Γράφει ο Μάριος Νοβακόπουλος*
Οι διεθνείς σχέσεις γνώρισαν χαώδεις αλλαγές από την κατάρρευση της Δυτικής Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας μέχρι σήμερα. Η γέννηση του δυτικού και ευρύτερα του ευρωπαϊκού γίγνεσθαι ανάγεται στην μετέπειτα περίοδο (Μεσαίωνας), με δύο βασικά «μπλοκ»: το βυζαντινό και το λατινικό.
Όπως ένα διεθνές σύστημα με το σημερινό ορισμό, η Βυζαντινή Κοινοπολιτεία και η δυτική res publica Christiana ήταν «σύνολ[α] από αλληλοσχετιζόμενες και αλληλεξαρτημένες αλληλεπιδράσεις μεταξύ διεθνών δρώντων». Κατά τον ορισμό του Karl Deutsch, «ένα διεθνές σύστημα αποτελείται από συμπλέγματα οικισμών, μέσα μεταφοράς, πολιτιστικά κέντρα, γλωσσικές περιοχές, διαχωρισμούς τάξεως και κάστας, φραγμούς μεταξύ αγορών, μεγάλες περιφερειακές αντιθέσεις σε πλούτο και αλληλεξάρτηση».
Υπό αυτούς τους όρους οι δύο κόσμοι αποτελούν μεγάλα και πολύπλοκα συστήματα, τόσο σε χωρική έκταση όσο και σε στρατηγικό (πολιτικό, στρατιωτικό) βάρος, πολιτιστικό βάθος και οικονομική επιφάνεια. Δεν επρόκειτο για συστήματα εθνών ή εθνών κρατών με τη σύγχρονη έννοια (ο όρος «διεθνείς» σχέσεις για την εποχή εκείνη χρησιμοποιείται μάλλον συμβατικά), καθώς τότε δε υπήρχε κρατική κυριαρχία αλλά ένα καθεστώς πολλαπλών αλληλεπικαλυπτομένων μορφών ισχύος και νομιμοποιήσεως, σε τοπικό, περιφερειακό και «παγκόσμιο» (οικουμενικό) επίπεδο και στη σφαίρα του κοσμικού ή του θρησκευτικού. Ακόμη και εντός του συστήματος αυτές οι μορφές εξουσίας ήταν ενίοτε ανταγωνιστικές, όπως η μακροχρόνια διαπάλη μεταξύ βασιλέων και φεουδαρχών ή πάπα και Γερμανού αυτοκράτορος (και σε μικρότερο βαθμό, Βυζαντινού αυτοκράτορος και οικουμενικού πατριάρχου).
[Περισσότερα για τη δομή του μεσαιωνικού συστήματος]
Η ύπαρξη του συστήματος εξασφάλιζε μία σχετική ενότητα, τυπική πολιτική ιεραρχία και δυνατότητα μετακινήσεως, οικονομικής δραστηριοποιήσεως και πολιτιστικών επαφών. Τη Βυζαντινή Κοινοπολιτεία, με έδρα την Κωνσταντινούπολη, ένωνε η σχεδόν μυθική πολιτιστική ακτινοβολία της αυτοκρατορίας, οι νόμοι της, η ορθόδοξη χριστιανική πίστη βασισμένη στο ανατολικό τυπικό και ως ένα βαθμό η ελληνική γλώσσα. Τη Χριστιανική Πολιτεία της Εσπερίας χαρακτήριζε η κυριαρχία της λατινικής γλώσσης, ο συγκεντρωτικός έλεγχος όλων των εκκλησιαστικών δικαιοδοσιών από τη Ρώμη, η οικουμενική ιδεολογία της Γερμανικής αυτοκρατορίας, η κοινή εμπειρία και κοινωνική οργάνωση της φεουδαρχίας καθώς και θεσμοί που ξεπερνούσαν σύνορα και εθνότητες, όπως τα προσκυνήματα, τα πανεπιστήμια, τα μοναστικά τάγματα και εν τέλει οι ίδιες οι Σταυροφορίες. Το σύστημα διεθνών σχέσεων της μεσαιωνικής Ευρώπης ήταν οργανωμένο τόσο ως χαλαρό διπολικό (loose bipolar) όσο ως εν μέρει ιεραρχικό (hierarchical)-εν μέρει διότι η ιεραρχία που διεκήρυττε το Βυζάντιο ήταν ευμετάβλητη και, ιδίως την εξεταζόμενη περίοδο, περισσότερο ρητορική παρά απτή, ενώ για τη Δύση η υποταγή στο Γερμανό αυτοκράτορα είχε ουσιαστικό περιεχόμενο μόνο στην κεντρική Ευρώπη, με τα άλλα βασίλεια να υπάγονται βέβαια στη Ρώμη (εκκλησιαστικά και εμμέσως πολιτικά βάσει της θεωρίας των δύο ξιφών) αλλά όχι στην «Αγία Ρωμαϊκή αυτοκρατορία». Το Βυζαντινό σύστημα αποτελείτο από μία μεγάλο αυτοκρατορία και πέριξ αυτής πολλά, μικρά κράτη δορυφόρους. Στη Δύση τα αξιόλογα βασίλεια ήταν αρκετά (Γερμανία, Γαλλία, Αγγλία, σκανδιναβικά και ιβηρικά κράτη) οπότε επικρατούσε εκτός από την ιεραρχία, κάποια ισορροπία ισχύος.
Η μεσαιωνική εξουσία έχει λίγες ομοιότητες με το βεστφαλιανό πρότυπο του κρατοκεντρικού, αναρχικού συστήματος, όπου το έθνος αξιώνει την απόλυτη πίστη των υπηκόων του και ασυλία έναντι εξωτερικών επεμβάσεων από οποιονδήποτε τρίτο δρώντα.
Η αντίθεση αυτή είναι φυσική καθ’ ότι το καθεστώς που δημιούργησε η συνθήκη της Βεστφαλίας (1648) κατήργησε ακριβώς τη Χριστιανική Πολιτεία (παρ’ ότι ο όρος συνεχίστηκε να χρησιμοποιείται και η ρητορική της διεθνούς διακυβερνήσεως χάριν χριστιανικής ειρήνης και δικαίου είναι παρούσα στο σχηματισμό της Ιεράς Συμμαχίας το 1815) και την επικυριαρχία του πάπα και του αυτοκράτορος. Το παλαιό σύστημα χαρακτηριζόταν κατακερματισμό, αποκέντρωση, ιεραρχία και έντονη ρητορική οικουμενικότητος. Καθώς τότε δεν υπήρχαν ιδεολογίες με τη σύγχρονη έννοια, η πίστη και ο αυτοκρατορικός θεσμός ήταν οι πλατφόρμες πραγματώσεως και προπαγανδίσεως οραμάτων παγκοσμίου κυριαρχίας. Αυτό έκανε το βυζαντινό και το δυτικό κόσμο οντολογικώς ασυμβάτους. Δεν είναι δυνατόν να υπάρχουν δύο αυτοκρατορίες, δύο θείοι τοποτηρητές, δύο Εκκλησίες. Κάτι τέτοιο αντιβαίνει τις πιο στοιχειώδεις αρχές πολιτικής θεολογίας και την ίδια τη φύση του αυτοκρατορικού φαινομένου. Από τη στιγμή που τα ζωτικά συμφέροντα και οι πολιτικές, στρατιωτικές και οικονομικές τύχες των δύο κόσμων ήρθαν σε τόσο στενή επαφή και αλληλεπίδραση μετά τις Σταυροφορίες, η σύγκρουση, αν όχι αναπόφευκτη, είχε πολύ ισχυρή προδιάθεση για να εκδηλωθεί. Η αντίθεση συμφερόντων (εμπόριο, κατοχή στρατηγικών θέσεων, πολιτική επικυριαρχία, στρατιωτική στρατηγική) είναι από μόνη της ικανή να διαταράξει σοβαρά τις σχέσεις μεταξύ δυνάμεων, όταν όμως συνοδεύεται από κοσμοθεωρητικά παραδείγματα (paradigm, weltanschaung) τόσο ανταγωνιστικά οι προοπτικές συνυπάρξεως μειώνονται ακόμη περισσότερο. Η αντίθεση βυζαντινού-δυτικού παραδείγματος δεν έγκειται απλά στην ετερότητα τους, όπως αντιτίθεται π.χ. η έννοια της οικουμενικής Χριστιανοσύνης με το πολιτικό Ισλάμ (χαλιφάτο, ούμα, νταρ-αλ-Ισλάμ), αλλά στο ότι διεκδικούν την ηγεμονία με βάση τις ίδιες αρχές. Γινόταν αντιληπτή ως αγώνας νομίμων κληρονόμων και σφετεριστών, ορθοδόξων και κακοδόξων (διαστροφέων δηλαδή της πίστεως, κάτι που μπορεί να εκληφθεί ως χειρότερο από την απιστία), όχι απλώς ως ημετέρων και ξένων ή πιστών και απίστων.
Παρ’ ότι μέχρι σήμερα τα κυρίαρχα κράτη αποτελούν τους βασικότερους δρώντες των διεθνών σχέσεων, το καθεστώς τους και η απολυτότητα της κυριαρχίας τους δεν υφίστανται χωρίς αμφισβήτηση ή πιέσεις.
Τις τελευταίες δεκαετίες του 20ου αιώνος και δη μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, η αυξανόμενη αλληλεξάρτηση και παγκοσμιοποίηση της διεθνούς οικονομίας, η ανάπτυξη περιφερειακών ενώσεων και εγχειρημάτων ολοκληρώσεως, η αύξηση των αρμοδιοτήτων των διεθνών οργανισμών και η εντεινόμενη επιρροή διεθνικών και υποκρατικών ομάδων, κινημάτων και μορφωμάτων (ΜΚΟ, επιχειρήσεις κ.α.) έχουν οδηγήσει αρκετούς διεθνολόγους στην παρατήρηση πως το τρέχον σύστημα διεθνών σχέσεων γίνεται ολοένα και πιο περίπλοκο, απομακρυνόμενο από το βεστφαλιανό μοντέλο, όπου η πολιτική ήταν υπόθεση σχεδόν αποκλειστικά των κρατικών κυβερνήσεων. Στο βιβλίο του «Η Αναρχική Κοινωνία», ο Hedley Bull απέρριψε τις προβλέψεις περί ολοκληρωτικής διαβρώσεως της κρατικής κυριαρχίας, αναγνώρισε όμως την ανάδυση ενός μεικτού συστήματος, το οποίο αποκάλεσε «νεομεσαιωνικό». Στο νέο περιβάλλον το κρατικό μονοπώλιο ασκήσεως πολιτικής και το απαραβίαστο της κρατικής κυριαρχίας μετριάζονται από ένα δίκτυο πολλαπλών επιπέδων κυριαρχίας, επικυριαρχίας και πλαισίων πίστεως και συμμορφώσεως, ενίοτε αλληλοσυγκρουομένων. Δεν υφίσταται κεντρική αρχή στο τρέχον σύστημα, πολλώ δε με βάση το υπερβατικό στοιχείο, όμως αυτή η ταυτόχρονη τάση κατακερματισμού στο εσωτερικό των κρατών (νέου τύπου κοινωνία των πολιτών, διάχυση της πληροφορίας, αυξημένη επαφή με το εξωτερικό, νέες ταυτότητες και συνειδήσεις) και ενώσεως στο εξωτερικό (κοινή άμυνα και εξωτερική πολιτική, αρμοδιότητα διεξαγωγής πολέμου ή αναλήψεως εσωτερικών υποθέσεων από διεθνείς οργανισμούς) όντως ενέχει ομοιότητες σχετικά με την δυτική Ευρώπη του Μεσαίωνος, όπου ο λόγος του πάπα και του τοπικού δουκός είχε πολύ συχνά μεγαλύτερη βαρύτητα από τα διατάγματα του βασιλέως. Τόσο πολέμιοι όσο και υποστηρικτές της Ευρωπαϊκής Ενώσεως έχουν αναζητήσει παραλληλισμούς μεταξύ αυτής και της Αγίας Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Δεν είναι καθόλου τυχαίο πως διαπρεπείς πολιτικοί που εργάζονται για το σκοπό της ευρωπαϊκής ολοκληρώσεως (ανάμεσα τους και ο ημέτερος Κωνσταντίνος Καραμανλής) τιμώνται με το παράσημο του Καρλομάγνου, προσωπικότητα που έχει διαχρονικά ιδωθεί ως pater Europae, πατέρας της Ευρώπης και προπομπός του οράματος για κοινή συνείδηση και πολιτική ενότητα μεταξύ των λαών της.
Όμως, παρ’ ότι το τρέχον σύστημα μοιάζει του μεσαιωνικού όσον αφορά τα παραπάνω, περεταίρω σύγκριση δείχνει ότι ο όρος «νεομεσαιωνισμός» είναι σε μεγάλο βαθμό καταχρηστικός.
Ένα σύστημα βασισμένο στην πολιτική θεολογία και στην κοινωνική πίστη που προέρχεται από τον λόγο της τιμής και τον φόβο της Κρίσεως είναι οντολογικά πολύ διαφορετικό από το σύγχρονο πρότυπο του κράτους δικαίου, της κοσμικότητος και της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας. Το μονοπώλιο της βίας παραμένει υπό αυστηρό κρατικό έλεγχο, ακόμη και όταν τίθεται υπέρ των σκοπών κάποιου διεθνούς οργανισμού (το μισθοφορικό φαινόμενο, εξαιρετικά διαδεδομένο στο Μεσαίωνα, σήμερα είναι περιθωριακό). Παρά την ανάκαμψη της θρησκείας στο δημόσιο χώρο και τη διάψευση παλαιοτέρων προβλέψεων για το «θάνατο του θεού», απέχει πολύ από το να αποτελεί παράγοντα τόσο κεντρικό και πρωτεύοντα όσο το Μεσαίωνα. Στη νεώτερη εποχή τη θρησκεία αντικατέστησε ως βασική κινητήριο δύναμη της ιστορίας η ιδεολογία, σήμερα τουλάχιστον όμως λείπει μία ενιαία οικουμενική κοσμοθεωρία για το διεθνές σύστημα. Ο κομουνισμός κατέπεσε, ο εθνικισμός και ο λαϊκισμός είναι περισσότερο αντιδραστικά κινήματα παρά ολοκληρωμένες αντιπροτάσεις, ενώ το αφήγημα της φιλελεύθερης παγκοσμιοποιήσεως έχει υποστεί σοβαρά πλήγματα από πολλές πλευρές, με το όραμα του «τέλους της ιστορίας» διαψευσμένο.
*φοιτητής διεθνών, ευρωπαϊκών και περιφερειακών σπουδών (mnovakopoulos.blogspot.gr)
ΠΡΩΤΗ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ: Geopolitics & Daily News 20-4-2018