Γράφει ο Νικόλαος Στεφανίδης.
Πρόσφατα γεγονότα όπως η τρομοκρατική επίθεση φανατικών ισλαμιστών τρομοκρατών στο Παρίσι τον Νοέμβριο του 2015, που άφησε πίσω 130 νεκρούς και 368 τραυματίες, η μαζική σεξουαλική και ληστρική επίθεση οργανωμένων συμμοριών 1.000 και πλέον Αράβων και Βορειοαφρικανών μουσουλμάνων μεταναστών (γνωστή ως “ταχαρούς”, αραβιστί η ομαδική σεξουαλική παρενόχληση ή και κακοποίηση γυναικών) σε βάρος 1.500 περίπου Γερμανίδων γυναικών την Πρωτοχρονιά του 2016 και εσχάτως η πολύνεκρη τρομοκρατική επίθεση τζιχαντιστών στις Βρυξέλλες στις 22 Μαρτίου με 32 νεκρούς και 316 τραυματίες, έδωσαν εκ νέου τροφή σε συζητήσεις περί του εφικτού ή μη της ομαλής ένταξης και της αφομοίωσης των μουσουλμάνων της Ευρώπης στις σύγχρονες ευρωπαϊκές κοινωνίες. Το ερώτημα του κατά πόσο είναι εφικτή η ομαλή διαπολιτισμική συνύπαρξη των πολυπληθών μουσουλμάνων μεταναστών ή γόνων μεταναστών (αραβικής, βορειοαφρικανικής ή ασιατικής εθνικής προέλευσης) στην Ευρώπη με τους ιθαγενείς “παλαιούς” Ευρωπαίους (χριστιανούς και μη), δεν μπορεί παρά να μας κάνει να ανατρέχουμε χάριν συγκρίσεων στο παρελθόν και στην πλούσια ιστορική εμπειρία της ισλαμικής παρουσίας στην Ευρώπη.
Το Ισλάμ και η Ευρώπη είναι παλιοί γνώριμοι. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί οπωσδήποτε η καθ’ ημάς βαλκανική χερσόνησος με την οθωμανική ισλαμική κυριαρχία πεντέμισι αιώνων, αλλά και η ιβηρική χερσόνησος όπου οι μωαμεθανοί κατακτητές (Άραβες και εξαραβισμένοι Μαυριτανοί ή Βέρβεροι) κυριαρχούσαν επί του μεγαλυτέρου τμήματός της, από το 711 μ.Χ. όταν οι μουσουλμανικές στρατιές του Βέρβερου κατακτητή Ταρίκ Ιμπν Ζιγιάντ αποβιβάστηκαν στο σημερινό Γιβραλτάρ που φέρει το όνομά του (Gibr al-Ţāriq, δηλαδή “Όρος του Ταρίκ”) και κατέλαβαν ταχύτατα ολόκληρη την Ισπανία, φτάνοντας μέχρι και το Πουατιέ της Γαλλίας, μέχρι και το 1212 οπότε και οι συνασπισμένοι στρατοί των χριστιανικών βασιλείων της Ιβηρικής (Καστίλης, Αραγωνίας, Ναβάρρας και Πορτογαλίας) συνέτριψαν τους Μαυριτανούς στην κρίσιμη μάχη της Λας Νάβας ντε Τολόζα ανοίγοντας οριστικά τον δρόμο για την ολοκλήρωση της reconquista, της ανάκτησης δηλαδή των κατακτημένων εδαφών της ιβηρικής από τους γηγενείς Χριστιανούς και της απώθησης των μουσουλμάνων προς νότον. Από το 1212 και εντεύθεν τα βασίλεια της Καστίλης, της Αραγωνίας και της Πορτογαλίας ανέκτησαν σταδιακά το μεγαλύτερο μέρος των μουσουλμανικών κτήσεων της νότιας ιβηρικής, που οι Άραβες αποκαλούσαν Αλ–Άνταλους (Ανδαλουσία).
Κατά τον 15ο αιώνα, την εποχή που οι Οθωμανοί Τούρκοι καταλάμβαναν την Κωνσταντινούπολη και κυριαρχούσαν στα Βαλκάνια, οι μουσουλμάνοι Μαυριτανοί κατακτητές της Ισπανίας είχαν περιοριστεί σε μια περιορισμένη έκταση στα νοτιοανατολικά της Ανδαλουσίας και νότια του ποταμού Γκουανταλκιβίρ, στο λεγόμενο Εμιράτο της Γρανάδας, το τελευταίο ισλαμικό βασίλειο της ιβηρικής, αναγκαζόμενοι από το 1238 και για 250 περίπου χρόνια να πληρώνουν φόρο υποτέλειας στο ισχυρότερο ιβηρικό βασίλειο, την Καστίλη. Ένα από τα προβλήματα της reconquista ήταν η τύχη και η αντιμετώπιση των πολυάριθμων μουσουλμάνων κατοίκων που παρέμεναν στις περιοχές που απελευθερώνονταν από τους προελαύνοντες χριστιανούς. Επί εκατοντάδες χρόνια, αυτοί οι Μαυριτανοί της Ισπανίας — μια μουσουλμανική μειονότητα που αποκαλούνταν Μουντέχαρ (Mudéjar) — ζούσαν σχετικά ειρηνικά στις περιοχές που βρίσκονταν υπό τον έλεγχο των Καθολικών. Για κάποιο διάστημα, σε ορισμένες περιοχές επωφελούνταν από ένα νομικό καθεστώς που τους επέτρεπε να διατηρούν τους νόμους και τα έθιμά τους, καθώς και να ασκούν τη θρησκεία τους.
Το 1492 με την πτώση του Εμιράτου της Γρανάδας, οι μουσουλμάνοι κάτοικοι της περιοχής – εν αντιθέσει με τους Εβραίους που εξορίστηκαν άμεσα και δια της βίας με το περίφημο Διάταγμα της Αλάμπρα (1492) – αντιμετωπίστηκαν αρχικά με επιείκεια και ανεξίθρησκη διάθεση από τους χριστιανούς. Πριν παραδώσει τα κλειδιά της Αλάμπρας στους Καθολικούς Βασιλείς, ο Αμπού Αμπνταλλάχ Μουχάμμαντ ΙΒ΄ (ο Μποαμπντίλ των χριστιανών), τελευταίος Νασρίδης εμίρης της Γρανάδας, είχε τουλάχιστον προσπαθήσει να διαφυλάξει τα δικαιώματα των ομόθρησκων υπηκόων του. Πράγματι η Συνθήκη της Γρανάδας (1491) εξασφάλιζε αρχικά τα πλήρη θρησκευτικά, πολιτιστικά και ατομικά δικαιώματα των μωαμεθανών κατοίκων του πρώην εμιράτου της Γρανάδα, που πλέον θα διαβιούσαν υπό το ενωμένο ισπανικό χριστιανικό στέμμα της Καστίλης και της Αραγωνίας, των Ισπανών καθολικών βασιλέων Ισαβέλας και Φερδινάνδου. Οι όροι της παράδοσής της Γρανάδας παραχωρούσαν στο μαυριτανικό πληθυσμό εκεί δικαιώματα παρόμοια με αυτά που είχαν οι υπόλοιποι Μουντέχαρ της Ισπανίας.
Την εποχή εκείνη ο μουσουλμανικός πληθυσμός της περιοχής της Γρανάδας αριθμούσε περί τις 250.000 με 300.000 κατοίκους και αντιστοιχούσε περίπου στον μισό μουσουλμανικό πληθυσμό ολόκληρης της Ισπανίας. Αρχικά οι Ισπανοί καθολικοί βασιλείς σεβάστηκαν τη συνθήκη και παρά την πίεση φανατικής μερίδας του ισχυρού ισπανικού ρωμαιοκαθολικού κλήρου για αναγκαστικούς προσηλυτισμούς, ο Φερδινάνδος και ο Αρχιεπίσκοπος της Γρανάδας, Χερνάντο ντε Ταλαβέρα (με καταγωγή converso, δηλαδή εβραίου προσήλυτου στον χριστιανισμό) προωθούσαν μια φιλελεύθερη “laissez – faire” πολιτική ως προς τον μουσουλμανικό πληθυσμό, ελπίζοντας ότι η αγαστή και αρμονική συμβίωση με τους χριστιανούς θα έκανε τους μωαμεθανούς να καταλάβουν την πλάνη της θρησκείας τους, προσερχόμενοι οικειοθελώς στον Χριστιανισμό. Μάλιστα όταν οι βασιλείς Φερδινάνδος και Ισαβέλλα επισκέφθηκαν την Γρανάδα το καλοκαίρι του 1499 έγιναν ενθουσιωδώς δεκτοί από τον ντόπιο μουσουλμανικό πληθυσμό.
Όμως πολύ σύντομα ανέκυψαν προβλήματα λόγω της έντονης προσηλυτιστικής δράσης του ελληνομαθούς αρχιεπισκόπου του Τολέδου, Χιμένεθ ντε Θισνέρος, που διαφωνούσε με την ανεκτική συμπεριφορά του Ταλαβέρα απέναντι στους μουσουλμάνους. Επίσης προβλήματα ανέκυψαν σε ό,τι αφορούσε τους elches, δηλαδή τους χριστιανούς που προσηλυτίζονταν στο Ισλάμ (κυρίως γυναίκες χριστιανές που παντρεύονταν μουσουλμάνους ασπαζόμενες τη θρησκεία των συζύγων τους). Η συνθήκη της Γρανάδας απαγόρευε τον προσηλυτισμό των elches πίσω στον χριστιανισμό χωρίς την συγκατάθεσή τους, ωστόσο επέτρεπε τη διερεύνηση τέτοιων προσηλυτισμών από τις καθολικές εκκλησιαστικές αρχές, παρουσία μουσουλμάνων θρησκευτικών εκπροσώπων. Έτσι τον Δεκέμβριο του 1499 οι μουσουλμάνοι κάτοικοι της Γρανάδας εξεγέρθηκαν, με αφορμή την διερεύνηση από τις τοπικές ισπανικές αρχές του προσηλυτισμού στο Ισλάμ μιας πρώην χριστιανής γυναίκας. Η ένοπλη εξέγερσή τους έμεινε γνωστή στην Ιστορία ως η “Επανάσταση των Αλπουχάρας (1499 -1501)”, από την ομώνυμη ορεινή περιοχή της οροσειράς της Σιέρα Νεβάδα, που χρησιμοποιούσαν οι μουσουλμάνοι αντάρτες ως ορμητήριο και κρυσφύγετό τους.
Οι εξεγερμένοι μουσουλμάνοι κατέσφαξαν πολλούς παλαιούς γηγενείς και εποίκους Χριστιανούς, αλλά και αρκετούς Μορίσκος (ισπαν. Moriscos εκ του Moros που σημαίνει Μαυριτανοί), δηλαδή εκχριστιανισμένους Μαυριτανούς, που αρνήθηκαν να εγκαταλείψουν την νέα τους χριστιανική πίστη, οι οποίοι ανακηρύχθηκαν μάρτυρες από την Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία. Πολύ γρήγορα η ισλαμική εξέγερση καταπνίγηκε και πλέον τα δικαιώματα των μουσουλμάνων που εξασφάλιζε η συνθήκης της Γρανάδας αφαιρέθηκαν από το ισπανικό στέμμα. Το Ισλάμ απαγορεύτηκε με διάταγμα στην Καστίλη το 1502 και στην Αραγωνία το 1526 και οι μουσουλμάνοι κάτοικοι υποχρεώθηκαν είτε να βαπτιστούν Χριστιανοί και να παραμείνουν στην Ισπανία, είτε να αρνηθούν την βάπτιση και να εκτελεστούν ή να υπαχθούν στη δουλεία, είτε να φύγουν στην εξορία. Δεδομένου του υψηλού κόστους της εξορίας, καθώς θα έπρεπε να καταβάλουν τα ναύλα για τη διαφυγή τους με πλοία στη Βόρεια Αφρική, η μόνη ρεαλιστική εναλλακτική λύση ήταν ο προσηλυτισμός. Έτσι ολόκληρος ο αραβόφωνος ή βερβερόφωνος μουσουλμανικός πληθυσμός της Γρανάδας και της υπόλοιπης Ισπανίας εκχριστιανίστηκε τουλάχιστον φαινομενικά και τα εναπομείναντα τζαμιά και τεμένη της Ισπανίας μετατράπηκαν σε καθολικές εκκλησίες, όπως π.χ. η θρυλική Λα Μεθκίτα της Κόρδοβα, με τους 850 κίονες, τα αμέτρητα τόξα, τις αψίδες, τα πολύχρωμα μάρμαρα και τα ψηφιδωτά.
Από το 1502 όσοι μουσουλμάνοι κάτοικοι της Ισπανίας προσηλυτίστηκαν στον καθολικισμό έκαναν τα πάντα για να φαίνονται εξωτερικά ευλαβείς χριστιανοί. Τα γνωστά τάπας, λόγου χάριν, ήταν στην αρχή ένα κομμάτι από χοιρομέρι (τροφή απαγορευτική για το Ισλάμ) που συνοδευόταν από ένα επίσης απαγορευμένο ποτήρι κρασί. Οσοι το έτρωγαν, έδειχναν εμπράκτως και δημοσίως ότι δεν ήταν μουσουλμάνοι. Ωστόσο αυτοί οι Νέοι Χριστιανοί ή Μορίσκος συνέχισαν να διατηρούν τα ήθη και τα έθιμά τους και την αραβική ή βερβερική γλώσσα τους, ενώ οι περισσότεροι από αυτούς ήσαν κρυπτομουσουλμάνοι, καθώς κρυφά εξασκούσαν την ισλαμική θρησκεία, ασχέτως εάν εξωτερικά εμφανίζονταν να είναι Χριστιανοί. Κρυπτομουσουλμάνοι είχαν φτάσει στο σημείο να εκτρέφουν γουρούνια, ώστε να μην πιστέψει κανείς ότι δεν τρώνε χοιρινό. Στην απόκρυψη της πραγματικής μουσουλμανικής τους ταυτότητας βοήθησε και ο περίφημος “Φετφάς του Οράν” του 1504 του βορειοαφρικανού μουφτή Ahmad ibn Abi Jum’ah, που κατ’ εξαίρεση επέτρεπε και συγχωρούσε στους κρυπτομουσουλμάνους της Ισπανίας να εξασκούν δημοσίως χριστιανικές καθολικές πρακτικές που καταδίκαζε το Κοράνιο, ενώ τους συμβούλευε πως να εξασκούν κρυφά το Ισλάμ. Γρήγορα ένα μεγάλο μέρος των κρυπτομουσουλμάνων Μορίσκος άρχισε να προσβλέπει προς τους Οθωμανούς Τούρκους, την ισχυρότερη ισλαμική δύναμη της εποχής, όπως αποδεικνύεται και από την περίφημη επιστολή που απηύθυνε ένας ανώνυμος Ανδαλουσιανός κρυπτομουσουλμάνος ποιητής το 1502 προς τον Οθωμανό σουλτάνο Βαγιαζήτ Β’, ως έκκληση για βοήθεια.
Ανεξάρτητα από την φαινομενική προσχώρηση των αραβικής ή βερβερικής καταγωγής Μορίσκος στη χριστιανική θρησκεία, η αμοιβαία καχυποψία και οι εντάσεις στις σχέσεις με τους Παλαιούς Χριστιανούς, διατηρούνταν αμείωτες, κυρίως λόγω των αγεφύρωτων πολιτισμικών και εθνοτικών διαφορών. Το 1526 ο βασιλιάς Κάρολος Α’ εξέδωσε ένα διάταγμα που απαιτούσε απ’ όλους τους Μορίσκος να πάψουν να χρησιμοποιούν την αραβική ή βερβερική γλώσσα, να παύσουν να χρησιμοποιούν αραβικά ονόματα και να παραδώσουν τα παιδιά τους στον καθολικό κλήρο για θρησκευτική διαπαιδαγώγηση. Επίσης υποχρέωνε τους Μορίσκος να μην φορούν λινοβάμβακα αραβικά ή μαυριτανικά ενδύματα, κάτι που κατάφεραν προσωρινά να αναστείλουν με την πληρωμή του τεραστίου για την εποχή ποσού των 80.000 δουκάτων. Η κατάσταση δεν άργησε να εκραγεί και πάλι, όταν ο αρχιεπίσκοπος της Γρανάδα πείστηκε ότι οι Μορίσκος δεν θα μετέβαλλαν τα ήθη και τα έθιμά τους οικειοθελώς και το 1565 συγκάλεσε σύνοδο των επισκόπων της περιοχής, η οποία αποφάσισε την αυστηρή εφαρμογή των μέτρων του διατάγματος του 1526. Αυτό σήμαινε απαγόρευση της χρήσης των λινοβάμβακων αραβικών ενδυμάτων, της αραβικής γλώσσας, των θρησκευτικών τελετών κλπ. Επιπλέον σε κάθε περιοχή όπου ζούσαν Μορίσκος υποχρεωτικώς θα ἐγκαθίσταντο δώδεκα Παλαιοί Χριστιανοί, ενώ τις Παρασκευές και τα Σάββατα θα υποχρεώνονταν να δέχονται την παρακολούθηση των ισπανικών αρχών για το ότι δεν εφαρμόζουν κορανικές πρακτικές.
Το 1567 ο βασιλιάς Φίλιππος Β’ ενέκρινε την εφαρμογή αυτών των μέτρων με το διάταγμα της Pragmatica. Οι ηγέτες των Μορίσκος στην Γρανάδα αποφάσισαν να εξεγερθούν και έτσι ξέσπασε η δεύτερη “επανάσταση των Αλπουχάρας” (1568 – 1571), όπου οι εξεγερμένοι κρυπτομουσουλμάνοι προέβησαν για δύο χρόνια σε εκτεταμένες σφαγές των Χριστιανών της περιοχής, φρικτά βασανιστήρια και φόνους Χριστιανών ιερέων, μοναχών και βεβηλώσεις, πυρπολήσεις και καταστροφές χριστιανικών ναών, συμβόλων και μνημείων. Μάλιστα οι Μορίσκος εξέλεξαν ως βασιλιά τους τον ευγενούς καταγωγής Abén Humeya ή Muhammad ibn Umayya (χριστ. όνομα Fernando de Válor y Córdoba), ο οποίος ισχυριζόταν ότι προερχόταν από τους Ομεϋάδες χαλίφες της Κόρδοβας με καταγωγή από τη Μέκκα. Ο βασιλιάς Φίλιππος που αντιμετώπιζε σημαντικά προβλήματα στην εξωτερική πολιτική της αυτοκρατορίας του, κυρίως λόγω της εξέγερσης των Προτεσταντών των Κάτω Χωρών του 1568 και της καταστροφικής επιδρομής των Τούρκων στις Βαλεαρίδες το 1558 και ήθελε ως εκ τούτου να “τελειώνει” με την εξέγερση των Μορίσκος. Παράλληλα υπήρχαν σοβαροί φόβοι ότι οι Οθωμανοί θα χρησιμοποιούσαν τη βοήθεια των ομοθρήσκων τους Μορίσκος για να εξαπολύσουν επίθεση στο έδαφος της Ισπανίας.
Πράγματι όπως αποδείχθηκε εκ των υστέρων στις τάξεις των επαναστατημένων Μορίσκος παρεισέφρυσαν και περίπου 4.000 Τούρκοι και Βορειοαφρικανοί εθελοντές και κατάσκοποι. Αποκαλύφθηκε δε ότι οι Τούρκοι “εθελοντές” είχαν και αλληλογραφία με τον Σουλτάνο, ο οποίος πράγματι υπολόγιζε στους κρυπτομουσουλμάνους Μορίσκος για την οργάνωση μιας συνδυασμένης επιχείρησης εσωτερικής εξέγερσης και εξωτερικής επέμβασης μετά τη δημιουργία ενός ισλαμικού προγεφυρώματος στη νότια Ανδαλουσία που θα χρησίμευε ως βάση για χερσαία εκστρατεία. Προηγουμένως το 1569 αυτοί οι Τούρκοι πράκτορες που είχαν εισχωρήσει στις τάξεις των Μορίσκος ανέτρεψαν και δολοφόνησαν τον Abén Humeya και επέβαλαν τον ξάδερφό του Aben Aboo ως αρχηγό των εξεγερμένων.
Ο 16ος αιώνας γνώρισε την ραγδαία οθωμανική επέλαση στη Μεσόγειο με αποκορύφωμα την πολιορκία της Μάλτας (1565) και την κατάληψη της Κύπρου το 1571. Προηγουμένως ο ελληνικής καταγωγής περίφημος Τούρκος ναύαρχος Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσα το 1529 είχε καταλάβει το Αλγέρι, το οποίο θα χρησιμοποιούσε ως ορμητήριο για ναυτικές επιδρομές στις χριστιανικές βόρειες ακτές της Μεσογείου. Το 1537 ο αδίστακτος Μπαρμπαρόσα ήταν το μακρύ χέρι του Σουλεϊμάν στη Μεσόγειο. Σε Αιγαίο, Ιόνιο, Κρήτη, Σικελία, Ιταλία, Σαρδηνία, Βαλεαρίδες και τις περιοχές της νότιας Γαλλίας που ανήκαν στην Ιταλία, οι χριστιανικοί πληθυσμοί ένιωσαν τη χαντζάρα του οθωμανικού ναυτικού υπό τη διοίκηση του Μπαρμπαρόσα. Οι λεηλασίες επεκτάθηκαν σε όλα τα βενετοκρατούμενα νησιά. Οι Τούρκοι είχαν πολλές φορές πλήξει με ναυτικές πειρατικές επιδρομές τις ισπανικές ακτές των Βαλεαρίδων νήσων, το 1501, το 1531, το 1535, το 1550, το 1551, το 1552, το 1553, το 1558 και το 1561. Μόνον μετά την καταστροφική για τους Οθωμανούς ναυμαχία της Ναυπάκτου το 1571 ελαττώθηκαν οι τουρκικές ναυτικές επιδρομές στη δυτική Μεσόγειο που συνεχίστηκαν ωστόσο μέχρι τον 17ο αιώνα. Ως εκ τούτου η τουρκική απειλή ήταν ένας υπαρκτός και σοβαρός εξωτερικός κίνδυνος για την Ισπανία, που δεν επιθυμούσε να διατηρεί μια φιλοθωμανική ισλαμική “πέμπτη φάλαγγα” μέσα στο έδαφός της. Εντέλει η ισλαμική εξέγερση στα Αλπουχάρας το 1571 πνίγηκε στο αίμα από τις ισχυρές ισπανικές δυνάμεις, που προέβησαν σε εκτεταμένες σφαγές και εκκαθαρίσεις σε βάρος των Μορίσκος. Οι Ισπανοί υπήρξαν ανελέητοι απέναντι στους Μορίσκος, τους οποίους αντιμετώπισαν ως προδότες εξορίζοντας περίπου 80.000 από αυτούς σε άλλες περιοχές της Ισπανίας και εγκαθιστώντας στη θέση τους χιλιάδες Παλαιούς Χριστιανούς ως εποίκους στην περιοχή.
Στις αρχές του 17ου αιώνα ζούσαν στην Ισπανία περίπου 300.000 Μορίσκος που αντιστοιχούσαν στο 4% του τότε συνολικού πληθυσμού των 8,5 εκατομμυρίων της χώρας. Στην περιοχή της Αραγωνίας αντιστοιχούσαν στο 20% του συνολικού πληθυσμού και στην περιοχή της Βαλένθια αποτελούσαν το 33% του πληθυσμού! Οι Μορίσκος κατά κύριο λόγο ήσαν κοινωνικά περιθωριοποιημένοι και συγκαταλέγονταν στα φτωχά κοινωνικά στρώματα των περιοχών όπου ζούσαν. Από την άλλη πλευρά ήταν κατά βάση οι πιο πετυχημένοι από τους μη προνομιούχους, ως εξειδικευμένοι μάστορες της ύδρευσης, της άρδευσης και γενικότερα των έργων υποδομής που ενίσχυαν όσο τίποτε άλλο την παραγωγικότητα στην αγροτική παραγωγή. Παρά την επιμονή του Φράι Λουίς ντε Αλιάγα, του βασιλικού συμβούλου που πίστευε πως η κοινότητα των λινοβάμβακων Μορίσκος θα μπορούσε να αφομοιωθεί σιγά-σιγά στην ισπανική κοινωνία, τα αυτιά του βασιλιά Φίλιππου Γ΄ (υιού του Φιλίππου Β’) τα κέρδισε ο Χάιμε Μπλέντα, ο ηγέτης της Ιεράς Εξέτασης στην Ισπανία.
Ο Μπλέντα πίστευε ότι ως εξ ορισμού αιρετικοί, αλλά και σχετικά πλούσιοι, αυτοί οι άνθρωποι θα μπορούσαν καλύτερα να εργάζονται ως σκλάβοι για τον βασιλιά, ο οποίος, κατά τον Μπλέντα, θα είχε και ένα τεράστιο έσοδο αν τους άρπαζε μια κι έξω τις περιουσίες τους. Πιο μετριοπαθής και λογικός από τους φανατικούς καθολικούς της εποχής του, ο Φίλιππος προτίμησε απλά να τους διώξει, όχι τόσο λόγω των θρησκευτικών και πολιτισμικών διαφορών τους, αλλά κυρίως ενόψει των φόβων για συνεργασία τους με τους Βέρβερους πειρατές της Β. Αφρικής και κυρίως τους πανίσχυρους και φοβερούς Οθωμανούς Τούρκους, που ήσαν την εποχή εκείνη η κυριότερη απειλή για τους χριστιανούς της Μεσογείου. Φόβους που επαλήθευσε η αξιοσημείωτη παρουσία Τούρκων κατασκόπων και εθελοντών ανάμεσα στους εξεγερμένους των Αλπουχάρας, αλλά και οι μυστικές τους συνεννοήσεις με τον Σουλτάνο για την οργάνωση οθωμανικής εκστρατείας κατά της Ισπανίας. Ασχέτως της θρησκευτικής καταπίεσης που υπέστησαν, οι κρυπτομουσουλμάνοι Μορίσκος της Γρανάδας, τόσο με τον φανατισμό που επέδειξαν και τις ωμότητες που διέπραξαν σε βάρος των χριστιανών συμπατριωτών τους (παλαιών χριστιανών και πιστών χριστιανών μορίσκος) κατά την εξέγερσή τους, όσο και με την συνεργασία τους με τους Οθωμανούς, απέδειξαν ότι όχι μόνο δεν ήσαν πιστοί υπήκοοι της Ισπανίας, αλλά ένας σοβαρός κίνδυνος για την εθνική ασφάλεια και ακεραιότητα της χώρας.
Έτσι το 1609 ο βασιλιάς Φίλιππος ο Γ’ προχώρησε στην κατάστρωση σχεδίου μαζικής απέλασης όλων ανεξαιρέτως των Μορίσκος από την Ισπανία, ως αιρετικών κρυπτομουσουλμάνων και τον Απρίλιο υπογράφηκε το σχετικό διάταγμα, αλλά υπό το φόβο της πρόκλησης αναταραχών και προκειμένου να προλάβουν οι αρχές να λάβουν τα απαραίτητα μέτρα, δημοσιεύτηκε μόλις τον Σεπτέμβριο του ιδίου έτους. Με την αναγγελία του διατάγματος, οι αριστοκράτες ιδιοκτήτες μεγάλων γαιοκτησιών της Βαλένθια διαματυρήθηκαν έντονα γιατί θα έχαναν ένα πολυπληθές φτηνό και εξειδικευμένο εργατικό δυναμικό, όπως οι Μορίσκος, όμως ο Ισπανός βασιλιάς στάθηκε αμετάπειστος. Οι Μορίσκος έπρεπε να απελαθούν για χάρη της εθνικής ασφάλειας και της κοινωνικής ειρήνης της Ισπανίας. Σύμφωνα με το διάταγμα της απέλασης των Μορίσκος, οι εξοριζόμενοι εκχριστιανισμένοι αραβόφωνοι μεταφέρθηκαν με στρατιωτική συνοδεία στα προβλεπόμενα λιμάνια αναχώρησης όπου πληροφορήθηκαν ότι θα έπρεπε να πληρώσουν οι ίδιοι τα πανάκριβα έξοδα και ναύλα της μεταφοράς τους με τα πλοία. Μπροστά στην πραγματικότητα ότι αυτοί οι «ανεπιθύμητοι» είχαν τη μεγαλύτερη εμπειρογνωμοσύνη στα θέματα τεχνογνωσίας και υποδομών, άρχισαν να γίνονται «προσαρμογές» στο διάταγμα εξόδου, σύμφωνα με τις οποίες 6 οικογένειες ανά 100 θα μπορούσαν να μείνουν πίσω για να συντηρήσουν τις υποδομές των περιοχών που θα εγκατέλειπαν οι εξόριστοι, αλλά ούτως ή άλλως κι αυτοί θα έπρεπε να αποχωρήσουν αργότερα. Μόνο τα ανήλικα παιδιά έως 4 ετών αρχικά και 16 ετών αργότερα θα μπορούσαν να εξαιρεθούν από την αναγκαστική απέλαση.
Την αναγγελία της απέλασης ακολούθησε μια νέα εξέγερση Μορίσκος στην περιοχή της Βαλένθια, η οποία καταπνίγηκε πολύ γρήγορα τον Νοέμβριο του 1609. Μέσα σε μόλις τρεις μήνες 116.000 Μορίσκος εξορίστηκαν στη Β. Αφρική από την περιοχή της Βαλένθια. Στις αρχές του 1610 εξορίστηκαν και οι Μορίσκος της περιοχής της Αραγωνίας: 42.000 εξορίστηκαν στη Β. Αφρική και 13.500 στη Γαλλία. Οι Γάλλοι τους εγκατέστησαν προσωρινά στο λιμάνι της Αγκντέ (αρχαία ελληνική αποικία Αγαθή Τύχη) της Ν. Γαλλίας. Τον Σεπτέμβριο του 1610 εξορίστηκαν και οι Μορίσκος της Καταλωνίας, ενώ ολοκληρώθηκε και η απέλαση τους από την Ανδαλουσία. Πιο δύσκολη ήταν η απέλαση των Μορίσκος από την Καστίλη, όπου ήταν αρκετά διεσπαρμένοι και αφομοιωμένοι στις περιοχές όπου ζούσαν. Η απέλαση από την Καστίλη διήρκησε 3 χρόνια από το 1611 ως το 1614 και υπολογίζεται ότι 32.000 Μορίσκος απελάθηκαν. Πολλά επεισόδια σημειώθηκαν κατά την άφιξη των πλοίων που μετέφεραν τους Μορίσκος στη Β. Αφρική, με τους ιθαγενείς Βορειοαφρικανούς να επιτίθενται στους απελαυνόμενους, ενώ δεν έλλειψαν και οι ανταρσίες στα πλοία της μεταφοράς που κατεστάλησαν από τους ενόπλους φρουρούς που συνόδευαν τους εξόριστους. Υπολογίζεται ότι περίπου 300.000 Μορίσκος εξαναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την Ισπανία. Είναι δύσκολο να υπολογίσουμε πόσοι Μορίσκος παρέμειναν στη χώρα μετά την απέλαση, αν και κάποιες ιστορικές εκτιμήσεις τους τοποθετούν μεταξύ 10.000 και 15.000.
Το μεγαλύτερο πρόβλημα δεν ήταν πως εξαφανίστηκε ο πληθυσμός σε πολλές περιοχές, λόγω της μαζικής απέλασης. Το μεγαλύτερο πρόβλημα ήταν η κατάρρευση των υποδομών αφού όσοι έμειναν δεν γνώριζαν πώς να συντηρούν τα αυλάκια και τα δίκτυα ύδρευσης. Με τη διάλυση της παραγωγικότητας, οι φεουδάρχες απαιτούσαν όλο και υψηλότερα ενοίκια από τους αγρότες για να καλύψουν τα μεγάλα τους χρέη, ουσιαστικά διώχνοντάς τους από τη γη. Τα κρατικά έσοδα μειώθηκαν δραματικά, ενώ την ίδια ώρα κερδισμένες ήταν οι περιοχές όπου δεν κατοικούσαν αρχικά Μορίσκος, αφού αυτοί δεν επηρεάστηκαν από την έξοδο: Η Καταλωνία είχε πλέον τα σκήπτρα και η Βαλένθια με την Αραγωνία άρχισαν να υποβαθμίζονται οικονομικά. Η Ισπανία είναι αλήθεια ότι πλήρωσε ένα βαρύ οικονομικό τίμημα από το οποίο άργησε να συνέλθει, προκειμένου να απελάσει έναν εν δυνάμει ισλαμικό κίνδυνο εντός του εδάφους της. Όμως είναι συνάμα γεγονός ότι πέτυχε να εξασφαλίσει την σχετική εθνοθρησκευτική της ομοιογένεια, την εσωτερική ειρήνη και την ματαίωση μιας ενδεχόμενης οθωμανικής επιδρομής, για την εκπλήρωση της οποίας θα ήταν απαραίτητη η συνδρομή των ντόπιων κρυπτομουσουλμάνων.
Επιστρέφοντας στο σήμερα παρατηρούμε ότι το 2010 στην Ευρώπη (όρια Ε.Ε.) υπολογίζεται ότι ζούσαν 19 εκατομμύρια μουσουλμάνοι (3,8% του συνολικού πληθυσμού). Σε χώρες όπως το Ηνωμένο Βασίλειο, η Γαλλία, η Γερμανία, η Ολλανδία και η Σουηδία το ποσοστό των μωαμεθανών κυμαίνεται σε ποσοστά από 4 έως 10% του συνολικού πληθυσμού, ανάλογα ή και μεγαλύτερα με εκείνα της Ισπανίας του 15ου και 16ου αιώνα. Ο πληθυσμός αυτός αυξάνεται ραγδαία εάν σκεφτεί κανείς ότι μόνο μέσα στο 2015 πάνω από ένα εκατομμύριο μουσουλμάνοι μετανάστες εισήλθαν στην Ε.Ε. και σύμφωνα με εκτιμήσεις πάνω από 20 εκατομμύρια μουσουλμάνοι μετανάστες θα εισέλθουν στην Ευρώπη τα επόμενα χρόνια.
Ήδη δε ενόψει των αιματηρών ισλαμιστικών επιθέσεων στο Παρίσι και στις Βρυξέλλες, που έρχονται να προστεθούν στις παλαιότερες τρομοκρατικές επιθέσεις στο Λονδίνο το 2005 και τη Μαδρίτη το 2004, έχει έρθει ξανά στην επικαιρότητα το τεράστιο θέμα της ειρηνικής συμβίωσης του μουσουλμανικού στοιχείου της Ευρώπης με την πλειοψηφία των παλαιών ή γηγενών Ευρωπαίων, όπως αναλόγως είχε προκύψει στην καθολική Ισπανία το θέμα της κοινωνικής ενσωμάτωσης του μουσουλμανικού στοιχείου των Μουντέχαρ ή των Μορίσκος στα τέλη του 15ου αιώνα. Στη σύγχρονη εποχή βέβαια της “μεταχριστιανικής” και κοσμικής Ευρώπης (όρια Ε.Ε.) της νεωτερικότητας και του λεγόμενου “φιλελεύθερου δημοκρατικού κράτους δικαίου”, δεν υπάρχει κάποια απαίτηση από πλευράς ευρωπαϊκών κυβερνήσεων για αλλαγή θρησκεύματος από πλευράς μουσουλμάνων μεταναστών ή υπηκόων. Η Ευρώπη πλέον είναι θρησκευτικά ουδέτερη σε αρκετά μεγάλο βαθμό και η δημόσια ζωή της είναι αποχριστιανοποιημένη. Στην θέση ωστόσο της παλαιότερης πολιτικής επιβολής του εκχριστιανισμού υφίσταται η επιταγή για συμμόρφωση με τις δυτικές φιλελεύθερες αρχές και αξίες στις οποίες βασίζεται η νομοθεσία και τα πολιτεύματα των χωρών της Ευρώπης. Η φιλελεύθερη και δημοκρατική Ευρώπη της πολιτικής ορθότητας του σήμερα αποστρέφεται πλέον τον πολιτιστικό ή θρησκευτικό “ιμπεριαλισμό” σε βάρος των μειονοτήτων και των αλλοθρήσκων μεταναστών και οι πολιτικές της ελίτ προωθούν την πολυπολιτισμική ατζέντα. Ωστόσο είναι επιβαλλόμενη η πολιτική δέσμευση στους κανόνες, τις αξίες και τις διαδικασίες ενός φιλελεύθερου και δημοκρατικού συντάγματος. Αυτού δηλαδή που ο Γερμανός φιλόσοφος Γιούργκεν Χάμπερμας ονόμασε ως “συνταγματικό πατριωτισμό”.
Κατά πόσο όμως σέβονται αυτές τις αρχές και αξίες και πώς σκέπτονται οι ίδιοι οι μουσουλμάνοι της Ευρώπης; Έχουν τη διάθεση να ενσωματωθούν πλήρως στις ευρωπαϊκές κοινωνίες όπου διαβιούν ή μήπως όχι; Είναι όλοι φουνταμενταλιστές και κατά συνέπεια αποτελούν πρόσφορο έδαφος για την ανάπτυξη τρομοκρατικών ομάδων όπως υποστηρίζουν ορισμένοι; Ή αντίθετα το φουνταμενταλιστικό στοιχείο αποτελεί μία ασήμαντη μειονότητα όπως υποστηρίζουν άλλοι; Μια σχετική δημοσκόπηση έγινε από το γερμανικό ινστιτούτο ερευνών WZB σε συνεργασία με τον ολλανδό κοινωνιολόγο Ruud Koopmans τον Δεκέμβριο του 2013 και είχε ως δείγμα 9.000 ευρωπαίους μουσουλμάνους τουρκικής και μαροκινής καταγωγής σε Γερμανία, Γαλλία, Ολλανδία, Βέλγιο, Αυστρία και Σουηδία. Σε αυτή την έρευνα το 60% των ερωτηθέντων ευρωπαίων μουσουλμάνων απάντησε οτι συμφωνεί με την πρόταση ότι «όλοι οι μουσουλμάνοι πρέπει να επανέλθουν στις ρίζες του Ισλάμ», το 75% οτι «υπάρχει μόνο μία ερμηνεία του Κορανιού την οποία όλοι οι πιστοί πρέπει να ακολουθούν» και το 60% ότι «οι θρησκευτικοί κανόνες είναι πιο σημαντικοί απο τους κρατικούς νόμους». Επιπλέον το 44% συμφώνησε με ολες τις προαναφερθείσες προτάσεις. Με άλλα λόγια, όπως δείχνει η δημοσκόπηση, περίπου το 50% των ερωτηθέντων μουσουλμάνων στην Ευρώπη ασπάζεται τις θέσεις των φονταμενταλιστών όσον αφορά τον ρολο του Ισλάμ στην κοινωνία και φυσικά οι απόψεις τους δεν εναρμονίζονται με την κοινωνία στην οποία επιθυμούν να ζήσουν.
Υπάρχουν και άλλες έρευνες που επιβεβαιώνουν αυτή την εξτρεμιστική τάση. Το 2007 το βρετανικό ερευνητικό κέντρο Policy Exchange έκανε μια δημοσκόπηση βασισμένη σε άνω των 1.000 βρετανών μουσουλμάνων. Το 37% των μουσουλμάνων ηλικίας 16-24 ετών δήλωσε ότι προτιμά να ζεί με τον νόμο της σαρία παρά με τους βρετανικούς νόμους ενώ μόνο το 17% των άνω των 55 ετών εξέφρασε την ίδια επιθυμία. Ταυτόχρονο το 36% των νέων δήλωσε οτι οι αποστάτες από το Ισλάμ θα πρέπει να θανατώνονται ενώ μεταξύ των ηλικιωμένων το ποσοστό ήταν 19%. Η πιο πρόσφατη έρευνα στην Βρετανία έγινε από το κέντρο αναλύσεων ComRes για λογαριασμό του BBC μετά την τρομοκρατική επίθεση στο Charlie Hebdo στο Παρίσι. Εδώ το 20% των ερωτηθέντων απάντησε πως θεωρεί ότι η δυτική κοινωνία δεν μπορεί να συνυπάρξει με το Ισλάμ, το 27% (δηλαδή πάνω από 1 στους 4) απάντησε ότι είδαν «με κάποια συμπάθεια» τα κίνητρα για την τρομοκρατική επίθεση στο σατιρικό περιοδικό και το 32% ότι «κατανοούσαν» τα κίνητρα για την επίθεση. Τέλος, δύο έρευνες πού έλαβαν χώρα στη Δανία (μία το 2009 και η άλλη το 2015) έδειξαν ότι 1 στους 4 μουσουλμάνους πιστεύει οτι το Κοράνι θα πρέπει να αντικαταστήσει ή να ενσωματωθεί στην δανική νομοθεσία. Στη βάση αυτών των ερευνών μπορεί κανείς να συμπεράνει ότι ασφαλώς όλοι οι ευρωπαίοι μουσουλμάνοι δεν είναι φονταμενταλιστές και επομένως δεν αποτελούν ένα δυνητικό κίνδυνο για τις κοινωνίες στις οποίες ζουν. Όμως στον αντίποδα υπάρχει ένα πολύ σημαντικό κομμμάτι, ιδιαίτερα μεταξύ των νέων μουσουλμάνων, που απορίπτει τις αξίες των κοινωνιών της Δύσης και θα μπορούσε κάλλιστα να αποτελέσει δεξαμενή στρατολόγησης τζιχαντιστών τρομοκρατών που θα εκδηλώσουν την αφοσίωσή τους στο τρομοκρατικό λεγόμενο “Ισλαμικό Κράτος”. Και σ’ αυτήν την περίπτωση μιλάμε ίσως και για εκατομμύρια εν δυνάμει ή εκκολαπτόμενους τζιχαντιστές εντός της Ευρώπης, κάτι που θα πρέπει να μας ανησυχεί ιδιαίτερα αν λάβουμε υπ’ όψη ότι οι αυτουργοί των πολύνεκρων επιθέσεων σε Παρίσι και Βρυξέλλες δεν ήσαν πάνω από δεκαπέντε συνολικά.
Η αλήθεια είναι ότι και πριν τα γεγονότα του Παρισιού, της Κολωνίας και των Βρυξελλών είχαν ήδη πληθύνει οι φωνές στην Ευρώπη από ευρωσκεπτικιστικά και εθνικιστικά κινήματα που έκρουαν τον κώδωνα του κινδύνου για τη ραγδαία αύξηση των μουσουλμάνων στη γηραιά ήπειρο, που μπορεί να αποτελέσουν τον “δούρειο ίππο” για την πρόκληση εμφυλίων συγκρούσεων και εντέλει τον εξισλαμισμό της Ευρώπης στο εγγύς μέλλον. Ευρωσκεπτικιστές και εθνικιστές πολιτικοί όπως ο Γκεέρτ Βίλντερς στην Ολλανδία και η Μαρίν Λε Πεν στη Γαλλία ζητούν εδώ και καιρό από τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις να προχωρήσουν στην μαζική απέλαση εκατοντάδων χιλιάδων ή και εκατομμυρίων μουσουλμάνων από τα ευρωπαϊκά εδάφη, όπως αναλόγως έπραξε και η Ισπανία τον 16ο και 17ο αιώνα με τους μαυριτανικής καταγωγής κρυπτομουσουλμάνους υπηκόους της. Πλέον όμως ένα τέτοιο ενδεχόμενο δεν μοιάζει να είναι απλώς και μόνο η επιθυμία κάποιων “ακραίων”. Ήδη στη Δανία προωθείται νομοσχέδιο που υποστηρίζεται απ’ τα περισσότερα κοινοβουλευτικά κόμματα για την απέλαση ακραίων ιμάμηδων που κηρύσσουν το μίσος και την τζιχάντ κατά της Δύσης, ενώ η Σουηδία ανακοίνωσε την απέλαση 80.000 “προσφύγων” που δεν πληρούν τις προϋποθέσεις χορήγησης ασύλου. Η Γερμανία επίσης σχεδιάζει την απέλαση όλων εκείνων των μουσουλμάνων μεταναστών που κατέφτασαν στην χώρα με τη ψευδή δικαιολογία του “πρόσφυγα” ενώ προέρχονται από ασφαλείς χώρες όπως το Μαρόκο, η Αλγερία ή το Πακιστάν.
Οι Ευρωπαίοι πολίτες περιοχών όπου διαβιούν πολλοί μουσουλμάνοι μετανάστες αιθάνονται όλο και λιγότερο ασφαλείς λόγω της εκρηκτικής αύξησης της εγκληματικότητας και της δημιουργίας ισλαμικών “γκέτο” μέσα σε μεγάλα αστικά κέντρα όπου τα κρούσματα βίας, μισαλλοδοξίας, σεξιστικών απειλών και βιασμών έχουν αυξηθεί. Σε αυτά τα ισλαμικά γκέτο ακραίοι ιμάμηδες κάνουν ανενόχλητοι κηρύγματα μίσους εναντίον των ”απίστων” . Στη Γερμανία με τον αριθμό των μεταναστών να έχει σημειώσει άνοδο 440% μέσα στην προηγούμενη χρονιά, εξίσου μεγάλη άνοδο, της τάξης του 79% σημείωσε και η εγκληματικότητα που αποδίδεται σε αυτούς (το 2015 έγιναν συνολικά 208.344 επιθέσεις από μετανάστες στην Γερμανία μεταξύ των οποίων σεξουαλικές επιθέσεις και δολοφονίες). Στην άλλοτε φιλήσυχη Σουηδία ξεφυτρώνουν “no go zones” για τους μη μουσουλμάνους συνεχώς, όπου ο σουηδικός νόμος δεν έχει πια εφαρμογή και το ίδιο φαινόμενο παρατηρείται σε μεγαλουπόλεις της Γαλλίας και της Βρετανίας. Σε αυτά τα ανησυχητικά φαινόμενα έρχεται να προστεθεί τώρα και η αυξανόμενη τρομοκρατική δράση αιμοσταγών τζιχαντιστικών οργανώσεων μέσα στο ευρωπαϊκό έδαφος που απειλεί τη ζωή των απλών Ευρωπαίων πολιτών και την ομαλή οικονομική και κοινωνική ζωή. Να υπενθυμίσουμε ότι οι τζιχαντιστές τρομοκράτες που έκαναν τις άνανδρες βομβιστικές επιθέσεις στο μετρό του Λονδίνου, όπως και οι τρομοκράτες που διέπραξαν τις άνανδρες δολοφονίες των δημοσιογράφων της Charlie Hebdo, ήταν Βρετανοί και Γάλλοι πολίτες, αντίστοιχα.
Συγκρίνοντας τώρα με το παρελθόν παρατηρούμε ότι μέσα στα πλαίσια της εποχής τους οι καθολικοί βασιλείς της Ισπανίας προσπάθησαν τον 15ο και 16ο αιώνα να δώσουν την ευκαιρία στους μουσουλμάνους υπηκόους τους να ενσωματωθούν στην ισπανική κοινωνία και να συμβιώσουν ειρηνικά με την χριστιανική πλειοψηφία (πολιτική της Convivencia) διατηρώντας την πολιτισμική τους ιδιαιτερότητα, παρά τις πιέσεις φανατικών του πανίσχυρου ρωμαιοκαθολικού κλήρου που απαιτούσαν τον υποχρεωτικό τους εκχριστιανισμό. Άλλωστε όπως προαναφέραμε υπήρχε και ένα ισχυρό οικονομικό κίνητρο γι’ αυτό καθώς οι Μουντέχαρ ή οι Μορίσκος ήσαν επιδέξιοι και έμπειροι εργάτες γης με μοναδική τεχνογνωσία. Τόσο όμως οι ένοπλες βίαιες εξεγέρσεις, όσο και οι συνεννοήσεις με τους Οθωμανούς για εξωτερική επέμβαση, δεν άφησαν κανένα περιθώριο για ελαστική πολιτική απέναντί τους. Και η περίπτωση των Μορίσκος αποδεικνύει πως όταν κινδυνεύει η εσωτερική και εξωτερική ασφάλεια μιας χώρας οι “καλές” προθέσεις και το οποιοδήποτε προσδοκώμενο οικονομικό όφελος τίθενται στο περιθώριο.
Είναι όμως δυνατή η επανάληψη μιας μαζικής απέλασης στη σύγχρονη Ευρώπη παρόμοιας με εκείνης των κρυπτομουσουλμάνων Μορίσκος από την Ισπανία τον 17ο αιώνα; Η απάντηση είναι πως πολύ πιθανόν ναι. Όσο και αν οι ευρωπαϊκές ελίτ προσβλέπουν στους μετανάστες για ένα άφθονο και φθηνό εργατικό δυναμικό και όσο και αν επιθυμούν οι Ευρωπαίοι ηγέτες να είναι “πιστοί” στις επιταγές της πολιτικής ορθότητας και να δημιουργήσουν την “ονειρεμένη” τους πολυπολιτισμική κοινωνία, αν συνεχιστεί και ενταθεί κατά τα επόμενα χρόνια αυτή η εκρηκτική κατάσταση με την ανεξέλεγκτη εισροή εκατομμυρίων μεταναστών και την ριζοσπαστικοποίηση των μουσουλμάνων υπηκόων και κατοίκων ευρωπαϊκών κρατών, αργά ή γρήγορα το πιθανότερο είναι ότι θα αναγκαστούν να λάβουν έκτακτα μέτρα. Και θ’ αναγκαστούν να μεταβάλουν στάση και να το πράξουν σ’ αυτή την περίπτωση λόγω της εντεινόμενης τρομοκρατικής δραστηριότητας, των κοινωνικών ταραχών, των βίαιων εξεγέρσεων και συγκρούσεων, της κάτωθεν πολιτικής πίεσης, των επιζήμιων οικονομικών συνεπειών από την αποσταθεροποίηση και του “κινδύνου” της επέλασης των απανταχού ευρωσκεπτικιστικών εθνικιστικών κομμάτων. Εάν η κατάσταση ξεφύγει από κάθε έλεγχο αναπόφευκτα θα σκεφτούν ακόμη και την μαζική απέλαση εκατοντάδων χιλιάδων ή και εκατομμυρίων μουσουλμάνων από την Ευρώπη.
Υπάρχουν στιγμές στην Ιστορία και στην πορεία των εθνών, οι οποίες υπαγορεύουν στην όποια ηγεσία τους να αναμετρηθεί με το μέγεθος των γεγονότων με τρόπο ορμητικό και ραγδαίο. Παρά τον υποκριτικό ψευδοανθρωπισμό τους και την αγκύλωσή τους σε μια πολιτική ορθότητα που δεν τηρείται κατά το πνεύμα αλλά κατά το γράμμα της, οι ευρωπαϊκές ηγεσίες δεν μπορούν να αντέξουν για πολύ το να θρηνούν οι λαοί τους εκατόμβες θυμάτων της ισλαμικής τρομοκρατίας. Είναι νομοτελειακό: ή θα δράσουν αποφασιστικά ή θα σαρωθούν πολιτικά από αυτούς που προτείνουν ριζικές λύσεις. Ακόμη και αν η Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) απαγορεύει ρητά με τα άρθρα 3 και 4 του 4ου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου την απέλαση υπηκόων ενός κράτους και την ομαδική απέλαση αλλοδαπών, δεν πρέπει να ξεχνούμε ότι τα δικαιώματα και οι ελευθερίες που τελούν υπό την εγγύηση της σύμβασης δεν έχουν απόλυτο χαρακτήρα αλλά υπόκεινται σε περιορισμούς, όπως η έκτακτη ανάγκη προστασίας της δημόσιας τάξης και της εθνικής ασφάλειας υπό συνθήκες πολέμου (εσωτερικού ή εξωτερικού) ή παντός ετέρου δημοσίου κινδύνου απειλούντος την ζωή ενός έθνους, που επιτρέπουν την εφαρμογή εξαιρετικών μέτρων σύμφωνα με το άρθρο 15 της ΕΣΔΑ. Άλλωστε σύμφωνα με μία προερχόμενη από το ρωμαϊκό δίκαιο θεμελιώδη αρχή, η σωτηρία της Πατρίδας είναι ο πρώτος νόμος και το υπέρτατο έννομο αγαθό (salus patriae suprema lex esto). Η αμείλικτη Ιστορία αποδεικνύει πως όταν οι περιστάσεις είναι έκτακτες και κάποια χώρα ή κάποιο έθνος απειλείται ευθέως με αφανισμό, οι τύποι και οι διαδικασίες περνούν σε δεύτερη μοίρα και η ανάγκη της επιβίωσης υπερισχύει.