Ἀστέριος Ἀργυρίου (Καθηγητής Πανεπιστημίου Στρασβούργου) από τον νέο Λόγιο Ερμή τ. 5-6
Τὸ «ἑρμηνευτικὸ κίνημα», δηλαδὴ ὁ σεβαστὸς ἀριθμὸς ἑρμηνειῶν στὴν Ἀποκάλυψη τοῦ Ἰωάννου ποὺ συντάσσονται κατὰ τοὺς χρόνους τῆς Τουρκοκρατίας, ἀποσκοπεῖ, μεταξὺ ἄλλων, στὴν ταύτιση τῶν δύο Θηρίων (Ἀποκάλυψη, κεφ. ΙΓ΄) μὲ τὸ μωαμεθανισμὸ καὶ τὸν παπισμό, τοὺς δύο ἐχθροὺς τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ τοῦ Ἑλληνισμοῦ[39]. Εἴτε ἐκλαμβάνονται ὡς πρόδρομοι τοῦ Ἀντιχρίστου εἴτε ὡς ὁ ἴδιος ὁ Ἀντίχριστος «εἰς δύο πρόσωπα ἐνεργούμενος», οἱ δύο αὐτοὶ ἐχθροὶ σημαδεύουν τὴ βασιλεία τοῦ Ἀντιχρίστου, δηλαδὴ μιὰ ριζική, μιὰ ὀντολογικὴ ἀλλαγὴ στὴν πορεία τῆς Ἱστορίας. Τὸ τέλος τῆς βασιλείας τους σημαίνει ἢ τὸ τέλος τοῦ κόσμου ἢ τὴν ἐγκαθίδρυση μιᾶς νέας, κραταιότερης καὶ ἐνδοξότερης, Ὀρθόδοξης Ἀνατολικῆς Αὐτοκρατορίας. Στὴν προσπάθειά τους νὰ περιγράψουν τὰ δύο αὐτὰ ἱστορικὰ πρόσωπα τοῦ Ἀντιχρίστου, οἱ ἑρμηνευτὲς ἀντλοῦν τὸ ἀπαραίτητο ὑλικὸ ἀπὸ τὴν ἀντιισλαμικὴ καὶ τὴν ἀντιλατινικὴ ἑλληνικὴ (ἐνίοτε καὶ ἀπὸ τὴ δυτικὴ) γραμματεία, στὸ ὁποῖο ὅμως ὑλικὸ προσδίδουν μιὰ ἐσχατολογικὴ διάσταση. Σὲ ὅ,τι ἀφορᾶ στὸ μωαμεθανισμό, ἡ διάσταση αὐτὴ ὑπάρχει, βέβαια, ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τῆς ἐμφάνισης τοῦ ἰσλὰμ καὶ τῶν ραγδαίων ἀραβομουσουλμανικῶν κατακτήσεων· ἡ ἐσχατολογικὴ διάσταση τοῦ παπισμοῦ, μολονότι ἐμφανίζεται ἤδη στὴν ἐποχὴ τῶν Σταυροφοριῶν[40], ἐνισχύεται καὶ ὀξύνεται τώρα μὲ τὴν ἐπίδραση τῆς προτεσταντικῆς ἐναντίον τοῦ Πάπα πολεμικῆς[41].
Οἱ ἑρμηνεῖες στὴν Ἀποκάλυψη δὲν παρέχουν στοιχεῖα πρωτότυπα καὶ ἀξιόλογα γιὰ τὸν Μωάμεθ καὶ τὴ θρησκεία του, στοιχεῖα δηλαδὴ ποὺ δὲν τὰ συναντᾶμε σὲ ἄλλα κείμενα, ἰδιαίτερα στοὺς βυζαντινοὺς καὶ μεταβυζαντινοὺς χρονογράφους ἢ στὴν πολεμικὴ κατὰ τοῦ ἰσλὰμ γραμματεία. Θὰ περιοριστοῦμε, ἐδῶ, μόνο στὸ παράδειγμα τοῦ Ἀναστασίου τοῦ Γορδίου, γιατὶ πρῶτος αὐτός, καὶ ἐμφανέστερα ἀπὸ τοὺς ἄλλους, διατύπωσε τὴν ταύτιση τῶν δύο προσώπων τοῦ Ἀντιχρίστου καὶ γιατὶ στὸ Περὶ Μωάμεθ καὶ κατὰ Λατείνων Σύγγραμμά του συναντᾶμε τὰ περισσότερα στοιχεῖα γιὰ τὸ πρόσωπο τοῦ Μωάμεθ καὶ τὴ θρησκεία του[42]. Ὁ Γόρδιος ἀντλεῖ τὶς πληροφορίες του ἀπὸ πολλὲς πηγές, ἰδιαίτερα ὅμως ἀπὸ τὸν Βαρθολομαῖο τὸν Ἐδεσσηνό, ἀπὸ τὸν Νεκτάριο Ἱεροσολύμων καὶ ἀπὸ τοὺς «χρονογράφους» γενικά.
Γράφει π.χ. ὁ Γόρδιος: «…Ὅμως ἐγώ, διαβάζοντας κάποιους χρονογράφους, εὑρῆκα πῶς ὁ Μωάμεθ νὰ ἐγεννήθη εἰς τοὺς ἑξακοσίους χρόνους ἀπὸ Χριστοῦ, ἔζησε δὲ καὶ αὐτὸς τὴν θανατηράν του ζωὴν χρόνους ἑξῆντα ἕξ, ὁποῦ γίνονται χξς΄ (666)[43], καὶ αὐτὸ δηλοῖ ἡ βοῦλλα, ἤγουν τὰ τρία στοιχεῖα τῆς βούλλας. Καὶ μὲ τοῦτον τὸν τρόπον ἠθέλησεν ὁ Εὐαγγελιστής, μᾶλλον δὲ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον, νὰ μᾶς φανερώσῃ τὸν καιρὸν τῆς ἀναδείξεως τοῦ λυμεῶνος διὰ νὰ μὴν πλανώμεθα… Διὰ τοῦτο ἐφανέρωσε μὲ διορισμένον καιρὸν πῶς εἰς τοὺς ἑξακοσίους χρόνους ἀπὸ Χριστοῦ γεννήσεως ἔχει νὰ γεννηθῇ ὁ Ἀντίχριστος» (σσ. 42-43). «Διατί, εἰπέ μοι, παρακαλῶ σε, διατί δὲν ἐγεννήθη ὁ Μωάμεθ εἰς τοὺς πεντακοσίους ἀπὸ Χριστοῦ ἢ εἰς τοὺς ἑπτακοσίους ἢ εἰς τοὺς ὀκτακοσίους, μόνον ἐγεννήθη εἰς τοὺς ἑξακοσίους, καθὼς λέγει τὸ ψηφί; Καὶ πάλιν, διατί δὲν ἔζησε τὴν ἐπάρατόν του ζωὴν πενῆντα χρόνους ἢ ἑβδομῆντα ἢ ὀγδοῆντα, μόνον ἔζησεν ἑξῆντα ἕξ, καθὼς λέγουν τὰ ψηφία; ῞Ωστε ὁποῦ αὐτὸς εἶναι τὸ Θηρίον τὸ ἑπτακέφαλον καὶ δεκακέρατον…» (σ. 42). Ὄντας ὁ Ἀντίχριστος καὶ παίρνοντας τὴ δύναμή του ἀπὸ τὸν διάβολο, ὁ Μωάμεθ «ἐνθουσιῶν καὶ πίπτων κατὰ γῆς καὶ ἀφρίζων καὶ ἀπὸ τῶν ἐριννύων[44] φθεγγόμενος, ἀπεφοίβαζε τὰ ἐμβρόντητα καὶ θεοστυγῆ αὐτοῦ ληρήματα… Αὐτὸς εἶναι λοιπὸν ὁ διώκτης τῆς Ἐκκλησίας ὁποῦ τὴν ἐδίωξε καὶ θέλει τὴν διώξει ἕως τῆς συντελείας» (σσ. 43-44).
Ὕστερα ἀπὸ τὴν πρώτη αὐτὴ ταύτιση τοῦ Μωάμεθ μὲ τὸν Ἀντίχριστο διὰ τῆς ἱστορίας, ὁ Γόρδιος προχωρεῖ καὶ σὲ ἄλλες ἀποδείξεις ὅτι ὁ Μωάμεθ εἶναι ὁ Ἀντίχριστος: «Λέγουν ὅτι ὁ Ἀντίχριστος ἔχει νὰ γεννηθῇ ἀπὸ Ἑβραίους καὶ ἀπὸ τὴν φυλὴν τοῦ Δάν […] Ὁ Μωάμεθ ἠξεύρομεν φανερὰ πῶς εἶναι ἀπὸ τὴν φυλὴν τοῦ Ἰσμαήλ. Ὁ Ἰσμαὴλ καὶ ὁ Ἰσαὰκ εἶναι υἱοὶ τοῦ Ἀβραάμ […] Ἀπὸ τὸν Ἰσαὰκ ἐγεννήθη ὁ Χριστός, ἀπὸ τὸν Ἰσμαὴλ ὁ Ἀντίχριστος Μωάμεθ» (σ. 47) – «Ἡ πατρίδα τοῦ Μωάμεθ εἶναι τὸ Μεντενέ, […] τὸ ὁποῖον Μεντενὲ τὸν καιρὸν ὁποῦ ἐγεννήθη ὁ Μωάμεθ ἐκατοικεῖτο ἀπὸ τρία ἔθνη, Χριστιανούς, Ἑβραίους καὶ Ἰσμαηλίτας, μάλιστα οἱ Ἑβραῖοι ἦσαν πλῆθος. Καὶ ἐνδέχεται νὰ εἶναι σκότιος ἐξ Ἑβραίων. Διατὶ ὁ Μωάμεθ εἰς τὰ περισσότερα καὶ κυριώτερα τῆς θρησκείας του ἑβραΐζει, ὡς ἂν περὶ μοναρχίας Θεοῦ, εἰς περιτομήν, εἰς ἀποχὴν τῶν χοιρίων κρεῶν, εἰς βαπτισμοὺς καὶ εἰς ἄλλα» (σ. 48). «Λέγουν ἀκόμη πῶς ἔχει νὰ περιπατήσῃ κατὰ μίμησιν τοῦ Χριστοῦ. Καὶ ἰδὲς ἂν ἴσως καὶ δὲν τὸ ἔκαμεν! Καὶ αὐτὸς δώδεκα μαθητὰς ἔκαμε, κατὰ μίμησιν τοῦ Κυρίου, καὶ ὕστερα ἑβδομήκοντα, ἔπειτα τριακοσίους καὶ πεντακοσίους. Καὶ τοὺς δώδεκα τοὺς εἶχε εἰς μεγάλην τιμήν, καὶ αὐτοὺς ἄφησεν ἐπιτρόπους καὶ διαδόχους του. Οὔμαρ, Ὀτμάν, Ἀλῖ, Ἀμπουμπάκερ, αὐτοὺς τοὺς εἶχεν ὡσὰν τέσσαρας εὐαγγελιστὰς καὶ ἐξηγητὰς τῶν θεοστυγῶν αὐτοῦ δογμάτων, ἢ μᾶλλον εἰπεῖν ληρημάτων[45]. Ἀλλὰ βαβαὶ τῆς ὑποκρίσεως! Ἀλλὰ καὶ οἱ τούτου ἐπάρατοι καὶ ἐμβρόντητοι μαθηταί, ὄχι μόνον τὸν ἐμιμήθησαν εἰς τὴν κακίαν, ἀλλὰ καὶ τὸν ὑπερέβησαν πολλῷ τῷ τρόπῳ καὶ τῷ μέτρῳ· τόσον ὁποῦ αὐτοὶ οἱ δώδεκα μαθηταὶ τοῦ Μωάμεθ ἐδίωξαν καὶ ἐρήμωσαν τὴν Ἐκκλησίαν ὁποῦ μὲ πολλοὺς κόπους καὶ ἱδρῶτας καὶ μὲ τὸ ἴδιόν τους τὸ αἷμα τὴν ἐσύστησαν οἱ δώδεκα μαθηταὶ τοῦ Χριστοῦ» (σσ. 48-49). Ἀλλοῦ ὁ Μωάμεθ λέγεται «λαοπλάνος» (σ. 31), «ἀσεβὴς ἐξ ἀσεβῶν, βάρβαρος καὶ ἀγράμματος παντελῶς» (σ. 62), «ἐχθρὸς τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς Ἐκκλησίας», «χριστιανοκτόνος καὶ μιαιφόνος» (σ. 52), «τὸ βδέλυγμα τῆς ἐρημώσεως ἑστὸς ἐν τόπῳ ἁγίῳ» (σσ. 57-58), «ὁ ἄνθρωπος τῆς ἁμαρτίας, ὁ υἱὸς τῆς ἀπωλείας» (σσ. 62-43).
Ὁ Ἀναστάσιος Γόρδιος ταυτίζει μὲ τὸν Πάπα τὸ δεύτερο Θηρίο, τὸ δικέρατο, αὐτὸ ποὺ μοιάζει μὲ ἀρνίον καὶ λαλεῖ ὡς δράκων (Ἀποκ. 13, 13-18). Ὁ Πάπας, διώκτης καὶ αὐτὸς τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς Ἐκκλησίας του, εἶναι τὸ δεύτερο πρόσωπο τοῦ Ἀντιχρίστου (σσ. 59-62). Οἱ πιὸ ἐνδιαφέρουσες σελίδες τοῦ Συγγράμματος εἶναι αὐτὲς ποὺ ὁ Γόρδιος ἀφιερώνει (π.χ. σσ. 62-65 καὶ 69-74) στὴ σύγκριση τῶν δύο Θηρίων: σύγκριση τῆς πολιτικῆς δύναμης τοῦ ἰσλὰμ καὶ τοῦ παπισμοῦ ὡς δυνάμεων ἐχθρῶν καὶ διωκτῶν τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας καὶ βασιλείας· σύγκριση τῆς ἠθικῆς διδασκαλίας καὶ πράξης τοῦ Μωάμεθ καὶ τοῦ Πάπα. Παρατηροῦμε δηλαδὴ ὅτι σὲ ὅλες αὐτὲς τὶς συγκρίσεις ὁ Ἀγραφιώτης διδάσκαλος εἶναι περισσότερο αὐστηρὸς ἔναντι τοῦ Πάπα καὶ λιγότερο ἔναντι τοῦ Μωάμεθ, ἢ μᾶλλον διαλέγει καὶ κάνει τὶς συγκρίσεις ἐκεῖνες ἀκριβῶς ποὺ κατὰ τὴ γνώμη του ἀποδεικνύουν ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καὶ πίστη κινδυνεύουν περισσότερο ἀπὸ τὸν παπισμὸ παρὰ ἀπὸ τὸ μωαμεθανισμό. Τὰ ἀντιλατινικά του αἰσθήματα εἶναι ἰσχυρότερα ἀπὸ τὰ ἀντιισλαμικά. Ἑπομένως, ἔχουμε ἐδῶ μιὰ χαρακτηριστικὴ περίπτωση ἀνταγωνισμοῦ τῶν δύο ἰσχυρῶν ἰδεολογικῶν ρευμάτων, αὐτοῦ ποὺ προτιμᾶ τὴν τιάρα καὶ αὐτοῦ ποὺ προτιμᾶ τὸ τουρμπάνι.
Ὁ τόσο βίαιος ἀντιλατινισμὸς τοῦ Γορδίου εἶχε ἐντυπωσιάσει ὅλους τοὺς ἀναγνῶστες, πολλοὶ ἀπὸ τοὺς ὁποίους πρέπει νὰ δυσανασχέτησαν. Πράγματι, σὲ ὁρισμένα ἀπὸ τὰ χειρόγραφα ποὺ περιέχουν τὸ Σύγγραμμα περὶ τοῦ Μωάμεθ καὶ κατὰ Λατείνων διαβάζουμε στὸ τέλος δύο σύντομα ἀντιισλαμικὰ κείμενα, τὰ ὁποῖα προσαρτήθηκαν ἁπλῶς στὸ κείμενο τοῦ Γορδίου. Σὲ ἄλλη μου ἐργασία[46] ἔχω ἐξηγήσει τοὺς λόγους γιὰ τοὺς ὁποίους ὁ Ἀγραφιώτης διδάσκαλος δὲν μπορεῖ νὰ ἔχει γράψει τὰ ἐν λόγῳ ἀντιισλαμικὰ πονημάτια καὶ πῶς τὰ πονημάτια αὐτὰ βρέθηκαν προσκολλημένα στὸ Σύγγραμμά του. Διατύπωνα δὲ ὁρισμένες ὑποθέσεις ὡς πρὸς τὸν ἄγνωστο συγγραφέα τῶν δύο κειμένων, ἕναν ὀρθόδοξο λατινίζοντα ἢ Λατίνο ἱερέα ἀπὸ τὰ μέρη τῆς Ἀνατολῆς.
Ἀγνοοῦσα τότε (1968)[47] ὅτι τὰ δύο πονημάτια ἐμπεριέχονται ἐπίσης στὸ ἔργο τοῦ Νεκταρίου Τέρπου Βιβλίον καλούμενον Πίστις, ποὺ εἶχε ἐκδοθεῖ γιὰ πρώτη φορὰ στὰ 1732 (στὴ Βενετία, ἀπὸ τὸν ἐκδοτικὸ οἶκο τοῦ Νικολάου Σάρου), δηλαδὴ 12-15 χρόνια μετὰ τὴ συγγραφὴ τοῦ ἔργου τοῦ Γορδίου[48], ἕνα μόλις ἔτος ἀπὸ τὸν θάνατό του. Παρὰ τοὺς ἰσχυρισμοὺς τοῦ Ἀλ. Καριώτογλου[49] καὶ τοῦ Κ. Γαρίτση[50], ποὺ τὸν ἀκολουθεῖ, ἐξακολουθῶ νὰ ἐπιμένω στὶς θέσεις μου: Τὰ δύο ἀντιισλαμικὰ πονημάτια δὲν εἶναι ἔργα τοῦ Ἀναστασίου τοῦ Γορδίου· ὄχι βέβαια γιατὶ περιέχονται στὸ Βιβλίον τοῦ Νεκταρίου Τέρπου ἀλλὰ γιατὶ τὸ περιεχόμενό τους δὲν ταιριάζει μὲ τὴ σκέψη τοῦ Ἀγραφιώτη διδασκάλου. Παραταῦτα, ἡ ἔκδοσή τους στὸ βιβλίο τοῦ Τέρπου δὲν ἀποδεικνύει ἀναγκαστικὰ τὴν πατρότητα τοῦ Μοσχοπολίτη ἱεροκήρυκα. Τὸ Βιβλιάριον τοῦ Τέρπου συγκροτεῖται ἀπὸ κείμενα διάφορα, ἄλλα γραμμένα ἀπὸ τὸν ἴδιο καὶ ἄλλα σταχυολογημένα ἀπὸ δῶ κι ἀπὸ κεῖ[51]. Ἄλλωστε, ὁ ἴδιος ὁ τίτλος τοῦ βιβλίου μᾶς πληροφορεῖ ὅτι «…Εἰσὶ δὲ καὶ ἄλλοι λόγοι ἐκλεκτοὶ εἰς ὠφέλειαν τῶν ἀναγινωσκόντων, ὡς φαίνεται ἐν τῷ Πίνακι, μεταγλωττισθέντες εἰς ἁπλῆν φράσιν. Συνταχθέντες παρὰ τοῦ ἐν Ἱερομονάχοις ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΤΕΡΠΟΥ ἐκ τῆς Θεοφρουρήτου Χώρας Βοσκοπόλεως…». Εἶναι δὲ ὁλοφάνερο ὅτι τὸ ὅλο ἔργο ἀποτελεῖ συμπίλημα κειμένων προσωπικῶν[52] καὶ κειμένων ποὺ ἀνήκουν σὲ διαφόρους συγγραφεῖς, εἴτε αὐτοὶ ἔχουν ταυτιστεῖ εἴτε ὄχι. Οἱ προσωπικὲς σελίδες τοῦ Τέρπου εἶναι ὅλες ὑπέροχες, ἔχουν δὲ χαρακτήρα κοινωνικοθρησκευτικὸ καὶ ἀποβλέπουν πρώτιστα στὸ νὰ ἀποτρέψουν τοὺς χριστιανοὺς ἀπὸ τὸν ἐξισλαμισμό, ὅπως ἄλλωστε καὶ ὅλο τὸ βιβλίο[53]. Ὅσο γιὰ τὰ δύο πονημάτια, παρατηροῦμε ὅτι στὴν πρώτη ἔκδοση (1732) ὑπάρχει μόνο τὸ πρῶτο, τὸ Ἐγκώμιον ἀληθινὸν εἰς τὸν λαοπλάνον Μωάμεθ· στὴ δεύτερη (1733) προστίθεται καὶ τὸ δεύτερο, μὲ τὸν τίτλο στὸν Πίνακα, Συνβούλιον τῶν πονηρῶν πνευμάτων, ποὺ ἀπὸ τὴν ἔκδοση τοῦ 1750 καὶ ὕστερα ἐγγράφεται παντοῦ μὲ τὸ γνωστό του τίτλο, Μέθοδος ἤγουν τέχνη πανουργικὴ τοῦ διαβόλου[54]· μὲ αὐτὸν ἀκριβῶς τὸν τίτλο προσκολλᾶται δύο χρόνια νωρίτερα, τὸ 1748, στὸ Σύγγραμμα τοῦ Γορδίου, στὸ χειρόγραφο ὑπ᾽ ἀρ. 646 τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Βατοπεδίου[55]. Παρατηροῦμε ἀκόμα ὅτι ἡ προσθήκη του στὴν ἔκδοση τοῦ Τέρπου, στὰ 1733, συνοδεύεται καὶ ἀπὸ ἄλλες προσθῆκες: τῆς Βούλλας τοῦ Μακαριωτάτου Πάπα τοῦ 1526, τοῦ Τροπαρίου κατανυκτικοῦ, τῶν Στίχων στὴν Παναγία καὶ τοῦ Θεοτοκίου, κειμένων δηλαδὴ ποὺ δὲν ἀνήκουν στὸν Νεκτάριο. Παρατηροῦμε, τέλος, ὅτι ὅλα αὐτὰ τὰ κείμενα καλύπτουν τὶς τελευταῖες σελίδες τοῦ βιβλίου, μετὰ ἀπὸ τὸν Λόγον περὶ τῶν πανουκλιαρέων, ποὺ ἀνήκει στὸν Κύριλλο Ἀλεξανδρείας.
Θὰ προσθέσω ἀκόμα ὅτι τὸ Ἐγκώμιον ἀληθινὸν περιλαμβάνεται, ὅπως εἴδαμε, καὶ στὰ ἐσχατολογικὰ καὶ ἀντιισλαμικὰ κείμενα ποὺ στὰ 1807 συγκέντρωσε στὸ Χρησμολόγιόν του ὁ Νικόλαος Παρπαρίγος[56]. Ὁ Παρπαρίγος τὸ καταγράφει ὡς ἀνώνυμο κείμενο, ἐνῶ σημειώνει πάντα τὸ ὄνομα τοῦ συγγραφέα ὅταν τὸ κείμενο εἶναι ἐπώνυμο. Θὰ τελειώσω σημειώνοντας ὅτι ὁ Νεκτάριος Τέρπος ὑπῆρξε ἕνας φιλολατίνος (φιλενωτικὸς) ὀρθόδοξος κληρικὸς καὶ ἱεροκήρυκας· αὐτό, βέβαια, δὲν τὸν ἐμπόδιζε καθόλου νὰ ἐμπνέεται ἀπὸ αἰσθήματα «πατριωτικὰ» καὶ νὰ καταβάλλει τεράστιες προσπάθειες γιὰ τὴ διαφύλαξη τῶν ὀρθοδόξων χριστιανῶν τῆς περιοχῆς τῆς Ἠπείρου καὶ τῆς Ἀλβανίας ἀπὸ τὴ λαίλαπα τοῦ ἐξισλαμισμοῦ. Ἡ στάση του μπροστὰ στὴν παπικὴ τιάρα καὶ τὸ τουρκικὸ τουρμπάνι δὲν ἦταν οὔτε ἡ στάση τοῦ προγενεστέρου του Ἀναστασίου τοῦ Γορδίου οὔτε ἐκείνη τοῦ μεταγενεστέρου του Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ. Ὅμως, καὶ οἱ τρεῖς ὑπῆρξαν ἱεροκήρυκες φλογεροὶ καὶ διδάσκαλοι τοῦ Γένους ἀφοσιωμένοι στὸ ἔργο τους.
Θὰ μπορούσαμε νὰ ὑποθέσουμε, καὶ νὰ δεχτοῦμε, ὅτι κάποιος ἀπὸ τοὺς ἀντιγραφεῖς τοῦ Συγγράμματος τοῦ Γορδίου ἀντέγραψε ἀπὸ τὴν ἔκδοση τοῦ 1732/1733 τὰ δύο πονημάτια καὶ τὰ προσάρτησε στὸ κείμενο τοῦ Ἀγραφιώτη διδασκάλου, γιὰ τοὺς ἰδεολογικοὺς λόγους ποὺ ἀναφέραμε. Οὔτε ὅμως αὐτὸ ἀποδεικνύει τὴν πατρότητα τοῦ Νεκταρίου Τέρπου. Ὅπως ὅμως κι ἂν ἔχει τὸ πράγμα, τὰ ἐν λόγῳ πονημάτια ἀποτελοῦν δύο σημαντικότατα ἀντιισλαμικὰ καὶ ἐσχατολογικὰ κείμενα, τόσο γιὰ τὸ περιεχόμενό τους, ὅσο καὶ γιὰ τὸν λαϊκότροπο χαρακτήρα τους. Ἀπὸ τὴν ἄποψη τῆς πολεμικῆς κατὰ τοῦ ἰσλάμ, ὁ συγγραφέας τους δὲν ἀναγνωρίζει καμιὰ ἀξία στὴ μωαμεθανικὴ θρησκεία, ἀφοῦ ὁ ἴδιος ὁ ἱδρυτής της, ὁ Μωάμεθ, εἶναι παίγνιο καὶ ὄργανο τοῦ Σατανᾶ[57].
Παραπάνω ἀνέφερα ὅτι ὁ Ἀναστάσιος Γόρδιος συγκρίνει μεταξύ τους τὴν ἠθικὴ διδασκαλία τοῦ Μωάμεθ καὶ ἐκείνη τοῦ Πάπα, γιὰ νὰ διαπιστώσει ὅτι ὁ δυσσεβὴς Πάπας εἶναι χειρότερος καὶ ἀπὸ τὸν ἀσεβῆ Μωάμεθ. Ὁ συγγραφέας τοῦ Ἐγκωμίου μᾶς προσφέρει μιὰ ἐξαίσια σύγκριση τῆς ἠθικῆς τοῦ Μωάμεθ μὲ τὴν ἠθικὴ τοῦ Χριστοῦ. Γράφει μεταξὺ ἄλλων: «Ὁ Χριστὸς κηρύττει παρθενίαν, καὶ αὐτοὶ οἱ δύο (ὁ Μωάμεθ καὶ ὁ Ἀλὴ) βεβαιώνουν καὶ κηρύττουν διὰ καλὸν τὴν ἀσέλγειαν καὶ τὴν ἀρσενοκοιτίαν. Ὁ Χριστὸς διδάχνει νηστείαν καὶ ξηροφαγίαν, καὶ αὐτοὶ παραγγέλλουν καὶ τρώγουν πολλὰ μὲ παχέα καὶ λιπαρὰ φαγητά. Ὁ Χριστὸς εἰς σαράντα μερόνυχτα μίαν φορὰν ἔφαγε, καὶ αὐτοὶ εἰς εἴκοσι ἐννέα ἡμέρας, ἤγουν ἑνὸς φεγγαρίου, ὀγδόντα ἑπτὰ φορὲς τρώγουν (29×3=87). Ὁ Χριστὸς παραγγέλλει εἰς ὅλους, μάλιστα ἐμᾶς τῶν ἱερέων, νὰ εἴμαστεν καθαροὶ καὶ ἀμόλυντοι ἀπὸ παντὸς ἁμαρτήματος, καὶ αὐτοὶ οἱ δύο δίδουν θέλημα τῶν ἄλλων καὶ τῶν χοτζάδων νὰ κάμουν ὅ,τι θέλουν καὶ ὅ,τι κακὸν ἠμποροῦν, νὰ εἶναι ἐλεύθεροι, ἀκανόνιστοι καὶ ἀναμάρτητοι. “ Ἐγὼ τῷ Πατρὶ καὶ ὁ Πατὴρ ἐν ἐμοὶ” καὶ ὁ Μωάμεθ τὸ ἐναντίον “ Ἐγὼ εἶμαι ἀπεσταλμένος ἀπὸ τὸν Θεόν”. Ἐγὼ δὲ τοῦ λέγω ἀποστάτης τοῦ Θεοῦ εἶναι. Ὁ Χριστὸς ὁρίζει εἰς τὸ τρίτον κεφ. εἰς τὸ κατὰ Ἰωάννην Εὐαγγέλιον, ἐδάφ. 13: “Κανένας δὲν ἀνέβηκεν εἰς τὸν οὐρανὸν παρ᾽ ἐκεῖνος ὁποῦ ἐκατέβη ἀπὸ τὸν οὐρανόν”· καὶ ὁ Μωάμεθ κόντρα ὑπάγει τῆς ἀληθείας καὶ λέγει: “ Ἐγὼ εἶμαι μέγας καὶ ἀπόστολος τοῦ Θεοῦ”. Εἰδέτε, σοφώτατοι χριστιανοί, ἐτοῦτος εἶναι βέβαια ὁ Ἀντίχριστος».
Μιὰ ποὺ ἔγινε ἐδῶ λόγος ἐκτενὴς γιὰ τὸν Ἀναστάσιο Γόρδιο καὶ τὸν Νεκτάριο Τέρπο, θὰ ἤθελα νὰ τελειώσω τὴ σύντομη αὐτὴ παρουσίαση μὲ μερικὲς σκέψεις γιὰ τὴν ἄσκηση τοῦ κηρυγματικοῦ λόγου καὶ γιὰ τοὺς κήρυκες τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ. Στὰ χρόνια τῆς Τουρκοκρατίας, κύριο μέλημα τῆς Ἐκκλησίας ἦταν νὰ διαφυλάξει τὸ ὀρθόδοξο ποίμνιό της ἀπὸ τὸν κίνδυνο τόσο τοῦ ἐξισλαμισμοῦ ὅσο καὶ τοῦ ἐκλατινισμοῦ. Οἱ δύο αὐτοὶ κίνδυνοι στέκονταν σὰν τὰ δύο Θηρία τῆς Ἀποκάλυψης. Καὶ ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία «ἀπόμεινε νὰ εὑρίσκεται ἀνάμεσα εἰς δύο φωλεοὺς δρακόντων. Καὶ νὰ εὐγαίνῃ πότε τὸ ἕνα θηρίον νὰ ἁρπάξῃ, πότε νὰ εὐγαίνῃ τὸ ἄλλο θηρίον νὰ ἁρπάξῃ ἀπὸ τὸ ἄλλο μέρος. Καὶ ἐκεῖνο τὸ πρόβατον ὁποῦ θέλει νὰ φύγῃ ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ ἑνός, νὰ πίπτῃ εἰς τοῦ ἄλλου. Ἁρπάζοντας πότε τὸ ἕνα θηρίον πότε τὸ ἄλλον, νὰ ἀπομείνῃ ἐντελῶς ὀλίγη ἐκείνη ἡ ποίμνη…»[58]. Γιὰ νὰ προστατέψει λοιπὸν τὰ πρόβατά της ἀπὸ τὸν διπλὸν αὐτὸν κίνδυνο, ἡ Ἐκκλησία χρησιμοποιοῦσε τὸν πιὸ μεγάλο της πλοῦτο, ποὺ ἦταν ἡ λατρευτικὴ ζωὴ καὶ ἡ Παράδοση· καλοῦσε δὲ τοὺς πιστοὺς σὲ μιὰ ὅσο τὸ δυνατὸ μεγαλύτερη προσκόλληση στὶς ἐξωτερικές τους ἐκδηλώσεις, ὅπως ἡ νηστεία, ἡ εὐλάβεια τῶν ἁγίων καὶ ἡ προσκύνηση τῶν εἰκόνων, τὰ θαυματουργὰ προσκυνήματα. Φρόντιζε, βέβαια, καὶ γιὰ τὴ θρησκευτικὴ καὶ πνευματικὴ μόρφωση τῶν πιστῶν, ἀλλὰ τὰ σχολεῖα ἦταν ἐλάχιστα, οἱ δάσκαλοι ἦταν μὲ στοιχειώδη μόρφωση οἱ περισσότεροι, καὶ ἡ πάλη γιὰ τὴν ἐπιβίωση γιγαντιαία. Ὅσο γιὰ τὸ θεῖο κήρυγμα, πόσοι ἀπὸ τοὺς κληρικοὺς ἦταν ἱκανοὶ νὰ τὸ διακονήσουν; Ἐλάχιστοι. Τὰ λίγα Ὁμιλητάρια καὶ Κυριακοδρόμια, χειρόγραφα καὶ ἔντυπα, ποὺ γνωρίζουμε, συνιστοῦν τοὺς πιὸ εὔγλωττους μάρτυρες. Ἡ κατάσταση βελτιώνεται, βέβαια, ἀπὸ τὰ μέσα τοῦ 17ου αἰώνα καὶ ὕστερα, χωρὶς ὅμως νὰ ἀποβεῖ ποτὲ ἱκανοποιητική. Ἀλλὰ καὶ τὸ θεῖο κήρυγμα, ὅταν ὑπάρχει, περιορίζεται στὸ νὰ ζητᾶ ἀπὸ τὸν πιστὸ νὰ ἀποφεύγει τὴν ἁμαρτία, νὰ τηρεῖ τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ μένει πιστός, πιστὸς ἄχρι θανάτου, στὴν πατροπαράδοτη πίστη του, δηλαδὴ στὴν ὀρθόδοξη Παράδοση.
Ἡ Ἐκκλησία μποροῦσε, βέβαια, νὰ κηρύσσει ἐλεύθερα κατὰ τοῦ παπισμοῦ καὶ τῆς λατινικῆς αἵρεσης. Ὡστόσο, οὔτε οἱ πιστοὶ οὔτε οἱ ποιμένες τους εἶχαν τὴν ἀπαιτούμενη παιδεία. Μόνο οἱ λόγιοι ἔγραφαν δοκίμια κατὰ τῶν Λατίνων πού, στὴν οὐσία, μόνο αὐτοὶ διάβαζαν[59]. Ἡ θέση ἔναντι τοῦ ἰσλὰμ ἦταν ἀκόμα πιὸ λεπτή. Ὄχι μόνο ὁ ἔλεγχος ἀλλὰ καὶ ἡ δημόσια ἀμφισβήτηση τῆς μουσουλμανικῆς θρησκείας, τοῦ ἱεροῦ της βιβλίου καὶ τοῦ προφήτη της, ὁδηγοῦσαν τὸν ἔνοχο ἀκόμα καὶ σ᾽ αὐτὴν τὴν ποινὴ τοῦ θανάτου, ὅπως τὸ βεβαιώνουν διάφορες μαρτυρίες καὶ τὸ μαρτυρεῖ τὸ νέφος τῶν Νεομαρτύρων. Στοὺς πρώτους αἰῶνες τῆς Τουρκοκρατίας, μόνο μιὰ κάποια ἔμμεση ἀναφορὰ τῆς μουσουλμανικῆς θρησκείας εἶναι δυνατή, διὰ μέσου τῆς ἐμμονῆς σὲ ὁρισμένα κοινωνικῆς καὶ λατρευτικῆς φύσης θέματα (νηστεία, γάμος, ἀρσενοκοιτία, κ.λπ.). Μόνο στὴν ὕστερη Τουρκοκρατία θὰ συναντήσουμε τοποθετήσεις πιὸ τολμηρὲς κατὰ τῆς θρησκείας τῶν ἀσεβῶν. Ἀξιόλογη μαρτυρία τῆς τέτοιας στάσης εἶναι τὰ κηρύγματα τοῦ Ἀναστασίου Γορδίου, τοῦ Νεκτάριου Τέρπου καὶ τοῦ Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ.
Ὅλη ἡ κοινωνικὴ καὶ θρησκευτικὴ διάσταση τοῦ κηρύγματος τοῦ Νεκταρίου Τέρπου στοχεύει πρὸς ἕνα μόνο πράγμα: νὰ ἀποτρέψει τοὺς χριστιανοὺς ἀπὸ τὸν ἐξισλαμισμό. Στὸ Βιβλίον καλούμενον Πίστις, ὅπου συγκεντρώνει τὰ κηρύγματά του, ἀφιερώνει ἐκτενέστατες ἀναφορές (σσ. 225-281) προκειμένου νὰ προβάλει στοὺς ἀκροατές του τὸ παράδειγμα τῶν παλαιῶν μαρτύρων. Καὶ παραγγέλνει μεταξὺ ἄλλων: «Καὶ διὰ τοῦτο σᾶς παραγγέλλω καὶ ἐγώ, νὰ μὴν χωρισθῇ τινὰς ἀπὸ τὴν ἁγίαν πίστιν καὶ τὴν καθολικὴν Ἐκκλησίαν τοῦ Χριστοῦ, διὰ ὀλίγον δόσιμον τοῦ χαρατζίου, παρὰ ἂς κυβερνηθῇ ὁ κάθε ἕνας ὡς χριστιανός, υἱὸς καὶ φίλος τοῦ Χριστοῦ καὶ Θεοῦ μας, μὲ ὅ,τι τρόπον ἠμπορεῖ. Κοπέλι καὶ δουλευτὴς ἂς γένῃ καὶ Τοῦρκος νὰ μὴ γένῃ, διὰ νὰ γένῃ μετὰ ταῦτα αὐθέντης εἰς τὴν ἄλλην ζωήν…» (σ. 320). Ὅπως εἴδαμε, τὸ Βιβλιάριον τοῦ Τέρπου θὰ συμπεριλάβει καὶ τὰ δύο πονημάτια γιὰ τὰ ὁποῖα μιλήσαμε παραπάνω, ποὺ καὶ αὐτὰ λειτουργοῦν ἄριστα ὡς ἀντιισλαμικὰ κηρύγματα. Ὅσο γιὰ τὸν πατρο-Κοσμᾶ, νὰ τί γράφει: «Ὁ Ἀντίχριστος εἶναί τος· ὁ ἕνας εἶναι ὁ Πάπας, καὶ ὁ ἕτερος εἶναι αὐτὸς ὁποῦ εἶναι εἰς τὸ κεφάλι μας, χωρὶς νὰ εἰπῶ τὸ ὄνομά του. Τὸ καταλαβαίνετε. Μὰ λυπηρὸν εἶναι νὰ σᾶς τὸ εἰπῶ, διότι αὐτοὶ οἱ ἀντίχριστοι εἶναι εἰς τὴν ἀπώλειαν καθὼς τὸ ἔχουν. Ἡμεῖς ἐγκράτεια, αὐτοὶ ἀπώλεια· ἡμεῖς νηστεία, αὐτοὶ πολυφαγία· ἡμεῖς παρθενία, αὐτοὶ πορνεία· ἡμεῖς δικαιοσύνη, αὐτοὶ ἀδικοσύνη» (σσ. 286-287). Κάπου ἀλλοῦ (σ. 304) ἀποκαλεῖ τὸν «σαρκικὸ νόμο», δηλαδὴ τὸ Κοράνιο, «γουρουνίσιο». Ὅπως βλέπουμε, ὁ φωτισμένος ἱεραπόστολος παίρνει πολλὲς ἐπιφυλάξεις, γιὰ νὰ μὴν ἐκθέσει οὔτε τὸν ἑαυτό του οὔτε τοὺς ἀκροατές του[60]. Μάταια, λοιπόν, θὰ ζητήσουμε στοὺς λόγους του στοιχεῖα πολεμικῆς κατὰ τοῦ ἰσλάμ[61]. Πῶς μποροῦσε νὰ κάνει διαφορετικά; Ὁπωσδήποτε ὅμως μποροῦσε κι αὐτὸς νὰ πεῖ καὶ νὰ παραγγείλει στοὺς πονεμένους ραγιάδες τοῦτο, ποὺ θὰ ἐπισφραγίσει μὲ τὸ θάνατό του: «Κἂν ὁ οὐρανὸς νὰ κατέβῃ κάτω, κἂν ἡ γῆ νὰ ἀνέβῃ ἐπάνω, κἂν ὅλος ὁ κόσμος νὰ χαλάσῃ, καθὼς μέλλει νὰ χαλάσῃ σήμερον-αὔριον, νὰ μὴ σᾶς μέλλῃ τί ἔχει νὰ κάμῃ ὁ Θεός. Τὸ κορμί σας ἂς τὸ καύσουν, ἂς τὸ τηγανίσουν, τὰ πράγματά σας ἂς τὰ πάρουν, μὴ σᾶς μέλλῃ. Δώσατέ τα· δὲν εἶναι δικά σας. Ψυχὴ καὶ Χριστὸς σᾶς χρειάζονται. Αὐτὰ τὰ δυό, ὁ κόσμος νὰ πέσῃ, δὲν μπορεῖ νὰ σᾶς τὰ πάρῃ· ἐκτὸς καὶ τὰ δώσετε μὲ τὸ θέλημά σας. Αὐτὰ τὰ δυὸ νὰ τὰ φυλάττετε, νὰ μὴν τὰ χάσετε» (σ. 179). Παρόμοιο εἶναι τὸ μήνυμα τοῦ Νεκτάριου Τέρπου στὴν ἴδια περιοχὴ πενήντα χρόνια νωρίτερα.
Δὲν θὰ ἤθελα ν᾽ ἀνοίξω τὸ κεφάλαιο τῶν διαφόρων Ὁμιληταρίων καὶ Κυριακοδρομίων, γιατὶ ἀπαιτοῦν μιὰ πιὸ ἐμπεριστατωμένη μελέτη, ποὺ θὰ μᾶς ἀπομάκρυνε πολὺ ἀπὸ τοὺς στόχους τῆς παρούσης πρόχειρης καὶ συνοπτικῆς ἐπισκόπησης. Τὴν ἴδια παρατήρηση θὰ εἶχα νὰ κάνω καὶ γιὰ τὴν ἐπιστολογραφία τῶν χρόνων τῆς Τουρκοκρατίας. Μόνον οἱ ἐγκύκλιες ἐπιστολὲς τῶν οἰκουμενικῶν πατριαρχῶν πρὸς τὸ ὀρθόδοξο ποίμνιό τους[62] ἢ οἱ ἐπιστολὲς τοῦ Εὐγενίου Γιαννούλη τοῦ Αἰτωλοῦ[63] –γιὰ νὰ ἀναφέρω δύο μόνο παραδείγματα– θὰ ἀπαιτοῦσαν, τὸ κάθε παράδειγμα ξεχωριστά, μιὰ ὁλόκληρη μονογραφία, ἂν θέλαμε νὰ ἐξετάσουμε ὅλη τὴν κλίμακα τῶν ἀποχρώσεων τῆς στάσης τους ἔναντι τῆς μουσουλμανικῆς θρησκείας καὶ τῶν Τούρκων. Ὅμως, τὰ ὅσα ἀναφέραμε μέχρις ἐδῶ ἀρκοῦν, νομίζω, γιὰ νὰ μᾶς δώσουν μιὰ ἀρκετὰ πλήρη καὶ σαφῆ εἰκόνα τῶν στοιχείων ποὺ μᾶς προσφέρουν ἀναφορικὰ μὲ τὴ μουσουλμανικὴ θρησκεία καὶ τὴν ἰδεολογικὴ στάση τῶν συγγραφέων τους ἔναντι τοῦ ἰσλάμ. Ἡ στάση αὐτὴ δὲν εἶναι καθόλου μονολιθική. Ἀπεναντίας, παρουσιάζει μιὰ εὐρύτατη κλίμακα ἀποχρώσεων, οἱ ὁποῖες ἐξαρτῶνται πάντα ἀπὸ τὴν ἐποχὴ καὶ τὸν τόπο συγγραφῆς τῶν κειμένων, ἀπὸ τὴ φύση καὶ τὸν προορισμό τους, ἀπὸ τὴ μόρφωση τοῦ συγγραφέα τους, τὴν κοινωνικὴ καὶ ἐκκλησιαστικὴ θέση του, κυρίως ὅμως ἀπὸ τὸν ἰδεολογικὸ προσανατολισμό του. Ὅλα αὐτὰ τὰ στοιχεῖα μᾶς βοηθοῦν νὰ ἐκτιμήσουμε καλύτερα τὴν κατὰ τοῦ ἰσλὰμ πολεμικὴ καὶ ἀπολογητικὴ γραμματεία: τὸν ἀριθμὸ τῶν κειμένων, τὴν ἔκταση καὶ τὴ φύση τους, τὸ πραγματολογικὸ καὶ ἰδεολογικό τους περιεχόμενο.
[39] A. Argyriou, Les Exégèses grecques de l’Apocalypse à l’époque turque (1453-1821). Esquisse d’une histoire des courants idéologiques au sein du peuple grec asservi, Θεσσαλονίκη, Ἑταιρεία Μακεδονικῶν Σπουδῶν, 1982.
[40] Βλ. Ἀ. Ἀργυρίου, «Ἡ ἐσχατολογικὴ σκέψη τοῦ ἁγίου Νεοφύτου τοῦ Ἐγκλείστου», στὸ Πρακτικὰ τοῦ Α΄ Διεθνοῦς Συνεδρίου Ἅγιος Νεόφυτος ὁ Ἔγκλειστος. Ἱστορία – Θεολογία – Πολιτισμός, Πάφος, Μονὴ Ἁγίου Νεοφύτου, 2010, σσ. 217-260.
[41] A. Argyriou, Les Exégèses grecques de l’Apocalypse…, ὅ.π., σσ. 9-32.
[42] A. Argyriou, Les Exégèses grecques de l’Apocalypse…, ὅ.π., σσ. 320-354· Κριτικὴ ἔκδοση τοῦ Συγγράμματος μὲ ἐκτενῆ εἰσαγωγὴ καὶ σχόλια στὰ γαλλικά: Ἀ. Ἀργυρίου, Ἀναστασίου τοῦ Γορδίου (1654/5-1729) Σύγγραμμα περὶ Μωάμεθ καὶ κατὰ Λατείνων, Ἀθήνα, Ἑταιρεία Στερεοελλαδικῶν Μελετῶν, 1983. Οἱ παραπομπές, στὶς σελίδες τῆς ἔκδοσης αὐτῆς.
[43] Τὴν πληροφορία αὐτὴ τὴ βρίσκουμε καὶ στὰ μεταγενέστερα κείμενα τῶν κωδίκων ὑπ᾽ ἀρ. 88 Ζαγορᾶς καὶ 1720 τῆς Μονῆς Μεγίστης Λαύρας, καθὼς καὶ σὲ διαφόρους Μουσουλμάνους καὶ Λατίνους συγγραφεῖς. Εἶναι ὅμως ἀναμφισβήτητο ὅτι ὁ Γόρδιος ἄντλησε τὴν πληροφορία αὐτή, ὅπως καὶ πολλὲς ἄλλες, ἀπὸ τὸν Νεκτάριο Ἱεροσολύμων (Ἐπιτομή…, σσ. 265-270), ἂν καὶ «στρογγυλεύει» τοὺς ἀριθμοὺς γιὰ τὶς ἀνάγκες τοῦ ἀποδεικτικοῦ του λόγου. Γιὰ τὴν ταύτιση τοῦ Μωάμεθ μὲ τὸν Ἀντίχριστο, ὁ Γόρδιος δίνει στὴ λανθασμένη αὐτὴ χρονολογία τόσο μεγάλη σημασία ὅση καὶ στὴ λέξη λατεῖνος (τῆς ὁποίας λέξης, ὀρθογραφημένης μὲ ει, τὰ ψηφία δίνουν ἐπίσης τὸν ἀριθμὸ 666) γιὰ τὴν ταύτιση τοῦ Πάπα μὲ τὸν ἴδιο αὐτὸν Ἀντίχριστο «εἰς δύο πρόσωπα ἐνεργούμενον». Ἀπὸ τὶς ἄλλες πηγὲς τοῦ Γορδίου ἡ κυριότερη εἶναι ὁ Βαρθολομαῖος ὁ Ἐδεσσηνός, PG 104, 1384Α-1448Α.
[44] Οἱ ἐπιληπτικὲς τάσεις τοῦ Μωάμεθ ἀναφέρονται ἀπὸ ὅλους σχεδὸν τοὺς βυζαντινοὺς καὶ μεταβυζαντινοὺς ἀντιρρητικοὺς συγγραφεῖς ὡς ἀπόδειξη τῆς κατοχῆς του ἀπὸ τὸ διάβολο. Τὸ περὶ ἐριν[ν]ύων τὸ συναντᾶμε μόνο στὴ Χρονογραφία Γεωργίου τοῦ Ἁμαρτωλοῦ, PG 110, 865Β.
[45] Πληροφορίες παρμένες τὸσο ἀπὸ τὸν Νεκτάριο Ἱεροσολύμων ὅσο καὶ ἀπὸ τὸν Βαρθολομαῖο τὸν Ἐδεσσηνό, πάντα ὅμως γενικευμένες ἢ «στρογγυλεμένες» γιὰ τὶς ἀποδεικτικὲς ἀνάγκες τοῦ λόγου του.
[46] A. Argyriou, «Anastasios Gordios et la polémique anti-islamique post-byzantine», in Revue des Sciences Religieuses 43,1 (1969), 58- 87.
[47] Βλ. διόρθωση στὸ Ἀ. Ἀργυρίου, Ἀναστασίου τοῦ Γορδίου (1654/5-1729) Σύγγραμμα περὶ Μωάμεθ καὶ κατὰ Λατείνων, ὅ.π., σ. 296, ὅπου ὅμως δὲν σχολιάζεται τὸ θέμα τῆς πατρότητάς τους.
[48] Βλ. ἐπανέκδοση ἀπὸ τὸν Κωνσταντίνο Γαρίτση, Ὁ Νεκτάριος Τέρπος καὶ τὸ ἔργο του. Εἰσαγωγὴ – Σχόλια – Κριτικὴ ἔκδοση τοῦ ἔργου του Πίστις, Θήρα, Ὁ Θεσβίτης, 2002. Σύμφωνα μὲ τὸν Γαρίτση (ὅ.π., σσ. 123-164), τὸ ἔργο γνώρισε 12 ἐκδόσεις ἀπὸ τὸ 1732 ἕως τὸ 1818. Ἀπὸ τὴν ἔκδοση τοῦ 1750 καὶ ὕστερα, τὴ λέξη Βιβλιάριον ἀντικατέστησε ἡ λέξη Βιβλίον.
[49] Ἀλ. Καριώτογλου, Ἰσλὰμ καὶ χριστιανικὴ χρησμολογία, Ἀθήνα, Ἁρμός, 2000, σσ. 105-109 (σσ. 119-123 τῆς ἔκδοσης τοῦ 1982). Στὴ νέα ἔκδοση τῆς ἐργασίας αὐτῆς, ποὺ εἶναι ἡ διδακτορικὴ διατριβή του, ὁ κ. Καριώτογλου θὰ ἀπεκόμιζε πολλὰ ὀφέλη ἂν συμπλήρωνε, τουλάχιστον, τὴν ἀπὸ τὸ ἔτος 1980 βιβλιογραφία του.
[50] Κ. Γαρίτσης, Ὁ Νεκτάριος Τέρπος καὶ τὸ ἔργο του, ὅ.π., σσ. 107-112.
[51] Βλ. αὐτόθι, σσ. 73 καὶ 499-502.
[52] Προσωπικὰ κείμενα εἶναι οἱ σσ. 177-178 (πρόλογος), 187-191 (τὸ παράδειγμα τῶν μαρτύρων), 317-346, 369-373, 395-400, ἐν μέρει οἱ σσ. 402-436, ἡ διασκευὴ τῶν κειμένων τῶν βίων ἁγίων καὶ μαρτύρων μὲ τὶς προτροπὲς ποὺ τὰ συνοδεύουν καὶ τὰ σύντομα σχόλια τοῦ Τέρπου στὰ βιβλικὰ κείμενα ποὺ δανείζεται ἀπὸ τὰ Ἱερὰ Παράλληλα τοῦ Ἰωάννη τοῦ Δαμασκηνοῦ. Ὁ Γ. Βαλέτας –Ὁ ἀρματωμένος λόγος. Οἱ ἀντιστασιακὲς διδαχὲς τοῦ Νεκταρίου Τέρπου βγαλμένες στὰ 1730, Ἀθήνα, Ἐκδόσεις «Πηγῆς», 1971– εἶχε ἐκδώσει ὅλα σχεδὸν τὰ κάπως ἐκτεταμένα προσωπικὰ κείμενα.
[53] Βλ. π.χ. σσ. 177-178, Πρὸς τοὺς ἀναγινώσκοντας.
[54] Στὴν ἔκδοση τοῦ 1813 τὸ δεύτερο αὐτὸ κείμενο ἀφαιρεῖται.
[55] Ὁ ὑπ᾽ ἀρ. 646 κώδικας τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Βατοπεδίου παρουσιάζει ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον: α) Περιέχει τὸ Σύγγραμμα τοῦ Γορδίου, μὲ τὸν τίτλο Περὶ τοῦ Ἀντιχρίστου ὃς ἐστὶν ὁ Μωάμεθ καὶ ὁ Πάπας καὶ χωρὶς νὰ ἀναφέρει τὸ ὄνομα τοῦ συγγραφέα· β) Εἶναι ὁ παλαιότερος ἀπὸ τοὺς χρονολογημένους κώδικες τοῦ ἔργου τοῦ Γορδίου ὅπου βρίσκουμε προσκολλημένο (ἔστω καὶ) ἕνα ἀπὸ τὰ δύο πονημάτια. γ) Γραμμένος στὰ 1748, Σεπτεμβρίου α´, «ὑπὸ χειρὸς τοῦ ταπεινοῦ ἀθανασίου τοῦ ἐξ αἰτωλίας» (φ. 74β), «διὰ συνδρομῆς καὶ ἐπιμελείας καὶ δαπάνης παρὰ ἐμοῦ τοῦ ταπεινοῦ προηγουμένου ἐν ἱερομονάχοις παπᾶ κῦρ διονυσίου ξηροποταμοῦ τοῦ ἐκκόμης ραβουνᾶ ὀνομαζόμενον…», ὁ κώδικας παρουσιάζει πολλὲς ὀρθογραφικὲς καὶ ἄλλες ἀτέλειες. Ἐπί παραδείγματι, λείπουν τὰ κεφ. α΄-λε΄ ἀπὸ τὸν «Πίνακα περιεχομένων» (φφ. 1α-2β), καθὼς καὶ ὁ «Ἐπίλογος» (φ. 74β κ.ἑξ.) τοῦ Συγγράμματος. δ) Τὰ κεφάλαια ἀριθμοῦνται ἀπὸ α΄ ἕως ρ΄, τόσο στὸν «Πίνακα περιεχομένων» ὅσο καὶ στὸ κείμενο· καὶ στὰ δύο ὅμως μέρη ἡ Μέθοδος ἐγγράφεται χωρὶς ἀρίθμηση. δ) Ἐπιπλέον, μετὰ τὸ τέλος τοῦ κεφ. ρ΄ (φ. 74β), ὁ ἀντιγραφέας σημειώνει: «Τέλος καὶ τῷ Θεῷ δόξα. 1748· σεπτεμβρίου α´· ἐτελειώθη τὸ παρὼν βιβλίον ὑπὸ χειρὸς τοῦ ταπεινοῦ ἀθανασίου τοῦ ἐξ αἰτωλίας ὑπάρχει· ἡ μὲν χεῖρ ἡγράψασα σήπετε τάφου, μένει δὲ βίβλος εἰς χρόνους ἀπεράντους». Ἀκολουθεῖ στὸ ἴδιο φύλλο (φ. 74β) ὁ τίτλος μόνο τοῦ πονηματίου Μέθοδος ἢ τέχνη πανουργικὴ τοῦ διαβόλου, τοῦ ὁποίου τὸ κείμενο περιέχεται στὰ φφ. 75α, 75β καὶ 71α. Ἑπομένως, ὁ ἐξ Αἰτωλίας ὁρμώμενος ἀντιγραφέας Ἀθανάσιος γνωρίζει ὅτι ἡ Μέθοδος δὲν εἶναι τοῦ ἴδιου συγγραφέα, τὸν ἀντιγράφει ὅμως «παραγεμίζοντας» λευκὲς σελίδες ἢ τεμάχια σελίδων. Γιατί ὅμως ἀποσιώπησε τὸ ὄνομα τοῦ Τέρπου, ἂν αὐτὸς ἦταν πράγματι ὁ συγγραφέας καὶ ἂν τὸ ἀντέγραψε ἀπὸ τὴν ἔκδοση τοῦ 1733;
[56] Χρησμολόγιον διαφόρων χρησμοδώτων, ἐρανισθὲν ἐκ διαφόρων ὑπομνημάτων, σσ. 373-378.
[57] Ὁρισμένες μουσουλμανικὲς πηγὲς (Βίοι τοῦ Μωάμεθ) ἀναφέρουν ὅτι οἱ δαίμονες ἔτρεξαν νὰ ἀναγγείλουν στὸν Βεελζεβοὺλ τὴ γέννηση τοῦ Μωάμεθ ὡς ἕνα καταστροφικὸ γι᾽ αὐτοὺς γεγονός, πληροφορία ποὺ θὰ ἐπαναλάβουν ἀργότερα καὶ ὁρισμένοι Λατίνοι συγγραφεῖς, γιὰ νὰ τὴν πολεμήσουν, βέβαια, ἢ γιὰ νὰ τὴν ἀντιστρέψουν. Τὴν ἀντιστροφή της ἐπιχειρεῖ καὶ τὸ παρὸν κείμενο.
[58] Ἀναστάσιος Γόρδιος, Σύγγραμμα…, ὅ.π., σσ. 117-118.
[59] Γιὰ τὸ θέμα αὐτό, βλ. τὴν ἐξαίρετη μελέτη Gerhard Podskalsky, Ἡ ἑλληνικὴ θεολογία ἐπὶ Τουρκοκρατίας (1453-1821). Ἡ Ὀρθοδοξία στὴ σφαῖρα ἐπιρροῆς τῶν δυτικῶν δογμάτων μετὰ τὴ Μεταρρύθμιση (μετάφρ. Γ. Δ. Μεταλληνοῦ), Ἀθήνα, ΜΙΕΤ, 2005 (γερμανικἠ ἔκδοση 1988).
[60] Καὶ ὁ Γόρδιος εἶχε παραγγείλει νὰ μὴν κυκλοφορήσει τὸ Σύγγραμμά του πρὶν ἀπὸ τὴν ἐκδημία του.
[61] Φλογισμένα κηρύγματα κατὰ τῶν Τούρκων τυράννων, ὅπως ἡ Δέησις (Τέχνη Ρητορική, Βενετία 1681, σσ. 371-375) τοῦ Φραγκίσκου Σκούφου ἢ ἡ Ἱκετηρία ὡς ἐκ τοῦ Γένους τῶν Γραικῶν (Βιέννη, 1771/2)τοῦ Εὐγενίου Βούλγαρη, ὑπάρχουν βέβαια, ἀλλὰ εἶναι γραμμένα ἀπὸ Ἕλληνες λογίους ποὺ ζοῦν ἔξω ἀπὸ τὴν ὀθωμανικὴ ἐπικράτεια καὶ ἀπευθύνονται σὲ ἕνα ἄλλο ἀναγνωστικὸ κοινό, ὄχι στοὺς ραγιάδες.
[62] Δὲν γνωρίζουμε πάνω στὸ θέμα αὐτὸ καμιὰ σφαιρικὴ μελέτη.
[63] Βλ. τὴν ἔκδοσή τους: Ι. Ε. Στεφανὴς, Νίκη Τριανταφύλλου-Θεοδωρίδη, Εὐγενίου Γιαννούλη τοῦ Αἰτωλοῦ Ἐπιστολές. Κριτικὴ ἔκδοση, Θεσσαλονίκη 1992. Ἡ ἔκδοση τῶν ἐπιστολῶν τοῦ μαθητῆ τοῦ Γιαννούλη, τοῦ Ἀναστασίου τοῦ Γορδίου, θὰ παρουσίαζε μεγαλύτερο ἀκόμα ἐνδιαφέρον γιὰ τὸ θέμα μας.