του Βασιλείου Μακρυπούλια*
Στις 28 Ιουνίου 1948 η δεύτερη διάσκεψη των κομμουνιστικών κομμάτων της Κομινφόρμ αποφασίζει την αποπομπή του γιουγκοσλαβικού ΚΚ με την κατηγορία του εθνικισμού. Η ρήξη αυτή είχε ως άμεση συνέπεια την προσπάθεια του Τίτο να επιβιώσει πολιτικά και κομματικά, άρα το «Μακεδονικό» αποτελούσε μία καλή πρόφαση την οποία εάν σωστά χρησιμοποιούσε-στη γιουγκοσλαβική ομοσπονδία τύπου σοβιετικής ένωσης το να άνοιγε το δρόμο προς τη Μακεδονία-όπως αυτός την εννοούσε- έως τους δρόμους του Αιγαίου ήταν ανάσα ζωής μετά το διαζύγιο με το Στάλιν-θα επβίωνε στο πέρασμα του χρόνου. Άρα ιστορικά η κορύφωση του λεγομένου Μακεδονικού ζητήματος στενά συνδέεται με την ανεξαρτητοποίηση του Τίτο από τον πατερούλη Στάλιν και την προσπάθεια του Γιουγκοσλάβου να επιβιώσει ιστορικά.
Στα τέλη του Μαΐου του 1945 ο Τίτο εκφώνησε έναν λόγο ο οποίος αναφέρεται σε κάποια του σημεία σε πράγματα τα οποία και μας ενδιαφέρουν. Αναφέρει χαρακτηριστικά: «Λεγόταν ότι αυτός ο πόλεμος ήταν ένας δίκαιος πόλεμος και εμείς τον αντιμετωπίσαμε ως τέτοιο. Αλλά εμείς ζητάμε ένα δίκαιο τέλος, εμείς ζητάμε ο καθένας να είναι κύριος του εαυτού του και του τόπου του. Εμείς δεν επιθυμούμε να πληρώσουμε τους λογαριασμούς άλλων, εμείς δεν θέλουμε να γίνουμε νόμισμα σε παζάρια, εμείς δεν θέλουμε να μας ανακατεύουν σε καμμία πολιτική σφαιρών επιρροής». Είναι σαφής η προσπάθεια του γιουγκοσλάβου να προασπίσει όσο καλύτερα μπορεί την ανεξαρτησία της περιοχής του, μιας και δεν φαίνεται να πολυπιστεύει ότι ο παγκόσμιος κομμουνισμός αποτελεί αληθινή ιστορία. Η διαπίστωση αυτή είναι σημαντική διότι αποδεικνύει ότι πιεζόμενος ο Τίτο από τις πολιτικές εξελίξεις και αποκομμένος από τη μητέρα Σοβιετία προσπάθησε να εκμεταλλευθεί κάθε σπιθαμή γής της περιοχής του, μη σεβόμενος σύνορα, ξένα κράτη και ιστορίες. Έπρεπε με κάθε τρόπο να σκεφθεί τρόπους επέκτασης και ενδυνάμωσης του κράτους του, η δήθεν μακεδονία που σκέφθηκε προς το Αιγαίο ήταν πολλαπλή γεωπολιτική αλλά και οικονομική λύση.
Μετά το τέλος του πολέμου η αμοιβαία δυσαρέσκεια γύρω από τα εθνικά σύνορα και την όλη τους διαχείριση θα συνεχίσει να εκδηλώνεται και από τον Τίτο. Το καλοκαίρι του ΄46 στη συνδιάσκεψη των υπουργών εξωτερικών στο Παρίσι η Γαλλία πρότεινε η Τεργέστη να μετατραπεί σε ειδική ζώνη υπό την επιρροή του ΟΗΕ.Ο Στάλιν στηρίζει την πρόταση και παρηγορεί τον Τίτο λέγοντας ότι ποτέ δεν θα έδιναν την Τεργέστη στη Γιουγκοσλαβία. Ο Τίτο θεωρεί ότι επίτηδες ο Στάλιν υποχωρεί στη δύση διότι φοβείται τη μεγάλη Γιουγκοσλαβία και τον ίδιο. Επειδή μάλιστα ο Τίτο αντιλαμβάνεται τη χώρα του όχι ως ένα ακόμη κράτος αλλά περίπου ως μία δεύτερη σοβιετική ένωση προσπαθεί να συμπεριλάβει σε αυτή όσες περιοχές μπορεί, προκειμένου να αποτελέσει ένα άξιο ιστορικό αντίπαλο δέος στον πατερούλη. Όπως ισχυριζόταν για ένα μαζικότερο σοσιαλισμό στα βαλκάνια(!).
Στα μέσα του ΄47 έχουμε μία σημαντική εξέλιξη. Ο Αμερικανός πρέσβης στο Βελιγράδι Κάμποτ προσπαθεί να ανοίξει οδούς επικοινωνίας με τη γιουγκοσλαβική κυβέρνηση. Ο αμερικανός διπλωμάτης αναφέρει ότι παρατηρεί πώς ο Τίτο καταλαβαίνει ότι όλα τα συμφέροντα της χώρας του δεν συμπίπτουν με αυτά της ΕΣΣΔ.Η στιγμή είναι σημαντική διότι οι αμερικανοί θα ξεχάσουν ότι οι Έλληνες ήταν σύμμαχοί τους και νικητές στο Β ΠΠ και θα προσπαθήσουν να ευνοήσουν τη Γιουγκοσλαβία διότι με αυτόν τον τρόπο έβαζαν πόδι στα βαλκάνια, και μέσα από την ψευτομακεδονία των Σκοπίων στο αιγαίο και στην ανατολή. Εξάλλου ο Κάμποτ υπεστήριξε ότι αντίπαλο δέος στους σοβιετικούς θα μπορούσαν να παίξουν οι παρτιζάνοι μιάς και θεώρησε ότι ο εθνικισμός θα μπορούσε να λειτουργήσει προς όφελος της Γιουγκοσλαβίας στην αντιμαχία της με τη σοβιετική ένωση (οι παρτιζάνοι αποτελούσαν το θρύλο της αντίστασης του γιουγκοσλαβικού λαού).Όλοι μπορούμε να καταλάβουμε ότι μέρος του αχαλίνωτου εθνικισμού όπως τον εννοούσε ο Τίτο απετέλεσε και η προσπάθεια αναγωγής των Σκοπίων σε «μακεδονία». Αποτελούσε μία προσπάθεια του Τίτο να αποκτήσει ιστορική και εθνική ad hoc δύναμη, να απλωθεί στο χρόνο και στην εκτίμηση όλων και των Αμερικανών,διότι η έριδα με τη σοβιετική ένωση δεν ήταν εύκολη.
Η ουσία όμως φανερώνεται ακόμα περισσότερο εάν διατυπώσουμε με σαφήνεια τα τρία καίρια ερωτήματα τα οποία απασχολούσαν μετά το Β ΠΠ τις σχέσεις της Γιουγκοσλαβίας και της σοβιετικής ένωσης. Ειδικά το τρίτο έχει να κάνει με την επιτηδευμένη κορύφωση και ανάδειξη του σκοπιανού ζητήματος εκ μέρους του Τίτο (με τις ευλογίες των σοβιετικών βέβαια και των αμερικανών οι οποίοι έβλεπαν τα ελεγχόμενα βαλκάνια ως δρόμο προς την ανατολή). Το πρώτο αφορά τη στάση απέναντι στον πόλεμο στην Ελλάδα (1945-49). Το δεύτερο είχε να κάνει με τις βουλγαρικές και γιουγκοσλαβικές σχέσεις (μάλλον ήταν ξεχασμένο όνειρο το «προλετάριοι όλων των χωρών ενωθείτε» ). Το τρίτο τις σχέσεις της Γιουγκοσλαβίας με την Αλβανία και την πιθανότητα ίδρυσης μιάς νοτιοσλαβικής ή παμβαλκανικής σοσιαλιστικής κατά βάση συνομοσπονδίας (η απώλεια της εθνικής συνείδησης και η μαζοποίηση περιοχών ήταν ένας απόλυτος τρόπος των κομμουνιστών να επιτύχουν τα σχέδιά τους, η μία και μοναδική Ελληνική Μακεδονία ήταν εμπόδιο στα σχέδιά τους, έπρεπε να την μπερδέψουν και να την ανακατέψουν με το εφεύρημα της δήθεν μακεδονίας των Σκοπίων).
Το καλοκαίρι του 1947 οι ηγέτες του ΚΚ της Γιουγκοσλαβίας και του αντιστοίχου της Βουλγαρίας υπέγραψαν τη συνθήκη του Μπλέντ η οποία στόχευε στην ομοσπονδιοποίηση των δύο κρατών. Θεωρούμε ότι το όλο εγχείρημα με τα Σκόπια έχει στενή σχέση με αυτή την εξέλιξη διότι μία τέτοια παραχάραξη της ιστορίας απαιτούσε δυνατό κρατικό ομοσπονδιακό (στην περίπτωσή μας) στήριγμα. Χωρίς να ενημερωθεί η Μόσχα η συνθήκη υπεγράφη και αξίζει να δούμε την αντίδραση των σοβιετικών. Οι σοβιετικοί θεώρησαν ότι με αυτή τους την κίνηση έδωσαν το δικαίωμα στους αμερικανούς να αναμιχθούν περισσότερο ακόμη σε θέματα της Ελλάδος και της Τουρκίας (υπό την έννοια ότι ο κομμουνιστικός κίνδυνος στο βορρά ήθελε ασπίδα αντιμετώπισης από την Ελλάδα και την Τουρκία). Η ουσία όμως είναι ότι η Ελλάδα και η Τουρκία γίνονταν δορυφόροι της Αμερικής στο διαφαινόμενο γεωπολιτικό παιχνίδι, η ομοσπονδία των γιουγκοσλάβων και των βουλγάρων ήταν έτοιμη να συνεχίσει προς το συμφέρον της κάθε ιστορική παραχάραξη μιάς και ήθελαν περιοχές, έξοδο στο Αιγαίο ώστε να είναι αντίπαλο δέος στο Στάλιν. Μέχρι τη στιγμή κατά την οποία η Αμερική θα χρησιμοποιούσε τις ιστορικές παραχαράξεις στα Βαλκάνια, τότε αυτές θα καθιερώνονταν. Μία μεγάλη –αν και ιστορικά ανύπαρκτη- μακεδονία ήταν η πόρτα των αμερικανών και όχι μόνο προς την ανατολή.
Σε αυτή τη χρονική στιγμή το ΚΚγιουγκοσλαβίας παρουσιάζεται δυνατό και πρότυπο μάλιστα για τα λοιπά ΚΚ της περιοχής. Στην ιδρυτική μάλιστα διάσκεψη της Κομινφόρμ το 1947 το ΚΚ γιουγκοσλαβίας ( με καθοδηγητή τον Ανδρέι Ζνάντοφ) παρουσιάζει το γιουγκοσλαβικό μοντέλο ανάπτυξης του κομμουνισμού. Διαφημίζονται το γιουγκοσλαβικό μοντέλο ανάπτυξης του σοσιαλισμού , η πολιτική των Παρτιζάνων κατά το Β ΠΠ,η αξία του ενόπλου αγώνα εδώ εκθειάζεται μάλιστα η Ελλάδα) καθώς και η διεθνιστική αλληλεγγύη προς το ΚΚΕ. ότι είναι διακαής ο πόθος επαφής με την Ελλάδα, η Μακεδονία (όπως αυτοί παραχαραγμένα την εννοούν) θα αποτελέσει μια ενδιαφέρουσα γέφυρα επαφής με το Αιγαίο και την Ανατολή. Αυτές οι διασυνδέσεις είναι σημαντικές για το ΚΚ Γιουγκοσλαβίας προκειμένου να καταφέρει να σταθεί στα πόδια του στη μετάστάλιν εποχή. Ώστε λοιπόν η κομμουνιστική Γιουγκοσλαβία στην προσπάθειά της να υπάρξει όσο περισσότερο δυνατή γίνεται στη μετασοβιετική εποχή της ήθελε αυτοκρατορικές επεκτάσεις. Ακολούθησε το δρόμο και την τακτική των αυτοκρατοριών. Προσπάθησε να προσαρτήσει όσες παραπάνω περιοχές μπορούσε και να βαπτίσει άλλες κατά το δοκούν ώστε η ολική και συνολική εικόνα της να δείχνει αρραγής, δυνατή, στιβαρή και ικανή για άρτια εσωτερική και εξωτερική πολιτική.
Ας αναφέρουμε εδώ ότι μέχρι το 1946 ο Στάλιν δεν είχε ακόμη δεχθεί αλβανική αντιπροσωπεία στη Μόσχα. Ο Τίτο κοιμόταν ήσυχος σχετικά σε αυτό το κομμάτι που αφορούσε την αλβανική γειτνίαση. Ωστόσο μετά την επίσκεψη των αλβανών ηγετών στη Μόσχα το καλοκαίρι του 1947 η ΕΣΣΔ άρχισε να συσφίγγει τις σχέσεις της (οικονομικές και πολιτικές) με την Αλβανία. Από το τμήμα εξωτερικής πολιτικής της ΚΕ του ΚΚΣΕ σημειώθηκε το αυτονόητο ότι οι γιουγκοσλάβοι δεν ένοιωσαν καθόλου καλά με την προσέγγιση αυτή. Η ιστορία διδάσκει ότι η απάντηση είναι η ενδυνάμωση των απειλουμένων περιοχών. Το σχέδιο «μακεδονοποίησης των Σκοπίων» σχετίζεται με την προσπάθεια της Γιουγκοσλαβίας να αποκτήσει περισσότερο δόξα, ιστορία και οικονομικές δυνατότητες του Αιγαίου, ώστε να αντιμετωπίσει το διαφαινόμενο τόξο της Αλβανίας και της ΕΣΣΔ. Eξ άλλου είναι δεδομένη και η προσπάθεια του ΚΚΓ να παίξει σημαντικό ρόλο ανάμεσα σε όλα τα βαλκανικά κομμουνιστικά κόμματα. Αξιοσημείωτο είναι ότι την ίδια εποχή έφθαναν (Σεπτέμβριος 1947)στη Μόσχα τηλεγραφήματα από τη σοβιετική πρεσβεία στο Βελιγράδι τα οποία έκαναν λόγο για την εθνικιστική πολιτική του ΚΚΓ καθώς και για την υποφαινομένη υποτίμηση του ρόλου της ΕΣΣΔ στη δυνατότητα η Γιουγκοσλαβία πλέον να είναι ελεύθερη.
Ο εθνικισμός του ΚΚΓ είχε δύο ξεκάθαρες αιτίες. Η πρώτη ήταν η αυτοεπιβίωση της Γιουγκοσλαβίας έναντι των σοβιετικών, στην προσπάθεια αυτή τα Σκόπια έπρεπε να γίνουν Μακεδονία ώστε η Γιουγκοσλαβία να αποκτήσει ακόμα περισσότερες ιστορικές ρίζες αλλά και οικονομικές –γεωπολιτικές διεξόδους στο Αιγαίο, και στα εμπορικά δεδομένα αυτής της κίνησης. Η δεύτερη ήταν η προσπάθεια του Τίτο να απλωθεί στα βαλκάνια ως κομμουνιστική ομοσπονδία προκειμένου το ΚΚΓ να υποδυθεί ενεργό ρόλο ως αντίπαλο δέος στην ΕΣΣΔ. Για όλους αυτούς τους λόγους στις ακτές της Μαύρης Θάλασσας στις 27 Νοεμβρίου του 1947 ο Τίτο και ο Δημητρώφ υπογράφουν διακρατική συμφωνία, η βαλκανική ομοσπονδιοποίηση προχωρεί γοργά και δεν υπολογίζει καμμία ιστορική αλήθεια παρά μόνο ιστορικές ανάγκες. Εύκολα στο αναφαινόμενο πάζλ το κομμάτι των Σκοπίων θα έπρεπε να κοπεί και να ραφεί προκειμένου να ταιριάξει στο νέο γεωπολιτικό πάζλ. Το ΚΚΓ από τον καιρό όπου ήλπιζε σε νίκη του ΚΚΕ επί των εθνικών δυνάμεων δεν σταμάτησε να εποφθαλμιά την Μακεδονία. Η βαλκανική ομοσπονδία των κομμουνιστών ήθελε την έξοδο στο Αιγαίο και έθεσε ως προπομπό το σκοπιανό ψευτομακεδονικό κατασκεύασμα. Εξάλλου την ίδια εποχή οι επόμενες υπογραφές ήταν ανάμεσα σε Τίτο και Ρουμανία και Ουγγαρία. Το όλο θέμα λοιπόν με τα σκόπια είναι βαθύ και έχει σχέση με την προαιώνια διάθεση των βαλκανικών λαών και των προστάτων τους να αρπάξουν ό,τι περισσότερο μπορούν από την εθνική εδαφική κυριαρχία των Ελλήνων. Στο τέλος του ΒΠΠ υπήρχε η λογική πίστη ότι τώρα που φτιάχνεται ο μεταπολεμικός κόσμος είναι ευκαιρία η βαλκανική ομοσπονδία του ΚΚΓ να περιλαμβάνει και την έξοδο προς την Ευρώπη και την ανατολή διά του αιγαίου. Αυτό μόνον με το σκοπιανό κόλπο θα μπορούσε να επιτευχθεί, διότι σταδιακά θα οδηγούσε στο να ορισθεί η πόρτα του Αιγαίου Μακεδονία όπως ήθελε ο Τίτο και οι ακόλουθοί του.
Ας μην ξεχνούμε ότι ο Χότζα αρχικά είχε δεχθεί τη Γιουγκοσλαβία και την πρότασή της να δημιουργηθεί γιουγκοσλαβική πολεμική βάση στα εδάφη της Αλβανίας, πρόταση η οποία σταμάτησε έπειτα από παρέμβαση της σοβιετικής ένωσης., Όλα αυτά τη στιγμή κατά την οποία στις 18/1/1948 ο Δημητρώφ διεκήρυξε την ίδρυση βαλκανικής και παραδουνάβιας συνομοσπονδίας.Το σημαντικό σε αυτή τη διακήρυξη είναι το ότι σε αυτή τη συνομοσπονδία θα συμπεριλαμβανόταν και η Ελλάδα. Αυτό σημαίνει ότι περίμεναν νίκη του ενόπλου τμήματος του ΚΚΕ προκειμένου να ομοσπονδοποιήσουν τα Βαλκάνια. Σε αυτή την ομοσπονδία οι διάφοροι εκπρόσωποι των ΚΚ σαφέστατα και θα χαρακτήριζαν τις περιοχές αντι-ιστορικά,μιάς και δεν πίστευαν σε έθνη και στις ανάλογες εθνικές ιστορίες.Για αυτούς η Μακεδονία θα ήταν η ψευδής και δήθεν ενιαία Μακεδονία προκειμένου το πάζλ της ομοσπονδίας να το καταστήσουν γεωπολιτικά και οικονομικά όσο πιο ενεργό και δυνατό μπορούσαν, διαλύοντας ιστορίες, συνειδήσεις, εξυπηρετώντας τους δικούς τους κυριαρχικούς και μόνο σκοπούς.
Μετά από όλα αυτά καλούνται εσπευσμένα στη Μόσχα οι ηγέτες του Βουλγαρικού και του Γιουγκοσλαβικού ΚΚ προκειμένου να δώσουν εξηγήσεις στη Μόσχα, η οποία έντονα ανησυχεί για το γεγονός ότι όλες αυτές οι εξελίξεις θα φέρουν την ανάμιξη του Αμερικανικού παράγοντος στην περιοχή. O Στάλιν παρουσιάζεται ως ιδιαιτέρως αρνητικός στο να συνεχισθεί η συνέχεια της βοήθειας προς το ΚΚΕ, αυτή όμως θα συνεχισθεί λόγω της αφόρητης πίεσης του βουλγαρικού και γιουγκοσλαβικού ΚΚ. Καταλαβαίνουμε πόσο εκόπτοντο οι βούλγαροι και γιουγκοσλάβοι κομμουνιστές να αναδιανείμουν κατά το κομμουνιστικό δοκούν την περιοχή των Βαλκανίων (δημιουργώντας το ψευδεπίγραφο θέμα της Μακεδονίας) προκειμένου να επιβιώσουν και σε σχέση με το Στάλιν αλλά και τον αμερικανικό παράγοντα. Είναι εκπεφρασμένο εξάλλου το παράπονο του ΚΚΓ προς τη Μόσχα ότι χωρίς την υλική βοήθεια των σοβιετικών δεν θα ενεργοποιηθεί ικανοποιητικά το πενταετές πρόγραμμα του ΚΚΓ. Οι γιουγκοσλάβοι κομμουνιστές τόνιζαν ότι η γειτνίαση με καπιταλιστικές χώρες είναι δύσκολη και προβληματική και θα πρέπει η σοβιετική ηγεσία να επιδείξει πνεύμα συνεργασίας και αλληλεγγύης. Η βαλκανική ομοσπονδία φάνταζε για το ΚΚΓ λύση,όπως και η ανάδειξη της ψευδεπίγραφης μιάς όπως αυτοί την εννοούσαν μακεδονίας προκειμένου να ελέγξουν την πρόσβαση προς νέες περιοχές, όπως ήδη είπαμε ειδικά προς το Αιγαίο.
Στις 22 Μαΐου 1948 υπάρχει μία σημαντική εξέλιξη στο θέμα της σχέσεως των ΚΚΓ και ΕΣΣΔ. Οι γιουγκοσλάβοι αρνούνται να παρευρεθούν στη συνέλευση της κομινφόρμ επειδή θεωρούν ότι δεν αντιμετωπίζονται ισότιμα. Οι σοβιετικοί οργισμένα απαντούν ότι κάθε κόμμα αντιμετωπίζεται ισότιμα και κατηγορούν τους γιουγκοσλάβους ότι αθετούν τις αρχές της κομινφόρμ. Κατηγορούνται μάλιστα ότι αποσύρονται από την κομμουνιστική ένωση και υιοθετούν πλέον εθνικιστικές θέσεις. Γίνεται κατανοητό πώς επηρέασε αυτό το κλίμα το θέμα των Σκοπίων και την απεγνωσμένη προσπάθεια του Τίτο να ανταπεξέλθει στις ιστορικές δυσκολίες βαπτίζοντας και αναδεικνύοντας κατά το χρεών περιοχές με γεωπολιτική και οικονομική σωτηρία γι αυτόν.
Το 1949 η Γιουγκοσλαβία αντιμετωπίζει τεράστια προβλήματα λόγω του αποκλεισμού της από το μπλόκ των εμπορικών εταίρων της του σοβιετικού μετώπου αλλά και εξαιτίας μίας καταστρεπτικής ξηρασίας η οποία έχει αφανίσει τη γεωργική παραγωγή. Ο δρόμος του Τίτο οδηγεί προς τη Δύση αν και οι ΗΠΑ ακολουθούν επιτηδευμένα και τεχνηέντως σκληρή πολιτική απέναντί του. Περιμένουν συγκεκριμένες παραχωρήσεις . Τελικά το Φεβρουάριο του 1949 μάλλον οι ΗΠΑ διά του Επιτελείου σχεδιασμού της πολιτικής των αξιολόγησαν θετικά την προσφορά του Τίτο ως σοβαρού αντισοβιετικού παράγοντος στην περιοχή, οι ΗΠΑ χρειάζονταν τέτοια πρόσβαση στην περιοχή ώστε και προς την Ανατολή να αναπτυχθούν και να περιορίσουν την εμβέλεια της ΕΣΣΔ. Σε κάθε περίπτωση η διακοπή της βοηθείας εκ μέρους του Τίτο προς το ΚΚΕ ήταν απόρροια όλων αυτών των καταστάσεων. Επίσης η αναδιανομή μερών των Βαλκανίων, ώστε όλο αυτό το γεωπολιτικό κλίμα να θερμανθεί υπέρ των ΗΠΑ και των γιουγκοσλάβων (εννοούμε και το θέμα των Σκοπίων) έρχεται ως συνέπεια όλων αυτών των παραγόντων και μεταβλητών. Εξάλλου η τρίτη συνδιάσκεψη των κομμουνιστικών κομμάτων της κομινφόρμ το Νοέμβριο του 1949 χαρακτήρισε την ηγεσία του ΚΚΓ «φασιστική και εθνικιστική», το ΚΚΓ σύμφωνα με την κομινφόρμ έπεσε σε χέρια «δολοφόνων και κατασκόπων». Δεν είναι δύσκολο να φαντασθεί κανείς πώς σε τέτοιες καταστάσεις και συνθήκες διογκώθηκε το θέμα των Σκοπίων.
Ως εκ τούτου το αναφυέν θέμα των Σκοπίων στηρίχθηκε και διογκώθηκε λόγω μιάς ιδεολογίας η οποία ενώ επίσημα φαντάζει αντιεθνικιστική στην πράξη δεν φείσθηκε προσπαθειών γένεσης νέων ψευδεστάτων εθνικών ταυτοτήτων. Αυτές όμως οι νέες ταυτότητες δεν αντέχουν σε καμμία σοβαρή ιστορική κριτική , εξυπηρετούν μάλλον μικροπρεπείς ιστορικούς σκοπούς και τίποτε άλλο.
* Ο Βασίλειος Μακρυπούλιας είναι δρ. φιλοσοφίας.