Ναπολέων Λιναρδάτος
H δεκαετία του 50 ήταν μια περίοδος ραγδαίας αρχιτεκτονικής καταστροφής. Στο όνομα του νεοτερισμού και της προόδου ολόκληρες πόλεις καταστράφηκαν για να δημιουργηθούν οι σημερινοί γκρίζοι και βάρβαροι χώροι συγκέντρωσης πληθυσμού.
Στην περίπτωση της Κεφαλλονιάς η αφορμή για την καταστροφή ήταν ο σεισμός του 1953. Η αιτία, η λιγούρα της εποχής για το μοντέρνο που επέβαλε τα καινούργια κτίρια που αντικατέστησαν τα γκρεμισμένα να είναι τα γκρίζα τσιμεντένια κουτάκια που καμία σχέση δεν είχαν με την κουλτούρα και την ιστορία του νησιού. Πιο αντιπροσωπευτικό παράδειγμα ήταν τα δημόσια κτίρια που κτίστηκαν φαίνεται από τους ίδιους ανθρώπους που γέμισαν την ίδια εποχή τα περιβόητα Ξενία σε όλη την Ελλάδα.
Τα Ξενία που βρίσκονται σε περιοχές απαράμιλλου κάλους, υπάρχουν για να υπενθυμίζουν στο ανθρώπινο είδος πόσο σκληρός μπορεί να γίνει άνθρωπος με την φύση κτίζοντας αυτά τα μνημεία βιασμού της τοπικής φυσικής ομορφιάς.
Βέβαια τη χειρότερη ζημιά υπέστη η Αθήνα. Στις επερχόμενες δημοτικές εκλογές οι υποψήφιοι δήμαρχοι θα μας που πόσο όμορφη είναι η πόλη των Αθηνών αλλά όλοι γνωρίζουμε ότι τίποτε από όλα αυτά δεν είναι αλήθεια. Η Αθήνα είναι μια άσχημη και απάνθρωπη πόλη που όμως έχει ορισμένες ομορφιές. Αυτές οι ομορφιές δεν είναι τίποτα περισσότερο από τοπία και κτίρια που δεν μπόρεσε να καταστρέψει η προοδευτικάτζα. Είναι εξαιρέσεις πολιτισμού σε μια γκρίζα θάλασσα ασχήμιας και υπενθυμίζουν το τι ήταν και τι θα μπορούσε να ήταν η Αθήνα. Δεν είναι τυχαίο που οι μπαχαλάκηδες, γέννημα θρέμμα της πολιτιστικής επανάστασης της προοδευτικάτζας, στοχοποιούν συγκεκριμένα κτίρια με την πρώτη ευκαιρία.
Οι Αθηναίοι κάθε χρόνο φεύγουν για τόπους στο εσωτερικό ή το εξωτερικό που σεβάστηκαν την πολιτιστική τους κληρονομιά, την ιστορία και την τέχνη για να επιστρέψουν το φθινόπωρο σε έναν χώρο διεκπεραίωσης λειτουργιών και ρόλων. Η αρχιτεκτονική της Αθήνας καταδεικνύει οπτικά, τι μπορεί να συμβεί σε μια κοινωνία που έχει αποκοπεί από τις παραδόσεις της και την ιστορία της. Είναι η αρχιτεκτονική απόδοση της κοσμοθεωρίας ατόμων όπως η κ. Ρεπούση και οι προοδευτικοί συνοδοιπόροι της που οραματίζονται μια Ελλάδα κάτι σαν ένα ουδέτερο χώρο διερχομένων – χωρίς ταυτότητα, χωρίς πολιτιστική και ιστορική συνέχεια.
Το ελληνικό κράτος και οι περί αυτού ελίτ, απεχθάνονται το οτιδήποτε μπορεί να θεωρηθεί παραδοσιακό, αστικό, ιδιωτικό. Όλα αυτά παραπέμπουν σε αρχές και εποχές που έρχονται σε αντίθεση με ότι πολιτικά επικράτησε μεταπολεμικά – και ειδικά την περίοδο της μεταπολίτευσης. Η έξοδος από την κρίση θα είναι μια πορεία επιστροφής σε μια Ελλάδα που τις τελευταίες δεκαετίες κάναμε τα πάντα για την σβήσουμε από την μνήμη και την καθημερινότητά μας.
Είναι το κλισέ της εποχής, αλλά λαμβάνοντας υπ’ όψιν ότι ένα στα δύο σπίτια που έχουν ελεγχθεί στην Κεφαλλονιά είναι μη κατοικήσιμο, είναι ευκαιρία η τωρινή τραγωδία για να επουλωθούν κάποιες αρχιτεκτονικές πληγές που άνοιξαν πριν από σχεδόν 61 χρόνια.
*Στην φωτογραφία το Αργοστόλι του 1875.
5 comments
Βέβαια πρέπει να πούμε ότι τη δεκαετία του ’50 δεν κυβερνούσε η “προοδευτικάτζα”, κάθε άλλο. Η “προοδευτικάτζα” ήταν εξόριστη ή αποκλεισμένη από τον δημόσιο βίο με τα περιβόητα πιστοποιητικά κοινωνικών φρονημάτων. Οι εθνικόφρονες ήταν αυτοί που διέλυσαν την αρχιτεκτονική των ελληνικών πόλεων τη συγκεκριμένη δεκαετία, και ό,τι επιβίωσε, το αποτέλειωσαν οι υπερεθνικόφρονες χουντικοί τη δεκαετία του ’60-’70.
“Η αιτία, η λιγούρα της εποχής για το μοντέρνο”
Ή αλλιώς “ευρωλιγούρα”, μέσα από τον παραμορφωτικό φακό της αμορφωσιάς των διαφόρων “εθναρχών” και μεγαλοτσιφλικάδων της εποχής, οι οποίοι αντί να γεμίσουν “φουγάρα” τη χώρα για να καλύψει τον χρόνο που χάσαμε από την βιομηχανική επανάσταση λόγω των Οθωμανών, αυτοί “μαζί το τρώγανε” το σχέδιο Μάρσαλ ενώ παράλληλα σέρβιραν “τσιμεντένια καθρεφτάκια” στους ντοπιους ιθαγενείς…
“Οι εθνικόφρονες ήταν αυτοί που διέλυσαν την αρχιτεκτονική των ελληνικών πόλεων”
Ενώ οι κομμουνιστοσοσιαλιστοφρονες από το 1981 μέχρι σήμερα κατάφεραν και διέλυσαν ολόκληρη τη …χώρα.
Τὸ ἄρθρο χρήζει ὁρισμένων διευκρινίσεων :
Πρῶτον, ναί, προοδευτικάντζα ἦταν οἱ πολιτικοὶ μηχανικοὶ καὶ οἱ άρχιτέκτονες πού ἔκτισαν τὰ περισσότερα ἐκτρώματα μεταπολεμικῶς. Οἱ ἐθνικόφρονες ἧταν βολεμένοι στὶς διάφορες δημόσιες ὑπηρεσίες τοῦ μετεμφυλιακοῦ κράτους. Φαίνεται παράδοξο, ἀλλὰ εἶναι λογικὸ καὶ ἀληθινό, ὅτι στὴν μετεμφυλιακὴ Ἑλλάδα ἡ πλειοψηφία τῶν ἐπιχειρηματιῶν τῶν δραστηριοποιουμένων στὸν ἰδιωτικό τομέα ἦταν ἀριστεροί, ἐνῶ τῶν βολεμένων στὸ εὐρύτερο δημόσιο, δεξιοί ! Οἱ μορφωμένοι ἀριστεροὶ ἦταν ὑποχρεωμένοι νὰ βγοῦν στὴν ἐλεύθερη ἀγορά (καὶ ἀποδείχθηκαν στυγνοί ἐργοδότες), ἀφοῦ διώχθηκαν κακὴν, κακῶς ἀπὸ τὸ εὐρύτερο δημόσιο.
Δεύτερον, μὲ τὴν οἰκονομική πολιτικὴ πού ἐπιλέξαμε ὡς λαός, δεξιοὶ καὶ ἀριστεροί, περιθώριο γιὰ καλαισθησία, καὶ τὶς σχετικές δαπάνες, δέν ἀφήσαμε. Ἡ μυωπικὴ ἰδιοτέλεια φαίνεται προσωρινῶς ἐξυπνάδα, ἀλλά, μακροχρονίως βλάπτει.
Τρίτον, τὸ ὡραῖα δημόσια κτίρια τοῦ Ἀργοστολίου ἦταν ἔργα τῆς περιόδου τῆς Ἀγγλικῆς Προστασίας στὴν Ἐπτάνησο. Μὲ τὸν ἀπόλυτο φιλελευθερισμὸ πού ἐπέβαλε ἡ Ἀγγλικὴ Προστασία, ἡ Ἑπτάνησος ἔφθασε σὲ οἰκονομικὴ καὶ πνευματικὴ ἁκμή, τὴν ὁποία ποτὲ ἔκτοτε δὲν κατόρθωσε. Πικρὰ διάγνωσις, πλήν ἡ Αὐτόνομος Πολιτεία τῶν Ἰονίων Νἠσων, ἦταν τὸ πρῶτο Ἑλληνικὸ κράτος, ἀρκετὰ παλαιότερο ἀπὸ τὸ Βασίλειον τῆς Ἑλλάδος. Διὰ τῆς Ἑνώσεως ἔπεσε βαθμιαίως στὸ ἐπίπεδο τῆς ὑπολοίπου Ἑλλάδος. Συνεπῶς, τὰ περὶ «ἐπιστροφῆς στὴν πραγματικὴ Ἑλλάδα» δὲν ἔχουν καμμία βάση, ἐκτὸς κι ἂν μιλᾶ ὁ ἀρθρογράφος γιὰ ἐπιστροφὴ στὴν Ἀγγλοκρατία. Ἡ ρήση τοῦ Γιάννη Τσαρούχη ὅτι «στὴν Ἑλλάδα εἴμαστε ὅλοι τραγικὰ αὐτοδίδακτοι», ὅτι, δηλαδή, δὲν ἔχουμε αἰσθητικὴ καλλιέργεια καὶ παράδοση εἶναι, δυστυχῶς, ἀληθινή.
Τέλος, τὰ Ξενία, γιὰ ὅποιον ξέρει τὰ στοιχειώδη περὶ άρχιτεκτονικῆς, ἦταν θαυμάσια κτίρια σχεδὸν στὴν ὀλότητά τους. Πολύ λίγα ἰδιωτικά ξενοδοχεῖα ἔφθασαν τὴν αἰσθητική τους καὶ κανένα ἰδιωτικὸ ξενοδοχεῖο, δυστυχῶς, δὲν τὴν ξεπέρασε. Φυσικά, δὲν σχεδιάσθηκαν γιὰ νὰ τὰ διαχειρίζονται ἄπληστοι τεμπελχανάδες, ὁπότε εἶναι λογικὸ τὸ ὅτι παρήκμασαν.
ΥΓ Ὅταν στὴν Κεφαλλονιὰ ἐκλέγεται μόνη βουλευτὴς ἡ συντρόφισσα Θεοπεφτάτου (τῆς τὴν πέφτουν καὶ οἱ θεοί, φαίνεται), κατανοεῖ κανεὶς ὅτι ὁ μόνος πού νοιάζεται γιὰ τὴν αἰσθητικὴ τῶν κτιρίων στὴν Κεφαλλονιὰ εἶναι ὁ … Ἐγκέλαδος. Τὰ ἐρείπια πού ἀφήνει θὰ εἶναι ὁπωσδήποτε ὡραιότερα στὸ μάτι ἀπ’ ὅτι θὰ κτίσουν ποτὲ οἱ Κεφαλῆνες.
Έχει ενδιαφέρον να σκεφθεί κανείς εάν αυτή η αισθητική βαρβαρότητα, που επικρατεί πια σε όλη την Ελλάδα και δήθεν εξυπηρετεί μιαν αναγκαστική πρακτικότητα – χρησιμότητα, είναι τελικά αποτέλεσμα που επιβάλλεται εκ των άνω ή όχι. Φτιάξαμε τα κτίριά μας γιατί έτσι μάθαμε από το “κράτος και τις περί αυτού ελίτ” ή γιατί εμείς το ζητήσαμε;
Επειδή έχω πολύ άσχημη ιδίαν εμπειρία από το αποτέλεσμα του “ξανακτισίματος” της Καλαμάτας λόγω του σεισμού του 1986, μάλλον τείνω να συμφωνήσω με το ΥΓ του κ. Γεωργάνα. Τα νέα κτίρια θα είναι πιο εκτρωματικά και από τα ερείπια.