του Χάρη Φεραίου*
Το κρίσιμο ερώτημα που όφειλε να είχε αυτές τις μέρες απασχολήσει τον τόπο – πνευματική ηγεσία και λαό – βεβαίως και δεν θα έπρεπε να είναι, αν στο κατεχόμενο αρχαίο θέατρο τής Σαλαμίνας ανεβάστηκε η Αντιγόνη! Το μέγα ερώτημα είναι, ποια Αντιγόνη είναι που ανεβάστηκε εκεί… Και μην εκπλαγεί για το ρηξικέλευθο τού ερωτήματος ο αναγνώστης. Ιδού προβληματισμός:
Είναι τάχα η Αντιγόνη τής (πρώην Επιτρόπου μας στην Ευρώπη των πολιτισμών) κυρίας Αντρούλας Βασιλείου: Μια Αντιγόνη, καθ’ α λέγει, που «διδάσκει» Αγάπη, Ειρήνη, και Συνεργασία! (Mε το «σύνοικον» στοιχείον ενδεχομένως;) Εκείνο το οποίο όμως εγώ γνωρίζω, είναι πως στους 1353 στίχους τού Σοφοκλή, σε κανένα τους δεν βρίσκονται τέτοιες λέξεις. Ποιαν «ειρήνη» ή «συνεργασία» διδάσκει η Αντιγόνη, όταν η πράξη που την ανέδειξε σε ηρωίδα, είχε ως επακόλουθο, έκτος από τον δικό της, άλλους δυο θανάτους; Όσον αφορά δε τη λέξη «αγάπη», όφειλε, ως καλλιεργημένη που πέτεται πως είναι, να είχε ανατρέξει στον ίδιο το στίχο τού Σοφοκλή, και στο ακριβές νόημα τών λέξεών του. Δηλαδή: «…συμφιλείν έφυν» λέει η Αντιγόνη, και η «ποιητική άδεια» τής νεοελληνικής μετάφρασης το απλουστεύει μεν στο «γεννήθηκα για ν’ αγαπώ»! Πλην όμως το «συμφιλείν» τού Σοφοκλή, ως έννοια παραπέμπει απ’ ευθείας στα μεθόρια τού ελληνικού πολιτισμού! Διότι «φιλότης», είναι, ήδη από προσωκρατικών φιλοσόφων, (Εμπεδοκλής) υπέρθεη δύναμη, και κρατάει σε συνοχή τα (διεστώτα από το «νείκος») τέσσερα θεμελιακά στοιχεία, που συγκροτούν την αρμονία τού κόσμου! Γι’ αυτό ειδικά το «συμφιλείν» (τού «καλού» αδελφού Ετεοκλή, με τον «κακό» αδελφό Πολυνίκη) λοιπόν, λέει στον Κρέοντα η Αντιγόνη ότι πλάστηκε εκείνη στον κόσμο.
Όσον αφορά δε τα όσα περί «αντίστασης» τής Αντιγόνης στα «κέντρα εξουσίας», αυτάρεσκα σαλπίζουν στα εσωτερικά εφημερίδων, αλαλάζοντα, τα νεοπαγή κύμβαλα του παρ’ ημίν «εκσυγχρονισμού», (σντετμημένως και εκσυγχρονιστήρια καλούμενα) μόνο απέραντη θλίψη, αν όχι φρικτό απελπισμό προκαλούν. Και όχι για την απίστευτη έκταση τής νεοελληνικής μας παρακμής μονάχα! Κυρίως για την ανάγωγη αμετροέπεια τών παρηκμασμένων…
Ούτε όμως και εκείνοι οι πολυλάλητοι «άγραφοι νόμοι» τών θεών καθ’ εαυτοί, είναι που κυριάρχησαν στην συγκλονιστική εκείνη επιλογή τής Αντιγόνης. Σ’ ολόκληρη άλλωστε την Τραγωδία, δυο μόνο στίχοι υπάρχουν όπου η ίδια αναφέρεται στον Θεό: Στον 77, έμμεσα, εμψυχώνοντας την Ισμήνη, κυρίως όμως στον 454, αντιλέγοντας στον επικαλούμενο δικό-του Νόμο, τον θείο της βασιλιά Κρέοντα!
Ό,τι, ως εσώτερη (ενδημούσα) ανάγκη την καθοδήγησε, είναι αυτό που πηγάζει από αρχέγονες καταβολές τής ίδιας τής ιστορίας της, (και ιστορίας μας) και επαναλαμβάνεται τουλάχιστο σε επτά στίχους στην Τραγωδία. Το ανακοινώνει η ίδια στην αδελφή της, αρχή-αρχή τής Τραγωδίας: Είναι το ίδιο, που αργότερα, δια στόματος Περικλή, είπε ο Θουκυδίδης στον «Επιτάφιό του», και ό,τι, ακόμα πιο μετά, οδήγησε την Πόλη των Αθηνών, να επιβάλει (καθ’ υπερβολήν έστω) θανατική ποινή στους νικητές (επανάληψη, «νικητές») στρατηγούς στις Αργινούσες, διότι την είχαν αμελήσει: Την οφειλόμενη δηλ. τιμή στους νεκρούς τής (τελευταίας, ειρήσθω, για την Αθήνα νικηφόρας) ναυμαχίας!
Μιλώντας έτσι στη (φοβισμένη) Ισμήνη η Αντιγόνη, τής λέει πως έφτασε η ώρα να αποδείξει αν επαξίως ανήκει σε ευγενές γένος, ή είναι ανάξια απόγονος αριστοκρατικής γενιάς! («είτ’ ευγενής πέφυκας είτ’ εσθλών κακή»). Και θα το αποδείξει αυτό, αν μαζί αγνοήσουν την ατιμωτική για νεκρό διαταγή τού Κρέοντα, αποδίδοντας στον αδελφό τους τις πρέπουσες νεκρικές τιμές! Όσες δηλ. επιτάσσει, κυρίαρχη εντολή τού γένους τους. «Το τών Ελλήνων γένος», που είπε αργότερα, στον «πανηγυρικό» του τής Ολυμπίας, ο Ισοκράτης! Διότι πρώτιστο «καθήκον» γένους κάθε Έλληνα, είναι, και οφείλει να είναι, η απόδοση τιμών στους νεκρούς, (ερίτιμη κυρία Επίτροπε προστασίας τού παιδιού…).
Αυτήν λοιπόν την Αντιγόνη γέννησε η ποίηση τού Σοφοκλή: Που έχει το νεύρο και κτυπά γερά τις χορδές τής ελληνικής μας ιστορίας! Αν αυτή συνεπώς η ηρωίδα ήτανε στο αρχαίο θέατρο τής Σαλαμίνας, και όχι το κοριτσάκι εκείνο με τα σοσόνια και την κοντή φουστίτσα τού κ. Στάθη Λιβαθινού, που έκανε και κούνια πάνω στο ικρίωμα, θα όρθωνε εκεί πάνω το νεανικό της σώμα, και απευθυνόμενη στους παριστάμενους Τούρκους, θα τους έλεγε: «Δώστε πρώτα τους νεκρούς μας να τους θάψομε, και ύστερα να μού ‘ρχεστε εδώ»! Γυρίζοντας μετά στους προστρέξαντες εκεί Έλληνες («Έλληνες»! θα έλεγε και ο Καβάφης), θα τους έλεγε, ό,τι άλλωστε και ο Αισχύλος σε αντίστοιχη («Επτά επί Θήβας») τού Θηβαϊκού κύκλου τραγωδία, δια στόματος Ετεοκλή, είπε: «Ξυπνήστε βρε “ζωντόβολα ανυπόφερτα”, (θρέμματ’ ουκ ανασχετά) που εξευτελίσατε παρακαταθήκες ιερές τού γένους σας, θλιβερά επαιτώντας δεξιά κι αριστερά “διακρίβωση τής τύχης τών αγνοούμενων”, και σηκωθείτε να ξεκουμπιστείτε όχι μόνο από κάθε Σαλαμίνα, αλλά και από κάθε “ενδοκοινοτική συνομιλία”, μέχρι οι Τούρκοι «συνομιλητές-σας» να επιστρέψουν τους νεκρούς τού πολέμου να τους θάψετε»!
Τότε ίσως, εκεί στη Σαλαμίνα, πέσει στην «Αντιγόνη» και η αυλαία! Μικρό το κακό. Θα είναι απλώς ίδια εκείνη αυλαία, που άλλοτε, εκεί κοντά, «έπεσε» στους Ισαάκ και Σολωμού…
Χάρης Φεραίος, Διδάκτωρ του ΕΜΠ «Φ» 8/10/16
1 comment
Ὁ Σοφοκλῆς, ὅπως προκύπτει ἀπὸ ὅλα (κυριολεκτικῶς ὅλα) ὅσα γνωρίζουμε γι’ αὐτόν, καθόλου δὲν νοιαζόταν «νὰ λάβῃ ξεκάθαρη θέση». Ἄλλο ἤθελε νὰ διδάξῃ. Ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι τραγικός, ἱκανὸς γιὰ τὰ ὕψιστα καὶ γιὰ τὰ χαμερπέστερα. Καὶ ὅτι αὐτὸ ποὺ θὰ προκύψῃ τελικῶς δὲν ἐξαρτᾶται μόνον ἀπὸ τὶς προθέσεις τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὰ ὅριά του. Τέτοιο εἶδος λογοτεχνικοῦ ἔργου μόνον στὴν δημοκρατικὴ Ἀθήνα τοῦ 5ου π.Χ. αἰῶνος μποροῦσε νὰ δημιουργηθῇ. Διότι οἱ ἄνθρωποι ἐκεῖ εἶχαν πρὸ ὀφθαλμῶν κάθε μέρα τὰ ἀδιέξοδα μπροστὰ στὰ ὁποῖα βλέπουμε νὰ ἀγωνιοῦν καὶ ὁ Κρέων καὶ ἡ Ἀντιγόνη καὶ ὅλα τὰ πρόσωπα τῆς τραγωδίας. Συνεπῶς καὶ ὁ κύριος Φεραῖος καὶ οἱ ἐπικρινόμενοι ἀπὸ αὐτόν, οἰκειοποιοῦνται, νομίζω, ἐξ ἴσου ἐσφαλμένως τὸν Σοφοκλῆ, διότι βλέπουν διεξόδους, ἐνῶ ἐκεῖνος ἀπέδειξε ὅτι τέτοιες διέξοδοι δὲν ὑπάρχουν Ἴσως, μόνον στὴν τέχνη, ποὺ κάνει τὸ ἀδιέξοδο ὑποφερτό, μᾶς ἀνοίγει τὰ μάτια νὰ τὸ δοῦμε μὲ θάρρος. Καὶ τὸν Σοφοκλῆ μέν, δὲν τὸν πειράζει ἡ παρεξήγησις τῶν γραφέντων ἀπὸ αὐτόν. Αὐτούς, ὅμως, τοὺς ἐκθέτει.
Ἀξιον θαυμασμοῦ εἶναι τὸ κοινὸ τῶν Ἀθηνῶν τοῦ Χρυσοῦ Αἰῶνος, ποὺ ἔδωσε τὰ περισσότερα βραβεῖα στὸν Σοφοκλῆ άπὸ ὅτι σὲ κάθε ἄλλο τραγωδό, παρὰ τὴν «καιροσκοπική», ὅπως τὴν χαρακτήρισαν πολλοὶ μεταγενέστεροι, στάση του μπροστὰ στὰ φλέγοντα ζητήματα τοῦ καιροῦ του. Ἴσως, βέβαια, τὰ ἀσύλληπτα χορικά του νὰ τοῦ χάρισαν τὰ ἔπαθλα, ἀναγκάζοντας καὶ τοὺς πιὸ κυριευμένους ἀπὸ πολιτικὰ πάθη θεατὲς νὰ παραδοθοῦν στὸ μεγαλεῖό τους.