Γράφει ο Άντης Ροδίτης
57 χρόνια μετά την δι’ «ανεξαρτησίας» «απελευθέρωσή» μας, χρειάζεται να επιβεβαιωθεί ξανά η ηθική και στρατιωτική ήττα της Αποικιοκρατίας στον τόπο μας, των μεθόδων και των νοσταλγών της!
Μια από τις μεθόδους της Αποικιοκρατίας ήταν και η λογοκρισία, που λειτουργούσε μέσα στο πλαίσιο «εμείς κρατάμε την εξουσία και δεν έχουμε να δώσουμε λογαριασμό σε κανέναν». Με μια διαφορά: Έστω δόλια και υποκριτικά οι Άγγλοι κρατούσαν τα προσχήματα και συζητούσαν καμιά φορά με τους υποτελείς Κυπρίους, ενώ υπάρχουν σημερινοί Κύπριοι, κατέχοντες διαφόρων ειδών θέσεις εξουσίας που… απτόητοι, ειλικρινέστατα και ευθέως δεν καταδέχονται να συζητήσουν με τους ομοεθνείς «υποτελείς» συμπατριώτες τους οτιδήποτε δεν τους βολεύει!
Τέτοια παρουσιάζεται να είναι και η Κριτική Επιτροπή Γραμμάτων των Πολιτιστικών Υπηρεσιών του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού.
Πέρα από την πρόσφατη (2016) απόπειρα περιθωριοποίησης από την Επιτροπή της κριτικής ανάλυσης των Γραμμάτων στη Μητέρα του Κώστα Μόντη, επειδή ακριβώς αποκαλύπτει τη σκέψη και τις επισημάνσεις του ποιητή αναφορικά με την αλλοίωση του αγώνα και της ταυτότητας των Κυπρίων (στο ίδιο πάντα πλαίσιο αφελληνισμού της Κύπρου), η Κριτική Επιτροπή άσκησε και παλαιότερα, αποικιοκρατικού και στεγνά εξουσιαστικού τύπου λογοκρισία και σε άλλους, πρωτίστως στην ποίηση του Παντελή Μηχανικού (1926-1979) ο οποίος είχε επίσης δοκιμάσει με τους στίχους του να αφυπνίσει το κοινό, όπως και ο Μόντης.
Το κυρίως θέμα εδώ είναι το μνημείο για τους Άγγλους φονευθέντες που ζητά ο Πέτρος Παπαπολυβίου να ανεγείρουμε στην ελεύθερη Κύπρο. Τα επιχειρήματα που παραθέτει («για να παρακινηθούν οι βρετανικές αρχές να αποδώσουν επιτέλους τις ανάλογες οφειλόμενες και πρέπουσες τιμές και στους δικούς μας νεκρούς κ.λπ.») έχουν να κάμουν, όπως είναι φανερό, με αυτήν ακριβώς τη «νεοελληνική νοοτροπία» μερικών, η οποία ενώ θέλει να παρουσιάζεται ως ακραιφνώς ελληνοπρεπής και πατριωτική, στην ουσία μαστίζεται από τέτοια αισθήματα κατωτερότητας -νιώθει, χωρίς να έχει τη δύναμη να το παραδεχτεί, κατωτερότητα- ώστε να έχει ανάγκη την εκ μέρους των Άγγλων αναγνώριση της αξίας του απελευθερωτικού μας αγώνα και των ηρώων του! Για να παρακινηθούν, λέει, οι Άγγλοι ν’ αναγνωρίσουν τον αγώνα μας και ν’ αποδώσουν τις «πρέπουσες» τιμές στους πεσόντες μας! Είναι δυνατόν; Είναι δυνατόν να έχουμε τόσο ξεπέσει τελικά, να έχουμε τόση ανάγκη ν’ αναγνωρίσουν την αξία του Αγώνα μας οι μέχρι αυτή τη στιγμή αντιμαχόμενοι την ελευθερία μας, την καταπατηθείσα με το αποικιοκρατικό πρόσχημα του «εκπολιτισμού» μας ελευθερία μας, για να βεβαιωθούμε εμείς για την αξία του αγώνα μας;
Ποιοι, πράγματι, μπορεί να νιώθουν ενοχλημένοι από μια «αποδομητική» (με αγγλικά, βέβαια, κριτήρια) συμπεριφορά των Άγγλων έναντι του αγώνα της ΕΟΚΑ, παρά εκείνοι που αναγνωρίζουν αληθινό «πολιτισμό» σε μια νοοτροπία που θέλησε να δικαιώσει τις αποικιοκρατικές της στοχεύσεις και πεποιθήσεις με το πρόσχημα του «εκπολιτισμού» άλλων; Ποιοι μπορεί να χρειάζονται τέτοια αναγνώριση από μια τέτοια νοοτροπία, από έναν τέτοιο πολιτισμό;
Ο μόνος λόγος για τον οποίο αξίζει να στήσουμε ένα μνημείο στους Άγγλους φονευθέντες του 55-59 είναι για να δείξουμε ακριβώς ότι ο δικός μας πολιτισμός τιμά την ανθρώπινη ζωή ως πρώτιστη αξία και θλίβεται βαθύτατα όταν εκβιάζεται να καταφύγει σε αφαίρεση της ζωής άλλων ανθρώπων για να υπερασπιστεί την Ελευθερία του, το υψηλότατο ιδανικό της ανθρώπινης ζωής.
Ήδη από τις 27 Ιουνίου 2009, έγραφα με επίσημη επιστολή στην Πρόεδρο του Συμβουλίου Ιστορικής Μνήμης Αγώνα ΕΟΚΑ 55-59, κυρίαν Κλαίρη Αγγελίδου:
«Επειδή συχνά εμφανίζεται στον τύπο η είδηση περί ανεγέρσεως μνημείου στα κατεχόμενα εδάφη μας (στη Κερύνεια) από Άγγλους και Τούρκους ‘προς τιμήν’ των Άγγλων που έχασαν τη ζωή τους στην Κύπρο στη διάρκεια του Απελευθερωτικού μας Αγώνα, εισηγούμαι ότι αυτό θα πρέπει να γίνει από εμάς, την Κυβέρνηση της Κύπρου, με πρωτοβουλία του Σ.Ι.Μ.Α.Ε., με σκοπό να δείξουμε ότι λυπούμαστε και τιμούμε αυτούς τους ανθρώπους που έχασαν τη ζωή τους στον τόπο μας, στη διάρκεια της προσπάθειάς μας να τον απελευθερώσουμε και ότι αυτό οφείλεται στη λανθασμένη πολιτική της πατρίδας τους και σε τίποτε άλλο. Στο μνημείο θα μπορούσε με λίγα λόγια να αναφέρονται οι προσπάθειες να επιτύχουμε την απελευθέρωσή μας χωρίς αιματοχυσία, που προσέκρουαν πάντα στην άρνηση και την πρόκληση εκ μέρους των Αγγλικών Κυβερνήσεων. Θα μπορούσε επίσης να αναφέρονται οι περιπτώσεις στις οποίες η Αγγλική Κυβέρνηση, αναγνωρίζοντας την ελληνική ιστορική ταυτότητα της Κύπρου την πρόσφερε στην Ελλάδα.
»Ένα τέτοιο μνημείο θα έδινε την ευκαιρία σε όλων των ειδών τους αμφισβητίες που κυκλοφορούν σήμερα στην Κύπρο, να διαπιστώσουν το αληθινό επίπεδο του πολιτισμού μας, αλλά και το αδιαμφισβήτητο δίκαιο του Αγώνα μας».
Αυτά και τίποτε άλλο. Οι απόπειρες εκμαίευσης «αναγνώρισης» της αξίας του Αγώνα μας εκ μέρους των Άγγλων, το μόνο που αποκαλύπτουν είναι πόσο μερικοί από μας, και δη οι περισσότερο φωνασκούντες περί της τρωθείσας «εθνικής μας υπερηφάνειας», έχουν καταντήσει άξιοι συνεχιστές της αποικιοκρατίας με διάφορες μεθόδους, αλλά και δια της λογοκρισίας, εφόσον εξέλειπε η δυνατότης εξόντωσης του ελεύθερου λόγου δια φλογοβόλων, αγχόνων ή χειροβομβίδων.
(Σελίδες 174-181, Εγκώμια στην παρακμή των Ελλήνων του πνεύματος, Αρμός 2018)