Γράφει ο Σταύρος Καρκαλέτσης, από το Περιοδικό Ελλοπία τ. 42, Ιανουάριος-Φεβρουάριος 1999, σελ. 54-56
ΓΕΝΙΚΗ ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΛΗ
Η Στρώμνιτσα ταυτίζεται με το αρχαίο Αστραίον ή Αιστραίον. Είναι η περίφημη βυζαντινή Τιβεριούπολις. Στη γύρω περιοχή, η αρχαιολογική σκαπάνη έφερε στο φως αρχαία ελληνικά αγάλματα, αγγεία, νομίσματα και επιγραφές (με λίγες από αυτές ρωμαϊκές).
Στη μακεδονική αυτή πόλη μαρτύρησαν το 362, επί Ιουλιανού, οι «δεκαπέντε μάρτυρες», επικεφαλής των οποίων ήταν ο Θεόδωρος, μέλος της Α’ Οικουμενικής Συνόδου της Νίκαιας και πρώτος Επίσκοπος της Στρώμνιτσας. Από τη βυζαντινή περίοδο σώζονται αξιόλογες εκκλησίες, με μωσαϊκές παραστάσεις και επιγραφές, όπως αυτές στο γειτονικό χωριό Ελεούσα.
Ακολουθούν η τουρκοκρατία και η δύσκολη περίοδος που διαδέχεται την συνθήκη του Αγ. Στεφάνου. Το 1912 η πόλη καταλαμβάνεται από τους Βουλγάρους, τους οποίους θα νικήσει ο ελληνικός στρατός στη μάχη του Μπέλες, στις 26 Ιουνίου 1913. Η εξέλιξη αυτή οδήγησε τους Στρωνιτσιώτες στο να πιστέψουν πως θα ικανοποιούνταν οι πόθοι τους για ένωση με την Ελλάδα. Οι βουλές των ισχυρών, όμως, παρέδωσαν μία πόλη με ισχυρή πλειοψηφία ελληνικού πληθυσμού στη Σερβία (συνθήκη Βουκουρεστίου). Ηταν τόσοι και τέτοιοι οι μέχρι τότε αγώνες των Ελλήνων της Στρώμνιτσας για αντίσταση και εθνική επιβίωση, που οι Βούλγαροι την αποκαλούσαν χαρακτηριστικά «prokleta», δηλαδή καταραμένη. Με την αναγγελία της θλιβερής είδησης πως η πόλη δε θα εντασσόταν στην ελληνική επικράτεια, οι κάτοικοι, κατόπιν συνέλευσης στη Μητρόπολη, αποφάσισαν να την εγκαταλείψουν μαζικά. Πέρασαν στην ελεύθερη Ελλάδα και εγκαταστάθηκαν κυρίως στη Θεσσαλονίκη, το Κιλκίς και τις Σέρρες.
Η σημερινή Στρώμνιτσα, πάνω στον ομώνυμο παραπόταμο του Στρυμόνα και 104 χλμ. από τη Θεσσαλονίκη, είναι αγροτικό κέντρο, παραγωγής κυρίως σιτηρών και καπνών. Το 1961 είχε 23.000 κατοίκους, το 1996 αυτοί αυξήθηκαν σε 35.000 περίπου.
ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑΣ
Από τις απαρχές της ιστορίας της και ως τη φυγή, ή καλύτερα μαζική έξοδο από την πόλη, η Στρώμνιτσα είχε πάντα πλειοψηφία ελληνικού πληθυσμού. Την αριθμητική υπεροχή της ελληνικής κοινότητας επιβεβαιώνουν όλες οι πηγές, οθωμανικές, σλαβικές και δυτικές.
Επίσημα στοιχεία έχουμε από το 1882, αφού τα παλαιότερα καταστράφηκαν στη μεγάλη πυρκαγιά του 1869. Έτσι, τη χρονιά αυτή εμφανίζονται 4.000 ορθόδοξοι, 3.500 μουσουλμάνοι και 500 Εβραίοι. Επειδή το ίδιο έτος (1882), εμφανίζονται στα σχετικά έγγραφα των αρχείων της Στρώμνιτσας 378 μαθητές στα ελληνικά σχολεία της πόλης, και λαμβανομένου υπόψη ότι κάθε οικογένεια εκείνη την εποχή απαρτιζόταν από τουλάχιστον 5-7 άτομα, προκύπτει αβίαστα πως οι 4.000 αυτοί ορθόδοξοι ήταν συνειδησιακά Έλληνες, αν και οι περισσότεροι σλαβόφωνοι. Γύρω στο 1902-1903 αναφέρονται 600 ελληνικές οικογένειες, που μας δίνουν πάλι το ίδιο νούμερο.
Η οθωμανική στατιστική του 1905, μας δίνει:
Έλληνες: 5.617
Μουσουλμάνοι: 4.138
Βούλγαροι: 1.100
Εβραίοι: 720
Μετά τον ξεριζωμό του 1913, ορισμένες οικογένειες επέμειναν να ζήσουν στις πατρογονικές τους εστίες κάτω από αφόρητες πιέσεις και απειλές. Χαρακτηριστικά για αυτούς τους ξεχασμένους Έλληνες είναι τα λόγια του προέδρου του Συλλόγου Στρωμνιτσιωτών, που λειτουργεί στη Θεσσαλονίκη:
«Γiα το θέμα της ξεχασμένης ελληνικής μειονότητας, θα έπρεπε να αναφερθούν στοιχεία που έχουν πέσει στη λησμονιά και αδιαφορία των αρμοδίων… Παρουσιάζεται το αξιοπερίεργο γεγονός, ο κλάδος μίας οικογένειας που βρίσκεται στην Ελλάδα να είναι Έλληνες, και το υπόλοιπο κλαδί, που έμεινε στην άλλη πλευρά των συνόρων, να υφίσταται οβίδιες μεταμορφώσεις και να γίνεται “Μακεδόνες”… Δεν είναι απορίας άξιο το γεγονός ότι στην τελευταία απογραφή (εννοεί στα Σκόπια) παρουσιάζονται μόνο 700 Έλληνες, όταν μόνο τα μέλη του Συλλόγου Στρωμνιτσιωτών, γύρω στις 200 οικογένειες που κατοικούν στη Θεσσαλονίκη και άλλες τόσες στο Κιλκίς, δηλώνουν ότι όλοι σχεδόν έχουν συγγενείς στη Στρώμνιτσα;
Εύκολα βγαίνει το συμπέρασμα ότι δύο τινά συμβαίνουν: Ή ότι καταπιέζονται, απειλούνται και σιωπούν ή με μακροχρόνιο προσηλυτισμό, αντιστάσεως μη ούσης, πειστήκανε για τη μη ελληνικότητά τους».
ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗ ΖΩΗ
Η πόλη της Στρώμνιτσας δημιούργησε στα τέλη του προηγούμενου αιώνα και στις αρχές του 20ου, μία εκπαιδευτική παράδοση αληθινά μοναδική. Παρήγαγε πλήθος εκπαιδευτικών, που έφθασαν να διδάξουν στις μεγάλες σχολές και εκπαιδευτήρια των Αθηνών και της Κωνσταντινούπολης, μορφώνοντας με την ελληνική τους παίδευση γενεές ολόκληρες.
Ήδη, γύρω στα 1850-60 αναφέρονται ελληνικά σχολεία, από νηπιαγωγείο μέχρι Γυμνάσιο. Στις αρχές του αιώνα, ενώ η πόλη βρίσκεται στο επίκεντρο της δίνης της ελληνοβουλγαρικής διαμάχης, υπάρχουν και λειτουργούν:
■ δύο νηπιαγωγεία
■ ημιγυμνάσιον
■ αρρεναγωγείο και παρθεναγωγείο
■ δύο αστικές σχολές
Το σύνολο των μαθητών έφτανε τα 1.200 παιδιά, ενώ στα γύρω χωριά λειτουργούσαν άλλα 19 δημοτικά σχολεία με 1300 μαθητές. Το 1920, τα σχολεία αυτά έχουν γίνει 29 και οι μαθητές φτάνουν τους 1.500. Τα αντίστοιχα βουλγαρικά σχολεία στη Στρώμνιτσα είναι 3 και οι μαθητές 190.
Το 1907, με πρωτοβουλία του εξέχοντος μέλους της ελληνικής κοινότητας γιατρού Νικόλαου Αντωνιάδη, αποφασίζεται όπως «… τη προτάσει πολλών εγκρίτων πολιτών… ιδρυθεί εν τη πάλει οικοτροφείον… εν ω να ευρίακωοιν την απαιτουμένην περίθαλψιν τέκνα ορφανά και άπορα της πόλεως και των περιχώρων…» Στο ίδρυμα αυτό βρήκε καταφύγιο μεγάλος αριθμός ορφανών, τέκνων-θυμάτων του μακεδονικού αγώνα.
Τα ελληνικά εκπαιδευτήρια της Στρώμνιτσας, έκλεισαν το 1925, με απόφαση της σερβικής διοίκησης, στα πλαίσια της αφομοιωτικής πολιτικής που ακολουθήθηκε από το 1913 και μετά.
ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΖΩΗ
Στη Στρώμνιτσα, η ελληνική κοινότητα συντηρούσε μεγάλο αριθμό εκκλησιών, πολλές από τις οποίες χρονολογούνταν από τα βυζαντινά χρόνια. Η λαμπρότερη από αυτές ήταν ο μεγάλος ναός του Αγ. Δημητρίου, ενώ ονομαστές ήταν και αυτές του Αγίου Λεοντίου και η της Θεοτόκου. Η τελευταία κτίστηκε στο χωριό Ελεούσα το 1060.
Η πόλη ανέδειξε πλήθος επιφανών ιερωμένων, όπως το Λεόντιο, μετέπειτα Πατριάρχη Ιεροσολύμων, κατά τη σταυροφορία του 1175, καθώς και το Θεόφιλο τον Ομολογητή. Ερχόμενοι σε εποχές κοντινότερες, οφείλουμε να σταθούμε στο Μητροπολίτη Στρώμνιτσας Γρηγόριο.
Ο κατά κόσμον Αναστάσιος Αντωνιάδης γεννήθηκε στη Μαγνησία της Μικράς Ασίας, αποφοίτησε από τη Θεολογική Σχολή της Χάλκης, πέρασε ως αρχιμανδρίτης και πρωτοσύγκελος από τη Θεσσαλονίκη, τις Σέρρες και τη Δράμα, για να καταλήξει μητροπολίτης «Στρωμνίτσης και Τιβεριουπόλεως». Ο Γρηγόριος συνδέθηκε ισχυρά με το ελληνορθόδοξο ποίμνιο της πόλης, αναδεικνυόμενος σε κυματοθραύστη των βουλγαρικών δραστηριοτήτων. Ο διαρκής αγώνας του ενάντια στις συμμορίες των κομιτατζήδων και το βουλγαρικό κομιτάτο του στοίχισε διώξεις και μία δολοφονική απόπειρα, κατά την οποία κατόρθωσε να επιζήσει, ενώ 4 μέλη της ακολουθίας του έπεσαν από τις σφαίρες. Οι Βούλγαροι άσκησαν εν συνεχεία πιέσεις στην Κωνσταντινούπολη και η Υψηλή Πύλη υποχρέωσε το Πατριαρχείο να τον μεταθέσει.
Έτσι, το 1908 ο Γρηγόριος τοποθετήθηκε μητροπολίτης Κυδωνιών, συμμετέχοντας στην τραγική πορεία του μικρασιατικού ελληνισμού ως το τέλος. Όταν κατέρρευσε το μέτωπο, αρνήθηκε να εγκαταλείψει το ποίμνιο του και σφαγιάστηκε από τους Τούρκους, όπως ακριβώς και ο Χρυσόστομος Σμύρνης. Ήταν 3 του Οκτώβρη του 1922…
ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΣΤΟΥΣ ΕΘΝΙΚΟΥΣ ΑΓΩΝΕΣ
Ο ελληνισμός της Στρώμνιτσας, αν και σλαβόφωνος ή βλαχόφωνος στην πλειοψηφία του, ταυτίστηκε πλήρως με το ελλαδικό κράτος, επιδιώκοντας την με πάση θυσία ένωσή του με αυτό.
Οι Έλληνες κινούσαν εξ ολοκλήρου την οικονομική δραστηριότητα της πόλης, αλλά και την κοινωνική ζωή. Λειτουργούσαν δύο τουλάχιστον φιλανθρωπικά σωματεία, η «Αγαθοεργός Αδελφότης η Πρόοδος» και η «Φιλόπτωχος Αδελφότης Κυριών». Επίσης, δύο μουσικοί σύλλογοι με τις αντίστοιχες φιλαρμονικές, ενώ το σημαντικό πολιτιστικό και εθνικό ρόλο φαίνεται πως διαδραμάτιζε ο «φιλεκπαιδευτικός Σύλλογος Στρωμνίτσης», που είχε ιδρυθεί το 1875. Παράλληλα, υπήρχαν δύο ελληνικές βιβλιοθήκες και εκδίδονταν 3 εφημερίδες: Η «Στρώμνιτσα», το «Εμπρός» και ο «Νεολόγος».
Οι μετά το 1870 δυναμικές ενέργειες της Σόφιας, που απέβλεπαν στον εκβουλγαρισμό της Άνω, Κεντρικής και Δυτικής Μακεδονίας, βρίσκουν απροσπέλαστο εμπόδιο τον ελληνισμό της Στρώμνιτσας, που αναδεικνύεται σε εθνική έπαλξη. Είναι χαρακτηριστικές οι συνεχείς αναφορές του ελληνικού προξενείου Θεσσαλονίκης προς την κυβέρνηση των Αθηνών. Σε μία από αυτές, προσδιορίζεται το διαμέρισμα Στρωμνίτσης ως «… το μάλλον ακμαίον από απόψεως εθνικού φρονήματος» και τονίζεται η αδυναμία της Ελλάδας για ουσιαστικότερη βοήθεια, αδυναμία «… προκύπτουσα εκ του απομεμονωμένου και απομεμακρυσμένου του διαμερίσματος».
Κατά τη διάρκεια των εξελίξεων γύρω από τη συνθήκη του Αγ. Στεφάνου και μπροστά στον κίνδυνο να περάσει η Στρώμνιτσα στη «Μεγάλη Βουλγαρία», η ελληνική κοινότητα αντιδρά δυναμικά και οργανώνει Επιτροπή Αγώνα. Στις 11 Ιανουαρίου του 1877, ο γιατρός Κωνσταντίνος Ριζόπουλος, από τα βασικά στελέχη του Μακεδονικού Αγώνα, και ακόμα 15 σημαίνοντα άτομα της ελληνικής κοινότητας, συντάσσουν και αποστέλλουν ψήφισμα στο Σουλτάνο και τους εκπροσώπους της πρεσβευτικής Διάσκεψης της Κωνσταντινούπολης.
Αξίζει να γίνει παραπομπή σ’ ένα συγκινητικό χωρίο του ψηφίσματος αυτού, που φανερώνει κατά τον πλέον γλαφυρό τρόπο τα εθνικά συναισθήματα και πόθους των Ελλήνων της Στρώμνιτσας:
«… Όπως επί τόσα έτη αγωνισθέντες δια παντοίων μέσων και θυσιών κατά του πανσλαβισμού και περιφρονήσαντες πάντα τα δελεάσματα αυτού εμείναμεν πιστοί προς την σεβαστήν ημών κυβέρνησιν και μεγάλην εκκλησία και απαρασάλευτοι από των πατροπαραδότων εθνικών ημών φρονημάτων, ούτω και τώραμετ’ άκρας αγανακτήσεως και αποστροφής αποκηρύττομεν την εφ’ οιανδήποτε ωφελεία ένωσίν μας μετά των Βουλγάρων, την οποία εν εσχάτη ανάγκη θα αποκρούσωμεν (…)».
Από το 1880, η Στρώμνιτσα καθίσταται ο υπ’ αριθμόν 1 στόχος των Βουλγάρων, με δεδηλωμένα πλέον και φανερά τα ελληνικά αισθήματα της πλειοψηφίας των κατοίκων. Τέσσερις βουλγαρικές συμμορίες κομιτατζήδων, με συνολική δύναμη 750-800 ανδρών και αρχηγό τον Κ. Μπάσκολη, καταστρέφουν και τρομοκρατούν. Η ελληνική κοινότητα οργανώνει επιτόπια σώματα αυτοάμυνας, μα η απροκάλυπτη συνεργασία Τούρκων και Βουλγάρων επιδεινώνει την κατάσταση. Έτσι, η οθωμανική διοίκηση συλλαμβάνει τους Έλληνες προύχοντες της Στρώμνιτσας και τους παραπέμπει στο στρατοδικείο της Θεσσαλονίκης, με κατηγορίες αβάσιμες. Την ίδια χρονιά (1897) απελαύνει τον μητροπολίτη Αγαθάγγελο και φέρνει στην πόλη Βούλγαρο μητροπολίτη.
Στον ατυχή για την Ελλάδα πόλεμο που θ’ ακολουθήσει, αρκετοί Στρωμνιτσιώτες νέοι σπεύδουν εθελοντικά στον ελληνικό στρατό και πολεμούν εναντίον των Τούρκων. Στο διάστημα 1905-1908, οι συγκρούσεις ελληνικών και βουλγαρικών σωμάτων αποκτούν απίστευτη σφοδρότητα και προσλαμβάνουν διαστάσεις. Ντόπιοι οπλαρχηγοί από τη Στρώμνιτσα και τη γύρω περιοχή (όπως οι Φουρτούνας, Νικοτσάρας, Καραϊσκάκης, ο αξιωματικός Βλάσιος Τσιρογιάννης) οργανώνουν τους νέους της πόλης και η αντίσταση ενισχύεται. Αξίζει να σημειωθεί εδώ ότι αρκετοί καπετάνιοι (όπως ο Παντελής Γραικός ή Νικοτσάρας) είχαν αρχικά παρασυρθεί από τη βουλγαρική προπαγάνδα και τα βασικά της κηρύγματα «Η Μακεδονία στους Μακεδόνες» και «Αυτονομία στη Μακεδονία». Από το 1904 και μετά όμως, αντιλαμβανόμενοι τις επεκτατικές προθέσεις της Σόφιας, προσχωρούν στις ελληνικές ανταρτικές δυνάμεις.
Μία αξιόλογη κατάθεση για την ελληνική κοινότητα στη Στρώμνιτσα του 1906, δίνει ο Γάλλος δημοσιογράφος Paillares, ανταποκριτής της εφημερίδας «Lanterne». Στο κείμενο του, φανερώνει το θαυμασμό του για την υποδοχή που του έγινε στο «Φιλεκπαιδευτικό σύλλογο» της πόλης, από 400 Έλληνες, των οποίων «… ο πατριωτισμός, ή, καλύτερα, ο σοβινισμός, εκδηλώθηκε έντονα», όπως ενδεικτικά σημειώνει. Ήδη, από το 1904, τα θύματα των κομιτατζήδων πολλαπλασιάζονται. Δολοφονούνται ο μουχτάρης (πρόεδρος) του Ζίμποβο, Αντωνίου, ο πρόκριτος της Στρώμνιτσας Χαρίτων, Λιώτης, και πλήθος άλλοι, για να κλείσει ο φόρος ελληνικού αίματος το 1913, με τελευταίο θύμα το γιατρό Νικόλαο Αντωνιάδη, επιφανές και ηγετικό μέλος της κοινότητας.
Στους βαλκανικούς πολέμους, οι νέοι της Στρώμνιτσας εντάσσονται ξανά στον ελληνικό στρατό και δημιουργούν ειδικό σώμα, το οποίο κατά την προέλαση του τακτικού στρατού, προέβαινε σε εκκαθαριστικές επιχειρήσεις. Η πολυπόθητη ελευθερία θα έρθει στις 24 Ιουνίου 1913, όταν απόσπασμα ελληνικού ιππικού καταλαμβάνει την πόλη. Η χαρά του λαού της Στρώμνιτσας, θα κρατήσει, όμως, λίγο: ακριβώς 30 μέρες. Με τη συνθήκη του Βουκουρεστίου η πόλη θα χαθεί για πάντα για την Ελλάδα. Με την αναγγελία της θλιβερής είδησης, η ελληνική κοινότητα συγκεντρώθηκε στη Μητρόπολη και επέλεξε την προσφυγιά από τον εκσλαβισμό. Στις 8 Αυγούστου 1913, οι Στρωμνιτσιώτες πυρπόλησαν τα ίδια τους τα σπίτια, έκαψαν την πόλη και παίρνοντας μαζί μόνο την ιερή εικόνα των «δεκαπέντε μαρτύρων», πέρασαν στον ελεύθερο ελληνικό νότο.
Στη Στρώμνιτσα, παρέμειναν οι λίγοι, οι δεμένοι τόσο με τη γη τους που δε βρήκαν το κουράγιο να την εγκαταλείψουν. Από το 1945, οι ηρωικοί αυτοί «μοναχικοί» Έλληνες, «παύουν» να υπάρχουν και να αναφέρονται, είτε σε απογραφές είτε σε εκδηλώσεις είτε οπουδήποτε. Έτσι, έσβησε με ελληνική κοινότητα και μια ιστορική παρουσία δεκάδων αιώνων.
Πικρό επίμετρο στα παραπάνω θα σταθεί μια ιδιαίτερη αναφορά στον εθνικό πρωτεργάτη της Στρώμνιτσας στα κρίσιμα χρόνια του μακεδονικού αγώνα, γιατρό Νικόλαο Αντωνιάδη. Υπήρξε μέλος της Δημογεροντίας, της σχολικής εφορείας και της εκκλησιαστικής επιτροπής από το 1904 ως τον ξεριζωμό. 0 Αντωνιάδης συνεργάστηκε εντατικά με τον αξιωματικό Βλάσιο Τσιρογιάννη. Ο τελευταίος εμφανιζόταν ως διευθυντής των ελληνικών σχολείων της πόλης, ενώ στην πραγματικότητα είχε σταλεί στην Στρώμνιτσα για να οργανώσει την αντίσταση στους κομιτατζήδες. Οι δύο τους, δημιούργησαν τα πρώτα ελληνικά ανταρτικά σώματα το καλοκαίρι του 1905. Η άοκνη ανθρωπιστική και εθνική προσφορά του Νικόλαου Αντωνιάδη στον ελληνισμό της Στρώμνιτσας συνεχίστηκε ως το καλοκαίρι του 1913, όταν τον δολοφόνησαν οι Βούλγαροι. Και όπως συγκινητικά αναφέρει η Αθηνά Κακουλή («Γιατροί στον Μακεδονικό Αγώνα»):
«… έμειναν τα κόκκαλά του εκεί, στην αγαπημένη του Στρώμνιτσα. Και έγινε ο θεματοφύλακας των ιστορικών δικαιωμάτων των Στρωμνιτσιωτών στη γενέθλια γη».
1 comment
Δυστυχώς οι πολιτικοί μας διαχρονικά τα έχουν κάνει θάλασσα. Τι μπορεί να περιμένει κανείς από πολιτικούς του διαμετρήματος Καμένου, Τσίπρα κλπ.