Αναδημοσίευση από τον ιστοχώρο «Θέματα Ελληνικής Ιστορίας»
Γράφει ο Ιωάννης Β. Δασκαρόλης (Διδάκτωρ Σύγχρονης Ιστορίας Πανεπιστημίου Νεάπολις Πάφου)
Πρόλογος – το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου 1967 και ο Βασιλιάς Κωνσταντίνος Β΄
Την νύχτα της 21ης Απριλίου συνέβη κάτι μοναδικό στην σύγχρονη Ελληνική Ιστορία: Έλληνες αξιωματικοί μεσαίας βαθμίδας κατέλαβαν την εξουσία μετά από επιτυχημένη στρατιωτική κινητοποίηση των μονάδων τους, κατάληψη των βασικών κυβερνητικών κτιρίων και σύλληψη του πρωθυπουργού, των μελών της Κυβέρνησης και όλων των σημαινόντων πολιτικών της εποχής. Το κίνημα αιφνιδίασε όλους τους παράγοντες της πολιτικής και πολιτειακής ηγεσίας της εποχής, καθώς και τον αμερικανικό παράγοντα και τις ξένες πρεσβείες.[1]
Από την πρώτη στιγμή ο νεαρός (27 ετών) Βασιλιάς Κωνσταντίνος βρέθηκε σε έναν κλοιό με τεθωρακισμένα γύρω από το Τατόι, με τις τηλεπικοινωνίες κομμένες και χωρίς περιθώρια για την παραμικρή αντίδραση. Ο νέος άνδρας βρισκόταν απομονωμένος και παγιδευμένος στο Τατόι.[2] Ήδη οι κινηματίες είχαν πλαστογραφήσει και την υπογραφή του στις διαταγές που εξέδιδαν, τον απειλούσαν ανοιχτά και στην ουσία είχε καταστεί αιχμάλωτος τους. Ο αμερικανικός παράγοντας δεν αντιμετώπισε αρνητικά τη νέα κατάσταση που έτεινε να δημιουργηθεί καθώς ο ταξίαρχος Στυλιανός Παττακός, ως εκπρόσωπος των κινηματιών, διαβεβαίωσε τον Αμερικανό ακόλουθο Ρόζενταλ ότι η νέα κυβέρνηση που ήλεγχε απολύτως την κατάσταση δίνοντας διαβεβαιώσεις για την θέλησή τους για στενότερη συνεργασία με τις ΗΠΑ.[3]
Ο Βασιλιάς μετέβη στο Πεντάγωνο το μεσημέρι της 21ης Απριλίου πρακτικά αιχμάλωτος των συνταγματαρχών και αντίκρυσε μια απόλυτη διασάλευση της τάξης με αξιωματικούς να φωνάζουν υπέρ της στρατιωτικής δικτατορίας. Έτσι ο Βασιλιάς ακολουθώντας τις συμβουλές όσων κατάφερε να έρθει σε επαφή το πρωινό εκείνης της ταραχώδους ημέρας, αναγκάστηκε να ορκίσει νέα κυβέρνηση με μέλη της τους τρεις βασικούς ηγέτες του πραξικοπήματος (Παπαδόπουλος – Παττακός – Μακαρέζος), αλλά πέτυχε την τελευταία στιγμή πρωθυπουργός να οριστεί ο αρεοπαγίτης Κωνσταντίνος Κόλλιας πρόσωπο της απολύτου εμπιστοσύνης του. Ο ίδιος ήταν σε έξαλλη κατάσταση και όταν συνάντησε τον Αμερικανό σταθμάρχη της CIA στην Ελλάδα Talbot μετά την ορκωμοσία της επαναστατικής κυβέρνησης του αποκάλυψε ότι πλέον δεν ήλεγχε το στράτευμα και ότι «ορισμένοι απίστευτα βλάκες ακροδεξιοί μπάσταρδοι, που είχαν τον έλεγχο των τάνκς οδήγησαν την Ελλάδα στην καταστροφή».[4]
Οι σχέσεις Βασιλιά Κωνσταντίνου – 21ης Απριλίου 1967 μέχρι την έκρηξη του κινήματος της 13ης Δεκεμβρίου.
Από τις πρώτες ώρες, οι σχέσεις του Βασιλιά Κωνσταντίνου με την ηγεσία της 21ης Απριλίου που ήλεγχε ουσιαστικά την κυβέρνηση και τη νέα κατάσταση, ήταν κάκιστες. Ο βασιλιάς είχε αρνηθεί επί δύο μέρες να υπογράψει διάταγμα για την επιβολή στρατιωτικού νόμου,[5] ενώ είχε ζητήσει από τον πρέσβη της Αμερικής Τάλμποτ να φυγαδευτεί με την οικογένειά του από την Ελλάδα με αμερικανικό ελικόπτερο. Την ίδια στιγμή όμως ανησυχούσε για την σύζυγό του Άννα – Μαρία που ήταν έγκυος και θα ήταν επικίνδυνο να εκτεθεί σε μια τόσο παρακινδυνευμένη περιπέτεια. Από την άλλη, η ηγεσία των απριλιανών ήδη από τις πρώτες ημέρες της νέας κυβέρνησης απομάκρυνε αποστράτευσε πολλούς αξιωματικούς των τριών όπλων που δεν ήταν οπαδοί της, ώστε να αντικατασταθούν με πρόσωπα της αρεσκείας της.
Ο νέος άνδρας τα είχε χάσει κυριολεκτικά και κυμαινόταν μεταξύ ελπίδας και απελπισίας. Ο αμερικανικός παράγοντας οργάνωσε λεπτομερώς τον τρόπο διαφυγής του από την Ελλάδα, αλλά του σύστησαν επίμονα να παραμείνει στη Χώρα. Η θέση της κυβέρνησης Johnson ήταν ότι ο Κωνσταντίνος έπρεπε να παραμείνει στην Ελλάδα και να διαπραγματευτεί ένα συμβιβασμό με τους κινηματίες που θα οδηγούσε μακροπρόθεσμα στην επιστροφή της δημοκρατίας. Ο Βασιλιάς έπρεπε να ζητήσει ανταλλάγματα για την επιβολή στρατιωτικού νόμου, όπως να βελτιωθεί η αναλογία πολιτών – στρατιωτικών στην κυβέρνηση υπέρ των πρώτων. Τέλος του υπογράμμιζαν ότι η επιλογή μεταξύ συνθηκολόγησης και αντίστασης άνηκε αποκλειστικά στον ίδιο, αλλά του τόνιζαν ότι αν επέλεγε το πρώτο, μακροπρόθεσμα θα έχανε το στέμμα του.[6]
Η παρουσία του 6ου στόλου στο Αιγαίο θορύβησε τους απριλιανούς, ενώ σταδιακά ο Βασιλιάς Κωνσταντίνος αποκτούσε ελπίδες ότι η κατάσταση δεν ήταν μη αναστρέψιμη. Ο Βασιλιάς είχε τη ελπίδα πως πολύ σύντομα οι κινηματίες θα επέστρεφαν στα στρατιωτικά τους καθήκοντα, ελπίδα που εξέφραζε χωρίς φόβο με δημόσιες δηλώσεις του, ακόμη και στις συναντήσεις του με τους ίδιους. Οι σχέσεις των δύο πλευρών παρέμειναν κακές κατά την διάρκεια της κοινής τους πολιτική πορείας. Η Χούντα εξανάγκασε τον Κωνσταντίνο να απομακρύνει τον ταγματάρχη Αρναούτη από το περιβάλλον του και να τον στείλει ακόλουθο στη Ρώμη, αλλά ο Βασιλιάς αρνήθηκε επίμονα να δεχθεί ως γραμματέα τον Κωνσταντίνο Παπαδόπουλο αδερφό του πραξικοπηματία
Αλλά πολύ γρήγορα ο Βασιλιάς συνειδητοποίησε πως οι κινηματίες στερέωναν την κυριαρχία τους στο κράτος, στις δημόσιες υπηρεσίες και κυρίως στον στρατό, άρα η προοπτική τους ήταν να μεταβληθούν σε καθεστώς (κάτι άλλωστε που δεν έκρυβαν ούτε οι ίδιοι). Οι κινηματίες επίσης γνώριζαν ότι ο Κωνσταντίνος δεν ήθελε το αντικοινοβουλευτικό καθεστώς που επεδίωκαν να εγκαθιδρύσουν, ενώ το περιβάλλον του Κωνσταντίνου θεωρούσε θέμα χρόνου την πτώση του αν δεν ενέδιδε στις απαιτήσεις των απριλιανών. Για τον λόγο αυτό παρακολουθούσαν στενά τις κινήσεις του έχοντας παγιδεύσει τις τηλεπικοινωνίες των ανακτόρων, υπονόμευαν σταθερά τους ανώτατους αξιωματικούς που δεν προσχώρησαν στις τάξεις τους αλλά στήριζαν ανοιχτά τον Θρόνο, ενώ ετοιμάζονταν πυρετωδώς για την νέα αναμέτρηση που έμοιαζε επικείμενη.
Ο Βασιλιάς μετέβη στην Αμερική στις 11 και 12 Σεπτεμβρίου 1967 και σε συνάντησή του με τον Lindon Johnson ζήτησε την στρατιωτική αρωγή της Αμερικής στο κίνημα που σχεδίαζε, αλλά χωρίς ιδιαίτερα αποτελέσματα. Οι “απριλιανοί” είχαν τις πληροφορίες τους για την συνωμοσία, ενώ ο Βασιλιάς δύο φορές ανοιχτά κάλεσε τους αξιωματικούς να επιστρέψουν στους στρατώνες τους: Η πρώτη ήταν στο επίσημο ταξίδι του στην Αμερική και η δεύτερη στην Θεσσαλονίκη στις 28 Οκτωβρίου, επ΄ ευκαιρία του εθνικού εορτασμού εν μέσω έντονης φημολογίας για τέλεση κινήματος από τον ίδιο εκείνη την ημέρα. Γενικά υπήρχε ένα ιδεολογικό και κοινωνικό χάσμα μεταξύ Βασιλιά και απριλιανών[7] που ορθά το εντόπισε ο άσπονδος εχθρός και των δύο Ανδρέας Παπανδρέου. Οι απριλιανοί είχαν στρατιωτική και κοφτή νοοτροπία, ήταν παιδιά της επαρχίας χωρίς παραστάσεις από την μεγαλοαστική τάξη της εποχής, ενώ είχαν συμπεριφερθεί υποτιμητικά και εκβιαστικά στον Βασιλιά και στο περιβάλλον του,[8] κάτι που επιβεβαίωσε και ο ίδιος στα απομνημονεύματά του.[9]
Ο Κωνσταντίνος με τον Lindon Johnson |
Ο Βασιλιάς τον Οκτώβριο του 1967 δεχόταν πιέσεις από τον Παπαδόπουλο να τον ορίσει αντιπρόεδρο της κυβέρνησης, ενώ αυξανόταν συνεχώς η ένταση μεταξύ των απριλιανών και των στρατηγών που στήριζαν τον Κωνσταντίνο. Δύο γεγονότα επίσπευσαν τις ενέργειες του Κωνσταντίνου: το πρώτο ήταν η κρίση στις ελληνοτουρκικές σχέσεις μετά τα γεγονότα της Κοφίνου στην Κύπρο, την συνάντηση κορυφής στον Έβρο και την απόφαση των απριλιανών για απόσυρση της ενισχυμένης Ελληνικής μεραρχίας από το νησί και το δεύτερο η πληροφορία πως όλοι οι αξιωματικοί που ήταν μυημένοι στο κίνημα που σχεδίαζε ο Βασιλιάς θα αποστρατεύονταν από τους απριλιανούς στα τέλη Δεκέμβρη, όταν θα γίνονταν οι κρίσεις των αξιωματικών.
Τα πρόσωπα της συνομωσίας και το σχέδιο του κινήματος
Ο Κωνσταντίνος ξεκίνησε τις συνεννοήσεις με αξιωματικούς πιστούς σε αυτόν από το καλοκαίρι του 1967. Ο σκοπός του ήταν να κινητοποιήσει τις πιστές σε αυτόν μονάδες του στρατού και να επαναφέρει την κοινοβουλευτική νομιμότητα. Τον σχεδιασμό της ενέργειας έκανε ο αντιστράτηγος Κωνσταντίνος Δόβας, ήρωας του ελληνοϊταλικού πόλεμου και του εμφυλίου, αρχηγός του στρατιωτικού Οίκου του Βασιλιά. Στην ενέργεια προσχώρησε το σύνολο της ανώτατης ηγεσίας της αεροπορίας (αντιπτέραρχος Αντωνάκος), ενώ από το πεζικό οι σημαντικότεροι ήταν ο αντιστράτηγος Γ. Περίδης διοικητής του Γ΄ Σώματος στρατού, ο αντιστράτηγος Κωνσταντίνος Κόλλιας διοικητής της 1ης στρατιάς στην Λάρισα, ο υποστράτηγος Κεχαγιάς διοικητής μεραρχίας στην Καβάλα, ο υποστράτηγος Ιωάννης Μανέττας, οι ταξίαρχοι Έρσελμαν (διοικητής της ΧΧ μεραρχίας τεθωρακισμένων στην Κομοτηνή) και Βιδάλης, ο υποστράτηγος Ζαλοχώρης διοικητής της στρατιάς στον Έβρο και πολλοί άλλοι ανώτατοι επιτελικοί αξιωματικοί. Όπως γίνεται φανερό στην σχεδιαζόμενη ενέργεια συμμετείχε όλη η ανώτατη διοίκηση του Ελληνικού στρατού και κανονικά η επιτυχία της κίνησης έμοιαζε αν όχι εξασφαλισμένη, τουλάχιστον πολύ πιθανή.
Ενήμερος σχετικά με τις επικείμενες ενέργειες του βασιλιά για την απόπειρα ανατροπής της χούντας ήταν και ο αυτοεξόριστος στο Παρίσι Κωνσταντίνος Καραμανλής, και μάλιστα είχε βολιδοσκοπηθεί από πρόσωπο του βασιλικού περιβάλλοντος που τον επισκέφθηκε τον Οκτώβριο του 1967 στη γαλλική πρωτεύουσα σχετικά με το ενδεχόμενο να αναλάβει την πρωθυπουργία, αν το αντικίνημα στεφόταν με επιτυχία. Ο Καραμανλής, που αν και μακριά, ήταν ως φαίνεται καλύτερα πληροφορημένος και σαφώς οξυδερκέστερος του νεαρού μονάρχη, αρνήθηκε και εξέφρασε σοβαρές επιφυλάξεις για την επιτυχία του όλου εγχειρήματος.[10]
Τα σχέδια των κινηματιών
Το σχέδιο που είχε εκπονηθεί από τους κινηματίες είχε ως βασικό αντικειμενικό σκοπό όλες οι μυημένες μονάδες να καταλάβουν τη Θεσσαλονίκη και ο Βασιλιάς να απευθύνει μήνυμα σε όλους τους Έλληνες.[11] Θα ακολουθούσε το κλείσιμο των Τεμπών και την υπεράσπιση της Λαμίας από την στρατιά στην Λάρισα και την ορκωμοσία νέας κυβέρνησης με την συμμετοχή του κεντρώου Γεώργιου Μαύρου, από τον Αρχιεπίσκοπο Ιερώνυμο προσωπικό φίλο του Βασιλιά και έμπιστου των ανακτόρων. Όλο το βασιλικό σχέδιο είχε διαρρεύσει στις αμερικανικές μυστικές υπηρεσίες ακόμη και στην τελευταία του λεπτομέρεια, αλλά θεωρήθηκε περισσότερο ως αντιπερισπασμός με πολύ μικρές πιθανότητες επιτυχίας. Ο Δόβας που είχε τη γενική σχεδίαση, πίστευε πως μόνο η φυσική παρουσία του Βασιλιά θα εξασφάλιζε την επιτυχία του κινήματος καθώς όλοι θα πειθαρχούσαν στις διαταγές του.[12] Αλλά ήταν σαφές ότι δεν είχε εικόνα της ιδεολογίας των νεότερων μεσαίων αξιωματικών που δεν έτρεφαν τον ίδιο σεβασμό για το Στέμμα με τους μεγαλύτερους συναδέλφους τους.[13]
Οι συνωμοτικές επαφές των κινηματιών γίνονταν σε δεξιώσεις, όπου πράκτορες της ΚΥΠ παρακολουθούσαν άγρυπνα τις συζητήσεις τους για τις οποίες ήταν λεπτομερώς ενήμερος ο Γεώργιος Παπαδόπουλος.[14] Ακόμη χειρότερα, ο Βασιλιάς δεν μύησε στο κίνημα τον αντιναύαρχο Ιπποκράτη Δέδε, αρχηγό του Γενικού Επιτελείου Ναυτικού, ο οποίος ήταν πρόθυμος να θέσει το ναυτικό υπό τις διαταγές του.[15] Σύμφωνα με τον ίδιο, φοβόταν ότι ο Δέδες ίσως δεν στήριζε το κίνημα.[16] Ο ίδιος ο Κωνσταντίνος κατά την διάρκεια των συνομωσιών άρχισε να αντιλαμβάνεται ότι το κίνημα θα αποτύγχανε, καθώς οι στρατηγοί που το είχαν σχεδιάσει δεν είχαν πείρα από τέτοιες ενέργειες, ενώ όμοιες σκέψεις του μετέδιδαν και άτομα του περιβάλλοντός του.[17]
Η μόνη πιθανότητα επιτυχίας του κινήματος εδραζόταν στην ενεργό υποστήριξη του αμερικανικού παράγοντα. Ο Βασιλιάς τηρούσε λεπτομερώς ενήμερους τους Αμερικάνους για τις προθέσεις του, αλλά παρά τις προσπάθειες του δεν κατάφερε να εξασφαλίσει την ενεργή υποστήριξη τους καθώς οι απόρρητες διπλωματικές αμερικανικές αναλύσεις δεν τον θεωρούσαν πλέον ισχυρό πόλο εξουσίας. Η αμερικανική κυβέρνηση αποθάρρυνε τον Κωνσταντίνο ενώ δεν του παρείχε καμία υλική ή ηθική υποστήριξη. Ο Κωνσταντίνος θα αντιμετώπιζε τους συνταγματάρχες μόνος.
Η εκδήλωση του Βασιλικής επέμβασης της 13ης Δεκεμβρίου 1967 – η Βασιλική οικογένεια στην Καβάλα
Η πρώτη σκέψη των κινηματιών ήταν κίνηση να εκδηλωθεί στην παρέλαση της 28ης Οκτωβρίου, όπου θα βρισκόταν παρούσα η ηγεσία της 21ης Απριλίου. Έτσι, ο Περίδης ζήτησε να μεταφέρει μονάδες για την παρέλαση που δεν προβλέπονταν από την σύνθεση που είχε ήδη εγκριθεί, αλλά ο Αρχηγός ΓΕΣ Οδυσσέας Αγγελής απέρριψε την αίτηση και μετέβη αυτοπροσώπως στον Βασιλιά για να τον ρωτήσει ευθέως για τις φήμες ότι σχεδιαζόταν κίνημα. Ο Κωνσταντίνος το αρνήθηκε, αλλά όταν βρέθηκε στη Θεσσαλονίκη, είχε κατ΄ ιδίαν επαφές με τον Περίδη, ενώ επισκέφτηκε με ελικόπτερο τις μεραρχίες Έδεσσας και Κιλκίς, κινήσεις που επισημάνθηκαν από τους απριλιανούς.[18]
Η ένταση στις ελληνοτουρκικές σχέσεις έφερε αλλαγή στα σχέδια του Βασιλιά: ενώ αρχικά προβλεπόταν ότι θα πήγαινε στην Θεσσαλονίκη αναγκάστηκε να ξεκινήσει από την Καβάλα καθώς όλες οι πιστές σε αυτόν μονάδες βρίσκονταν στην Θράκη λόγω της έντασης στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Το πρωινό της 13ης Δεκεμβρίου όλη η βασιλική οικογένεια “πέταξε” με το βασιλικό αεροσκάφος για Καβάλα έχοντας μια αλλαξιά ρούχα, εγκαταλείποντας το Τατόι για πάντα, όπως αποδείχθηκε εκ των υστέρων. Την συνόδευε και ο πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Κόλλιας, ο οποίος δεν γνώριζε τίποτε για το κίνημα και ενημερώθηκε σχετικά την τελευταία κυριολεκτικά στιγμή. Στις 11.30 ο Κωνσταντίνος και η οικογένεια του έφτασαν στην Καβάλα. Πολλοί πολίτες της Καβάλας επιφύλαξαν αποθεωτική υποδοχή στον Βασιλιά και η ΧΙη μεραρχία υπό τον ταξίαρχο Κεχαγιά προσχώρησε αμέσως στο κίνημα.
Τίποτε δεν πήγε σύμφωνα με το σχέδιο. Κατ΄ αρχάς το ίδιο το σχέδιο προέβλεπε κάτι που κυμαινόταν μεταξύ αδύνατου και κωμικοτραγικού: ο υποστράτηγος Μανέττας θα εμφανιζόταν στις 11.00 το πρωί στο Πεντάγωνο και θα παρέδιδε βασιλική διαταγή στον αρχηγό ΓΕΣ Οδυσσέα Αγγελή ώστε αυτός να του παραδώσει την….διοίκηση του στρατού. Ακόμη χειρότερα για τους βασιλικούς σχεδιασμούς, ο Μανέττας εμφανίστηκε μια ώρα νωρίτερα να εκτελέσει την απίθανη αποστολή του και έτσι το κίνημα έχασε και το στοιχείο του όποιου αιφνιδιασμού.
Ο Μανέττας συνελήφθη επί τόπου και απομονώθηκε σε ένα δωμάτιο στο κτήριο του Πενταγώνου και ο Αγγελής ειδοποιούσε παντού σε όλη την Ελλάδα για το βασιλικό κίνημα, ζητώντας από όλους πειθαρχία στις διαταγές του μόλις λίγα λεπτά πριν κοπούν οι τηλεπικοινωνίες. Μέχρι το μεσημέρι όλες οι αεροπορικές βάσεις εκτός αυτής των Αθηνών προσχώρησαν στο βασιλικό κίνημα, αλλά το σχέδιο δεν προέβλεπε τίποτε για την αξιοποίηση τους εκτός από ρίψη φυλλαδίων με το βασιλικό διάγγελμα. Έτσι όλη την ημέρα της 13ης Δεκεμβρίου αεροπλάνα πετούσαν σε χαμηλό ύψος πάνω από το Πεντάγωνο, χωρίς να προβούν σε κάποια ενέργεια και χωρίς να μπορέσουν να επηρεάσουν αποφασιστικά τις εξελίξεις. Ο αρχηγός του στόλου αντιναύαρχος Δέδες πριν συλληφθεί, έδωσε διαταγή σε όλον τον στόλο να πλεύσει προς Καβάλα υπακούοντας τον Βασιλιά. Παρά τις προσπάθειες της ηγεσίας των απριλιανών α ματαιώσουν τον απόπλου, το σύνολο των πολεμικών πλοίων του στόλου απέπλευσε με κατεύθυνση την Βόρεια Ελλάδα, ώστε να στηρίξει το κίνημα του Βασιλιά.
Η αποτυχία του κινήματος και η φυγή του Βασιλιά στο εξωτερικό
Η υποδοχή του Κωνσταντίνου στην Καβάλλα |
Η τελική έκβαση της κίνησης θα κρινόταν στην Θράκη. Αν ο Βασιλιάς κατάφερνε να θέσει γρήγορα σε κίνηση τις πιστές σε αυτόν μονάδες και να μπει στην Θεσσαλονίκη σε 24 ώρες, θα είχε επικρατήσει πλήρως. Ήδη ήλεγχε την ΧΙ μεραρχία υπό τον ταξίαρχο Βιδάλη που βρισκόταν στην Καβάλα, όμως ο υποστράτηγος Σωτήρης Λιαράκος, διοικητής της Σχολής Πολέμου έχοντας μόνο φοιτητές της σχολής στη διάθεσή του, είχε αποτύχει να καταλάβει τον ραδιοσταθμό στην Θεσσαλονίκη για να μεταδώσει το Βασιλικό διάγγελμα. Η πόλη βρισκόταν υπό την κατοχή των ΛΟΚ του ταξίαρχου Πατίλη που αν και κλινήρης στο ΑΧΕΠΑ, όταν έμαθε τις εξελίξεις φόρεσε την στολή του και κινήθηκε κεραυνοβόλα καταλαμβάνοντας όλα τα στρατηγικά σημεία της Θεσσαλονίκης, ασφαλίζοντας την συμπρωτεύουσα για τους απριλιανούς.[19]
Τα γεγονότα όμως εξελίχθηκαν αρνητικά για τον Βασιλιά και τους υποστηρικτές του. Σύντομα φάνηκε ότι οι ανώτατοι αξιωματικοί δεν ήλεγχαν τις μονάδες τους, καθώς υφιστάμενοι τους αξιωματικοί ήταν οπαδοί της 21ης Απριλίου και πολλοί πιο αποφασιστικοί και φανατισμένοι από τους διοικητές τους. Έτσι στην ΧΧ μεραρχία τεθωρακισμένων ο ταξίαρχος Έρσελμαν αφού το πρωί της 13ης Δεκεμβρίου έθεσε υπό κράτηση 3 αξιωματικούς (τους αντισυνταγματάρχες Πυρρόπουλο και Πετάνη και τον ταγματάρχη Κιρκηλή) που γνώριζε ότι είναι οπαδοί της 21ης Απριλίου, έδωσε διαταγή να κινηθούν τα άρματα από Κομοτηνή προς Θεσσαλονίκη. Ο ταγματάρχης Σοφικίτης, υποδιοικητής της 2ας διοικήσεως Μάχης ζήτησε δήθεν συνάντηση με τον Έρσελμαν για να ενημερωθεί και με λίγους πιστούς του στρατιώτες τον συνέλαβε και τον κλείδωσε σε ένα άρμα. Αμέσως μετά απελευθέρωσε τους κρατηθέντες αξιωματικούς με επικεφαλής τον πετάνη που ήταν και ο πλέον αδιάλλακτος απριλιανός. Η διοίκηση της μεραρχίας πέρασε πλέον στα χέρια των απριλιανών και ο Σοφικίτης προώθησε τις δυνάμεις του αποφασιστικά προς Κομοτηνή για να συλλάβει και τον Περίδη.
Ο Βασιλιάς μετέβη στην Κομοτηνή με ελικόπτερο να συναντήσει τον Περίδη, ο οποίος τον ενημέρωσε ότι το Α΄ και Β΄ Σώμα Στρατού τηρούσαν ουδέτερη στάση. Ο Περίδης ζήτησε από τον αντιστράτηγο Ζαλοχώρη στον Έβρο να κινηθεί για να τον ενισχύσει με όλες τις δυνάμεις του. Τα τεθωρακισμένα της 99ης μεραρχίας ξεκινούν, όμως η λάσπη από την καταρρακτώδη βροχή δεν τους επιτρέπει να προχωρήσουν γρήγορα, ενώ όπως αποδείχθηκε κάποιες μονάδες καθυστερούσαν σκοπίμως καθώς οι διοικητές τους ήταν πιστοί στην 21η Απριλίου. Το απόγευμα μια ίλη τεθωρακισμένων υπό τον Σοφικίτη συνέλαβε και τον ίδιο τον Περίδη στην Κομοτηνή και τον επιτελάρχη του ταξίαρχο Βιδάλη, ενώ πρωταγωνιστής στο όλο εγχείρημα ήταν ο συνταγματάρχης Πετάνης. Να σημειωθεί ότι στα υψώματα γύρω από την Κομοτηνή είχαν ταχθεί αντιαρματικά τα οποία όμως δεν έριξαν ούτε οβίδα στα επελαύνοντα άρματα του Σοφικιτη, καθώς οι αξιωματικοί τους δεν αντέδρασαν στις εξελίξεις.
Ο αντιστράτηγος Κόλιας στην Λάρισα έδωσε διαταγές στις μονάδες του να κινηθούν προς τα Τέμπη αλλά όλοι υφιστάμενοι διοικητές του καθυστερούσαν να εκτελέσουν τις διαταγές, όταν αντιλήφθηκαν ποιος ήταν ο αντικειμενικός τους σκοπός. Όλες οι μονάδες που αναπτύχθηκαν από τον Κόλλια έξω από την Λαμία και την Λάρισα παραδόθηκαν στους επελαύνοντες από την Αθήνα πιστούς αξιωματικούς των απριλιανών, ενώ αργά το απόγευμα συνελήφθη και ο ίδιος.
Παρά τα συνεχή παραπλανητικά μηνύματα που λάμβανε από το Πεντάγωνο, ο στόλος συνέχισε την πορεία του προς Βορρά και τα ξημερώματα της 14ης Δεκεμβρίου είχε οπτική επαφή με το λιμάνι της Θεσσαλονίκης. Ο Δέδες ενώ βρισκόταν στην Αθήνα υπό κράτηση από τους Απριλιανούς, έμαθε για τη φυγή του Βασιλιά και την αποτυχία του κινήματος. Αφού οι απριλιανοί τον διαβεβαίωσαν ότι θα εξέδιδαν αμνηστία για τα πληρώματα των πλοίων, έδωσε διαταγή με ραδιοτηλεγράφημα να επιστρέψει ο στόλος στον ναύσταθμο της Κρήτης.[20]
Τα άσχημα νέα φτάνουν το ένα μετά το άλλο στον Βασιλιά στην Καβάλα που καταλαβαίνει ότι το παν είχε χαθεί. Μόνο με αεροπορία και στόλο και την μεραρχία της Καβάλας δεν μπορούσε να πετύχει τους σκοπούς του. Το τελευταίο χτύπημα είναι η ορκωμοσία νέας κυβέρνησης και του υποστράτηγου Ζωιτάκη ως αντιβασιλέα από τον αρχιεπίσκοπο Ιερώνυμο στην Αθήνα. Μέσα στην απελπισία του και για να μην αιχμαλωτισθεί από την 21η Απριλίου, ο Βασιλιάς με την οικογένεια του και τον πρωθυπουργό Κ. Κόλλια, απογειώνονται εν μέσω καταρρακτώδους βροχής από την Καβάλα, χωρίς σχέδιο πτήσεως και επαρκή καύσιμα προς το Πρίντιζι ενώ τελικά λόγω του ευνοϊκού καιρού έφτασαν στην Ρώμη.
Στις 04:00 ξημερώματα της 14ης Δεκεμβρίου το βασιλικό αεροσκάφος αγγίζει το έδαφος του αεροδρομίου της Ρώμης. Η βασιλική οικογένεια της Ελλάδος αρκετά καταπονημένη από το δύσκολο ταξίδι, αλλά πάντοτε αξιοπρεπής, γίνεται δεκτή από δεκάδες φωτορεπόρτερς που απαθανατίζουν την αλλόκοτη σκηνή. Ο Κωνσταντίνος μειδιά στο θέαμα αυτό. Μόλις είχε χάσει τον Θρόνο του…
Συμπεράσματα
Μετά την αποτυχία της προσπάθειας πολλοί κατηγόρησαν τον Κωνσταντίνο για κίνημα-οπερέτα που δεν είχε καμία ελπίδα επιτυχίας, κάτι που εκ των υστέρων είναι ένα ασφαλές και εύκολο συμπέρασμα. Προφανώς αν ο Κωνσταντίνος πίστευε ότι δεν είχε καμμία πιθανότητα επιτυχίας δεν θα εξέθετε τον εαυτό του, το αξίωμα του και κυρίως την οικογένεια του στην περιπέτεια αυτή. Αντιθέτως είχε κάθε λόγο να πιστεύει στην επιτυχία αφού στην ενέργεια συμμετείχε σχεδόν το σύνολο των ανώτατων αξιωματικών των τριών όπλων, που είχαν υπό την διοίκηση τους τις σημαντικότερες στρατιωτικές μονάδες της Χώρας. Το σχέδιο της όλης ενέργειας σε μερικά σημεία του (Μανέττας) ήταν ομολογουμένως πολύ κακό σε βαθμό ανοησίας, αλλά παρ΄ όλα αυτά είχε πιθανότητες επίτευξης των αντικειμενικών του στόχων.
Η τελική αποτυχία ήταν κατά την γνώμη μας, συνδυασμός τριών παραγόντων. Ο πρώτος και σημαντικότερος ήταν ότι οι μυημένοι στο κίνημα διοικητές μονάδων δεν ήλεγχαν πλήρως τις μονάδες τους και δεν είχαν αντιληφθεί τους κατώτερους αλλά αποφασισμένους οπαδούς της 21ης Απριλίου, για να τους απομακρύνουν η να τους περιορίσουν εγκαίρως. Προφανώς οι κινηματίες ανώτατοι αξιωματικοί δεν είχαν προηγούμενες εμπειρίες σε συνωμοτικές κινήσεις τέτοιου είδους. Οι κατώτεροι τους αξιωματικοί επέδειξαν θάρρος και αποφασιστικότητα, αρετές απαραίτητες για αυτόν που θέλει να επικρατήσει σε τέτοιου είδους ανταγωνισμούς.
Ο δεύτερος παράγων ήταν οι αδιαμφισβήτητες πολιτικές στρατιωτικές και συνωμοτικές ικανότητες των ηγετών της 21ης Απριλίου. Οι δυνατότητες τους φάνηκαν ήδη με την κατάληψη της εξουσίας όταν σε λίγες ώρες έφεραν εις πέρας ένα λεπτομερές και πολύπλοκο σχέδιο ολικής κατάλυσης των αρχών του ελληνικού κράτους που απαιτούσε συγχρονισμό, ταχύτητα και αποφασιστικότητα πετυχαίνοντας τον πλήρη αιφνιδιασμό ολόκληρου του κράτους. Έτσι και στην περίπτωση του κινήματος του Βασιλιά είχαν από την αρχή τον πλήρη έλεγχο και έγκυρες πληροφορίες για τις κινήσεις που γίνονταν. Στις 13 Δεκεμβρίου και όταν ακόμα έχασαν τον έλεγχο του ναυτικού και της αεροπορίας, δεν απώλεσαν την ψυχραιμία τους, αλλά με μεθοδικότητα απομόνωσαν στην Καβάλα τον Κωνσταντίνο, απογύμνωσαν τους υποστηρικτές του από τις διοικήσεις των μονάδων τους ενώ στο τέλος κατάφεραν να προσεταιρισθούν και τον Αρχιεπίσκοπο Ιερώνυμο.
Ήταν αποφασισμένοι να τα παίξουν όλα για όλα αντιθέτως με τους αντιπάλους τους που οι περισσότεροι δεν είχαν επαναστατική ψυχολογία και αποφασιστικότητα, αλλά απλώς διεκπεραίωναν αυτό που θεωρούσαν ως καθήκον τους έναντι του στρατιωτικού όρκου που είχαν δώσει στο Στέμμα. Οι αξιωματικοί της 21ης Απριλίου επέδειξαν και πολιτικές και οργανωτικές αρετές στα χρόνια που κυβέρνησαν την Ελλάδα (ως το 1973), φαινόμενο που ομολογουμένως δεν είναι σύνηθες για αξιωματικούς στην σύγχρονη Ελληνική Ιστορία.
Ο τρίτος ήταν η απόφαση του αμερικανικού παράγοντα να τηρήσει αυστηρή ουδετερότητα στην διαπάλη των δύο παρατάξεων για τον έλεγχο του στρατού και της χώρας. Σε όλο το διάστημα μετά την 21η Απριλίου οι Αμερικάνοι ιθύνοντες ήταν διχασμένοι μεταξύ του να αποδεχθούν τη νέα κατάσταση ή να στηρίξουν τον Βασιλιά. Ένας φόβος της αμερικανικής πολιτικής στην Ελλάδα ήταν ότι αν ο Κωνσταντίνος εξασφάλιζε τον έλεγχο της χώρας συντρίβοντας τους απριλιανούς, θα ήταν αιχμάλωτος της αριστεράς. Επίσης, στις εκτιμήσεις των Αμερικανών ιθυνόντων οι ηγέτες της 21ης Απριλίου είχαν μεγαλύτερη ισχύ στο στρατό από τον Βασιλιά και έδειχναν ικανοί να κυβερνήσουν αποτελεσματικά τη Χώρα.
Επίλογος – Ο Κωνσταντίνος αναλαμβάνει τις ευθύνες του ενώπιον της Ελλάδας και της της Ιστορίας
«Ποτέ στη ζωή μου δεν θέλησα να κρυφτώ πίσω από άλλους. Η ευθύνη της αποτυχίας βαραίνει εμένα. Αναλαμβάνω αυτό το βάρος. Αν όμως ξια κάτι ακόμη και σήμερα, δεν συγχωρώ τον εαυτό μου, είναι που δεν μπορέσαμε να απαλλάξουμε το συντομότερο δυνατόν την Ελλάδα από αυτούς τους επιόρκους. Τα λάθη ήταν πολλά. Κρισιμότατο ρόλο έπαιξε το γεγονός ότι είχαμε μεν τους στρατηγούς, αλλά δεν είχαμε τους λοχαγούς και τους ταγματάρχες.”[21]
Υποσημειώσεις
[1] Αλέξης Παπαχελάς, Ο βιασμός της ελληνικής δημοκρατίας (ο αμερικανικός παράγων, 1947-1967), εκδόσεις Εστία, Αθήνα 1997, σελ. 315-319.
[2] «Αισθανόμουν προδομένος. Έβλεπα ότι η Χώρα μου βυθίζεται στο σκοτάδι. Ήταν η χειρότερη ημέρα τα ης ζωής μου. Η κατάσταση ήταν πολύ δύσκολη. Είχα μείνει χωρίς ίχνος δυνάμεων. Οι τηλεφωνικές γραμμές άρχισαν να νεκρώνουν». Βασιλιάς Κωνσταντίνος, Χωρίς τίτλο (τόμος Β΄), Βήμα, Αθήνα 2015, σελ. 230-231.
[3] Παπαχελάς, ό.π., σελ. 320.
[4] Στο ίδιο σελ. 325.
[5] Κωνσταντίνος Κόλλιας , Βασιλεύς και Επανάστασις 1967, Αθήνα 1984, σελ. 64-65.
[6] Παπαχελάς, ό.π., σελ. 335-336.
[7] Ο Κωνσταντίνος σαφώς και ήταν ενοχλημένος από τη δικτατορία των συνταγματαρχών, και τόσο τα αισθήματα του ιδίου αλλά και της άρχουσας τάξης της χώρας, σε πρώτη φάση τουλάχιστον, αποδίδονται εύστροφα από τη χαριτωμένη φράση του Δημήτρη Χορν, ο οποίος περίγραψε την κατάσταση «σαν να βρίσκεστε στο ρετιρέ σας στο Κολωνάκι και να σας κλειδώνει στο δωμάτιο υπηρεσίας η καμαριέρα σας». Ευάγγελος Κούμπουλης, Το αντικίνημα του Κωνσταντίνου στις 13 Δεκεμβρίου 1967, περιοδικό Ιστορία Εικονογραφημένη (τεύχος 630), Αθήνα 2020.
[8] Ανδρέας Παπανδρέου, Η Δημοκρατία στο απόσπασμα, Λιβάνης, Αθήνα 2006, σελ. 392.
[9] «Επιπλέον μου ήταν αδύνατον να συνεχίσω να ανέχομαι την αναγκαστική συνύπαρξή μου με τους φρικτούς ανθρώπους της Χούντας. Ήταν απελπισία.» Βασιλεύς Κωνσταντίνος, χωρίς τίτλο (τόμος Γ΄), Αθήνα 2015, σελ. 12.
[10] Κούμπουλης, ό.π.
[11] Βασιλεύς Κωνσταντίνος, χωρίς τίτλο (τόμος Γ΄), σελ.18.
[12] Γιώργος Α. Λεονταρίτης, Βασιλεύς και Γεώργιος Παπαδόπουλος 1967-1973, Προσκήνιο, σελ. 35.
[13] Παπανδρέου, ό.π., σελ. 393.
[14] Λεονταρίτης, σελ. 28, 34,35.
[15] Ιπποκράτης Ι. Δέδες, Όταν σίγησαν τα κανόνια…(ο ρόλος του πολεμικού ναυτικού από 21ης Απριλίου έως 13ης Δεκεμβρίου 1967, Ιπποκράτης, Αθήνα 1994, σελ. 107-113.
[16] Βασιλεύς Κωνσταντίνος, χωρίς τίτλο (τόμος Γ΄), σελ.15-16.
[17] Στο ίδιο, σελ.29-30.
[18] Λεονταρίτης, ό.π., σελ. 29-30.
[19] Βασιλεύς Κωνσταντίνος, χωρίς τίτλο (τόμος Γ΄), σελ.37-38.
[20] Δέδες, ό.π., σελ. 135-141.
[21] Βασιλεύς Κωνσταντίνος, χωρίς τίτλο (τόμος Γ΄), σελ. 48-49.
Πηγές
Βασιλεύς Κωνσταντίνος, χωρίς τίτλο (τόμοι Β΄, Γ΄), Βήμα, Αθήνα 2015.
Δέδες Ιπποκράτης Ι., Όταν σίγησαν τα κανόνια…(ο ρόλος του πολεμικού ναυτικού από 21ης Απριλίου έως 13ης Δεκεμβρίου 1967, Ιπποκράτης, Αθήνα 1994.
Κόλλιας Κωνσταντίνος, Βασιλεύς και Επανάστασις 1967, Αθήνα 1984.
Κούμπουλης Ευάγγελος, Το αντικίνημα του Κωνσταντίνου στις 13 Δεκεμβρίου 1967, περιοδικό Ιστορία Εικονογραφημένη (τεύχος 630), Αθήνα 2020.
Λεονταρίτης Γιώργος Α., Βασιλεύς και Γεώργιος Παπαδόπουλος 1967-1973, Προσκήνιο, Αθήνα.
Παπανδρέου Ανδρέας, Η Δημοκρατία στο απόσπασμα, Λιβάνης, Αθήνα 2006.
Παπαχελάς Αλέξης, Ο βιασμός της ελληνικής δημοκρατίας (ο αμερικανικός παράγων, 1947-1967), εκδόσεις Εστία, Αθήνα 1997.
Στεφανοπούλου Αλεξάνδρα, 13 Δεκεμβρίου 1967, εκδόσεις Φερενίκη, Αθήνα 2009.
16 comments
Το άρθρο επιχειρεί ένα εξωραϊσμό του αρνητικού ρόλου που έπεξε διαχρονικώς το παλάτι στην Ελλάδα.
Για την ιστορία θυμίζουμε:
Η εμμονή του Κωνσταντίνου Β’ να διατηρεί τον απόλυτο έλεγχο των Ενόπλων Δυνάμεων και η άρνηση του το 1965 υπο την καθοδήγηση της μητέρας του Φρειδερίκης, να δεχθεί την αντικατάσταση του Γαρουφαλιά στο υπουργείο Άμυνας από τον ίδιο τον πρωθυπουργό Γεώργιο Παπανδρέου οδήγησαν στο συνταγματικό πραξικόπημα των Ιουλιανών και της αποστασίας κι άνοιξαν το δρόμο στη δικτατορία των συνταγματαρχών το 1967, την κυβέρνηση των οποίων όρκισε και μέχρι τέλους υπερασπιζόταν την απόφασή του αυτή.
50 χρόνια πριν ο συνονόματος παππούς του, Κωνσταντίνος ο Α’, λόγω της προσκόλλησής του στον Κάιζερ και τις κεντρικές δυνάμεις, αποπέμπει δύο φορές τον Βενιζέλο παρά την κυριαρχία του τελευταίου στις εκλογές, οδηγώντας τη χώρα στη διάλυση του Εθνικού Διχασμού, με συνέπεια ο ελληνισμός να απωλέσει οριστικώς τον μικρασιατικό του πνεύμονα, τον Βόσπορο και την ιστορική του πρωτεύουσα, για νάρχονται σήμερα οι Τούρκοι αποθρασυμένοι, να μας κουνάνε το δάκτυλο να κάτσουμε φρόνιμα και να μας απειλούν πως θα μας πάρουν και αυτή τη θάλασσα και τα νησιά του Αιγαίου.
Καλὸ ἄρθρο. Ο Παπαχελάς στο βιβλίο που γίνεται αναφορά, περιγράφει και ἄλλα χαρακτηριστικά τοῦ βασιλέως. Οπως πχ. οτι οι διδάσκαλοί του πολεμικών τεχνων και φιλοσοφίας ήταν υπάλληλοι της Πρεσβείας, και μέλη γνωστών μυστικών υπηρεσιών (και να μήν ήταν, οπως λέει ο Ριτσαρντ Μαρσίνκο, απο την υπηρεσία του στην Καμπότζη, η δουλειά κάθε υπαλλήλου πρεσβείας ειναι να συλλέγει πληροφορίες). Επισης ότι αφελώς ρώτησε εάν γίνεται να επιτεθει ο 6ος στόλος στον ελληνικο στρατο, και του ειπαν ότι αυτά τα πράγματα δεν γίνονται. Καλο βιβλίο, την ανάγνωσή του συνιστά και ο Ταξίαρχος Παττακός (μαζί με το Αρχιπέλαγος Γκουλάγκ του Αλεξάντρ Σολζενίτσιν, βραβεῖο Νόμπελ Λογοτεχνίας 1970).
Ελευθέριε, τι πάει να πει «το άρθρο επιχειρεί εξωραισμό». Αυτό είναι δίκη προθέσεων. Ευσταθούν ή όχι όσα λέει. Ιστορικά στοιχεία παραθέτει. Η απάντηση είναι ότι ευσταθούν. Αυτό που θυμίζεις έγινε δύο χρόνια νωρίτερα. Τα γεγονότα είναι γνωστά. Ο Κωνσταντίνος είχε άριστες σχέσεις με τον Γ. Παπανδρέου. Μέχρι τη στιγμή που ο γιος του, ο Αντρέας, ήθελε να γίνει υπουργός εθνικής αμύνης. Ο Κωνσταντίνος παρά το νεαρό της ηλικίας του (24) κατάλαβε περί τίνος πρόκειται και το απέτρεψε. Ο Γ. Παπανδρέου έκανε μία πιρουέτα και πρότεινε να γίνει ο ίδιος υπουργός, παρότι ήταν ήδη πρωθυπουργός. Προφανώς, ο Κωνσταντίνος κατάλαβε ότι αυτό δεν θα άλλαζε τίποτα και θα παρέμενε ο Αντρέας να ελέγχει τα πάντα μέσω του πατέρα του που θα είχε άλλες υποχρεώσεις. Αυτά έγιναν το 1965. Δύο χρόνια μετά το τι έγινε, το περιγράφει το άρθρο. Αυτό που δεν λέει το άρθρο είναι ότι αν ο Κωνσταντίνος δεν είχε πρόβλημα να αιματοκυλήσει τη χώρα, θα μπορούσε να πετύχει το αντικίνημά του και αν διώξει τους χουντικούς. Αλλά προτίμησε να χάσει τον θρόνο του. Διότι ουσιαστικά τον έχασε τον θρόνο του τον Δεκέμβριο του 1967 προσπαθώντας να διώξει το καθεστώς. Προς τιμήν του ξαναπροσπάθησε το 1973 με το Ναυτικό, αλλά πάλι δεν τα κατάφερε, ίσως για τον ίδιο λόγο. Δεν ήθελε αίμα. Μετά, φέρθηκε σαν κύριος. Δέχθηκε να μην έρθει καν να υπερασπιστεί τον εαυτό του.
Η Ιστορία, για χάρη της οποίας μας θυμίζεις το 1965, είχε και συνέχεια. Ο Αντρέας έγινε πρωθυπουργός το 1981. Η καταστροφή που έφερε στη χώρα δικαιώνουν απόλυτα την επιφύλαξη του Κωνσταντίνου στο πρόσωπό του.
@ Ελευθέριο
“Η εμμονή του Κωνσταντίνου Β’ να διατηρεί τον απόλυτο έλεγχο των Ενόπλων Δυνάμεων”
Ως Ανώτατος Άρχων, ήταν αρχηγός των ΕΔ. Τι πάει να “εμμονή”;
Μάλλον λησμονείς ότι την περίοδο που ο Γ. Παπανδρέου ζήτησε να αντικαταστήσει τον Γαρουφαλιά (γιατί άραγε;) γινόταν, ή θα γινόταν ΕΔΕ για την υπόθεση ΑΣΠΙΔΑ, στην οποίαν φερόταν αναμεμειγμένος και ο γιός του, Ανδρέας. Ναι μεν είχε το δικαίωμα να αλλάζει υπουργούς, να αναλαμβάνει ο ίδιος όποια υπουργεία ήθελε, αλλά το timing τον έκανε να φαίνεται ύποπτος συγκάλυψης.
Ούτε εγώ βλέπω πού είναι ο εξωραϊσμός στο άρθρο.
Η διαφωνία του Κωνσταντίνου με τον Γ. Παπανδρέου μπορούσε να επιλυθεί είτε μέσα από την υπάρχουσα Βουλή είτε με νέα προσφυγή στις κάλπες. Η ανάθεση απο τον πρώτο τριών εντολών σχηματισμού κυβέρνησης, παρά τη θέληση του εκλεγμένου πρωθυπουργού και προτού καν αυτός υποβάλλει εγγράφως την παραίτησή του, συνιστούσε ασφαλώς συνταγματική εκτροπή που αποσκοπούσε στην αλλοίωση του συσχετισμού των κοινοβουλευτικών δυνάμεων.
.. όσο για το αίμα που ο ήθελε ο έκπτωτος να αποφύγει χύθηκε βέβαια άφθονο, και σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό, στην Κύπρο, την ΕΣΑ, την Μπουμπουλίνας και τη Μεσογείων…
Ελευθέριε,
Δεν διαφωνώ με το ότι η μέθοδος των “κατεψυγμένων” ήταν λάθος. Για το αν ήταν και αντισυνταγματική δεν μπορώ να πώ, διότι υπήρχαν δύο αντίθετες γνώμες από τους δύο κορυφαίους συνταγματολόγους τής εποχής. Ο μεν Σγουρίτσας τη θεωρούσε συνταγματική, ο δε Μάνεσης όχι.
Το να κατηγορούν, όμως, τον εκλιπόντα ότι ευθύνεται για την δικτατορία, είναι για δύο λόγους ανυπόστατο. Πρώτον διότι οι Αμερικανοί δεν ήθελαν τον Παπανδρέου στην κυβέρνηση(*), διότι τον θεωρούσαν επικίνδυνο “συνοδοιπόρο” και δεύτερον, διότι το πολιτικό πρόβλημα/αστάθεια είχε λυθεί ήδη από τον Φεβρουάριο τού 1967 (κυβέρνηση Κανελλοπούλου, με στήριξη Παπανδρέου για εκλογές τον Μάιο), όταν δύο μήνες μετά έγινε το πραξικόπημα. Ε, ας μην τού φορτώσομε τώρα και τα αίματα στο ΕΑΤ/ΕΣΑ και την Κύπρο, διότι χάνομε την αξιοπιστία μας και την σοβαρότητά μας.
(*) Οι Αμερικανοί εκείνη την εποχή είχαν προφανώς οξυμένη κομμουνιστοφοβία, διότι, αν και επισήμως διαψεύδεται, φαίνεται ότι κάτι παρόμοιο επεχείρησαν και στην Ιταλία.
Η ιστορία κρίνεται εκ των αποτελεσμάτων και τα αποτελέσματα της ίντριγκας των ανακτόρων τη δεδομένη στιγμή ήταν κάτι παραπάνω από ορατά. Η πολιτική αστάθεια ήταν μια από τις πρώτες συνέπειες. Συνδυασμένη με το γενικότερο κλίμα εκφυλισμού των δημοκρατικών και κοινοβουλευτικών θεσμών, μέσω της υπονόμευσής τους από τον βασιλικό θεσμό και τον εξωτερικό παράγοντα (Αμερικάνοι), την απαξίωση του πολιτικού κόσμου λόγω της αποστασίας και την απορρύθμιση των μηχανισμών άμυνας του κράτους δημιούργησαν τις αφορμές και άνοιξαν το δρόμο για την εκδήλωση του στρατιωτικού πραξικοπήματος, πριν καν διενεργηθούν νέες εκλογές, που οδήγησε στην 7χρονη δικτατορία.
Εκ των υστέρων πολλά μπορεί να επικαλείται κανείς για να δικαιολογήσει τη στάση του. Δηλαδή τί ήθελε να πει ο εκλιπών κι όσοι τον υπερασπίζονται, ότι δικαιολογούνταν τότε να αντιταχθεί στην νόμιμα εκλεγμένη κυβέρνηση και τον πρωθυπουργό του 53%, αλλά δεν είχε το σθένος να αρνηθεί να ορκίσει την χουντική κυβέρνηση κι ότι τάχατες αντιστάθηκε (!) με βασικό επιχείρημα μία φωτογραφία του με τους πραξικοπηματίες όπου είχε συνοφρυωμένο ύφος;
Αλλά ας αφήσουμε λέω τον εκλιπόντα μαζί με το αξίωμά του, να αναπαυθεί εν ειρήνη κι ας μη γελοιοποιούμε περαιτέρω την κατάσταση.
Αγαπητέ Πατριιώτη,
Επειδή τα εχω ζήσει τα γεγονότα, όταν αναφέρεις – ” Μάλλον λησμονείς ότι την περίοδο που ο Γ. Παπανδρέου ζήτησε να αντικαταστήσει τον Γαρουφαλιά (γιατί άραγε;) γινόταν, ή θα γινόταν ΕΔΕ για την υπόθεση ΑΣΠΙΔΑ, στην οποίαν φερόταν αναμεμειγμένος και ο γιός του Ανδρέας. Ναι μεν είχε το δικαίωμα να αλλάζει υπουργούς, να αναλαμβάνει ο ίδιος όποια υπουργεία ήθελε, αλλά το timing τον έκανε να φαίνεται ύποπτος συγκάλυψης”-. Είσαι απόλτυτα σωστός κα ιέχεις δίκαιο, διότι ο επιλεγόμενος “Γέρος της Δημοκρατίας”(Sic!)……. ήταν αέρας και κάθε άλλο από δημοκράτης.
Ηθελε όντως, εκβιαζόμενος από τον Ανδρέα, να συσκοτήσει τα πράγματα.
Επιτέλους και ένας που θυμάται!!!
Ευυμένης Καρδιανός
..εγώ πάντως δεν λησμονώ, διότι δεν είναι δυνατόν να θυμάμαι γεγονότα που δεν έζησα (το ’65 ήμουν 7 ετών), αντλώ και κρίνω απο τις καταγραφές που υπάρχουν. Κι εν πάσει περιπτώσει ο Κωνσταντίνος επέτρεψε στο μεγάλο Τίποτα κι η Ιστορία τον κατέγραψε στους συνεργούς της χουντικής κυβέρνησης εφόσον την όρκισε και αυτή οδήγησε στη συρρίκνωση του ελληνισμού δια της απώλειας της βορείου Κύπρου, ενώ ο παππούς του βαρύνεται με την απώλεια της Μικρασίας.
Και δυστυχώς 60 χρόνια μετά ανάξιοι ηγετίσκοι με την απραξία τους, τη δουλοπρέπεια και ανικανότητά τους, οδηγούν το εναπομείναν ελληνικό κράτος σε περαιτέρω συρρίκνωση.
Φίλε Ευμένη,
Κι εγώ τα έζησα και τα θυμάμαι καλά, καθ’ ότι έχει παρέλθει η νιότη μου πια. Το πρόβλημα είναι αν κάποιος είναι διατεθειμένος να δεχτεί μία αντίθετη άποψη, ή θέλει να παραμένει σ’ αυτά που έμαθε ακούγοντας/διαβάζοντας. Η Ιστορία είναι επιστήμη και σαν τέτοια προχωρά, δεν μένει στάσιμη. Ξέραμε για τους “Γκλύξμπουργκ”, αλλά να που τώρα αποδεικνύεται ότι δυναστεία με αυτό το όνομα δεν υπήρξε ποτέ! Άρα είχε δίκιο ο πρώην Βασιλιάς ότι δεν έχει επίθετο.
Πολλοί μένουν προσκολλημένοι στην κρατούσα (mainstream) άποψη τής Ιστορίας, για όλα έφταιξε το Παλάτι, για τίποτε δεν έφταιξε κανείς άλλος και προπαντός μακριά τα χέρια από τον “εθνάρχη” Βενιζέλο.
Όσον αφορά στον γέρο Παπανδρέου, ασφαλώς ήταν ένας υπερτιμημένος σαλτιμπάγκος, λαοπλάνος, με ευφράδεια και ετοιμόλογος, αλλά τίποτε παραπάνω. Ο Τσώρτσιλ δεν μπόρεσε ποτέ να τον συνεννοηθεί, διότι, όπως έλεγε, άλλα σού λέει στο πρωινό, άλλα στο μεσημεριανό κι άλλα στο βραδινό.
Χαρακτηριστική η ιστορία του όταν, βγάζοντας το 1944 λόγο από την “Μ. Βρετανία”, αντελήφθη ότι ανάμεσα στο ακροατήριο υπήρχαν πολλοί αριστεροί. “Πιστεύομεν και εις την λαοκρατίαν”, είπε, για να εισπράξει την ουρανομήκη κραυγή τού ακροατηρίου “Παπανδρέου, παπατζή, μάς επρόδωσες κι εσύ!”.
..δηλαδή εσείς που τα ζήσατε, πόσων χρονών ήσασταν το ΄65 ωρε πατριώτες; H μεγάλη ευθύνη του Βενιζέλου ήταν που δεν ξωπέταξε απο τότε αυτή τη γάγγραινα για την Ελλάδα, τον Κωνσταντίνο και την αυλή του με συνέπεια τη μεγαλύτερη τραγωδία του ελληνισμού στη νεότερη ιστορία του.
Εχω την τιμή να είμαι Εφεδρος Αξιωματικός Μηχανικού του Ελληνικού Στρατού!
Το 1963 και μέρους του 1964 ήμουν στην Σχολή Μηχανικού, μέχρι τέλους του 1965 έκανα την Στρατιωτική θητεία μου!
Ο Λοχίας Υ.Ε.Α.Μ. Ι. Πατ. έλεγε σε μένα τότε – Νίκο κλείσε τον υπόνομό σου, έτσι έβριζα τότε!
Αυτό πηγαίνει στο …ωρε….!
Ευμένης Καρδιανός
Υπογράφεις Ευμένης, αλλά στον στρατό σε φωνάζαν Νίκο και υπήρξες κι έφεδρος Αξιωματικός την εν λόγω περίοδο.
Για την πολιτική ανωμαλία των Ιουλιανών του 65 έχουν χυθεί τόνοι μελάνης, εσύ επιλέγεις να είσαι με το βασιλιά, ο οποίος μας εξέλιπεν ως θεσμός απο το ’74 κι ως ύπαρξη πριν λίγες μέρες. Και τί θ’ απογίνουμε τώρα εμείς έρμαια στα χέρια ανίκανων πολιτικών;
Πού πάτε ωρε λεβέντες, πού πάτε ωρε παιδιά καημένα, χωρίς ένα τέτοιον λαμπρό εγγυητή του πολιτεύματος;
Δεν είμαι Βασιλόφρων, αλλά Ελλην και μάλιστα Μακεδών.
Συμφωνώ με τον κ. Θάνο Τζήμερο , όσον αφορά τον πρώην Βασιλιά Κωνσταντίνο, αν και δεν τον ψηφίζω.
Ο Sensei Kiyoshi Kobayashi, δεν ήταν υπάλληλος της Αμερικανικής Πρεσβείας!
Όταν κινδυνεύει η Πατρίδα μου …… τότε είμαι Εφεδρος Αξιωματικός Μηχανικού και με τις σημερινές μικρές μου δυνατότητες, λόγω ηλικίας και ταυματισμού, θα συνεισφέρω ότι μπορώ.
Ο Πατριώτης έχει δίκιο!
Στο βιβλίο «Αναμνήσεις της Βασιλόπαιδος Μαρίας», Αθήναι, Εκδόσεις «ΑΛΦΑ» Ι.Μ.Σκαζίκη, Συζύγου του Αντιναυάρχου Π. Ιωαννίδη Β.Ν., Μάιος 1951. Υπάρχει όλο το γενεαλογικό δένδρο της Οικογενείας.
Ο θανών Βασιλιάς Κωνσταντίνος Β΄ δεν είναι Γκλύκσμπουργκ. Αυτό είναι… παραμύθι!
Μάλιστα καθώς ενθυμούμαι ο Στρατηγός Γεώργιος Γρίβας-Διγενής, Διοικητής τότε της Εθνικής Φρουράς στην Κύπρο όπου έπιασε την μύηση στον ΑΣΠΙΔΑ, έστειλε ειδοποίηση για τον ΑΣΠΙΔΑ στην Αθήνα και ο τότε ΥΠΕΘΑ Πέτρος Γαρουφαλιάς , αυτός που είχε στείλει Ελληνικό Στρατό στην Κύπρο χωρίς να το γνωρίζει ο «Ανεμοδούρας» Γ. Παπανδρέου, δεν ήθελε να παραιτηθεί!
Τότε ο Γ. Παπανδρέου θέλησε να καλύψει τον γιό του Ανδρέα, αναλαμβάνοντας το Υπουργείο Εθνικής Αμύνης.
Τι έγινε Ελευθέριε, δεν διαβάζεις Θανάση Κάπα;
Τουλάχιστον διάβασε το βιβλίο του Ευαγγέλου Κωφού, «Η Ελλάδα και το Ανατολικό Ζήτημα», Εκδόσεις Εκδοτικής Αθηνών, 2001.
Τι φταίω αν ισχυρίζομαι γεγονότα που έχω πράγματι ζήσει.
Φιλικά
Ευμένης Καρδιανός
Υ.Σ. Ο Ευμένης ήταν Στρατηγός του Μεγάλου Αλεξάνδρου και κατά τον Παπαρηγόπουλο «νταλαβέρατζης». Ακριβώς το αντίθετο για μένα που είμαι καθ΄ όλα νομοταγής. Είναι το κρυφό μου όνομα!
Στρατηγέ τί γύρευες στη Λάρισα εσύ ένας Υδραίος;
Τα γεγονότα επιδέχονται πολλών προσεγγίσεων κι ερμηνειών, εσύ επιλέγεις κάποιες εξ αυτών, τίς οποίες προφανώς και διάβασες καθώς δεν ήσουν βέβαια ο αποδέκτης των μηνυμάτων Γρίβα, ή ο υπασπιστής του Κωνσταντίνου!
Να θυμίσω (μιας και δηλώνεις νομοταγής), το σύνταγμα του ’52 όριζε ότι εντολή σχηματισμού κυβέρνησης ή διερευνητική εντολή ανατίθεται στον αρχηγό του κόμματος που έχει την πλειοψηφία και όχι σε στελέχη του. Το κακό με τους βασιλιάδες στην Ελλάδα ήταν που ήθελαν να έχουν λόγο στον τρόπο διακυβέρνησης της χώρας. Απ’ την κόντρα Κωνστανίνου Α’ με Βενιζέλο, χάσαμε Ανατολική Θράκη και Μικρασία. Απ’ την κόντρα Κωνσταντίνου του Β’ με Παπανδρέου φθάσαμε στη δικτατορία και στην απώλεια της Β. Κύπρου.
Και με το νυν πολιτικό σύστημα, αν δεν βρούμε τρόπο να αντιδράσουμε, οδηγούμαστε σε δορυφοροποίηση, με εκχώρηση κυριαρχίας στο πανάρχαιο ελληνικό αρχιπέλαγος.
Χαιρετώ και δεν επανέρχονμαι επι του θέματος.