Γράφει ὁ Δημήτρης Καπρᾶνος στην ΕΣΤΙΑ.
Μέ τόν Σπῦρο Ράνη γνωρίστηκα τό 1970, σέ μιά ὀρειβατική ἐκδρομή.
Εἶχε μόλις ἀρχίσει τήν ἐπιχειρηματική του δραστηριότητα, ἔχοντας ἀποχωρήσει ἀπό τό Λιμενικό Σῶμα, μέ τόν βαθμό τοῦ πλωτάρχου. Τόν συνάντησα καί σέ ἄλλες ὀρειβατικές ἐξορμήσεις, ἀλλά φίλοι γίναμε ὅταν ἄρχισα νά ἐργάζομαι ὡς δημοσιογράφος καί δή ὡς ναυτιλιακός συντάκτης. Μᾶς ἔφερε κοντά ὁ ἀλησμόνητος συνάδελφος Στάθης Μπάτης, ἐκ τῶν σκαπανέων τοῦ Ναυτιλιακοῦ Ρεπορτάζ.
Γιά ἐμένα, ὁ Σπῦρος Ράνης, πού ἔφυγε χθές ἀπό τήν ζωή στά 93 του χρόνια, ὑπῆρξε μέντωρ καί δάσκαλος. Ἐκτός ἀπό ἄριστος γνώστης τῆς τέχνης τῆς Ναυτιλίας, ἦταν ἕνας στοχαστής, ἕνας βαθειά μορφωμένος ἄνθρωπος, ἄριστος χειριστής τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας, πιστός στίς παραδόσεις καί μέ ἀπόλυτη ἐμπιστοσύνη στόν Ἕλληνα ναυτικό. Πέρασα ὧρες ὁλόκληρες στό γραφεῖο του, μέ «πιάτο» τό λιμάνι τοῦ Πειραιῶς, συζητῶντας καί ἐρωτῶντας.
Γνώριζε τά πάντα καί ἐνημερωνόταν συνεχῶς. Μέχρι πρίν ἕνα μῆνα, πού συναντηθήκαμε, διάβαζε τό “Time” τοῦ ὁποίου ἦταν συνδρομητής ἐδῶ καί πενῆντα χρόνια! Βαθύς μελετητής τοῦ Κωνσταντίνου Καβάφη καί τοῦ Διονυσίου Σολωμου, ἀλλά καί τῶν μεγάλων συγγραφέων τοῦ κόσμου, θαυμαστής τοῦ Οὐίνστων Τσῶρτσιλλ καί τοῦ Ἐλευθερίου Βενιζέλου.
Φυσιολάτρης, ὀρειβάτης ἀπό τούς λίγους (κινδύνευσε ἡ ζωή του, ὅταν ἔπεσε σέ χαράδρα στήν Πάρνηθα καί ἔμεινε, τραυματίας, ἐπί τρεῖς νύχτες, χειμωνιάτικα, ἐνῶ τόν ζέσταιναν τά δύο του σκυλιά, μέχρι νά ἀκούσει τίς φωνές του ἕνας καλόγερος ἀπό γειτονικό μοναστήρι.) «Ὁ Θεός εἶναι ἡ Φύση» συνήθιζε νά λέει…
Γεννήθηκε στήν Καλλιθέα ἀπό γονεῖς Ζακυνθινούς, καί σέ ἡλικία 11 χρονῶν ἄρχισε νά ἐργάζεται ὡς «γκαρσόνι». Μεγαλώνοντας ἀποφάσισε νά δώσει ἐξετάσεις στή Ναυτική Σχολή τῆς Ὕδρας, τό 1947. Γιά 30 θέσεις ἦσαν 1.100 ὑποψήφιοι καί ἦταν ἕνας ἐκ τῶν «εἰσακτέων». Στήν συνέχεια μπαρκάρισε καί ταξίδεψε γιά 4 χρόνια. Ἀκολούθως «ἔδωσε» στήν Σχολή Δοκίμων καί ὑπηρέτησε στό Λιμενικό Σῶμα γιά νά παραιτηθεῖ (πλωτάρχης) τό 1970 «ὅταν αἰσθάνθηκε ἕτοιμος νά κάνει κάτι περισσότερο» καί ἀπέκτησε τό πρῶτο βαπόρι.
Ἀκολούθησε ἡ ἵδρυση τῆς “Ranger Marine”, ἡ ὁποία συνεχίζει μέχρι καί σήμερα μιά ἐπιτυχημένη πορεία. Παράλληλα, ἵδρυσε τουριστική ἐπιχείρηση καί ἔκτισε τό ξενοδοχεῖο «Ὀδυσσεύς» (ὅπως ὀνομάζεται καί ὁ γιός του) πέντε ἀστέρων, στήν Κῶ, πιστεύοντας ὅτι «μιά ἐπιχείρηση πρέπει νά ἔχει δύο πόδια»…
Πρῶτο του μέλημα ἦταν νά ἐξασφαλίσει τίς καλύτερες συνθῆκες διαβιώσεως γιά τούς ἐργαζομένους στό ξενοδοχεῖο, μέ τήν πεποίθηση ὅτι «ὁ Τουρισμός χρειάζεται ἀνθρώπους πού χαμογελοῦν καί ἕνας ἐργαζόμενος πού δέν ἔχει σωστές συνθῆκες ἐργασίας, δύσκολα θά χαμογελάσει.»
Μελέτησε πολύ τούς τραγικούς καί τούς νεότερους Ἕλληνες ποιητές. Τοῦ ἄρεσε νά γράφει, καί εἶχε ἐκδώσει δύο βιβλία, μέ ἄρθρα τά ὁποῖα κατά καιρούς δημοσίευσε σέ ἐφημερίδες καί περιοδικά. Ἔγραψε καί ἄρθρα στήν «Ἑστία τή Κυριακῆς»!
Ἵδρυσε Σχολή Ἐμπορικοῦ Ναυτικοῦ, ἡ ὁποία λειτουργεῖ μέχρι καί σήμερα, παρέχοντας, ὅμως, «διπλώματα» ἄλλων χωρῶν, ἀφοῦ στήν Ἑλλάδα ἔχει ἀπαγορευθεῖ ἡ λειτουργία Ἰδιωτικῶν Ναυτικῶν Σχολῶν ἀπό τό 1982! Πήγαινε πάντα στό γραφεῖο του «μέ τά πόδια» καί «βδελυσσόταν τήν χλιδή», ὅπως ἔλεγε.
Ἔφυγε ἀπό τήν ζωή ἥσυχα, στόν ὕπνο του, στό σπίτι του, μέ τό παράπονο καί τήν ἀπορία γιατί ἡ Ἰδιωτική Ναυτική Ἐκπαίδευση παραμένει ἀκόμη «Ἐκτός Νόμου» σέ μιά χώρα τῆς Εὐρωπαϊκῆς Ἑνώσεως!