Πέμπτη, 06 Οκτώβριος 2011 08:00
H αυτονομία του συλλογικού μπορεί να αναδειχθεί από δύο σκοπιές:
από τη σκοπιά της μηχανικότητας, που διέπει τη λειτουργία του, και από τη
σκοπιά της «βούλησης» του. Aς δούμε τις δύο αυτές όψεις.
2.1
Η αυτονομημένη κοινωνική μηχανικότητα
Μια αυτονομημένη μηχανική δομή είναι
σήμερα η «λογική της ανάπτυξης». Δεν μπορείς να την αγνοήσεις χωρίς κυρώσεις.
Είσαι «αναγκασμένος» να επιδιώξεις «ακόμα μεγαλύτερη ανάπτυξη», ακόμα
μεγαλύτερη «αύξηση της παραγωγικότητας» κ.ο.κ.
Με άλλη διατύπωση είναι αυτό που ο
Μαρξ ονόμαζε «προτσές συσσώρευσης του κεφαλαίου». «Το κεφάλαιο», γράφει ο
ίδιος, «δεν είναι ποσό χρημάτων, αλλά κοινωνική σχέση» Νομίζουμε ότι είναι
χρηματικό ποσό. Ο κεφαλαιοκράτης είναι η «συνείδηση του κεφαλαίου», παρά το ότι
θεωρείται «κάτοχος» του κεφαλαίου. Το κεφάλαιο έχει αυτονομηθεί, αποκτώντας
ανθρώπινη συνείδηση, και ζωντανή οντότητα. Η «νεκρή εργασία» αυτονομείται.
«Στοιχειώνει», και σαν βρυκόλακας «πίνει το αίμα» της «ζωντανής εργασίας».
Η πίστη μάλιστα των κομμουνιστών στην
αναπόφευκτη κατάρρευση του καπιταλισμού και στην έλευση της ουράνιας αταξικής
πολιτείας, βασίστηκε: α) στην πεποίθηση ότι το σύστημα των βασικών κοινωνικών
σχέσεων είναι αυτόνομο, και β) στην πίστη ότι η αυτονομημένη δυναμική του οδηγεί
κατ’ ανάγκην στο επιθυμητό «τέλος» της Ιστορίας.
Το προφανές σήμερα γεγονός ότι η
δεύτερη πρόταση δεν είναι σωστή δεν σημαίνει ότι αναιρείται και η αλήθεια της
πρώτης, πράγμα που υπήρξε, επιπροσθέτως, και η διάγνωση του κεϋνσιανισμού. Ο
κεϋνσιανισμός βασίστηκε στη ρητή αναγνώριση (και στον κυνικό σεβασμό) της
αυτονομίας της καπιταλιστικής κοινωνικής δυναμικής. Ο «παρεμβατισμός» που
εγκαινίασε δεν ήταν παρά ανεστραμμένος μαρξισμός, με την έννοια ότι
χρησιμοποίησε την αυτονομημένη λογική του καπιταλισμού όχι για να «ανατρέψει»
τον καπιταλισμό, αλλά για να τον «σώσει».
Η αυτονομημένη μηχανικότητα του
συλλογικού συνδέεται με την κοινωνικοποίηση της παραγωγής, πού έχει αποκτήσει
σήμερα μιαν ασύλληπτη έκταση. Και το πιο απλό προϊόν απαιτεί να συντεθούν, σε μια
ενιαία και αυστηρά καθορισμένη λογική διαδικασία, ένας μεγάλος αριθμός από
ειδικές γνώσεις και εργασίες. Πίσω από ένα προϊόν, όπως το ψυγείο π .χ., πού
μου δίνει τη δυνατότητα να αναστέλλω το «φυσικό κακό» της σήψης-ανακύκλωσης της
τροφής, βρίσκεται μια πελώρια κοινωνική μηχανή. Για να δουλέψει πρέπει να
παραμεριστούν οι ατομικές ιδιοτροπίες των συντελεστών της και να υπάρξει
απόλυτη συμμόρφωση με τους κανόνες λειτουργίας της. (Κι αν οι αναπόφευκτες
«διαρροές» καταστρέφουν το όζον της ατμόσφαιρας, τούτο καταχωρείται στην κοινή
σημασιακή θέσμιση ως «παρενέργεια», η αντιμετώπιση της οποίας περνάει πολύ
χαμηλά στην κλίμακα των κοινωνικών προτεραιοτήτων.) Το «Σύστημα» είναι
γιγαντιαία υπερμηχανή που συγκροτείται από τέτοιες επί μέρους κοινωνικές
μηχανές (και ανάλογες απωθήσεις των «παρενεργειών» τους. Βάση λοιπόν της
συλλογικής αυτονομημένης μηχανικότητας και του ιστορικού κακού πού την
συνοδεύει, είναι η κοινωνικοποίηση της εργασίας. Δεν είναι η αθώα απόσταση του
«Εγώ» από το «Εσύ», η απόσταση πού καταλαμβάνει ολόκληρο το οπτικό πεδίο των
ηθικολόγων. Γι’ αυτό και η περιστολή αυτού του ιστορικού κακού δεν είναι θέμα
περισσότερης ή λιγότερης καλής θέλησης για ατομική αυθυπέρβαση. Από τη στιγμή
που χρειάζεσαι πολύπλοκες συμπυκνώσεις κοινωνικής εργασίας, όπως π.χ. για την
κατασκευή του ψυγείου, προκειμένου να συντηρήσεις τον επιούσιο, το «λιμπιντικό»
δυναμικό σου έχει κατασχεθεί και καταψυχθεί σε κοινωνική μηχανικότητα, με δική
της ύπαρξη και βούληση. Και μόνο αν η κρεατομηχανή αυτή δουλεύει απρόσκοπτα,
μπορεί να σου εκχωρηθεί και κάποιο αυθυπερβατικό υπόλειμμα, για φαντασιώδη
παραμυθητική αναπλήρωση.
Σήμερα που η παραγωγική ζωή έχει
ολότελα κοινωνικοποιηθεί, κανείς δεν μπορεί να πει: «εγώ στηρίζομαι στις δικές
μου δυνάμεις». Τέτοιες «δυνάμεις» δεν υπάρχουν πια. Ο σημερινός άνθρωπος είναι
ολοκληρωτικά δέσμιος της κοινωνικής μηχανοποιημένης φύσης του. Η πρόβλεψη των
μυθιστορημάτων επιστημονικής φαντασίας, ότι κάποια στιγμή η μηχανή θα
αυτονομηθεί και θα υποδουλώσει τον άνθρωπο, έχει γίνει ήδη πραγματικότητα. Η
κοινωνική μηχανή, το «Σύστημα», ή για να μιλήσουμε πιο «αποκαλυπτικά», η
«εικόνα του θηρίου», φαίνεται να κυριαρχεί και ρυθμίζει τα πάντα από το τί θα
φάμε και θα πιούμε, μέχρι το τί όνειρο θα δούμε. Μήπως η ελευθερία μας έχει
χάσει ήδη τις κοινωνικές της προϋποθέσεις;
2.2
Η αυτονομημένη συλλογική θέληση
Η μορφή αυτονομίας, που μόλις
σκιαγραφήσαμε, έχει εντελώς απρόσωπο και μηχανικό χαρακτήρα. Εμφανίζεται σαν κάτι που προέκυψε «από μόνο του και στη
συνέχεια λειτουργεί ως «φυσικός νόμος». Η δεύτερη μορφή αυτονομίας, στην οποία
αμέσως θα προχωρήσουμε, είναι η αυτονομία της συλλογικής βούλησης.
Αν η πρώτη περίπτωση μας εισάγει σε
μια σφαίρα ντετερμινισμού, η δεύτερη υποδηλώνει την ύπαρξη ενός συλλογικού
βολονταρισμού, μη αναγώγιμου στις επί μέρους ατομικές βουλήσεις. Ο
βολονταρισμός αυτός είναι ιδιαίτερα αισθητός σε συνθήκες οπού «ρευστοποιούνται»
οι αυτονομημένες δομές και διαλύεται ο μηχανικός σκελετός της συλλογικότητας:
σε συνθήκες κρίσεων, κινημάτων, πολέμων και επαναστάσεων.
Όσο και αν υποτίθεται ότι η συλλογική
θέληση μπορεί να διαμορφωθεί με ψηφοφορίες και «δημοκρατικές διαδικασίες»,
υπάρχει πάντα κάτι που μας διαφεύγει, κάτι που παρεμβαίνει και κάνει αυτό που
προκύπτει ως «συλλογική θέληση» να μη συμπίπτει με αυτό που θεωρητικά θα έπρεπε
να είναι η «σύνθεση» των ατομικών βουλήσεων.
Αν κάναμε έναν ιστορικό απολογισμό της σχέσης μεταξύ της ορθολογικά
αναμενόμενης συλλογικής θέλησης και της πραγματικής συλλογικής βούλησης, όπως η
σχέση αυτή εμφανίζεται μέσα στη δράση του συλλογικού, θα βλέπαμε ότι ποτέ και
πουθενά δεν υπήρξε μια ακριβής αντιστοιχία. Η συλλογική θέληση είναι «κάτι
άλλο» απ’ αυτό που θα θέλαμε να είναι.
Η έννοια της συλλογικής θέλησης, ως
«σύνθεσης των ατομικών θελήσεων», είναι προβληματική όχι μόνο ιστορικά, άλλα
και επιστημολογικά, γιατί βασίζεται στο μηχανικό μοντέλο του παραλληλογράμμου:
είναι δήθεν «συνισταμένη» των ατομικών θελήσεων, που υπέχουν θέση «συνιστωσών».
Η ψηφοφορία είναι μια τελετουργία, που
έχει τόση σχέση με την ανάδειξη της συλλογικής θέλησης όση και μια πρωτόγονη
τελετή μαγείας. Αυτό που περιγράφει και η μία και ή άλλη είναι ένας τρόπος
νομιμοποίησης της συλλογικής τάξης, ένας τρόπος φαντασιώδους εναρμόνισης του
ατομικού και του συλλογικού θελήματος — δύο κατ’ ουσίαν ασύμμετρων μεγεθών. Η
ασυμμετρία γίνεται εντελώς εξόφθαλμη αν την εξετάσει κανείς από τη σκοπιά του
χρόνου, δηλαδή από τη σκοπιά της συνεχούς μεταβλητότητας των ατομικών
βουλήσεων. Ακόμα και αν εγκαταστήσει κανείς μια «διαρκή γενική συνέλευση» είναι
αδύνατο να βγάλει μια πραγματικά αντιπροσωπευτική συλλογική βούληση. (Οι
«ανανεωτικοί» αριστεροί θα έπρεπε να το γνωρίζουν αυτό πολύ καλά.)
Αν υποθέσουμε ότι υπάρχει κάποια
πραγματική σχέση ατομικής και συλλογικής βούλησης, αυτή υφίσταται μόνο για μια
στιγμή — όταν ρίχνω την ψήφο μου στην κάλπη. Έπειτα εξαφανίζεται, κι αυτό που
μένει ως συλλογική θέληση είναι κάτι το εντελώς ανεξάρτητο και άσχετο με τις
ατομικές βουλήσεις, όπως αυτές ήταν διαμορφωμένες τη στιγμή της ψηφοφορίας.
Πίσω από το ιδεολόγημα της «παραγωγής»
της «γενικής θέλησης» από τις ατομικές, πρέπει να δούμε το κρυμμένο και
κυριολεκτικά μαγικό γεγονός της τεχνητής (αλλά μη αναγνωριζόμενης ως τέτοιας)
εγκατάστασης σχέσεων «ισοδυναμίας» ανάμεσα στο ατομικό και στο συλλογικό
θέλημα. Αυτό δεν σημαίνει ότι καλούμαστε να “αμφισβητήσουμε τις δημοκρατικές
διαδικασίες”, αλλά να αποδεσμευτούμε από την ειδωλοποίησή τους, από τον
φετιχισμό τους.
Η νομιμοποίηση της συλλογικής τάξης
(μηχανισμών και βούλησης) είναι αναγκαία, άρα και η «εναρμόνιση» των δύο
ασύμβατων επιπέδων. Η αντίθεση μεταξύ ατομικού και συλλογικού δεν μπορεί να
καταργηθεί, όπως νομίζουν οι διάφορες αναρχικές αποφύσεις του φιλελευθερισμού
και οι ζηλωτές του κολεκτιβισμού. Αν πρέπει και μπορεί να αμφισβητηθεί κάτι,
αυτό είναι ο εκάστοτε τρόπος με τον όποιο γίνεται η αναγκαία θέσμιση της σχέσης
ατομικού-συλλογικού, εν συγκρίσει πάντοτε με κάποιον άλλο τρόπο καλύτερο. Απ’
αυτή την άποψη είναι προτιμότερη η δημοκρατική διαδικασία από ένα ναζιστικό,
σταλινικό ή λαϊκίστικο τελετουργικό μαγείας, μέσω των οποίων ιεροποιείται η
κοινωνική εξουσία και η πολιτική ηγεσία περιβάλλεται με το φωτοστέφανο της
«χαρισματικότητας»40
Υποσημείωση:
40. «Έτσι» λέει ο Μαρξ «η δημοκρατία
είναι η λύση του αινίγματος της πολιτικής οργάνωσης, γιατί μόνο με τη
δημοκρατία η πολιτική οργάνωση φαίνεται αυτό που πραγματικά είναι: ένα ελεύθερο
προϊόν του ανθρώπου». Έτσι, συμπεραίνει ο Μαρξ, η σχέση της δημοκρατίας προς
όλες τις άλλες μορφές του κράτους είναι η ίδια με τη σχέση της Καινής Διαθήκης
προς την Παλαιά (!): μέσα στη δημοκρατία γίνεται επί τέλους φανερό ότι ο
«άνθρωπος δεν υπάρχει λόγω του Νόμου αλλά ο Νόμος υπάρχει λόγω του ανθρώπου»
και έτσι «απέναντι στη δημοκρατία όλες οι άλλες πολιτικές μορφές φαίνονται σαν
να είναι η Παλαιά της Διαθήκη» (Κ. Παπαϊωάννου, Κράτος και Φιλοσοφία, σ. 107.)
Για την «απομυθοποίηση» του πράγματος ας προσθέσουμε ότι η αρχή της πλειοψηφίας
πηγάζει μάλλον από την εμπειρικά επιβεβαιωμένη αλήθεια ότι οι περισσότεροι
έχουν μεγαλύτερη δύναμη από τους λιγότερους. Αντί, λοιπόν, να έρθουμε στα χέρια
και να σφαχτούμε για να το διαπιστώσουμε, ας σηκώσουμε το χέρι να μετρηθούμε:
ας ψηφίσουμε! Αυτό πού νομιμοποιείται, επομένως, είναι ένας συσχετισμός δύναμης
και τίποτε περισσότερο.
Πηγή: Αντίφωνο από το βιβλίο ”
Έκλειψη του υποκειμένου ” σ.153-157, εκδ. Αρμός
http://www.antifono.gr/portal/Πρόσωπα/Ζιάκας/Βιβλιογραφία/2958-Η-αυτονομία-του-συλλογικού.html
1 comment
«Η κοινωνική μηχανή, το «Σύστημα», ή για να μιλήσουμε πιο «αποκαλυπτικά», η «εικόνα του θηρίου», φαίνεται να κυριαρχεί και ρυθμίζει τα πάντα από το τί θα φάμε και θα πιούμε, μέχρι το τί όνειρο θα δούμε. Μήπως η ελευθερία μας έχει χάσει ήδη τις κοινωνικές της προϋποθέσεις;»
Καὶ πότε, λοιπόν, τὶς εἶχε γιὰ νὰ τὶς χάσει ; Μόνον γιὰ τὸν ἀσκητὴ ὐπάρχει τὸ εἶδος τῆς ἐλευθερίας ποὺ περιγράφει ὁ συγγραφέας. Γιὰ τοὺς ὑπολοίπους, ὁ κοινωνικὸς καταναγκασμὸς τῆς παραγωγῆς εἶναι ἀπείρως καλύτερος ἀπὸ τὴν συμμετοχὴ σὲ φυλὲς-συμμορίες ποὺ ἦταν ἡ ἀρχικὴ κατάσταση τοῦ ἀνθρωπίνου εἴδους. Ἡ σημερινὴ παραγωγικὴ μηχανὴ ἔχει ἐλευθερώσει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὸ κρύο καὶ τὴν πεῖνα καί, σὲ μεγάλο μέρος, καὶ ἀπὸ τὴν ἀρρώστεια καὶ τὴν βία. Πολύτιμη ἐλευθερία δέν εἶναι κι αὐτό ;
Φυσικά, άκόμα πιὸ ἐλεύθερος εἶναι ὁ Ἕλληνας ποὺ μπορεῖ νὰ μισθοδοτεῖται ἀπὸ τὸ εὐρύτερο δημόσιο καὶ νὰ λουφάρει. Ἂς ἐλπίσουμε ὅτι αὐτὸ τὸ εἶδος τῆς ἐλευθερίας πλησιάζει στὸ τέλος του.