του Μελέτη Η. Μελετόπουλου*
Ο ψύχραιμος στρατηγικός σχεδιασμός, εντός του οποίου πρέπει να εντάσσεται και να σχηματοποιείται η γενναιότητα, η επαναστατική ορμή και η ενθουσιώδης φιλοπατρία, αποτελεί το πρώτο μήνυμα της Ελληνικής Επανάστασης προς τους σημερινούς Έλληνες. Το δεύτερο μήνυμα είναι ότι, οποιαδήποτε εθνική προσπάθεια δεν θα ευοδωθεί, εάν δεν υποστηρίζεται από διεθνή διπλωματική δράση και επηρεασμό των παγκόσμιων κέντρων αποφάσεων. Στην περίπτωση της Ελληνικής Επανάστασης, αν την στρατηγική σκέψη ενσάρκωσε ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, την διπλωματική εξόρμηση υλοποίησε ο Ιωάννης Καποδίστριας, σε στενή και συνεχή μάλιστα επαφή και συντονισμό με τον αρχιστράτηγο της Επανάστασης.
Οι περισσότεροι σύγχρονοι Έλληνες γνωρίζουν τον Καποδίστρια ως πρώτο Κυβερνήτη του Ελληνικού κράτους, την περίοδο 1827-1831. Αλλά προηγουμένως ο Καποδίστριας είχε προσφέρει στην υπόθεση της Επανάστασης τουλάχιστον ίσης αξίας υπηρεσίες. Ως υπουργός Εξωτερικών της Ρωσσικής Αυτοκρατορίας και εκπρόσωπος του Τσάρου στα διαδοχικά συνέδρια της Ιεράς Συμμαχίας που ακολούθησαν την πτώση του Ναπολέοντος το 1814, προώθησε μία φιλελεύθερη γραμμή γιά την ανασυγκρότηση της Ευρώπης. Γι’ αυτό ήρθε σε αντίθεση με τον Αυστριακό καγκελλάριο Μέττερνιχ, που επεδίωκε την επιστροφή της Ευρώπης στον φεουδαλικό Μεσαίωνα. Ο Καποδίστριας, μέσω της φιλελεύθερης πολιτικής του, στην οποία είχε σύρει τον ίδιο τον Τσάρο, αποσκοπούσε στην δημιουργία πλαισίου ευνοϊκού γιά την προώθηση της Ελληνικής Ανεξαρτησίας, που ήταν το μοναδικό θέμα που τον απασχολούσε (κάτι που ουδέποτε απέκρυψε από τον Ρώσσο ηγεμόνα, με τον οποίο είχε μια ειλικρινή σχέση).
Όταν εξερράγη η Ελληνική Επανάσταση, η Ιερά Συμμαχία συνεδρίαζε στο Τροπάου με αντικείμενο την έκρηξη, στο Πεδεμόντιο, την Νεάπολη και την Ισπανία, επαναστατικών κινημάτων κοινωνικού χαρακτήρα (οι λεγόμενοι «Καρμπονάροι»). Ο Μέττερνιχ ζήτησε αμέσως να συμπεριληφθεί η Ελληνική Επανάσταση στον κατάλογο και να αποσταλούν ευρωπαϊκά στρατεύματα γιά να κατασταλεί βίαια. Ο Καποδίστριας αντέδρασε, με το επιχείρημα ότι η Ελληνική Επανάσταση δεν ήταν εγχείρημα κοινωνικής ανατροπής αλλά εθνικής χειραφέτησης ενός πανάρχαιου ευρωπαϊκού έθνους από έναν ωμό ασιάτη δυνάστη. Τελικώς ο Καποδίστριας υπερίσχυσε, και στην απόφαση του συνεδρίου, που εξεδόθη στις 12 Μαϊου 1821, καταδικάζονταν τα διάφορα επαναστατικά κινήματα αλλά σε αυτά δεν συμπεριλαμβανόταν η Ελληνική Επανάσταση.
Όταν, το 1822, ο Τσάρος αντιμετώπισε στάση στην φρουρά του (το Σύνταγμα Συμεωνόφσκυ) και επηρεασμένος από τον Μέττερνιχ στράφηκε σε πιό συντηρητική κατεύθυνση, ο Καποδίστριας έλαβε «άδεια αορίστου χρόνου» και εγκαστάθηκε στην Γενεύη της Ελβετίας. Εκεί, με χρηματοδότηση του φίλου του τραπεζίτη Εϋνάρδου, ίδρυσε το Φιλελληνικό Κομιτάτο και συντόνισε το παγκόσμιο φιλελληνικό κίνημα, που προσέφερε εθελοντές, εφόδια, ηθική στήριξη και πρακτική αρωγή στην Ελληνική Επανάσταση, ενώ ταυτόχρονα επηρέασε καταλυτικά τον τύπο και την παγκόσμια κοινή γνώμη.
Είναι χαρακτηριστικό το μένος με το οποίο αντιμετωπίζει, στην διδακτορική του διατριβή, τον Καποδίστρια ο Χένρυ Κίσσενγκερ [ελληνική μετάφραση από τον Δ. Μιχαλόπουλο, Ένας αποκατεστημένος κόσμος, εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα 2003 ]. Ο Κίσσινγκερ, πλήρως ταυτισμένος με το είδωλό του, τον υπερσυντηρητικό καγκελλάριο Μέττερνιχ, θεωρεί τον Καποδίστρια ανατρεπτικό παράγοντα της παγκόσμιας τάξης που προσπαθούσε να εγκαθιδρύσει ο Μέττερνιχ. Ο Μέττερνιχ, γράφει ο Κίσσινγκερ, θεωρούσε την Ελληνική Επανάσταση προϊόν της μυστικής Φιλικής Εταιρείας και της προσέδιδε προθέσεις κοινωνικής ανατροπής και διατάραξης της διεθνούς νομιμότητος, καθώς και πρότυπο εθνικών χειραφετήσεων. Ο Καποδίστριας αντέτασσε το επιχείρημα της νόμιμης άμυνας των Ελλήνων έναντι της τουρκικής βίας, σφαγών, εξανδραποδισμών. Προέβαλε το επιχείρημα ότι η Ευρώπη θα καταρρεύσει ηθικά και θα εξομοιωθεί με τους Τούρκους εάν δεν στηρίξει τους Έλληνες στον αγώνα τους.
Ο Μέττερνιχ, συμπεραίνει ο Κίσινγκερ, χρησιμοποίησε τις ανασφάλειες του Τσάρου γιά να τον σύρει με το μέρος του, αλλά ο Καποδίστριας έσυρε με το μέρος της Επανάστασης την ευρωπαϊκή κοινή γνώμη. Έτσι, επισημαίνει ο Κίσσινγκερ, ενώ τα στρατεύματα του Ιμπραήμ μεταφέρθηκαν στα μεσσηνιακά ύδατα με αυστριακά πλοία, γαλλικά, αγγλικά και ρωσσικά ήταν τα πλοία που βύισαν τον τουρκοαιγυπτιακό στόλο. Ο Κίσσιγκερ είναι όμως, αντικειμενικός: «Ο Καποδίστριας», γράφει, «όλος πόθο να υλοποιήσει το ιδεώδες του, που ήταν η ελληνική ανεξαρτησία, μυστικά υπέθαλψε την ελπίδα ρωσσικής υποστήριξης στον Υψηλάντη. Η ανεπιτυχής εξέγερση στην Μολδοβλαχία έδωσε το σήμα στον Μοριά να επαναστατήσει. Σε λιγώτερο από τρεις μήνες οι Τούρκοι είχαν εκδιωχθεί από την χερσόνησο και το Ανατολικό Ζήτημα έγινε το κεντρικό πρόβλημα της ευρωπαϊκής διπλωματίας».
*Ο Μελέτης Η. Μελετόπουλος είναι Διδάκτωρ Οικονομικών και Κοινωνικών Επιστημών Πανεπιστημίου Γενεύης.