του Σπύρου Δ. Κρεμεζή, δικηγόρου, LL.M.
Υπάρχουν φορές που δεν επιτρέπεται να σωπαίνει κανείς – όσο αδύναμη κι αν φαίνεται η φωνή του, όσο επικίνδυνοι κι αν φαίνονται οι αντίπαλοι, όσο μάταιος κι αν φαίνεται ο αντίλογος. Ο διαγωνισμός για την αδειοδότηση των τηλεοπτικών σταθμών είναι μια τέτοια περίπτωση. Είναι τέτοιο το διακύβευμα για την Ελλάδα και τη Δημοκρατία, που δεν επιτρέπεται κανείς να σωπάσει. Πρέπει να μιλήσουμε όσοι μπορούμε, με όση πειθώ έχει ο καθένας μας, σε όσους μπορούν να μας ακούσουν.
Ασχέτως της τελικής του έκβασης και της κατανομής των τηλεοπτικών αδειών, που είναι επισήμως άγνωστη τη στιγμή που γράφεται το παρόν κείμενο, ο διαγωνισμός αυτός είναι για τη Δημοκρατία μας μέγα όνειδος και θανάσιμος κίνδυνος. Όνειδος γιατί κουρελιάζει το Σύνταγμα, και κίνδυνος γιατί ίσως παραδώσει την ισχυρή επιρροή των ΜΜΕ σε βρώμικα χέρια. Το ραδιοτηλεοπτικό τοπίο πράγματι χρειαζόταν ρύθμιση – όμως αυτό που εκτυλίσσεται μπροστά στα μάτια μας δεν είναι ρύθμιση, αλλά ξεδιάντροπος βιασμός της συνταγματικής νομιμότητας και αυθαίρετη επιβολή μιας φιλοκυβερνητικής κατάστασης πραγμάτων στα ΜΜΕ.
Θα μπορούσε κανείς να ασχοληθεί με επιμέρους λεπτομέρειες του διαγωνισμού που μπορούν να οδηγήσουν στην ακύρωσή του, όπως π.χ. η μη χρήση πιστοποιημένου ηλεκτρονικού συστήματος όπως απαιτούσε η διακήρυξη, η αποδοχή της εκπρόθεσμης κατάθεσης της εγγυητικής επιστολής Καλογρίτσα και όποιο άλλο ελάττωμα τυχόν προκύψει κατά τη διαδικασία. Όμως η εμμονή στις λεπτομέρειες του διαγωνισμού, όπως άλλωστε και στην επικοινωνιακή σκηνοθεσία του από την κυβέρνηση, θα αποπροσανατόλιζε από την ουσία του θέματος.
Η ουσία του θέματος είναι ότι η διαδικασία αδειοδότησης των τηλεοπτικών σταθμών όπως την προέβλεψε ο νόμος 4339/2015 με τις τροποποιήσεις του (νόμος Παππά) συνιστά κραυγαλέα καταπάτηση του Συντάγματος. Και τούτο διότι με το άρθρο 2Α που προστέθηκε στο ν. 4339/2015 με το ν. 4367/2016, παρέχεται στον υπουργό (Ν. Παππά) η αρμοδιότητα διεξαγωγής της διαγωνιστικής διαδικασίας και χορήγησης των αδειών, κατά παράβαση του άρθρου 15 παρ. 2 του Συντάγματος, που καθιστά αποκλειστικά αρμόδιο για τη χορήγηση των αδειών το Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης. Σημειωτέον ότι αυτή η ερμηνεία του άρθρου 15 του Συντάγματος γίνεται σχεδόν καθολικά δεκτή από τον ελληνικό νομικό κόσμο (Κασιμάτης, Σπυρόπουλος, Κοντιάδης, Ανθόπουλος, Λαζαράτος, Σωτηρέλλης) και έχει διατυπωθεί ρητά από το Συμβούλιο Επικρατείας στην απόφασή του 1901/2014 (σκέψη 16: “Η χορήγηση των αδειών, ο έλεγχος της εξυπηρέτησης των ανωτέρω σκοπών δημοσίου συμφέροντος και η επιβολή κυρώσεων ανατίθεται σε ανεξάρτητη αρχή, το Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης”).
Ο μόνος πανεπιστημιακός που έχει υποστηρίξει αντίθετη άποψη, με γνωμοδότηση που του παραγγέλθηκε από τον υπουργό Ν. Παππά, είναι ο καθηγητής Ι. Δρόσος, ο οποίος υπήρξε και συνήγορος του Δημοσίου στις δίκες που διεξήχθησαν ενώπιον του ΣτΕ για το ίδο θέμα. (Πολιτικό σχόλιο: ο καθηγητής Ι. Δρόσος διετέλεσε γενικός διευθυντής στο Υπ. Εθνικής Άμυνας επί υπουργίας Τσοχατζόπουλου το 1998-2001, ενώ ο άλλος συνήγορος του Δημοσίου στη δίκη για τις τηλεοπτικές άδειες, Ι. Μαντζουράνης, υπήρξε γραμματέας του υπουργικού συμβουλίου επί κυβερνήσεων Α. Παπανδρέου – κατά τα άλλα, επί ΣΥΡΙΖΑ «τελειώσαμε με το παλιό»).
Το θέμα της αρμοδιότητας του ΕΣΡ δεν είναι απλά διαδικαστικό – ταυτίζεται με την προστασία της ανεξαρτησίας και πολυφωνίας των ΜΜΕ. Η αρμοδιότητα χορήγησης των τηλεοπτικών αδειών ανατέθηκε στο ΕΣΡ με την αναθεώρηση του Συντάγματος το 2001, ακριβώς για να αφαιρεθεί από τον αρμόδιο υπουργό (τότε Τύπου & ΜΜΕ) και γενικότερα από την κυβέρνηση η δυνατότητα αυθαίρετης διαμόρφωσης του ραδιοτηλεοπτικού τοπίου κατά το συμφέρον του κυβερνώντος κόμματος. Με την ανάθεση της αρμοδιότητας αυτής στο ΕΣΡ (που ταυτόχρονα προικίστηκε με το άρθρο 101Α του Συντάγματος ως ανεξάρτητη αρχή με εγγυήσεις ανεξαρτησίας των μελών του και διακομματικής συναίνεσης στη σύνθεσή του), έγινε ένα μεγάλο βήμα μπροστά στο ελληνικό τοπίο των ΜΜΕ.
Η τρέχουσα διαδικασία αδειοδότησης τηλεοπτικών σταθμών, όπως προβλέφθηκε από τους νόμους Παππά (ν. 4339/2015 και 4367/2016) πετυχαίνει το ακριβώς αντίθετο από τη συνταγματική ρύθμιση του 2001: παρακάμπτοντας το ΕΣΡ, καθιστά τον υπουργό ανεξέλεγκτο ρυθμιστή του ραδιοτηλεοπτικού τοπίου. Και μάλιστα βιάζεται πολύ να το πράξει: ενώ οι σχετικές αιτήσεις ακυρώσεως των τηλεοπτικών σταθμών δικάστηκαν στις 30 Iουνίου, 4 και 5 Ιουλίου στο Συμβούλιο της Επικρατείας και αναμένονται οι αποφάσεις του, η κυβέρνηση έσπευσε να διεξαγάγει τον διαγωνισμό πριν εκδοθούν οι αποφάσεις, προφανώς γνωρίζοντας ότι η πιθανότητα ακύρωσης του διαγωνισμού από το δικαστήριο είναι μεγάλη. Ο καθηγητής Π. Λαζαράτος απεύθυνε δημόσια έκκληση να διασκεφθεί και να αποφασίσει εγκαίρως το ανώτατο δικαστήριο, αλλά δεν εισακούστηκε…
Εκτός του νομικού προβλήματος, που είναι η παράκαμψη του ΕΣΡ, ο διαγωνισμός για τις τηλεοπτικές άδειες πάσχει και πολιτικά, αλλά και ηθικά. Η παραδοχή του Α. Τσίπρα ότι “τηλεοπτική άδεια θα πάρει όποιος πληρώσει τα περισσότερα” είναι πρωτοφανής σε κυνισμό και είναι να απορεί κανείς πώς οι κομματικοί του σύντροφοι “κατάπιαν” αυτή την υπόκλιση στην παντοδυναμία του χρήματος. Επιπλέον, η θέση αυτή ανοίγει το δρόμο της κυριαρχίας στο τηλεοπτικό τοπίο σε ύποπτα πρόσωπα με άφθονους πόρους από άδηλες δραστηριότητες, μπροστά στα οποία οι παλιοί καναλάρχες, έστω “διαπλεκόμενοι”, θα μοιάζουν με προσκοπάκια. Ο ευρωβουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ (και καθηγητής του συνταγματικού δικαίου) Κ. Χρυσόγονος είχε το θάρρος να σπάσει την «ομερτά» και να μιλήσει για τον κίνδυνο χορήγησης τηλεοπτικής άδειας σε «Εσκομπάρ», υπαινισσόμενος τον ελέφαντα που βρίσκεται στο δωμάτιο, αλλά κανείς δεν τολμά να τον ονομάσει.
Τα πράγματα επομένως είναι πάρα πολύ σοβαρά. Η καταπάτηση του Συντάγματος που συντελείται με την τρέχουσα διαδικασία αδειοδότησης τηλεοπτικών σταθμών, αλλά και η διαφαινόμενη κυριαρχία ποινικώς ελεγχόμενων προσώπων στο ραδιοτηλεοπτικό τοπίο, πρέπει να βρουν τη νομική και ηθική τους καταδίκη σύντομα, πριν δημιουργήσουν τετελεσμένα. Ο κλήρος του τελευταίου υπερασπιστή της συνταγματικής νομιμότητας πέφτει στο Συμβούλιο της Επικρατείας, όπως έχει συμβεί και άλλες φορές στο παρελθόν. Δεν είναι ρητορικό σχήμα, αλλά αναγκαιότητα. Ας ελπίσουμε ότι η Ολομέλεια του Ανώτατου Δικαστηρίου θα τιμήσει την ιστορία του, αγνοώντας τις παντοειδείς πιέσεις, συνεδριάζοντας σύντομα και αποφασίζοντας χωρίς υπεκφυγές. Ας μην έχει κανείς αυταπάτες: το διακύβευμα είναι αν η Ελλάδα, από πολιτική, θεσμική και πολιτισμική άποψη, θα παραμείνει χώρα ευρωπαϊκή ή θα γίνει χώρα της Λατινικής Αμερικής.
2 comments
Ἀπὸ τὴν στιγμὴ ποὺ ἕνας ὁλόκληρος λαὸς περιμένει ἀπὸ τριάντα ὑπαλλήλους του, τοὺς δικαστὲς τοῦ Συμβουλίου τῆς Ἐπικρατείας. νὰ σώσουν τὴν ἐλευθερία τῆς ἐκφράσεώς του, ἀντὶ νὰ βγῇ στὸν δρόμο νὰ τὴν ὑπερασπίσῃ, τότε ὁ λαὸς αὐτὸς δὲν άξίζει νὰ ἔχῃ τὴν ἐλευθερία του νὰ ἐκφράζεται ἐλεύθερα.
Εἶναι, ὅμως, τόσο τραγικὰ τὰ πράγματα ;
Πρῶτον, οἱ τηλεθεατὲς τῶν σκουπιδοκανάλων δὲν εἶναι ὅλος ὁ λαός. Ἡ τηλεθέαση φθίνει καὶ συγκεντρώνεται ὅλο καὶ περισσότερο στοὺς ἡλικιωμένους καὶ τοὺς πιὸ ἀπαιδεύτους. Συνεπῶς ἡ ἄδεια ἐκπομπῆς εἶναι ἄδεια νὰ διαβουκολῇ τὸ κανάλι αὐτὴν τὴν εὐάλωτη, ἔτσι κι ἀλλιῶς, ὁμάδα ψηφοφόρων. Πρέπει τὴν ἄδεια αὐτὴν νὰ τὴν ἔχει, ὅπως σήμερα, ὅποιος ἔχει τὰ λεφτὰ νὰ πληρώνῃ φερέφωνα τῶν άπόψεών του, χωρὶς κάποιαν, ἔστω προσχηματική, δημόσια ἔγκριση ;
Δεύτερον, πόσο ἱκανοποιημένοι εἴμαστε ἀπὸ τὸ τηλεοπτικὸ προϊόν πού ἔχουμε μὲ τὸ καθεστὼς τὸσων ἐτῶν ἀσυδοσίας; Ἐκτὸς ἀπὸ τὶς ἐκπομπὲς-σκουπίδια, τὸ ἦθος «ἀντίστασης», «ἀντεξουσιασμοῦ», «ἀντιπολίτευσης σὲ ὅλους καὶ σὲ ὅλα», «υἱοθέτησης τοῦ κάθε ἠλιθίου καὶ ἰδιοτελοῦς αἰτήματος άπὸ τὸν κάθε φωνακλᾶ», δὲν φταῖνε ἐν μέρει γιὰ τὴν διανοητική, πνευματική, ἠθικὴ καὶ οἰκονομικὴ χρεωκοπία μας ;
Ἰδοὺ γιατὶ κανεὶς ἄνθρωπος ποὺ σέβεται τὸν ἑαυτό του δὲν βγαίνει νὰ ὑπερσπίσῃ τὰ σκουπιδοκάναλα, οὔτε κἂν αὐτοὶ ποὺ τὰ σκουπιδοκάναλα ἀνέδειξαν.
Ἐπιπροσθέτως, ἡ ἐμπειρία μὲ τὴν τηλεόραση ἐχει ἀποδείξει ὅτι λειτουργεῖ μὲ ἕνα εἶδος ἐντροπίας. Μπορεῖ νὰ ἐπηρρεάσῃ τὴν κοινή γνώμη ὥστε νὰ άποδεχθῇ εύκολώτερα τὴν ἀταξία καὶ τὴν βαρβαρότητα, ἀλλὰ εἶναι ἀνήμπορη νὰ τὴν κάνῃ νὰ προτιμήσῃ τὴν τάξη καὶ τὸν πολιτισμό.
Ἐπίσης, γιὰ νὰ λέμε τὴν ἀλήθεια, πολλοὶ ἐργοδότες δημοσιογράφων, παρουσιαστῶν, εἰκονοληπτῶν κλπ, εἶναι εὐγνώμονες, στὸ βάθος τῆς ψυχῆς τους, ποὺ θὰ ξεφορτωθοῦν τὸ μισθολογικὸ κόστος ὅλων αὐτῶν, ἀλλὰ τὴν εὐθύνη θὰ τὴν ἔχει ὁ ὑπουργὸς Παππᾶς καὶ ἡ κυβέρνηση. Ἐνῶ αὐτοὶ θὰ παριστάνουν τοὺς καὶ τάχα φιμωθέντας άπὸ τὸν αύταρχισμὸ ὑπερμάχους τῆς ἐλευθερίας ἐκφράσεως.