Αποτελεί κοινό τόπο η διαπίστωση της αισθητικής και λειτουργικής παρακμής των ελληνικών πόλεων. Μέχρι τελείως πρόσφατα οι πόλεις της πατρίδας μας χαρακτηριζόταν από μια υψηλή αισθητική ποιότητα και ένα ατομικό χαρακτήρα που ξεχώριζε κάθε πόλη και της έδινε μια ταυτότητα. Αυτό, παρά την ανέχεια και τα περιορισμένα οικονομικά μέσα εποχών, που σήμερα πιστεύουμε ότι έχουν πια περάσει.
Θύμιζαν, μέχρι τελείως πρόσφατα, οι ελληνικές πόλεις τον βυζαντινό κώδικα του Ιουστινιανού που φρόντιζε για τα κτίσματα :“ὥστε διδόναι κάλλος μέν τῇ πόλει, ψυχαγωγίαν δέ τοῖς βαδίζουσιν”. Παρ’ όλη τη φτώχεια, η ελληνική πόλη της εποχής εκείνης έδινε τέρψη στους κατοίκους της. Τέρψη, που είναι αδύνατη σήμερα μέσα στην αισθητική πενία του σημερινού αστικού περιβάλλοντος, στην έλλειψη δημόσιων χώρων και στις πρακτικές δυσκολίες, που σε κάθε βήμα μας αντιμετωπίζουμε ζώντας στη σύγχρονη ελληνική πόλη. Ο πολιτισμός ανθίζει μέσα στις πόλεις και μαραίνεται μαζί με αυτές.
Με την ανοικοδόμηση που άρχισε τη δεκαετία του 1950 και ακολούθησε την οικονομική απογείωση της χώρας, έλαβε χώρα μια καθολική ανοικοδόμηση μαζί με την έντονη εμπορευματοποίηση του χώρου. Οι ελληνικές πόλεις ακολούθησαν το πρότυπο της ανάπτυξης της Αθήνας: εμπορευματοποίηση του χώρου και συσσώρευση λειτουργιών μέχρι ασφυξίας. Το παλιό αντικαταστάθηκε από το καινούργιο και η χώρα πέτυχε έναν από τους υψηλότερους στον κόσμο βαθμούς ιδιοκατοίκησης. Ωστόσο, η διαπίστωση του αισθητικού και λειτουργικού ελλείμματος αποτελεί πλέον συνείδηση όλων.
Αρκετές προσπάθειες έχουν γίνει και νομοθετικά μέτρα έχουν ληφθεί για τη διατήρηση μεμονωμένων κτισμάτων, αλλά και ολόκληρων οικισμών. Το αποτέλεσμα δεν είναι αυτό που περιμένουμε. Υπάρχει έλλειμμα στη χρήση των νέων υλικών, η διατήρηση των παλιών κτισμάτων αδικεί οικονομικά τους ιδιοκτήτες τους που αντιδρούν και η διατήρηση ολόκληρων οικισμών αποδεικνύεται αισθητικά μάλλον ανέφικτη.
Πολλά είναι τα ερωτήματα που γεννώνται. Γιατί το σύγχρονο δομημένο περιβάλλον σηματοδοτεί ρήξη προς την παράδοση; Γιατί η διατήρηση δεν μπορεί να επιτύχει και ο δομημένος χώρος παραμορφώνεται; Γιατί δεν συμβιβάζεται η οικονομική αξία του παραδοσιακού δομημένου περιβάλλοντος με τη σύγχρονη πραγματικότητα;
Τα διατηρητέα κτίσματα αποτελούν στοιχεία μιας ιστορικότητας που αναδύεται μέσα από ένα παρωχημένο περιβάλλον. Ένα περιβάλλον που διαθέτει ορισμένες ποιότητες σπάνιες σήμερα και που είναι διαφορετικό από αυτό που μπορούμε να δημιουργήσουμε.
Μπορούμε λοιπόν να ρωτήσουμε: γιατί σήμερα τα παρωχημένα περιβάλλοντα διατηρούνται; Γιατί τα παλαιά κτίσματα όχι μόνο δεν γκρεμίζονται, αλλά και απαγορεύεται να αλλοιωθούν και όταν μάλιστα οι πόλεμοι και οι φυσικές καταστροφές τα εξαφανίσουν, τότε ανακατασκευάζονται ως πανομοιότυπα αντίτυπα, ως μιμήσεις ενός ιστορικού πλέον ύφους; Δηλαδή, τα μνημεία αναστηλώνονται, ανακαινίζονται, “αναπαλαιώνονται” σύμφωνα με τον επικρατούντα νεολογισμό. Γιατί, δηλαδή, τα παλιά περιβάλλοντα ξαναφτιάχνονται ως μιμήσεις αν καταστραφούν, η επιδιορθώνονται για να διατηρηθούν; Μιμήσεις που μπορούν να καταλήξουν στη δημιουργία ενός περιβάλλοντος όπου στο όνομα της διατήρησης και της προστασίας του αυθεντικού συχνά θριαμβεύει το πλαστό.
Έχουμε φθάσει σε μία αντίληψη όπου το περιβάλλον τείνει να αναπαραχθεί ως μουσείο. Πιστεύουμε ότι αυτό που αναγνωρίζουμε ως αυθεντικό πρέπει να διατηρηθεί και όταν ιστορικές και πολιτισμικές πραγματικότητες που το στηρίζουν έχουν παρέλθει. Αυτό αποτελεί ιστορικά μια καινούργια αντίληψη.
Το ερώτημα γιατί τα παρωχημένα περιβάλλοντα πρέπει να διατηρούνται προκύπτει μετά τη διαπίστωση ότι πάντα σε όλους τους πολιτισμούς και τα ιστορικά περιβάλλοντα το καινούργιο αντικαθιστούσε το παλιό και πάντα το παλιό διαρκούσε όσο η φυσική φθορά και τα ιστορικά γεγονότα του επέτρεπαν. Πάντα, μετά ακολουθούσε κάτι νέο και κανείς δεν προσπάθησε να ξαναφτιάξει το παλιό.
Μετά τη ναυμαχία της Σαλαμίνας και τη μάχη των Πλαταιών οι Αθηναίοι δεν αναστήλωσαν τα γκρεμισμένα από τον Ξέρξη κτίσματα της Ακρόπολης των Αθηνών. Υπήρχαν πεταμένα πάνω στην Ακρόπολη τα ερείπια και τα θραύσματα του Εκατόμπεδου και του ημιτελούς προ-Παρθενώνα. Μαζί με τα θραύσματα των αναθημάτων, τα υλικά των ερειπίων χρησιμοποιήθηκαν για το μπάζωμα της επιφάνειας της Ακρόπολης και την επισκευή των τειχών της. Οι ημιτελείς σπόνδυλοι του προ-Παρθενώνα εντειχίσθηκαν σε εμφανές σημείο των τειχών της Ακρόπολης, ώστε να υπενθυμίζουν μόνιμα τη βαρβαρότητα και την ασέβεια των Περσών.
Οι Αθηναίοι, αντί να αναστηλώσουν τους γκρεμισμένους ναούς, –πράγμα εύκολο–, προτίμησαν να κτίσουν κάτι καινούργιο: τον Παρθενώνα. Ανάλογα, ο Ιουστινιανός ανοικοδομεί την κατεστραμμένη Αγία Σοφία στην Κωνσταντινούπολη με την κατασκευή ενός ριζικά και κοσμοϊστορικά διαφορετικού αρχιτεκτονήματος. Αναθέτει σε δύο εξέχοντες επιστήμονες της εποχής του ένα καθοριστικό έργο που σηματοδοτεί τη μετάβαση από τον αρχαίο στον βυζαντινό κόσμο και επισφραγίζει την ενότητά τους.
Πιο πρόσφατα, το 1834, ο διάσημος αρχιτέκτονας Καρλ Φρίντριχ Σίνκελ εκπόνησε σχέδιο ανέγερσης ανακτόρων πάνω στην Ακρόπολη των Αθηνών για τον νεαρό βασιλιά των Ελλήνων Όθωνα Βίττελσμπαχ. Ο Σίνκελ σχεδίασε ως ιεροφάντης του κλασσικισμού την ανέγερση τεράστιου συγκρότηματος κτηρίων σε ολόκληρο τον ιερό βράχο και ανακατασκευή των Προπυλαίων. Το σχέδιο περιελάμβανε μεγάλα ανάκτορα στην ανατολική πλευρά του βράχου, κήπους, συντριβάνια και αίθρια. Μεταξύ των ερειπίων του Παρθενώνα και του Ερεχθείου θα κατασκευαζόταν μεγάλο ιπποδρόμιο. Η όλη κατασκευή εμπνεόταν από τις ρωμαϊκές βίλλες της Πομπηίας, που τότε είχαν αποκαλυφθεί και όχι από το κλασσικό ύφος του Παρθενώνα. Η αντίληψη αυτή φαίνεται αδιανόητη σήμερα. Τα μάρμαρα του Παρθενώνα και του Ερεχθείου θα διακοσμούσαν τους κήπους των ανακτόρων που θα είχαν τη μορφή αρχαιολογικού πάρκου. . Το σχέδιο δεν πραγματοποιήθηκε. Σε επιστολή του προς τον Σίνκελ σύμβουλος του Όθωνα παρατήρησε ότι το κόστος της πραγματοποίσης του μεγαλεπήβολου εκείνου σχεδίου ήταν απαγορευτικό για ένα κράτος, το οποίο δεν μπορούσε καν να χρηματοδοτήσει την επισκευή του δρόμου προς την Πεντέλη, απαραίτητου για τη μεταφορά των μαρμάρων. Ο Σίνκελ ανταμείφθηκε με ένα από τα πρώτα παράσημα που απένειμε ο Όθων.
Σήμερα η Ευρώπη, μετά τους φοβερούς Παγκόσμιους Πολέμους ανακατασκευάζει τα κατεστραμμένα μνημεία της κατά πιστή απομίμησή τους και συντηρεί όσα διασώθηκαν, ενώ η Unesco φροντίζει για τη διατήρηση και την προστασία των μνημείων άλλων, εκτός της Ευρώπης, πολιτισμών.
Η απάντηση στο ερώτημα “γιατί τα παρωχημένα περιβάλλοντα διατηρούνται” μπορεί να είναι το ότι τα περιβάλλοντα αυτά διαθέτουν κάτι το οποίο απουσιάζει από αυτό που οι σημερινές κοινωνίες μπορούν να δημιουργήσουν. Κάτι που στο σύγχρονο (μοντέρνο) περιβάλλον δεν υπάρχει.
Τι είναι αυτό που απουσιάζει και τι είναι αυτό που μας το κρύβει;
.