Του Γιώργου Ν. Παπαθανασόπουλου
Ο Σεβ. Μητροπολίτης Ναυπάκτου κ. Ιερόθεος δημοσίευσε στο τεύχος 285 (Απριλίου 2020) της «Παρέμβασης», μηνιαίας έκδοσης της Μητροπόλεως την οποία διαποιμαίνει, πλήρη ενημέρωση επί των όσων έπραξε ως « ο μόνος εκπρόσωπος της Εκκλησίας της Ελλάδος στα Μέσα Γενικής Ενημέρωσης (ΜΓΕ)».
Μεταξύ αυτών είναι και η παρεξήγηση που προκάλεσε σε μέρος των ΜΓΕ μιλώντας σε τηλεοπτικό κανάλι για τις σχέσεις Εκκλησίας και Πολιτείας, με βάση τις κατά τον Γερμανό κοινωνιολόγο Μαξ Βέμπερ τρεις μορφές εξουσίας, μία από τις οποίες, κατά την άποψή του, είναι η Εκκλησία.
Αναφερόμενος στις τρεις αυτές μορφές εξουσίας γράφει στο πρωτοσέλιδο άρθρο του, που συνεχίζεται στις σελίδες 12 και 13: «Η νόμιμη ή γραφειοκρατική εξουσία δεν πρέπει να αγνοή την παραδοσιακή (ήθη και
έθιμα) εξουσία και την χαρισματική (ανθρώπους με κύρος στην ειδικότητά τους) εξουσία….Σε μια ευνομούμενη Πολιτεία πρέπει να υπάρχη συνεργασία όλων….Έτσι ανέφερα (στα ΜΓΕ) ότι κατά τον Μαξ Βέμπερ πρέπει να συνεργάζονται στενά όλοι οι φορείς της κοινωνίας, για να μην υπάρξη δυσαρμονία στην κοινωνία μεταξύ Κράτους, πολιτών και χαρισματούχων, εννοώντας τους ειδικούς επιστήμονες, την Εκκλησία κ.ά. και μέσα στα πλαίσια αυτά χρησιμοποίησα τη λέξη εκτροπή από την μη καλή συνεργασία…».
Επειδή η λέξη «εκτροπή» που ανέφερε προκάλεσε αντιδράσεις γράφει στο άρθρο του την έννοια της «εκτροπής» κατά το Λεξικό των Lidell – Scott και αυτό του Δημητράκου και προσθέτει: «Μερικοί όμως, προφανώς από ταχύτητα, χωρίς να κατανοήσουν το όλο σκεπτικό μου και χωρίς να με ρωτήσουν τι ακριβώς εννοούσα με αυτήν την φράση, εξέφρασαν την δυσαρέσκειά τους. Βέβαια σε άλλες συνεντεύξεις μου την ίδια εκείνη ημέρα και στον ίδιο τηλεοπτικό σταθμό και σε άλλους μου δόθηκε η ευκαιρία να εξηγήσω το νόημα και τις απόψεις του μεγάλου Γερμανού κοινωνιολόγου και το νόημα των δικών μου λόγων».
Το πρόβλημα, κατά την εκτίμηση μου, δεν ήταν τόσο στη λέξη «εκτροπή».
Μαθημένα τα ΜΓΕ στο να αποδίδει ο Σεβ. πιστά τα ανακοινωθέντα της ΔΙΣ, που ακολουθούσαν τις αποφάσεις της Κυβέρνησης, και να τα υποστηρίζει θερμά δυσαρεστήθηκαν όταν μίλησε για «εκτροπή» από την καλή συνεργασία Κράτους – Αρχιεπισκόπου και ΔΙΣ. Και σωστά ο Σεβ. με τις εξηγήσεις που έδωσε αποκατέστησε τα πράγματα. Το ουσιαστικό πρόβλημα είναι ότι ο Σεβ.
ανέμιξε λανθασμένα τον Μαξ Βέμπερ και τη θεωρία του στις σχέσεις της Πολιτείας με την Εκκλησία στην Ελλάδα. Αποτέλεσμα είναι πρώτον να φανεί ότι μετατρέπει την Ορθόδοξη Εκκλησία σε εξουσία και θεσμό κατά τα προτεσταντικά πρότυπα και δεύτερον να μιλήσει για «τρεις μορφές εξουσίας», μία από τις οποίες είναι, κατά την άποψή του, στην Ελλάδα η Εκκλησία. Πέραν αυτού πρόβλημα είναι και το ότι ο Σεβ. ανέφερε τις κατά Βέμπερ τρεις μορφές εξουσίας, όπως δεν τις γράφει ο ίδιος ο Γερμανός κοινωνιολόγος.
Το άρθρο του Σεβ. για τις τρεις μορφές εξουσίας κατά τον Μαξ Βέμπερ, στο οποίο αναφέρθηκα, οπωσδήποτε δεν βοηθάει τον αναγνώστη του να αντιληφθεί πού ο Βέμπερ τις αναφέρει και πώς. Στην αρχή ο Σεβ.
παραπέμπει σε κείμενό του, με τίτλο «Ο καπιταλισμός ως γέννημα της δυτικής μεταφυσικής κατά τον Μαξ Βέμπερ», το οποίο δημοσιεύθηκε στο βιβλίο του «Γέννημα και θρέμμα Ρωμηοί». Όπως γράφει μελέτησε επισταμένως το βιβλίο του Μαξ Βέμπερ «Η προτεσταντική ηθική και το πνεύμα του καπιταλισμού»… και προσπάθησε να καταλάβει το βαθύτερο νόημά του.
Σημειώνεται ότι στο βιβλίο του, στο οποία αναφέρεται, και στη σελίδα 127 ο Σεβ. γράφει: «Ίσως αποτελεί μεγάλο εγχείρημα η παρουσίαση των βασικών θέσεων του Max Weber σε μια μικρή μελέτη, όταν αυτός που το κάνει στερήται ειδικών γνώσεων. Ωστόσο όμως ο ίδιος ο Μαξ Βέμπερ κάπου ισχυρίζεται ότι “όλες οι επιστήμες οφείλουν κάτι στους ερασιτέχνες, συχνά πάρα πολύ αξιόλογες απόψεις”». Στη σχετική παραπομπή προσδιορίζει το «κάπου»: «Σελ. 25 στο βιβλίο του Βέμπερ «Η προτεσταντική ηθική και το πνεύμα του καπιταλισμού”, Έκδ. Gutenberg». Πράγματι υπάρχει η φράση αυτή, αλλά ο Βέμπερ προσθέτει ένα «αλλά»: «Αλλά ο ντιλεντατισμός (ερασιτεχνισμός) σαν επιστημονική αρχή θα σήμαινε το τέλος της επιστήμης».
Ο αναγνώστης στη συνέχεια του άρθρου του Σεβ. διαβάζει απόσπασμα της εισαγωγής στο προαναφερθέν βιβλίο του Μαξ Βέμπερ του καθηγητού Βασίλη Φίλια, όπως και απόσπασμα από σχετικό βιβλίο του καθηγητού. Το κείμενο προχωρεί, αλλά για τις τρεις μορφές εξουσίας πρέπει να περιμένει ο αναγνώστης. Ο Σεβ. ξαναγυρίζει στο βιβλίο του «Γέννημα και θρέμμα Ρωμηοί» και αναφέρει τους τίτλους των επί μέρους ενοτήτων στο κεφάλαιο για τον Βέμπερ. Στη συνέχεια επισημαίνει πώς έκριναν τη σκέψη του Βέμπερ διάφοροι ειδικοί.
Μετά στο άρθρο του ο Σεβ. αναμιγνύει τον Χέγκελ, τον Μπάουερ, τον Μαρξ, τον Ένγκελς και καταλήγει στο συμπέρασμα: « Φαίνεται λοιπόν ότι το έργο του Μαξ Βέμπερ ήταν μια συνθετική έκφραση των ιδεολογικών ρευμάτων που προηγήθηκαν, ήτοι του Χέγκελ, του Μπάουερ και των Μαξ και Ένγκελς και μιας περαιτέρω επεξεργασίας τους». Καλά που ο Σεβ. έβαλε μπροστά από το συμπέρασμα του το «φαίνεται», γιατί αλλιώς θα ήταν μια ευθεία προσβολή προς τον Βέμπερ. Ο σημαντικός κοινωνιολόγος Ραϋμόν Αρόν γράφει για τη σχέση Βέμπερ και Μαρξ: «Όντας αντιμαρξιστής ως αστός, ο Βέμπερ επικαλέστηκε εναντίον του Μαρξ είτε το μοιραίο της γραφειοκρατίας είτε την δραστικότητα των θρησκευτικών πίστεων…» (Τόμος Β΄, Εκδ. «Γνώση», Αθήνα, 1984, σελ. 498-499). Καμία λοιπόν σχέση Βέμπερ και Μαρξ.
Ο αναγνώστης του άρθρου του Σεβ. μετά από χίλιες περίπου λέξεις φτάνει στο σημείο που έχει τίτλο «2. Οι τρεις μορφές εξουσίας» και φυσικά χαίρεται που, επί τέλους, θα διαβάσει για την ουσία του άρθρου, που επιγράφεται με τον ίδιο τίτλο. Απογοήτευση. Αντί να διαβάσει την άποψη του Βέμπερ διαβάζει την ανάλυση της σκέψης του από τον ομ. καθηγητή, συγγραφέα, ηθοποιό και πρ. υφυπουργό Παιδείας της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ Θεοδόση Πελεγρίνη, ο οποίος αναφέρεται στις τρεις μορφές εξουσίας, όπως ερμηνεύει τον Βέμπερ…
Η σύγχυση του αναγνώστη επιτείνεται διότι οι μορφές της εξουσίας δεν αναφέρονται στο βιβλίο, του Βέμπερ «Η προτεσταντική ηθική και το πνεύμα του καπιταλισμού», στο οποίο έχει κατ’ επανάληψη αναφερθεί στο άρθρο του ο Σεβ. Η σύγχυση επιτείνεται ακόμη περισσότερο γιατί ο Σεβ.
παραπέμπει στο άσχετο με την ουσία του άρθρου λήμμα για τον Βέμπερ στο Φιλοσοφικό Λεξικό του Cambridge… Ο Σεβ., χωρίς να το γράφει σαφώς, για τις τρεις μορφές εξουσίας αναφέρεται στο άλλο βιβλίο του Βέμπερ «Η πολιτική ως κάλεσμα και επάγγελμα» (Σημ. Πρόκειται για κείμενο διάλεξης, που έδωσε ο Βέμπερ στο Πανεπιστήμιο του Μονάχου τον Ιανουάριο του 1919, όταν μόλις είχε τελειώσει ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος με ηττημένη την πατρίδα του Γερμανία). Ο Σεβ. σημειώνει χωρίς παραπομπή: «Γράφοντας ο Μαξ Βέμπερ για την πολιτική ως επάγγελμα επισημαίνει ότι “οι επαγγελματίες πολιτικοί πρέπει να πράττουν σύμφωνα με μια ηθική της ευθύνης, που αφορά στις συνέπειες των πράξεών μας (sic) και όχι σύμφωνα με μια ηθική του φρονήματος που αφορά στις αφηρημένες αρχές των έσχατων σκοπών”».
Στο αναφερθέν βιβλίο του Βέμπερ για την πολιτικ(Εκδ. «Δώμα», Αθήνα, 2019» υπάρχει η εξής αναφορά στην «ηθική του φρονήματος και ηθική της ευθύνης» (Σελίς 88 κ.ε.): « Πρέπει να κατανοήσουμε ότι κάθε ηθικά προσανατολισμένη πράξη μπορεί να διέπεται μονάχα από δύο διαμετρικώς αντίθετα και ασυμφιλίωτα μεταξύ τους αξιώματα: μπορεί να καθοδηγείται είτε από την “ηθική του φρονήματος” είτε από την “ηθική της ευθύνης”.
Όχι βέβαια ότι η ηθική του φρονήματος ταυτίζεται με την άρνηση της ευθύνης και η ευθύνη και η ηθική της ευθύνης με την απουσία φρονήματος.
Σε καμία περίπτωση. Είναι όμως αβυσσαλέα η διαφορά του να πράττεις με οδηγό το αξίωμα της ηθικής του φρονήματος – για να το διατυπώσουμε θρησκευτικά: “Κάμε το καλό κι έχει ο Θεός” – απ’ ό, τι με οδηγό το αξίωμα της ηθικής της ευθύνης – που σημαίνει ότι είσαι υπόλογος για τις (προβλέψιμες) συνέπειες των πράξεών σου».
Η σύγχυση κορυφώνεται γιατί μετά από το χωρίς παραπομπή κείμενο ο Σεβ. επιστρέφει τον γραπτό του λόγο στο βιβλίο του Βέμπερ «(Η) Προτεσταντική ηθική και το πνεύμα του καπιταλισμού» και υπογραμμίζει ότι ο Γερμανός κοινωνιολόγος προειδοποιεί ότι «ο ρατσιοναλισμός (sic) αφυδατώνει τις πηγές τη αξίας και κατασκευάζει ένα “σιδερένιο κλουβί” μιας αυξάνουσας γραφειοκρατικοποίησης που έχει ως αποτέλεσμα την έλλειψη νοήματος και ελευθερίας στην κοινωνική ζωή». Στο πρωτότυπο κείμενο υπάρχει μια άλλη έκφραση: «Η μοίρα θέλησε ο ελαφρός μανδύας στους ώμους του άγιου – εκλεκτού του προτεσταντικού ασκητισμού να γίνει σιδερένιο κλουβί. Αφότου ο (προτεσταντικός) ασκητισμός καταπιάστηκε να ξαναπλάσει τον κόσμο και να επεξεργαστεί τα ιδεώδη του, τα υλικά αγαθά κέρδισαν μιαν αύξουσα και τελικά μιαν αδυσώπητη δύναμη πάνω στη ζωή των ανθρώπων, όσο σε καμιά άλλη προηγούμενη περίοδο της ιστορίας» (Αυτ. σελ. 158).
Από το σημείο αυτό του άρθρου έως το τέλος καταγράφονται σκέψεις του Σεβ. Ο αναγνώστης μένει με το παράπονο ότι διάβασε τις σκέψεις του και πολλών άλλων, αλλά το πώς περιγράφει ο ίδιος ο Βέμπερ τις τρεις μορφές εξουσίας δεν το έμαθε. Αντί για αυτό διαβάζει περί το τέλος του άρθρου και το όνομα «Μαρκούζε», καθώς, όπως γράφει ο Σεβ., «έχει υπ΄ όψη του τη σκέψη του Μαρκούζε, ο οποίος μιλούσε με άλλη αφορμή για τον “μονοδιάστατο άνθρωπο” και την “μονοδιάστατη κοινωνία” και κρίνει “τον αυτοματισμό και κομφορμισμό του τεχνολογικού ορθολογισμού, που οδηγεί σε μια αλλοτρίωση του σημερινού ανθρώπου, σε μια νοοτροπία καταναλωτού, σε μια υποταγή στο βιομηχανικό κατεστημένο”, σήμερα δε σε άλλα σύγχρονα κατεστημένα». Έκπληξη για τον αναγνώστη. Ο Σεβ. επικαλείται έναν διανοούμενο, του οποίου η σκέψη είναι επηρεασμένη από τους Μαρξ και Φρόιντ, που είναι υπέρ της επανάστασης κατά της αστικής δημοκρατίας, και που θεωρείται εκ των θεωρητικών της φοιτητικής και εργατικής εξέγερσης στη Γαλλία τον Μάιο του 1968. Στο βιβλίο του «Ο μονοδιάστατος άνθρωπος» (Στα ελληνικά από τις εκδ. Παπαζήση, Αθήνα, 1971), στο οποίο αναφέρεται ο Σεβ., ο Μαρκούζε μεταξύ άλλων, από μαρξιστική – επαναστατική θέση,
γράφει: «Πολιτική ελευθερία θα πρέπει να σημαίνει απελευθέρωση απ’ την πολιτική αυτή, που πάνω της τα άτομα δεν μπορούν να ασκήσουν ουσιαστικό έλεγχο. Πνευματική ελευθερία θα πρέπει να σημαίνει αποκατάσταση της ατομικής σκέψης, πνιγμένης σήμερα από τα μέσα μαζικής επικοινωνίας και θύμα της διαπαιδαγώγησης, θα πρέπει ακόμα να σημαίνει ότι θα πάψουν να υπάρχουν κατασκευαστές της “κοινής γνώμης”, κι ακόμη και κοινή γνώμη» (Σελ. 36).
Επειδή στο κείμενο του Σεβ., δεν αναφέρθηκε ποιες είναι οι κατά τον ίδιο τον Μαξ Βέμπερ τρεις μορφές εξουσίας, τις αντιγράφω από το βιβλίο του Γερμανού κοινωνιολόγου «Η πολιτική ως κάλεσμα και επάγγελμα» (Μετάφραση Κώστα Κουτσουρέλη):
«Οι εσωτερικοί λόγοι που δικαιολογούν, δηλαδή που νομιμοποιούν, μιαν εξουσία είναι κατ’ αρχήν τρεις.
Πρώτον η αυθεντία του «αιώνιου χθες», του εθίμου, που το καθαγιάζει μια εγκυρότητα που χάνεται στα βάθη του παρελθόντος και το συντηρεί η συνήθεια. Τέτοια είναι η “παραδοσιακή” εξουσία, όπως την ασκούσαν οι παλαιάς κοπής πατριάρχες και πατρογονικοί αφέντες.
Δεύτερον, η αυθεντία της σπάνιας προσωπικής δωρεάς, του χαρίσματος, εκείνη η εντελώς προσωπική αφοσίωση και πίστη στις αποκεκαλυμμένες αλήθειες, στις ηρωικές πράξεις, ή σε άλλες ηγετικές ιδιότητες ενός ατόμου. Τέτοια είναι η χαρισματική εξουσία, που άσκησαν οι προφήτες ή – στο πολιτικό πεδίο – ο κεχρισμένος πολέμαρχος, ο ηγεμόνας που στηρίζεται στη λαϊκή βούληση, ο μεγάλος δημαγωγός και ο πολιτικός κομματικός αρχηγός.
Τέλος, έχουμε την εξουσία που θεμελιώνεται στη “νομιμότητα”, στην πίστη στην εγκυρότητα του θετού δικαίου και στην καθ’ ύλην “αρμοδιότητα” που θεσπίζουν οι ορθολογικά τεθειμένοι κανόνες: με άλλα λόγια, η εξουσία που θεμελιώνεται στην υπάκουη εκπλήρωση από τους εξουσιαζόμενους των νενομισμένων καθηκόντων τους. Τέτοια είναι η εξουσία που ασκεί ο σύγχρονος “κρατικός λειτουργός” και όλοι εκείνοι οι φορείς ισχύος, που απ’ αυτή την άποψη του μοιάζουν».
Όπως αναγράφονται στο πρωτότυπο οι κατά τον Μαξ Βέμπερ τρεις μορφές εξουσίας δεν έχουν οποιαδήποτε σχέση με την Ορθόδοξη Εκκλησία στην Ελλάδα. Παραμένει λοιπόν το ερώτημα γιατί ο Σεβ. ενέπλεξε στο θέμα των σχέσεων Πολιτείας – Εκκλησίας, όπως αυτές περιγράφονται σαφώς στο Σύνταγμα και στον Νόμο 590/1977, τους Γερμανό κοινωνιολόγο Μαξ Βέμπερ και Γερμανοαμερικανό Χέρμπερτ Μαρκούζε.
Η χρησιμοποίηση στον γραπτό ή στον προφορικό λόγο από υπεύθυνα για την ενημέρωση του λαού εκκλησιαστικά πρόσωπα, μάλιστα σε πολύ δύσκολες συνθήκες για τους πιστούς, διανοητών και κοινωνικών θεωριών ασχέτων προς την ελληνική πραγματικότητα μπορεί να εντυπωσιάζει μερικούς, τους περισσότερους τους αφήνει αδιάφορους, αλλά θέτει κρίσιμα ερωτηματικά για την χρησιμότητα της μεταφοράς προτεσταντικών ή αθεϊστικών – μαρξιστικών αντιλήψεων από κληρικούς στην Ελλαδική Ορθόδοξη Εκκλησία, όταν μάλιστα αυτή η μεταφορά είναι λανθασμένη. –