Τετάρτη, 22 Φεβρουάριος 2012
Θεόδωρος Ι. Ζιάκας
Η σημερινή οικουμένη αποτελείται από καμιά τριακοσαριά έθνη πάνω κάτω, που αναμένεται μάλιστα να αυξηθούν. Εμφανίζονται σαν υποκείμενα της οικουμένης, σαν υποστάσεις της, ώστε χωρίς εθνικότητα να μην νοείται οικουμενικότητα. Προσδιορίζονται κατά κανόνα ως εθνοκράτη. Πριν αποκτήσουν όμως κράτος υπήρχαν σαν εθνότητες. Αν και υπάρχουν εθνότητες που φαίνεται να γεννήθηκαν από το κράτος. Ξεχωρίζουν όλα μεταξύ τους από ένα είδος συλλογικής ετερότητας: την εθνική ετερότητα.
Αλλά τι είναι εθνική ετερότητα; Ανάγεται μήπως σε καμιά από τις γνωστές συλλογικές ετερότητες; Παραδόξως όμως δεν ταυτίζεται με καμιά από τις εμφανείς μορφές συλλογικής ετερότητας, όπως είναι η κρατική, θρησκευτική, γλωσσική, ταξική, λαοτική, εδαφική, οικονομική, πολιτική, πολιτιστική. Παρόλο που βλέπουμε συχνά στην αυτοκατανόηση των εθνών να συνδέεται η ταυτότητά τους με τη μια ή την άλλη μορφή συλλογικής ετερότητας και να αναπαράγεται χρησιμοποιώντας τες σαν οιονεί καταφύγιο. Η εθνική ετερότητα δεν ταυτίζεται, επίσης, με κάποιο συνδυασμό, ή με την ολότητα των ως άνω μορφών συλλογικής ετερότητας, όπως εύλογα θα υπέθετε κάποιος. Αν υπάρχει πρέπει να είναι ένα αυτόνομο είδος συλλογικής ετερότητας.
Μήπως όμως είναι καθαρώς υποκειμενική αίσθηση, κάτι το φανταστικό, που δεν έχει πραγματική ύπαρξη; Μήπως είναι “τίποτα”, κούφιο ιδεολόγημα, “μηδέν”; Όχι, γιατί και το συλλογικό φανταστικό δεν είναι ποτέ χωρίς πρακτικό αντίκρισμα. Και αντιστρόφως το συλλογικό πραγματικό ποτέ δεν είναι εντελώς καθαρό από φαντασιακές εικόνες, παραστάσεις, υποθέσεις, σχέδια κλπ. Το πραγματικό είναι πάντοτε “μιγαδικής” μορφής: το “αντικειμενικό” επί την ρίζα του μείον ένα. Άρα και η εθνική ετερότητα μιγαδική θα είναι. Άλλωστε αν είναι “μηδέν”, “τίποτα”, πώς γίνεται και εκφράζεται στην ιστορία με τέτοια φοβερή ενέργεια; Εφόσον υπάρχει ενέργεια, υπάρχει και “ουσία”, από την οποία πηγάζει η εθνική ενέργεια, ουσία υποστασιαζόμενη στα καθέκαστα έθνη. Αλλά αν υπάρχει ουσία υπάρχει και η δυνατότητα ορισμού της. Άλλο αν είναι δύσκολη η εκπόνηση του ορισμού της.
Η εθνική ετερότητα είναι πολιτιστική, αφού ενεργείται κατά τρόπο έτερο και αφού ονομάζουμε “πολιτισμό” το σύνολο της κοινωνικής δημιουργικότητας. Δεν εξαντλείται όμως σε πολιτιστική. Δεν φαίνεται να υπάρχει μια “κρίσιμη” ποσότητα πολιτιστικών διαφορών, που αν συγκεντρωθεί προκαλεί την γένεση της εθνικής ετερότητας. Μια αίσθηση εθνικής ετερότητας μπορεί να ξεπηδήσει από ένα σχετικά “ομογενοποιημένο” πολιτιστικό έδαφος και η εμφάνισή της να συνοδευτεί με την γέννηση τεράστιων πολιτιστικών διαφορών. Και αντιστρόφως: παρατηρείται εθνική ετερότητα ακόμα και σε περιβάλλον με ασήμαντες πολιτιστικές διαφορές.
Το πρόβλημα μπορεί ίσως να λυθεί αν θεωρήσουμε ότι η εθνική ετερότητα είναι εμβιωμένη πολιτιστική ενέργεια. Εμβιωμένη αλλά από ποιόν; Είναι δηλαδή η εθνότητα συλλογικό υποκείμενο; Η λύση αυτή θα εξηγούσε γιατί διαφέρει η εθνική ετερότητα από τις άλλες μορφές συλλογικής ετερότητας. Αυτές θα αναφέρονταν στις ενέργειες του υποκειμένου, δεν θα το περιλάμβαναν όπως η εθνική ετερότητα. Η εθνική ετερότητα έχει πολιτιστικό χαρακτήρα αλλά περιλαμβάνει την εμβίωσή του και την επεξεργασία του σε συνείδηση ετερότητας έναντι των ομολόγων άλλων: σε εθνική συνείδηση. Τότε όμως είναι σαν να λέμε ότι η εθνότητα και άρα το έθνος, είναι το συλλογικό υποκείμενο όλων των ενδεχόμενων μορφών συλλογικής ετερότητας, της κρατικής, της γλωσσικής, της θρησκευτικής κ.ο.κ. Είναι ο “δημιουργός” τους;
Μιλώντας όμως για “συλλογικό υποκείμενο” εννοούμε κάτι το ριζικά άλλο από το ατομικό υποκείμενο. Το συλλογικό υποκείμενο ορίζεται στο πεδίο της συνάντησης με τον συλλογικό άλλο. Είναι για την ακρίβεια υποκείμενο οικουμενικού κοινωνικού πεδίου. Και ιδού, παρεμπιπτόντως, γιατί δηλώνει πελώρια σύγχυση το να λέει κάποιος ότι η εθνικότητα είναι το “αντίθετο” της οικουμενικότητας. Περιλαμβάνοντας όμως το ατομικά υποκείμενα, ως οιονεί “κύτταρα”, καθορίζεται από τη σχέση του με αυτά, αν και έναντι στο καθένα προβάλλει ως απολύτως αυτόνομο. Ως συλλογικό υποκείμενο έχει, μάλιστα, και το ιδίωμα που συναντούμε στα ατομικά υποκείμενα: την αμοιβαία αυτοαξιολόγηση. Θεωρεί συνήθως τον εαυτό του ή τουλάχιστον τα ομοειδή προς αυτό, “ανώτερα” των άλλων. Στην ακρότητά του το “ιδίωμα” αυτό, το “εγωιστικό”, το κατ’ εξοχήν δηλωτικό της “υποκειμενικότητας”, εμφανίζεται ως εθνικός “ρατσισμός”.
Η τρομακτική σύγχυση περί το τι είναι το έθνος εξηγείται από την αδυναμία μας να συλλάβουμε την έννοια “συλλογικό υποκείμενο” και το έθνος σαν τέτοιο. Αδυναμία καταστατική για την αυτοκατανόηση πολλών από μας ως υποκειμένων-ατόμων. Υπ’ αυτή την έννοια είναι τρομακτικά δύσκολο να αρθεί η σύγχυση επειδή απλά θα έρθει αντιμέτωπη με μια επιστημονική προσέγγιση στο πρόβλημα.
Πηγή: Αντίφωνο
1 comment
Ἅμα ἐπρόκειτο νά ἀφήσουμε τὴν ἔννοια τοῦ ἔθνους νὰ τὴν ἀποσαφηνίσει «μιὰ ἐπιστημονικὴ προσέγγιση στὸ πρόβλημα», θὰ στερούσαμε ἑαυτοὺς καὶ τοὺς πολιτικούς μας ἡγέτες ἀπὸ τὴν δυναμικὴ σχέση μὲ τὸ ἔθνος, αὐτὴν ἀκριβῶς ποὺ κάνει τὸ ὅλο ζήτημα ἐνδιαφέρον. Μάλιστα, θὰ περίμενε κανεὶς νὰ κάνουν καλύτερη δουλειὰ οἱ ἐπιστήμονες ποὺ ἔχουν τὴν μεγαλύτερη ἀπόσταση ἀπὸ ἒνα συγκεκριμένο ἔθνος. Θὰ ἦταν πιὸ ἀπόμακροι καί, συνεπῶς, πιὸ ἀντικειμενικοί.