«Αν δεν στηρίξεις / το ένα σου πόδι έξω από τη γη / ποτέ σου δεν θα μπορέσεις / να σταθείς επάνω της»
Οδ. Ελύτης,, «Σηματολόγιον»
«Είναι παιδιά πολλών ανθρώπων τα λόγια μας/ Σπέρνουνται, γεννιούνται σαν τα βρέφη/ ριζώνουν θρέφονται με το αίμα». Είναι τροπαιούχοι, με Νόμπελ, οι παραπάνω στίχοι, είναι του Σεφέρη. Στέκομαι και αποθαυμάζω τον πρώτο στίχο. «Είναι παιδιά πολλών ανθρώπων τα λόγια μας». Η ποίηση δεν γεννιέται εν κενώ, αλλά είναι μια συνεχής και αδιάλειπτη επικοινωνία -ή κοινωνία- με τα λόγια περασμένων και κυρίως με τα μαλάματα και τα τζιβαϊρικά του λαού που γεννά τον ποιητή.
Λέει κάπου ο Τάσος Λιγνάδης «ο δημιουργός, ο κάθε δημιουργός, δεν μπορεί να είναι αληθινός, εάν δεν είναι σ’ όλη την έκταση του όρου εθνικός». Έτσι δεν είναι; Μπορεί ένας ποιητής, να γίνει ωράισμα και κλέος του λαού του, αν δεν σέβεται τα ριζιμιά λιθάρια αυτού του λαού, την γλώσσα, την παράδοση, την πίστη, τους αγώνες του; Θυμούμαι ένα στίχο του Ελύτη: «κι ένα φύλλωμα λέξεων θα σε ντύσει ελληνικά / να μοιάζεις αήττητη». Έξοχες λέξεις, μοσχοβολούν. Για να υψωθείς, χρειάζεται ταπείνωση στη γλώσσα των πολλών, στο φύλλωμα του λαού σου, τότε «υψώνεσαι κατακόρυφα», για να θυμηθούμε τον Σολωμό.
Το ίδιο φύλλωμα, σαν τα κρίνα του αγρού, αρωματίζει και το έργο του Μακρυγιάννη, που στάθηκε δάσκαλος πολλών ανθρώπων. Είναι και αυτός ντυμένος με την πανοπλία της παράδοσης. Προσέξτε τις παρακάτω γραμμές από τα απομνημονεύματά του: «Πήρα ένα ζωγράφο Φράγκο και τον είχα να μου φκιάση σε εικονογραφία αυτούς τους πολέμους. Έφκιασε δυο τρεις. Δεν ήσαν καλές. Τον πλήρωσα κι έφυγε». Ένα πράγμα, πιστεύω, μας λέει εδώ ο στρατηγός. Την ιθαγένεια του τοπίου δεν μπόρεσε να αποδώσει ο Φράγκος, γιατί δεν είχε την ίδια ιθαγένεια της ψυχής, ούτε την ιθαγένεια της παραδόσεως, στο να ζει, να αισθάνεται και να εκφράζει έναν χώρο. Στα φράγκικα φώτα, που μας υπέταξαν τη φωνή και μας στράβωσαν τα μάτια, ο Μακρυγιάννης αθώος από κάθε αισθητική γνώση – ευτυχώς- ύψωνε το ανάστημα μιας συγκεκριμένης παραδόσεως, της ρωμέηκης.
Και να μου επιτραπεί η παρέκβαση, αυτό το στράβωμα, την ξεραΐλα, την βιώνουμε σήμερα στην Παιδεία μας, η οποία περιφρονεί «ό,τι παλαιόν, ό,τι εγχώριον, ό,τι ελληνικόν», καταπώς έλεγε ο Παπαδιαμάντης. «Παιδεία», κατά τον Πλάτωνα «εστί ου την υδρίαν πληρώσαι, αλλά ανάψαι αυτήν». Η Παιδεία δεν είναι γέμισμα άδειου δοχείου – το κεφάλι του μαθητή- αλλά άναμμα ψυχής. Και για να φτάσουμε στο άναμμα, πρέπει το προσάναμμα, να είναι φυλλώματα και φρύγανα από το χώμα της πατρίδας μας. Η «υδρία», η ψυχή, και όχι ο εγκέφαλος, δεν ανάβει με σεξουαλικές αγωγές – στο Δημοτικό- ή με κείμενα λαγνείας και πρόωρου ερωτισμού – στο Γυμνάσιο. Όχι. Η Παιδεία είναι ιερό πράγμα, «μετάληψις αγιότητος», κατά τον ιερό Χρυσόστομο. Αν αποϊερωθεί, το μόνο που «ανάβει» είναι τα κατώτερα, χαμερπή ένστικτα.
Επιστρέφω στην ποίηση. Αναζήτησα ορισμούς της. Ο αρχαίος λόγος μας άφησε μια εξαίσια φράση. «Η ποίησις είναι ομιλούσα ζωγραφική και η ζωγραφική σιωπώσα ποίησις». Ο μεγάλος Γάλλος ποιητής Π. Βαλερύ, θα πει: «Η ποίηση είναι ανάπτυξη ενός επιφωνήματος». Ο Εμπειρίκος γράφει: «Η ποίησις είναι ανάπτυξις στίλβοντος ποδηλάτου». Ο Καρυωτάκης αλλιώς την ορίζει: «Η ποίησις είναι το καταφύγιο που φθονούμε». Ο Κωστής Παλαμάς, στον πρόλογο του «Δωδεκάλογου του Γύφτου» (1907), γράφει τούτα τα σπουδαία. «Τα μεγάλα εθνικά ιδανικά, όταν ανθίζουν και ζούνε στο σπίτι του καθενός, ο ποιητής τους χτίζει παλάτια. Τα μεγάλα εθνικά ιδανικά, όταν ξεπέφτουν και ο καθένας τα διώχνει από το σπίτι του, ο ποιητής τα παίρνει στο καλύβι του και άσυλο τους δίνει». Ο ποιητής, ο καλλιτέχνης οφείλει, είναι χρέος του, να φιλοξενεί και να θάλπει τα μεγάλα εθνικά ιδανικά. Και ποια είναι αυτά; Τα σημειώνει ο Σολωμός στους στοχασμούς του για τους «Ελεύθερους Πολιορκημένους». «Το ουσιαστικότερο και υψηλότερο περιεχόμενο της αληθινής ανθρώπινης φύσης είναι η πατρίδα και η πίστις». Ένας λόγος που σήμερα η ποίηση τριγυρίζει ανέστια, είναι γιατί γυμνώθηκε από το υψηλότερο περιεχόμενό της, γιατί έπαψε να είναι εθνική. Με πρώτες ύλες γραφής, την κατάθλιψη, την απιστία, την περιφρόνηση στην ιστορία του λαού σου, καταλήγεις στην ανούσια φλυαρία, στην ανυπόφορη βαττολογία. Πώς μπορείς να αρθείς σε στίχους σαν τους παρακάτω, αν δεν ταράζονται τα σπλάχνα σου από πίστιν και πατρίδα; «Μη φοβηθείς νασ’ έρημη / Ιδού ο Χριστός, που γέρνοντας/ Στου πόνου το κρεβάτι / Σου σιάζει το προσκέφαλο / Και σε παρηγορά» (Σολωμός, «Εις μοναχήν»). Σε όλες τις δύσκολες εθνικές στιγμές ο λαός μας, στην ποίηση εύρισκε αποκούμπι, παράδειγμα τα αειλαμπή διαμάντια της Πονεμένης Ρωμιοσύνης, τα δημοτικά τραγούδια. (Το πέπλο της κατάθλιψης και της απαισιοδοξίας, που απλώθηκε πάνω από τον ορίζοντα της πατρίδας μας, οφείλεται και στο ότι η μόνη «ποίηση» που ακούγεται είναι οι τσιρίδες των σκυλοφωνούντων «αηδών»- με ήτα- οι οποίοι λυμαίνονται κυριολεκτικά την αισθητική των νέων). Αυτή γινόταν το καλύτερο μέσο για να εκφράσει την αντίστασή του, σε κάθε επίβουλή, σε κάθε μορφής καταπίεση. Αυτή στάθηκε η λύτρωση και η πηγή δημιουργίας, αλλά και το μεγάλο ξεκίνημα για την εθνική του ανεξαρτησία και την πρόοδο. Ο εκφραστής των πόθων και των μεγάλων οραματισμών του.
Κι αν σήμερα είμαστε «πολιτεία βυθισμένη στη νύχτα / κοιμητήριο μ’ επάλληλους/ πολυώροφους τάφους νεκρών / που ροχαλίζουν…»(Βαφόπουλος), θα ‘ρθει στιγμή που η πατρίδα μας θα βρει και πάλι τον μεγάλο ποιητή της, που, «εν ανθηρώ Έλληνι λόγω», (Εγγονόπουλος), θα τραγουδήσει τα πάθια του λαού μας και τα μεγάλα ιδανικά του.
Νατσιός Δημήτρης
δάσκαλος-Κιλκίς.