Tuesday 8 October 2024
Αντίβαρο
Βορειοηπειρωτικό Ιωάννης Αμπατζόγλου

Το περιεχόμενο της ανάκρισης του Ιωάννη Αμπατζόγλου από την αλβανική αστυνομία

Γράφει ο Ιωάννης Αμπατζόγλου*

Σε άρθρο μου με τίτλο «Το μνημόσυνο του Κωνσταντίνου Κατσίφα και η τρομοκρατία του αλβανικού κράτους εναντίον των Ελλήνων» (εδώ), περιγράφω την ταλαιπωρία που υπέστην από την αλβανική αστυνομία κατά την είσοδό μου στην Αλβανία (7-12-2018), αλλά και κατά την έξοδό μου από αυτήν (8-12-2018). Σημειωτέον ότι στις 8 Δεκεμβρίου ήταν προγραμματισμένο το 40-ήμερο μνημόσυνο του Κωνσταντίνου Κατσίφα στις Βουλιαράτες της Βορείου Ηπείρου.

Πιό κάτω θα περιγράψω με λεπτομέρεια τις ανακρίσεις στις οποίες υποβλήθηκα από τους αλβανούς αστυνομικούς και την γενικότερη συμπεριφορά τους.

Την Παρασκευή 7 Δεκεμβρίου και συγκεκριμένα στις 6μμ έφτασα στο αλβανικό τελωνείο της Κακαβιάς προκειμένου να εισέλθω στην Αλβανία. Εκεί παρέδωσα την ταυτότητά μου στον Αλβανό αστυνομικό ο οποίος πληκτρολόγησε τα στοιχεία μου στον ηλεκτρονικό του υπολογιστή. Αμέσως κάλεσε έναν αστυνομικό ο οποίος με οδήγησε σε ένα κτίριο πίσω από το φυλάκιο του τελωνείου όπου βρισκόντουσαν άλλοι τέσσερεις αστυνομικοί, τρείς άνδρες και μία γυναίκα. Ο αστυνομικός που με οδήγησε εκεί, όπως επίσης και ένας ακόμα αστυνομικός μιλούσαν ελληνικά. Αυτοί οι δύο μου έκαναν διάφορες ερωτήσεις, όπως: «από που έρχεσαι;», «που θα πας;», «που θα μείνεις;», «γιατί θες να πας εκεί;», «πόσο θα μείνεις στην Αλβανία;». Τις ερωτήσεις αυτές τις υπαγόρευε ένας άλλος Αλβανός με πολιτικά ρούχα ο οποίος είχε μια καρτέλα κρεμασμένη στο λαιμό του. Τους απάντησα ότι έρχομαι από την Δράμα, πάω στο Αργυρόκαστρο, θα μείνω στο τάδε ξενοδοχείο στο οποίο ήδη έχω κλείσει δωμάτιο (τους είπα το όνομα του Αλβανού ξενοδόχου, όπως επίσης τους έδειξα και το τηλέφωνο του ξενοδοχείου), τους είπα ότι μπαίνω στην Αλβανία για βόλτα και ότι θα βγω την επόμενη μέρα, δηλ. το Σάββατο. Μετά από τις απαντήσεις μου, ο ένας από τους δύο αστυνομικούς που μιλούσε ελληνικά με ρώτησε αν έχω σκοπό να επισκεφθώ το χωριό Βουλιαράτες και το μνημόσυνο που θα γίνει εκεί. Του είπα ότι δεν είχα σκοπό να πάω σε αυτό το χωριό και τον ρώτησα γιατί μου κάνει αυτή την ερώτηση και τι πρόβλημα υπάρχει εκεί. Μου είπε ότι εκεί γίνονται περίεργα πράγματα και ΔΕΝ πρέπει να πάω. Μου τόνισε ότι σε περίπτωση που θα δούνε την φωτογραφία μου στο μνημόσυνο στις Βουλιαράτες θα με κλείσουν φυλακή. Στον ίδιο χώρο βρισκόταν και ένας ακόμα Έλληνας τον οποίο είχε αναλάβει ένας άλλος Αλβανός αστυνομικός ο οποίος του εξηγούσε κάτι σχετικά με ένα έγγραφο και ο ένας από τους αστυνομικούς που μιλούσε μαζί μου, μου είπε: «βλέπεις τι παθαίνει αυτός εδώ; Τα ίδια θα πάθεις και εσύ αν δεν μας ακούσεις». Τότε τους ανέφερα την ιδιότητά μου, ότι δηλ. είμαι επιστημονικά υπεύθυνος στο Τμήμα Ιατρικής Φυσικής του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου της Αλεξανδρούπολης και τους είπα ότι δεν είναι σωστό να μιλούν με αυτό τον τρόπο. Επίσης, τους είπα ότι «στην Ελλάδα ζούν πολλοί Αλβανοί και όταν αυτοί διέρχονται τα σύνορα, η ελληνική αστυνομία δεν τους λέει ότι αν τους δει στο τάδε χωριό θα τους κλείσει φυλακή». Τους είπα ότι αν κάνω κάποια παρανομία τότε δικαιολογούνται να μιλούν με αυτό τον τρόπο, όμως χωρίς να έχω κάνει κάτι κακό δεν είναι σωστό να μου μιλούν έτσι. Ο Αλβανός με τα πολιτικά είπε στον αστυνομικό που μιλούσε μαζί μου, να μου ζητήσει έγγραφα που αποδεικνύουν ότι είμαι πράγματι αυτός που τους δήλωσα, δηλ. εργαζόμενος σε Νοσοκομείο κλπ. Τότε τους είπα ότι δεν έχω τέτοια έγγραφα, απλά αν ήθελαν μπορούσα να τους δώσω μία κάρτα μου στην οποία φαίνεται η ιδιότητά μου. Το δέχτηκε και τους έδωσα να διαβάσουν μία κάρτα μου. Στη συνέχεια ήρθε ένας ανώτερος αστυνομικός ο οποίος έφερε στολή και καπέλο αξιωματικού. Εκείνος μίλησε για λίγη ώρα με τους υπόλοιπους αστυνομικούς στα αλβανικά. Κάποια στιγμή τον ρώτησα αν ξέρει να μιλάει αγγλικά και μου είπε ότι μιλάει. Του είπα λοιπόν, στα αγγλικά, ότι δεν είναι σωστό να απειλούν ότι θα φυλακίσουν κάποιον που εισέρχεται στη χώρα τους εάν μάθουν ότι πήγε στο τάδε χωριό. Του εξήγησα ότι εμείς στην Ελλάδα ΔΕΝ συμπεριφερόμαστε με αυτό τον τρόπο στους Αλβανούς και αυτός μου απάντησε ότι ουδέποτε αυτοί μου είπαν κάτι τέτοιο και αποκαλώντας με «Professor» μου είπε ότι μπορώ να πάω ελεύθερα όπου θέλω και με άφησαν να φύγω. Ο αστυνομικός που με οδήγησε πίσω στο φυλάκιο του τελωνείου, μου επανέλαβε ότι στις Βουλιαράτες γίνονται περίεργα πράγματα και τότε του είπα ότι δεν είναι περίεργο ένα μνημόσυνο για έναν νέο άνθρωπο που έχασε τη ζωή του και μάλιστα άδικα, αφού οι Αλβανοί θα μπορούσαν να συλλάβουν τον Κωνσταντίνο ή τουλάχιστον να τον τραυματίσουν, πάντως όχι να τον σκοτώσουν. Μου είπε ότι δεν έγιναν έτσι τα πράγματα και ότι η αλβανική πλευρά έχει στη διάθεσή της βίντεο το οποίο οι αλβανικές αρχές έδειξαν στις ελληνικές αρχές και έτσι η ελληνική πλευρά πείστηκε ότι η εκτέλεση του Κωνσταντίνου ήταν αναπόφευκτη. Μάλιστα ως απόδειξη μου είπε: «βλέπεις που δεν διαμαρτύρονται ο πρωθυπουργός σας και οι υπουργοί σας; Είναι επειδή έμαθαν το περιεχόμενο του βίντεο το οποίο δείχνει ότι ο Κατσίφας με το όπλο του σημάδευε έναν Αλβανό και λίγο πριν τον σκοτώσει, πρόλαβαν και τον σκότωσαν οι Αλβανοί» (βέβαια στη συνέχεια πληροφορήθηκα από έγκυρη πηγή ότι αυτό δεν αληθεύει και ότι οι ελληνικές αρχές ουδέποτε είδαν το συγκεκριμένο βίντεο). Μετά από όλα αυτά με άφησαν να εισέλθω στην Αλβανία.

Την επόμενη ημέρα, το Σάββατο, κινήθηκα οδικώς με τρείς ακόμα Έλληνες από το Αργυρόκαστρο, όπου εντωμεταξύ είχαμε διανυκτερεύσει, προς τις Βουλιαράτες προκειμένου να παρευρεθούμε στο μνημόσυνο του Κωνσταντίνου. Σε όλη τη διαδρομή υπήρχαν μπλόκα της αστυνομίας, μάλιστα σε ένα από αυτά μας σταμάτησαν αστυνομικοί με πλήρη εξάρτυση οπλισμού και αλεξίσφαιρα γιλέκα, ζήτησαν τα στοιχεία μας και με έντονα «ψαρωτικό» ύφος μας ρώτησαν από που ερχόμαστε και που πηγαίνουμε. Τους απαντήσαμε ότι ερχόμαστε από Αργυρόκαστρο και πάμε στα σύνορα για να φύγουμε στην Ελλάδα και αφού έλεγξαν τα έγγραφά μας, τα πράγματά μας και το αυτοκίνητο, μας χαιρέτησαν ευγενικά διά χειραψίας. Όσο πλησιάζαμε στις Βουλιαράτες τόσο τα μπλόκα πλήθαιναν. Υπήρχαν μπλόκα και μέσα στα χωριά, αλλά και στις διασταυρώσεις του κεντρικού δρόμου που οδηγούσαν σε αυτά. Φυσικά υπήρχε μπλόκο και στη διασταύρωση που οδηγούσε στις Βουλιαράτες αλλά όχι μέσα στο χωριό.

Μετά το μνημόσυνο του Κωνσταντίνου, επιβιβαστήκαμε στο αυτοκίνητο οι τέσσερεις που ήμασταν παρέα και πήραμε τον δρόμο για την επιστροφή προς τα σύνορα, τα οποία απέχουν περίπου επτά χιλιόμετρα από τις Βουλιαράτες. Σταματήσαμε στο αλβανικό τελωνείο της Κακαβιάς για τον τυπικό έλεγχο των ταυτοτήτων μας και μόλις παραδώσαμε τις ταυτότητες στον Αλβανό αστυνομικό, αυτός μου είπε να τον ακολουθήσω. Καθώς προχωρούσαμε τον ρώτησα «μόνο εμένα θέλετε;» και μου απάντησε «ναι». Με οδήγησε πίσω από το φυλάκιο του τελωνείου, στον ίδιο χώρο που με είχαν οδηγήσει και την πρώτη φορά, όπου βρίσκονταν συγκεντρωμένοι αρκετοί αστυνομικοί, αυτοί που με είχαν ανακρίνει κατά την είσοδό μου στην Αλβανία αλλά και άλλοι. Μόλις με είδαν οι αστυνομικοί άρχισαν να μου λένε «Γιατρέ, είπαμε να καθίσεις ήσυχα» και τους απάντησα «ήσυχα κάθισα, τι κακό έκανα;», στη συνέχεια στράφηκα προς τον αξιωματικό που με είχε αποκαλέσει «Professor» και μου είχε πει ότι είμαι ελεύθερος να πάω όπου θέλω και του θύμισα τι μου είχε πει. Τότε μου είπε ότι τους είπα ψέματα και ότι εισήλθα στην Αλβανία όχι για βόλτα αλλά για να πάω στο μνημόσυνο στις Βουλιαράτες. Εγώ του απάντησα ότι πήγα στις Βουλιαράτες για να ανάψω ένα κερί στο μνημόσυνο του Κωνσταντίνου, δεν έκανα κάτι κακό, ούτε κάποια παρανομία. Τότε ένας αστυνομικός μου είπε να μπω στο ίδιο δωμάτιο που με είχαν πάει και την πρώτη φορά και όταν τον ρώτησα για ποιό λόγο να πάω πάλι εκεί, μου είπε «θα σας εξηγήσουν αυτοί που θα σας ανακρίνουν» (πληθυντικός ευγενείας). Εγώ απάντησα ότι εάν πρόκειται να με ανακρίνουν θέλω να έρθει η πρέσβης, τότε μου είπαν να πάω για την ανάκριση και μετά βλέπουμε. Μπήκα λοιπόν πάλι στο ίδιο δωμάτιο όπου εκεί ήταν ένας Αλβανός ανακριτής με πολιτικά ρούχα και κάποιοι άλλοι αστυνομικοί. Οι αστυνομικοί που με ρωτούσαν ήταν δύο, ο ένας μιλούσε ελληνικά και ο άλλος αγγλικά. Αυτοί έμπαιναν εναλλάξ μέσα στον χώρο της ανάκρισης και με ρωτούσαν αυτά που περιγράφω πιό κάτω. Τους θύμισα αυτό που μου είχε πει ο Αλβανός αξιωματικός, δηλ. ότι μπορώ να πάω όπου θέλω και τους είπα ότι δεν έκανα κάτι κακό ή παράνομο. Ο αστυνομικός με ρώτησε «τώρα από που έρχεσαι;» και του είπα «έρχομαι από τις Βουλιαράτες, πήγα στο μνημόσυνο του Κατσίφα, στην εκκλησία και άναψα ένα κερί. Είναι κακό;», αυτός μου είπε «μας είπες ότι θα πας στο Αργυρόκαστρο» και του απάντησα «πήγα στο Αργυρόκαστρο, εκεί φάγαμε σε μία ταβέρνα ενός Αλβανού στο κάστρο και μετά πήγαμε στο ξενοδοχείο που σας είχα δηλώσει ότι θα πάω και κοιμηθήκαμε. Σήμερα όπως βγαίναμε για την Ελλάδα, περάσαμε και από Βουλιαράτες». Ο αστυνομικός αφού πρώτα μίλησε με τον ανακριτή στα αλβανικά, μου είπε ότι «δεν είναι κακό που πήγες και άναψες ένα κερί στις Βουλιαράτες, αλλά τώρα θα μας πεις ακριβώς τι είδες στις Βουλιαράτες, θα το γράψουμε σε ένα κείμενο, θα το υπογράψεις και μετά θα σε αφήσουμε να φύγεις». Τους ρώτησα σε ποιά γλώσσα θα είναι γραμένο το κείμενο και μου απάντησαν «στα αλβανικά». Τότε τους είπα «δεν μπορώ να υπογράψω κείμενο σε γλώσσα που δεν γνωρίζω, αν θέλετε γράψτε το κείμενο στα ελληνικά ή στα αγγλικά», αυτοί μίλησαν μεταξύ τους και μου είπαν ότι αυτό δεν γίνεται και το κείμενο θα γραφεί στα αλβανικά. Μου πρότειναν αν θέλω να έρθει διαπιστευμένος μεταφραστής του αλβανικού κράτους για να μου το μεταφράσει στα ελληνικά αλλά αρνήθηκα και τους είπα ότι θα δεχτώ μόνον την πρέσβη της Ελλάδος, επειδή τους άλλους δεν τους γνωρίζω και δεν τους εμπιστεύομαι. Μου είπαν ότι η πρέσβης δεν μπορεί να έρθει γιατί έχει πολλές δουλειές. Επέμεναν συνεχώς να υπογράψω ένα αλβανικό κείμενο το οποίο θα συνέτασσαν αυτοί. Πάλι με ρωτούσαν από την αρχή, γιατί πήγα στις Βουλιαράτες και εγώ τους απαντούσα τα ίδια και πάλι από την αρχή, πολλές φορές συνεχώς, ενώ οι αστυνομικοί που με ρωτούσαν εναλλάσσονταν. Μετά μου ξαναείπαν ότι, ξέρουν πως δεν έκανα κάτι κακό αλλά θα έπρεπε να τους περιγράψω τι είδα και τι άκουσα στις Βουλιαράτες. Μου είπαν ότι στο μνημόσυνο του Κωνσταντίνου ακούστηκαν συνθήματα εναντίον των Αλβανών και θέλαν να τους πω σχετικά. Τους είπα «εγώ δεν άκουσα κανένα σύνθημα εναντίον των Αλβανών, ήμουνα στο νεκροταφείο και το μόνο που φωνάζε ο κόσμος ήταν Κατσίφα Ζείς και Ήρωας», αυτοί μου είπαν ότι με πιστεύουν, αλλά θέλουν να καταθέσω τι άκουσα ή αν δεν άκουσα τίποτα να υπογράψω το αλβανικό κείμενο που θα λέει ότι δεν άκουσα τίποτα σχετικό. Τότε τους είπα «στο αυτοκίνητο είμαστε τέσσερεις, επίσης αυτή την στιγμή φεύγουν από την Αλβανία προς την Ελλάδα και άλλοι Έλληνες, γιατί δεν ρωτάτε κανέναν άλλον να σας πει τι έγινε στις Βουλιαράτες και ρωτάτε μόνον εμένα;». Αυτοί μου απάντησαν ότι ρωτάνε εμένα επειδή εγώ είμαι ο νεότερος από τους τέσσερεις επιβαίνοντες στο αυτοκίνητό μας, η οποία απάντηση φυσικά δεν με έπεισε. Συνεχίστηκε το ίδιο βιολί για αρκετή ώρα, τα ίδια και τα ίδια, επί σχεδόν μισή ώρα λέγαμε τα ίδια πράγματα. Στο τέλος μου είπαν «αφού δεν υπογράφεις, θα σε αφήσουμε να φύγεις, αλλά δεν θα σου επιτρέψουμε να ξαναμπείς στην Αλβανία». Ο ανακριτής μου πρόσφερε τσιγάρο, του είπα ότι δεν καπνίζω και στη συνέχεια μου έδωσε το χέρι του και με χαιρέτισε. Καθώς έβγαινα από τον χώρο της ανάκρισης είπα στον αστυνομικό που με ανέκρινε ότι «αυτά θα τα αναφέρω στην πρέσβη και στην ελληνική κυβέρνηση επειδή δεν έχετε δικαίωμα να μου απαγορεύσετε την είσοδο στην Αλβανία χωρίς αιτιολόγηση». Επίσης σε συζήτηση που είχα με τρείς Αλβανούς αστυνομικούς – ενώ περίμενα να τελειώσει το σκανάρισμα του αυτοκινήτου μας από το σύστημα ακτίνων-X – τους είπα ότι «εμείς δεν συμπεριφερόμαστε έτσι στους Αλβανούς επειδή έχουμε δημοκρατία. Οι ελληνικές αρχές δεν απαγορεύουν τους Αλβανούς να κινηθούν στη χώρα μας». Μία Αλβανίδα γυναίκα αστυνομικός έδειχνε ότι εκνευρίστηκε επειδή πήγα στις Βουλιαράτες και ήταν εριστική μαζί μου. Κοιτώντας με, φώναζε ειρωνικά «μπράβο γιατρό, μπράβο, μπράβο» μαζί με κάτι άλλα που έλεγε στα αλβανικά. Όταν ήρθε η ώρα να μου δώσει τις ταυτότητες, μου έτεινε το χέρι της, κρατώντας τις ταυτότητές μας και μου είπε φωνάζοντας «έλα ΡΕ, έλα ΡΕ», τότε της είπα με έντονη φωνή «θα μιλάς καλύτερα. Σε εμένα δεν θα λες ρε», αυτή μου είπε «έλα σε παρακαλώ» και της είπα «έτσι μπράβο, θα μου μιλάς με το σε παρακαλώ» και πήρα τις ταυτότητες. Τέλος, δύο Αλβανοί αστυνομικοί μου είπαν ότι θα μπορέσω να ξαναμπώ στην Αλβανία και αυτό που μου είπε ο ανακριτής δεν το εννοούσε. Χαιρετίσαμε δια χειραψίας τον Αλβανό αστυνομικό που μας συνόδευε (ήταν αυτός που μιλούσε ελληνικά και ήταν μέσα στην ανάκριση), ο οποίος άλλωστε, όπως και άλλοι συνάδελφοί του, πέραν των εντολών που εκτελούσαν, κατά τα άλλα ήταν φιλικοί προς εμάς. Αμέσως μετά φύγαμε για την Ελλάδα.

Αυτή ήταν η συμπεριφορά της αλβανικής αστυνομίας προς έναν Έλληνα πολίτη που θέλησε να μπεί στην Αλβανία. Να σημειωθεί ότι στην Ελλάδα ζουν και εργάζονται περίπου 700 χιλιάδες Αλβανοί και παρόλα αυτά η κυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ δεν αντιδρά σε όλα αυτά που υφιστάμεθα εμείς ως ελλαδίτες αλλά και η ομογένειά μας στην Βόρειο Ήπειρο από το αλβανικό κράτος. Τους Βορειοηπειρώτες τους «κόβουν» το ρεύμα καθημερινά και για πολλές ώρες κάθε φορά (εδώ), «ανοίγουν» τα σπίτια, καταστρέφοντας, κλέβοντας ή απλώς ψάχνοντας μέσα σε αυτά (εδώ), γκρεμίζουν εκκλησίες, μοναστήρια, σπίτια (εδώ). Και η «ελληνική» κυβέρνηση ποιεί την νήσσαν. Ας υπάρξουν επιτέλους αντίμετρα. Και αν είναι ο Ράμα που ευθύνεται για όλα αυτά, ας απελάσουμε όλους τους Αλβανούς από την Ελλάδα ως αντίποινα για αυτά που υφίστανται οι Βορειοηπειρώτες, προκειμένου οι πρώτοι να επιστρέψουν στη χώρα τους, να καταψηφίσουν τον νυν πρωθυπουργό και να περάσει και η Αλβανία σε μιά νέα εποχή με την εκλογή κάποιου άλλου, δημοκρατικότερου πρωθυπουργού.

Σε κάθε περίπτωση η κυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ είναι όχι απλά ανύπαρκτη αλλά επικίνδυνη για τον ελληνισμό.

Υ.Γ. Αυτό που είπα στους Αλβανούς αστυνομικούς, ότι «εμείς δεν συμπεριφερόμαστε έτσι στους Αλβανούς επειδή έχουμε δημοκρατία» δυστυχώς ισχύει για την συμπεριφορά της κυβέρνησης των ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ μόνο ως προς τους μη-Έλληνες, γιατί ως προς τους Έλληνες η συμπεριφορά της είναι άκρως αντιδημοκρατική και κόκκινα φασιστική. Τρανή απόδειξη ο τρόπος που λειτούργησαν οι ΣΥΡΙΖΑΙΟΙ ΜΕΛΑΝΟΧΙΤΩΝΕΣ ΜΕ ΤΑ ΚΟΚΚΙΝΑ ΠΕΡΙΒΡΑΧΙΟΝΙΑ (εδώ) στην ομιλία του πρωθυπουργού στο Παλέ ντε Σπορ της Θεσσαλονίκης την Παρασκευή 14 Δεκεμβρίου. Είχαν τον ρόλο του ρουφιάνου, του καταδότη, ώστε στον χώρο του Παλέ τελικά να μείνουν μόνον οι ομοϊδεάτες του αρχικαταληψία.

*Ο Ιωάννης Αμπατζόγλου είναι Ακτινοφυσικός Ιατρικής, διδάκτωρ της Ιατρικής Σχολής του ΔΠΘ και Επιστημονικά Υπεύθυνος του Τμήματος Ιατρικής Φυσικής του Πανεπιστημιακού Γενικού Νοσοκομείου Αλεξανδρούπολης. Συμμετείχε στις διαμαρτυρίες στο Πισοδέρι στις 17 Ιουνίου 2018 τη στιγμή κατά την οποία στις Πρέσπες παραδίδονταν το όνομα της Μακεδονίας στους Σκοπιανούς. Ήταν αυτός που βιντεοσκόπησε με το κινητό του τον αιμόφυρτο διαδηλωτή ο οποίος τυλιγμένος με την αιματοβαμμένη σημαία των Μακεδονικών Συνταγμάτων του Μεγάλου Αλεξάνδρου έγινε viral και ευαισθητοποίησε την Ελληνική και Διεθνή κοινή γνώμη. Έχει δημιουργήσει ομάδα στο Facebook με τίτλο «Πισοδέρι 2018 Επιτροπή Αγώνα».

E-mail: abadzoglou@yahoo.gr

Leave a Comment

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.