Κωνσταντῖνος Χολέβας
Πολιτικός Ἐπιστήμων
Πολυάριθμες εἶναι οἱ μορφές ἐκεῖνες τῶν κληρικῶν πού ἐπιβεβαιώνουν μέ τήν δράση τους, τούς ἀγῶνες ἀκόμη καί μέ τό μαρτύριό τους τόν ἀκατάλυτο πνευματικό δεσμό μεταξύ Ἐκκλησίας καί Γένους. Ἄλλα ὀνόματα εἶναι πολύ γνωστά, ἄλλα λιγότερο, ἄλλα κινδυνεύουν νά λησμονηθοῦν τελείως. Ἐπιλέξαμε στό κείμενο αὐτό νά ἀναφερθοῦμε ἐν συντομίᾳ σέ τρεῖς ἀγωνιστές κληρικούς, οἱ ὁποῖοι βοήθησαν τά μέγιστα τό Γένος μας νά ἐπιβιώσει, νά διατηρήσει τήν ἐθνική του αὐτοπεποίθηση, νά διαφυλάξει τήν γλωσσική καί πολιτιστική του ταυτότητα. Πρόκειται γιά τόν Ἐπίσκοπο Σαλώνων (Ἀμφίσσης) Φιλόθεο, ὁ ὁποῖος ξεσήκωσε τήν Στερεά Ἑλλάδα στά τέλη τοῦ 17ου αἰῶνος, τόν πρεσβύτερο Κωνσταντῖνο Οἰκονόμο τόν ἐξ Οἰκονόμων, διδάσκαλο τοῦ Γένους κατά τον 19ο αἰῶνα, καί τόν Μητροπολίτη Ρόδου Ἀποόστολο Τρύφωνος, ὁ ὁποῖος διετήρησε τήν ἑλληνική παιδεία στά ἰταλοκρατούμενα Δωδεκάνησα ὀργανώνοντας τό Κρυφό Σχολειό ἀπό τό 1937 ἕως τό 1944.
1) Ὁ Σαλώνων Φιλόθεος, ὁ ξεχασμένος ἐπαναστάτης. Κακῶς νομίζουν ὁρισμένοι ὅτι ἐπί Τουρκοκρατίας τό ὑπόδουλο Γένος δέχθηκε παθητικά τήν ὑποταγή. Τά σχολικά μας βιβλία ἀναφέρουν μόνο δυό-τρεῖς ἐξεγέρσεις, ἐνῳ οἱ ἱστορικοί ἐρευνητές ἐντοπίζουν περισσότερες ἀπό ἑκατό. Μία ἀπό τίς σημαντικότερες ἐπαναστάσεις ἦταν ἐκείνη τῆς Ρούμελης τό 1684-1694. Ἐπί δεκαετία οἱ ἐξεγερμένοι Ἕλληνες σέ συνεργασία μέ τούς Βενετούς τοῦ Μοροζίνη εἶχαν καταλύσει τήν Ὀθωμανική διοίκηση στήν Ἀνατολική Στερεά Ἑλλάδα καί ἀναπτέρωσαν τίς ἐλπίδες γιά τήν ὁριστική ἀποτίναξη τοῦ ζυγοῦ. Ἐπικεφαλῆς τῆς ἐξεγέρσεως ἦταν μία ἀγέρωχη ἀγωνιστική μορφή, ὁ Ἐπίσκοπος Σαλώνων (Ἀμφίσσης) Φιλόθεος, κατά κόσμον Φίλιππος Χαριτόπουλος. Συνεργάτες του ἦσαν στήν Ἀθήνα ὁ Μητροπολίτης Ἰάκωβος, στήν Θήβα ὁ Ἐπίσκοπος Ἱερόθεος, στήν Λάρισα ὁ Μητροπολίτης Μακάριος καί στήν Εὔβοια ὁ Μητροπολίτης Ἀμβρόσιος. Στόν στρατιωτικό τομέα τίς ἐπιοχειρήσεις διηύθυναν οἱ ἁρματολοί Πάνος Μεϊντάνης, Χορμόπουλος, Λιβίνης, Χ. Βαλαωρίτης, Κούρμας καί Σπανός.
Παρατηρεῖ σχετικά ὁ Κων. Βοβολίνης στό βιβλίο του “Ἡ Ἐκκλησία εἰς τόν Ἀγῶνα τῆς Ἐλευθερίας 1453 -1953″ :” Ἡ Ἑλληνική Ἐκκλησία εὑρίσκετο ἐπικεφαλῆς τοῦ ἀπελευθερωτικοῦ ἀγῶνος συμπράττουσα μετά τῶν ἁρματολῶν εἰς ἀξιομνημόνευτα πολεμικά ἔργα.Ἐκ τῶν ἐπαναστατῶν δέ Ἱεραρχῶν, ὁ Ἐπίσκοπος Ἀμφίσσης Φιλόθεος ἀνεδείχθη καί μέγας πολεμικός ἡγέτης. Ἀφοῦ ἐξηνάγκασε τούς Ὀθωμανούς νά ὑποχωρήσουν καθ’ ὅλην τήν γραμμήν εἰς τήν Παρνασσίδα καί ἀφοῦ ἀπηλευθέρωσε τήν Ἄμφισσαν ἀπό τούς κατακτητάς ἦλθε μέχρι Κορίνθου ἵνα συνεννοηθῆ μετά τοῦ Μοροζίνη· ἀλλ’ οἱ ἐχθροί συνασπισθέντες ἐπανῆλθον πολυαριθμοτεροι καί κατετρόπωσαν τούς ἡμετέρους, θανατώσαντες πλείστους αὐτῶν· τότε καί ὁ Σαλώνων Φιλόθεος, θανατηφόρως πληγείς εἴς τινα συμπλοκήν, ἀπέθανεν ἐκ τοῦ τραύματος μετά τινας ἡμέρας”.
Ὁ θάνατος τοῦ μαχητικοῦ Ἐπισκόπου συνδέεται μέ τήν μάχη πλησίον τοῦ Καρπενησίου τό 1694, ὅταν ἀρχίζει πλέον νά φυλλορροεῖ ἡ ἐξέγερση. Τά αἰσθήματα φιλοπατρίας πού δονοῦσαν τήν ψυχή του ἀποτυπώνονται στήν διαθήκη τοῦ ἀδελφοῦ του Δημητρίου Χαριτοπούλου, ἡ ὁποία συνετάγη τό 1708 στό Καταστάρι Ζακύνθου καί διασώζεται ἀπό τόν Κωνσταντῖνο Σάθα στό ἔργο του “Τουρκοκρατουμένη Ἑλλάς “πού ἐξεδόθη τό 1869. Ἐκεῖ μεταξύ ἄλλων ( σελ. 410-412) ἀναφέρονται καί τά ἑξῆς λίαν συγκινητικά: “…Ἄν δώσῃ ὁ Πανάγαθος καί πανοικτίρμονας Θεός καί καπιτάρῃ νά ἐλευθερωθῇ τό δυστυχισμένο γένος μας ἀπό τόν τρομερό καί ἀντίχριστο Ἀγαρηνόν, παρακαλῶ τό ἀδέρφι μου τόν Γιώργη νά ξεθάψῃ τά κόκκαλά μου καί τά κόκκαλα τοῦ μακαρίτου ἀδελφοῦ μου Φιλοθέου, πού τά ἔχω κρυμμένα σέ μιά σακκοῦλα στήν σπηλιά πού ἐγνωρίζει καί νά τά θάψει μαζύ καί κοντά στά κόκκαλα τῶν γονηῶν μας εἰς τήν Ἐκκλησιάν τῆς πατρίδος μας· μά τό ξαναλέγω, σάν ἐλευθερωθῇ καί ὄχι τώρα πού εἴμαστε σκλάβοι. Κι ἄν κάμῃ ἔτσι νἄχῃ τήν εὐχή τοῦ Φιλοθέου καί ἐμένα, ἀλλέως τήν κατάρα μας· γιατί ἔτσι μέ ὥρκισε στό Εὐαγγέλιο ὁ μακαρίτης Φιλόθεος ὡσάν ἐξεψύχου”!
2) Πρεσβύτερος Κωνσταντῖνος Οἰκονόμος, διδάσκαλος καί ἐθνεγέρτης. Γεννήθηκε στήν Τσαριτσάνη τῆς Θεσσαλίας τό 1780 καί ἐκοιμήθη στήν Ἀθήνα στίς 8 ἤ 9 Μαρτίου 1857. Εἶναι θαμμένος στόν περίβολο τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ἀσωμάτων Πετράκη. Χειροτονήθηκε διάκονος σέ ἡλικία 21 ἐτῶν καί τό 1805 φυλακίσθηκε ἀπό τόν Ἀλῆ Πασᾶ κριθείς ὕποπτος συμμετοχῆς στήν ἐξέγερση τοῦ ἐθνομάρτυρος παπᾶ-Εὐθυμίου Βλαχάβα. Ἀφοῦ ἀποφυλακίσθηκε ἄρχισε τήν ἐθνωφελῆ δράση του ὡς κορυφαῖος λόγιος, διδάσκαλος τῶν Ἑλληνοπαίδων, ρήτωρ, ἱεροκῆρυξ, συγγραφεύς πολυαρίθμων συγγραμμάτων, κανονολόγος καί ἐθνεγέρτης. Ἔλαβε τό ὀφφίκιον τοῦ Οἰκονόμου, τό ὁποῖο ἔφερε καί ὁ κληρικός πατέρας του. Τότε ὁ Κωνσταντῖνος προσέθεσε στό ὄνομά του τόν προσδιορισμό “ὁ ἐξ Οἰκονόμων”. Δίδαξε στην ἀρτισύστατη Σχοπλή τῆς Σμύρνης συνεργαζόμενος μέ τόν ἄλλο μέγα Θεσσαλό λόγιο, τόν Κωνσταντῖνο Κούμα. Μετέβη στήν Κωνσταντινούπολη κατόπιν προσκλήσεως τοῦ Πατριάρχου Γρηγορίου Ε’ , ἀλλά συντόμως ἔφυγε γιά τήν Ὀδησσό καί ἔτσι διεσώθη ἀπό τίς σφαγές τοῦ Ἀπριλίου 1821. Ἐκεῖ στήν ρωσσική πόλη, πού ἔκτισαν κυρίως Ἕλληνες , ἐξεφώνησε στίς 10 Ἰουνίου 1821 τόν περίφημο ἐπιτάφιο λόγο του εἰς τήν σορόν τοῦ Ἐθνομάρτυρος Πατριάρχου. Ἀφοῦ δίδαξε καί σέ ρωσσικές Ἀκαδημίες κατῆλθε τό 1831 στήν ἐλεύθερη πλέον Ἑλλάδα καί μετά τριετῆ ἐγκατάσταση στό Ναύπλιο ἦλθε ὁριστικά στήν Ἀθήνα τό 1837. Ἐδῶ ἐπί εἰκοσαετία διέπρεψε ὡς ἐπιστήμων, ὡς ρήτωρ, ὡς συγγραφεύς καί ἐν γένει ὡς ἐκκλησιαστικός ἀνήρ.
Ὁ πρεσβύτερος Κωνσταντῖνος Οἰκονόμος ἠγωνίσθη κατά τῶν πάσης φύσεως ξένων ἱεραποστόλων, οἱ ὁποῖοι ὑπενόμευαν τό ἑλληνορθόδοξο φρόνημα τοῦ λαοῦ. Ἱστορική ἔμεινε ἡ διαφωνία του μέ τόν Θεόκλητο Φαρμακίδη. Ὁ Οἰκονόμος συμφωνοῦσε μέ τό Αὐτοκέφαλο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ἀλλά ἤθελε τοῦτο νά παραχωρηθεῖ ἀπό τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, ἐνῷ ὁ Θ. Φαρμακίδης παρέσυρε τήν Ἱερά Σύνοδο σέ μονομερεῖς ἐνέργειες μέ τήν βοήθεια τῶν Βαυαρῶν. Ὁ Κωνσταντῖνος Οἰκονόμος χαρακτηρίσθηκε ὁ ἐκπρόσωπος τοῦ “εὐγενοῦς συντηρητισμοῦ” τῆς ἐποχῆς ἰδίως σέ θέματα βυζαντινῆς μουσικῆς καί ἑλληνικῆς γλώσσης. Ἦταν, πάντως, εὐρύ πνεῦμα μέ τεράστια μόρφωση καί σ’ αὐτόν ὀφείλουμε τήν πρώτη ἑλληνική μετάφραση κωμωδίας τοῦ Μολιέρου. Πρόκειται γιά τόν Φιλάργυρο, τόν ὁποῖο μετέφρασε μέ τόν τίτλο “ὁ Ἑξηνταβελόνης”. Ὁ φλογερός πατριωτισμός του καταγράφεται παραστατικά στόν περίφημο προτρεπτικό λόγο του πρός τούς Ἕλληνες, τόν ὁποῖο ἐξεφώνησε τήν 1η Ὀκτωβρίου 1821. Παραθέτουμε ἕνα χαρακτηριστικό ἀπόσπασμα:
“… Ναί, ἀδελφοί! Πιστεύετε βεβαίως ὅτι ἀγωνιζόμενοι ὑπέρ τῆς εὐσεβείας καί τῆς Πατρίδος ἐκπληρώνετε νόμον Θεοῦ. Μή ἀκούετε τάς ὑπούλους συμβουλάς αὐτοχειροτονήτων τινων ξένων ἑρμηνέων τοῦ Εὐαγγελίου, οἵτινες σπουδάζουσι νά σᾶς παραστήσωσι τόν ἀγῶνα, ὡς ἐναντίον τάχα τῆς χριστιανικῆς πίστεως. Μηδέ προσέχετε πάλι εἰς τάς ἀποτροπάς καί μεσιτείας αἰχμαλώτων τινων ἡμετέρων ἐκκλησιαστικῶν, τούς ὁποίους ἡ τυραννική μάστιξ βασανίζει νά λέγωσι καί νά γράφωσι ὀδυνώμενοι καί δακρύοντες, ὅ, τι καταδικάζει ἡ ἀδούλωτος αὐτῶν συνείδησις καί ὅ, τι ἀντίκειται εἰς τάς θείας Δικαιοσύης τάς ἐντοκλάς. .. Κακόν, κάκιστον, ἀπάνθρωπον, ἀνόσιον ὁ πόλεμος! Καλόν δέ πάλιν καί θεῖον καί χριστιανικώτατον ἡ εἰρήνη. …Ἀλλ’ ὅταν ἕν ὁλόκληρον ἔθνος χριστιανικόν καταθλιβόμενον ὑπό τυράννου δυσσεβοῦς καί ἀλλοφύλου κατασφάζηται καί γυμνώνηται ὄχι μόνον ἀπό τῶν προσκαίρων καί γηίνων αὐτοῦ δικαίων, ἀλλά καί ἀπ’ αὐτῆς τῆς αἰωνίου σωτηρίας, ὅταν, λέγω, βλέπῃ τήν πίστιν καί παρθενίαν καί σωφροσύνην καί πᾶσαν ἀρετήν ἀγομένην καθ’ ἡμέραν λάφυρον τῆς ὠμοτάτης ὕβρεως τῶν ἀσεβῶν Ἀγαρηνῶν, χρεωστεῖ τάχα, ἐπί προφάσει εἰρήνης, νά ὑποτάσσηται ἀναίσθητον καί νά θεωρῆ ἀνάλγητον τοσαύτας ψυχάς τῶν ἀσθενεστέρων αὐτοῦ μελῶν γινομένας θύματα τοῦ διαβόλου καί τῶν τούτου ὑπηρετῶν; ἄπαγε! Οὔτε οἱ ἱεροί Κανόνες, οὔτε τά νῦν καθ’ ἡμᾶς ἀνά πᾶσαν τήν Εὐρώπην χριστιανικά Βασίλεια, οὔτε πρώην οἱ ἀοίδιμοι καί χριστιανικώτατοι Βασιλεῖς ἡμῶν καί Αὐτοκράτορες ἀπεδέχθησαν, ἤ ἔδειξαν πώποτε τοιαύτην ἀναλγησίαν πρός τάς παρά τῶν ἀπίστων ὕβρεις τῶν θείων δικαιωμάτων”.
Πρόκειται γιά ἕνα ἱστορικό κείμενο πού ἐπηρέασε θετικά τό φρόνημα τῶν ἐπαναστατημένων Ἑλλήνων καί παράλληλα ἔδωσε στέρεη θεολογική τεκμηρίωση στόν πατριωτισμό καί στόν δίκαιο Ἀγῶνα τοῦ Γένους.
3) Ὁ Μητροπολίτης Ἀπόστολος Τρύφωνος καί τό Κρυφό Σχολειό στά Δωδεκάνησα. Ἡ Θεία Πρόνοια φρόντισε ὥστε τό Γένος μας σέ δύσκολες ἐποχές καί σέ εὐαίσθητες περιοχές νά ποιμαίνεται ἀπό φωτισμένες καί ἀγωνιστικές μορφές. Μία τέτοια ἐξαιρετική, ἀλλά ἄγνωστη στούς πολλούς, μορφή ὑπῆρξε καί ὁ Μητροπολίτης Ρόδου Ἀπόστολος Τρύφωνος, ὁ ὁποῖος ἐποίμανε τό ἱστορικό αὐτό νησί ἀπό τό 1914 μέχρι τό 1946. Ἡ ποιμαντορία του συνέπεσε μέ τήν πολύ δύσκολη περίοδο τῆς ἰταλοκρατίας στά Δωδεκάνησα. Οἰ Ἰταλοί διεδέχθησαν τούς Τούρκους καί προέβησαν στήν λήψη καταπιεστικῶν μέτρων εἰς βάρος τοῦ ἑλληνορθοδόξου φρονήματος τῶν Δωδεκανησίων. Οἱ Ἕλληνες κάτοικοι τῶν νησιῶν περίμεναν μέ καρτερικότητα τήν ἐνσωμάτωσή τους στόν ἑλληνικό κορμό, ὄνειρο πού πραγματοποιήθηκε τό 1947 μετά τήν ἧττα τῆς Ἰταλίας στόν Β Παγκόσμιο Πολεμο. Ὅμως μετά τήν ἄνοδο τοῦ Φασισμοῦ καί τοῦ Μουσσολίνι στήν Ἰταλία (1922) ἡ καταπίεση ἔγινε πολύ ἔντονη. Ὁ Ἰταλός Διοικητής Ντέ Βέκκι ἦλθε τό 1936 μέ σχέδιο τήν Ἰταλοποίηση καί τόν ἀφελληνισμό τῶν Δωδεκανησίων. Ἀπηγόρευσε ἀκόμη καί τόν ἑορτασμό τῆς 25ης Μαρτίου. Τό 1937 καταργήθηκαν μέ διάταγμα ὅλα ἀνεξαιρέτως τά ἑλληνικά σχολεῖα τῆς Δωδεκανήσου καί μετετράπησαν σέ ἰταλικά. Οἱ ἕλληνες ἐκπαιδευτικοί ἐπαύθησαν καί κατέφθασαν στήν θέση τους Ἰταλοί μέ φασιστική ἰδεολογία. Οἱ Δωδεκανήσιοι νέοι ἐστεροῦντο κάθε δυνατότητος νά μάθουν τήν γλῶσσα καί τήν Ἱστορία τοῦ Ἔθνους των. Τότε ἔλαμψε ἡ ἐπινοητικότητα τοῦ Μητροπολίτου Ρόδου Ἀποστόλου Τρύφωνος. Κατόρθωσε νά ἀποσπάσει τήν ἔγκριση τοῦ Ντέ Βέκκι γιά τήν λειτουργία κατηχητικῶν μαθημάτων κάθε Κυριακή στίς ἐκκλησίες. Ὁ Ἰταλός διοικητής ἔθεσε τόν ὅρο νά διδάσκονται μόνο θρησκευτικά μαθήματα καί οἱ διδάσκοντες νά εἶναι μόνον κληρικοί. Τότε ἐπανελήφθη τό θαυμαστό φαινόμενο τοῦ Κρυφοῦ Σχολειοῦ πού γνώρισαν οἱ ὑπόδουλοι ἐπί Τουρκοκρατίας. Ὁ Ροδίτης οἰκονομολόγος καί ἱστορικός Κυριάκος Φίνας ἐπισημαίνειτά ἑξῆς σέ σχετικό μελέτημά του μέ τίτλο “Ἡ πορεία τῆς Ἑλληνικῆς Παιδείας στήν ἐπαρχία Ρόδου στά δύσκολα χρόνια τῆς σκλαβιᾶς τῆς Δωδεκανήσου “πού ἐξεδόθη τό 2003:
“… Στά σκοτεινά ἐκεῖνα χρόνια διδάσκονταν τά Ροδιτόπουλα κάθε Κυριακή μέσα στήν ἐκκλησία τά ἑλληνικά γράμματα, κάτω ἀπό τό πρόσχημα τῶν θρησκευτικῶν. Παράλληλα μέ τό κατηχητικό ἱδρύθηκαν καί χορωδίες Βυζαντινῆς Μουσικῆς, πού ἀποτέλεσαν κίνητρο ὄχι μόνο γιά τήν προσέλκυση μεγάλου ἀριθμοῦ στό κατηχητικό, ἀλλά καί ἄλλων ἐνηλίκων κατοίκων στήν ἐκκλησία. Τό κατηχητικό λειτουργοῦσε κανονικά κάθε γιορτή καί Κυριακή. Τηροῦνταν φύλλα προόδου καί μοιράζονταν συνόψεις, συνέκδημοι καί ἄλλα θρησκευτικά βιβλία πού χρησιμοπιοῦνταν σάν ἀναγνωστικά. Συνοπτικά μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι τά κατηχητικά μεταβλήθηκαν σέ “κρυφό σχολειό”. Ἔτσι μέ τά δεδομένα αὐτά γίνεται φανερό ὅτι ἡ ἐκκλησία στήν ἐπαρχία Ρόδου ὑπό τό πρόσχημα τῶν κατηχητικῶν σχολείων, βρῆκε κατά τρόπον εὔσχημο ἕνα “μονοπάτι”, ὥστε νά ἐπαναρχίσει ἡ λειτουργία τῶν ἑλληνικῶν σχολείων στήν Ρόδο, καθώς καί σέ ἄλλα νησιά τῆς Δωδεκανήσου. ”
Εἶναι καιρός νά τιμηθεῖ προσηκόντως ἡ μνήμη τοῦ Μηροπολίτου Ρόδου Ἀποστόλου Τρύφωνος . Ἴσως ὁ Δῆμος Ρόδου πρέπει νά δώσει τό ὄνομά του σέ ἕνα ἀπό τούς κεντρικούς δρόμους τῆς πόλεως.
Αὐτή ἐν ὀλίγοις ἦταν ἡ Ἑλληνορθόδοξη Τριλογία. Μέ ἁπλᾶ λόγια ἔτσι ἐπιβιώσαμε. Χάρις σέ τέτοιες μορφές μποροῦμε νά λέμε ὅτι ἡ Ἐκκλησία ἦταν καί εἶναι ἡ Κιβωτός τοῦ Γένους.
Κ.Χ.
Τόλμη Ιουνίου 2003