Το ΙΝΣΠΟΛ δημοσιεύει τη μελέτη του Μάριου Νοβακόπουλου,
Βυζαντινό και Δυτικό Σύστημα, 1054-1180
Σύνοψη
Η ανά χείρας μελέτη αναλύει συγκριτικά και παράλληλα τα δύο πολιτικά και πολιτισμικά μισά της μεσαιωνικής Ευρωπαϊκής Χριστιανοσύνης, το σύστημα της Ανατολικής Ρωμαϊκής (Βυζαντινής) αυτοκρατορίας και το αντίστοιχο το λατινικού-φραγκογερμανικού κόσμου, με επίκεντρο την Παποσύνη και την Αγία Ρωμαϊκή αυτοκρατορία. Την παρουσίαση της εσωτερικής δομής και ιδεολογίας τους ακολουθεί η εξιστόρηση των διμερών επαφών την περίοδο των πρώτων Σταυροφοριών, συγκεκριμένα από το Σχίσμα (1054) μέχρι το θάνατο του Μανουήλ Κομνηνού (1180). Τέλος γίνονται στρατηγικές παρατηρήσεις επί της περιόδου, αποπειράται η ερμηνεία των συστημάτων και γεγονότων βάσει της θεωρίας των διεθνών σχέσεων, μεταξύ άλλων και της ιδέας περί συγκρούσεως των πολιτισμών.
Το βιβλίο θα κυκλοφορήσει και σε έντυπη, βιβλιοδετημένη έκδοση του ΙΝΣΠΟΛ.
Ολόκληρο το βιβλίο σε μορφή PDF:
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Η Βυζαντινή αυτοκρατορία υπήρξε μία από τις μακροβιότερες της ιστορίας. Συνέχεια της Ρώμης, χριστιανικό και ελληνόφωνο κράτος, το Βυζάντιο ανέπτυξε έναν πολιτισμό βασισμένο στην αλληλεπίδραση των τριών αυτών χαρακτηριστικών. Συγχρόνως, η γεωγραφική θέση της αυτοκρατορίας την έφερνε σε επαφή με διαφορετικούς κόσμους, καθιστώντας τη γέφυρα επικοινωνίας ή και φράγμα ανάμεσα τους. Ήταν όμως και μία σημαντική πολιτική και οικονομική δύναμη. Αυτή η σύζευξη ισχύος και πολιτισμού κατέστησε τη Βυζαντινή αυτοκρατορία πηγή οικουμενικής ακτινοβολίας. Το Βυζάντιο διεμόρφωσε τον πολιτισμό, τις πολιτικές παραδόσεις και τις συλλογικές συνειδήσεις κοινωνιών από τη βενετική λιμνοθάλασσα ως τις κορυφογραμμές του Καυκάσου.
Η πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας, η Κωνσταντινούπολη, έφερε με υπερηφάνεια τους τίτλους της Βασιλεύουσας, της Νέας Ρώμης και της Νέας Ιερουσαλήμ. Ήταν η καθέδρα του «βασιλέως και αυτοκράτορος των Ρωμαίων», διατηρώντας την κληρονομιά του αρχαίου imperium που της παρέδωσε ο κτήτορας της (Μέγας Κωνσταντίνος, 330). Ο αυτοκράτορας λογιζόταν ως η υπέρτατη αρχή, δικαιωματικός κοσμοκράτορας. Ταυτόχρονα η Κωνσταντινούπολη ήταν έδρα του Πατριαρχείου και άρα θρησκευτική πρωτεύουσα της Χριστιανοσύνης. Στη συνείδηση των Βυζαντινών αυτό ήταν το σπουδαιότερο κόσμημα της πολιτείας τους, η οποία θεωρείτο στερεωμένη από τη θεία πρόνοια. Ο πατριάρχης της ήταν ο κορυφαίος ποιμένας ψυχών ενώ ο αυτοκράτορας ο τοποτηρητής του Θεού στη Γη. Όπου κατακτούσαν οι στρατιές του αυτοκράτορος ή όπου έφθαναν οι απεσταλμένοι του, σχηματιζόταν μία νέα τάξη πραγμάτων, ένα πλέγμα λαών και ηγεμόνων που αναγνώριζαν τη Βασιλεύουσα ως οικουμενική πρωτεύουσα και τον βασιλέα της ως επικυρίαρχο τους. Με το ξίφος, το Ευαγγέλιο ή το χρυσό, η Βυζαντινή Οικουμένη εκτεινόταν σε ολόκληρη την ανατολική Ευρώπη, τα Παρευξείνια και τμήματα της Μέσης Ανατολής.
Το Βυζάντιο βεβαίως γεννήθηκε με το διαχωρισμό της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας στα τέλη του 4ου αιώνος. Ενώ όμως το ανατολικό τμήμα επέζησε, το δυτικό κατέρρευσε υπό τις γερμανικές εισβολές. Μέσα στο χάος η Εκκλησία της Ρώμης βρέθηκε να είναι ο μόνος θεσμός με την ικανότητα να υπερβεί σύνορα και φυλές. Επίσκοποι και ιεραπόστολοι ανέλαβαν να εκχριστιανίσουν τους βαρβάρους και να διαφυλάξουν τα υπολείμματα πολιτισμού. Τους πρώτους αιώνες ο πάπας βρέθηκε υπό βυζαντινή επιρροή. Στη συνέχεια γεωπολιτικές ανακατατάξεις και θρησκευτικές έριδες θα διασαλέψουν την ομόνοια ανάμεσα στις δύο Ρώμες. Βρίσκοντας νέους προστάτες στο πρόσωπο των Φράγκων, οι πάπες εν τέλει θα χειραφετηθούν από το Βυζάντιο. Η φραγκο-παπική σύγκλιση θα οδηγήσει στη γέννηση μίας νέας αυτοκρατορίας, όταν το έτος 800 ο Καρλομάγνος θα στεφθεί Ρωμαίος αυτοκράτορας. Το γεγονός αυτό θα σηματοδοτήσει τη γέννηση μίας οικουμενικής τάξεως ανταγωνιστικής της βυζαντινής, καθώς η Παλαιά Ρώμη διεκδικεί ξανά τη θέση της ως caput mundi. Μετά την παρακμή των Φράγκων, το 10ο αιώνα τη σκυτάλη της Δυτικής αυτοκρατορίας θα λάβουν οι Γερμανοί. Παράλληλα ο πάπας, έχοντας πλέον την πίστη βασιλέων από τα Βρετανικά νησιά ως την Κεντρική Ευρώπη, αξιώνει ανοικτά τα θρησκευτικά πρωτεία. Η Δυτική Ευρώπη αναπτύσσεται οικονομικά και στρατιωτικά, προκαλώντας την ανησυχία του Βυζαντίου.
Τον 11ο και 12ο αιώνα ο ανταγωνισμός θα κορυφωθεί και οποιαδήποτε ψήγματα ενότητος θα χαθούν στη δίνη δύο εξελίξεων: του Σχίσματος και των Σταυροφοριών. Με την πρώτη οι δύο Εκκλησίες, που ήταν και οι πνευματικοί και κοσμοθεωρητικοί πυλώνες των δύο αυτοκρατοριών-συστημάτων, διαχώρισαν τελείως τις πορείες τους. Το Βυζάντιο εισέρχεται σε τροχιά παρακμής, ενώ στη Δύση η παποσύνη επιβάλει την ανωτερότητα της επί των κοσμικών βασιλέων. Αυτές οι μεταβολές θα οδηγήσουν στο δεύτερο κομβικό γεγονός. Ανταποκρινόμενη στις βυζαντινές εκκλήσεις για αρωγή και εξυπηρετώντας διάφορες πολιτικές σκοπιμότητες, η Εκκλησία της Ρώμης θα καλέσει τους ιππότες της να παύσουν την αλληλοσφαγή και να εκστρατεύσουν στους Αγίους Τόπους κατά των μουσουλμάνων (1095). Το Βυζάντιο, υπό τη στιβαρή διακυβέρνηση της δυναστείας των Κομνηνών, θα προσπαθήσει να χειραγωγήσει το σταυροφορικό κίνημα και στην πορεία θα μεταβάλει τις πολιτικές του πρακτικές προσπαθώντας να διασώσει και να επεκτείνει την επιρροή του, θέτοντας υπό έλεγχο τους ατίθασους Φράγκους, που ενίοτε το έβλεπαν σαν στόχο εξ ίσου με το Ισλάμ. Αυτή η άβολη ισορροπία θα διατηρηθεί για λιγότερο από έναν αιώνα. Η αμοιβαία καχυποψία, ο οικονομικός ανταγωνισμός και η αναζωπύρωση της βυζαντινο-γερμανικής αυτοκρατορικής έριδος θα οδηγήσει στην κατάρρευση των διμερών σχέσεων, την οποία θα επισφραγίσει η άλωση της Κωνσταντινουπόλεως κατά την Δ΄ Σταυροφορία (1204)
Χρονικό πλαίσιο και διάρθρωση της μελέτης
Αυτή ακριβώς είναι η περίοδος που καλύπτει η εν λόγω μελέτη. Παρ΄ ότι θα γίνουν αναδρομές στο παρελθόν για να αποτυπωθεί το ιστορικό πλαίσιο και οι ρίζες των πολιτικών και πολιτισμικών συνθηκών, η ανάλυση της σχέσεως του Βυζαντινού κόσμου («Βυζαντινή Κοινοπολιτεία») με τον Δυτικό («res publica Christiana», Χριστιανική Πολιτεία, όπως θα αποκληθεί αργότερα) θα περιοριστεί στην περίοδο 1054-1180. Η πρώτη ημερομηνία αναφέρεται στο Σχίσμα, που διέκοψε την εκκλησιαστική κοινωνία των δύο συστημάτων. Η δεύτερη σηματοδοτεί το θάνατο του Μανουήλ Α΄ Κομνηνού, τρίτου της δυναστείας και τελευταίου ισχυρού Βυζαντινού αυτοκράτορος. Μετά από εκείνον το Βυζάντιο αφήνεται σε μία πορεία διαλύσεως που θα καταλήξει στην πτώση του 24 χρόνια μετά.
Η μελέτη χωρίζεται σε τρία μέρη. Το πρώτο μέρος αφορά την παρουσίαση των πολιτικών και ιδεολογικών βάσεων των δύο συστημάτων. Πιο συγκεκριμένα, θα αναλυθούν και θα αντιπαρατεθούν πολιτειακά χαρακτηριστικά και αρχές νομιμοποιήσεως, οι σχέσεις κοσμικής και πνευματικής εξουσίας, το γεωπολιτικό τους περιβάλλον και οι μέθοδοι διακυβερνήσεως τους, όπως η διπλωματία. Με αφετηρία την ετερότητα των δύο πολιτισμών-συστημάτων θα εκτεθούν τα σημεία τριβής μέχρι την εξεταζόμενη εποχή. Εκεί ξεκινά το δεύτερο μέρος, η εξέταση δηλαδή της περιόδου 1054-1180. Θα γίνει αναφορά στο Σχίσμα, την κρίση και ανάκαμψη του Βυζαντίου, την εξαπόλυση των Σταυροφοριών, τις σχέσεις του Βυζαντίου με την Α΄ και Β΄ Σταυροφορία καθώς και με άλλες δυτικές δυνάμεις, όπως οι Νορμανδοί. Θα παρακολουθηθεί η σταδιακή επιδείνωση των διμερών σχέσεων μέχρι την ολική κατάρρευση τους μετά το 1170 με τη σύγκρουση Μανουήλ Α΄ και Φρειδερίκου Βαρβαρόσσα της Γερμανίας.
Στο τελευταίο μέρος τα γεγονότα θα αξιολογηθούν ως προς τις συνέπειες τους για τα δύο συστήματα. Ειδικότερα, πως οι Σταυροφορίες συνέβαλαν στην επιβίωση ή την πτώση του Βυζαντίου, πως η επέκταση της δυτικής «Πολιτείας» στην Ανατολή ανέτρεψε το βυζαντινοκεντρικό καθεστώς και ποιες ήταν οι μακροπρόθεσμες συνέπειες. Θα αναλυθεί το παράδειγμα της μεσαιωνικής εξουσίας και θα γίνει προσπάθεια ερμηνείας των Σταυροφοριών κατά τα η θεωρία της επιστήμης των διεθνών σχέσεων. Θα γίνει χρήση και της θεωρίας τη συγκρούσεως των πολιτισμών και κατά πόσο αρμόζει ώστε να περιγράψει τις σχέσεις Βυζαντίου και Δύσεως. Τέλος θα εξετασθεί πως αυτός ο ανταγωνισμός είναι σήμερα ορατός στα χάσματα μεταξύ Δύσεως, Ανατολικής Ευρώπης και Ισλάμ και αν μπορούν να υπάρξουν σύγχρονοι παραλληλισμοί ή διδάγματα για τα τρέχοντα.
*Το ΙΝΣΠΟΛ δεν σχετίζεται με ομάδες φέρουσες παρόμοια ονομασία.