Δύο κείμενα με αφορμή το Πάσχα 2009:
1. Από την αμφισβήτηση στην άρνηση
2. Προς το πάθος
ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΜΦΙΣΒΗΤΗΣΗ ΣΤΗΝ ΑΡΝΗΣΗ
Από τη θρησκειολογία η χριστιανική πίστη ή χριστιανισμός, όπως προτιμούν οι κριτικά ιστάμενοι έναντι αυτής, θεωρείται ως μία μεταξύ των άλλων θρησκεία, δηλαδή ανθρώπινη προσέγγιση του θείου. Έχοντας πολλοί από τους “ειδήμονες”, τους “φωτισμένους μύστες της επιστήμης” όπως αυτοαποκαλούνται, ως θεμελιακή θέση την άρνηση ύπαρξης Θεού και πνευματικού κόσμου, επιχειρούν προσέγγιση τόσο προς το φαινόμενο της πίστεως όσο και προς το πρόσωπο και τη διδασκαλία του Χριστού, η οποία αποκαλύπτει τα μύχια της δικής τους ύπαρξης: Την έντονη προκατάληψη κατά την έρευνα, τη ρηχότητα της σκέψης, ως απόρροια της προκατάληψης, την τραγικότητα εκ του υπαρξιακού κενού, το οποίο βιώνουν και το οποίο πολλές φορές επιχειρούν να εξορκίσουν ασπαζόμενοι την κυνική φιλοσοφική θεώρηση της ζωής (πληθωρική έπαρση και αλαζονεία προς συγκάλυψη της πνευματικής ένδειας και πείνας)!
Ιστορικά και μόνο εξετάζοντας το θέμα δεν είναι δύσκολο να διαπιστώσουμε ότι ο Χριστός πρωτοτύπησε διακηρύττοντας ότι είναι ο Θεός που έγινε άνθρωπος. Βέβαια έσπευσαν πρώτοι εκείνοι που περίμεναν την έλευσή Του να τον αποκαλέσουν πλάνο! “Τί έτι χρείαν έχομεν μαρτύρων;”, θα παρατηρήσουν οι “ειδήμονες”. Στον “μύθο” της Ανάστασης εστιάζει την προσοχή της η αρνητική κριτική κατά τους τελευταίους αιώνες. Κραδαίνοντας το πανίσχυρο όπλο της λογικής, για την κατοχή του οποίου καυχάται υπέρμετρα, επιτίθεται με πάθος περισσό κατά του αφελούς “όχλου”, ο οποίος, μετά από 2.000 χρόνια, εξακολουθεί να πιστεύει στον “μύθο”! Λόγω του πάθους τους οι αρνητές αδυνατούν να κατανοήσουν ότι η λογική είναι ανθρώπινο εφεύρημα και εισαγωγή στην οποιαδήποτε φιλοσοφία δικαιώνει την στάση ζωής μας. Ποιός είναι ο λογικός; Ο πιστός ή ο άπιστος; Ο ψαλμωδός που έγραψε “είπεν άφρων εν τη καρδία αυτού ουκ έτσι Θεός”; Ο Ντεκάρτ, ο θεωρούμενος ως ο θεμελιωτής του ορθολογισμού, ο οποίος “απέδειξε λογικά” ότι υπάρχει Θεός ή οι “διαφωτιστές” που ανέτρεψαν τη συλλογιστική του “αποδεικνύοντας” επίσης “λογικά” ότι δεν υπάρχει Θεός;
Και όμως με την κοινή λογική, αν υπάρχει και αυτή, θα μπορούσαν όλοι αυτοί οι πολυπραγμονούντες “επαΐοντες” να σταθούν σε κάποια σημεία, τα οποία αξίζουν λίγης προσοχής. Ο “μύθος” της ανάστασης κηρύχθηκε από αγραμμάτους και ανήμπορους. Ούτε περγαμηνές σπουδών είχαν αυτοί ούτε κοσμική ισχύ, όπως αυτοί που αντιμάχονται μετά από αιώνες τον “μύθο”! Άνθρωποι του λαού ήσαν, γι’ αυτό και ήταν εύκολο να τους προσάψουν διάφορα κοσμητικά επίθετα, όπως αλαφροΐσκιωτοι και ονειροπαρμένοι. Αλλά “διαφεύγουν” από τους “σοφούς” ερευνητές σημαντικές λεπτομέρειες: Όλοι σχεδόν εγκατέλειψαν προ του πάθους Εκείνον που ακολούθησαν επί τριετία. Μόνον ένας, ο Ιωάννης, τόλμησε να σταθεί κάτω από τον σταυρό. Τί διδάσκει η ψυχολογία, αυτή η σύγχρονη επιστήμη, η οποία, ξεκινώντας από την παραδοχή μη ύπαρξης ψυχής, επιχειρεί να ερευνήσει το ανθρώπινο πρόσωπο, το οποίο επίσης απορρίπτει για χάρη του ατόμου; Πώς ερμηνεύει το ότι όλοι αυτοί οι τρομαγμένοι, που ανέμεναν να έρθει και η ώρα της δικής τους τιμωρίας, “συνήχθησαν επί το αυτό” και δεν διασκορπίσθηκαν υπακούοντες στο λογικό σύνθημα “ο σώζων εαυτόν σωθείτω”; Πόσο αφελείς ή καταπονημένοι από τη θλίψη ήσαν, αφού κανείς δεν πίστεψε στην Ανάσταση, πριν ιδεί; Και αδικεί τον Θωμά ο χαρακτηρισμός “άπιστος”, αφού όλοι έδειξαν υπέρμετρο “ορθολογισμό”!
Οι κριτικά ιστάμενοι ή απορρίπτοντες τον “μύθο” της Ανάστασης του Χριστού προχώρησαν και στην ερμηνεία της εξαπλώσεως αυτού. Παρουσίασαν τους μαθητές ως συνωμότες (“ορθολογικά” ασφαλώς!), οι οποίοι συσκέφθηκαν (πώς τα κατάφεραν δεν μας εξηγούν), κατέστρωσαν την περιγραφή του “μύθου” και κίνησαν να τον διαδώσουν! Αλλά πόσο ορθολογική είναι η εξήγηση με βάση την αρχή των κινήτρων; Ο άνθρωπος της ύλης γνωρίζει τρία βασικά κίνητρα: Την ηδονή, τη δόξα (και ο πλούτος αποτελεί μέσο για την εξασφάλισή τους) και την αποφυγή της τιμωρίας. Ποιό ήταν το κίνητρο των Αποστόλων; Αυτοί ακολουθώντας το αιώνιο πρότυπο υπήρξαν οι κατ’ εξοχήν κήρυκες της ασκητικής βιωτής και κηρύττοντας προκάλεσαν την τιμωρία τους από τον Καίσαρα. Το μαρτύριο είναι εκείνο που συντρίβει κυριολεκτικά τα “ορθολογικά” επιχειρήματα των αρνητών. Γι’ αυτό ελάχιστα απασχόλησε τους μικρόψυχους ιστορικούς η ιστορία των μαρτύρων των τριών πρώτων μετά Χριστόν αιώνων. Πέρασαν αυτοί οι κατά τα άλλα λεπτολόγοι στον τέταρτο αιώνα μ.Χ (αυτά τα δύο γράμματα ερεθίζουν αφάνταστα κάποιους αθέους) για να δείξουν την πορεία της νέας πίστεως μετά την αναγνώρισή της από την κοσμική εξουσία. Δεν θα τους ακολουθήσουμε στην πλήρη πάθους αποσιώπηση του ιστορικού μεγαλείου. Έντεκα εκατομμύρια γνωστοί μάρτυρες αναμένουν ακόμη τη δικαίωσή τους από την ανθρώπινη ιστορία. 11.000.000 που για το “μύθο” και μόνο υπέμειναν τα πιό φρικτά βασανιστήρια που επινόησε ο σκοτισμένος νους του ανθρώπου, που ζούσε μακριά από τον Θεό! Και κάποιος ταπεινός πιστός στη Δύση, ο Πασκάλ, στον αντίποδα του δοξασμένου Ντεκάρτ τόνισε: “Πιστεύω στις αλήθειες, για τις οποίες οι κήρυκές τους θυσιάζονται”. Και θυσιάστηκαν τότε όχι μόνο “αφελείς” δούλοι, στους οποίους ο “μύθος” προσέφερε κάποια παρηγοριά ανταμοιβής τους σε άλλη ζωή για την υπομονή τους σ’ αυτήν εδώ. Θυσιάστηκαν (και το γνωρίζουν πολύ καλά αυτό οι αρνητές) και αυλικοί και φιλόσοφοι και ληστές και πόρνες και δήμιοι. Το κακό δεν είναι ταξικό, όπως θέλησαν να το παρουσιάσουν οι “διαφωτιστές”, αλλά σχετίζεται με την προσωπική στάση του καθενός. Γι’ αυτό και ο Χριστός δεν ήρθε να οργανώσει χριστιανικές κοινωνίες, αλλά κοινότητες πιστών κατά τόπους εντός του σώματος της Εκκλησίας Του.
Αυτά δεν άγγιξαν ποτέ τους αρνητές, λόγω της απύθμενης προκατάληψής τους. Βρήκαν αυτοί άφθονη τροφή στις αιρέσεις, στον συγχρωτισμό των διοικούντων την Εκκλησία του Χριστού με τους κοσμικούς άρχοντες και στην αστοχία πολλών πιστών κατ’ όνομα σε δύο σημαντικές θέσεις του Ευαγγελίου περί την ελευθερία και τη δικαιοσύνη. Η εμμονή της μίας αγίας καθολικής και αποστολικής Εκκλησίας στο δόγμα φαντάζει γι’ αυτούς τους άγευστους της χάρης του θεού ως σκοταδισμός. Αλλά όντες γαλουχημένοι όλοι τους σε κοινωνίες που βιώνουν την αίρεση επί χιλιετία, αδυνατούν να εννοήσουν ότι η αίρεση διαμορφώνει ήθος διάφορο του γνησίου εκκλησιαστικού. Η ανελευθερία του Μεσαίωνα είναι απόρροια της σχολαστικής δυτικής θεολογίας. Η κοινωνική αδικία είναι απόρροια της υποκατάστασης στις καρδιές των πιστών της βασιλείας των Ουρανών από την εγκόσμια με την υποταγή στη λαγνεία της κοσμικής ισχύος. Όλοι αυτοί οι πολυπραγμονούντες αναλυτές αποφεύγουν ακόμη και σήμερα να αντιμετωπίσουν τον αναστημένο Χριστό που συνεχίζει να θέτει προκλητικά το ερώτημα: “Τις ελέγχει με περί αμαρτίας;” Τους είναι πολύ πιο εύκολο να αντιμετωπίζουν όλους εμάς που εξ αιτίας μας βλασφημείται το όνομα του επουρανίου Πατρός μας. Όσο για τον Χριστό κάθε χρόνο που πλησιάζει το Πάσχα οι “επαΐοντες” ανακαλύπτουν πότε κάποιο απόκρυφο “ευαγγέλιο” καταχωνιασμένο από τη “σκοταδιστική” Εκκλησία, κάποιους συγγενείς του Χριστού ή τον τάφο του με τα λείψανά Του! Ζώντας οι ίδιοι χωρίς ελπίδα, επιχειρούν να ξεριζώσουν την ελπίδα και από τους συνανθρώπους τους! Αλλά ζούμε πλέον τόσο στην μεταϊδεολογική όσο και στη μεταεπιστημονική εποχή. Ούτε η φιλοσοφία ούτε η επιστήμη συγκινούν τον σύγχρονο δυτικό άνθρωπο. Όσους καταφέρουν οι αρνητές να αποσπάσουν από την πίστη στο Χριστό, δεν θα τους κερδίσουν, όπως κατά τους αιώνες που παρήλθαν. Θα στραφούν αυτοί προς υποκατάστατα της πίστεως. Οι ίδιοι δεν θα ευτυχίσουν να έχουν οπαδούς. Το υπαρξιακό κενό θα τους συνοδεύει στην χωρίς νόημα ζωής τους. Μήπως είναι καιρός να ξαναρχίσουν την έρευνα;
Το πάθος του Χριστού παραμένει μετά παρέλευση δύο χιλιάδων ετών από αυτό ακατανόητο ακόμη και για τους χριστιανούς. Ο μόχθος του Αδάμ και ο πόνος της Εύας κατά τη γέννα μετά την πτώση είναι τόσο ακατανόητα, ώστε να θεωρούμε τον Θεό της αγάπης τιμωρό, σύμφωνα με την αντίληψη των χρόνων της ειδωλολατρείας, αντίληψη που θελήσαμε να διατηρήσουμε ως ορθολογική. Η προσφορά όμως του Υιού εκ μέρους του Θεού Πατρός για τη σωτηρία των ανθρώπων φαντάζει στον σύγχρονο χριστιανό της μεταχριστιανικής εποχής ολότελα ανορθολογική. Αδυνατώντας αυτός να κατανοήσει την παίδευση ως καθαρτικό της ψυχής μέσο, πώς να κατανοήσει τη θυσία του Υιού ως τρανό δείγμα αγάπης του Δημιουργού προς τα πλάσματά του; Έχοντας ο άνθρωπος προβάλει διαχρονικά τα χαρακτηριστικά του συνανθρώπου-ηγεμόνα στον θεό, θεωρεί τον θεό της διανοητικής του σύλληψης ισχυρό, αλλά ανελέητο, δίκαιο στο μέτρο της ανθρώπινης δικαιοσύνης, αλλά ρέποντα προς την αδιαφορία για τα πλάσματά του (υπηκόους) και παρεμβαίνοντα μόνο σε κραυγαλέες περιπτώσεις αδικίας. Πολλοί ηγεμόνες προέβησαν σε σφαγές, επειδή προσεβλήθη ο γυιός τους, ελάχιστοι τον προσέφεραν ως όμηρο, υπό συνθήκες πιεστικότατες για τη διατήρηση της εξουσίας, η οποία απειλείτο από ισχυρότερο ηγεμόνα. Τελικά, αν ο ξένος παρασπονδώντας σκότωσε τον όμηρο γυιό, αυτός θυσιάστηκε για τον λαό ή για τον άπληστο για εξουσία πατέρα;
Αυτά τα βασανιστικά ερωτήματα στροβιλίζονται στον νου του «ορθολογικού» ανθρώπου. Αλλά τα ερωτήματα αυτά δεν είναι σύγχρονα. Τα έθεταν οι άρχοντες Ιουδαίοι στον Χριστό, ο οποίος με τη στάση του τους προκαλούσε καθημερινά: «Ως πότε θα βασανίζεις την ψυχή μας; Πες μας καθαρά, αν είσαι συ ο Χριστός». Ποιο ήταν το βασανιστήριο, στο οποίο τους υπέβαλε ο Χριστός; Η άρνησή του να συμπεριφέρεται ως εγκόσμιος άρχων, όπως τον ήθελαν αυτοί. Αγνοώντας τη γέννησή του σε ένα παχνί και θεωρώντας Τον μπροστά τους με δυνάμεις σαφώς υπερφυσικές, ανέμεναν την πολυπόθητη σε έναν επί αιώνες σκλάβο λαό ανάληψη της εξουσίας. Και μήπως ξέφυγαν από τον πειρασμό αυτό οι μαθητές του Χριστού, ακόμη και ο επιστήθιος Ιωάννης; Ο Χριστός στους πολλούς έδωσε έμμεσο παράδειγμα με την είσοδό του στην Ιερουσαλήμ επάνω σε γαϊδουράκι. Στους μαθητές του όμως μίλησε ξεκάθαρα για το πώς πρέπει να αντιλαμβάνονται την άσκηση της εξουσίας εκείνοι που ελεύθερα θα τον ακολουθήσουν. Οι πολλοί μεταστράφηκαν από φανατικούς οπαδούς σε εμπαθείς εχθρούς και κραύγασαν μετά από λίγες ημέρες το «σταύρωσον»! Οι λίγοι μαθητές του τον εγκατέλειψαν, παρά τις όποιες υποσχέσεις τους, μη κατανοώντας την πορεία του προς το πάθος. Και απόμεινε ο Θεάνθρωπος επί της γης μόνος! Η αγάπη του δεν είχε βρει ανταπόκριση στους ανθρώπους.
Αν δεν ακολουθούσε η Ανάσταση, όλα θα είχαν παραμείνει όπως και πριν από την έλευση του Χριστού στον κόσμο. Ο Χριστός θα ήταν το συμπαθές θύμα κακοδικίας, εναντίον του οποίου κανείς δεν θα είχε την κακότητα να στραφεί. Σήμερα έχει περισσότερους εχθρούς από οποιοδήποτε ιστορικό πρόσωπο μετά θάνατον. Οι λίγοι, των οποίων ανοίχτηκαν τα μάτια, κατανόησαν τη θυσία του. Και μεγαλύτερη απόδειξη της κατανόησης συνιστά η προσωπική τους θυσία. Με την προσωπική τους θυσία άλλαξαν τον κόσμο. Δεν τον άλλαξαν ποσοτικά, γι’ αυτό και ένα από τα όπλα των αρνητών ή κριτικά ισταμένων έναντι του προσώπου του Χριστού είναι το αναλλοίωτο των κοινωνιών, καθώς βιώνουμε την ίδια παρακμή μετά από 2.000 χρόνια. Δεν κατανόησαν όλοι αυτοί ή δεν θέλησαν να κατανοήσουν ότι ο Χριστός δεν ήλθε να θεμελιώσει χριστιανικές κοινωνίες. Ήλθε να βρει και να καλέσει στη σωτηρία τον καθένα από μας προσωπικά. Γνώριζε το αποτέλεσμα της θυσίας Του γι’ αυτό και μας προετοίμασε με την εντολή «μη φοβού το μικρόν ποίμνιον»! Αλλά εμείς σύντομα παρασυρθήκαμε από τη λαγνεία των αριθμών και την ισχύ του επιγείου ηγεμόνα. Η θυσία του Θεού και των μαρτύρων που Τον αγάπησαν φώτιζε τον δρόμο που οφείλαμε να πορευθούμε και εμείς. Και εκεί στο βάθος του δρόμου φαινόταν ξεκάθαρα ένας σταυρός, ένας σταυρό για μας. Και τότε επιλέξαμε με τον «ορθολογισμό» που μας διακρίνει την παράκαμψη. Ο σταυρός χάθηκε από μπροστά μας ως σύμβολο πάθους. Έγινε σύμβολο σε ασπίδες κατά των εχθρών της πίστεως, έγινε θυρεός και έμβλημα βασιλείας, βασιλείας κατά τα πρότυπα των βασιλείων αυτού του κόσμου. Και με την πάροδο του χρόνου καταφέραμε να απαλλάξουμε τους απογόνους του Αδάμ από τον μόχθο, με τη μηχανή, και τη γυναίκα από τον πόνο της γέννας, με τον ανώδυνο τοκετό! Τώρα, ναι τώρα, φαίνεται πιο ξεκάθαρα από κάθε άλλη εποχή το μάταιο της θυσίας του Χριστού ακόμη και σε μας τους «χριστιανούς»! Ο ορθολογισμός θριαμβεύοντας ανέτρεψε τον θεολογικό σχολαστικισμό της δυτικής χριστιανοσύνης και «έδειξε» κατά τρόπο «επιστημονικό» την μη αναγκαιότητα του Θεού στο σύμπαν, πόσο μάλλον στην ανθρώπινη ιστορία!
Ο Χριστός πορεύεται για μία ακόμη φορά προς το πάθος. Πολλοί θα τον συντροφεύσουν από περιέργεια να ακούσουν τι θα λεχθεί στις αίθουσες της ακροαματικής διαδικασίας. Αρκετοί θα τον συνοδεύσουν ως τον σταυρό και το μνημείο. Ελάχιστοι θα αγρυπνήσουν για να λάβουν το αναστάσιμο μήνυμα, το μήνυμα της χαράς και της ελπίδας. Γιατί το μήνυμα αυτό είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με τον σταυρό στο δρόμο που παρακάμψαμε. Και ο σταυρός ακόμη μας τρομάζει. Μας τρομάζει περισσότερο από τη διάψευση όλων των κοσμικών ελπίδων στην μεταϊδεολογική εποχή που ζούμε. Μας τρομάζει περισσότερο από το υπαρξιακό κενό στο οποίο καθημερινά βυθιζόμαστε. Μας τρομάζει περισσότερο και από τον θάνατο ακόμη. Γι΄ αυτό και προτιμούμε να φωνάζουμε με τους άλλους το «σταύρωσον». Ο αναστημένος Χριστός είναι ανυπόφορος. Προκαλεί την έπαρσή μας και την αλαζονεία μας ως νικητής. Αν παρέμεινε σταυρωμένος θα του προσφέραμε τον οίκτο μας.
«ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ»
.