοδυναμούσε με αυτοκτονία, η σουηδική ηγεσία αποφάσισε να επιτεθεί πρώτη. Παρ’ ότι το πλεονέκτημα του αιφνιδιασμού χάθηκε γρήγορα και οι Ρώσοι σήμαναν συναγερμό, οι σουηδικές φάλαγγες κινήθηκαν προς τα ρωσικά οχυρωματικά έργα το ξημέρωμα της 27ης Ιουνίου. Οι πρώτες έφοδοι οδήγησαν στην κατάληψη αρκετών εχθρικών θέσεων, όμως η έλλειψη πυροβολικού και η αριθμητική διαφορά έκαναν εμφανές πως η πρόοδος αυτή δε μπορούσε να συνεχιστεί. Η σφοδρή ρωσική άμυνα έδωσε χρόνο στον Πέτρο να ρίξει και άλλες δυνάμεις στον αγώνα. Το σουηδικό πεζικό περικυκλώθηκε, ενώ οι απελπισμένες επιθέσεις του ιππικού τους αντιμετωπίστηκαν από τους σχηματισμούς τετραγώνου των Ρώσων. Με το σουηδικό μέτωπο να αδυνατίζει και να υποχωρεί, ο Πέτρος έριξε στη μάχη το ιππικό του, τρέποντας του Σουηδού σε φυγή. Ο Κάρολος μόλις που μπόρεσε να δραπετεύσει, ενώ όλος σχεδόν ο στρατός του αιχμαλωτίστηκε ή σφαγιάστηκε από τους Κοζάκους και Καλμούκους ιππείς των Ρώσων.
Με τους 1.500 εναπομείναντες στρατιώτες του, ο Κάρολος κατευθύνθηκε προς το νότο και πέρασε τα οθωμανικά σύνορα στη Μολδαβία. Ο τσάρος απαίτησε από τους Τούρκους να του παραδώσουν το Σουηδό βασιλιά. Η άρνηση τους πυροδότησε έναν σύντομο πόλεμο (1710-1711), κατά τον οποίο οι οθωμανικές δυνάμεις απέκρουσαν τη ρωσική προέλαση. Η γρήγορη ειρήνευση (πιθανώς μετά από ρωσική δωροδοκία της οθωμανικής ηγεσίας) απογοήτευσε τον Κάρολο, ο οποίος ξεκίνησε να συνωμοτεί με Οθωμανούς αξιωματούχους, σκοπεύοντας να προκαλέσει νέο πόλεμο. Οι δολοπλοκίες του δυσαρέστησαν το σουλτάνο Αχμέτ Γ’, ο οποίος τον έθεσε σε κατ’ οίκον περιορισμό στο Διδυμότειχο και ύστερα στην Κωνσταντινούπολη. Εν τω μεταξύ οι αντίπαλοι της Σουηδίας εκμεταλλεύτηκαν την καταστροφή του στρατού στην Πολτάβα και την απουσία του Καρόλου για να επιτεθούν ομαδικά εναντίον της. Ο Αύγουστος επανήλθε στον πολωνικό θρόνο, η Δανία επέστρεψε στον πόλεμο και στον αντισουηδικό συνασπισμό εισήλθε η Πρωσία-Βρανδεμβούργο και η Μεγάλη Βρετανία με το Ανόβερο (οι δύο τελευταίες σε δυναστική ένωση). Οι διεσπαρμένες σουηδικές δυνάμεις δεν μπόρεσαν να απωθήσουν τη ρωσική διείσδυση στη Φινλανδία, κάτι που οδήγησε στην πλήρη κατάληψη της. Από τις φιννικές ακτές τα ρωσικά πλοία επέδραμαν την κυρίως ειπείν Σουηδία, φθάνοντας στο σημείο να απειλήσουν τη Στοκχόλμη. Ύστερα από πέντε έτη διαμονής στην Οθωμανική αυτοκρατορία, το 1714 στον Κάρολο επετράπη να γυρίσει στην πατρίδα του. Διασχίζοντας έφιππος όλη την Ευρώπη μέσα σε 15 ημέρες, έφθασε στην σουηδική Πομερανία και πέρασε απέναντι, ξαναπαίρνοντας τον έλεγχο του βασιλείου του. Κρίνοντας πως η Δανία αποτελούσε την πιο άμεση απειλή για τα σουηδικά μητροπολιτικά εδάφη, το Νοέμβριο του 1716 εισέβαλε στις νορβηγικές της κτήσεις. Παρ’ ότι οι Σουηδοί κατέλαβαν τη Χριστιανία (το σημερινό Όσλο, πρωτεύουσα της Νορβηγίας) δεν μπόρεσαν να εκπορθήσουν το οχυρό του Φρέντρικστεν. Ισχυρές απώλειες αλλά και η καταστροφή του σουηδικού στόλου εξώθησαν τον Κάρολο σε υποχώρηση. Επανήλθε δύο χρόνια μετά για να πολιορκήσει το ίδιο οχυρό. Ήταν το τέλος: κατά τη διάρκεια της μάχης ο Κάρολος σκοτώθηκε από πυρά ελευθέρου σκοπευτή. Η φάλαγγα που μετέφερε το σώμα του πίσω στη Στοκχόλμη έπεσε σε σφοδρή χιονοθύελλα, από την οποία ελάχιστοι επιβίωσαν.
Το θάνατο του Καρόλου ακολούθησε αναταραχή, καθώς το θρόνο διεκδικούσαν η αδελφή του Ουλρίκα Ελεονόρα και ο ανεψιός του Κάρολος Φρειδερίκος. Στη διαμάχη επικράτησε η πρώτη, με το σύζυγο της Φρειδερίκο να στέφεται το 1720 βασιλιάς της Σουηδίας. Στο διάστημα αυτό η Σουηδία μπόρεσε να εκμεταλλευτεί τη διχόνοια μεταξύ των εχθρών της για να συνάψει διακριτές συνθήκες ειρήνης με κάθε έναν από αυτούς. Το Ανόβερο και η Πρωσία κατέλαβαν το μεγαλύτερο μέρος των γερμανικών κτήσεων της Σουηδίας, ενώ η Δανία το βόρειο Χόλσταϊν. Για άλλη μία φορά η Σουηδία επωφελήθηκε από τη γαλλική διπλωματική στήριξη. Η Ρωσία και η Πολωνία συνέχισαν να μάχονται ως το 1721, οπότε και ο Μεγάλος Βόρειος πόλεμος έφθασε στο τέλος του. Στη Σουηδία επεστράφη η Φινλανδία, αλλά οι βαλτικές χώρες, η Ίνγκρια και η Καρέλια πέρασαν στα χέρια των Ρώσων.
Επίλογος
Η ήττα της Πολτάβα σφράγισε την άνοδο της Ρωσίας και το τέλος της Σουηδικής αυτοκρατορίας. Για έναν περίπου αιώνα το σκανδιναβικό βασίλειο είχε αιφνιδιάσει τη Γηραιά Ήπειρο με τον αποτελεσματικό στρατό του, επεκτεινόμενο από τα πάτρια εδάφη του σε όλες τις παρακείμενες ακτές. Έχει ασκηθεί σφοδρή κριτική στον Κάρολο για την εμμονή του με τον πόλεμο και τα στρατηγικά του λάθη, πως αυτά καταδίκασαν τη Σουηδία στη συντριβή. Υπό μία έννοια όμως, η Σουηδία ήταν καταδικασμένη. Στα εκατό χρόνια της μεγάλης ισχύος της η χώρα γνώρισε πολύ μικρά διαλείμματα ειρήνης, τα οποία θα ήταν απαραίτητα για να εδραιωθεί η σουηδική ηγεμονία και πολιτισμός στις αυτοκρατορικές της κτήσεις, να σταθεροποιηθεί η οικονομία και να δοθεί χρόνος στην κοινωνία να ανακάμψει από τις απώλειες. Η Σουηδία ήταν περιτριγυρισμένη από εχθρούς, οι περισσότεροι εκ των οποίων είχαν πολύ μεγαλύτερο πληθυσμό και οικονομικό μέγεθος, με ότι αυτό συνεπάγεται για έναν μακροπρόθεσμο πόλεμο. Όσους θριάμβους και εάν πετύχαιναν τα σουηδικά όπλα, τα κεκτημένα έπρεπε να διασφαλιστούν ξανά και ξανά με αίμα. Ήταν σχεδόν προδιαγεγραμμένο πως κάποια στιγμή η αυτοκρατορία θα υπέκυπτε,.
Το 18ο αιώνα η Σουηδία μπήκε σε μία διαδικασία παρακμής. Η απώλεια των βαλτικών κτήσεων ήταν κάτι που η Στοκχόλμη θα έφερε βαρέως, οδηγώντας σε ακόμη δύο αποτυχημένους πολέμους με τη Ρωσία (1741-1743, 1788-1790). Η εμπλοκή της Σουηδίας στους Ναπολεοντείους πολέμους έληξε καταστροφικά, με την παράδοση της Φινλανδίας στη Ρωσία (1809). Έχοντας περιοριστεί στα σύγχρονα της σύνορα και μένοντας δραματικά πίσω σε σχέση με τις άλλες ευρωπαϊκές δυνάμεις, η Σουηδία δεν θα πολεμούσε ποτέ ξανά. Αποφεύγοντας τη δίνη δύο παγκοσμίων πολέμων και ούσα ακόμη και σήμερα επιφυλακτική σε στρατιωτικές συμμαχίες, η Σουηδία έχει προχωρήσει πολύ μακριά από τον αυτοκρατορικό, πολεμικό και θρησκευτικά φορτισμένο εαυτό της. Οι ιστορίες του σουηδικού ιμπεριαλισμού διατηρούνται στο ζήλο με τον οποίο οι (συγγενείς με τους Δανούς) κάτοικοι της Σκάνια ακόμη αντιστέκονται στην πολιτιστική αφομοίωση και στους ρωσικούς θρύλους για το πώς η θαυματουργή εικόνα της Οδηγήτριας έσωσε το Τιχβίν από τους Λουθηρανούς εισβολείς. Η κληρονομιά της «Εποχής της Μεγάλης Δύναμης» όμως επιβιώνει στην ευγνωμοσύνη των Γερμανών Λουθηρανών για το Γουσταύο Αδόλφο, τη νοσταλγία των Εσθονών για τη «χρυσή σουηδική εποχή» πριν τη σκληρή ρωσική κατάκτηση και το μνημείο των νεκρών της Πολτάβα στη Στοκχόλμη, αφιερωμένο «στους πεσόντες γιους της πατρίδας».
Πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Στρατιωτική Ιστορία