Γράφει ο Μανώλης Εγγλέζος Δεληγιαννάκης
Η Αθήνα συγκροτήθηκε κυριολεκτικά αποστερώντας την υπόλοιπη Ελλάδα από μεγάλο μέρος του πληθυσμού της. Οι άνθρωποι που συνέρρευσαν για μια καλύτερη ζωή στην πρωτεύουσα, διωγμένοι από τα χωριά τους λόγω της εγκατάλειψης αυτών από το κράτος, έφεραν μαζί τους τις επί μέρους ταυτότητες των περιοχών τους. Αυτές τους στήριξαν στα πρώτα τους βήματα στην πόλη, αυτές δημιούργησαν τις πρώτες συσσωματώσεις στην πρωτεύουσα μέσα από κοινές παρέες και αργότερα συλλόγους διατήρησης, για τους παλιούς, και μεταλαμπάδευσης, για τους νεότερους, των αξιών και των εθίμων της ιδιαίτερης πατρίδας.
Ο χορός, το τραγούδι, η τέλεση τοπικών εθίμων, η ίδρυση ναών αφιερωμένων σε τοπικούς αγίους, μαζί με την αρχική συγκέντρωση στην ίδια γειτονιά των νεοφερμένων από την επαρχία (καθώς ο ένας τραβούσε τον άλλο χωριανό σε χώρο που θα ήταν πιο οικείος λόγω της ύπαρξης γνωστών), κράτησαν την τοπική ταυτότητα ζωντανή παράλληλα με την ενσωμάτωση στο άστυ. Στην πράξη, έμπαιναν στο χώρο της πρωτεύουσας συνεισφέροντας την ταυτότητά τους, και συνυπήρχαν με όρους αμοιβαίου σεβασμού με τις υπόλοιπες επί μέρους ταυτότητες των ομοιοπαθών που συνέρρεαν στην Αθήνα από κάθε μεριά της επικράτειας, και όχι μόνο.
Αρχικά λοιπόν υπήρχε μια συνύπαρξη στην πόλη, μικρογραφία του τί συνέβαινε στην Ελλάδα ολόκληρη, των διαφορετικών τοπικών ταυτοτήτων μέσα από κοινές αξίες που διαπερνούν όλο τον Ελληνισμό: Εργατικότητα, αλληλεγγύη, κοινοτικό πνεύμα, τιμιότητα, σεβασμός, και βεβαίως αγάπη στην ελευθερία και αντιστασιακό ήθος. Κι αυτές, μέσα από τις χαμηλές ακόμα γειτονιές, και την κοινοτική τους διάσταση, μεταφέρονταν στην επόμενη γενιά, που γεννιόταν στην Αθήνα αλλά είχε αναφορές στο χωριό μέσα από τις αφηγήσεις των μεγάλων και τις τακτικές επισκέψεις, τουλάχιστο σα χώρο θερινών διακοπών.
Η «ανάπτυξη» οδήγησε στον εκδυτικισμό του αστικού χώρου. Οι γειτονιές δεν ήταν πια χώρος δημιουργίας και ζωής αλλά δυστοπία διανυκτέρευσης ανθρώπων των οποίων η ζωή, η εργασία, οι συναναστροφές εκτυλίσσονταν αλλού. Από τη μια οι πολυκατοικίες που αποξενώνουν τους ανθρώπους, από την άλλη η διόγκωση του αστικού ιστού και η ευκολία (που έγινε κατάρα) του αυτοκινήτου, έσπασαν το τοπικό δέσιμο με τη γειτονιά, τις προσωπικές σχέσεις. Η Αθήνα, από πολιτισμός του χώρου μεταβλήθηκε σε πολιτισμό του χρόνου, απρόσωπη και εχθρική. Μεταξύ αγνώστων δεν υπάρχει σεβασμός, αλληλεγγύη, παρά μόνο αν επιμένει η ανθρωπιά. Αυτή όμως χάνεται ανάμεσα στα κτίρια και το κυνήγι της κοινωνικής ανόδου, μέσα στον ανταγωνισμό για μια θέση στάθμευσης, εργασίας, για ένα τραπέζι σε κάποιο μαγαζί που είναι της μόδας. Η απώλεια του προσώπου αλληλεπιδρά με την αναζήτηση της επιτυχίας σε ατομικό επίπεδο σε μια φαύλη σπείρα που οδηγεί στην απώλεια κάθε ταυτότητας, κάθε αξίας. Παράλληλα, το «πολιτιστικό» πρότυπο που επιβάλλεται, δυτικό και εισαγόμενο, ισοπεδωτικό και απρόσωπο, αποκλείει τον αναβαπτισμό στην κολυμπήθρα των παραδοσιακών αξιών μέσα από την πιο προσιτή μορφή τους, την ψυχαγωγία του χορού, του τραγουδιού, της συντροφιάς.
Γιατί από κει θα μπορούσε να πιαστεί κάποιος και βήμα βήμα να ξαναβρεί τον εαυτό του. Οι τρίτης και τέταρτης γενιάς πια επαρχιώτες, υποτιμούν την καταγωγή τους, επισκέπτονται σπάνια τη γενέτειρα των παππούδων τους, προτιμώντας προορισμούς προβεβλημένους από τα περιοδικά μόδας και φιγούρας, έχουν ένα μικτό λεξιλόγιο με ελληνικές και αγγλικές λέξεις, φτωχό και για τα απολύτως απαραίτητα, είναι διασυνδεμένοι με τον παγκόσμιο ιστό σα φύλλα που τα παίρνει ο αέρας του κοσμοπολιτισμού, δίχως πια ρίζες και στέρεες βάσεις.
Μια στάση αντίστασης στην εξατομίκευση θα ήταν ακριβώς η αντιστροφή της πορείας αυτής. Η επανασύνδεση με την ταυτότητα του καθενός, που του μιλάει πια όχι βιωματικά αλλά γονιδιακά, που την έχει μέσα του και πρέπει να βρει τρόπο να τη βγάλει. Μέσα από το χορό και το τραγούδι των τοπικών ταυτοτήτων, ο καθένας μπορεί να αρχίσει να ξαναβρίσκει το εαυτό του. Όχι ως φολκλόρ και όχι ως έθνικ, αλλά σαν κάτι δικό μας, όχι σαν κάτι που μας αρέσει ως παρατηρητές αλλά που το ζούμε σα φορείς του, που είναι εμείς οι ίδιοι.
Αυτό προϋποθέτει και το άλλο μεγάλο βήμα: Να ξαναβρούμε τί γέννησε αυτούς τους σκοπούς, αυτά τα βήματα του χορού, να ξαναβρούμε την ψυχή μας. Να δούμε την ιστορία που αφηγούνται τα τραγούδια μας, τα γεγονότα που δημιούργησαν τους χορούς μας, να βρούμε τις γεύσεις της γαστρονομίας μας, γεύσεις μοναδικές στηριγμένες σε φτωχά υλικά, να νιώσομε πώς ο λαός μας τη φτώχια του την έκανε καλοπέραση, γιατί είχε τον ελληνικό τρόπο.
Πώς μπορεί όμως να γίνει αυτό σε μια διαμορφωμένη κατάσταση, που αντιπαθεί τις ταυτότητες, που ισοπεδώνει ό,τι ξεφεύγει από το δυτικό πολιτιστικό πρότυπο; Σίγουρα η αυτενέργεια και η θέληση είναι κυρίαρχα εδώ. Στο ατομικό επίπεδο πρώτα και στο επίπεδο της οικογένειας, της παρέας μετά. Μέσα από «άτυπες» διαδικασίες κοινωνικοποίησης, δίχως την παρέμβαση του κρατικού μηχανισμού που θέλει όλα να τα οικειοποιηθεί.
Εκεί ένας Δήμος με προσωποκεντρικά χαρακτηριστικά θα μπορούσε να συμβάλει. Όχι για να υποκαταστήσει τη βούληση των ανθρώπων και να τους χειραγωγήσει. Αλλά για να αφήσει χώρο στην πρωτοβουλία τους, να δημιουργήσει χώρους σε κάθε γειτονιά όπου ο κόσμος θα μπορεί να συναντηθεί, να δημιουργήσει, να ξαναβρεθεί, να ξαναβρεί τις αξίες του λαού μας. Για να φέρει κοντά αυτές τις πρωτοβουλίες μέσα από εκδηλώσεις που θα αναδεικνύουν τις ταυτότητες αυτές. Με κοινό παρονομαστή τις αρχές μας, που εκφράζονται με διαφορετικό τρόπο από τις επί μέρους ελληνικές παραδόσεις. Η συνάντησή τους, η όσμωση μεταξύ τους, θα αναδείξει ακριβώς αυτές τις αξίες. Αυτό βέβαια, απαιτεί τη θέληση να τις ξαναβρούμε, αφού η παρακμή διαπερνά όλη την πατρίδα και πολλές φορές τις εφαρμόζομε επιφανειακά για να τις ακυρώσομε στην πράξη. Και ο Δήμος μπορεί να δημιουργήσει τον καμβά για να ζωγραφιστεί η τοπική ιδιαιτερότητα. Μπορεί να αναδείξει την ιστορία των συνοικιών που δημιουργήθηκαν από εσωτερικούς μετανάστες συγκεκριμένης προέλευσης, από πρόσφυγες του 22, της ανταλλαγής, από αιτίες που έχουν οικονομικό και γεωπολιτικό πρόσημο. Μπορεί να διοργανώσει ημερίδες και συνέδρια για να συνδέσει τους πληθυσμούς αυτούς με τον τόπο καταγωγής, να ενισχύσει πρωτοβουλίες συλλόγων που ψάχνουν σ’ αυτή την κατεύθυνση και δεν αποτελούν άθροισμα παραγόντων που αποβλέπουν σε ρουσφετολογική εξαργύρωση τυχόν αξιωμάτων τους. Γιατί η προσπάθεια αυτή προϋποθέτει κι έναν άλλο τύπο συλλόγων: όχι αυτούς που συναλλάσσονται με την όποια εξουσία τριγύρω τους, αλλά αυτούς που έχουν συνείδηση του τί εκπροσωπούν και τί ευθύνη αποτελεί τούτο. Κι ένας Δήμος που θα διοργάνωνε εκδηλώσεις κα συναντήσεις των επί μέρους ταυτοτήτων, θα στηριζόταν στη δουλειά τέτοιων συλλόγων και των ανθρώπων τους.
Αυτό θα μπορούσε να πάει ακόμα πιο πέρα, στην επανασύνδεση της επαρχίας με την πρωτεύουσα μέσα από τους καταγόμενους από εκεί. Όχι μόνο στο θυμικό αλλά και στο παραγωγικό κομμάτι. Θα μπορούσε να αναδείξει την τοπική παραγωγή και να την αντιπαρατάξει στην αντίστοιχη εισαγόμενη, σε μια πόλη που έχοντας χάσει την ταυτότητά της αγνοεί και τις δημιουργίες του τόπου της. Να συνδέσει τις εκεί παραγωγικές μονάδες με ένα δίκτυο διανομής που θα κάνει την παραγωγή τους γνωστή και προσιτή στον κάτοικο της πόλης. Παράλληλα, αυτό προϋποθέτει και μιαν ακόμα λειτουργία του Δήμου, την ανάδειξη ενός άλλου τρόπου ζωής, με έμφαση στην ποιότητα και όχι στην κατανάλωση, σε αλληλεπίδραση πάντα με ένα ζωντανό και ογκούμενο κομμάτι των δημοτών που θα ήθελε να ξαναγυρίσει σε ένα διαφορετικό πρότυπο και ως προς τη διατροφή, εκτός επιταγών της μόδας και της τεχνολογίας, κοντά στη φύση και στην ταυτότητα. Μια τέτοια διαδικασία θα ενίσχυε τους δεσμούς με το χωριό και θα δημιουργούσε ένα ρεύμα προς τα εκεί.
Άρα, γυρνούμε πάλι στην ανάγκη ενός Δήμου προσωποκεντρικού, που θα ενθαρρύνει την έκφραση των τοπικών ταυτοτήτων και στη χρεία να αναδειχτούν ξανά αυτές από τον καθένα μας. Αυτό είναι το στοίχημά μας αν θέλομε την επιστροφή μας σαν παράγοντας στην οικουμένη, να ξαναβρούμε τον ελληνικό τρόπο, να εκσυγχρονίσομε την παράδοσή μας…