Η απόγνωση για την παντοδαπή διάλυση του κράτους, της έννομης τάξης
και κάθε κοινωνικής λογικής στην Ελλάδα σήμερα, ζητάει ερείσματα
αντίστασης που να δικαιολογούν ελπίδα: ότι η κρίση δεν θα διαρκέσει, ότι
υπάρχει φως στο βάθος του τούνελ.
Κάπου θέλουμε να ελπίσουμε οι
άνθρωποι. Σε κοινωνική ομάδα, σε θεσμό, σε επαγγελματική τάξη. Που να
σώζει την ποιότητα και τη δυναμική της ανιδιοτέλειας την ικανή να
λειτουργήσει ως καταλύτης κοινωνικού μετασχηματισμού και επανίδρυσης του
κράτους. Εναυσμα παλιγγενεσίας.
Πρώτη και εύκολη η καταφυγή στο
αόριστο νεφέλωμα των «πνευματικών ανθρώπων»: Τι κάνουν οι «πνευματικοί
άνθρωποι» σήμερα, γιατί δεν συσπειρώνονται να βγουν μπροστάρηδες στη
λαϊκή οργή, να αντιπαλαίψουν το σαπισμένο και ανίκανο πολιτικό σύστημα; Ο
πανικός της απόγνωσης δεν αφήνει χώρο σε ερωτήματα λογικού ελέγχου:
Ποιοι είναι οι «πνευματικοί άνθρωποι» σήμερα και τι ακριβώς θα μπορούσαν
να κάνουν;
Πανεπιστημιακοί καθηγητές; Προβεβλημένοι στη
δημοσιότητα ποιητές, λογοτέχνες, καλλιτέχνες; Οι δικαστικοί; Οι
επίσκοποι; Τα επιστημονικά σωματεία – Δικηγορικός Σύλλογος, Ιατρικός
Σύλλογος, Τεχνικό Επιμελητήριο; Η Ακαδημία Αθηνών; Ποια κοινωνική ομάδα,
θεσμός ή επαγγελματική τάξη από αυτό το φάσμα έχει δώσει, εδώ και
δεκαετίες, το παραμικρό δείγμα παρεμβατικής έγνοιας για την ελληνική
κοινωνία; Οχι αντίδρασης, αλλά έστω και δυσανασχέτησης για τη
διαβουκόλησή της από την κομματοκρατία, την αναξιοκρατική ολιγαρχία τη
διαπλεκόμενη και διεφθαρμένη, την προκλητική ανικανότητα και ανυποληψία
των πολιτικών ηγητόρων της χώρας. Ποιοι, συλλογικά, ψέλλισαν ποτέ
αντίρρηση για τον αμοραλισμό του πελατειακού συστήματος, που παγίδευσε
την ελλαδική κοινωνία στην καταναλωτική μονοτροπία και απληστία, στον
σαδιστικό, βάναυσα αντικοινωνικό συνδικαλισμό; Ποια ομάδα, θεσμός, τάξη
από το παραπάνω φάσμα δεν συνέπαιξε απροκάλυπτα, αν δεν υποτάχθηκε
δουλικά, στον εξωραϊσμένο μηδενισμό των «προοδευτικών» δυνάμεων;
Αλλά,
έστω, να παραβλέψουμε το παρελθόν, να υποθέσουμε ότι υπάρχουν αλώβητοι
από συλλογικές ενοχές «πνευματικοί άνθρωποι»: κάποιες χαρισματικές
περιπτώσεις που διαθέτουν τις προϋποθέσεις να υπηρετήσουν τα κοινά. Τι
θα μπορούσαν να κάνουν σήμερα; Εστω με θεωρητική γνώση και πρακτική
εμπειρία, ανιδιοτελή ζήλο και θυσιαστική ετοιμότητα. Τι τους ζητάμε; Να
ενταχθούν σε κάποια από τα υπάρχοντα κόμματα; Ξέρουμε, από πάμπολλες
περιπτώσεις, ποια ανθρωπολογική αλλοτρίωση τους περιμένει, ποιες
ανήκεστες βλάβες στον ψυχισμό τους, στο διανοητικό τους επίπεδο, στα
αντανακλαστικά της συμπεριφοράς τους.
Να συγκροτήσουν καινούργιο
κόμμα; Το αποτέλεσμα είναι επίσης προδιαγεγραμμένο: τους περιμένει η
κατασυκοφάντηση, η έντεχνη γελοιοποίηση ή το μεθοδικό θάψιμο στην
παρασιώπηση, στον συνεπή εξοβελισμό από τη δημοσιότητα. Οι κομματικές
συντεχνίες, οργανικά διαπλεκόμενες με τα ΜΜΕ, επιβάλλουν στον πολιτικό
στίβο τούς νόμους των μαφιών της νύχτας: Ξέρουν να εξοντώνουν κάθε
ενοχλητικό ανταγωνιστή στο πεδίο όπου οι ίδιες πουλάνε «προστασία». Η
τύχη του ΚΟΔΗΣΟ, μοναδικού κομματικού σχήματος που κατόρθωσε να σαρκώσει
τόση ανιδιοτέλεια, σοβαρότητα και πολιτική αξιοπρέπεια, θα μείνει στην
κρατική μας ιστορία αποκαλυπτικό παράδειγμα.
Στην περυσινή μόλις
χρονιά προστέθηκαν δύο ακόμα παραδείγματα της υποδοχής που επιφυλάσσουν
οι «προστάτες» του ελλαδικού πολιτικού πεδίου σε οποιαδήποτε έξωθεν,
εκτός δικού τους ελέγχου παρέμβαση: Ενας ιδιοφυής νομικός και
επιχειρηματίας, όπως και ένας διεθνώς καταξιωμένος πανεπιστημιακός,
τόλμησαν την ευθύνη ανάληψης δημόσιου λόγου για τα κοινά, σε συνθήκες
μιας κρίσης που διαφαινόταν (και αποδείχνεται συνεχώς) μοιραία για την
Ελλάδα. Οι αρνητικές φήμες για τα πρόσωπα των τολμητιών, τις «ύποπτες»
φιλοδοξίες τους και οι μειωτικοί υπαινιγμοί για την επαγγελματική τους
επιτυχία αποτελούν εναργή προειδοποίηση για όσους θα αγνοήσουν στο
μέλλον ποιοι στην Ελλάδα κρατάνε και το μαχαίρι και το πεπόνι.
Κεφάλαιον
επί τοις λεγομένοις: Το πρόβλημα αν θα τελειώσει ιστορικά ο Ελληνισμός,
όπως όλα δείχνουν, είναι κυρίως πρόβλημα πολιτικής διαχείρισης της
εφιαλτικής κατρακύλας. Αλλά το ενδεχόμενο να μην τελειώσει ο Ελληνισμός
μαζί με το ανεπίδεκτο πια σωτηρίας ελλαδικό κρατίδιο, το διαχειριζόμαστε
πολλοί: κυρίως άτομα, λιγότερο θεσμοί. Διαχειριζόμαστε την επιβίωση της
γλώσσας, επομένως τη διάκριση τι είναι ποίηση και τι δεν είναι, τι
είναι λογοτεχνία και τι σκαριφήματα εντυπωσιασμού. Διαχειριζόμαστε τη
διάσωση της διάκρισης ποιοτήτων στη χρήση της Ελληνίδας γλώσσας, της
ανυπότακτης σε μεταπρατισμό λειτουργίας φιλόσοφου λόγου, διάσωση
ασυμβίβαστων απαιτήσεων αλήθειας, όχι χρήσιμων σκοπιμοτήτων.
Στην
προοπτική αυτού του χρέους, μια ασήμαντη, περιθωριακή, «ιδιώτου λόγου»
επιφυλλίδα ψελλίζει τα δικά της βραβεύματα για την ποίηση και τη
λογοτεχνία σε γλώσσα ελληνική – έτσι, σαν «μπουκάλα στο πέλαγο» της
παρακμιακής και φέτος ακρισίας, του πληθωρισμού της ασημαντότητας. Οταν
σε καμιά απολύτως πτυχή του συλλογικού μας βίου δεν λειτουργεί πια
διάκριση ποιοτήτων και υπεράσπιση του χαρίσματος, γιατί να αποτελέσουν
εξαίρεση τα βραβεία της Ακαδημίας Αθηνών; Θα αντιτάξει λοιπόν ο ιδιώτης
στις ποιητικές επιλογές της Ακαδημίας την αναιδέστατη, αλλά διψασμένη
για ποιότητα, δική του προτίμηση:
Την έκπληξη και τον θαυμασμό που
του γέννησε το μεγάλο, σε μέγεθος και μαστορική, ποιητικό έργο του
Νίκου Παναγιωτόπουλου, «Σύσσημον ή Τα Κεφάλαια» («Ινδικτος»). Από κοντά
τα «Μικρά Βασίλεια» της Ανθής Λεούση, κορυφαία εκφραστική. Μαζί η
«Φοινικιά» του Γιώργου Χαβουτσά (Γαβριηλίδης) και το ποιητικό κόσμημα
που είναι η μετάφραση από τον ίδιο (από τα ρωσικά) του βιβλίου «Ταξίδι
στην Αρμενία», του Μάντελσταμ («Ινδικτος»). Ακόμα: «Μιχαήλ», του Στρατή
Πασχάλη, «Μετά την ομορφιά» του Χρήστου Κούκη, «Εδώ στο λίγο», της
Ελένης Μαρινάκη.
Στην πεζογραφία τα βραβεία της ιδιωτικής
αντίστασης θα ξεκινούσαν από την καινούργια έκρηξη απίστευτου ταλέντου,
που είναι τα διηγήματα της Ελεωνόρας Σταθοπούλου «Καλό αίμα, κακό αίμα»
(«Εστία»). Θα περνούσαν στη ζείδωρη ανανέωση του αφηγηματικού λόγου που
κομίζουν τέσσερα κιόλας βιβλία του Γιάννη Μακριδάκη (όλα στην «Εστία»):
«Ανάμισης ντενεκές», «Η δεξιά τσέπη του ράσου», «Ηλιος με δόντια»,
«Λαγού μαλλί». Αναδρομικά (στα βραβεία καθυστερήσεις επιτρέπονται) θα
τιμούσε ο ιδιώτης τη Μαρία Αγγελίδου για το λογοτεχνικό κορύφωμα που
είναι η μετάφρασή της: «Το εμβατήριο του Ραντέτσκυ», του ανυπέρβλητου
Joseph Roth («Αγρα»). Ενδείξεις όλα, μέτρα ποιότητας.
Για να σωθεί η ελληνικότητα, τώρα που τελειώνει ο Ελλαδισμός.
http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_columns_2_16/01/2011_428959
2 comments
Η ελπίδα και η λύτρωση έρχεται με την παιδεία.`Ενα έθνος μορφωμένο γνωρίζει ποιός το χτυπά,τι
μεθόδους χρησιμοποιεί και επομένως είναι σε θέση να αντιπαρέρθει με ορμή στις αντιξοότητες και
να επανέλθει στην πρότερη ευημερία του.
Δυστυχώς στον τόπο μας η μόρφωση θεωρήθηκε χάσιμο χρόνου ή και επικίνδυνο χόμπι και κηνυγήθηκε άγρια από τους πραιττοριανούς του συστήματος.`Οσοι είχαν κλασική και εθνοκεντρική
παιδεία είτε φιμώθηκαν από τα ΜΜΕ είτε χρεωκόπησαν ως επιχειρηματίες και αναγκάστηκαν να φύγουν για το εξωτερικό στη μάχη της επιβίωσης.
Τώρα μένει ένας λαός χωρίς πνευματική πυξίδα με αρκετά κατάλοιπα της τουρκοκρατίας (κουτοπονηριά,βόλεμα,μοιρολατρεία) που προσπαθεί να βρεί ένα μεσσία για να φορτωθεί τις ευθύνες του και να δώσει μιά στάλα ευμάριας έστω και με δανεικό-πλαστικό χρήμα.Ούτε λόγος να
γίνεται για παραγωγή,καλλιτεχνική δημιουργία και πολιτική αφύπνιση.
Νεκτάριος Κατσιλιώτης
Ιστορικός-Εκδότης
Διάβασα τὸ βιβλίο τῆς Ἐλεωνόρας Σταθοπούλου («Καλὸ αἷμα, κακὸ αἷμα»), παρακινημένος ἀπὸ τὴν ἀνωτέρω κρίσι τοῦ Χρήστου Γιανναρά («καινούργια ἔκρηξη ἀπίστευτου ταλέντου»). Δίκαιος, θεωρῶ, ὁ ἔπαινος. Κάνει στὰ διηγήματά της ἡ συγγραφεὺς μερικὲς ψυχολογικὲς παρατηρήσεις βαθιὲς καὶ εὔστοχες πολύ· ὁ χειρισμὸς τῆς γλώσσας καλός, μερικὲς εἰκόνες ἐξαιρετικές. Τὸ μεγαλεῖο τῶν ἀνθρώπινων πλασμάτων ἀναδεικνύεται μέσα ἀπὸ τὸ βάρος τῶν παθῶν ποὺ καταφέρνουν ἢ δὲν καταφέρνουν νὰ σηκώσουν… ἢ, κατὰ κάποιον τρόπον, τὸ σηκώνουν, παραδιδόμενοι ὁλοκληρωτικὰ καὶ συντριβόμενοι ἀπ᾿ αὐτό. Γυναῖκες ποὺ μοιάζουν ἀδύναμες καὶ συντετριμένες ἀπὸ τὰ παθήματα καὶ τὴν κοινωνία, ἀλλὰ τελικῶς δυνατὲς μέσα ἀπ᾿ ὅλα αὐτά. Ἄνδρες παραδομένοι σὲ τυφλὰ πάθη, σὲ ἔμμονες ἰδέες καὶ στὴν παράνοια… Καὶ ἔρχεται στὸ νοῦ ἡ ρῆσις τοῦ Παπαδιαμάντη: Σὰν νά ᾿χαν ποτὲ τελειωμὸ τὰ πάθια κι οἱ καημοὶ τοῦ κόσμου…
«Σιγὰ σιγὰ ἕνα ἐκτυφλωτικὸ μπλὲ ἁπλωνόταν παντοῦ, συντριπτικὰ ἐκτυφλωτικό, συναρπαστικὰ ὑπέροχο, σὰν τόπι ἀπὸ πολύτιμο βελοῦδο, σὰν χάδι στὸ μάγουλο. Κι ὕστερα αὐτὸ τὸ σκοῦρο μπλὲ ἔπαιρνε μιὰ βαθιὰ ἀναπνοὴ καὶ διαλυόταν. Στὸ φῶς διαλυόταν καὶ γινόταν γαλάζιο καὶ στὸν ὁρίζοντα ρόδινο.
»Γιατὶ ὁ ἥλιος ἄρχιζε νὰ ἀνεβαίνει τώρα πίσω ἀπὸ τὰ βουνὰ καὶ τὰ πουλιὰ ἄρχιζαν νὰ τρελαίνονται στὰ φυλλώματα καὶ τὸ χῶμα ἄρχιζε νὰ τρίζει, ἱδρώνοντας τὴ νύχτα του, κι ἡ νύχτα ὅλη ἐξατμιζόταν καὶ ἐρχόταν ἡ μέρα.
»Ἡ Μαργαρίτα τότε κοίταζε τὸ χρυσὸ δίσκο ν᾿ ἀποκαλύπτεται, ἐκστατική, καί, ἰσορροπώντας πάνω στὰ δάχτυλα τοῦ ἀριστεροῦ ποδιοῦ, ἔδινε μιὰ στὴ γῆ μὲ τὸ δεξὶ κι ὅλο τὸ σῶμα της γινόταν ἕνας γαλάζιος στρόβιλος ἀπὸ γέλια καὶ ἥλιο.»
Μιὰ ἐκτενέστερη κριτικὴ ἀπὸ τὴν Ἐλευθεροτυπία ἐδῶ.