μετεκλογικό σύνθημα
Ιούνιος του 323 π.Χ. Ο Μέγας Αλέξανδρος αρρωσταίνει βαριά ευρισκόμενος στη Βαβυλώνα. Λίγο πριν εκπνεύσει, όπως γράφει ο Παπαρρηγόπουλος, «επρόφεραν τα χείλη αυτού δύο λέξεις. Ερωτηθείς τινι καταλείπει την βασιλείαν απεκρίθη, ως λέγεται, τω κρατίστω».
Ορίζει ως διάδοχο τον κράτιστο, τον ισχυρότερο των… δελφίνων. «Την επιούσαν πρωϊαν συνήλθον, ίνα βουλευθώσι περί του πρακτέου» οι περί αυτόν πολέμαρχοι. Αποφάσισαν να γίνει συνέδριο. Όντως συγκεντρώθηκαν οι ενδιαφερόμενοι, «πολλοί των φίλων και ηγεμόνων» – τα μέλη του κόμματος – με σκοπό να αναδειχθεί ο νέος βασιλεύς – αρχηγός. Στο συνέδριο προήδρευσε ο Περδίκας, γηραιός στρατηγός, ο οποίος «υπέμνησε τον κίνδυνο εις ον περιέστη το κράτος – κόμμα ένεκα του (πολιτικού) θανάτου του βασιλέως και την ανάγκη να μη μένη άνευ κεφαλής», λέει ο μέγας Παπαρρηγόπουλος στον 3ο τόμο της ιστορίας του Ελληνικού Έθνους. Κατά την συζήτηση που ακολούθησε, παρετηρήθη διάσταση απόψεων.
Τέλος υπερίσχυσε η γνώμη του Πτολεμαίου του Λάγου – κραταιός στρατηγός, προβεβλημένος δελφίνος – ο οποίος πρότεινε, να κυβερνούν «οι άνδρες οίτινες αποτελούν το σύνηθες του Αλεξάνδρου συμβούλιον»- ο πρωινός καφές- «αποφασίζοντες περί των πραγμάτων του κράτους κατά πλειονοψηφίαν». Δηλαδή, όλοι μαζί και κανένας, κοινώς μπάχαλο το «Κοινό των Μακεδόνων».
Να σημειωθεί, επιπροσθέτως, ότι κατά την διάρκεια των αρχαιρεσιών για την ανάδειξη του νέου βασιλέως, ο στρατός, η μακεδονική φάλαγγα «ηγανάκτει διότι οι μεγιστάνες εσφετερίσθησαν το δικαίωμα να αποφασίσωσι περί της τύχης του κράτους άνευ της συναινέσεως του στρατού», της βάσης με σημερινούς όρους.
Η συνέχεια είναι γνωστή. Λόγω ασυμφωνίας των διαδόχων- δελφίνων, το απέραντο κράτος κατατμήθηκε στους Πτολεμαίους, Σελεύκους, Αντίπατρους, Αντίγονους και λοιπούς ενδόξους βασιλείς, οι οποίοι το 301π.Χ στην περίφημη «μάχη των βασιλέων», στην Ιψό της Φρυγίας, κατασκοτώθηκαν μεταξύ τους, προς μεγίστη χαρά και αγαλλίαση των καιροφυλακτούντων Ρωμαίων. (Και του αυτοκράτορα Γιωργάκη Γ’ του Πορφυρογέννητου).
Αυτά με τους ευκλεείς προγόνους μας, που εκτός από δόξα και μεγαλεία, μας κληροδότησαν και «λαμπρά» ελαττώματα. (Από αυτήν την ιστορική παραπομπή ίσως ενοχληθούν οι νεοταξοσκώληκες. «Όμηροι» οι ταλαίπωροι της γνωστής ιδεοληψίας που θέλει το ελληνικό έθνος, νεωτερικό εφεύρημα, «φαντασιακή κοινότητα», αρνούνται την τρίσημη ενότητα του Ελληνισμού. Προσφέρουν, εν τη αφελότητι αυτών, υπηρεσίες ανέξοδες στους τουρκοσκοπιανούς).
Τω καιρώ εκείνω αντιμαχούσαν οι διάδοχοι για μια αυτοκρατορία. Τω καιρώ ετούτω «προμαχούν» οι νεοδημοπίθηκοι για το ποιος θα αναλάβει το σκήνωμα του πρώην κυβερνώντος κόμματος. Ο ηττηθείς «βασιλεύς» ήδη αυτοταριχεύθηκε. Ως καλός καπετάνιος εγκαταλείπει το κλυδωνιζόμενο καράβι, γιατί καταπώς θα έλεγε και ο ποιητής «το πιο φρικτό ναυάγιο θα ήταν να σωθεί». (Ο καπετάνιος).
Τώρα. Για να ερμηνεύσουμε τα όσα συμβαίνουν στο τρικυμισμένο κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης θα χρησιμοποιήσουμε κάποιους μύθους του Αισώπου. Εξάλλου «μύθος εστί λόγος ψευδής εικονίζων την αλήθειαν».
Μύθος πρώτος, για το κόμμα. Τίτλος του: «όνος, άλας γέμων». «Γαϊδούρι φορτωμένο αλάτι, περνούσε ένα ποτάμι αλλά γλίστρησε κι έπεσε στο νερό. Το αλάτι έλιωσε και το γαϊδούρι χάρηκε , επειδή σηκώθηκε ελαφρύτερο. Σκέφτηκε να το ξανακάνει. Την επόμενη φορά όμως ήταν φορτωμένο σφουγγάρια. Γλίστρησε πάλι, σκόπιμα αυτή την φορά, όμως τα σφουγγάρια ρούφηξαν νερό, βάρυναν και ο γάιδαρος πνίγηκε».
Εξήγηση. Γάιδαρος είναι το κόμμα που αναλαμβάνει πρώτη φορά (ή μετά από χρόνια) την κυβέρνηση. Αλάτι είναι τα προβλήματα, οι «προκλήσεις» που θα αντιμετωπίσει. Ποτάμι είναι το εκφαυλίζων ύδωρ της εξουσίας που ξαλαφρώνει και γλυκαίνει τα βάρη, τα προβλήματα. Πρώτη τετραετία περνά ο όνος το ποτάμι «ηδέως», ευχάριστα. Τη δεύτερη τα βάρη αποκτούν πώρους, επέρχεται η πώρωσις, γίνονται σφουγγάρια, οπότε το γαϊδούρι βυθίζεται και το κυρίαρχο, κατ’ ευφημισμόν, αφεντικό-λαός το αντικαθιστά με άλλο γαϊδούρι και η ζωή συνεχίζεται…
Μύθος δεύτερος, για έναν από τους δελφίνους. Τίτλος: «Ροδιά, μηλιά και βάτος». (= αγκαθωτός θάμνος).
«Η ροδιά και μηλιά μάλωναν για το ποια παράγει περισσότερους καρπούς. Επειδή άναψε μεγάλος καβγάς, ένας βάτος από τον φράχτη δίπλα που τις άκουσε, είπε: Φίλες μου, ας σταματήσουμε κάποτε να μαλώνουμε μεταξύ μας». Ο μύθος δεν χρειάζεται εξήγηση. Για… βαττολογίες είμαστε τώρα.
Έτερος μύθος, για άλλον δελφίνο που ίδρυσε κόμμα διάρκειας δέκα ωρών και ονειροφανταζόταν πρωθυπουργίες. Τίτλος: «σκώληξ και δράκων», σκουλήκι και μεγάλο φίδι.
«Μια συκιά ήταν πλάι σ’ ένα δρόμο. Ένα σκουλήκι που είδε ένα μεγάλο φίδι να κοιμάται υπό την σκιάν της, ζήλεψε το μήκος του. Θέλοντας να το φτάσει, αποφάσισε να τεντωθεί, ώσπου από το πολύ ζόρι και τέντωμα κόπηκε στα δύο».
Συνεχίζουμε την μυθολογία. Τίτλος: «Αίλουρος και όρνεα». Αγριόγατα και πτηνά. «Μια αγριόγατα, προσποιούμενη ότι έχει γενέθλια κάλεσε σε δείπνο μερικά πουλιά. Ύστερα, φροντίζοντας να μπουν όλα μέσα στον οίκο της, έκλεισε τις πόρτες κι άρχισε να τρώει το ένα μετά το άλλο». Και εδώ η ερμηνεία του μύθου είναι περιττή. Το ποια πτηνά – ενδημικά ή αποδημητικά – θα φαγωθούν από την αγριόγατα είναι το ζητούμενο. Και βέβαια κρυμμένος στο ημίφως της οικίας βρίσκεται και ο γηραιός πατήρ-αίλουρος, «ζητών τίνα καταπίη».
Τελευταίος μύθος. Τίτλος του: «νοσών και ιατρός». Αρρώστησε κάποιος, ίδρωνε υπερβολικά και απευθύνθηκε σε έναν γιατρό. Εκείνος του είπε πως αυτό, ο ιδρώτας, είναι καλό. Τον επισκέπτεται και δεύτερη φορά τον γιατρό, ενώ έτρεμε από ρίγος. Ο γιατρός του είπε πως κι αυτό είναι καλό. Την τρίτη φορά που πήγε τον έπιασε υδρωπικία. Πάλι ο γιατρός του είπε πως είναι καλό. Ο άνθρωπος καθηλώθηκε στο κρεβάτι ετοιμοθάνατος. Τον επισκέπτεται ένας συγγενής του και τον ρώτησε πώς είναι. Κι ο άρρωστος απάντησε: Εγώ από τα πολλά καλά χάθηκα», «εγώ υπό των πολλών αγαθών απόλωλα». Έτσι απ’ τα πολλά και καλά που ευαγγελίζονται οι κραταιοί – κυβερνήτες και δελφίνοι – εθνοκομπογιαννίτες, θα χαθούμε, εμείς, ο αθεράπευτα ευκολόπιστος λαός.
Ανακεφαλαιώνοντας τα προηγούμενα, κλείνω με το πάντα επίκαιρο στιχούργημα του Σουρή. Διαβάζω και αγαλλιώ:
«Αυτά φωνάζει ο καθείς
και την φωνήν οξύνει
και στον λαό φορτώνεται
και του πατεί τον κάλο
αλλά ο λεγόμενος λαός
τον αφαλό του ξύνει
για να μην πω χωρίς ντροπή
πως ξύνει τίποτ’ άλλο».
Νατσιός Δημήτρης
δάσκαλος-Κιλκίς