΄Αρθρο από Γεώργιο Βλάχο (Ερευνητής)
Στο Σύνταγμά μας έχει μεριμνηθεί η δυνατότητα δημοψηφίσματος, αλλά μόνο για ‘’κρίσιμα’’ εθνικά θέματα και για ψηφισμένα νομοσχέδια. Δυστυχώς, η διενέργεια δημοψηφίσματος επαφίεται στην καλή θέληση του κυβερνώντος κόμματος και αποκλείει το δικαίωμα στους απλούς πολίτες να λαμβάνουν πρωτοβουλία με συγκέντρωση υπογραφών.
Μέχρι τώρα, έγιναν μόνο δύο δημοψηφίσματα στη χώρα μας. Στις 8 Δεκεμβρίου 1974, διεξήχθη δημοψήφισμα για τη μορφή του πολιτεύματος μεταξύ Βασιλευόμενης και Αβασίλευτης Δημοκρατίας. Το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος ήταν 69,2% υπέρ της Αβασίλευτης Δημοκρατίας. Το δεύτερο έγινε 41 χρόνια μετά, στις 5 Ιουλίου 2015, επί κυβέρνησης ΣΥ.ΡΙΖ.Α. και το ερώτημα ήταν εάν ο λαός δέχεται τα σκληρά μέτρα των τριών θεσμών (Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου). Το αποτέλεσμα ήταν 61,3% υπέρ του ναι και 38,7% υπέρ του όχι.
Στην περίπτωση όμως δύο πολύ κρίσιμων εθνικών θεμάτων, όπως αν γίνεται αποδεκτή ή όχι η είσοδός μας στην Ε.Ο.Κ. και η είσοδος ή όχι στην Ευρωζώνη, οι πολιτικοί μας απαξίωσαν τη θέληση του ελληνικού λαού. Αργότερα, επί ιεραρχίας του μακαριστού Αρχιεπισκόπου Χριστόδουλου, συνέβηκε κάτι το οποίο μπορεί να χαρακτηριστεί ως πολιτική αναλγησία. Επειδή η Εκκλησία της Ελλάδος δεν δεχόταν την κατάργηση αναγραφής θρησκεύματος στις νέες ταυτότητες, προκάλεσε συλλογή υπογραφών. Η συλλογή υπογραφών καλούσε στην ενεργοποίηση του άρθρου 44, παρ. 2 του Συντάγματος περί διενέργειας δημοψηφισμάτων και ξεκίνησε στις 14 Σεπτεμβρίου 2000. Μετά από περίπου ένα χρόνο, στις 29 Αυγούστου 2001 ο Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος παρέδωσε τις περίπου 3 εκατομμύρια υπογραφές, κατά τα στοιχεία της Εκκλησίας, στον Πρόεδρο της Ελληνικής Δημοκρατίας Κωνσταντίνο Στεφανόπουλο. Το αίτημα για δημοψήφισμα δεν έγινε δεκτό. Θα περίμενε κανείς, ο μεγάλος αυτός αριθμός ψήφων που αποτυπώνει τη γνήσια θέληση του λαού, να ευαισθητοποιήσει την τότε κυβέρνηση και να διεξάγει δημοψήφισμα. Δυστυχώς, δεν έγινε και η κυβέρνηση προχώρησε στην ψήφιση του νομοσχεδίου.
Το θέμα δημοψηφισμάτων, αναφέρεται στο Σύνταγμά μας, άρθρο 44, παρ. 2, ως εξής : ‘’Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας προκηρύσσει με διάταγμα δημοψήφισμα για κρίσιμα εθνικά θέματα, ύστερα από απόφαση της απόλυτης πλειοψηφίας του όλου αριθμού των βουλευτών, που λαμβάνεται με πρόταση του Υπουργικού Συμβουλίου. Δημοψήφισμα κηρύσσεται από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας με διάταγμα και για ψηφισμένα νομοσχέδια που ρυθμίζουν σοβαρό κοινωνικό ζήτημα, εκτός από τα δημοσιονομικά, εφόσον αυτό αποφασιστεί από τα τρία πέμπτα του συνόλου των βουλευτών ύστερα από πρόταση των δύο πέμπτων του συνόλου, όπως ορίζουν ο Κανονισμός της Βουλής και νόμος για την εφαρμογή της παραγράφου αυτής. Δεν εισάγονται κατά την ίδια περίοδο της Βουλής περισσότερες από δύο προτάσεις δημοψηφίσματος για νομοσχέδιο’’.
΄Ετσι όπως είναι διατυπωμένη η παράγραφος 2, δυσκολεύει πολύ τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος. Θέτει εμπόδια τα οποία είναι τα εξής :
1) Πρώτο εμπόδιο είναι η απαράδεκτη απαίτηση να γίνονται δημοψηφίσματα μόνο για κρίσιμα εθνικά θέματα. Σε όλες τις σοβαρές και δημοκρατικές χώρες γίνονται και για άλλα θέματα.
2) Δεύτερο εμπόδιο είναι η διατύπωση ‘’και για ψηφισμένα νομοσχέδια που ρυθμίζουν σοβαρό κοινωνικό ζήτημα’’. Δεν γίνεται να κηρύσσονται δημοψηφίσματα, μόνο για σοβαρά κοινωνικά ζητήματα που είναι ψηφισμένα και να αποκλείονται όλα τα άλλα που δεν είναι ψηφισμένα.
3) Τρίτο εμπόδιο, επίσης απαράδεκτο, είναι ότι το δικαίωμα δημοψηφίσματος δίνεται μόνο στους βουλευτές. Αφαιρεί το δικαίωμα στους πολίτες να αναλαμβάνουν και αυτοί την πρωτοβουλία για διεξαγωγή δημοψηφίσματος, με συλλογή υπογραφών, όπως γίνεται στις περισσότερες χώρες.
4) ΄Ένα τέταρτο εμπόδιο, είναι αυτό που περιορίζει τα δημοψηφίσματα, μόνο σε δύο κατά τη διάρκεια της βουλευτικής περιόδου. Δηλαδή σε μία κανονική βουλευτική περίοδο των τεσσάρων ετών, μπορούν να γίνουν μόνο δύο δημοψηφίσματα.
Επιπλέον, επειδή έχει υπάρξει Συνταγματική εκτροπή, όταν η κυβέρνηση ΣΥ.ΡΙΖ.Α. τον Ιούλιο του 2015 δεν σεβάστηκε το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος και από όχι το μετέτρεψε σε ναι, πρέπει να υπάρχει μία ασφαλιστική δικλείδα η οποία θα διασφαλίζει κάθε αποτέλεσμα από αυθαίρετες κυβερνητικές αποφάσεις.
Κατόπιν αυτών, η παράγραφος 2 του άρθρου 44 στο Σύνταγμά μας, πρέπει να αλλάξει και να διατυπωθεί ως εξής : ‘’Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας προκηρύσσει με διάταγμα δημοψήφισμα για κρίσιμα εθνικά, κοινωνικά ή άλλα θέματα, ανεξάρτητα εάν αυτά πρόκειται για ψηφισμένα νομοσχέδια ή όχι : α) είτε ύστερα από απόφαση της απόλυτης πλειοψηφίας του όλου αριθμού των βουλευτών, που λαμβάνεται με πρόταση του Υπουργικού Συμβουλίου, β) είτε με πρωτοβουλία από το λαό κατόπιν συγκέντρωσης 750.000 υπογραφών. Το επόμενο δημοψήφισμα μπορεί να γίνει, εφόσον έχει παρέλθει ένα έτος από το προηγούμενο. Δεν μπορούν να γίνονται δημοψηφίσματα για δημοσιονομικά θέματα. Το αποτέλεσμα κάθε δημοψηφίσματος είναι σεβαστό και καμία κυβέρνηση δεν επιτρέπεται να το αλλάζει’’.
2 comments
Τα γεγονότα δείχνουν ότι η διάταξη του Συντάγματος που περιορίζει το δικαίωμα διεξαγωγής δημοψηφίσματος σε ενισχυμένη πλειοψηφία της Βουλής είναι σοφή και πρέπει να διατηρηθεί. Με λίγες εξαιρέσεις, τα δημοψηφίσματα δεν είναι κατάλληλα για να δώσουν λύσεις στα σύνθετα προβλήματα που αντιμετωπίζει η Ελληνική πολιτεία (και άλλες σύγχρονες πολιτείες) τα οποία απαιτούν νηφαλιότητα και μελέτη για να τα κατανοήσεις, πρόγραμμα και όχι συνθήματα για να τα λύσεις, και την ανάληψη ευθύνης για την εκτέλεση του προγράμματος όταν έχει αποφασιστεί.
Το δημοψήφισμα της 5 Ιουλίου 2015 είναι παράδειγμα της ακαταλληλότητας του μέσου αυτού για δημοκρατικές αποφάσεις. Δείχνει πώς ένα δημοψήφισμα, αντί για εργαλείο για την έκφραση δημοκρατικής βούλησης, μπορεί να γίνει εργαλείο για τον εμπαιγμό και τον εξευτελισμό του λαού.
Τον Ιούλιο του 2015 η Κυβέρνηση ήταν αντιμέτωπη με την αποτυχία της διαχείρισης των οικονομικών του δημοσίου, και την ανάγκη να καλύψει τα ελλείμματα της με μεγάλα καινούρια δάνεια από τους Ευρωπαίους εταίρους, οι οποίοι δεν ήταν διατεθειμένοι να δανειστούν στην Κυβέρνηση εκτός υπό αυστηρούς όρους για την αποφυγή καινούριων ελλειμμάτων και την αρχή της αποπληρωμής των χρεών. Το αποτέλεσμα των μακρών διαπραγματεύσεων της κυβέρνησης με τους δανειστές ήταν πολύ διαφορετικό από τις προεκλογικές εξαγγελίες της κυβέρνησης και αποκάλυπτε της εξωπραγματικό χαρακτήρα, ίσως και την απατηλότητα, των εξαγγελιών αυτών και του οικονομικού προγραμματισμού της κυβέρνησης. Η Κυβέρνηση ήξερε βέβαια ότι ήταν αναγκασμένη να δεχθεί το δάνειο των Ευρωπαίων με τους όρους αυτούς διότι δεν μπορούσε αλλιώς να καλύψει της ανάγκες του δημοσίου αλλά ήθελε να αποφυγή την ευθύνη για τα αποτέλεσμα της πολιτικής της μεταφέροντάς τα στους πολίτες, και στους δανειστές. Το δημοψήφισμα ήταν το τέχνασμα της κυβέρνησης για την μεταφορά αυτήν. Θα πρότεινε το δημοψήφισμα αλλά θα αντιτασσόταν στην πρόταση του! Έτσι, αν πολίτες ενέκριναν το δάνειο θα είχαν εκείνοι την ευθύνη για τους αυστηρούς και επαχθείς όρους. Και αν δεν το ενέκριναν, η κυβέρνηση θα το δεχόταν, διότι δεν είχε άλλο τρόπο να χρηματοδοτήσει τις ανάγκες του δημοσίου, αλλά θα μετέφερε την “ευθύνη” στους Ευρωπαίους (όπως εξακολουθεί να κάνει ακόμα τώρα ο κ. Βαρουφάκης) για αντιδημοκρατική συμπεριφορά αφού επέμεναν να δανείζουν με όρους “αντιδημοκρατικούς” (σαν να ήταν δημοκρατικής ευχέρεια των Ελλήνων να αποφασίζουν σε δημοψήφισμα με τι όρους πρέπει οι Γάλοι ή Ολλανδοί να δανείζουν τα λεφτά τους!) Το δημοψήφισμα λοιπόν δεν μπορούσε να έχει άλλο αποτέλεσμα από αυτό που είχε, δηλαδή τον εμπαιγμό και τον εξευτελισμό των Ελλήνων πολιτών.
Και αυτό ο τρόπος με τον οποίο περιγράφει το δημοψήφισμα της 5 Ιουλίου 2015 ο κ. Γεώργιος Βλάχος δείχνει την ακαταλληλότητα του δημοψηφίσματος ως τρόπο αποφάσεων σύνθετων προβλημάτων, και ειδικώς αυτών των θεμάτων που για οποιοδήποτε λόγο προκαλούν εμπάθεια στους πολίτες. Ο κ. Βλάχος λέει ότι το ερώτημα του δημοψηφίσματος “ήταν εάν ο λαός δέχεται τα σκληρά μέτρα των τριών θεσμών (Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου)”. Αλλά το ερώτημα του δημοψηφίσματος δεν ήταν αυτό. Το ερώτημα ήταν ΑΝ ΠΡΈΠΕΙ ΝΑ ΔΕΧΘΟΎΜΕ ΤΟ ΔΑΝΕΙΟ ΠΟΥ ΜΑΣ ΠΡΟΣΈΦΕΡΑΝ ΟΙ ΘΕΣΜΟΊ, ΜΕ ΤΟΥ ΌΡΟΥΣ ΤΩΝ ΘΕΣΜΏΝ, ΓΙΑ ΝΑ ΚΑΛΎΨΟΜΕ ΤΙΣ ΑΝΆΓΚΕΣ ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΊΟΥ ΜΑΣ “. Το ζήτημα του δανείου αποσιωπήθηκε από τον κ. Βλάχο, και ασφαλώς διέφυγε από τη αντίληψή του, αν και ερευνητής, παρόλο που ήταν η ουσία της όλης υπόθεσης. Στην αντίληψη του κ. Βλάχου, από την ερώτηση του δημοψηφίσματος απέμειναν μόνον τα σκληρά μέτρα, λες οι θεσμοί είχαν έρθει να μας προτείνουν αυθαίρετα να λάβομε σκληρά μέτρα, και όχι εμείς ( η Κυβέρνησή μας) που πήγαμε να τους ζητήσομε (και άλλο) δάνειο!
Η αντίληψη του κ. Βλάχου για τη ερώτηση του δημοψηφίσματος καταδεικνύει έναν από τους λόγους που τα δημοψηφίσματα πρέπει να θεωρούνται ακατάλληλα για την λήψη αποφάσεων στα δημοκρατικά πολιτεύματα: Οι πολίτες φαίνεται ότι συχνά δεν απαντούν στο ερώτημα που τους έχει τεθεί όταν ψηφίζουν, αλλά σε ένα της αρεσκείας τους, ένα που δεν χρειάζεται και πολύ ανάλυση, που δεν τους βάζει σε δύσκολες παραπέρα ερωτήσεις. Καταλαμβάνονται από εμπάθεια, ή από τεμπελιά, ή από προτίμηση αποφυγής σκληρής πραγματικότητος και στο μυαλό τους μεταμορφώνουν το ερώτημα σε κάτι πιο βολικό. Έτσι, στην περίπτωση της 5της Ιουλίου 2015, από το πραγματικό ερώτημα του δημοψηφίσματος πρέπει να είχε απαλειφθεί το ζήτημα του δανείου στην αντίληψη πολλών από των πολιτών. Έτσι ίσως μπόρεσαν να ψηφίσουν με ευκολία ( ή ακόμα και περηφάνια!) “όχι” στα σκληρά μέτρα. Μια τέτοια τέτοια μεταμόρφωση του ζητήματος γίνεται πιο δύσκολα στο μυαλό του βουλευτή ή του υπουργού, ο οποίος τη άλλη μέρα θα πρέπει να απαντήσει στο επόμενο ερώτημα του τί κάνομε τώρα; που βρίσκομε τα χρήματα για να πληρώσομε στο τέλος του μήνα τις συντάξεις, του μισθούς των δημοσίων υπαλλήλων, τους λογαριασμούς για τα καύσιμα και τα άλλα εφόδια των σχολείων, το στρατού, της αστυνομίας κτλ.;
Οι προβλέψεις που περιορίζουν την χρήση των δημοψηφισμάτων πρέπει να είναι από τις σοφότερες του Συντάγματος και θα πρέπει να διατηρηθούν.
Το αποτέλεσμα ήταν 61,3% υπέρ του ΟΧΙ και 38,7% υπέρ του ΝΑΙ.